Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Εύα Μ. Μαθιουδάκη Σώμα ερωτικόν Η ιστορία μιας μεταφράστριας Εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

 

Εύα Μ. Μαθιουδάκη

Σώμα ερωτικόν

Η ιστορία μιας μεταφράστριας

Εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Εύα Μ. Μαθιουδάκη: «Σώμα ερωτικό» (diastixo.gr)

 

 


«Η Στέλλα Βουρδουμπά βέβαια θα τα θεωρούσε όλα αυτά σαχλαμάρες και θα γελούσε μαζί μου. Εκείνη θα με συμβούλευε να αποφεύγω το βίωμα στην τέχνη γιατί είναι επισφαλές, γιατί όλα μένουν εδώ μέχρι να βρούμε έναν τρόπο να τα ξαναπούμε από την αρχή». (από το Επίμετρο, σ. 181).

Η Εύα Μαθιουδάκη, με το πρόσφατο βιβλίο της (νουβέλα το ονομάζει, ωστόσο αγγίζει τη μυθιστορηματική βιογραφία) κάνει την έκπληξη. Στρέφει το συγγραφικό της ενδιαφέρον σε πρόσωπο υπαρκτό (πλην χαμένο στη λήθη), από τον λιγότερο φωτεινό κόσμο της λογοτεχνίας, αυτόν της μετάφρασης. Ίσως και μόνο για ετούτο τον λόγο θα άξιζε να μιλήσουμε για το βιβλίο αυτό. Η εξαιρετικά επίπονη εργασία της απόδοσης ενός λογοτεχνικού έργου σε άλλη γλώσσα από την αρχική, καταλήγει συχνά υποτιμημένη, παραμένοντας στη σκιά του ίδιου του έργου. Κι όμως, ο μεταφραστής δεν είναι απλώς ο κατ’ ανάγκη μεσάζοντας ανάμεσα στο πρωτότυπο έργο και στο αλλόγλωσσο κοινό. Είναι αρχικά ο αναγνώστης του, με τις δικές του προσλαμβάνουσες, είναι ο προσεκτικός επεξεργαστής του, ώστε το μετάφρασμα να μην προδίδει το πρωτότυπο, διασώζοντας τόσο το ύφος, την ιδιαιτερότητα των λεκτικών σχημάτων, όσο και την ατμόσφαιρα.

Η Μαθιουδάκη θα ανασύρει από τη δική της μνήμη το πρόσωπο της Στέλλας Βουρδουμπά, δραστήριας μεταφράστριας (γεννημένη την πρώτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα), την οποία είχε γνωρίσει σε πολύ νεαρή ηλικία, ως φίλη του πατέρα της. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα προσωπικότητα η Βουρδουμπά, με τραυματικά βιώματα από τη μητέρα της που την εγκατέλειψε στα χέρια της γιαγιάς της, αλλά και περίκλειστη σ’ ένα πολύ συντηρητικό περιβάλλον, θα διεκδικήσει την προσωπική της ελευθερία και ταυτότητα, σε μια εποχή που καθόλου εύκολο ή αυτονόητο ήταν κάτι τέτοιο. Θα κρατήσει το μεταφραστικό της έργο σε χαμηλούς τόνους (αν και αξιόλογο), θεωρώντας πως κάνει απλώς μια δουλειά για να συντηρείται, θα γνωρίσει έναν άτυχο γάμο κι έναν άτυχο έρωτα, θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τον πνευματικό κόσμο του Παρισιού, θα έχει και κάποια ανάμειξη στην αντίσταση κατά, τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Η δράση ξεκινά στα Χανιά στην αυγή του 20ού αιώνα, κατόπιν βρισκόμαστε στο Παρίσι στη διάρκεια του μεσοπολέμου, στα κατοχικά χρόνια πίσω στην Ελλάδα, στα χρόνια του Εμφυλίου, για να βρεθούμε στο τέλος στα Εξάρχεια και την Κηφισιά. Η  Μαθιουδάκη φτιάχνει και τον καμβά, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η προσωπική ιστορία της ηρωίδας της, δείχνοντας το αυτονόητο: η ιδιωτική,  μικρή ιστορία αλληλεπιδρά με τη μεγάλη ιστορία, δέχεται τα μηνύματά της που τη διαμορφώνουν, αλλά και αφήνει μέσα της το αποτύπωμά της, μικρό ή μεγάλο αναλόγως. 

Στην ιστορία της Μαθιουδάκη τα αληθινά πρόσωπα διασταυρώνουν την πορεία τους  με τα επινοημένα χάριν της μυθοπλασίας. Είναι και ο λόγος (η ανάμειξη πραγματικών γεγονότων και προσώπων με επινοημένα) που η συγγραφέας προτιμά την κατάταξη του βιβλίου στο είδος της νουβέλας, παρόλο που, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, η νουβέλα απαιτεί χρονική συμπόρευση με το σήμερα. Ωστόσο, το χρονικό εύρος της ιστορίας της, καθώς φθάνει να καλύψει σχεδόν όλο τον προηγούμενο αιώνα, το καθιστά και, εν μέρει, σύγχρονο.

 


«Ήταν όμορφη γυναίκα!. Την κρατώ στη μνήμη μου, όπως την είδα τελευταία φορά στη μικρή  αυλή της, να αγκαλιάζει με το δεξί της χέρι ένα μεγάλο χρυσάνθεμο γεμάτο μπουμπούκια στο χρώμα της σκουριάς και  με το αριστερό της χέρι να προσπαθεί να στερεώσει τον ταλαιπωρημένο από τον αέρα μίσχο του μ’ ένα καλάμι.

Αυτή ήταν η Στέλλα, ένας φωτεινός σταθμός στη μνήμη μου». (Μέρος Α΄ Ο Μιχάλης, σ. 62).

 

Πέρα από την ενδιαφέρουσα, σε κάθε περίπτωση, ανάσυρση στην επιφάνεια της ξεχασμένης δημιουργού (προφανώς ο μεταφραστής είναι και δημιουργός ο ίδιος), η Μαθιουδάκη, για τη δική μου ανάγνωση, επιχειρεί να διασώσει την αξία του πνευματικού έργου, σε μια εποχή που όλα μεταποιούνται και όλα υποβαθμίζονται, αποκτώντας υπόσταση μέσω της εικόνας. Αν το συγγραφικό έργο περικλείεται μέσα στα στενά πλαίσια μιας σύντομης επικαιρότητας (για παράδειγμα θεωρείται παρωχημένο ένα βιβλίο που εκδόθηκε πριν από 2 ή 3 χρόνια), καθόσον εντάσσεται στη λογική της εμπορικότητας και μόνον, ας σκεφθούμε πόσο υποβαθμίζεται ο συγγραφικός μόχθος, και κατ’ επέκταση, ο μεταφραστικός. Κι εδώ αυτό το βιβλίο «τολμά» να μας μιλήσει για το πνευματικό έργο μιας μεταφράστριας, που μας πηγαίνει 100 χρόνια πίσω. Ξεχωριστή, επομένως, η αξία του βιβλίου λόγω της θεματικής του.

 

«Κι ενώ τα βιβλία αλλάζουν μέσα στον χρόνο, όπως αλλάζει και ο τρόπος που τα διαβάζουμε, η μνήμη της παραμένει ζωντανή, να θυμίζει έναν κόσμο που κάποτε αποκαλούσαμε πνευματικό» (από το Επίμετρο, σ. 181).

 

Κι όμως, διαβάζοντας ανακαλύπτεις πως η αξία του  βιβλίου εδράζεται, πέραν της θεματικής του, και στη γραφή της Μαθιουδάκη, γνωστή από όλα της τα προηγούμενα έργα, η οποία εδώ δείχνει ακόμη πιο ώριμη, πιο βέβαιη, πιο ενδιαφέρουσα. Σε μικρής έκτασης βιβλίο, η πλοκή είναι πλήρης, οι χαρακτήρες περίοπτοι, ο λόγος προσεγμένος, αντιστοιχεί στην προσωπικότητα του καθενός από τους ήρωες, πράγμα όχι τόσο εύκολο, καθώς οι αφηγηματικές «φωνές» είναι τρεις (ο Μιχάλης, η Μαρία, αλλά και η ίδια η Στέλλα), και η συγγραφική τέχνη διακρίνει την ιδιαιτερότητα του λόγου, σε αντιστοιχία με τον ρόλο και τη διαμορφωμένη σκέψη του κάθε προσώπου.

 

«Τώρα μετρώ τη ζωή μου αλλιώς, ξέρω ότι το μεγαλείο ενσαρκώνεται στα ταπεινά, στα ελάχιστα, και μακαρίζω εκείνον τον κουρσό γέρο της γειτονιάς που, σέρνοντας το ποδάρι του, ποτίζει και ξεβοτανίζει καθημερινά το περιβόλι του.

Ένα περιβόλι θα έπρεπε να είναι το μέτρο του ανθρώπου, ένα περιβόλι που χρόνο με τον χρόνο προσαρμόζεται στις ανάγκες μας». (Μέρος Γ΄ Η Στέλλα, σ. 160).

 

Σώμα ερωτικόν, για να σχολιάσω και τον τίτλο, είτε η αναφορά γίνεται στην ίδια τη Στέλλα, είτε προχωράει πιο πέρα για να θυμίσει τον έρωτα προς το βιβλίο, ίδιο τόσο για τον δημιουργό (συγγραφέα, μεταφραστή, κριτικό, επιμελητή, στοιχειοθέτη, τυπογράφο, εικαστικό, βιβλιοδέτη κ.λπ.) όσο και για τον αναγνώστη, τον αποδέκτη του όλου έργου. Ο πίνακα του εξωφύλλου, εύστοχη επιλογή (John Lavery, Alice, 1919), αποδίδει ακριβώς αυτόν τον «έρωτα» προς το βιβλίο εν συνόλω.

 

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου