Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016


 
Ο κοκκινολαίμης


αφήγημα 
του Κώστα Περδίκη





Φλεβάρης μήνας.
Κρύο πολύ, ψόφος. «Τα κρύσταλλα», στα λιμνασμένα νερά, δεν λένε να λιώσουν. Σάββατο απόγευμα και νοιώθω ξαλα­φρωμένος από το καθημε­ρινό βάσανο του σχολείου. Στέκομαι στο παράθυρο, που βλέπει στον μικρό μας κήπο και χαζεύω έξω.

Η μυγδαλιά άνθισε και φέτος νωρίς-νωρίς. Καμαρώνει στ’ άσπρα της. Στη λεμονιά και στις πορτοκαλιές οι καρποί γυαλί­ζουν, όλο φρεσκάδα. Απέναντι, από τις καμινάδες, ο καπνός βγαίνει ντουμάνι. Έχει συννεφιά, αλλά το φως είναι ακόμη αρκετό. Κάτω από τα δέντρα, στο σκαμμένο χώμα, ένα σμάρι σπουργί­τια τσιμπολογάνε ό,τι  βρουν μπροστά τους, ξυλια­σμένα και πεινασμένα καθώς είναι. Έχω στυλώσει τώρα τα μά­τια μου εκεί, κοντά στον φράκτη, που έχω στήσει την πλακο­παΐδα. Είμαι όλο αγωνία. Λαχταράω να δω αν θα τα καταφέρω.

Την τέχνη την είχα μάθει από τη γρια Ασπασία, τη γιαγιά από τη μητέρα μου. Ήταν μαστόρισσα στις πλακοπαΐδες[1]. Έτσι και ξεγελιόταν κανένα πουλάκι και πήγαινε προς τα κει για να φάει από το δόλωμα, που η γρια είχε βάλει, δεν τη μπουρμπούραγε[2]. Τα μάδαγε, μετά,  και τα ’ψηνε στο παραγώνι. Ο μεζές τους την τρέλαινε. Όλη τη δουλειά την έκανε μια μεγάλη πλάκα από ψωμολίθι, που την κράταγαν όρθια, με μικρή κλίση, μερικά ψιλά ξυλαρά­κια. Έτσι και ακούμπαγε ο απρόσεχτος και πεινα­σμένος επισκέπτης σ’ ένα από αυτά, η πλάκα έπεφτε και τον πλάκωνε.

Έβλεπα τα σπουργίτια όλο και να πλησιάζουν προς τα κει. Τα σπυριά του σιταριού και τα ψίχουλα, που είχα από πριν ρί­ξει, τα τράβαγαν σαν μαγνήτης. Κάποτε βλέπω την πλάκα να πέ­φτει. Ξαμολιέμαι κουτρουβαλώντας τη σκάλα να δω τι έπιασα. Σηκώνω την πλάκα και παίρνω στη χούφτα μου το θύμα. Είναι ένα μικρούλικο, τόσο δα πουλάκι, με μια πορτοκαλιά τούφα κάτω από τον λαιμό του. Ένας μικρός κοκκινολαίμης, ένας λέ­γκος3. Η γιαγιά κάποια φορά μου τον είχε δείξει.

Είναι ζεστός ακόμη, ζωντανός, σαλεύει μέσα στη χούφτα μου.
Τρέχω πάνω στο σπίτι, τον βάζω σ’ ένα χαρτοκούτι και τον πάω κοντά στη σόμπα. Σιγά-σιγά με τη ζεστασιά συνέρχεται, ζωηρεύει. Στέκεται στα ποδαράκια του και κάνει τα πρώτα βή­ματα. Του βάζω σε ένα φλιτζανάκι νερό και ρίχνω στο κουτί λίγα ψί­χουλα. Όσο περνάει η ώρα τόσο και ξεθαρρεύει.

Δοκιμάζει να πετάξει. Βγαίνει από το κουτί και φτάνει μέχρι το ντουλάπι. Ξαναδοκιμάζει και πετάει πιο ψηλά, μέχρι το ταβάνι.
Έχει καρδαμώσει τώρα. Τετραπέρατος, καθώς είναι, βρίσκει το μικρό πέρασμα στο πα­ράθυρο, που η μητέρα άφηνε πάντα, για να παίρνει αέρα η σό­μπα και την κοπανάει. Βγαίνει έξω στην παγωνιά και στο ρίσκο των πλακοπαΐδων. Αφήνει τη ζεστασιά και το φαΐ μας. Είναι λεύτερος όμως…

Τον άλλο χειμώνα ένας ίδιος κοκκινολαίμης ήρθε και χοροπή­δαγε για μέρες στο πεζούλι του παραθύρου μας. «Είναι ο δικός σου», ακούω τη μητέρα μου να λέει. «Ήρθε για το ευχαριστώ».
Μου φάνηκε τόσο απίθανο. Από την άλλη όμως και τι δεν θα ’δινα να ήταν στ’ αλήθεια εκείνος…
Δεν ξανάστησα, από τότε, άλλες πλακοπαΐδες. Όλη μου η πε­ριέργεια και η λαχτάρα να δω να πιάνεται ένα πουλί, ξεθύμαναν μ’ εκείνον τον μικρό κοκκινολαίμη. Αργότερα, που ο κολλητός μου φίλος έγινε δεινός κυνηγός, εγώ δεν του έμοιασα. Ποτέ μου δεν απόκτησα τουφέκι. Πάλι εκείνος ο κοκκινολαίμης είχε κά­νει το θαύμα του…

Κώστας Περδίκης





[1] πλακοπαϊδα = πλακοπαγίδα
[2] μπουρμπουράω = γλυτώνω
3 λέγκος = κοκκινολαίμης

(από τη συλλογή διηγημάτων "Μικρές ιστορίες", εκδόσεις Οροπέδιο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου