Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Αγκίμ Μάτο Οι κήποι της θύμησης Ποιητικό ανθολόγιο Μετάφραση: Ανδρέας Ζορμπαλάς Εκδόσεις Οδός Πανός


Αγκίμ Μάτο
Οι κήποι της θύμησης
Ποιητικό ανθολόγιο
Μετάφραση: Ανδρέας Ζορμπαλάς
Εκδόσεις Οδός Πανός





Σημαντική ποίηση που κινείται ανάμεσα στη μεταφορικότητα και στη ρεαλιστική απόδοση της δύσκολης ζωής. Ο λόγος του Μάτο πλούσιος εκφραστικά, ικανός να μας κάνει συμμέτοχους στο προσωπικό δράμα. Κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική η επιλογή της έκδοσης αυτού του ποιητικού ανθολογίου, καθόσον δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να γνωρίσουμε τη λογοτεχνική παραγωγή των γειτόνων μας. Κι όμως, ανακαλύπτουμε ένα γνήσιο λόγο, μια ποίηση εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.



Mea Culpa

Όταν ξανακατέβηκα στο επί τριάντα και πλέον χρόνια

εγκαταλειμμένο ορυχείο της ποίησης

και περπάτησα στις ημιτελείς στοές

ψάχνοντας στις εσοχές και τις γούβες τον κρυμμένο χρυσό,

ψάχνοντας τα σύνεργά μου, που είχα πετάξει πάνω στο

μεγάλο μου θυμό

          με τους θεούς

ξαφνικά δίστασα κι έτσι ασυναίσθητα,

πήγα να σκαρφαλώσω εκεί ψηλά, που από καιρό ετοιμαζόμουνα

         για το μεγάλο σάλτο του θανάτου.



Άραγε ν’ αρχίζανε ξανά τα βάσανα στις μοναχικές νύχτες

μέχρι που οι πυρκαγιές της ψυχής να μετέτρεπαν σε κουρέλια

τα σιδερωμένα πουκάμισα και το πολύτιμο γαμπριάτικο γελέκι;

Θα ούρλιαζα ξανά από τους πόνους, όταν

με λαιμαργία θα έσκαβα στα νταμάρια των θεμάτων

μέχρι να με καταπλακώσουν οι τρομερές γαλαρίες τους;



Έδινα θάρρος στον εαυτό μου: ποιος νοιάζεται τώρα για τις

        ποιητικές ανοησίες;!



Κι ενώ ετοιμαζόμουνα να το βάλω στα πόδια,

να γυρίσω ξανά απ’ εκεί που ξεκίνησα

με τύλιξε το θρόισμα από τα φτερά μυριάδων αλλοτινών   ονείρων,

που φτεροκοπούσαν πάνω μου σαν νυχτερίδες

κι έπεφταν ζαλισμένα μπροστά στα πόδια μου.



Πώς μπόρεσαν να επιβιώσουν μέσα σε τόση λήθη;!

Τα άγγιζα ένα – ένα

κι εκείνα συνέρχονταν με κραυγές, γεμίζοντας με φως ορυχείου

το εργαστήρι της θύμησης –

το καλλιτεχνικό εργαστήρι, που μου το σφραγίσανε βάναυσα,

όλη εκείνη την αλχημεία της ψυχής,

που εμφανίστηκε σαν εκτυφλωτικό αστεροειδές. Κι είδα  καθαρά,

την ορμή της αλλοτινής τρέλας να χτυπήσω το κεφάλι

στο ακατόρθωτο,

μέχρι που η λυχνία του μεταλλωρύχου σαν άστρο στο

μέτωπό μου

γινότανε κομμάτια,

καθώς χτυπούσα δυνατά το σκληρό μίγμα του καιρού.



Μα, όταν ένιωσα να ανάβουν τριγύρω οι κινητήρες των

των παρομοιώσεων και των μεταφορών,

στο διάβολο, είπα, τα σιδερωμένα πουκάμισα,

οι καιροσκοπισμοί,

οι εκλεκτικές κουβέντες τα βράδια,

στο διάβολο ο προγραμματισμός της ζωής,

τα ακριβή ωράρια για τα φάρμακα και τις ταινίες.





Μοναχικός φάρος στο Νότο


Μόνος είμαι εδώ στο Νότο, σαν φάρος γερασμένος στα βράχια,

μαυρισμένος, διαβρωμένος από την περιφορά των Γαλαξιών,

λερωμένος από φεγγαρίσιες κοτσιλιές

βρεγμένος από ούρα άστρων



Μόνος, λησμονημένος από τα πλοία, που αλλάξανε ρότα,

με σβηστό το φανάρι, στον κρημνό της θάλασσας,

ακούγοντας μονάχα κάποια βραχνά μακρινά σήματα,

που δεν ξέρω πια το νόημά τους.



Είμαι τυφλός απέναντι στους θεούς.



Καλύτερη μοίρα είχε ο Προμηθέας,

όταν του στέλνανε τον Ερμή να του αλλάζει τις περόνες.

Τουλάχιστον αντάλλασε δυο κουβέντες για τον κόσμο εκεί κάτω.



Εδώ που είμαι, στον έρημο βράχο,

κανείς δεν εμφανίζεται με την ασετιλίνη,

κανείς δεν καθαρίζει το φανάρι,

για ν’ ανάψει και πάλι η φλόγα της ψυχής μου.



Μόνος είμαι εδώ στο Νότο,

οστρακισμένος από τα ναυτικά βιβλία και τους χάρτες.




Περιμένω να φύγω από τούτο το σώμα


Περιμένω να φύγω από τούτο το σώμα. Δεν μπορώ να

μένω πια

σ’ αυτό το ερείπιο, καμένο

απ’ τα όνειρα που τα ξεχνούσα αναμμένα τις μοναχικές νύχτες,

απ’ τις φλόγες που τόσες φορές το κατάπιανε

και σχεδόν το αποτέφρωσαν.



Τόσες φορές το εγκατέλειψα να σφαδάζει,

αναμένοντας μέρα νύχτα στις κατηφόρες των καιρών

στους γαλαξίες πλάι,

κάτω από τα εκκωφαντικά τσιρίγματα των άστρων.



Δεν μπορώ να σκάψω πια

στις θαμμένες πολιτείες των αναμνήσεων

όπου ο άνεμος παρασέρνει τα σπάργανα των νεκρών ποιημάτων

μήπως και βρω στις σωρούς των σκουπιδιών

ένα χαμένο χάδι, το κογχύλι απ’ όπου πρόβαλε η Αφροδίτη

και το θαμπό λυχνάρι που το σβήσανε οι θύελλες.



Ό γέγονε γέγονε  σ’ αυτή τη ζωή! Τώρα είμαι ένας ζητιάνος

που απλώνει  το χέρι στις παροιμίες. Ίσως αυτές

μου χαρίσουν για λίγο το μαγικό password

για να ανοίξω τη Σπηλιά Σουσάμι με τους θησαυρούς.



Αν όχι σήμερα, αύριο θα το παρατήσωω ετούτο το σώμα.

Είναι μάταιο να παραμείνω κλεισμένος σ’ αυτό το σκελετό,

που οστεοποιήθηκε από τα χρόνια,

από το καρτέρεμα,

απ’ τις κραυγές των πρώην λογοκριτών.





Ο Αγκίμ Μάτο
γεννήθηκε το 1947 στην πόλη των Αγίων Σαράντα. Ανήκοντας στην κατηγορία των «θιγμένων» (ο πατέρας του, διανοούμενος, είχε καταδικαστεί σε 15ετή κάθειρξη) δεν είχε το δικαίωμα των ανώτερων σπουδών. Σε ηλικία 20 ετών εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή («Νότος») και μέσα σε λίγα χρόνια ακόμη δύο. Τότε του απαγορεύθηκε, ως γιος πολιτικού κρατουμένου, να εκδίδει τα έργα του, και τα ως τότε βιβλία του πολτοποιούνται. Με το τέλος της δικτατορίας δημιουργεί τις εκδόσεις Milosao. Το 2011 επιστρέφει στην ποίηση και εκδίδει 4 ποιητικές συλλογές.



Επιμέλεια και σχολιασμός: Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου