Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Η Φραγκούλα διήγημα του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου







Η Φραγκούλα


διήγημα 
του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου






Σου έχω πει για τη Φραγκούλα;



Το '80-81, λοιπόν, που συνεχώς πηγαινοερχόμασταν -όχι τουριστικά- με τη Σάντρα στη Χίο, και μέναμε στο άλλοτε υπέροχο σπίτι τους, που είχε όμως πια απαλλοτριωθεί, για να γίνει το αεροδρόμιο, και είχε μάλιστα, κυριολεκτικά, κοπεί στη μέση (!) για να περάσει από 'κει η "Λεωφόρος Ιωάννου Χρήστου" (!), βρεθήκαμε μ’ έναν African Grey παπαγάλο, που εγώ, απ' το όνομα μιας κυρίας Χιώτισσας, που μου είχε φανεί εντελώς εξωπραγματικό, τον ονόμασα Φραγκούλα. Ήταν ένα υπέροχο πουλί· δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο: Καθόλου εντυπωσιακό· γκριζόασπρο, με λίγο κόκκινη ουρά, σα μεγάλο περιστέρι, αργό, γλυκό, ζεστό, πανέξυπνο, με εντελώς σκυλίσιο φέρσιμο, ικανό να μιμείται ό,τι ήχο μπορείς να φανταστείς· ακόμα και να λέει κάποιες λέξεις. (Κοίτα στο GOOGLE: African grey parrot, αν δεν σου είναι οικείο). Αυτή ήταν η Φραγκούλα, που όλοι στη Χίο ήσαν ξετρελαμένοι μαζί της, μα κανείς δεν τολμούσε να πει ευθέως: "Η Φραγκούλα σφυρίζει από μέσα; Τι κάνει η Φραγκούλα; Τι τρώει η Φραγκούλα; Μα τι ωραία που τα λέει η Φραγκούλα! Τι αστεία· κοίτα πώς κάνει τούμπες η Φραγκούλα!" Γιατί προσβαλλόταν η άλλη, η δίποδη Φραγκούλα!



*



Τότε εμείς οι δυο, κάθε τρεις και λίγο ταξιδεύαμε: Μια στη Χίο, μια στο Δερβένι, μια στην Αίγυπτο, μια στην Κύπρο, μια εδώ, μια εκεί. Η Φραγκούλα είχε ένα πολύ μεγάλο κλουβί που δεν ήταν διόλου εύκολο να μεταφέρεται. Αλλά δεν ήταν δυνατό και να μένει μόνη στο σπίτι στην Αθήνα. Αρχίσαμε, λοιπόν, να την πηγαίνουμε στη μάνα μου. Συνέβη τότε το εξής απίστευτο: Η Φραγκούλα, με τον αξιαγάπητο χαρακτήρα της ξετρέλανε τη μάνα μου, που δεν είχε ποτέ της πολλά-πολλά με κανένα ζώο. Και κάποια στιγμή μας έβαλε βέτο: Όσο περνάει ο καιρός, εγώ συνδέομαι πολύ μ’ αυτό το ζώο. Κάνουμε εξαιρετική παρέα· το αγαπώ και μ’ αγαπάει. Ή δεν θα την ξαναφέρετε, λοιπόν, ποτέ εδώ στο σπίτι μου, ή, αν την ξαναφέρετε, δεν θα την πάρετε ποτέ πίσω. Κι έτσι, απ' το 1985, η Φραγκούλα έγινε μόνιμη κάτοικος της Παπαδιαμαντοπούλου 4, και η μασκότ του σπιτιού. Βέβαια η εκπαίδευσή της πήγε πίσω, διότι η μάνα μου ούτε ήξερε μα ούτε είχε την υπομονή να της κάνει μαθήματα ορθοφωνίας. Οπότε τα ελληνικά τής Φραγκούλας έμειναν στο "Καλημέρα", στο "Σάντρα", και στο "Γεια σου". Απ' την άλλη μεριά, όμως, σφύριζε όλων των ειδών τα σφυρίγματα, γαύγιζε, πριόνιζε, κάρφωνε, νιαούριζε, έκανε το κουδούνι, το τηλέφωνο, το μοτοσακό, την ηλεκτρική σκούπα, το καζανάκι του μπάνιου κι ό,τι άλλο βάζει ο νους σου. Υπέροχο ζώο, εντελώς αξιαγάπητο. Κι ακόμα πάρα πάνω· γιατί μισούσε τη θεια μου την Ελίκη τη Ζάννα, την Ινδολόγο -τρομάρα της!...- που με τα χρυσαφικά της, με τις πούδρες και με τ' αρώματά της την τρέλαινε την κακομοίρα τη Φραγκούλα, που μαζευόταν σε μιαν άκρη του κλουβιού κι έβγαζ’ επιτέλους μια φορά την αληθινή φωνή της, που ήταν ένα φρικαλέο δυνατό κρώξιμο!



*



Οπότε απ’ το '85 μέχρι το '97 η Φραγκούλα έμενε στο πατρικό με τη μάνα μου. Το πρωί, στις 6/10/97 που πέθανε η μάνα, κυριολεκτικά στα χέρια μου, βγήκα απ' το νοσοκομείο, καμιά πεντακοσαριά μέτρα απ' το σπίτι της μάνας, και περπάτησα με τα πόδια ως εκεί· μάλλον άδειος και προσπαθώντας αδέξια να καταλάβω πόσο εύκολα είχε γίνει κάτι, που νομίζουμε απέραντα δύσκολο, αδιανόητο. Ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα. Ήταν όλα κλειστά και θεοσκότεινα. Παράθυρα και ρολά μαζί. Κρίμα· κι ήταν πανέμορφη μέρα. Περίεργο αίσθημα: Εκείνο το σπίτι το ήξερα από μικρός, απ' το 1959. Το κατοικούσα συνέχεια μέχρι το 1984 και φυσικά το επισκεπτόμουν, όποτε ήθελα, μέχρι πριν λίγες μέρες. Δεν το είχα ξαναδεί ποτέ μου έτσι σκοτεινό κι ανήλιαγο κι έρημο. Σκέφτηκα πως δεν είχε ξαναπεθάνει η μάνα και γι' αυτό δεν το είχα ξανανιώσει έτσι. Ήξερα που είχε πεθάνει ο πατέρας κι εγώ ήμουν εννιά· μα τότε υπήρχε η θεία Κατίνα, υπήρχε η γιαγιά, υπήρχε κι η μάνα. Η μάνα δεν είχε ξαναπεθάνει ποτέ, για να ξέρω πώς είναι. Άνοιξα όλα τα ρολά και τα παράθυρα, και είδα πάλι, πολύ ζωντανά, μπροστά μου, τη γλώσσα της που κουνιόταν ανεπαίσθητα, πριν μισή ώρα, σα γλώσσα κοιμισμένου μωρού, σαν ανοιγμένο στρείδι κάτω από μια σταγόνα λεμόνι, για να πάρει την τελευταία ανάσα, πριν την αφήσει πίσω και φύγει μαζί της, για πάντα. Το 'βλεπα συνέχεια μέσα μου αυτό, λέγοντας στο κενό: "Κοίτα να δεις, αυτό ήταν· πάει, πέθανε η μάνα". Και κάπνιζα συλλογισμένος τριγυρνώντας στο δωμάτιο που άλλοτε ήταν δικό μου, βλέποντας ξανά και ξανά, συνέχεια και πάλι, εκείνη την τελευταία ανάσα της, αντίκρυ στον ήλιο που είχε μπουκάρει μέσα αχόρταγα.

-Καλημέρα!



Χριστέ μου· η Φραγκούλα... Υπήρχε και η Φραγκούλα εκεί. Ποιος ξέρει πόσες μέρες μόνη, έτσι στα σκοτεινά. Η Θυμιούλα, η θυρωρίνα, ανέβαινε πού και πού και ίσα που της έβαζε σπόρια και της άλλαζε το νερό. Εκείνο το "καλημέρα" με τρέλανε, ειπωμένο έτσι, εκείνην ακριβώς τη στιγμή. Αυτό ήταν: Δίχως καμιάν υπερβολή, ούτε κανένα φτιασίδι, λέω πως μέσα σ' ένα μισάωρο είχα κάνει, μόνος, όλο τον κύκλο: Είχα κάτσει μόνος -μάλλον από περιέργεια- συνέχεια στο κρεβάτι δίπλα στη μάνα, βαστώντας της το χέρι μέχρι να τελειώσει. Ακούγοντας απ’ τις φλέβες μου, την Passacaglia BWV 582 του Bach, που είχε ξεφυτρώσει ανεξήγητα από μέσα μου δίχως να με ρωτήσει, και κύλαγε μόνη της μαζί με τις ανάσες της μάνας. Όταν δεν είχε άλλη ανάσα, της έκλεισα εγώ τα μάτια. Δεν ήταν πολύ δύσκολο. Μετά, δεν ασχολήθηκα διόλου ούτε με τον αδελφό μου ούτε με τις αδελφές της που ήθελαν ν' αρχίσουν να κλαίνε. Βγήκα. Έφυγα. Περπάτησα. Ήρθα εδώ, στο έρημο σπίτι. Άνοιξα στον ήλιο και μου ήρθε η καλημέρα της Φραγκούλας.



*

 
Την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα πως η Φραγκούλα δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί, και το απόγεμα πήγα με το αυτοκίνητο και την έφερα μαζί με το κλουβί στο σπίτι μου. Δεν είχε βέβαια ολόκληρο δωμάτιο δικό της, όπως στης μάνας. Την έβαλα σε μια γωνιά στο δωμάτιό μου, ίσα-ίσα για να μη φοβάται· γιατί εμένα με ήξερε και με τη Simone τα πήγε καλά απ' τις πρώτες στιγμές. Πέρ' απ' το σπίτι, όμως, της έλειπε η μάνα μου κυρίως, αφού ζούσαν συνέχεια μαζί πάνω από δέκα χρόνια. Τη φώναζε· μα απάντηση δε λάβαινε. Μια, δυο, τρεις. Καμιά απάντηση. Πέντε, δέκα, πενήντα. Τίποτα. Κι άρχισε να θρηνεί. Άφησε κατά μέρος όλη τη φλυαρία της, όλους τους αστείους τρόπους της και τους παράξενους θορύβους που ήξερε, κι έμενε ακίνητη προσμένοντας μιαν απάντηση που δεν ερχόταν και βγάζοντας συνέχεια ένα θρηνητικό σφύριγμα μόνο, σα μοιρολόι, μαδώντας συνάμα τα φτερά της. Μέσα σε μια βδομάδα και ούτε, έμεινε ολότελα γυμνή, κι έγινε σαν τα σφαγμένα κοτόπουλα που βλέπουμε στην αγορά· μ' ένα κανονικό κεφάλι παπαγάλου, γιατί δεν μπορούσε να μαδήσει τα φτερά απ' το κεφάλι της. Τότε η Simone την έσωσε... 

*

Γιατί έχει πολύ μεγάλη επαφή με τη φύση η Simone· όπως τα περισσότερα Αυστραλάκια. Αμέσως κατάλαβε τι τρέχει με τη Φραγκούλα. Την πλησίασε, της μίλαγε, τη χάιδευε, της σφύριζε· απόχτησαν eye contact. Και το πουλί σιγά-σιγά βρήκε ξανά τη χαρά της ζωής. Και σταμάτησε να θρηνεί και να τρώγεται. Γαλήνεψε. Κι έγιναν φίλες. Πολύ φίλες· τόσο που εγώ πια πέρασα σε δεύτερη μοίρα. Ντύθηκε πάλι τα φτεράκια της, έβγαινε απ’ το κλουβί της, καθότανε στον ώμο της Simone, έπαιζε με τα μαλλιά της, αντισφύριζε, μιλούσαν, βλέπαν μαζί τηλεόραση.  Πέρασαν δυο χρόνια έτσι. Ώσπου στις επόμενες Αλκυονίδες, Γενάρη μήνα, που ο ήλιος έλαμπε κι ήσαν πανέμορφες οι μέρες εκείνες, η μια πίσω απ’ την άλλη, έν’ αεράκι· ευχάριστο για μας, πολύ επικίνδυνο όμως για εκείνη, τρύπωσε ύπουλα μέσα της και την πάγωσε χωρίς κανείς να καταλάβει, χωρίς κανείς να το προλάβει. Κι έπεσε άρρωστη, πολύ άρρωστη, του θανατά. Ό,τι μπορείς να φανταστείς κάναμε για να τη σώσουμε: Τι αντιβιοτικά με το σταγονόμετρο της δίναμε, τι σκόνες, τι σιρόπια. Τι κάναμε φούρνο όλο το σπίτι, μπας και ξαναζεσταθεί το είναι της απ’ το κρύο που είχε φωλιάσει μέσα της· του κάκου. Σε λίγες μέρες πέθανε, πάνω στο στήθος τής Simone. Χώνοντας το κεφαλάκι στις μπούκλες των μαλλιών της κι αφήνοντάς της, δώρο, πάνω στα χείλια της, ένα κόκκινο φτερό που είχε βγάλει απ’ την ουρά της.



*   *   *



Αλέξανδρος Αδαμόπουλος





Αλαδ 15.9.2018

alexadam48@hotmail.com









Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα και Sociologie Politique στο Παρίσι· ασχολήθηκε όμως με τη Λογοτεχνία, τη μετάφραση, το Θέατρο και τη διοίκηση πολιτιστικών φορέων.   
                                                                  
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζηδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, K.Friar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Θ. Αντωνίου,  Chloé Obolensky  κ.α).

Εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’. 

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)

Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου, Β. Αιγαίου και Ιωαννίνων, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατρο ‘Ροές’, το Φεστιβάλ Αθηνών, τα Υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας, το Μέγαρο Μουσικής, το Ε.ΚΕ.ΒΙ, καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters και Indira Gandhi National Center for the Arts N.Delhi, Franκfurt International Book fair 2001, Istanbul International Book fair 2004, και τέλος το Boğaziçi University Istanbul, όπου και δίδαξε ως visiting Professor στο Western Languages and Literatures Department (2005-6 και 2006-7).

Έχει μεταφράσει τα θεατρικά έργα· ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993, εκδ. Λιβάνη),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’(εκδ. Εστίας 2003) και ‘Λορενζάτσιο’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ, ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Μισό ποτήρι νερό’ του Ταρίκ Γκιουνερσέλ, ‘Μονομαχία γυναικών’ του Ευγένιου Σκρίμπ (Θέατρο ‘Διάχρονο’ 2011), το μυθιστόρημα ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την Πνευματική Διαθήκη του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Κυκλοφόρησε δύο φορές στην Ινδία, μεταφρασμένο στα Αγγλικά (“Twelve and one lies” National Academy of Letters N.Delhi 1998 και Samkaleen Prakashan. Editors N.Delhi 1999). Μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα τουρκικά (“On Iki arti Bir Yalan”, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000), στα γερμανικά (“Zwölf und eine Lüge”, Elfenbein-Heidelberg, 2001) και στα γαλλικά (“Douze et un mensonges”, Alteredit-Paris, 2005). Ήδη ετοιμάζεται και η ιταλική μετάφραση.  Η θεατρική προσαρμογή του ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά.
‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999.). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση: “Noch mehr LügenElfenbein Verlag, Berlin 2016. Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούριοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά ( “Yeni Azizler”, Imge Oyükuler, Istanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο - ποίηση (12η έκδοση, Εστία 1994). Εθνικό Θέατρο 2015-2016. Τουρκική μετάφραση· (“Irmikoğlan” Albatros kitabevi Yayinlari, Istanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Sehir Tyatrolari, Istanbul, Απρίλιος 2012. Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (“Der Lebkuchenmann”)
‘Αυτό’, διήγημα (στο συλλογικό ‘Χάριν παιδιάς’, εκδόσεις Ίκαρος 2001)× αγγλική μετάφραση ‘That’
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, παίχτηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre’ (συμμετοχή στο διεθνές σεμινάριο ‘Mind man and mask’ που έγινε στο Indira Gandhi National Center for the Arts). Έκδοση Aryan books international-N. Delhi 2000. 
‘The Spiceman’, θέατρο - ποίηση. Έμμετρη αγγλική version βασισμένη στον ‘Σιμιγδαλένιο’ (εκδόσεις Ithaka, Μελβούρνη, Αυστραλία 2004.) Πρώτη παρουσίαση· Wesley College, Melbourne, Αυγ. 2011.
‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’, Ηθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (Σητεία 2010, 2η έκδοση Κάκτος 2017)
‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011)
‘Noyessaying’, θέατρο - ποίηση. Έμμετρη αγγλική version βασισμένη στο ‘οχιναιλέγοντας’, 2013.
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (στο συλλογικό ‘Για μια επέτειο’, εκδόσεις Ίκαρος 2013)  
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’ βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress 7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’ μικρό πολιτικό δοκίμιο (Metrogreece 2/10/2014, Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’ πολιτικό πασχαλιάτικο δοκίμιο (Metrogreece 8/4/2015)
 Hayirevet DiyerekΤουρκική μετάφραση του ‘οχιναιλέγοντας’ (Bencekitap, Ankara, 12/2015)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου