Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Pablo Neruda Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα απομνημονεύματα Μετάφραση-Σημειώσεις: Γιώργος Κεντρωτής Εκδόσεις Gutenberg η πρωτη δημοσίευση στην Bookpress

 

 

Pablo Neruda

Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα

απομνημονεύματα

Μετάφραση-Σημειώσεις: Γιώργος Κεντρωτής

Εκδόσεις Gutenberg

η πρωτη δημοσίευση στην Bookpress

«Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα» του Πάμπλο Νερούδα (κριτική) – Ο παγκόσμιος ποιητής της ζωής (bookpress.gr)

 

 


Ο παγκόσμιος ποιητής της ζωής

 

Όταν προλογίζοντας το βιβλίο των αναμνήσεών του ο Πάμπλο Νερούντα γράφει: «Η ζωή μου είναι ζωή που φτιάχτηκε απ’ όλες τις ζωές: απ’ τις ζωές του ποιητή όλες», προσδιορίζει τη διαφορά ανάμεσα στα απομνημονεύματα του «απομνημονευματογράφου» και στα απομνημονεύματα του ποιητή. Ο πρώτος μπορεί να φωτογράφισε πολλά πράγματα, ζώντας όμως λιγότερο, ενώ ο ποιητής γράφοντας τις αναμνήσεις του συνταράσσεται και συνταράσσει κι εμάς, παρουσιάζοντας «μια πινακοθήκη φαντασμάτων που συγκλονίστηκαν από τη φωτιά και τους ίσκιους της εποχής του». Και έτσι είναι, καθώς διαβάζοντας νιώθεις ζωντανές τις μορφές που καθόρισαν, όχι απλώς τη ζωή του ποιητή, αλλά την εποχή τους. Αυτός ο «ποιητής της ζωής», όπως εύστοχα τον αποκαλεί ο Γιώργος Κεντρωτής, δεν θα μπορούσε παρά να αποτυπώσει στο βιβλίο του μια ζωή πλήρη, όχι μόνον από τα δικά του βιώματα, αλλά και από τις ζωές των άλλων, όπου γης, μεταφέροντας τον αγώνα τους για δικαιοσύνη και ελευθερία μέσα στις δικές του λέξεις.

Με μια κατά βάση γραμμική αφήγηση, η οποία διαταράσσεται από αναγκαίες χρονικές «επιστροφές» αλλά και ανακολουθίες (δείγμα πως πρόκειται για μια αυθόρμητη, συνειρμική και ενίοτε φορτισμένη συγκινησιακά γραφή) ο Νερούντα εκκινεί από τη γέννησή του, στις 12 Ιουλίου 1904, στον φτωχό νότο της Χιλής (το «Far West», όπως το αποκαλεί ο ίδιος) και τελειώνει με τη δολοφονία του Προέδρου Σαλβατόρ Αλιέντε, στις 11 Σεπτεμβρίου 1973. Λίγες μέρες μετά, στις 23 Σεπτεμβρίου, θα ακολουθήσει και ο δικός του θάνατος. Ανάμεσα στις δύο αυτές χρονολογίες, παρακολουθούμε την πορεία του από το χωριό στην πόλη, τις πρώτες γραφές και τις σπουδές, την περιπλάνηση στον κόσμο ως Πρόξενος της χώρας του, την αγάπη του για την Ισπανία, το Μεξικό, τις διώξεις που υπέστη, , την ποίησή του και την Ποίηση, τους πολιτικούς του αγώνες για τη δημοκρατία στη Χιλή. Από τη μια η χαρά της ζωής, το φως, από την άλλη η θλίψη του για όσα ανατρέπουν τη χαρά και το φως για να εδραιώσουν το σκοτάδι, τόσο στις ψυχές των ανθρώπων όσο και στα πολιτικά συστήματα.

Διαβάζοντας τις αναμνήσεις του, μένεις σε πολλά σημεία αναγνωρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις, κυρίως νιώθοντας πως όσα γράφει σε αφορούν κατά απολύτως άμεσο τρόπο. Δεν είναι τόσο παράδοξο αυτό. Γνωρίζει, συνεπής στην αριστερή του ιδεολογία, πώς, μιλώντας για τη δική του ζωή, τα δικά του προσωπικά βιώματα, τις δικές του αντιδράσεις, να αγγίζει τον παλμό του κόσμου, τόσο που κατανοείς γιατί δεν είναι μόνον ο ποιητής της Χιλής αλλά ο παγκόσμιος ποιητής. Και δεν είναι πολλοί που δικαιωματικά θα είχαν αυτή την προσωνυμία. Ο Νερούντα ένιωθε τη μεγαλοσύνη του, καταλάβαινε πως για όλους έγραφε τα ποιήματά του, έβλεπε τις αντιδράσεις των απλών ανθρώπων (αυτοί τον ενδιέφεραν) όταν άκουγαν την ποίησή του, ξαφνιαζόταν όταν άκουγε να έχουν στο στόμα τους τα λόγια του σαν δικό τους κτήμα.  


Θέλω να μείνω σε δύο κεφάλαια, γιατί νομίζω πως αποτυπώνουν καλύτερα την αληθινή φύση του. Το ένα, εκτενές, μιλά για την Ισπανία την εποχή του Εμφυλίου πολέμου. Σ’ αυτό δεν μπορεί να μην αναφερθεί στον Λόρκα, παραθέτοντας γεγονότα και στιγμιότυπα από το στενό τους δέσιμο, φθάνοντας μέχρι τη δολοφονία του. Μιλά γι’ αυτόν τον ταυτόχρονα «συμπάντειο» και «επαρχιώτη», που ήταν «κάτι σαν σύνοψη όλων των ιστορικών εποχών της Ισπανίας», μεταφέροντας σ’ εμάς την πιο πλήρη εικόνα του, πιο πολύ και από τα ίδια του τα γραμμένα όλα.  Το δεύτερο είναι το κεφάλαιο (το πιο εκτενές από όλα), στο οποίο αναφέρεται στην Ποίηση («Η ποίηση είναι επάγγελμα»). Εκεί, αφήνεται σε μια σπουδαία περιδιάβαση στον ποιητικό χώρο, για να δει τη δύναμη της ποιητικής του «περιουσίας» να «κατασπαταλιέται» στους ανθρώπους του λαού του, να μιλήσει για την ανάγκη να προσεγγιστεί ο απλός άνθρωπος, για τα αποθέματα βιωμάτων και συγκινήσεων που πρέπει  να έχει ο ποιητής, για τον πρωτότυπο λόγο, για την «ιδεολογία» της γλώσσας, τους φίλους ποιητές, τις «λογοτεχνικές εχθρότητες», τις βραβεύσεις και τις απογοητεύσεις, την κριτική και την αυτοκριτική, τον αντι-ρεαλιστικό χαρακτήρα της ποίησης (πέρα από τον ρεαλισμό και τον υπερρεαλισμό), τις σοσιαλιστικές επιρροές (ή και δεσμεύσεις) των ποιητών, το ένα και μοναδικό βιβλίο που πάντοτε γράφεται ό,τι κι αν γράψει κανείς, τη βαριά «κληρονομιά» του Μαγιακόφσκι, τον Τσε Γκεβάρα και τον Φιντέλ Κάστρο, τον Στάλιν, το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής, τόσες και τόσες άλλες αναφορές, όλες στεγασμένες κάτω από το ευρύ στέγαστρο της Ποίησης, γιατί γι’ αυτόν όλα εκκινούν από αυτήν και καταλήγουν σ’ αυτήν· «εγώ μεν έχω ζήσει για την ποίησή μου, η δε ποίησή μου έχει στηρίξει τους αγώνες μου», θα πει.

Ένα βιβλίο 645 σελίδων, που συμπεριλαμβάνει, εκτός από τις αυτοβιογραφικές σημειώσεις του Νερούντα, τις διαλέξεις του στο Πανεπιστήμιο της Χιλής, μια Χρονοβιογραφία του ποιητή, πλούσιο φωτογραφικό υλικό, και βέβαια ένα Εισαγωγικό Σημείωμα και τις πολλές Σημειώσεις του Γιώργου Κεντρωτή που μας προσφέρει και την απόδοση στην ελληνική γλώσσα ( βασισμένη στην ισπανική έκδοση του οίκου Seix Barral της Βαρκελώνης, με βάση την έκδοση του 2017) ένα ακόμη μεταφραστικό επίτευγμα δίπλα στα πολλά που έχει για το έργο του ποιητή. Για μια ακόμη φορά οι εκδόσεις Gutenberg προσφέρουν όχι απλώς ένα ακόμη βιβλίο αλλά μια πλήρη έκδοση, φροντισμένη μέχρι τη λεπτομέρεια, από το διπλό εξώφυλλο έως τον κολοφώνα, που συνιστά ένα έργο τέχνης από μόνος του, ενσωματωμένο μέσα στην έγχρωμη ξυλογραφία του Χιλιανού ζωγράφου και χαράκτη Nemesio Antúnez. Γιατί, τίποτα δεν είναι τυχαίο σε μια έκδοση.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Αποσπάσματα

 

Προσωπικά εξακολουθώ να εργάζομαι με τα υλικά που έχω και με ό,τι είμαι. Είμαι ον παμφάγο και καταβροχθίζω αισθήματα, όντα, βιβλία, γεγονότα και μάχες. Και όλη τη Γη ακόμα θα μπορούσα να τη φάω. Και να πιω όλη τη θάλασσα. […] Η αστική τάξη απαιτεί να βρίσκεται η ποίηση ολοένα περισσότερο απομακρυσμένη από την πραγματικότητα. Ο ποιητής που ξέρει να λέει το ψωμί ψωμί και το κρασί κρασί, είναι επικίνδυνος για τον πνέοντα τα λοίσθια καπιταλισμό. Πιο βολικό τής πέφτει να θεωρεί ο ποιητής τον εαυτό του, όπως θα ’λεγε και ο Βισέντε Ουιδόβρο, «μικρό θεό». Αυτή η πίστη ή δραστηριότητα δεν ενοχλεί τις κυρίαρχες τάξεις. Ο ποιητής παραμένει έτσι συγκινούμενος από τη θεία του απομόνωση, οπότε και δεν είναι αναγκαίο ούτε να τον διαφθείρουν με δωροδοκίες ούτε να τον συνθλίψουν. Γιατί έχει ο ίδιος καταφέρει να διαφθαρεί όντας καταδικασμένος με ισόβια δεσμά στον ουρανό. Και η γη, εντωμεταξύ, τρέμει στο διάβα του και από τη λάμψη του. («Η ποίηση είναι επάγγελμα», σ. 420, σσ. 479-480).

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου