Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

 

Η ΕΡΑΤΩ

Από του φεγγαριού την κοντινή τη στράτα
ως και τις απάνω γειτονιές των άστρων,
χοροστάσι στήσανε οι μάγισσες της νύχτας,
νεράιδες αγγελόμορφες και νύμφες ασπροφορούσες.

Στο ξέφωτο, βγήκαν  σεργιάνι οι κρυφοί καημοί,
στεναγμοί  και ψίθυροι  ακούστηκαν τραγούδι,
ένα φιλί και μια αγκαλιά της ψυχής η ανασαιμιά,
κύκλος  ιερού χορού η ζωή και κράτημα χεριού.

Στο γλυκοχάραμα κι ώς της αυγής τα μάγια,
χάριτες καλόμοιρες και μούσες παινεμένες,
γιορτάσι ονείρων λάμπρυναν και ομορφιές κεντούσαν,
προσήλιο βλέμμα η χαρά, φτερούγισμα το γέλιο.

Πεζοπορούσα στους καιρούς και μάντευα στους χρόνους
τον ερχομό τ’ ανέλπιστου, τ’ ανίσκιωτο της μοίρας,
να έρθει η μούσα  καλοτύχισμα , συνταίριασμα να φτάσει
απ’ τα περβόλια τ’ ουρανού στης γης το πανηγύρι.

Κόκκινο φέγγισμα η ανατολή, αντίλαλος μελωδίας,
τον έρωτα υμνολογούσε η Ερατώ και σμίλευε τους πόθους,
το σκλαβωμένο νου λευτέρωνε και ευτύχιζε καρδιές,
να είναι οι μέρες ποίηση και μουσική οι νύχτες.

Γαλήνεψα κι ευτύχησα στη λάμψη των ματιών της
το συναπάντημα ως θεία λειτουργία να το νιώσω
και στα χείλη της με κρυφή σπονδή ν’ ανακαλύψω
τα ιερά και όσια, στη συμφωνία των ψυχών μας.

 


ΑΝΑΔΡΟΜΑΡΗΣ

Ξεφύλλιζε κώδικες, μητρώα και ιστορικά αρχεία,
φυλλομετρούσε ημερολόγια, επιστολές και βιογραφίες,
επιδίκαζε προτομές, σύνθετες επιγραφές και στήλες,
αναδρομάρης των καιρών κι ανιχνευτής συμβάντων,
του χρόνου βυθοσκόπος, ιδεών και πράξεων λειτουργός,
στο σήμερα το θολό, ανίσκιωτο το χτες να καθρεφτίσει.

*

Επίσπευσε το πρώτο ερώτημα για την καταγωγή του,
ιστόρημα ποιας γενιάς κι ανάγνωσμα ποιας ιδέας
του χάλκευσαν στράτα μονοσήμαδη και αδιέξοδη,
να έχει μόνο μία επιλογή προσδιορισμού και θέσης,
από το άγνωστο ο ερχομός και στο αβέβαιο η πορεία,
με τον αυτοσεβασμό σιωπή και το δικαίωμα απορία.

*

Κατέφυγε σε ολότητες, σε σύνολα και μικρές ομάδες,
της κοινωνίας την ταυτότητα βαθιά να κατανοήσει
στα σχήματα του λόγου της, στο θέσπισμα της δομής της
και διείδε ομοταξίας πνεύματα ,προσαρμογής ανάγκες
στης ευδοξίας τα ρητά, στους μύθους και τις δοξασίες,
κρυφά συμφέροντα ιδιοτελή κι ευδόκιμη συμπαιγνία.

*

Λιτάνευσε στις αναδρομές γνώσεις και εμπειρίες,
την ανθρωπιά συνέζευξε στην πρόοδο και το σεβασμό,
υπόληψη η αντίθεση και η αντιπαλότητα φιλαλληλία
ομόφωνης απόφασης για έντιμη κι ομόσπονδη συνεργασία,
απέναντι στις τελετές και τους πανηγυρικούς του ψεύδους,
στο λάμπρισμα των επικήδειων και τις αναφορές του χρέους.

*

Ενέσκηψε σε μεγαλοϊδεατισμούς  και αποζητήσεις,
αναγνώρισε πρότυπες και διαχρονικές αρχές και αξίες,
απέφυγε μονομέρειες, αφορισμούς και τελεσιδικίες,
αναδρομάρης της αλήθειας, σοφιστειών και απάτης,
πιστώνοντας στο γύρισμα του χρόνου αντιγραφές και πλάνες,
εχέμυθους μακαρισμούς και προσήλωση στις ελευθερίες.

 

Γιώργος Αλεξανδρής

 

 

Οι 12 φοβίες Κωνσταντίνος Μαρκογιάννης

 

Οι 12 φοβίες


Κωνσταντίνος Μαρκογιάννης




1.

φοβάμαι
το αύριο
το σήμερα
το χθες

 

2.

φοβάμαι
να ζήσω
φοβάμαι
να πεθάνω

 

3.

φοβάμαι
μην ξυπνήσω
απ’ τον λήθαργο
της ύπαρξης

 

4.

φοβάμαι
τα όνειρα
που στοιχειώνουν
τον ξύπνιο μου

 

5.

φοβάμαι
να αντικρύσω
τον ίδιο μου
τον εαυτό

 

6.

φοβάμαι
τις σκέψεις
τις επιθυμίες
τη σκιά μου

 

7.

φοβάμαι
το κτήνος
που ζει
στα σωθικά μου

 

8.

φοβάμαι
το τίποτα
το κενό
και το μηδέν

 

9.

φοβάμαι
το σκοτάδι
που βρίσκεται
εντός μου

 

10.

φοβάμαι
μήπως ξαναγεννηθώ
και επαναλάβω
τα ίδια λάθη

 

11.

φοβάμαι
αλλά δεν ξέρω
γιατί πρέπει
να φοβάμαι

 

12.

φοβάμαι
μήπως βρω
πως φόβος
δεν υπάρχει

 

 

the 12 phobias

 

1.

I’m afraid
of tomorrow
today
yesterday

 

2.

I’m afraid
to live
afraid
to die

 

3.

I’m afraid
I won’t wake up
from the lethargy
of existence

 

4.

I’m afraid
of dreams
which haunt
my waking hours

 

5.

I’m afraid
to look
at my own
self

 

6.

I’m afraid
of my thoughts
my desires
my shadow

 

7.

I’m afraid
of the beast
which lives
within my gut

 

8.

I’m afraid
of nothingness
emptiness
and zeroness

 

9.

I’m afraid
of the darkness
which lies
inside me

 

10.

I’m afraid
I may be reborn
and repeat
the same mistakes

 

11.

I’m afraid
but I do not know
why I should
be afraid

 

12.

I’m afraid
I might find
that fear
does not exist

 

 

an dá fhóibe dhéag  

 

1.

Tá eagla orm roimh

an lá amárach

an lá inniu

an lá inné

 

2.

Tá eagla orm

roimh an mbeatha

eagla orm

roimh an mbás

 

3.

Tá eagla orm

nach ndúiseod

as spadántacht

an tsaoil

 

4.

Tá eagla orm

roimh bhrionglóidí

a chéasann mé

is mé im’ dhúiseacht

 

5.

Tá eagla orm

breathnú

orm

féin

 

6.

Tá eagla orm

roimh mo chuid smaointe

mo mhianta

mo scáil

 

7.

Tá eagla orm

roimh an mbrúid

a chónaíonn

i m’ionathar

 

 8.

Tá eagla orm

roimh neamhní

roimh an bhfolús

roimh nialas

 

9.

Tá eagla orm

roimh an dorchadas

atá

istigh ionam

 

10.

Tá eagla orm

go n-athshaolófaí mé

is na dearmaid chéanna

a dhéanamh arís

 

11.

Tá eagla orm

ach níl a fhios agam

cén fáth a mbeadh

eagla orm

 

12.

Tá eagla orm

go bhfaighinn amach

nach ann

don eagla

 

 

Ο Ελληνοαυστραλός εικαστικός-ποιητής-ερευνητής Κωνσταντίνος Μαρκογιάννης γεννήθηκε στη Θεσ/νίκη στις 2 Ιουλίου 1977. Είναι απόφοιτος του Κολλεγίου Anatolia με πανεπιστημιακές σπουδές στην εικονογράφηση και τη φωτογραφία και διδακτορικό τίτλο στις καλές τέχνες.

Είναι μέλος του ΣΚΕΤΒΕ, του Pen Greece, των Poets of the Planet και της Θεοσοφικής ΕταιρείαςΈχει συνεργαστεί με αξιόλογους καλλιτέχνες, συγγραφείς και αρχιτέκτονες. Έχει συμμετάσχει σε σημαντικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. 'Έργα του έχουν διακριθεί σε διεθνείς διαγωνισμούς. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε διάφορες γλώσσες. Κείμενα και κριτικές του έχουν παρουσιαστεί σε Ελληνικά και ξένα έντυπα και ιστότοπους. Εικαστικά του δημιουργήματα κοσμούν συλλογές μουσείων και βιβλία του βρίσκονται στα ράφια γνωστών βιβλιοπωλείων.

Κύριο χαρακτηριστικό της δουλειάς του είναι η έντονη διάθεση πειραματισμού: εκφραστικά μέσα όπως η φωτογραφία, το κολάζ και η ποίηση συνομιλούν και παντρεύονται μεταξύ τους. Τα θέματα που κυρίως τον ενδιαφέρουν έχουν να κάνουν με την εξερεύνηση του ανθρώπινου ψυχισμού, τον υπαρξισμό, τα αρχέτυπα, τη μνήμη, την ταυτότητα, τον θάνατο, την πνευματική αναζήτηση, τον διαθρησκειακό διάλογο και τη διεύρυνση της συνείδησης.

https://linktr.ee/konmark

 

 

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ Η Παναγιά τñς Ηδονής

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

 Η Παναγιά τñς Ηδονής

 

 


Η χαράδρα, άμα τη δεις από ψηλά, είναι σα μια μαχαιριά μέσα στη γη· σαν πληγή που τρέχει μαύρο αίμα. Εκεί που στενεύει πολύ και τρέχει ο καταρράκτης, λίγο πριν τις Πόρτες, είναι άγνωστα μέρη, άγρια· ρουμάνι όπου κανείς δεν περπατάει πια.

Κι εκείνος τι σόι ρασοφόρος ήταν κι όλοι εκεί γύρω τον είχανε περί πολλού;

Είκοσι χρόνια μόνος· κανέναν δεν ήθελε κοντά.

Ερημίτης λέει, ασκητής· άγιος άνθρωπος.

 

Ώρες σκαρφάλωνα στα κατσάβραχα να φτάσω στην κορφή, στο φρύδι του γκρεμού· κι άντε πάλι μετά να κατέβω στο φαράγγι μέσ’ από έν’ απότομο τόσο δα στενό μονοπάτι όλο βάτα κι αγριόχορτα. Πώς δεν έσπασα κανένα πόδι γλιστρώντας δυο φορές. Και σκίστηκα στο μέτωπο και λαβώθηκα σ’ όλο μου το κορμί εδώ κι εκεί πάνω στ’ αγκάθια. Τουλάχιστον ας με λυπηθεί αντικρίζοντάς με έτσι ματωμένο, αντί να με πάρει με τις πέτρες κοιτώντας με άγρια, θολά, μέσ’ από ένα πυκνό σύννεφο καπνού. Ξεχασμένο απολίθωμα· άλλης γενιάς, γέρος σχεδόν. Νευρώδης όμως, λιπόσαρκος, ηλιοκαμένος, μ’ ένα δρεπάνι στο χέρι· ίδιος ο Χάρος.

 

-Εσύ ξανά;’ μου πέταξε άγρια.

-Όχι· εγώ…

-Τι θέλεις πάλι;

-Μα γέροντα, εγώ δεν…

Με κοίταξε λίγο πιο ανθρώπινα:

-Μοιάζεις με… μοιάζου με…’ συλλάβισε αχνά κι αόριστα.

 

Τι να του θύμισα πρωί-πρωί; Με τι να μοιάζω άραγε και ράγισε έτσι ξαφνικά και θρυμματίστηκε μπροστά μου· λύθηκε κι άρχισε να τραυλίζει πως μοιάζουμε; Πώς μοιάζουμε· από πού κι ως πού; Ζαλισμένος έκανε μια στιγμή κάπως να ’ρθει στα συγκαλά του· να ξεπεζέψει απ’ την πλάνη του, να ξεφύγει απ’ τη δίνη που στροβιλιζόταν μέσα του και στηρίχτηκε σ’ έναν παλιό ξύλινο σταυρό που ξεφύτρωνε απ’ το χώμα· κάποιο μνήμα ίσως. Βούλιαξε στο πεζούλι δίπλα, χαμένος πάλι μέσα στους ίδιους καπνούς και συνέχισε παραλοϊσμένος να μιλά στον ίσκιο μου αγνοώντας με εντελώς και να λέει ξανά τα δικά του.

 

Καθόλου πρωτότυπο: Ήταν ένας και ήταν μία…

 

-Σαν τα κρύα τα νερά· όμορφη σα νεράιδα… Μαυρομάτα. Φιδόλιγνη. Αερικό· πώς να κρυφτεί με μια μαντήλα; Γελούσε και ντρεπόσουνα μπρος στα γυμνά της δόντια. Όχι κοντή· φυσέκι γρήγορη, φτερούγιζε, δεν περπατούσε· πέταγε... Ο Διάβολος έχει πολλά ποδάρια… Κι όταν εχόρευε λικνίζονταν όλοι μαζί της. Είκοσι χρόνια πάνε πια· τριάντα… Ίδια η Παναγία…

 

Ενοχλήθηκα πολύ μ’ αυτό το τελευταίο, μα ολότελα θολωμένος δεν σταματούσε πια.

 

-Στόχος όλων ήτανε, μα δεν ήταν κανενός… Ώσπου κάποια φορά με εί·τον είδε... Εκείνη τον έβαλε στο μάτι... ’Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα’... Τον ήθελε κι ας είχε κι άλλον. Σμίξανε. Σμίγανε. Δυο χρόνια. Τρία. Ο Παράδεισος και η Κόλαση μαζί. Ζόφος… Γίναμ·έγιναν ένα... Λάσπη άμορφη πάνω στον τροχό του Πλάστη. Πηλός με πηλό και οι δυο μέσα στα χέρια Του. Μορφές αξεδιάλυτες· να γίνουν ένα. Κι ας είχε κι άλλον... Είχε κι άλλον κρυφά, η λάμια... Δαίμονας... Αγγελική ψυχή· κολασμένη… Θου Κύριε…

 

Σηκώθηκε αγκουσεμένος, μαύρος σκοτεινός κοιτώντας ψηλά, φερμάροντας τον ουρανό. Έκανε να σταυροκοπηθεί μα τον εμπόδισε το δρεπάνι που κρατούσε στο δεξί. Τα μάτια του κόκκινα κάρβουνα δακρυσμένα· κλαμένη λάβα ν’ αρχίσει να κυλάει. Ένα ηφαίστειο όλος, γυρεύοντας να σπείρει όλεθρο. Τα χείλια του έτρεμαν στάζοντας δηλητήριο. Η ανάσα του βαριά· καυτός καπνός θυμωμένος. Αγκομαχούσε σα λαβωμένο αγρίμι. Αργά κούνησε λίγο το χέρι. Κοκάλωσε απειλητικά, έτοιμος να χιμήξει. Φοβήθηκα· μα τι να κάνω, τι να πω· δε μ’ έβλεπε, δεν υπήρχα. Το ύψωσε μια σπιθαμή, λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα. Έβγαλε μια τρομερή κραυγή που τον κατάπιε ολόκληρον κι άξαφνα έγινε όλος μία σκιά, ένα λιγνό μαύρο τόξο· μια επικίνδυνη χορδή τεντωμένη που μ’ απέραντη λύσσα σφεντόνισε επιδέξια το δρεπάνι πάνω σ’ έν’ αρχαίο κυπαρίσσι, όπου καρφώθηκε σβουρίζοντας δαιμονισμένα.

 

Απόμεινε έν’ άψυχο θερισμένο σκιάχτρο κοιτώντας τις γυμνές παλάμες του.

  

-Ήμαρτον Κύριε…

 

Και τρέμοντας σύγκορμος σωριάστηκε χάμω σαν άδειο ασκί· θρηνώντας, κλαίγοντας γοερά, γδέρνοντας κι αλύπητα χτυπώντας το κεφάλι του πάνω στο χώμα. 

 

-Ἥμαρτον Κύριε· δεν το ’θελα… ‘Ιλάσθητί μοι τῷ αμαρτωλῷ…

 

Αθήνα 24 Αυγούστου 2024  

 ©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος

alexadam46@hotmail.com

 

Εικονογράφηση Σάντρα Χρήστου, 1996

 

*   *   *

 


Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο ΕΚΠ, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα και παρακολούθησε μεταπτυχιακά -Sociologie Politique- στη Σορβόννη. Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος τής μη κερδοσκοπικής ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’. Διετέλεσε μέλος και γενικός γραμματέας τού δ.σ τού Εθνικού Θεάτρου.

Οι συλλογές διηγημάτων του «Δώδεκα και ένα ψέματα» και «Ψέματα πάλι» κυκλοφόρησαν στη Γαλλία Γερμανία Ολλανδία Τουρκία Ινδία. Το θεατρικό «Ο Σιμιγδαλένιος» παρουσιάστηκε αγγλικά στο Wesley College τής Μελβούρνης, τουρκικά στο Κρατικό Şehir Tiyatro τής Κωνσταντινούπολης, ενώ εδώ έχει ανέβει σε πάνω από 85 διαφορετικές παραγωγές (Εθνικό Θέατρο, Κ.Θ.Β.Ε, πολλά ΔΗΠΕΘΕ κ.α.)

Άλλα έργα: «Το τσιγάρο και η γιόγκα», «Οχιναιλέγοντας», «Ίναχος ο γιός τού Ωκεανού», «Τα όχι τού ΝΑΙ», «Οι Δαιμονισμένοι», «Auguste Rodin Διαθήκη», «Ο Αδάμ και το μήλο», «Ο κύκλος που δεν κλείνει», «Χύμα», «Για τον Γιάννη Χρήστου».