Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Η Παναγία των Παρισίων Βίκτορ Ουγκό μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, Βάνα Χατζάκη εκδόσεις Σμίλη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

 

Η Παναγία των Παρισίων

Βίκτορ Ουγκό

μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, Βάνα Χατζάκη

εκδόσεις Σμίλη

 η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

https://www.fractalart.gr/i-panagia-ton-parision/




 

η τέχνη της κλασικής μυθιστοριογραφίας

 

Η έννοια του κλασικού χαρακτηρίζει εκείνα τα έργα που επιβλήθηκαν στην εποχή τους, άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου και διατηρούνται ως διαχρονική αξία εκφράζοντας με τον τρόπο τους κάθε νέα πολιτισμική χωροχρονική συνθήκη. Γνωστό, άλλωστε, πως το αληθινό έργο τέχνης δεν ανήκει μόνο στην εποχή του· έχει ήδη από την ώρα της ολοκλήρωσής του υπερβεί ακόμη και τον ίδιο τον δημιουργό του και ανοίγεται ελεύθερο σε μελλοντικές προσλήψεις και ερμηνείες. Αν επιστρέφουμε συχνά στα κλασικά έργα της λογοτεχνίας εξηγείται από δύο κυρίως λόγους, που συχνά επικαλύπτουν ο ένα τον άλλον. Αρχικά είναι πάντα κατανοητή μια νοσταλγία για ό,τι παλαιότερο μας έχει συγκινήσει, ανάγκη που καμιά φορά καθίσταται επιτακτική όταν η ανεπάρκεια της πρόσφατης δημιουργίας (σε τρόπο γραφής ή κυρίως σε θεματική) μας στρέφει προς παλαιότερες αναγνώσεις. Παράλληλα, όμως, η πρόκληση της επιστροφής επανέρχεται, όταν έχουμε νέες κυκλοφορίες (ή ανατυπώσεις) των κλασικών έργων και μάλιστα σε εκδόσεις πλήρεις και ενδιαφέρουσες ως προς τον σεβασμό στο πρωτότυπο αλλά και ως προς την αισθητική τους. Από τις εκδόσεις Σμίλη έχουμε σε ανατύπωση την έκδοση της Παναγίας των Παρισίων, που πρωτοκυκλοφόρησε το 2005, σε μετάφραση και κατατοπιστικές υποσημειώσεις από τον Ανδρέα Παππά και τη Βάνα Χατζάκη. Η έκδοση περιλαμβάνει Επίμετρο με προλογικά σημειώματα του Ουγκό – το δεύτερο μάλιστα ιδιαίτερα κατατοπιστικό ως προς τις προθέσεις της συγγραφής – χρονολόγιο, φωτογραφικό υλικό και δύο σημειώματα από τους μεταφραστές και από τον Αλέξη Πολίτη. Μια πλήρης από κάθε άποψη έκδοση, που μας ξανασυστήνει το κλασικό έργο του Ουγκό.

Όποιος έχει διαβάσει το μυθιστόρημα σε συντομευμένες (και λίγο πειραγμένες) παιδικές εκδόσεις ή όποιος μόνο την ιστορία σαν παραμύθι γνωρίζει, έχει την ευκαιρία τώρα να το απολαύσει στο σύνολό του, που αριθμεί σχεδόν 700 σελίδες. Η ιδιόμορφη προσέγγιση της μεγάλης αφήγησης από τον Ουγκό θα ξαφνιάσει όποιον θεωρεί πως το μυθιστόρημα είναι μόνον πλοκή και περιπέτεια. Στην πραγματικότητα μόνο σχεδόν το ένα τρίτο του βιβλίου αφορά την πλοκή αυτή καθεαυτή. Ο Ουγκό αρέσκεται σε παρεκβάσεις, οι οποίες μπορεί να σταματούν (και μάλιστα σε καίρια σημεία) τη ροή της ιστορίας, για να αφηγηθεί το ιστορικό πλαίσιο της εποχής ή να περιγράψει συνήθειες, συμπεριφορές, πρόσωπα και πράγματα (κυρίως κτήρια) δημιουργώντας έτσι ένα απαραίτητο πλαίσιο, προκειμένου όσα αφηγείται στο κυρίως μέρος να εντάσσονται ομαλά στον χώρο και τον χρόνο, και τα πρόσωπα της ιστορίας να μη μένουν μετέωρα χωρίς τόπο να σταθούν. Ο ίδιος στο προλογικό του σημείωμα, που συνόδευε το 1832 τη συμπληρωμένη οριστική έκδοση, έγραφε δικαιολογώντας την εμμονή του με την περιγραφή της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής του Παρισιού:

«Η Παναγία των Παρισίων άνοιξε ίσως ορισμένους νέους ορίζοντες ως προς την προσέγγιση της μεσαιωνικής τέχνης, της θαυμάσιας αυτής τέχνης, άγνωστης έως σήμερα σε ορισμένους, ή, χειρότερα, υποτιμημένης από άλλους. Ο συγγραφέας, όμως, δεν θεωρεί καθόλου ότι με το βιβλίο αυτό ανταποκρίθηκε πλήρως στο καθήκον που οικειοθελώς έχει επιβάλει στον εαυτό του. Έχει ήδη υπερασπιστεί σε πολλές περιπτώσεις την παλαιά μας αρχιτεκτονική, έχει ήδη καταγγείλει ανοιχτά βεβηλώσεις, κατεδαφίσεις, ιεροσυλίες. Και σκοπεύει να συνεχίσει. […] Θα υπερασπιστεί τα ιστορικά μας οικοδομήματα τόσο ακούραστα όσο παθιασμένα τους επιτίθενται οι βάνδαλοι των σχολών και των ακαδημιών». (σ.12)

Η ιστορία της Εσμεράλδας και του Κουασιμόδου είναι γνωστή και περιττεύει εδώ κάποια σύνοψη της πλοκής. Ωστόσο, αξίζει η παράθεση εδώ δύο μικρών αποσπασμάτων που καταδεικνύουν αφενός τη συγγραφική τέχνη του Ουγκό να αποδίδει μέσω της περιγραφής όχι μόνο τα πρόσωπα αλλά και την αύρα γύρω τους, και αφετέρου τη δεινότητα της μετάφρασης:

«Η παρουσία του απόκοσμου αυτού πλάσματος έδινε σε όλη τη εκκλησία μια απροσδιόριστη πνοή ζωής. Ο Κουασιμόδος έμοιαζε να αποπνέει –τουλάχιστον κατά τα λεγόμενα του πλήθους, που η δεισιδαιμονία του ολοένα και  μεγάλωνε– μια μυστηριώδη αναθυμίαση, η οποία ζωντάνευε κάθε πέτρα της Νοτρ Νταμ και έκανε να πάλλονται συθέμελα τα σωθικά της παλιάς εκκλησίας. Αρκούσε να ξέρει κανείς ότι βρισκόταν εκεί γύρω, για να νομίσει ότι βλέπει να ζωντανεύουν και να κινούνται τα εκατοντάδες αγάλματα των κιονοστοιχιών και των πυλώνων. Και όντως, η εκκλησία στα χέρια του φάνταζε πλάσμα πειθήνιο και υπάκουο· περίμενε πότε θα το θελήσει εκείνος για να υψώσει τη βροντερή φωνή της. Ο Κουασιμόδος τη στοίχειωνε και τη γέμιζε σαν οικείο της δαιμόνιο· θα ’λεγε κανείς ότι έβαζε το πελώριο κτήριο ν’ ανασαίνει». […] Για όσους ξέρουν ότι ο Κουασιμόδος υπήρξε, η Νοτρ Νταμ είναι σήμερα έρημη, άψυχη, νεκρή. Αισθάνεται κανείς ότι κάτι έχει χαθεί. Το τεράστιο σώμα της είναι κενό, σκελετός· το πνεύμα έχει εγκαταλείψει το σώμα, αφήνοντας εμφανή τα σημάδια του, αλλά τίποτε άλλο. Σαν κρανίο, με τις κόγχες των ματιών ορατές, αλά δίχως βλέμμα». (σ. 208 - 210)

 


«Αν η κοπέλα εκείνη ήταν πλάσμα ανθρώπινο, νεράιδα ή άγγελος, ο Γκρενγκουάρ δεν μπόρεσε να το καταλάβει αμέσως· όσο σκεπτικιστής φιλόσοφος και όσο σαρκαστικός ποιητής κι αν ήταν, είχε γοητευτεί απ’ την εκθαμβωτική αυτή οπτασία. Έτσι όπως τίναζε προκλητικά το λυγερό της κορμί, έδειχνε ψηλή, μολονότι δεν ήταν. Αν και μελαχρινή, μάντευε κανείς πως η σκούρα επιδερμίδα θα έπαιρνε στο φως της μέρας την ωραία χρυσαφιά ανταύγεια που χαρακτηρίζει τις γυναίκες της Ανδαλουσίας και της Ρώμης. Το μικροκαμωμένο πόδι, έτσι όπως έμοιαζε να χωράει ίσα ίσα αλλά και συγχρόνως άνετα στο κομψό παπουτσάκι της, θύμιζε κι αυτό τις γυναίκες της Ανδαλουσίας. Χόρευε και στροβιλιζόταν πάνω σ’ ένα παλιό περσικό χαλί ριγμένο πρόχειρα κάτω απ’ τα πόδια της και, κάθε φορά που στριφογυρίζοντας περνούσε από μπροστά σου, το αστραφτερό της πρόσωπο και τα μεγάλα μαύρα μάτια της σε κεραυνοβολούσαν». (σ. 89)

 

Η Παναγία των Παρισίων είναι ένα μυθιστόρημα που πίσω από την πλοκή του παρουσιάζει το Παρίσι στο τέλος του Μεσαίωνα –η ιστορία του δύσμορφου κωδωνοκρούστη Κουασιμόδου και της όμορφης τσιγγάνας Εσμεράλδας λαμβάνει χώρα το 1482– με τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις, τις αυθαιρεσίες της εξουσίας (κοσμικής και θρησκευτικής) και την εύκολη χειραγώγηση του πλήθους. Ένα μυθιστόρημα για το Παρίσι εστιασμένο στον επιβλητικό ναό, τη Notre Dame de Paris, όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος.

 

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου