Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Η τέχνη της απώλειας Alice Zeniter μετάφραση: Έφη Κορομηλά εκδόσεις Πόλις η πρώτη δημοσίευση στον Bookpress


Η τέχνη της απώλειας

Alice Zeniter

μετάφραση: Έφη Κορομηλά

εκδόσεις Πόλις

η πρώτη δημοσίευση στον Bookpress


https://www.bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/texni-apoleias-alice-zeniter-dimitriadou-polis




η απώλεια είναι μια προσωπική υπόθεση



[…]μια σειρά από εικόνες παλιάς εποχής […]στις οποίες παρεμβάλλονται παροιμίες σαν βινιέτες-δώρα της Αλγερίας, που κάποιος γέρος θα τις είχε κρύψει εδώ κι εκεί μέσα στις σπάνιες προφορικές διηγήσεις του, τις οποίες θα είχαν επαναλάβει τα παιδιά που αλλάζοντας κάποιες λέξεις, και που αργότερα, η φαντασία των εγγονών θα τις είχαν επεκτείνει, μεγεθύνει και ξανασχεδιάσει, ώστε να φτάσουν να σχηματίσουν μια πατρίδα και την ιστορία μιας οικογένειας.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο χρειάζεται η μυθοπλασία, όπως χρειάζονται και οι έρευνες, επειδή αυτές μόνο έχουν μείνει για να γεμίσουν τις σιωπές που μεταβιβάστηκαν από γενιά σε γενιά, ανάμεσα στις βινιέτες.

Η μυθοπλασία του απλού ανθρώπου (γιατί για μυθοπλασία πρόκειται στην ουσία) γεμίζει τα κενά των αφηγήσεων της επίσημης ιστορίας, ερμηνεύει τις σιωπές (άλλοτε ηθελημένες, κινούμενες από τη σκοπιμότητα της λήθης, και άλλοτε από αδιαφορία) και φτιάχνει μια πατρίδα, ένα χώρο να στεγαστούν τα δεδομένα της ζωής. Μια πατρίδα που μπορεί να μην την έχεις δει ποτέ, που κάποτε κάτω από διάφορες αντίξοες συνθήκες τη χάνεις –γι’ αυτό δεν ευθύνεσαι βέβαια– αλλά και μια πατρίδα που κάτω από προσωπικές συνθήκες ωρίμασης και συνειδητοποίησης αποφασίζεις εσύ να τη χάσεις· καμιά φορά ούτε γι’ αυτή τη συνειδητή απώλεια δεν ευθύνεσαι εσύ απολύτως – σαν την καβαφική Αλεξάνδρεια που «φεύγει» αλλά κι αυτήν που εσύ «χάνεις», μια βαριά, συνειδητή εξοικείωση με τα απολεσθέντα.

Η Alice Zeniter γράφει ένα μυθιστόρημα που ισορροπεί ανάμεσα στις δύο αυτές συνθήκες απώλειας (την επιβαλλόμενη και τη συνειδητή) – αυτό άλλωστε δηλώνει και ο τίτλος LArt de perdre, προβάλλοντας εμμέσως το υποκείμενο της ενέργειας, που αποφασίζει να απολέσει, που μαθαίνει πώς να χάνει όσα θεωρούνται πολύτιμα χωρίς καμιά φορά να ανταποκρίνονται στη φαινομενική τους αξία. Δύσκολο θέμα και τουλάχιστον με πρώτη ματιά προκλητικό, καθώς αντιβαίνει σε όσα παραδοσιακά έχουμε μάθει να εκλαμβάνουμε ως αναντικατάστατα.

Το θέμα του βιβλίου φαίνεται να αφορά μόνον την ιστορία της γαλλικής αποικιοκρατίας, τον πόλεμο της Αλγερίας και τη γαλλική κοινωνία που απομόνωσε τους ηττημένους και εκδιωχθέντες από την πατρίδα τους αρκί, δηλαδή τους Αλγερινούς που πήγαν με το μέρος των Γάλλων κατά όσων αγωνίστηκαν για την ανεξαρτησία της Αλγερίας.  Φαίνεται παράλληλα να αφορά μόνον την ιστορία της Ναϊμά, της νεαρής Γαλλίδας αλγερινής καταγωγής, που κανένας δεν της έχει μιλήσει για το αλγερινό κομμάτι της – ηθελημένη σιωπή προερχόμενη από τον πατέρα της που έχει αποποιηθεί ο ίδιος την καταγωγή του, σιωπή από την προηγούμενη γενιά, τον παππού και τη γιαγιά, που είτε πεθαίνουν πριν προλάβει να τους ρωτήσει είτε μιλούν μια ακατανόητη γλώσσα που η ίδια δεν έμαθε ποτέ. Έτσι η Ναϊμά μεγαλώνει με το ένα κομμάτι του εαυτού της να παραμένει στο σκοτάδι, στη σιωπή και την άγνοια· η ίδια θα θελήσει να σπάσει το σκληρό κέλυφος για να δει τι κρύβεται από κάτω, να ξαναδιαβάσει την ιστορία της οικογένειάς της και της πατρίδας της. Αλήθεια, όμως, ποια είναι η πατρίδα της; Η Γαλλία, στην οποία γεννήθηκε, ή η Αλγερία των παππούδων της; Η Zeniter φέρει μέσα της και η ίδια μια διπλή ταυτότητα, με μητέρα Γαλλίδα από τη Νορμανδία και πατέρα από την Αλγερία, οπότε το μυθιστόρημά της θα μπορούσε να είναι και μια καλυμμένη απόπειρα να φανερώσει την προσωπική της σχέση με τη  δική της πατρίδα. Όταν οδηγεί την ηρωίδα της ως την «πατρίδα» Αλγερία για να μάθει και να δει, περιμένουμε τη σταδιακή συνειδητή τοποθέτησή της σε ένα χώρο που από παιδί τής ήταν ξένος; Μας ξαφνιάζει ίσως το κάπως ψυχρό τέλος του βιβλίου;

[…]η Ναϊμά λέει πως το ταξίδι της σίγουρα την ικανοποίησε, και πως κάποιες ερωτήσεις της έλαβαν απάντηση, αλλά θα ήταν λάθος, παρ’ όλ’ αυτά, να γράψω ένα τελεολογικό κείμενο γι’ αυτή, σαν τα μυθιστορήματα διάπλασης. Τη στιγμή που αποφασίζω να σταματήσω αυτό εδώ το κείμενο, δεν έχει φτάσει πουθενά, βρίσκεται σε κίνηση, συνεχίζει να προχωράει.

Η βαθύτερη έννοια, επομένως, της πατρίδας είναι μια διαρκής αναζήτηση για την πατρίδα, που δεν σταματά, δεν ικανοποιείται με τις ευκολίες της σχολικής διδαχής ή των επετειακών πανηγυρισμών. Κι αν αυτό ισχύει σε περιπτώσεις που η πατρίδα προβάλλεται σαν μια σταθερή και αδιαφιλονίκητη συνθήκη που ισχυροποιείται από την καθημερινή επαφή με τις εικόνες της, ας σκεφτούμε τι μπορεί να σημαίνει για τον αποδιωγμένο απ’ αυτήν, για τον θεωρούμενο προδότη των ιδανικών της (ακόμη κι αν εντελώς άσχετοι λόγοι με την ιδεολογική τοποθέτηση τον έταξαν απέναντι στους ομοεθνείς του και στο πλευρό των αποικιοκρατών), γι’ αυτόν που, όπως ο παππούς της Ναϊμά, έφυγε από την πατρίδα του ως προδότης και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία ως ξένος και αποκομμένος από την κοινωνική ζωή. Κι ακόμη τι να σημαίνει η πατρίδα που γράφεται στην ταυτότητα, για κάποιον, όπως η Ναϊμά, που δεν την έχει βιώσει ως  πραγματικότητα, ακόμη και νοητή.  Η αναζήτηση αυτή οδηγεί σε αυτογνωσία πριν απ’ όλα –ποιος είμαι, ποιοι οι πριν από εμένα, ποια η θέση μου ανάμεσά τους– η εικόνα της οικογενειακής ιστορίας θα οδηγήσει στη συνειδητοποίηση της πατρίδας και των δεσμών με αυτήν. Η πρώτη γενιά αδυνατεί να ενσωματωθεί στη νέα πατρίδα αποδιωγμένη από την αρχική της κοιτίδα. Η δεύτερη επιλέγει τον νέο τόπο για πατρίδα και έχει τη λογική στήριξη για τη επιλογή αυτή, για τη μετατόπιση της ρίζας, αφού, όπως θα πει ο πατέρας της Ναϊμά: Έχεις δει κανένα δέντρο να μεγαλώνει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις δικές του; Εγώ εδώ μεγάλωσα, άρα εδώ είναι και οι ρίζες μου. Όσο για την τρίτη γενιά, τη νεότερη, που δεν γνώρισε ποτέ την αρχική πατρίδα, ο μόνος δρόμος είναι αυτός της όψιμης γνωριμίας μαζί της, ακόμη κι αν δεν θα καλύψει όλα τα ερωτήματα που δημιούργησαν τόσα χρόνια σιωπής. Η Αλγερία της γιαγιάς Γιεμά μοιάζει με παραμύθι πλασμένο από αρχαϊκούς συμβολισμούς. Ποια σχέση μπορεί να έχει με όσα θα δει η Ναϊμά: μια χώρα ζωντανή, σε κίνηση, φτιαγμένη από ιστορικές περιστάσεις που μπορούν να αλλάζουν και όχι από αμετάκλητα πεπρωμένα.

Το βιβλίο της Zeniter δεν είναι απροκάλυπτα αυτοβιογραφικό, ωστόσο αγγίζει σε πολλά σημεία την προσωπική της ιστορία. Δεν είναι ξεκάθαρα ιστορικό, γιατί η δυνατή μυθοπλασία που το διατρέχει το καθιστά ένα από τα πιο συνταρακτικά μυθιστορήματα. Αλλά ούτε και απολύτως «γαλλικό» βιβλίο θα πρέπει να θεωρηθεί, αφού η θεματική του επεκτείνεται πολύ πιο πέρα από τα όρια της γαλλικής ιστορίας, με τον σκληρό του πυρήνα να αγγίζει τις ευαισθησίες όλων όσοι αναζητούν έναν ισχυρό δεσμό με την έννοια της πατρίδας πέρα από σύμβολα και ονόματα. Η σύνδεση με τον κοινό τόπο, με το παρελθόν, με τα πρόσωπα και τις πράξεις των προηγούμενων από εμάς, η αίσθηση ότι ανήκεις κάπου, είναι μια συνθήκη που δύσκολα εννοείται στο βάθος της, ακόμη πιο δύσκολα βιώνεται και δυσκολότερα κληροδοτείται στους επόμενους. Η σχέση με την πατρίδα καταλήγει να είναι μια απολύτως προσωπική υπόθεση που ο καθένας τη σταθμίζει ανάλογα με τα βιώματά του, τις αντοχές του, τα ερωτήματα που θέτει και τις απαντήσεις που περιμένει να βρει. Και η έννοια της απώλειας καμιά φορά κρύβει μέσα της ένα τραγικό στις διαστάσεις του υποκείμενο που επιλέγει και αποφασίζει· κατά τη Zeniter, η απόφαση αυτή απαιτεί όχι μόνο δύναμη αλλά και τέχνη, αλλιώς σε καταπίνει και σε αφανίζει.

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου