Ρέα Γαλανάκη
Διηγήματα
εκδόσεις
Καστανιώτη
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
το ευφυές παιχνίδι της λογοτεχνίας
Κάθε μυθοπλασία μπορεί και να μην είναι παρά η
αγωνιώδης αναζήτηση μιας άλλης εκδοχής της –ιστορικής ή μη– «πραγματικότητας»,
μια απάντηση-συνέχιση του ευλογημένα εκκρεμούς ερωτήματος: «Κι αν…;»[1] Από
αυτή την αμυδρή, πλην ευεργετική για τη γραφή, αμφιβολία για την ορθότητα του
εμφανούς, ξεκινά η περιπέτεια της λογοτεχνίας· από το σημείο που το άφατο και
αόρατο συναντά την παντοδυναμία της λογικής ανοίγοντας ένα ρήγμα (κι ας είναι
δυσδιάκριτο) στη φαινομενική της στεγανότητα. Η Ρέα Γαλανάκη γνωρίζει καλά πώς
εισχωρούν οι επινοήσεις του φανταστικού στο ρεαλιστικό πεδίο, και η τέχνη της
(από τις σπουδαιότερες του είδους) έχει δώσει από τα καλύτερα δείγματα στη
γραφή της μεγάλης αφήγησης. Ωστόσο, έχει γράψει και λίγα διηγήματα, καθόλου
αμελητέα ποιότητα μέσα στο έργο της· άλλωστε έχει βραβευθεί με το Κρατικό
Βραβείο Διηγήματος το 2005 για τη συλλογή της «Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι». Η ίδια
ερευνώντας τον τρόπο «κατασκευής» του λογοτεχνικού κειμένου λέει: «Νομίζω ότι αποτελεί βασική προϋπόθεση το
αίτημα μιας ισορροπίας ανάμεσα σε δύο ασταθή σημεία: στο ένα σημείο αιωρούνται
–ας το πούμε πάρα πολύ σχηματικά– τα υλικά, και στο άλλο η ανάγκη συστηματικής
φαντασίωσης όλων αυτών των υλικών από τον δημιουργό. Χωρίς αυτήν τη
συστηματική, την με κανόνες δηλαδή και πειθαρχία φαντασίωση, τέχνη δεν υπάρχει.
Διότι η λογοτεχνία, όπως κάθε κατασκευή, ταξινομεί με τον δικό της τρόπο το
δικό της πεδίο χάους».[2] Αυτό
το πεδίο χάους «ταξινομεί» με τον δικό της τρόπο η Γαλανάκη στη μεγάλη αφήγηση
(μυθιστορήματα) αλλά και στα διηγήματά της. Στην πρόσφατη έκδοση συγκεντρώθηκαν
όλα τα διηγήματά της (από το 1984 ως το 2018), άλλα από παλαιότερες εκδόσεις
πλέον εξαντλημένες και άλλα μέχρι τώρα σε συλλογικές εκδόσεις ή ανέκδοτα και
άλλα δημοσιευμένα μόνο σε έντυπα περιοδικά και εφημερίδες: Μνήμη του έρωτα, λήθη του έρωτα. Οι Κούρδοι της Πάτρας. Ένα σχεδόν
γαλάζιο χέρι. Το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Δύο χιλιάδες κεριά για τα
γενέθλια του μηδενός. Καινούργιο γεύμα σε παλιό σερβίτσιο. Ένας άντρας
καμωμένος από λέξεις. Μαυρόασπρο. Τα αόρατα και τα ορατά. Η κεφαλή του Νίκου
Καζαντζάκη. Η ιστορία της Όλγας. Ενδιαφέρουσα, επομένως, η γνωριμία μας εκ
νέου με την τέχνη της Γαλανάκη στη γραφή του διηγήματος. Άλλωστε, γνωστό αυτό,
η καλή γραφή μεγαλώνει με τον χρόνο μαζί μας κι αυτή και προσφέρει διαφορετική
αισθητική απόλαυση.
Θέλω να σταθώ σε τρία διηγήματα που ξεχωρίζουν το καθένα και για άλλο λόγο και που μαζί και τα τρία δίνουν την ταυτότητα της γραφής της δημιουργού τους. Στο ένα, Οι Κούρδοι της Πάτρας, το ρεαλιστικό στοιχείο υπερισχύει, καθώς μάλιστα θεματικά εστιάζει στο δράμα των Κούρδων προσφύγων που αναζητούν στην Πάτρα την πύλη που θα τους οδηγήσει στην ποθητή Δύση με κάποιο από τα μεγάλα λευκά καράβια που αράζουν στο λιμάνι. Κι όμως, εκεί που καταυγάζει η σκληρή πραγματικότητα, αναδύεται απρόσμενα το αδιόρατο στοιχείο της φαντασίας, ο χρόνος μοιάζει να καταργείται και το μαρτύριο του Αγίου Αντρέα συντονίζεται με την τραγική απώλεια του έφηβου Κούρδου που δεν πρόφτασε να ονειρευτεί καν τη φυγή του. Και το νερό από το Πηγάδι του Αϊ Αντρέα δεν πρόκειται να ξεδιψάσει τους κουρασμένους Κούρδους, καθώς φοβούνται τη μαντική πηγή που κάποτε μάντευε την πορεία μιας αρρώστιας μέσα από τον καθρέφτη. Μια γουλιά από το νερό της μπορεί να ρουφούσε όλη τη θάλασσα μπροστά τους, και δεν θα μπορούσαν πια να φύγουν. (σελ.39). Μόνο θα διαταράξουν τη γαλήνη των αμέτοχων του δράματος, μια που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και η πόλη δεν ανέχεται παρεμβολές στην ήσυχη, βολεμένη ζωή της. Μια πορεία με ταπεινά κεράκια θα αναμετρηθεί με τις εορταστικές φωταψίες και θα τις καταργήσει: Καθώς περνούσαν οι Κούρδοι, έσβηναν για δευτερόλεπτα, ώσπου να περάσουν, όλα τα φώτα από τις γιρλάντες από τις βιτρίνες, από τα κλαδιά των δέντρων, από τις πολυκατοικίες, από τη μνήμη ακόμη των κατοίκων για τις εορταστικές φωτοχυσίες, τα πυροτεχνήματα. […] Απόλυτο σκοτάδι, μέσα στο οποίο έλαμπε σαν το άστρο πάνω από τη σπηλιά η κάθε φλόγα από τα αγιοκέρια των Κούρδων. Παρά το δυνατό της φως, η αβέβαιη φλόγα έφευγε δεξιά ζερβά, πότε κατά τη μεριά της μνήμης, πότε κατά τη μεριά της λήθης. (σελ. 37-38)
Το δεύτερο, και
εκτενέστερο όλων, με τον τίτλο «Η
ιστορία της Όλγας» ανήκει στη συγγραφική παράδοση της Γαλανάκη να αναζητά σε
ιστορίες του τόπου το υλικό της γραφής της (κυρίως στα μυθιστορήματά της)
μεταποιώντας το με τη δύναμη της μυθοπλασίας. Έτσι εδώ με την ιστορία της
γυναίκας που διέπραξε το κατακριτέο για την εποχή αδίκημα/αμάρτημα της
μοιχείας, δίνεται η ευκαιρία να σκιαγραφηθεί γενικότερα η θέση της γυναίκας
μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία προκαταλήψεων, στην οποία αρωγός θερμός
έρχεται η εκκλησία με την κατά την κρίση της ερμηνεία του θρησκευτικού
δόγματος. Μπορεί άραγε η γλώσσα, η μόρφωση, η λογοτεχνία και η γραφή να ανοίξει
ένα παράθυρο ελευθερίας στη φυλακισμένη γυναίκα; Μπορεί να ανοίξει την πόρτα
της φυλακής της; Όταν γύρισε η Όλγα κρατούσε ένα τριαντάφυλλο. Μυρίζοντάς το είπε στον
παπαγάλο ότι η πόλη είναι η πιο βαθιά επιθυμία των αισθημάτων. «Γι’ αυτό και
μοιάζει», του εμπιστεύτηκε, «με το πλοίο που με ταξιδεύει στο διπλό ταξίδι
αγάπης και ντροπής». […] «Θα φορέσω
το ερωτικό φόρεμα της πόλης και θα χτενίσω τα μαλλιά μου αλλιώς. Θα κρατώ στο
αριστερό μου χέρι ένα τριαντάφυλλο και με το δεξί θα γράφω καινούργιες λέξεις
στο τετράδιό μου», υποσχέθηκε στον εαυτό της. (σελ. 153-154).
Τέλος, στο διήγημα με
τον τίτλο «Καινούργιο γεύμα σε παλιό σερβίτσιο» επιχειρεί την ωραιότερη (και
ίσως αναπόφευκτη) φαντασίωση του κάθε συγγραφέα, να συναντηθεί και να
συνομιλήσει με τους ήρωες των ιστοριών του. Γιατί οι ιστορίες που γράφουμε ποτέ
δεν τελειώνουν, ή καλύτερα, αν τελειώνουν είναι επειδή οι ίδιοι οι ήρωες
αυτονομημένοι πλέον το επιθυμούν. Έτσι προσκαλεί σε ένα Καθαροδευτεριάτικο
γεύμα τον Ισμαήλ Φερίκ Πασά, τον Λουί ή Ανδρέα Ρηγόπουλο και την Ελένη
Αλταμούρα-Μπούκουρα, τους τρεις εμβληματικούς ήρωες των «ιστορικών»
μυθιστορημάτων της. Και τους σερβίρει με το παιδικό της λιλιπούτειο σερβίτσιο: Τότε σηκώσαμε και οι τέσσερίς μας τα γεμάτα
ποτηράκια του σερβίτσιου για την πρόποση. Πριν κατεβάσουμε το χέρι, ο κατά
κόσμον Ανδρέας Ρηγόπουλος, ο κατά τη λογοτεχνία Λουί, ρομαντικός αυτόχειρ και
στις δύο του μορφές, γύρισε και παρατήρησε τριγύρω το τοπίο της Αχαΐας, της
πατρίδας του: το καφεγάλαζο βουνό, τη θάλασσα βαθύ λουλακί, τον άσπρο
χαρτοπόλεμο από μικρές νεφέλες σκορπισμένες στον ουράνιο θόλο. «Στο ανέφικτο
κάθε πατρίδας», ευχήθηκε στοχαστικά, εννοώντας, όσο μπορούσα να τον ξέρω, το
ανέφικτο κάθε επανάστασης, κάθε έρωτα, κάθε συγγραφής. (σελ.75-76)
Ένα παιχνίδι με την
ιστορία, τη μυθοπλασία, με τη ζωή εν τέλει, που ενοποιεί το αληθινό με το
κατασκευασμένο, την πραγματικότητα με τη μυθική της μετάπλαση, το άφατο με το
δυνάμει ρηθέν. Όλη η μαγεία της λογοτεχνίας που τόσο μα τόσο προσομοιάζει με το
παιχνίδι. Αλλά: Αν η λογοτεχνία δεν είναι
παιχνίδι, την έχουμε όλοι πολύ άσχημα, όπως δηλώνει ένας άλλος μάγος της
γραφής.[3]
Διώνη Δημητριάδου
[1]
Αχιλλέας Κυριακίδης, Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας, Κίχλη 2015,
σελ. 15
[2] Ρέα Γαλανάκη, Σκέψεις για τη μαστορική των κειμένων, «Βασιλεύς ή στρατιώτης»;, κείμενο πρωτοδημοσιευμένο στο περιοδικό γραφή του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Λάρισας, Άνοιξη 1995, τ. 30, σελ. 5-10. Στον τόμο Ρέα Γαλανάκη, Βασιλεύς ή στρατιώτης – Σημειώσεις, σκέψεις, σχόλια για τη λογοτεχνία, Άγρα 1997, σελ.88.
[3]
Αχιλλέας Κυριακίδης, ό.π. σελ 11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου