Ο Αίγαγρος
Διονύσης Τεμπονέρας
εκδόσεις Θίνες
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/12663-o-aigagros
Τότε
γύρισα το κεφάλι μου και είδα μια μαύρη σκιά να στέκεται από πάνω μου. Τρόμαξα,
σηκώθηκα απότομα, έκανα δυο βήματα προς τα πίσω και παραλίγο να γλιστρήσω στον
γκρεμό. Νόμιζα πως έβλεπα φάντασμα. Είχα παγώσει. Δεν κουνούσα ούτε το μικρό
μου δαχτυλάκι· μόνο όταν τα μάτια μου συνήθισαν το σκοτάδι, κατάλαβα πως αυτό
που στεκόταν απέναντί μου ήταν ένα ζωντανό: ένα κατσίκι. Όχι όμως σαν αυτό που
είχε ο κυρ Γιώργος στο μαντρί του, ήταν αλλιώτικο αυτό, τα πόδια του ήταν πολύ
ψηλά, το τρίχωμά του κατάμαυρο και τα κέρατά του τεράστια. Ήμουν σίγουρος πως
ήταν αυτό το αγριοκάτσικο που όλοι έλεγαν ότι ζούσε στην ανατολική πλευρά του
νησιού. Ο Αίγαγρος, έτσι τον έλεγαν, και είχα ακούσει πως ήταν πολύ επικίνδυνο
πλάσμα.
Αυτή ήταν η πρώτη συνάντηση του Λίαμ με τον Αίγαγρο· πρώτη
και σημαδιακή για την εξέλιξη και σταδιακή ωρίμαση του μικρού παιδιού που
γεννήθηκε φέροντας μέσα του τη διαφορετικότητα – η μάνα του από τον ιρλανδικό
βορρά, ο πατέρας του από τον νότιο Λίβανο, κι αυτός γεννημένος μέσα σ’ ένα
γκαζάδικο που θαλασσοδερνόταν τέλος της άνοιξης του 1967 και κατευθυνόταν σ’
ένα μικρό νησί, ένα βράχο χαμένο μέσα στο
γαλάζιο, όπου τους περίμενε ένα σπίτι
λευκό με μπλε παραθυρόφυλλα, εκεί όπου είχε ίσως κάποια ρίζα ο προπάππους. Μια
οικογένεια διωγμένη από τον τόπο των ταραχών (ο πόλεμος των έξι ημερών επιφέρει
παράπλευρες απώλειες στον Λίβανο), ένα παιδί που γεννιέται στη μέση του
πουθενά, χωρίς ξεκάθαρη πατρίδα να ακουμπήσει, ένα παιδί που φέρει τη
διαφορετικότητα όχι μόνο στην παράξενη μείξη της καταγωγής του αλλά και στο
μελαψό χρώμα του. Ο Λίαμ-Ραμί, με τα δυο
ονόματά του να δηλώνουν τις δυο φύτρες του, δεν θα γίνει αποδεκτός στη μικρή
κλειστή κοινότητα του νησιού. Με κάθε ευκαιρία οι συνομήλικοί του και οι
μεγαλύτεροι θα του θυμίζουν πως μια βασική αρχή της επιβίωσης των ομάδων
(κυρίως των μικρών) είναι η επιδίωξη της ομοιομορφίας – ο διαφορετικός είναι
πάντα μια απειλή για την πολύτιμη συνοχή της. Έτσι, όταν συναντά τον τρομακτικό
Αίγαγρο, νιώθει κάτι να τον συγγενεύει μαζί του· είναι και οι δυο αποσυνάγωγοι,
μοναχικοί και αλλιώτικοι και δεν δένουν
με το ομοειδές σύνολο, που πλέον καταλήγει να είναι απειλητικό για την επιβίωση
όχι μόνον του Λίαμ αλλά ολόκληρης της παράξενης οικογένειας. Ο κύκλος στενεύει,
τα ασφυκτικά περιθώρια αναγκάζουν τους αποδιοπομπαίους σε εσωτερική μετανάστευση
στη μεγαλούπολη με την ελπίδα πως μέσα
στην ανωνυμία του πλήθους η όποια διαφορετικότητα δεν είναι διακριτή,
ενσωματώνεται στο σύνολο.
Από κει και πέρα ο Λίαμ/Αίγαγρος θα πηδά από βράχο σε βράχο,
όλο και ψηλότερα, προκειμένου να φτάσει μια κορυφή που συνεχώς απομακρύνεται
προκαλώντας τον για νέα προσπάθεια – το εξώφυλλο που φιλοτέχνησε η Μελισσάνθη
Σαλίμπα για μια ακόμη φορά εντυπωσιακό στον τρόπο που εν συνόψει «περιγράφει»
όλο το βιβλίο. Τα προσόντα τα έχει για
να κατακτά όλο και υψηλότερους στόχους: ικανότατος στα οικονομικά, θα
αριστεύσει στις σπουδές του στην Ελλάδα όπως και στις μεταπτυχιακές του στην
Αγγλία, εκεί όπου θα βρεθεί μετά τον τραγικό θάνατο και των δύο γονιών του.
Σιγά σιγά κατανοεί τον τρόπο που γίνονται τα επιτυχημένα άλματα – καμιά φορά
χρειάζεται και η επινόηση μιας πλαστής καταγωγής, όπως η ιρλανδική, που την απομονώνει
από το παζλ της αληθινής του καταργώντας μέσα του το μελαψό χρώμα του πατέρα
του που εμφανώς φέρει και ο ίδιος. Το επόμενο άλμα είναι ακόμη πιο φιλόδοξο,
προς την Αμερική του χρηματιστηριακού παραδείσου, των τεράστιων ευκαιριών, της
απόλυτης κορυφής. Όταν αντικρίζει την
πόλη του χρήματος από την τζαμαρία του λοφτ του στη Νέα Υόρκη, όταν βλέπει τον
τρόπο που τον αντιμετωπίζουν όλοι οι υφιστάμενοί του, όταν το χρήμα πλέον δεν
έχει καμία αξία γι’ αυτόν παρά μόνον ως διαρκώς αυξητική τάση, τότε νιώθει
κυρίαρχος του κόσμου που επέλεξε να ζήσει – τα πόδια του πλέον είναι τόσο όμοια
με του Ραμί, του Αίγαγρου, του άλλου εαυτού του. Ποια σημασία μπορεί να έχει
πια το παρελθόν των ταπεινώσεων στον μικρόκοσμο του νησιού, που μόνον σαν μια
τελεία στον χάρτη αναγνωρίζεται; Αλλά και οι φιλίες του ή οι γυναικείες
παρουσίες στη ζωή του –κάποτε σημαντικές– έχουν χαθεί χωρίς ορατά ίχνη πάνω στη
λαμπρή ζωή του. Είναι λοιπόν ευτυχής εκεί επάνω, στην κορυφή του κόσμου; Τι θα
γίνει άραγε, όταν θα αποκαλυφθεί η αληθινή του ταυτότητα, η ταπεινή του
καταγωγή; Όταν θα ξεφουσκώσει η σφαίρα που πάνω της έστησε όλο το μαγικό του
παραμύθι; Ή μήπως έρχεται, έτσι κι αλλιώς, η ώρα που αντιδρά η καταχωνιασμένη
συνείδηση και αναθεωρούνται όλα καταιγιστικά; Ή, ίσως, η πορεία προς την κορυφή
δεν σταματά ποτέ;
Κοίταξα
γύρω μου την έρημη παραλία και ύστερα η ματιά μου έφτασε απέναντι, ως την πόλη,
στους γυάλινους πύργους που άγγιζαν τον ουρανό, σύμβολο κάποιας εφήμερης
ματαιοδοξίας.
-Τι
άλλο θέλεις από εμένα; Το ξέρω πως δεν έφτασα ακόμη στην κορυφή σου, όμως σε
παρακαλώ, άφησέ με τώρα να ηρεμήσω. Είμαι δικός σου, πάντα δικός σου ήμουν, δεν
μπορώ να σε πολεμήσω, είσαι πιο δυνατή από εμένα. Εσύ με γέννησες σ' ένα πλοίο,
εσύ με πήγες στο νησί, εσύ επέλεξες ποιο όνομα να κρατήσω, ποια γλώσσα να μιλάω
και ποια να φτύνω. Σταμάτα να με αποκαλείς ξένο, δεν τις καταλαβαίνω τις λέξεις
σου.
Ο Αίγαγρος του Διονύση Τεμπονέρα αποδεικνύει ότι στη
σημερινή πάσχουσα ελληνική
μυθιστοριογραφία μπορεί να βρεθεί ένα
μεγάλο (από κάθε άποψη) μυθιστόρημα. Μια δυνατή μυθοπλασία που εκτείνεται μέσα
στον χρόνο παρακολουθώντας την ενηλικίωση του ήρωα –συνιστώντας έτσι ένα
μυθιστόρημα διάπλασης (Bildungsroman)–, τη
συνειδητοποίηση της θέσης του στον κόσμο, την ανοδική του πορεία. Ταυτόχρονα
μια αφήγηση που δεν πλατιάζει καθόλου, έχει επίγνωση της καίριας αναφοράς και
επισήμανσης του σημαντικού, της απόρριψης του περιττού. Ενσωματωμένη στην
αφήγηση η απαραίτητη για το μυθιστόρημα περιδίνηση του ήρωα στις συνθήκες των
καιρών, η περιπέτεια, με έμφαση ακριβώς στο φόντο που δομείται από τα πολιτικά
και κοινωνικά γεγονότα – σωρεία πληροφοριών αναμειγνύεται στην πλοκή, πάμπολλες
σημειώσεις που ρίχνουν φως ή υπενθυμίζουν τις ψηφίδες εκείνες που συναποτελούν
το σκηνικό της κάθε εποχής, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει ο ιστός που συνδέει τα
γεγονότα τα πρόσωπα και τις πράξεις τους· τίποτα δεν προκύπτει τυχαία, όλα
βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Ο Τεμπονέρας, σ’ αυτό το πρώτο
του μυθιστόρημα δεν δείχνει μόνο πως ξέρει να γράφει συναρπαστικά. Μέσα από την ιστορία του αφήνει να φανεί η
θέση του, η άποψή του για τα τεκταινόμενα γύρω του, για τις δυνάμεις εκείνες
που κινούν τα νήματα και διαμορφώνουν στον στενό ελληνικό αλλά και στον
ευρύτερο παγκόσμιο χώρο τις συνθήκες της ζωής και τις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο Αίγαγρος θα μπορούσε να θεωρηθεί όχι μόνον
μυθιστόρημα διάπλασης και υπαρξιακής αναζήτησης αλλά και πολιτικό μυθιστόρημα ταυτόχρονα
– ίσως κυρίως πολιτικό στη βαθύτερη έννοια του όρου.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου