Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Ανεμοδείκτης μυθιστόρημα Μαριάννα Παπουτσοπούλου εκδόσεις Εύμαρος η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/anemodeiktis/


Ανεμοδείκτης

μυθιστόρημα

Μαριάννα Παπουτσοπούλου

εκδόσεις Εύμαρος
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/anemodeiktis/




ο μύθος, η ιστορία, το μυθιστόρημα

Πώς γράφεται το μυθιστόρημα; Η θαυμαστή μεγάλη αφήγηση, που μέσα της συντελούνται τα μικρά και τα μεγάλα θαύματα της γραφής αλλά και της ανάγνωσης, έχει ανάγκη άραγε από μια φαντασία για να δημιουργεί τεράστια άλματα πέρα από την αλήθεια των γεγονότων; Ποιος μπορεί να φοβάται αυτήν ακριβώς την αλήθεια και να αναζητά τρόπους φυγής μέσα από αφηγήσεις που με μυθοπλαστικό μανδύα ξετυλίγουν την πλοκή; Ας είμαστε ειλικρινείς. Μεγαλώσαμε με τα βιβλία των μεγάλων παραμυθάδων, ντόπιων και κυρίως ξένων, αγαπήσαμε την ανάγνωση και μάθαμε (όσοι τέλος πάντων το κατορθώσαμε κάπως) να πιάνουμε μολύβι και χαρτί και να γράφουμε το κάτι τι δικό μας. Ωστόσο, ας το παραδεχθούμε και οι πιο προσηλωμένοι στους μαγικούς μύθους, ότι πάντα μας ελκύουν οι πιο προσωπικές αφηγήσεις, αυτές που πίσω από το πρόσχημα μιας μυθοπλασίας, κάτω από τα επινοημένα ονόματα και τις πρόσθετες επεκτάσεις στα αληθινά γεγονότα, κρύβουν αυτή την  ίδια τη ζωή τους. Ίσως γιατί το νιώθουμε πως έχουν αυθεντικότητα και μια ειλικρίνεια μέσα τους, ίσως πάλι γιατί όταν κάποιος γράφει ξύνοντας το μολύβι του στα ίχνη που άφησε το προσωπικό του πέρασμα από τον κόσμο, τότε πιο εύκολα κι εμείς ως αναγνώστες βυθιζόμαστε στις λέξεις του, πιο εύκολα ανοίγουμε μαζί του διάλογο.
Αυτή είναι και η περίπτωση της Μαριάννας Παπουτσοπούλου. Ποιήτρια, μεταφράστρια και πεζογράφος (θα τόνιζα το τελευταίο με ιδιαίτερη έμφαση) η Παπουτσοπούλου προτιμά να ντύνει τις γραφές της με τα προσωπικά της βιώματα· δεν ξεχνάμε φυσικά πως και τα πιο μυθοπλαστικά κείμενα κρύβουν μέσα τους έτσι κι αλλιώς κάτι από τη ζωή του συγγραφέα, μια που αυτή είναι που γράφει πίσω από τις ποικίλες φανταστικές επινοήσεις, αυτή με τα σκαλισμένα μέσα της ίχνη των προσωπικών παθημάτων-μαθημάτων. Στις προηγούμενες πεζογραφικές της παρουσίες (Στο ρεύμα κι αναπόταμα, Ηριδανός, 2013 – Μάμα Φρανκ, Γαβριηλίδης, 2013 – Λόγχες και θηκάρια, Μικρές εκδόσεις, 2017) διαβάζαμε αλλού μια ενιαία αφήγηση ή αλλού μικρές ιστορίες με έντονα τα προσωπικά αποθηκευμένα της ίδιας. Εμπειρίες ζωής, μνήμες και πρόσωπα που έγραψαν μέσα της πρώτα την ιστορία τους πριν αποτελέσουν θέμα της συγγραφής της.
Όταν η μαμά έπεσε κι έσπασε το ισχίο και πήρε την κάτω βόλτα οριστικά, μιας και οι αλλοιώσεις που παρουσίαζε στον εγκεφαλικό φλοιό μάς ήταν κιόλας γνωστές, και οι αντοχές της πια μετρημένες, έζησε μόνο ένα δύσκολο μήνα σε εντατικές και θαλάμους νοσοκομείων. Όλο αυτό τον καιρό μου έλεγε: - Να πάμε σπίτι μας Φένια μου, με τα βιβλία και τη μουσική μας, και θα είμαστε όπως παλιά, έτσι; - Έτσι μανούλα… Εννοούσε τον παράδεισό της, αυτόν που είχε χτίσει με τόση προσοχή για κείνην και για μένα απ’ όταν ήμουν κοριτσάκι, για να με φυλάξει από τη βία, από την Ελλάδα του εξήντα, από τη βλακεία και την κακογουστιά.
Στον Ανεμοδείκτη, την πρόσφατη εκδοτική της παρουσία από τις καλές εκδόσεις Εύμαρος, γράφει ένα μυθιστόρημα χωρισμένο σε οκτώ ανέμους/μέρη: Όστρια, Γαρμπής, Μελτέμι, Ζέφυρος, Μαΐστρος, Λεβάντες, Βαρδάρης και φυσικά τελευταίος ο Μπάτης της γραφής. Τα πρόσωπα που ιστορούνται στο βιβλίο κατά πως φυσά ο κάθε άνεμος (εύγλωττο το εξώφυλλο από την εικαστικό και ποιήτρια Χριστίνα Καραντώνη υπογραμμίζει το φύσημά τους) μπερδεύουν τις ιστορίες τους μεταξύ τους (πόσο όμορφα δένουν οι σχέσεις των ανθρώπων!) αλλά και με τα αληθινά γεγονότα, όπως αυτά εξελίσσονται γύρω τους. Έτσι ταυτόχρονα παρακολουθούμε κομμάτια της ιστορίας του τόπου με τον τρόπο που η Παπουτσοπούλου τα «βλέπει», τα εσωτερικεύει, τα ερμηνεύει και τα αποδίδει με τον λογοτεχνικό τους μανδύα. Έρωτες, θάνατοι, χωρισμοί, φιλίες, προσωπικές επαναστάσεις αλλά και άλλες, που απαιτούν να δώσεις το δικό σου αίμα, τη δική σου συμμετοχή, το προσωπικό κομμάτι της ζωής σου στην κοινή υπόθεση – μάταιη ή όχι αδιάφορο. Μουσικές, αγαπημένο σινεμά, ώρες σχολικής δημιουργίας, σημαδιακές αναγνώσεις, ποιητές και πεζογράφοι, γειτονιές, πρόσωπα (υγιή και ταραγμένα), πράγματα (οικεία και αλλότρια). Όλα αυτά δοσμένα με διάφορους αφηγηματικούς τρόπους και αφηγηματικές τεχνικές ποικίλες – μήπως άλλωστε και η ίδια η ζωή είναι μονοσήμαντη; Γιατί, λοιπόν, να είναι η γραφή;
Ξεχωρίζει η μορφή του ζωγράφου Στέλιου Ευλαμπίου και της τοιχογραφίας του. Μέσα από αυτό το φανταστικό πρόσωπο αναδύονται άλλοι σπουδαίοι τεχνίτες των χρωμάτων, κάνοντας έτσι, όπως λέει η ίδια: μια απόπειρα απόδοσης της ζωγραφικής δια του λόγου. Ο κόσμος ολόκληρος σε μια ζωγραφιά. Μαζί ένα σχόλιο γι’ αυτόν τον κόσμο.
Στέλιος Ευλαμπίου, ζωγράφος. Παιδί του Τζιότο, εγγόνι του Θεόφιλου, αδελφός του Γιαννούλη Χαλεπά. […] Δυο γεροντάκια παίζουν ντάμα, ενώ πίσω τους καταρρέουν σα ροδοπέταλα τα ματωμένα τρυκ μιας διαδήλωσης. Κολλάνε με το κοκκινάκι τους στο ρείθρο και βρέχει. Τα μάτια του Στέλιου γράφουν ραβδωτές αποχετεύσεις ομβρίων υδάτων στα πεζοδρόμια – να μη βραχούν τα πόδια τους με τα σανδάλια της άνοιξης. Η μικρή κρέμεται στον τοίχο σαν ταμπέλα που την ταράζει ο άνεμος. Λίγο πιο ’κει μόνο το φουστάνι. Η μικρή χάνεται – το Ιράν ματωμένο.
Ο λόγος ρέει αβίαστα και σου δημιουργεί διαρκώς την ανάγκη να πάρεις το μολύβι και να σημειώσεις κάτι για να το ξαναδείς μετά, να το περάσεις από τη δική σου κρισάρα της μνήμης, να γίνεις έτσι ο βιωματικός αναγνώστης με τη σειρά σου αναπόφευκτα. Καταλήγεις να  προσθέτεις τα δικά σου σχόλια στο περιθώριο του βιβλίου για να συντροφεύουν εν είδει ιδιότυπου διαλόγου τις σκέψεις της Μαριάννας – γιατί το συνηθίζει να ξεκινά από ένα γεγονός της πλοκής και να αφήνεται σε συνειρμούς σκέψεων που την  οδηγούν σε ενδιαφέρουσες παρεκβάσεις. Άλλωστε έτσι είναι οι προσωπικές γραφές. Η πλοκή της ιστορίας, που επινοημένη δεσπόζει, και συντροφιά της η σκέψη που προχωρά τη λογοτεχνία από τη μυθοπλασία σε μια καταγραφή και της ζωής και της εποχής που την περιβάλλει. Δοκιμιακή γραφή, λοιπόν; Όχι, καθόλου. Η Μαριάννα Παπουτσοπούλου είναι λογοτέχνις, με την καθαρή και αυθεντική στόφα των καλύτερων γραφιάδων του είδους. Και γράφει μόνον όταν έχει κάτι να πει, μιλάει όταν επιτακτική ανάγκη την ωθεί να βγάλει από μέσα της τον δικό της πόνο, να τον συνταιριάξει με τον κοινό – πιστεύω πως αυτή τη θεώρηση για τα γραφόμενα έχει, να επικοινωνεί και να συνενώνει τη δική της φωνή με των άλλων, των ξένων και άγνωστων, όμως τόσο οικείων στα κοινά πάθη. Το γράφει και η ίδια: […] η ζωή είναι κομμάτι σκληρή. Έτσι, με όπλο τη γραφή σφίγγει τους επιδέσμους της και συνεχίζει. Μαζί της κι εμείς, ως αναγνώστες συνένοχοι.
Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου