Άρωμα
τριαντάφυλλο
Μαρία Βέρρου
Μαζί με
μια φωτογραφία του Paul Almásy
Τι ωραία να σου φέρνουν λουλούδια
στα γενέθλιά σου!
Σκέφτηκε η κυρία Ζωζώ. Μπροστά της ένα διάφανο κρυστάλλινο βάζο, από λεπτό
γυαλί σαν τσιγαρόχαρτο και μέσα ένα μπουκέτο λουλούδια, ξεραμένα, τα φύλλα τους
σκόρπια γύρω από τη βάση του, το νερό θολό και χρυσοπράσινο, πολυκαιρισμένο. Ο
Αστέριος πάντα τη θυμόταν από τότε που έφυγαν από την Πόλη· δεν ξεχνούσε ποτέ
την μέρα των γενεθλίων της. Κι εκείνη άρχιζε και τελείωνε τη συγκεκριμένη μέρα
με την ίδια ακριβώς διαδικασία. Όχι βέβαια ότι διέφερε και πολύ από τη
διαδικασία των υπολοίπων ημερών αλλά αυτή τη συγκεκριμένη έβαζε και το καλό της
άρωμα. Τριαντάφυλλο μέσα σ’ ένα πολύτιμο βαζάκι, δύο σταγόνες μόνο στους
καρπούς, φερμένο από τη Βουλγαρία όπου ο Αστέριος ταξίδευε συχνά∙ γιατί η μυρωδιά
από τον καρπό κατευθείαν ανέβαινε στα ρουθούνια καθώς θα έσκυβε να φιλήσει το
χέρι της, πάντα κομψό, περιποιημένο, τα νύχια καλολιμαρισμένα και φυσικά
βαμμένα στο χρώμα της φωτιάς. Η φωτιά
ξεκινάει από τα άκρα πάντα της πίστευε. Έτσι δεν της έλειπαν οι κρέμες της κυρίας
Ζωζώς και τα κοκκινάδια, οι πούδρες, οι κρέμες για τα χέρια, το πρόσωπο, το
σώμα. Διαφορετικές, ξεχωρισμένες με προσοχή για να μη μπερδεύονται τα
μπουκαλάκια και οι μυρωδιές.
Πάνω
στην τουαλέτα της γινόταν ένας μικρός χαμός. Εκείνη όμως ήξερε τα πάντα με τη
σωστή σειρά. Κι έτσι τα χρησιμοποιούσε. Κάθε πρωί που σηκωνόταν και πριν
φορέσει τη σατέν της ρόμπα, έπλενε σχολαστικά το πρόσωπο και χτένιζε τα μαλλιά
της δυνατά. Δύο τελετουργίες που προσδιόριζαν τη λειτουργικότητα της
καθημερινότητας. Πώς να ξεκινήσεις τη μέρα φορώντας τη λίγδα και τα μικρόβια
που το σώμα φτύνει μέσα από τα χιλιάδες μικρά του ανοίγματα όλη τη νύχτα; αυτό
φυσικά συμπεριλάμβανε και το κρεβάτι της· όση ώρα αφαιρούσε σχολαστικά τα
μικρόβια της νύχτας από το σώμα της, αέριζε το δωμάτιο και τα σεντόνια και τις
κουβέρτες της· ακόμα και όταν έλειπε ο Αστέριος, συχνά πυκνά τώρα τελευταία, σε
ταξίδια.
Μετά ντυνόταν,
προσεκτικά, κατάλληλα για τις ανάγκες της μέρες και κατέβαινε στην κουζίνα για
το πρωινό. Όταν έλειπε η Ρηνιώ το έφτιαχνε μόνη της. Τις άλλες φορές πήγαινε
μπροστά στην τζαμένια μπαλκονόπορτα και περίμενε να σερβιριστεί. Μεγάλη ιστορία η νοικοκυροσύνη σκεφτόταν
και η κοκεταρία επίσης κοιτάζοντας τα
χέρια της, με τις πεταμένες φλέβες και τις κηλίδες που όσο περνούσε ο καιρό
πύκνωναν πάνω τους∙ και η μαγειρική,
καθώς αναζητούσε το ειδικό σκουφάκι για τα μαλλιά της∙ το φορούσε πάντα όταν
μαγείρευε για να προστατεύονται οι τρίχες από τις δυσάρεστες οσμές∙ ήταν
βλέπεις και τα εκλεπτυσμένα ρουθούνια του Αστέριου πάντα στη σκέψη της, ειδικά
τέτοια εποχή∙ ό,τι και να γινόταν πάντα ερχόταν. Κι εκείνη πάντα τον περίμενε…
Η Ρηνιώ έλειπε.
Δεν θυμόταν να της είχε δώσει ρεπό. Ωστόσο δεν πολυέδωσε σημασία. Κατέβηκε στην
κουζίνα για να ετοιμάσει το πρωινό της. Ήταν ακόμα σκοτάδι, είχε πάλι σηκωθεί
πολύ πρωί. Δεν είχε ύπνο τώρα τελευταία. Όλο σκεφτόταν τα ίδια και τα ίδια, τη
ζωή της στην Πόλη, τις βόλτες στο Πέραν, τις οικογενειακές συγκεντρώσεις και
φυσικά τον Αστέριο. Και μετά τον μεγάλο ξεριζωμό…
Σήμερα όμως
η μέρα ήταν κάπως διαφορετική. Έφαγε λιτά, τσάι με δύο φρυγανιές, έπλυνε
σχολαστικά το φλιτζάνι της και μετά έβαλε την ποδιά της. Δεν πειράζει θα μαγειρέψω κάτι εγώ. Κάτι ιδιαίτερο μιας και θα έρθει ο
Αστέριος. Ποιο είναι το αγαπημένο του; έψαξε στη μνήμη της, μα τι είχε
πάθει; Δεν είναι δυνατόν να είχε ξεχάσει το αγαπημένο φαγητό του Αστέριου!
Έκατσε στην καρέκλα της κουζίνας, για λίγο συγχυσμένη. Μα πού είναι επιτέλους αυτή η Ρηνιώ; Σήμερα βρήκε κι αυτή να λείπει;
Έψαξε το σκουφάκι της, ούτε αυτό το βρήκε. Άνοιξε τα ντουλάπια, ήθελε το αλεύρι
να ανοίξει φύλλο, ούτε τον πλάστρη εύρισκε, το ψυγείο ήταν άδειο, την πήρε το
παράπονο. Τσάμπα την πληρώνω τη Ρηνιώ,
τίποτε δεν κάνει. Τι σπίτι είναι ασυγύριστο, θα έρθει ο Αστέριος και τι θα πει
μετά από τόσον καιρό;
Με μια
δυσκολία ανάλογη των χρόνων που κουβαλούσε στην πλάτη της, ελαφρά σκυφτή,
σέρνοντας τα βήματα της, μπα σε καλό μου,
τις παντόφλες μου φοράω; Γρήγορα βρε
Ρηνιώ φέρε μου τις μαύρες γόβες, εκείνες με το ψηλό τακούνι και τις κάλτσες με
την ραφή. Ποπό πώς ξεχάστηκα έτσι! Πριν καθίσει στην πολυθρόνα της, εκείνη
που έβλεπε το κρυστάλλινο βάζο από λεπτό γυαλί σαν τσιγαρόχαρτο, καθάρισε με το
χέρι της το τραπεζάκι από τα πεσμένα γύρω του ξερά φύλλα, τ’ άφησε να πέσουν
στο πάτωμα, με το μαντηλάκι της σκούπισε το χέρι της, πάνω του αποτυπώθηκε ένα
λεπτό στρώμα σκόνης, όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας.
Χριστέ μου ο Αστέριος! Έρχομαι έρχομαι μια στιγμή! Άνοιξε την πόρτα με
λαχτάρα. Μπροστά της στεκόταν ο Αστέριος· όμορφος, ακμαίος, χαμογελαστός.
«Ζωζώκα
μου ήρθα! Άργησα λίγο αλλά ήρθα. Όπως σου το υποσχέθηκα!»
«Το’ξερα
ότι θα ’ρχόσουν. Το ’ξερα.»
Του
έτεινε το χέρι της. Εκείνος το πήρε τρυφερά και το ’φερε στα χείλη του.
«Αχ αυτό
το άρωμά σου!» Είπε.
Ύστερα
την έπιασε από τη μέση διακριτικά κι απομακρύνθηκαν… το βήμα τους ήταν ανάλαφρο…
θα έλεγες ότι πετούσαν.
Μαρία
Βέρρου
Φωτογραφία:
Paul Almásy
Η Μαρία Βέρρου γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Γαλλική γλώσσα και φιλολογία στο ΑΠΘ, ιταλική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Perugia, έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής με τους συγγραφείς Τ. Αβέρωφ, Ελ Μαρούτσου και Μ. Φάις, επιμέλεια κειμένου με τον Χ. Κυθρεώτη, και έχει συμμετάσχει στις μεταφράσεις των βιβλίων:α.Bernard Common: «Φευγαλέα και εφήμερα» εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ (2013), β.M. Proust : “Όνειρα, μια ανθολογία από το έργο του» εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ (2013) καιγ.Κρίση εποχής ή εποχή της κρίσης – τρία κείμενα των Alain Badiou, J.Generaux et Amin Maalouf εκδόσεις Αλεξάνδρεια (2016).Κείμενά της έχουν φιλοξενήσει τα ηλεκτρονικά περιοδικά ΦΡΕΑΡ, FRACTAL και ΔΙΑΣΤΙΧΟ. Από τις εκδόσεις Θράκα κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, ένα αφήγημα με τίτλο «Σκάμματα του χρόνου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου