Mandíbula
Μόνικα Οχέδα
μετάφραση: Ιφιγένεια Ντούμη
εκδόσεις Σκαρίφημα
Mónica Ojeda: «Mandíbula» (diastixo.gr)
Mandíbula στα ισπανικά
σημαίνει σαγόνια, ή ακόμη και αρπάγη. Σημαδιακός ο τίτλος του μυθιστορήματος
της νεαρής Μόνικα Οχέδα, με καταγωγή από το Εκουαδόρ. Έχει εκδώσει ως τώρα τρία
μυθιστορήματα (όλα με διακρίσεις) καθώς και ποιητικές συλλογές. Κι αν κάποιος
πει πώς γίνεται σε τόσο νεαρή ηλικία (γράφει από το 2014) να δίνει τόσο
διακριτή γραφή, η απάντηση βρίσκεται στον συγκλονιστικό τρόπο που η Οχέδα
χειρίζεται τον λόγο, με απανωτά χαστούκια στον καθωσπρεπισμό και τον
πουριτανισμό που συχνά αποτελεί τροχοπέδη στον αυθορμητισμό των συγγραφέων,
κυρίως των νεότερων, που αποζητούν μια απρόσκοπτη αποδοχή στον εκδοτικό χώρο.
Στη Mandíbula της Οχέδα η αρπάγη παραμονεύει να σε αρπάξει ακόμη από τις πρώτες
σελίδες και να σε κάνει να παραδεχθείς ότι, όσο πιο ελεύθερα γράφει κανείς,
τόσο πιο ανοιχτός είναι ο δρόμος για την αναγνωστική πρόσληψη.
Έξι κορίτσια στην
εφηβεία, μαθήτριες ενός συντηρητικού καθολικού σχολείου (που εποπτεύεται από το
τάγμα Opus Dei)
πειραματίζονται στην αντοχή τους στον φόβο και τον τρόμο, μέσα από παιχνίδια
που ούτε καν επιφανειακά δεν θεωρούνται αθώα. Η Οχέδα μέσα από τα παιχνίδια του
φόβου στοχεύει κατευθείαν σε μια φοβική ανάγνωση χωρίς όρια ξεδιπλώνοντας με
τον δικό της ρυθμό μια ιστορία γεμάτη τρομακτικά απρόοπτα. Κάτω από αυτό το
πρίσμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αληθινός πρωταγωνιστής είναι αυτό το φοβικό
κλίμα, η ατμόσφαιρα που αγκαλιάζει πρόσωπα και γεγονότα προξενώντας πρωτόγνωρα συναισθήματα.
Οι θηλυκές παρουσίες (τα έξι κορίτσια, Φερνάντα, Ανελίσε, Φιορέλα. Νατάλια,
Χιμένα, Αναλία και η καθηγήτρια Κλάρα με την άρρωστη μητέρα της, την Ελένα)
κυριαρχούν σε όλο το βιβλίο απομονώνοντας τους άντρες σε μια βουβή αποδοχή,
όπως ο ψυχίατρος που παρακολουθεί τη Φερνάντα χωρίς να ακούμε ποτέ τη φωνή του –
πόσο τρομακτική, αλήθεια, είναι η γυναικεία δύναμη; Ο αναγνώστης θα
συνειδητοποιήσει όχι μόνον το μέγεθός της αλλά και τις αυτοκαταστροφικές της
ιδιότητες, λες και μια εσωτερική ανάγκη ωθεί τη θηλυκή ύπαρξη στην ωμοφαγία του
εαυτού της. Τα πρόσωπα της ιστορίας δεν συνιστούν μια κανονικότητα, καθώς το
κάθε ένα ωθεί τη σκέψη και τη συμπεριφορά του στα άκρα. Η Οχέδα, επομένως, δεν
επιχειρεί να μας μεταφέρει την καθημερινή πραγματικότητα της πατρίδας της, αλλά
να δοκιμάσει τη δική της συγγραφική αντοχή παράλληλα με την αναγνωστική μέχρι
τα όριά τους.
Ωστόσο, πίσω από
αυτή τη διαπίστωση αξίζει να διακρίνουμε τη συγγραφική πρόθεση να αποκαλυφθεί η
δύσοσμη αλήθεια, δυσδιάκριτη κάτω από το ωραιοποιημένο σύγχρονο κοινωνικό
σκηνικό, μέσα στο οποίο ένας έφηβος σε όποιο μέρος του τεχνολογικά προηγμένου
κόσμου μας προσπαθεί να βρει το δικό του πρόσωπο – ακόμη κι όταν αρέσκεται στις
πιο ακραίες, προκλητικές συμπεριφορές. Τα
κορίτσια θα επιλέξουν ένα ακατοίκητο σπίτι για να υλοποιήσουν τα τολμηρά τους
σενάρια κατακτώντας σιγά σιγά και επώδυνα τη γνωριμία με το σώμα τους και τις
σκοτεινές γωνίες της ζωής τους. Αντιδρώντας στη σκοταδιστική εκδοχή του Θεού,
όπως τη διδάσκονται στο σχολείο τους, θα επινοήσουν τον δικό τους «Λευκό Θεό»,
με τη λευκότητα να υποδηλώνει το άγραφο τοπίο της ηλικίας τους.
Ο λευκός τρόμος μοιάζει με τον κοσμικό τρόμο ως προς
αυτή τη μυστικιστική αίσθηση. Το λευκό, όπως είπατε και στο μάθημα,
αντιπροσωπεύει την αγνότητα και το φως, αλλά επίσης την απουσία χρώματος, τον
θάνατο και την ασάφεια Αντιπροσωπεύει αυτό που με την παρουσία του και μόνο
προμηνύει φοβερά πράγματα τα οποία δεν μπορούν να είναι γνωστά. […] μια από τις
ανησυχητικές πτυχές της λευκότητας είναι ότι είναι αγνή δύναμη και πάντοτε
υπερβολικά κοντά στο να μετατραπεί σε οτιδήποτε άλλο. (σ. 257)
Καταστροφικά τα έξι κορίτσια προς τους γύρω τους, κυρίως προς τις προστατευτικές τους μητέρες και την καθηγήτριά τους, ανασυντάσσουν το πλαίσιο της ζωής τους, έτσι όπως τους προσφέρεται από τις οικογενειακές και τις κοινωνικές συνθήκες. Στο νέο, όμως, επινοημένο περιβάλλον δεν υπάρχει χώρος παρά για την αυτοκαταστροφή τους, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μπορεί, άραγε, η ανασύνθεση να οδηγήσει σε μια νέα μορφή πιο ουσιαστική, σε μια πιο συμφιλιωτική διάθεση των έφηβων κοριτσιών με τα χαρακτηριστικά του γυναικείου φύλου τους, που αναδύεται όλο και πιο καθαρά πια στη συνείδησή τους; Με άλλα λόγια, αν δεν καταστραφεί η στερεοτυπική εικόνα της γυναίκας που κατακλύζει την παιδικότητα για να την καταστήσει εν εξελίξει πιστό κακέκτυπο μιας αποδεκτής θηλυκής εικόνας, πώς θα κατακτηθεί η πιο υγιής, πιο ελεύθερη και αδέσμευτη από κανονιστικές οριακές συνθήκες θηλυκότητα;
Είχε περάσει, συνειδητά, ένα μυστηριώδες σύνορο στο
οποίο πίστευε ότι θα ερχόταν αντιμέτωπη με τα όρια του εαυτού της. Αλλά πέρα
από την καταιγίδα μονάχα καταιγίδα υπήρχε και μια καινούργια δαγκωματιά την
περίμενε. (σ. 127)
Ερωτήματα πολλά
ανοίγει το βιβλίο· εκεί που πας να αντιδράσεις με τις ακρότητες, εκεί
αντιλαμβάνεσαι πως σε κάτι πιο σοβαρό, ίσως και επιθυμητό, σε καθοδηγεί η
μυθοπλασία. Μήπως, όμως, αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας
ευφυούς γραφής, πρωτόγνωρης και καινοτόμου; Προτείνοντας εναλλαγές των
σκηνικών από τα πιο ρεαλιστικά σ’ εκείνα που ακροβατούν επικίνδυνα ρισκάροντας
την πειστικότητα και την αληθοφάνειά τους προς μια ονειρική κατάσταση, η Οχέδα
αφήνει τα ίχνη των μεγάλων της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας να φανερωθούν. Σε
καμία περίπτωση, όμως, δεν τους ακολουθεί, καθώς προτιμά να διαγράψει μια
προσωπική πορεία και να δώσει το ιδιαίτερο στίγμα της.
Η μετάφραση της
Ιφιγένειας Ντούμη ανταποκρίνεται με
επάρκεια στις προφανείς δυσκολίες του κειμένου παρέχοντας πληροφορίες και
διευκρινίσεις με πολλές υποσημειώσεις, όπου κρίνεται απαραίτητο.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου