Κωνσταντίνος Νικολάου
Ο ταλαντούχος Νέρωνας
Εκδόσεις Σμίλη
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Κωνσταντίνος Νικολάου: «Ο ταλαντούχος Νέρωνας»
Δύο χρόνια πριν, στην πρώτη εμφάνιση στην ποίηση του Κωνσταντίνου Νικολάου, ήταν εμφανές ένα χαρακτηριστικό, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, έκανε και τη διαφορά, μιλώντας για νέο ποιητή: «Ο Νικολάου τολμά να προτείνει μια νέα ανάγνωση, ας είναι και ποιητική, με όση αμφισβήτηση μπορεί να προκαλέσει ως εισχώρηση στο άβατο, τον χώρο που δύσκολα ανέχεται τις αυθαίρετες, αιρετικές εισβολές. Κι όμως, αυτό το χαρακτηριστικό, το αυθαίρετο και το αιρετικό, είναι που ξεχωρίζει τον ποιητικό λόγο, και είναι κρίμα που πολλοί νέοι ποιητές δεν το εννοούν, καθώς αρκούνται σε μια βαρετή διαδρομή στην πεπατημένη οδό. Η αξία εδώ της ποίησης του Νικολάου έγκειται ακριβώς στην πρωτοτυπία, την τόλμη, χωρίς να αγνοούμε τον ποιητικό τρόπο ως προς τη χρήση της γλώσσας, το ύφος, τον ρυθμό».
Διαβάζοντας τώρα τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, το
χαρακτηριστικό αυτό μοιάζει να εδραιώνεται με σιγουριά στην ποιητική του,
αποτελώντας πλέον τον ιδιότυπο χαρακτήρα του ύφους του. Εισχωρεί πάλι σε χώρους
προσωπικούς όσο και (στη νοηματική τους επέκταση) συλλογικούς, συνομιλεί με
ποιητές, με όπλο τη λεπτή ειρωνεία δημιουργεί μικρές ιστορίες (όπως και στην
πρώτη του συλλογή), οδηγώντας σε αιφνίδιες ανατροπές, σωτήριες για μια ποιητική
επιλογή στη βάση της πρωτοτυπίας.
Χωρισμένη η συλλογή σε τρία μέρη. Στο πρώτο
(«Απολογισμός ή Όλοι κερδισμένοι») τα ποιήματα απηχούν μια απόπειρα
αυτοπροσδιορισμού με γνώμονα την αμφισβήτηση κάθε βεβαιότητας – δείγμα ώριμης
στάσης απέναντι τόσο στη ζωή εν συνόλω, όσο (αναπόφευκτα) και στην ποιητική
δημιουργία. Αλίμονο αν η ποίηση δημιουργούσε τετελεσμένα. Αυτά τα ποιήματα
ανοίγουν διαρκώς «κλειστές πόρτες», ερευνούν και καταλήγουν (στους τελευταίους
στίχους) στην προσωπική ερμηνεία όσων βλέπουν. Μόνη σταθερά στο μέρος αυτό ο
έρωτας· τι να πάει λάθος εδώ, όταν κυριαρχεί η αυθεντικότητα της σωματικής
επαφής; Αντλώντας απ’ όλα τα τεχνάσματα/
που η ευλυγισία της γλώσσας μού προσφέρει/ δεν χρειάζομαι λεξικό/ για να μιλήσω
στ’ ανοιχτά σου πόδια. («Εύγλωττος»).
Το δεύτερο μέρος επιχειρεί μια διείσδυση στον ποιητικό χώρο, ένα είδος αυτοαναφοράς, με τις επιλογές της ποιητικής του Νικολάου να προσδιορίζονται στην ταπεινότητα, στην αυτογνωσία, στην απομάκρυνση από τα ηχηρά και πομπώδη της δαφνοστεφανωμένης αναγνώρισης. Κάλλιο να ’μαι στιχοπλόκων η τελεία/ παρά ποιητή δαφνοστεφούς η οξεία. («Λιανοτράγουδο»). Ας προσεχθεί εδώ το δισήμαντο των δύο λέξεων (τελεία, οξεία), με τη μία να υποδηλώνει την εύρεση του σκοπού, την τελειότητα, και την άλλη την οξύτητα της κορυφής που μόνο έναν μελλούμενο γκρεμό προοιωνίζεται. Μέσα στους στίχους του μοιάζει να χαμογελούν με νόημα στίχοι καβαφικοί (Μάταια λυσσομανούν άνεμοι οίησης./ Σε μονόφυλλα με αλεξανδρινή μελάνη,/ ακλόνητο στέκει ένα τούβλινο σπιτάκι ποίησης. «Αλεξανδρινό τοπίο»). Αλλά και το τίμημα για στίχους αυθεντικούς, βαμμένους με αίμα (γιατί η αληθινή ποίηση με αίμα γράφεται) εδώ στο ποίημα το αφιερωμένο στον Τζιμ Μόρισσον: Το στρατιωτικό τζάκετ που φορούσε/ να φορέσω, στο χρώμα της ελιάς./ Να περπατήσω με τις μπότες του/ σ’ όλο το Παρίσι.// Υπέρβαρος, χωρίς φωνή,/ ν’ αποφασίσω γι’ αλλαγή/ μόνο με ποίηση να ζήσω.// Σε μια μπανιέρα δηλαδή/ με ροζ νερό,/ το πρωί, να με βρουν νεκρό. («Ροζ νερό»).
Στο τρίτο («Παριστάνοντας τους ζωντανούς») το πιο
κρυπτικό αλλά (γι’ αυτό) και το πιο ενδιαφέρον μέρος, με τις πιο ευθείες
συνδέσεις με την πρώτη του συλλογή, ο Νικολάου αντιμέτωπος με το μυστήριο της
ύπαρξης. Θα μείνω σε δύο ποιήματα, γιατί μου δίνουν το νήμα για να νοήσω και τα
υπόλοιπα. Στο ένα («Παριστάνοντας τους ζωντανούς») ένα «παιχνίδι» με την πρόωρη
διάψευση στόχων που ποτέ δεν τέθηκαν, ή αλλιώς μια «αυτοεκπληρούμενη προφητεία»,
τότε που στα χέρια μας απομένει μόνο: ο
υποτιθέμενος μελλοντικός χρόνος/ δήθεν γελασμένος. Το άλλο («Σισύφειο»), με
το σύμβολο της ματαιότητας να ανακυκλώνεται σε μια συνεχή διαδρομή, που πια δεν
ξέρεις πού η αρχή και πού το τέλος της, ή αλλιώς, για να θυμηθούμε και τον άλλο
ποιητή: Ένας ταξιδιώτης/ αποκοιμιέται
πάνω στ’ άλογό του/ και βλέπει στ’ όνειρό του/ πως τάχα το ταξίδι του/ είναι
ένα όνειρο/ που το βλέπει κοιμισμένος/ πάνω στ’ άλογό του (Γιώργης
Παυλόπουλος, «Ο ταξιδιώτης»). Ή πάλι ο συνειρμός: Αυτός που γράφει το ποίημα/ κι εκείνος που θα το διαβάσει/ μπορεί να
είναι το ίδιο πρόσωπο/ με κάποιον που το ονειρεύτηκε.// Μέσα στο ποίημα βέβαια/
έχουν χαθεί κι οι τρεις (Γιώργης Παυλόπουλος, «Οι τρεις»), που μεταφέρει το
ασαφές όσο και λογικά ασύλληπτο συνονθύλευμα των χρονικών στιγμών.
Είναι, νομίζω, σημαντικό να συναντάς μέσα σ’ έναν
ποιητή έναν άλλο, η ποίηση η ίδια να ανακυκλώνεται, να προχωράει, να
γιγαντώνεται, σπρώχνοντας, σαν τον σισύφειο βράχο, το νόημα πάνω και ξανά κάτω,
χωρίς σταματημό. Ο Κωνσταντίνος
Νικολάου, με δύο ήδη ποιητικές καταθέσεις, έχει δώσει το προσωπικό του στίγμα στον
ποιητικό χώρο. Και, μάλιστα, με τον καλύτερο τρόπο.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου