Η
Μήνα
και
άλλες ιστορίες
Στάθης
Ιντζές
εκδόσεις
Κίχλη
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/i-mina-kai-alles-istories/
η
φύση και το αφύσικο –τρεις αξιολογικές κρίσεις για τη Μήνα
Προσφιλής στους συγγραφείς η αντίστιξη
ανάμεσα σε ό,τι θεωρείται φυσικό και σε ό,τι αυτονόητα προσλαμβάνεται ως
αφύσικο – με δεδομένη την απόλυτη επιρροή του ενός προς το άλλο, ασαφών ωστόσο
και των δύο στην ουσία. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε με βεβαιότητα πως στην
ποίηση κυρίως το πεδίο είναι ευρύ προκειμένου το νόημα των στίχων να υπερβαίνει
το χαμηλό τειχίο που φαινομενικά διαχωρίζει τους δύο τόπους. Στην πεζογραφία η
αναγνωστική πρόσληψη εύκολα συνηθίζει στη μετακίνηση από τον ένα συγγραφικό
τόπο στον άλλο· υπάρχει ο χρόνος (ειδικά στη μεγάλη αφήγηση) για να γίνει η
απαραίτητη επεξεργασία του ασαφούς και η μετάλλαξή του σε στοιχείο της πλοκής
αποδεκτό ακόμα και από τη λογική. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η μεταπήδηση αυτή
συντελείται μέσα σε λίγες λέξεις, όσες επιτρέπει η μικρή (ως ελάχιστη) φόρμα
ενός μικροδιηγήματος; Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση της τελευταίας συγγραφικής
δουλειάς του Στάθη Ιντζέ. Θα δώσω εδώ τους λόγους για τους οποίους η Μήνα
ξεχωρίζει όχι μόνον ανάμεσα στα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα αλλά και σ’ αυτά
των ομοτέχνων του που αγαπούν το απαιτητικό αυτό είδος γραφής. Απαιτητικό,
κυρίως γιατί ρισκάρει την αναγνωστική αποδοχή (ίσως και την κατ’ αρχήν προσοχή)
με ελάχιστο υλικό στη διάθεσή του.
Οι δέκα ιστορίες του βιβλίου αξίζει να
διαβαστούν διότι:
- Το αφύσικο
εισβάλλει απροειδοποίητα στο ρεαλιστικό σκηνικό των ιστοριών, γεγονός που
αποδεικνύει (πέρα από δεινότητα γραφής) ότι ο συγγραφέας μέσα στη συνείδησή του
ενώνει με φυσιολογικό τρόπο τους δύο χώρους και με ευκολία περνά από τον ένα
στον άλλο. Στην ουσία οι ιστορίες του μπορούν να διαβαστούν με δύο αναγνωστικές
προσεγγίσεις: είτε ως φανταστικές που προσγειώνονται στη ρεαλιστική και αποδεκτή
εικόνα του κόσμου (τόσο το χειρότερο για τη φαντασία), είτε ως πραγματικές
εικόνες ζωής που ακροβατούν ευσχήμως με την αναίρεσή τους· αυτή η δεύτερη
εκδοχή παρέχει τη γενναιόδωρη υπόσχεση
μιας ευρύτερης εικόνας του κόσμου, που όλα τα χωράει και όλα τα ερμηνεύει με τον
μοναδικό τρόπο που εξηγούνται τα κατ’ ουσίαν ανεξήγητα. Ναι, στη λογοτεχνία
αυτή είναι μια συνθήκη δουλεμένη μέσα στους αιώνες της γραφής, ικανή να
απογειώνει κάθε φορά τις ιστορίες.
- Η σκέψη
κινητοποιείται διαβάζοντας τις ιστορίες του Ιντζέ για την αληθινή (άραγε σωστός
ο όρος;) εικόνα του κόσμου μέσα στον οποίο προσαρμόζουμε την περιορισμένη σε
κάθε περίσταση νοητική μας ικανότητα, οριοθετημένη από τις αρχές που εμείς οι
ίδιοι ορίσαμε. Αν το μέγιστο ωφέλημα που
αποκομίζουμε από τη λογοτεχνία είναι η αμφιβολία, η αμφισβήτηση, η άρνηση (με
αυτή τη σειρά), απέναντι σε όσα θεωρούνται δεδομένα και στερεοτυπικά, τότε αυτές οι μικρές ιστορίες επιτρέπουν ένα
αβίαστο άνοιγμα του τοπίου, ώστε να χωρέσει η όποια διαφοροποίηση της εικόνας,
που μέσω των αισθήσεων προσλαμβάνουμε. Κι αυτό προκύπτει από μια γραφή που και
η ίδια ακροβατεί ανάμεσα στον περιεκτικό λόγο της μικρής φόρμας και στον
υπαινικτικό, μεταφορικό ποιητικό λόγο. Όσο ανοιχτό μπορεί να είναι ένα ποίημα
στις πιθανές ερμηνείες του (θεωρητικά τόσες όσοι και οι αποδέκτες του), τόσο
προσφέρονται οι ιστορίες εδώ για ενδιαφέρουσες προσλήψεις.
- Τέλος, αξίζει
αυτή η γραφή που προλογίζεται από τα λόγια του Casares: «Όσο ταπεινά
κι αν είναι», είπε δείχνοντας το πτηνό, «πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πετούν
καλύτερα από εμάς». Όχι μόνον γιατί
δένει απρόσμενα ο λόγος δύο διαφορετικών εργατών της γραφής, αλλά κυρίως για την
αιφνίδια αλλαγή του τοπίου: τι αξίζει να προσέχει κανείς από την πραγματικότητα
γύρω του; Το πέταγμα ενός πουλιού ανάγεται αίφνης σε ιδιότητα αξιολογική πιο
πάνω από την όποια οίηση ανωτερότητας του νοήμονος όντος. Η Μήνα της ιστορίας είναι ορατή μόνον από
τους εκλεκτούς που περίεργα ελκύονται από την παραδοξότητα και πληρώνουν το
τίμημα της σύντομης επαφής μαζί της. Τα σχέδια της Εύης Τσακνιά (και το έξοχο
εξώφυλλο) δεν θα μπορούσαν να συνομιλούν πιο εύστοχα με το κείμενο. Αργά και
σταθερά εισχωρώντας στις ιστορίες του βιβλίου αρχίζει να αλλάζει η οπτική σου.
Πώς το έγραφε ο Ελύτης; Ώστε λοιπόν, αυτό
που λέγαμε "ουρανό" δεν είναι /"αγάπη" δεν
/"αιώνιο" δεν. Δεν υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. (Οδυσσέας
Ελύτης, Ρήμα το σκοτεινόν, Τα ελεγεία
της Οξώπετρας, Ίκαρος 1991). Αυτό το
παντοδύναμο «δεν», που αρκεί για να αλλάξει τον τρόπο θέασης του κόσμου,
έρχεται στον νου διαβάζοντας τις ιστορίες του βιβλίου. Δεν είναι καθόλου μικρό
πράγμα να απομένει από την ανάγνωση ενός βιβλίου αυτό το «δεν» ή το «μήπως;».
Ακόμα κι αν όλο αυτό συντελείται μέσα στο μαγικό λογοτεχνικό «ψεύδος».
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου