Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Για το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού Η Κάθοδος των Εννιά Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης


Για το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού


Η Κάθοδος των Εννιά


Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης







Το διήγημα του Θανάση Βαλτινού, που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο 'Η κάθοδος των εννιά,'[1] αποτελεί ένα ιδιαίτερου τύπου, αφηγηματικό χρονικό, της πορείας μίας ομάδας ανταρτών στην Πελοπόννησο. Δίχως να προσφέρεται κάποια άλλη ιστορική ή και πολιτική αναφορά, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ό,τι πρόκειται για την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου που διεξήχθη μεταξύ των ετών 1946-1949.

Συγκροτώντας μία αγωνιώδη ατμόσφαιρα που έρχεται σε εμπρόθετη, θα προσθέταμε, αντίστιξη, με τις εν γένει συνθήκες του τόπου και του περιβάλλοντος, ο συγγραφέας και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, προσδιορίζει, με κλιμακούμενο ρυθμό αφηγηματικά, τα ιστορικά και πολιτικά συμφραζόμενα του εμφυλίου πολέμου, κάτι που θεωρούμε πως επιτυγχάνεται, ακόμη και εάν ο συγγραφέας δεν προβαίνει σε ίδιες γενικεύσεις ώστε να συμπεριλάβει το όλο συμβάν του εμφυλίου πολέμου.

 Και επιτυγχάνεται μέσω της διαλεκτικής προσέγγισης μίας ομάδας μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος (ΔΣΕ), που εν προκειμένω εγγράφονται υποστασιοποιημένα εντός της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας διασχίζοντας την εγκάρσια, αναδεικνύοντας 'παγίδες' και χάσματα μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας. Και αυτά τα περιώνυμα, ιστορικής χροιάς χάσματα, μεγεθύνονται εντός του ξερού και άνυδρου τόπου και κάτω από τον καυτό ήλιο, που εδώ δεν δύναται να προσφέρει 'ζωή' (μοτίβο ή μοτίβα 'ζωτικότητας'), αλλά, αντιθέτως, αντανακλά το αδιέξοδο ή και τα αδιέξοδα της ασκούμενης στρατηγικής, όσο παράλληλα, 'παγίδα' καθίσταται η 'πονηρία' της ιστορίας (η Μαρξική 'φάρσα' όπως αναδεικνύεται στη '18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη'), οι συγκροτησιακά χειραφετητικές και ηρωοποιημένες κομματικές-πολιτικές  αφηγήσεις (ΚΚΕ) που επιλέγονται. Και οι ηρωοποιημένες αφηγήσεις για την παρουσία και την δράση των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος ως 'συνέχεια' των μαχητών του ΕΛΑΣ, αναπαράγονται και την σημερινή περίοδο από το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο και ξεπερνά ή υπερβαίνει τις μείζονες πολιτικοϊδεολογικές αντιφάσεις, αντιθέσεις και συγκρούσεις της περιόδου με χρονικά άλματα.


Εκ-φεύγοντας από αυτό το απλοϊκό πλαίσιο, το διήγημα του Βαλτινού συναρθρώνει την ιστορία με την μυθοπλασία η οποία όμως αποκτά όψεις πραγμολογικής και ιστορικής 'μαρτυρίας,' νοηματοδοτεί μία κατάσταση κρίσης εκπεφρασμένη εντός συγκυρίας, προσδίδει στη νεότητα, υπόγεια και συνειδητά (το συνειδησιακό στοιχείο διαπερνά την 'Κάθοδο των Εννιά'), τις διαστάσεις της 'ανέξοδης θυσίας,' δίχως συνάμα να την εμβαπτίζει στα νάματα της 'ηρωικής' και 'εξειδανικευμένη’  στα διακυβεύματα, δράσης, επιλέγοντας ως φόντο ή και ως τεχνική αφήγηση την σταδιακά εκδηλούμενη δραματοποίηση.

 Συναρθρώνοντας σε ένα αφηγηματικό πλαίσιο την διαλογική μορφή με τον εσωτερικό μονόλογο, την αγωνία με τον φόβο, ο πεζογραφικός λόγος δύναται να προβεί στη 'σύλληψη' και ανάδειξη της επίγνωσης που αποκτάται όμως μέσω της γνώσης για τον επικείμενο θάνατο. Και όμως, ως προς αυτό, θα αναφέρουμε ό,τι στην 'Κάθοδο των Εννιά' δεν ενυπάρχουν στοιχεία μίας 'τελεολογίας.'

 Απεναντίας, ο θάνατος καθίσταται διαρκές ενδεχόμενο κατά την διάρκεια της πορείας, επικρεμάμενη ως 'δαμόκλειος σπάθη' πάνω από την κεφαλή των μαχητών που όντας περικυκλωμένοι, στο σημείο όπου η αφήγηση διευρύνεται για να ενσωματώσεις τα αντίπαλα κοινωνικά και πολιτικοϊδεολογικά μπλοκ του εμφυλίου πολέμου, κινούνται προσεκτικά,  με τον φόβο που γεννά κάθε φορά το άγνωστο βήμα. 

Η αναζήτηση και η εύρεση νερού μεταστοιχειώνεται ως το πλαίσιο μίας λέξης που λέγεται σιωπηλά, μίας γλώσσας που εκφερόμενη σημασιοδοτεί την πραγματοποίηση κύκλων που δεν 'οδηγούν κάπου,' παρά στην δυνατότητα 'ιχνηλάτησης' κρυφών προσδοκιών. Η εύρεση νερού (ως θάνατος), δεν αξιο-θεμελιώνει την 'απολύτρωση,' το θρησκευτικό ή ιστορικό 'δεδικαίωται,' όσο την επίγνωση για την πορεία και για τα 'ίχνη' αυτής της πορείας, για την αίσθηση συμμετοχής σε κάτι επώδυνο όμως ο εμφύλιος πόλεμος. Με το 'τι κάνουμε;' να τίθεται στο προσκήνιο η  κάθοδος αναπαρίσταται ωσάν τελετουργία δίχως οργανοπαίκτες.

 Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά η Μαρία Αθανασοπούλου η «πρωτοκαθεδρία της ιστορίας του 20ου αιώνα, και ιδιαίτερα του ελληνικού εμφυλίου»,[2] διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του Θανάση Βαλτινού. Η ‘Κάθοδος των Εννιά’ ως διήγημα αναπαράστασης, ανα-πλαισιώνει φυγόκεντρα τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, υποκειμενοποιώντας το περιεχόμενο του. Η λογοτεχνία σε αυτή την περίπτωση, αντανακλά μία παράλληλα σειρά αφηγήσεων που ακολουθούν ανεστραμμένη πορεία: Στην ‘Κάθοδο των Εννιά’ σημασία ενέχουν οι μορφές των μαχητών που βιώνουν κάτι που τους περιλαμβάνει και τους ‘ξεπερνά.’

Σίμος Ανδρονίδης


Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος. Τα  ερευνητικά ενδιαφέροντα είναι: θεσμοί κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία του Κράτους,  κοινωνικά κινήματα, ποίηση, λογοτεχνία και  κριτική λογοτεχνίας. Είναι  μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, του Δικτύου για τη Μεθοδολογία στην Πολιτική Επιστήμη, του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου.   Email: gregandro@hotmail.gr



[1] Βλέπε σχετικά, Βαλτινός Θανάσης ‘Η Κάθοδος των Εννιά,’ Βιβλιοπωλείον της Εστίας,’ Αθήνα, 2006.
[2] Βλέπε σχετικά, Αθανασοπούλου Μαρία, ‘Η πρωτοπόρος γραφή ενός πολύπτυχου αναγνώσματος,’ Περιοδικό ‘Νέα Εστία,’ Τόμος 178ος, Τεύχος 1869, Ιούνιος 2016, σελ. 623.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου