Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

«Προβέντζα»

μυθιστόρημα του Ηλία Τζιτζικάκη

από τις εκδόσεις Πηγή



Ο αέρας είχε από νωρίς σταματήσει και τώρα η νύχτα ήταν υγρή και αποπνικτική. Στο χλωμό φως από τις λιγοστές λάμπες του δημοτικού φωτισμού, μπορούσε κανείς να διακρίνει τα σύννεφα της υγρασίας που έμοιαζαν να στέκονται το ένα δίπλα στο άλλο, σαν μαύρα φαντάσματα που πλανιόνταν πάνω από το χωριό ακουμπώντας στις στέγες των σπιτιών, έτοιμα να διεισδύσουν κάτω από τις πόρτες ή ανάμεσα από τα κλειστά παραθυρόφυλλα μέσα στα σκοτεινά δωμάτια και ακόμα πιο μέσα, μέχρι τις ψυχές των ανθρώπων. Την ένιωθα να με περικυκλώνει, να διαπερνά τα ρούχα μου και να απλώνει τη γλοιώδη υφή σε όλο μου το κορμί. Χωρίς να υπάρχει λόγος, ένα απροσδιόριστο βάρος μου πλάκωσε το στήθος, μια κακή διάθεση με πλημμύρισε, σαν να επρόκειτο να συμβεί κάτι κακό, που δεν το γνώριζα ακόμη, αλλά μπορούσα να το προαισθανθώ να πλησιάζει.
[…] «Η Προβέντζα» είπε…

Η ατμόσφαιρα είναι συχνά το ζητούμενο μιας αφήγησης. Αυτό τα ιδιαίτερο κλίμα που δημιουργείται πίσω από τις λέξεις και σε τοποθετεί μέσα στην ιστορία, όχι πλέον ως αναγνώστη αλλά ως αναπόσπαστο κομμάτι του σκηνικού. Να μένεις εκεί ασάλευτος να παρακολουθείς την πλοκή και να νιώθεις την υγρασία πάνω σου σαν μια αληθινή συνθήκη. Ίσως αυτό να είναι ένα από τα στοιχεία γραφής που αναδεικνύουν ένα συγγραφέα, τον ξεχωρίζουν από το πλήθος και καταξιώνουν τον προσωπικό του τρόπο να αφηγείται ιστορίες.

Από την αρχή του βιβλίου του Ηλία Τζιτζικάκη σε χτυπάει στο πρόσωπο η προβέντζα, που έρχεται με την ξαφνική αλλαγή της έντασης του ανέμου να φέρει αυτά τα μαύρα σύννεφα πάνω από τη θάλασσα σαν ένα ακόμη υγρό στοιχείο, απειλητικό και δυσοίωνο. Και προδιαγράφει με την παρουσία της την πορεία της πλοκής αλλά και την εναλλαγή των καταστάσεων. Όσο για τα συναισθήματα των προσώπων, αυτά λες και ακολουθούν τα ίχνη αυτής της ιδιόμορφης υγρασίας, πότε να φλέγονται από μια ζέστη που κολλάει πάνω τους σαν δεύτερο δέρμα και πότε να στεγνώνουν από την αιφνίδια αίσθηση του υγρού στοιχείου.


Η ιστορία εκτυλίσσεται στα Κύθηρα. Το καλοκαίρι έχει τελειώσει. Η αίσθηση του άδειου τοπίου, η εγκατάλειψη και η ερήμωση. Ιδανικό το σκηνικό για να εκτυλιχθεί η ιστορία. Έτσι, όταν θα φτάσει στο νησί ο Άρης Μαρκάκης, όλοι θα αναρωτώνται ποιος είναι και τι θέλει. Δεν είναι ο τόπος που τον τράβηξε, ούτε μια καθυστερημένη διάθεση για διακοπές. Ήρθε με συγκεκριμένο σκοπό, να επιτελέσει ένα έργο που ανέλαβε, το οποίο θα μας αποκαλύπτεται βήμα βήμα. Ένα έργο που ξεκίνησε χρόνια πριν στη Μελβούρνη και που τώρα θα πρέπει να ξεπληρωθεί το παλιό χρέος του. Μόνο που ξεπληρώνεται με αίμα. Αλλά ο Μαρκάκης συνηθισμένος είναι. Έπειτα θεωρεί ότι αυτή θα είναι η τελευταία δουλειά που αναλαμβάνει. Να τελειώνει και να ξεγράψει όλο το παρελθόν της ανομίας που τον καθόρισε. Δεν έχει όμως υπολογίσει σωστά. Η Μάρθα, με εξίσου σκοτεινό παρελθόν, θα διασταυρώσει μαζί του μια αδιάφορη πλέον ζωή. Και όλα θα πάρουν άλλες διαστάσεις. Απρόβλεπτες.

Ήταν η πρώτη φορά που έπιανα τον εαυτό μου να κάνει σχέδια για το μέλλον. Σαν αίφνης να έπαψα να είμαι ένας απλός παρατηρητής της ζωής μου, που μέχρι τότε περνούσε μπροστά μου όπως η ζωή ενός ξένου, και να γινόμουν πλέον το ενεργητικό υποκείμενό της

Πρόκειται για μια ιστορία που δεν τη συγκαταλέγεις εύκολα μόνο στις αστυνομικές, αν και πολλά στοιχεία της συνηγορούν για κάτι τέτοιο, και όπως ίσως σε προδιαθέτει το ατμοσφαιρικό εξώφυλλο της προσεγμένης έκδοσης. Το κοινωνικό πλαίσιο περιγράφεται με ιδιαίτερη προσοχή, η ψυχογραφία των προσώπων οδηγεί σε μια ενδιαφέρουσα τοιχογραφία, ώστε να νομίζεις συχνά ότι διαβάζεις ένα κοινωνικό, ψυχολογικό μυθιστόρημα. Αν την θεωρήσουμε αστυνομική ιστορία, να πούμε ότι συναριθμείται σ’ αυτές που δεν μένουν στην επιφάνεια των εγκλημάτων αλλά προχωρούν στα πρόσωπα ανατέμνοντας καταστάσεις και συνθήκες, κυρίως ιδιοσυγκρασίες, συμπεριφορές, και ψυχικές μεταπτώσεις.

Μια απλή, ίσως κι ανώδυνη μετάβαση από την ύπαρξη στην ανυπαρξία, αυτό πίστευα πως είναι ο θάνατος. Ποτέ όμως δεν είχα μέχρι τότε διανοηθεί εκείνη την οριακή στιγμή που οι δυο αυτές καταστάσεις συναντιούνται
[…]
Και τότε, αυτήν την τρομακτική στιγμή της συνάντησης της ζωής και του θανάτου, ο φόβος του τέλους εισχωρεί μέσα σου και σε κυριεύει από τη μια άκρη ως την άλλη, κι εσύ, ολότελα αδύναμος να αντιδράσεις, αντιλαμβάνεσαι για μια μοναδική, πρώτη και τελευταία φορά, ότι παρ’ όλα όσα αντίθετα πίστευες, στην πραγματικότητα σε όλη σου τη ζωή δεν υπήρξες παρά μια ολότελα ασήμαντη ύπαρξη στα χέρα της τύχης.

Θρίλερ βέβαια είναι. Με αγωνία, με εναλλαγές στην πλοκή, με αιφνιδιασμούς. Με απρόβλεπτες καταστάσεις να ανατρέπουν την ήρεμη εικόνα του νησιού.

[…]μέσα σε λίγες μέρες, έχουμε την αυτοκτονία του συμβολαιογράφου μας, τον ξαφνικό θάνατο της διευθύντριας και την εξαφάνιση ενός τρόφιμου του γηροκομείου του νησιού, τον βαρύτατο τραυματισμό της φίλης σας και την εξαφάνιση του συζύγου της.

Έτσι θα απαριθμήσει ο διοικητής της αστυνομίας τις αναπάντεχες υποθέσεις για έρευνα, έκπληκτος για τη διατάραξη της ησυχίας στο νησί που ως τότε είχε να ασχοληθεί μόνο με μικροτσακωμούς και συνήθεις κλοπές.

Με μια σταθερή, ωστόσο, σκηνοθετική ικανότητα από την πλευρά του συγγραφέα, που κρύβει πίσω από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση κάποιες άλλες φωνές που διαμορφώνουν την οπτική του ήρωα, μέσα από χειρόγραφα που ζητούν την αποκάλυψή τους και την επεξεργασία τους. Ο ήρωας μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, αλλά την αφηγημένη του ιστορία την καταγράφει άλλο πρόσωπο. Και πάλι ένα τρίτο πρόσωπο θα την επεξεργαστεί και θα της δώσει υπόσταση συγγραφική. Πίσω από όλους αυτούς ο συγγραφέας, ο μόνος αληθινός δημιουργός της επινοημένης αφήγησης.
Το ενδιαφέρον αμείωτο, καθώς μέχρι το τέλος κάποια άλλη πτυχή αυτής της ιστορίας φανερώνεται, με τον ήρωα να κινεί τα νήματα οδηγώντας ταυτόχρονα τον εαυτό του σε μια προσωπική κάθαρση μέσα από τη δική του θεώρηση της δικαιοσύνης, βρισκόμενη ανάμεσα στο θεμιτό και αθέμιτο της έννοιας αυτής. Χωρίς, όμως, να γράψει αυτός το τέλος της αφήγησης. Αυτό θα το προσθέσει η γυναικεία παράξενη φιγούρα που θα μας ξαφνιάσει όταν θα τη συναντήσουμε μέσα στις σελίδες του βιβλίου, αυτή που θα παραλάβει τα χειρόγραφα και θα ολοκληρώσει το έργο της γραφής. Θα μας ξαφνιάσει, καθώς ανιχνεύουμε πίσω από το μυθοπλαστικό όνομά της μια γνώριμη μορφή. Ας μείνει όμως αυτό μυστικό σημείο αναγνώρισης για τον μυημένο γύρω από τα λογοτεχνικά δρώμενα αναγνώστη, έτσι όπως το θέλησε και ο συγγραφέας τοποθετώντας στην πλοκή της ιστορίας του το πρόσωπό της.
Μια ιστορία με πολλαπλές φωνές/γραφές (το πλέον αξιόλογο στοιχείο του βιβλίου) ίσως και με πολλαπλές αναγνώσεις. Πότε τελειώνει μια ιστορία, πότε ολοκληρώνεται το νόημα μιας εκδοχής της ζωής; Όπως γράφεται και ξαναγράφεται μια αφηγημένη ιστορία, ποιος μπορεί να εγγυηθεί για την αλήθεια της, χωρίς αλλοιώσεις και προσμείξεις; Η τέχνη του συγγραφέα είναι που φέρνει στον αναγνώστη την απορία για τη γνησιότητα μιας αφήγησης, ξεχνώντας παρασυρμένος από τη γοητεία της γραφής ότι πρόκειται για μυθοπλασία.
Άλλωστε μπορεί να ισχύει και αυτό που διαβάζουμε στο βιβλίο:

Ποιος ξέρει, ίσως αυτό που λέμε «Ζωή» να μην  είναι μόνο όλα όσα έγιναν, αλλά και όλα αυτά που δεν έτυχε ή που δεν μπόρεσαν ποτέ να συμβούν.


Διώνη Δημητριάδου

(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Booktour «Προβέντζα» μυθιστόρημα του Ηλία Τζιτζικάκη από τις εκδόσεις Πηγή

Διαβάστε περισσότερα: http://www.booktourmagazine.com/news/proventza-mythistorima-toy-ilia-tzitzikaki-apo-tis-ekdoseis-pigi/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου