Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

«Τα παλιά μας βιβλία – φίλοι απ’ τα παλιά»




Ανατρέχουμε σε παλαιότερα αναγνώσματα, αναζητούμε την ίδια απόλαυση που κάποτε πήραμε, ανανεώνουμε την προσωπική μας σχέση με κάτι τόσο αγαπημένο, γιατί τα καλά βιβλία είναι αγαπημένοι φίλοι. Πάντοτε εκεί, στα πιο ψηλά ράφια της βιβλιοθήκης, περιμένουν υπομονετικά να ξαναγυρίσει η μνήμη μας στις σελίδες τους. Κάτι να θυμηθούμε, κάτι να φρεσκάρουμε, κάτι να συμπληρώσουμε σε νεότερο ανάγνωσμα, ίσως κάτι να αναθεωρήσουμε. Γιατί τα βιβλία είναι και ανοιχτά σε συζήτηση, όπως κάνουμε με ένα φίλο, και είναι εκεί και για να διαφωνήσουμε μαζί τους, όπως και με ένα φίλο, που δεν παύουμε να αγαπάμε παρά τις αντίθετες οπτικές. Τα πιο παλιά μας βιβλία, σκονισμένα, ταλαιπωρημένα από τις πολλές «συζητήσεις» μαζί τους, συχνά σημειωμένα με σκέψεις κατά την ανάγνωση, έρχονται να μας θυμίσουν κάτι από το περιεχόμενό τους αλλά και κάτι από μας, τότε που τα διαβάσαμε.

Και να εδώ δύο απόψεις από πραγματικούς φίλους των βιβλίων:


«Προσωπικά δεν έχω πρόβλημα να ξαναδιαβάσω λ.χ. για δέκατη φορά τον "Δον Κιχώτη" ή το "Πόλεμος και ειρήνη", διότι πιστεύω ότι πρέπει κανείς να επαναλαμβάνει τα μεγάλα μαθήματα που έχει πάρει στη ζωή του, διότι ακόμη και τα μεγάλα μαθήματα ενίοτε τα ξεχνάμε».
(Ο Αλέξης Πανσέληνος από συνέντευξη στον Γρηγόρη Μπέκο, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ)

Και εδώ καταγράφει την αγάπη του για το διάβασμα (που καταλήγει να είναι κάτι σαν έρωτας του αναγνώστη για το αγαπημένο αντικείμενο) ο John Sutherland, καθηγητής της Νεότερης αγγλικής λογοτεχνίας στο University College του Λονδίνου, στο βιβλίο του «Μικρή ιστορία της λογοτεχνίας».
« …πρέπει να το έχω διαβάσει τουλάχιστον εκατό φορές. Εν τούτοις, σαν την αγαπημένη μου μουσική, με ευχαριστεί κάθε φορά που το επισκέπτομαι. Το ξαναδιάβασμα είναι μία από τις μεγάλες ηδονές που μας προσφέρει η λογοτεχνία. Τα κορυφαία λογοτεχνικά έργα είναι ανεξάντλητα – αυτό είναι ένα από τα γνωρίσματα που τα καθιστούν κορυφαία. Όσο συχνά και αν επανέρχεσαι σε αυτά, πάντα θα έχουν κάτι νέο να προσφέρουν.»

(πίνακας του Γιάννη Σταύρου)



Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016


"Η συντροφιά"


"Όλοι γνωρίζουμε ότι Θεός δεν υπάρχει. Όμως αυτός δεν ξέρει πως έχουμε μάθει την αλήθεια και συνεχίζει να σουλατσάρει  έξω από τα σπίτια μας. Θα μπορούσα να βγω απόψε, να του το σφυρίξω και να τον εξαφανίσω. Μα τα βήματά του εκεί έξω είναι κάποια βράδια που μου κρατάνε συντροφιά".
(Βασίλης Χουλιαράς, "Όλοι γνωρίζουμε", από τη συλλογή διηγημάτων "Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν", εκδόσεις Μελάνι)


Δεν ξέρω μέσα στα πολλά διαβάσματα, φιλοσοφικά και άλλα, κάποιος να έχει δώσει με τόσο λίγες λέξεις αυτή τη θεμελιώδη αναμέτρηση των μεγεθών με τόση ευαισθησία αλλά και συνάμα τόση τραγικότητα. 
Το ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

φιλοξενεί  ένα ποίημα 

του Δημήτρη Μπούκουρα



          "Ο αητός"




          Έτοιμος ο αητός μου.
          Έχει μάνες από καρφωμένες ελπίδες,
          σκουλαρίκια  πανηγυριώτικα
          από επιχρυσωμένο τσίγκο.
          Ζύγια λογικής.

          Έτοιμος ο αητός μου να φύγει.
          Χωρίς καλούμπα. Λεύτερος
          να πετάξει πάνω από την ξηρά,
          να φτάσει στο Αρχιπέλαγος
          να μετρήσει τον πόνο
          να μετρήσει τους αναστεναγμούς.

          Και σαν εκείνα τα αεροπλάνα της διαφήμισης
          Θα γράφει στην ουρά του:
          «Καλώς ορίσατε, αγαπημένοι,
          μέσα στις άδειες ψυχές
          της αντίπερα ακτής».


Δημήτρης  Μπούκουρας  (2-3-16)

(Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στη δημοσιογραφική σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια στην εφημερίδα  «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα τη δημοσιογραφική του καριέρα, αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες  ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γεια σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και  «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το αυτοβιογραφικό  αφήγημα «Διάττοντες» που είναι και η πρώτη του δουλειά που ετοιμάζεται να εκδοθεί.Ποιήματά του, καθώς και διηγήματα, έχουν βραβευτεί σε αντίστοιχους διαγωνισμούς.)

                                                           

(φωτογραφία: Δημήτρης Μπούκουρας)        

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016



Το ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»
φιλοξενεί ένα ποίημα
 του Ηλία Μάρκου





«Μαύροι κέδροι»

Τρελός νοτιάς
θέρισε τα χρώματα 
ρούφηξε τις ανάσες
σκόρπισε το καραβάνι
και τώρα ησυχάζει για λίγο
μες σε μαροκινό ασκό του
στον κρόταφο των φάρων
κι από κει αλλοτινοί καιροί λες
να τρεμοπαίζουν κάτι ριπές κραυγής 
σε κίτρινη οθόνη μερόνυχτα
μαύροι κέδροι φλεγόμενοι
αιώνια σκαριά της θάλασσας
τώρα καπνίζουν στις πλαγιές του Αραράτ
για να ευωδιάζουν τα κορμιά
που ταξιδεύουνε μεσόγειους
με πετονιά στα χέρια.

Ηλίας Μάρκος

Ηλίας Μάρκος γεννήθηκε το 1953 στον Λογκανίκο Λακωνίας, ορεινό χωριό του Ταΰγετου. Αποφοίτησε από το ΙΑ' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών. Έλαβε αρχικά πτυχίο της ΑΣΟΕΕ, πτυχίο παιδαγωγικών της ΣΕΛΕΤΕ και σε μεγαλύτερη ηλικία πτυχίο Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και μεταπτυχιακό στη συμβουλευτική. Εργάστηκε στο Υπ. Οικονομικών 1976 -1984 (σε ΔΟΥ) και από το 1984 ως οικονομολόγος σε λύκειο, σε ευρωπαϊκά προγράμματα στη Δ/νση ειδικής αγωγής του Υπ.Παιδείας, καθηγητής οικονομικών στο Ειδικό Λύκειο Ιλίου και στο 10 ΓΕΛ Περιστερίου. Από το 1999 έως το 2010 ήταν υπεύθυνος στο ΚΕΣΥΠ Αιγάλεω (Κέντρο Συμβουλευτικής και προσανατολισμού). Διετέλεσε πρόεδρος και αντιπρόεδρος στον ΠΑ.Σ.ΠΑ. Είναι παντρεμένος και έχει δύο κόρες.)





Το ιστολόγιο "Με ανοιχτά βιβλία" προτείνει:


«Στοιχειωμένη ζωή – η χαμένη νουβέλα»

του Jack Kerouac

σε μετάφραση του Μιχάλη Λαλιώτη
από τις εκδόσεις Πλέθρον





Η νουβέλα αυτή περίμενε αληθινά πάρα πολύ καιρό να δει το φως της έκδοσης. Τώρα είναι πια ο καιρός να εκτιμήσουμε το πρώιμο αυτό κείμενο ενός συγγραφέα που ξέρει να ταράζει τα νερά και να κινητοποιεί τη σκέψη. Και να το τοποθετήσουμε δίπλα στα άλλα τα δικά του, τα πολυδιαβασμένα, τα εξαιρετικά.

Αναζητήστε στη στήλη "Κριτικές αναγνώσεις" μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου
«Θέμα οπτικής»




Τον είδα που πλησίαζε με σταθερό το βήμα
φυλάγοντας το πρόσωπο με μάσκα σκοτεινή.

«Να δω το βλέμμα σου, να σε κοιτώ» του είπα.

Σαν έβγαλε τη μάσκα είδα το πρόσωπό του.
Δυο μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών.
«Πώς βλέπεις;» ρώτησα
«Τα μάτια είναι καθρέφτες, γι’ αυτό κι εγώ
 κοιτάζω προς τα μέσα» απάντησε.
«Και ο κόσμος σου δεν σκοτεινιάζει
έτσι τυφλά που ψάχνεσαι;»
«Το τρύγησα το φως και γύρισα την όψη.
Τώρα μετράω αλλιώς τις οπτικές γωνίες».

Σαν φόρεσε τη μάσκα του ξανά
έσμιξε με το πλήθος,
«τυφλός» μες στους τυφλούς.

Διώνη Δημητριάδου

(πέτρινη μάσκα, 14ος αιώνας, Αργεντινή)







Ένα σπίτι, μια άνοιξη, μια σκέψη






«Υπάρχει μια εικόνα στο μυαλό μου ενός σπιτιού, στη θάλασσα. Είναι ένα σπίτι παλιό, πέτρινο, με αποχρώσεις του κίτρινου και του κόκκινου, ένα σπίτι που στέκεται στην άκρη μιας πλαγιάς αγγίζοντας σχεδόν τη θάλασσα. Το είδωλό του καθρεφτίζεται στο νερό. Είναι δίπατο, σαν εκείνα τα σπίτια που έφτιαχναν κάποτε οι άνθρωποι για να στεγάσουν ανθρώπους με πραγματικές ανάγκες, με αισθήματα, με εικόνες στο μυαλό τους, σπίτια αληθινά, όχι κατασκευές από μάρμαρο, άνετα αλλά άδεια. Γύρω του η βλάστηση είναι αραιή και άγρια, πουθενά η αίσθηση του κήπου, κι όμως σου δίνει την εντύπωση ενός χώρου που περιχαρακώνει το σπίτι σαν να θέλει να το αποκλείσει από τη θάλασσα. Το βλέπω πάντοτε κλειστό, σαν να το έχουν εγκαταλείψει από πολύ καιρό. Όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να φανταστώ πώς να είναι μέσα από τις κλειστές πόρτες και τα σφαλιστά παράθυρα. Είχα δει κάποτε ένα τέτοιο σπίτι, στη μια πλευρά του φύτρωνε ένα δέντρο, που ο αέρας το είχε γείρει ίσα να φτάνει τη θάλασσα. Και μέσα στη θάλασσα, κοντά στην ακρογιαλιά μπορούσες να διακρίνεις παλιά χνάρια πόλης αρχαίας, βυθισμένης και νεκρής.

Όχι, εδώ που κατοικώ δεν υπάρχει κοντά θάλασσα. Τα πιο παλιά σπίτια είναι εγκαταλελειμμένα και άδεια, περιμένοντας κάποια κατεδάφιση. Αγριόχορτα φυτρώνουν εκεί που κάποτε άνθιζαν ολόκληροι κήποι. Ο ορίζοντάς τους ήταν και είναι η πλαγιά ενός βουνού. Κι όμως, εγώ το σπίτι το βρήκα!
Αυτή είναι η φωτογραφία. Το σπίτι βρίσκεται μέσα σ’ ένα κτήμα γεμάτο άγρια βλάστηση. Είναι στο βάθος χτισμένο, για να έχει μεγάλη άνεση στην πρόσβαση, το «έμπα» του είναι, ήταν μάλλον, κάποτε μεγαλόπρεπο. Από τους τοίχους του φαίνεται ακόμη ότι το κυρίαρχο χρώμα ήταν το κόκκινο, μια όχι πολύ έντονη απόχρωση του ζεστού χρώματος. Τα παραθυρόφυλλα κρατούν ακόμη την ώχρα τους, τόσο αρμονικά δεμένη με το χρώμα των τοίχων, η εξώπορτα ξύλινη, καφετιά με σιδερένια στολίδια. Όλο το κτήμα περιφράσσεται από πέτρινη μάντρα, με, σκουριασμένη τώρα πια, κάποτε ωραία σιδερένια πόρτα. Και όλη, μα όλη αυτή η μεγάλη μάντρα είναι πνιγμένη στις πασχαλιές! Ξεφυτρώνουν θαρρείς από παντού, χρωματίζουν με το απαράμιλλο μωβ τους όλη την παρωχημένη εικόνα. Μαγεία!

Ο Σεφέρης το είχε επισημάνει, η υψηλότερη μορφή άνοιξης είναι μια ελληνική μεγάλη εβδομάδα. Σπουδαία σκέψη! Η άνοιξη, το «άνοιγμα» της φύσης, η αναγέννηση παρέα με τη φθορά και τον θάνατο, ο Χριστός της ελληνικής παράδοσης ένα με τον Άδωνι της αρχαίας μυθικής θρησκείας, και οι δυο μαζί θάνατος κι ανάσταση, καταστροφή και νέα ζωή αντάμα κι αχώριστα, ένα πράγμα. Η πασχαλιά με το πένθιμο χρώμα να είναι εκεί να σου θυμίζει την ανάγκη για ζωή, να μεθάς με το άρωμά της αλλά την ίδια στιγμή να στολίζεις μ’ αυτήν νεκρούς και επιτάφιους. Ασύλληπτη στο μέγεθός της επινόηση του ανθρώπου μπροστά στην ανάγκη του να κατανοήσει τον θάνατο όχι σαν τελείωμα αλλά σαν στάδιο, σαν σκαλί για ζωή πάλι. Εκεί που όλα μοιάζει να τελειώνουν, εκεί ωθεί τη σκέψη του να συλλάβει το αδιανόητο. Όχι, δεν έχει εδώ τελειωμό αυτό το θαύμα, αυτή η ψευδαίσθηση της ζωής ας δώσει τη θέση της στην πραγματική διαιώνιση, στην αιώνια ανάσα, στη διατήρηση, με όποια μορφή κι αν το θελήσει ο άνθρωπος, αυτής της πνοής, του πνεύματος, της ψυχής. Δεν έχει σημασία αν αυτό το κάνει μέσα από θρησκευτικές δοξασίες και προσδίδει έτσι και υπερβατική αξία σε κάτι τόσο γήινο και ανθρώπινο, όπως είναι ο διακαής πόθος για αιωνιότητα. Σημασία έχει το γεγονός ότι αυτή η δοξασία καλά κρατεί σ’ αυτόν τον τόπο από πολύ παλιά και καθοδηγεί από τον πιο απλό άνθρωπο ως τον πιο σκεπτικιστή διανοούμενο.»

Διώνη Δημητριάδου

(απόσπασμα από τη νουβέλα «Ο χώρος ανάμεσα», εκδόσεις Νοών)

(στη φωτογραφία σπίτι στην Πλύτρα Λακωνίας)