Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Αργοπορούν οι λέξεις Γιλά Μοσάεντ Εισαγωγή και μετάφραση από τα Σουηδικά: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη Εκδόσεις Μανδραγόρας η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικόμFractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Αργοπορούν οι λέξεις

Γιλά Μοσάεντ

Εισαγωγή και μετάφραση από τα Σουηδικά:

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη

 Εκδόσεις Μανδραγόρας

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικόμFractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ: Η ανάσα των λέξεων • Fractal (fractalart.gr)

 




Η ανάσα των λέξεων

 

Είμαι δίχως χώρα

Δίχως μητέρα

Το μόνο που μοιράζομαι μαζί σας

Είναι οι λέξεις

 

Μια σπαρακτική ποίηση μέσα στη λιτότητα των μέσων της, είναι η ποίηση της Γιλά Μοσάεντ (Τεχεράνη, 1948). Διωγμένη από τη χώρα της το 1986, λόγω του καθεστώτος του Χομεϊνί, κατέφυγε στη Σουηδία, κατακτώντας με τα χρόνια μια νέα πατρίδα αλλά και μια νέα γλώσσα για να γράφει την ποίηση της, η οποία αριθμεί δέκα συλλογές στη σουηδική γλώσσα.  Η νέα της πατρίδα την τίμησε εκλέγοντάς την ισόβιο μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, μοναδική περίπτωση μέλους χωρίς σουηδική εντοπιότητα.

Η ποιήτρια Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη έχει ασχοληθεί με το έργο της Μοσάεντ, και έχοντας και η ίδια τη Σουηδία σαν δεύτερη πατρίδα της, μεταφράζει από τα σουηδικά την ποίησή της. Κοινή πορεία, σε αντίστροφες διαδρομές, συνδέει τις δύο ποιήτριες. Η βίωση του ξεριζωμού, η έννοια της ξενότητας, η ανάγκη της επικοινωνίας, η ενσωμάτωση στην ποίησή τους της κραυγής για αγάπη, για δικαιοσύνη, για αδελφοσύνη, η βαθιά επίγνωση της μοναξιάς εν μέσω της αδιαφορίας του κόσμου γύρω τους. Έτσι, με τον καλύτερο τρόπο φθάνει μέχρι τη δική μας γλώσσα η φωνή της σπουδαίας ποιήτριας, χωρίς να χάσει στη διαδρομή τίποτα από όσα αρχικά την έκαναν ποίηση: ευαισθησία, ρυθμό, σοφή επιλογή των λέξεων.

Ακριβώς αυτές οι λέξεις, το «όχημα» για να αποκτήσει σώμα η σκέψη και η ψυχή, είναι που «αργοπορούν», κατά τον ευφυή τίτλο που στεγάζει όλα τα ποιήματα της συλλογής. Γιατί, ο λεκτικός κώδικας πάντα θα αποδεικνύεται ανεπαρκής για να αποδώσει όλο το εύρος, το βάρος και το βάθος της ποιητικής διάθεσης. Η ποιήτρια το κατανοεί, αγωνιά μήπως δεν αποδοθεί το συναισθηματικό φορτίο, και τότε είναι που θα κατορθώσει (εν αγωνία και ταραχή ψυχής) να προσελκύσει τις κατάλληλες λέξεις, να προλάβουν να εισχωρήσουν στο ποίημα, να αποκτήσουν το αναγκαίο προς ίαση ποιητικό σώμα. Αυτή τη διαδικασία την αποδίδει με αυτά τα λόγια, σε στίχους από διαφορετικά ποιήματα: Περιμένω πολύ/ ενώ η θάλασσα μεταμορφώνεται σε έρημο/ και ο άνθρωπος σε εχθρό του εαυτού του […] Αργοπορούν οι λέξεις/ Βρέφη πεινασμένα/ χλωμιάζουν στις τελευταίες ανάσες τους […] Μερικές φορές οι λέξεις μού έρχονται τελείως νεκρές/ όπως τα μαλλιά ή τα νύχια/ Δεν αναπνέουν στο χαρτί […] Αργοπορούν οι λέξεις/ Μεταφέρονται/ σαν φλεγόμενος ήλιος/ στην καρδιά μου/ γράφω ένα νέο ποίημα/ Και όλα σβήνουν. Είναι αυτή που θα τους δώσει την απαραίτητη ανάσα, να μεταποιηθούν από νεκρός και ανούσιος κώδικας σε ποιητικό λόγο. Και τότε, οι λέξεις παίρνουν τη μορφή της, γίνονται ένα η ποιήτρια και το ποίημα. Κάποιες μέρες/ μοιάζω στις λέξεις μου/ τόσο τρυφερά/ που δεν χρειάζομαι κάποιον καθρέφτη.


Χωρίς τίτλο τα ποιήματα, χωρίς σημεία στίξης, ολιγόστιχα και λιτά στη μορφή τους, προκαλούν τον αναγνώστη να βάλει μέσα τους τη δική του ψυχή, να τα ονομάσει, να πάρει, διαβάζοντας, τις δικές του ανάσες, όπου τις χρειαστεί. Μια ποίηση που αναζητά τη συμμετοχή, την αναγνωστική σύμπλευση σε δύο επίπεδα. Από τη μια, κατανοώντας την υπαρξιακή αγωνία που διακατέχει την ποιήτρια, τη βίωση της απώλειας, την εγγύτητα του θανάτου, την απουσία απαντήσεων για την ουσία του κόσμου. Σαν άλλος Οδυσσέας βιώνει τη δική της Νέκυια. Παίρνω το σώμα μου μονάχη/ Ταξιδεύω στον κάτω κόσμο […] Αναζητώ τους νεκρούς μου, βαδίζω σε άγνωστους δρομίσκους […] Από την άλλη, συνοδοιπορώντας μαζί της στους δρόμους της φύσης, συνομιλώντας με τις φυσικές οντότητες (Δεν έχω καμιά γλώσσα πλέον/ Μόνο ένα μικρό πουλί/ χτυπά στο νυσταγμένο παράθυρό μου) σε μία ένωση που απηχεί με τον συμβολισμό της την αγωνία για μια πανανθρώπινη συμφιλίωση και αγάπη. […] Τα πόδια μου θέλουν να βαδίζουν/ σε γη που δεν τρέμει// Χτίσε μια πόρτα/ που να μπορώ να κλειδώνω/ και να ανοίγω/ όταν χτυπά η αγάπη. Μια ποίηση τόσο ιδιωτική όσο και συλλογική υπόθεση.

Τελειωμένα λόγια είχε ονομάσει η μεταφράστρια της Μοσάεντ τις λέξεις στη δική της ποιητική συλλογή (Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Λιγοστεύουν οι λέξεις, Μελάνι, 2017) δείχνοντας το αόρατο νήμα που δένει καμιά φορά τους ποιητές, δημιουργώντας μια συνέχεια κοινής σκέψης, βιωμάτων, τρόπων έκφρασης. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Έτσι, ο συνειρμός πηγαίνει από τη μία ποιήτρια στην άλλη, ενώνοντας συνειδήσεις και καταργώντας σύνορα. Σημαντικό αυτό για την υπόθεση της ποίησης.

Το βιβλίο, φροντισμένο από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, καλαίσθητο,  μικρό, χωρισμένο με αντικριστές μαύρες σελίδες σε τρία μέρη – το μαύρο χρώμα εμφανές στην ποίηση της Μοσάεντ (Οι λέξεις παραχώθηκαν/ Το μαύρο ήταν το μόνο χρώμα) επιτρέπει τη ελπίδα μιας έξαρσης του φωτός, με τη μορφή εξέγερσης: Περιμένουμε/ την εξέγερση του φωτός. Στο εξώφυλλο η Μοσάεντ σε θαμπό πράσινο φυσικό φόντο –  η φύση ο «χώρος» της, τα δέντρα σε άρρηκτη ένωση μαζί της, σε συνομιλία, σε προστατευτική αγκάλη. Όλο το δάσος κρέμεται στους ώμους μου/ Ένας προστατευτικός μανδύας.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου