ΣΤΗ ΣΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΩΡΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ
ΣΤΗ ΣΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΩΡΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ
ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ
Αντώνης Χαριστός
Η επαναστατική αντι-βία στην ανατομία
τού δικαίου
Ε.Λ.Α.-17Ν, η ταξική ανάλυση μιας προέκτασης
Εισαγωγή:
Ευστράτιος Τζαμπαλάτης
Εκδόσεις Υψικάμινος
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υψικάμινος η κοινωνικοοικονομική και
πολιτική μελέτη του Αντώνη Χαριστού «Η
επαναστατική αντι-βία στην ανατομία τού δικαίου: Ε.Λ.Α.-17Ν, η ταξική ανάλυση
μιας προέκτασης».
Στη
μελέτη του Αντώνη Ε. Χαριστού τίθεται επί τάτηπος το ζήτημα των αιτιών που
οδήγησαν το πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης να αναμετρηθεί ένοπλα με το
καπιταλιστικό σύστημα, σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο,
ξεγυμνώνοντας τον ρόλο του μονοπωλιακού κεφαλαίου στις σχέσεις εξάρτησης της
Ελλάδας από το δυτικό κεφάλαιο, και ειδικότερα το αμερικάνικο, τον βαθμό
διείσδυσης των μηχανισμών εξουσίας στην καθημερινή αναπαραγωγή του κυρίαρχου
λόγου, τη σημασία που απέκτησε η κατασκευή του ενδιάμεσου χώρου των μικροαστών,
τόσο ως νοοτροπίας, όσο και ως οικονομικό πεδίο αναφοράς για τη στερέωση της
καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης σε όλο το φάσμα της συλλογικής
ζωής. Παράλληλα, εξετάζεται ο συμβιβαστικός ρόλος των συνδικαλιστικών ηγεσιών
και η προδοσία των Κ.Κ. (Κ.Κ.Ε. - «Κ».Κ.Ε. Εσ.) στην απονεύρωση του
διεκδικητικού κινήματος στα χρόνια της μεταπολίτευσης, οι εξαγγελίες, οι
πράξεις και τα έργα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., όχι μόνο στη διαταξική ενσωμάτωση των
αιτημάτων της «αλλαγής», αλλά ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο ποδηγετήθηκε
μία ολόκληρη προοπτική μεταβολής στα
όρια του αστικού συστήματος δεσμεύσεων. Τέλος, εξετάζεται το κρατικό μονοπώλιο
της βίας, όχι μόνο στη φυσική του παρουσία (βλ. παραστρατιωτική οργάνωση της
αστυνομίας - ΜΑΤ), αλλά στη μετατροπή του ριζοσπαστικού λόγου σε φιλολογικού
τύπου αντιστοιχίες, δίχως πρακτικές εφαρμογές, διαμορφώνοντας ένα πρότυπο
συλλογικής συνείδησης πλήρως νομιμοποιημένο στο νομικό οπλοστάσιο του αστικού
κράτους, καλύπτοντας ταυτόχρονα, μέσω της επαναστατικής φρασεολογίας, την
απαραίτητη ενσωμάτωση των συλλογικών διεκδικήσεων στην ύπαρξη των ιδεολογικών
αιτιών ύπαρξης των ίδιων αυτών συλλογικοτήτων. Η επαναστατική αντι-βία δεν
υπήρξε αυθόρμητη έκφραση απονενοημένων πράξεων ανθρώπων του περιθωρίου, όπως
επιθυμούσε να κατασκευάσει ο κυρίαρχος λόγος των Μ.Μ.Ε., ούτε
ετεροπροσδιορισμένη αναφορά μυστικών υπηρεσιών και ξένων κέντρων,
αναδεικνύοντας ενδογενείς αντιθέσεις των πυλώνων εξουσίας. Αντίθετα, υπήρξε η
αυθεντική θέση της εργατικής τάξης που αρνήθηκε τον συμβιβασμό, την υποτέλεια
και τον καριερισμό στα αστικά όργανα διαχείρισης, θέτοντας ανάμεσα στην ηθική
της αστικής εξουσίας και την ηθική του προλεταριάτου το όριο της ευθύνης έναντι
της ιστορίας με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο.
Βιογραφικό
Στον
πυρήνα της ποίησης
Γράφει
η Χρύσα Φάντη //
Διώνη
Δημητριάδου «Αδώνιδος κήποι». Εκδ. ΑΩ
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
Στον πυρήνα της ποίησης • Fractal
Στα
54 εκτενή ποιήματα της συλλογής της, η Δημητριάδου στοιχίζει την ποίησή της με
τρόπο τελετουργικό. Κάθε ποίημα της αντανακλά μια κυκλική πορεία, σαν τα στάδια
της Μεγάλης Εβδομάδας ή σαν τους κύκλους της φύσης. Η γλώσσα, με εσωτερική
ένταση κι ένα καθημερινό λεξιλόγιο, φορτίζεται υπαρξιακά μέσω του
αποσπασματικού ρυθμού και των συχνών παύσεων. Ακόμη κι εκεί όπου η συνείδηση
συναντά το ανοίκειο, ο λόγος παραμένει νηφάλιος, υποδόριος, με μια μουσικότητα
που μοιάζει να προέρχεται από τον απόηχο ενός ψαλμού ή ενός αρχαίου επιταφίου.
Αυτό που επικρατεί είναι ένας ώριμος στοχασμός πάνω στην αέναη μετάβαση, είναι
η πειθαρχία του ρυθμού, η αποδοχή του κύκλου. Πάνω από όλα, είναι μια ποιητική
αλληγορία για την ίδια την ποίηση που γεννιέται, ανθίζει, μαραίνεται και
ξαναγεννιέται κάθε φορά που ένας αναγνώστης την αφουγκράζεται.
Οι
στίχοι των ποιημάτων ανασυνθέτοντας τα θραύσματα της φθοράς τα μετατρέπουν σε
μορφές νοήματος. Δεν είναι ούτε σκοτεινοί ούτε φωτεινοί· είναι μια συμφιλίωση
των δύο. Ήσυχοι και ταυτόχρονα διαπεραστικοί, συλλαμβάνουν τη στιγμή όπου το
φως και το σκοτάδι αλληλοδιαπερνούνται – εκεί όπου «όλα ένα είναι, και τα
τωρινά και τα μακρινά». Με λιτές εικόνες και δυναμικές μεταφορές αναδεικνύουν
την ταύτιση δημιουργού και ανθρώπου, εστιάζοντας στον πυρήνα του ποιητικού
ήθους, μέσ’ από έναν διάλογο με τον εαυτό, όπου ο χρόνος, η μνήμη και η ψυχική
διαπάλη αποκτούν υλική υπόσταση.
ΠΟΙΗΤΟΥ
ΤΟ ΗΘΟΣ: Και θα σταθείς με μόνο το μολύβι σου στο χέρι/ από φωτιά ν’ αστράφτει
και να ξερνάει λυγμό/ τα τρίσβαθα που μέσα τους κρυμμένο/ ώς το μεδούλι σε
κατατρώει σαράκι// Μόνο αυτό θα έχεις/ των πιο παλιών κληρονομιά ακριβή/ πικρό
να γράφεις και να γεύεσαι το αλάτι// Ευχή κι όχι κατάρα/ με μια ελάχιστη φωνή/
το πιο βαρύ στα ποιήματα/ φορτίο που σηκώνεις// Ήθος του ποιητή/ το άχθος του
ανθρώπου
Στο
πρώτο ποίημα της συλλογής, «Ποιητού το ήθος», το μολύβι εμφανίζεται ως
προέκταση του εσωτερικού κόσμου, ενός κόσμου που αστράφτει και εκρήγνυται σε
λυγμό. Η φωτιά στην οποία παραπέμπει είναι «τα τρίσβαθα» που κρύβουν μέσα τους
το σαράκι της δημιουργίας. Η ποιητική κληρονομιά είναι οδυνηρό προνόμιο και
έκθεση στην οδύνη.
ΑΔΩΝΙΔΟΣ
ΚΉΠΟΙ: Σαν να της φάνηκε πως η Άνοιξη την καλούσε. Κι άνοιξε το παράθυρο. Δεν
ακουγόταν τίποτε. Αλλά εκείνη αφουγκράστηκε όλα τα κρυφά μηνύματα. Αναλογίστηκε
χιλιάδες χρόνια πίσω εκείνον τον άλλο, τον όμορφο, τον νέο, τον ευλογημένο
συνάμα και καταραμένο. Να ζει ζωή ατελείωτη και θάνατο αθάνατο. Να πεθαίνει
κάθε φορά μέσα στο άνοιγμα της φύσης. Να γεννιέται κάθε φορά με μιαν ανάσα
πανάρχαιας μνήμης. Για να ξεχαστεί πάλι. Σε μιαν αέναη πορεία του σκότους μέσα
στο φως. Θεοί καινούργιοι και παλιοί. Ή μοίρα τους η λήθη. Πήρε στο χέρι της το
πιατάκι με τη φακή που είχε πια βγάλει φύτρα και μεγάλωνε. Φόρος τιμής παλιάς
θεότητας στον νέο θεό. Το ακούμπησε στο περβάζι. Και ξαφνικά ένιωσε πως όλα ένα
είναι, και τα τωρινά και τα μακρινά. Αδιάσπαστη ενότητα των ανθρωπίνων και των
θεϊκών. Από μακριά ήδη ακουγόταν η πρώτη μελωδία. Του Επιταφίου που όλο και
πλησίαζε.
Στο
πεζόμορφο Αδώνιδος κήποι, η Δημητριάδου συνδέει ευθέως την αρχαιοελληνική
λατρεία με τη χριστιανική παράδοση της Μεγάλης Εβδομάδας. Το πιατάκι με τη φακή
–φόρος τιμής στον Άδωνη και συνάμα τελετουργικό της Μεγάλης Παρασκευής– γίνεται
το σημείο όπου συναντώνται δύο κόσμοι: ο αρχαίος και ο χριστιανικός, ο
παγανιστικός και ο λυτρωτικός∙ μια συγκινητική γέφυρα ανάμεσα στους θεούς
«καινούργιους και παλιούς», όπου η λήθη δεν είναι τιμωρία, αλλά ο φυσικός
μηχανισμός της συνέχειας.
Η
ποιήτρια, όπως ο Άδωνης που πεθαίνει μέσα στην Άνοιξη για να ξαναγεννηθεί κάθε
χρόνο, ενώνει τη μυθολογική μνήμη με τη χριστιανική εμπειρία και τη σύγχρονη
ανθρώπινη αγωνία, φτιάχνοντας τον δικό της κύκλο, ένα ενδοσκοπικό σπιράλ, όπου
ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ύπαρξης, αλλά η αρχή μιας νέας∙ δεν είναι
εχθρός αλλά συνομιλητής, μια αναγκαία συνθήκη για τη συνέχεια της ζωής και της
τέχνης.
ΑΩΡΟΣ
ΘΑΝΑΤΟΣ: Άωρος θάνατος/ αφανισμός του νέου θεού/ μέσα στην άνθιση της γης/ οι
πασχαλιές να σε μεθούν/ να ξέρουν από μαρασμό/ να ξέρουν από θάνατο/ κι εκείνος
να φθίνει αργά/ να λιώνει/ να μαραίνεται/ να φεύγει/ να ξεχνιέται/ στη μάταιη
πια/ τη θεϊκή λατρεία// […] Τη μοίρα τους ακολουθώντας/ λεν πως πεθαίνουν οι
θεοί// Γελάει ο Άδωνις/ το νέο ρούχο του φορεί/ […] τη συμφιλίωση έμαθε/ την
αναγκαία προσαρμογή/ ίαμα στη φθορά
Στο
ποίημα «Άωρος θάνατος» ο θάνατος είναι συνυφασμένος με την αναγέννηση. Ο «νέος
θεός» –είτε ο Άδωνης είτε ο Χριστός– πεθαίνει μέσα στην ακμή της φύσης, «μέσα
στην άνθιση της γης», όπως ο άνθρωπος που βιώνει την απώλεια μέσα στο φως της
ύπαρξης. Όταν η Δημητριάδου γράφει ότι «γελάει ο Άδωνις» και φορεί «το νέο
ρούχο του», δεν μιλά για ανάσταση με θρησκευτικούς όρους, αλλά για μια βαθύτερη
αποδοχή του μετασχηματισμού, της ανάγκης του κόσμου να αλλάζει μορφές για να
επιβιώνει. Το ποίημα αποτελεί σπαρακτική κατάθεση αυτής της κυκλικής
νομοτέλειας.
ΑΠΟΗΧΟΣ
ΜΙΑΣ ΝΕΜΕΣΗΣ: Εσύ νωρίς το ένιωσες/ δεν σου άρμοζε το ψεύτικο το φως/ κι έψαξες
μέρος σκοτεινό/ τεντώνοντας το μπόι σου/ στων ταπεινών το μέτρο/ […]// Κι όμως
πώς θα ’θελα/ σαν Μαύρο Άγγελο/ να κατεβαίνεις να σε δω απ’ την πλαγιά/ κι
ύστερα στα κύματα πατώντας/ να καταργείς της θάλασσας το υγρό τοπίο// Ώρα
απολογισμού/ καιρός να αναμετρηθώ/ με αυτά που γλίστρησαν αθέατα/ από μια
χαραμάδα/ σε αφύλακτη στιγμή […]// Την προδοσία των καιρών/ δεν ξέραμε ακόμη//
Η εικόνα σαρώνεται μακριά/ κι εσύ ένα κενό// Απ’ τις εκλάμψεις του μυαλού/
μονάχα μία δώσ’ μου/ οι άλλες άσκοπα ας τριγυρνάν/ στη νάρκη τους δοσμένες// Κι
απόσωσε το μοιρολόι πια/ μαύρο στεφάνι του καημού
Στο
«Απόηχος μιας Νέμεσης», η ποίηση αποκτά πιο προσωπική διάσταση. Η φωνή γίνεται
εξομολογητική και το ποιητικό «εγώ» αναμετριέται με τη μνήμη, τη λήθη και τη
σιωπή. Ο θάνατος δεν είναι εξωτερικό φαινόμενο, αλλά μια αργή διάλυση του
εαυτού μέσα στο χρόνο∙ μια απώλεια των προσώπων, των λέξεων, της φωνής. Η μνήμη
του αίματος ζητά να γίνει λήθη, γιατί μόνο μέσα στην αποδοχή του κενού μπορεί
να βρεθεί η ισορροπία.
ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ:
Χρόνος παραμορφωμένος/ ανοίγει πόρτες και παράθυρα/ εισβάλλουν τέρατα δαίμονες
και θεοί/ εκλιπαρούν την προσοχή μου/ πιάνω το πρώτο το στοιχειό απ’ το χέρι//
Τι είσαι; το ρωτάω// Αν θέλεις να μαντέψεις, μου απαντά/ πάρε με μέσα σου/ και
τότε γίνομαι ό,τι θες/ λύκος ή αρνί// Λύκος το προτιμώ/ στη ράχη σου να είμαι/
και να χαθούμε/ δεν σε φοβάμαι/ λέω στον καθρέφτη/ μου / τα χάπια καταπίνοντας/
υπόσχεση χαράς/ αν κλείσω το παράθυρο/ ο χρόνος κυλάει κανονικά// Γνωρίζω τη
μορφή του/ και δεν φοβάμαι πια
Στο
«Παραμόρφωση» συναντάμε τη σύγκρουση μεταξύ του ποιητικού υποκειμένου και των
εσωτερικών του μορφών. Το τέρας, ο δαίμονας, ο θεός εμφανίζονται σαν
προσωποποιήσεις ψυχικών κινήσεων, θυμίζοντάς μας ανάλογες αποτυπώσεις της
ποιήτριας σε παλαιότερα έργα της (Σίσυφος, Βιωμένος Χρόνος, Παλίμψηστη του
Λύκου μου μορφή) καθώς και την πιο πρόσφατη νουβέλα της Θηρίο ή θεός (ΑΩ,
2023), όπου κι εκεί ο ήρωας νιώθει μετέωρος, ριγμένος σ’ έναν κόσμο ξένο και
άγνωστο. Το στοιχειό που «γίνεται ό,τι θες» ανακαλεί την ανάγκη για έλεγχο και
ταυτόχρονα για διάλυση των ορίων. Το ποίημα καταλήγει σε μερική συμφιλίωση,
καθώς η απειλή αποκτά τώρα αναγνωρίσιμη μορφή.
ΠΡΟΒΑ:Όλα
σαν πρώτα θα μπορούσαν/ να ξεπεράσουν τη στιγμή/ να γαληνέψει η σκέψη/ το μαύρο
να προβάρει/ σαν να ’ταν από πάντα εδώ// Γιατί/ τι νόμιζε;// Όλα πίσω από
παράθυρα κλειστά/ και πόρτες σφαλισμένες/ κι έπειτα/ τα λόγια να προβάρει/ σαν
να ’ταν από πάντα μέσα της// Να μη σκοντάφτει στα τυφλά/ σκαλιά να μη φοβάται
[…] // Υποκριτής πιο εύκολο/ θα ήταν/ να ενδυθεί τον ρόλο
Στο
«Πρόβα», η ύπαρξη δοκιμάζεται ξανά και ξανά. Η ηρωίδα (και πιθανό alter ego της
ποιήτριας) κινείται σε χώρους κλειστούς, σε δωμάτια άδεια, που γεμίζουν μόνο με
τη δική της φωνή. Η θεατρικότητα της «πρόβας» λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας,
που όμως, δεν φαίνεται να επαρκεί για να τη βγάλει από το πένθος.
ΚΑΠΟΙΑ
ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: Μια μνήμη ορφανή/ σ’ ένα περβάζι παραθύρου/ εκεί που ξεπετά τα
πρώτα πράσινά της/ σ’ ένα πιατάκι μια χλωρή φακή/ με εφήμερο το κοίταγμα/ κατά
τον κάμπο αγναντεύοντας/ την ξεχασμένη όπως κι αυτή/ περιφορά του Επιταφίου//
Του Αδώνιδος οι κήποι/ στα αποξηραμένα πια/ για να καούν όπως τους πρέπει/ στη
φωτιά/ μαζί με όσα γιγάντωσαν/ σε χρόνια αναμονής/ κι έπειτα χρόνια θλίψης/ κι
ακόμη τώρα απόγνωσης// Κι ύστερα/ πάλι σε μια στενοπορία/ μαζί με όσα μάζεψε/
κι όσα χωρούν ακόμη/ χλωρά, ξερά κι αφρόντιστα/ ρημάδια της ζωής/ σε μιαν
ανέλπιστη προσπάθεια/ αναμονής για ανάσταση/ // […] Κι ησύχασε λιγάκι/ καθώς
ένιωσε τη σκιά/ βαριά να πέφτει πάνω της/ κι άρχισε να χωρίζει/ στα δυο τα
σκοτεινά κομμάτια/ αφήνοντας το πιο βαθύ στην άκρη του μυαλού/ και ντύνοντας το
πρόσωπο με τ’ άλλο το ανοιχτότερο/ να μην τη δούνε και σκιαχτούν/ όσοι ακόμη
ελπίζουν
Το
ποίημα «Κάποια μικρή Παρασκευή», ένα από τα πιο ενδεικτικά του πνεύματος που
διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή της Δημητριάδου, συνοδεύεται από τον
υπομνηματισμό της ίδιας της ποιήτριας: «Το ποίημα αυτό, προδημοσιεύτηκε στη
συλλογή Ο ευτυχισμένος Σίσυφος, ΑΩ, 2019, ωστόσο εδώ τώρα βρίσκει αληθινά τη
θέση του». Και πράγματι. Η δύναμη της φωτιάς αλλά και η αίσθηση του σκοτεινού
και του μαύρου, του θανάτου και της ξηρασίας, του εφήμερου αλλά και της
αναμονής της ανάστασης βρίσκουν εδώ όλο το εύρος και το βάρος που τους
αναλογούν, όπως και οι έννοιες του «αποσυνάγωγου», του «ελάχιστου» και του
«ανολοκλήρωτου» στο ποίημα με τον τίτλο ΑΜΟΙΡΑΣΤΟ: Μονάχοι τους απόμειναν/
αποσυνάγωγοι/ από θεούς κι ανθρώπους/ […] Μόνο που μια στις τόσες
συλλογιούνται/ μήπως στην άκρη φυλαγμένο/ κάτι ελάχιστο απομένει / ακόμη
αμοίραστο / δικό τους/ κι έτσι με αμυδρή ελπίδα συνεχίζουν/ για να δοξάζεται η
θεϊκή επιλογή
Χρύσα Φάντη