Η Ai Ogawa συναντά ποιητικά τον Chet Baker μέσα σε μια "τζαζ έναστρη νύχτα"
Ai Ogawa, "Αρχάγγελος"
(για τον Chet Baker)
[Άι Ογκάουα, "Τα αιρετικά παραμύθια", μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου, εκδόσεις Βακχικόν]
Πέρασες μέσα
από την μπλε κουρτίνα του Van Gogh
και μπήκες μες στα όνειρά μου.
Εκείνη τη μέρα στο Παρίσι
καθίσαμε στο υπαίθριο café για ώρες.
Ήταν τα στήθη μου στητά
το φόρεμά μου με βαθύ ντεκολτέ.
Έγειρες κοντά μου, τόσο κοντά·
κι όμως, δεν με άγγιξες.
«Δεν το ’χω ανάγκη», είπες, «είναι η ντόπα,
είναι η έξαρση
τόσο πιο πάνω απ’ τη λαχτάρα.
Ησύχασε, πάρε βαθιά αναπνοή
και θα κοιμηθείς όπως κι εγώ».
Ήξερα πως με ξεγελούσες,
πως πίσω από τη φιλοσοφία του χίπστερ
κρυβόταν ο παλιός καλός Chet έτοιμος να πετύχει τον στόχο.
Ωστόσο, σου δάνεισα χρήματα, και σε ακολούθησα
στα ουρητήρια,
εκεί που ο Lucien σου ’δωσε το σκονάκι.
Κουνώντας το κεφάλι τσέπωσε τα χρήματα και είπε
«άκουσα πως ήσουν νεκρός»
κι εσύ απάντησες «είμαι».
Έτσι είπες όταν έσκασες πάνω στο οδόστρωμα,
φλιπαρισμένος στο Άμστερνταμ, μετά γύρισες πάλι στην
απάθεια,
όπως κάνουμε όλοι, σαν ξεμπερδέψουμε
με την ανοησία της ζωής.
Τελείωσες μοιραζόμενος τα έργα σου με μια πόρνη
που περίμενε έξω από τα ουρητήρια,
η γενναιοδωρία σου τόσο θλιβερή
όσο και προβλέψιμη.
Την αγιοσύνη γύρευες όπως και κάθε άλλος.
Αντί γι’ αυτήν, κέρδισες τα φτερά
που ήταν πολύ αργά πια για να σε σώσουν,
αλλά όχι τόσο αργά για να σε ανεβάσουν
στον ουρανό της πρέζας.
Αργότερα, σταθήκαμε στα σκαλιά της Notre dame.
Ήσουν ήρεμος, καθώς έδειχνες το καμπαναριό.
Είπες πως είδες τον Quasimodo πάνω εκεί,
να κρατάει την Esmeralda από τα μαλλιά,
πάνω από το χείλος,
μα το μόνο που είδα κοιτώντας κάτω ήταν
οι τερατόμορφες υδρορροές
γαλήνιες πια
μια που τίποτα δεν σήμαινε γι’ αυτές.
«Βλέπω», είπα ψέματα για να σε ευχαριστήσω
μα το κατάλαβες και μου έσκασες ένα φιλί.
Μου ευχήθηκες “bonne chance”,
μετά αφέθηκες γαλήνια στην πτήση σου
καθώς η ήρεμη, τζαζ, έναστρη νύχτα
άνοιξε την αγκαλιά της να σε πάρει πίσω πάλι.
από την μπλε κουρτίνα του Van Gogh
και μπήκες μες στα όνειρά μου.
Εκείνη τη μέρα στο Παρίσι
καθίσαμε στο υπαίθριο café για ώρες.
Ήταν τα στήθη μου στητά
το φόρεμά μου με βαθύ ντεκολτέ.
Έγειρες κοντά μου, τόσο κοντά·
κι όμως, δεν με άγγιξες.
«Δεν το ’χω ανάγκη», είπες, «είναι η ντόπα,
είναι η έξαρση
τόσο πιο πάνω απ’ τη λαχτάρα.
Ησύχασε, πάρε βαθιά αναπνοή
και θα κοιμηθείς όπως κι εγώ».
Ήξερα πως με ξεγελούσες,
πως πίσω από τη φιλοσοφία του χίπστερ
κρυβόταν ο παλιός καλός Chet έτοιμος να πετύχει τον στόχο.
Ωστόσο, σου δάνεισα χρήματα, και σε ακολούθησα
στα ουρητήρια,
εκεί που ο Lucien σου ’δωσε το σκονάκι.
Κουνώντας το κεφάλι τσέπωσε τα χρήματα και είπε
«άκουσα πως ήσουν νεκρός»
κι εσύ απάντησες «είμαι».
Έτσι είπες όταν έσκασες πάνω στο οδόστρωμα,
φλιπαρισμένος στο Άμστερνταμ, μετά γύρισες πάλι στην
απάθεια,
όπως κάνουμε όλοι, σαν ξεμπερδέψουμε
με την ανοησία της ζωής.
Τελείωσες μοιραζόμενος τα έργα σου με μια πόρνη
που περίμενε έξω από τα ουρητήρια,
η γενναιοδωρία σου τόσο θλιβερή
όσο και προβλέψιμη.
Την αγιοσύνη γύρευες όπως και κάθε άλλος.
Αντί γι’ αυτήν, κέρδισες τα φτερά
που ήταν πολύ αργά πια για να σε σώσουν,
αλλά όχι τόσο αργά για να σε ανεβάσουν
στον ουρανό της πρέζας.
Αργότερα, σταθήκαμε στα σκαλιά της Notre dame.
Ήσουν ήρεμος, καθώς έδειχνες το καμπαναριό.
Είπες πως είδες τον Quasimodo πάνω εκεί,
να κρατάει την Esmeralda από τα μαλλιά,
πάνω από το χείλος,
μα το μόνο που είδα κοιτώντας κάτω ήταν
οι τερατόμορφες υδρορροές
γαλήνιες πια
μια που τίποτα δεν σήμαινε γι’ αυτές.
«Βλέπω», είπα ψέματα για να σε ευχαριστήσω
μα το κατάλαβες και μου έσκασες ένα φιλί.
Μου ευχήθηκες “bonne chance”,
μετά αφέθηκες γαλήνια στην πτήση σου
καθώς η ήρεμη, τζαζ, έναστρη νύχτα
άνοιξε την αγκαλιά της να σε πάρει πίσω πάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου