Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Περί των διαφορών ιερής εικόνας και θρησκευτικού πίνακα Φοίβος Ι. Πιομπίνος Εκδόσεις του Φοίνικα η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/ieri-eikona/


Περί των διαφορών

ιερής εικόνας

και θρησκευτικού πίνακα

Φοίβος Ι. Πιομπίνος

Εκδόσεις του Φοίνικα
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/ieri-eikona/




«άλλος ο οφθαλμός της πίστης,

και άλλος ο οφθαλμός της Τέχνης»



Έμπειρος ο Φοίβος Ι. Πιομπίνος στη συγγραφή του δοκιμιακού λόγου, επιχειρεί στο πρόσφατο πόνημά του να δείξει τη σχέση ανάμεσα στις δύο παραδοσιακές απεικονίσεις του θείου στοιχείου: την ιερή εικόνα και τον θρησκευτικού χαρακτήρα πίνακα. Όπως σε όλα του τα δοκίμια θα επιλέξει τον τρόπο της σταδιακής αποκάλυψης, με τον πιο πρόσφορο κατανοητό λόγο, προκειμένου να είναι απρόσκοπτα προσεγγίσιμες οι απόψεις του  στον αναγνώστη του.

Θα ξεκινήσει έτσι από τις προσωπογραφίες των Φαγιούμ επισημαίνοντας το αυτονόητο της μετάβασης από την αφή στην όψη, δηλαδή από το σώμα που γλυπτικά αποθέωσε η αρχαιοελληνική τέχνη στην κατά μέτωπο απεύθυνση του βλέμματος.

Μπορούμε να ισχυριστούμε μετά βεβαιότητος πως τα πορτραίτα των Φαγιούμ είναι οι αληθινοί πρόγονοι των πρώιμων βυζαντινών εικόνων, στις οποίες κληροδότησαν, μεταξύ άλλων, το χρυσό φόντο και τη μετωπική στάση των εικονιζομένων.

Η θρησκευτική ζωγραφική, αν και ξεκίνησε σε Ανατολή και Δύση με μια παράλληλη πορεία ως προς το ήθος των εικόνων, αναπόφευκτα διαχωρίστηκε με το πέρασμα των χρόνων. Το αυστηρό πρότυπο της βυζαντινής απεικόνισης δεν ακολουθήθηκε στη δυτική ζωγραφική, η οποία δέχθηκε και την επιρροή της αναγεννησιακής αντίληψης για την τέχνη (θρησκευτική και μη) αλλά και της Αντιμεταρρύθμισης. Λογικά μας οδηγεί η ανάλυση του Πιομπίνου να αντιληφθούμε πώς κατέληξε η δυτικότροπη θρησκευτική παράσταση να είναι περισσότερο μια εκκοσμικευμένη θεώρηση του θρησκευτικού στοιχείου, που πλέον προτιμούσε τον θρησκευτικό πίνακα από την ιερή εικόνα. Ενδιαφέρουσα εδώ, όπως ακριβώς πρέπει να γίνεται στη δοκιμιακή γραφή, η προσωπική αφοριστική τοποθέτηση του γράφοντος:

[…] η εικονογράφηση των αγίων της Εκκλησίας, εφόσον δεν αποδίδει ή δεν προσπαθεί να αποδώσει το περιεχόμενο της ιδέας την οποία οι εικονιζόμενοι άγιοι εκπροσωπούν, δεν δύναται, κατά την προσωπική μας άποψη, να χαρακτηρισθεί χριστιανική.

Από την εκκοσμίκευση φυσικά δεν γλίτωσε, όπως θα επισημανθεί, και η ορθόδοξη χριστιανική απεικόνιση των αγίων μορφών. Ωστόσο παραμένει το χάσμα ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική και στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, με την τέχνη αναπόφευκτα να ακολουθεί την ιδεολογική διαφορά.

Κανόνας στη δυτική ζωγραφική κατέστη η ρεαλιστική αναπαράσταση όχι μόνο της -έτσι κι αλλιώς ψευδαισθητικής και ως εκ τούτου απατηλής- πραγματικότητας αλλά και της περιοχής του υπερβατικού.

Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική θεώρηση του κόσμου (κατά λογική επέκταση και της ιερής απεικόνισης) να επιλέγεις την εσωτερίκευση αυτού του κόσμου μέσα σε μια αυστηρή στη μετωπικότητά της βυζαντινή μορφή και αντιθέτως να εφευρίσκεις τη χρήση της προοπτικής για να δώσεις την ένταξη της άγιας μορφής μέσα στον περιβάλλοντα χώρο (βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα στη σημειολογική της διαχρονικότητα την επισήμανση του δοκιμιογράφου για τη διατήρηση του μετωπικού σχήματος στις ρεμπέτικες κομπανίες ως γνήσια ενσωμάτωση του κανόνα της μετωπικότητας στον λαϊκό βίο, ως απόδειξη για την εσωτερίκευση του κανόνα στον ψυχισμό του λαού).

 «Άλλος ο οφθαλμός της πίστης, και άλλος ο οφθαλμός της Τέχνης», θα συμπυκνώσει την ουσία της διαφοράς ο Πιομπίνος, ερμηνεύοντας έτσι τον τρόπο που κοιτάζουμε μια βυζαντινή εικόνα και ένα θρησκευτικό πίνακα. Δεν ενδιαφέρει το βάθος του τοπίου αλλά το βάθος της πίστης, δεν μετρά η φωτοσκίαση αλλά το εσωτερικό φως που αποπνέει η μορφή. Οι πνευματικοί οφθαλμοί είναι που βλέπουν την αλήθεια, όχι τα απατηλά μάτια που αποθηκεύουν πλήθος άστοχων λεπτομερειών έχοντας απολέσει την ουσιαστική μοναδικότητα του ιερού ελάχιστου πλην σημαντικού.

Η εικόνα είναι μια αγιογραφία όχι μια «ζωγραφιά θρησκευτική».

Με ανάλογες προτάσεις θα δοθεί η ουσιώδης διάσταση ανάμεσα στα δύο προς εξέταση στοιχεία του δοκιμίου. Ενδιάμεσα θα αναλύει προσθέτοντας κάθε φορά νέα στοιχεία και οδηγώντας σε μια ακόμη διαπίστωση ανακεφαλαιωτική.

Δεδομένος είναι λοιπόν ο εικονογραφικός τύπος στην αγιογραφία, πλην όμως ο κάθε αγιογράφος τον ερμηνεύει ανάλογα με την ευσέβεια και τη δεξιότητά του […]

Διαλεκτική η σχέση, λοιπόν, ανάμεσα στον αυστηρό κανόνα και στην ελευθερία της δημιουργίας, προκειμένου να προκύψει η σύνθεση της εικόνας.  Διαφορετική η αντιμετώπιση της εικόνας στη δυτική τεχνοτροπία, στην οποία προβάλλεται ο καλλιτέχνης και η καινοτόμος έμπνευσή του. Δίπλα σ’ αυτήν την προσωπική προβολή έρχεται η ταπεινή ανωνυμία του βυζαντινού αγιογράφου. Ωστόσο, παρατηρούνται οι επιδράσεις της δυτικής τέχνης στη βυζαντινής τεχνοτροπίας  εικόνα, πάλι με την ιδεολογική εμφύτευση των νέων στοιχείων, όπως για παράδειγμα την απεικόνιση του Πατέρα με τη  μορφή σεβάσμιου γέροντα στην Αγία Τριάδα, η οποία αντικατέστησε τη συμβολιστική και μόνον ως τότε επιτρεπόμενη απεικόνιση.


Όπως συνηθίζει στα δοκιμιακά του κείμενα ο Πιομπίνος επιχειρεί στο τέλος μια ανακεφαλαίωση (στο σύντομο Ανακεφαλαιώνοντας), τονίζοντας έτσι τον επιστημονικό χαρακτήρα του γραπτού του, ο οποίος συνεπικουρείται περίφημα από τις Σημειώσεις στο τέλος του Δοκιμίου. Παραθέτω εδώ την ακροτελεύτια παράγραφο του βιβλίου, στην οποία δίνεται η ουσία της ιερής εικόνας και ταυτόχρονα επισημαίνεται η διαχρονικότητα της λατρευτικής συμπεριφοράς αλλά και η συνέχεια της ελληνικότητας, ενός θέματος που διατρέχει τα κείμενα του εξαίρετου αυτού τεχνίτη της δοκιμιακής γραφής.

Όπως τα αγάλματα υπήρξαν τα κύρια λατρευτικά μέσα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, έτσι και οι ιερές εικόνες ήταν και εξακολουθούν να είναι τα κατεξοχήν λατρευτικά μέσα του χριστιανικού ελληνικού καθώς και του ευρύτερου ορθόδοξου κόσμου.





Διώνη Δημητριάδου


Τρίτη 10 Απριλίου 2018

Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου από τις εκδόσεις Πατάκης η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/triantafullou-soti-patakis-to-telos-tou-kosmou-se-aggliko-kipo-dimitriadou


Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο

μυθιστόρημα

της Σώτης Τριανταφύλλου

από τις εκδόσεις Πατάκης
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/triantafullou-soti-patakis-to-telos-tou-kosmou-se-aggliko-kipo-dimitriadou




μια λογοτεχνική θέα στην ιστορία



Το βιβλίο διαβάζεται καλειδοσκοπικά, με διαδοχικές διαφορετικές αναγνώσεις. Αρχικά είναι η ιστορία που γράφει η Σώτη Τριανταφύλλου εστιάζοντας στον Εμφύλιο Πόλεμο που συντάραξε την Αγγλία στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Στην ιστορία αυτή (την αληθινή) εντάσσει τους επινοημένους ήρωές της, τον Λούσιους Πρέσκοτ, ράφτη και στρατιώτη, τον Βενέδικτο Σίλκοξ, συγγραφέα και βιογράφο του Πρέσκοτ, τη Σουζάννα, ποθητή και στους δύο, ανεξάρτητη και δυναμική θηλυκή παρουσία. Θα μπορούσε να σταματήσει η ανάγνωση εδώ, εκτιμώντας τις πολλές δυνατότητες που προσφέρει η εποχή που εξετάζεται και χρησιμοποιείται ως φόντο της μυθοπλασίας στον συσχετισμό της με τις ενδιαφέρουσες προσωπικότητες των ηρώων. Ωστόσο ανοίγονται μπροστά μας και επιπλέον δυνατότητες. Η επιλογή του θέματος (εποχή και γεγονότα) επιτρέπει μια αναγωγή (επικίνδυνη ενδεχομένως) στη διαχρονικότητα των συμπεριφορών, στο εύπλαστο των χαρακτήρων, στην εφήμερη διάρκεια των ισχυρών εξουσιών, στην αμφιθυμία των διαθέσεων του «κυρίαρχου» λαού. Όχι, όμως, και  στην εξέταση της ιστορίας ως επανάληψης τραγικής. Να αποσαφηνιστεί αυτό το τελευταίο, το ιδιαίτερα προσφιλές στις επιφανειακές προσεγγίσεις της ιστορίας. Κανένας σοβαρός ιστορικός και ερευνητής της ιστορίας δεν μπορεί ποτέ να δεχθεί την αφελή διαπίστωση που συνοψίζεται στη φράση: «η ιστορία επαναλαμβάνεται». Η ιστορία ουδέποτε επαναλαμβάνεται, καθόσον τα γεγονότα διαφοροποιούνται· είναι αρκετή συχνά ακόμη και μια απειροελάχιστη διαφοροποίηση ενός και μόνον χαρακτηριστικού για να ανατραπεί η προβλεπόμενη ομοειδής εξέλιξη των γεγονότων. Αυτό, επομένως, που μπορούμε να δεχθούμε είναι μόνο μια ενδιαφέρουσα αναλογία στις συμπεριφορές των υποκειμένων της ιστορίας, με δεδομένη την ανθρώπινη φύση και τις στερεότυπες εν πολλοίς αντιδράσεις της. Εδώ ακριβώς χρησιμοποιεί το λογοτεχνικό τοπίο τα δικά του μέσα και προτείνει τη δική του θέα στα γεγονότα, με την εμφανή σκοπιμότητα (φυσικά και φιλοδοξία) να συσχετίσει εύστοχα εποχές και συμπεριφορές, σε μια προσπάθεια να μιλήσει για τη σημερινή κατάσταση χωρίς να εμπλακεί στην αμφίβολης αποτελεσματικότητας ευθεία αναφορά στα σύγχρονα γεγονότα – αμφίβολη γιατί ζώντας ακόμη μέσα σ’ αυτά κανείς δεν μπορεί να συνοψίσει καταστάσεις και να δώσει το πλήρες τοπίο που απαιτεί η δομή ενός μυθιστορήματος. Η Σώτη Τριανταφύλλου -που είναι και ιστορικός  εκτός από συγγραφέας- προφανώς αυτό το γνωρίζει και γι’ αυτό χειρίζεται ευφυώς το υλικό της (συχνά στα μυθιστορήματά της ανατρέχει σε πολύ παλαιότερους χρόνους), επιτρέποντας στον αναγνώστη της να κάνει τους δικούς του συσχετισμούς, όσο το επιτρέπουν κάθε φορά  οι προσωπικές του προσλαμβάνουσες αλλά και όσο το ανέχεται ο ανεπανάληπτος χαρακτήρας των γεγονότων στη μοναδικότητά τους μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Οι όποιες, επομένως, συνδέσεις των καταστάσεων που ιστορούνται στο συγκεκριμένο βιβλίο με τη σημερινή εποχή μόνον ως μεταφορικές αναλογίες (και σε καμία περίπτωση ως συγκρίσιμα μεγέθη) μπορούν να εκληφθούν.

Σοφότερο, λοιπόν, να επιστρέψουμε στα της μυθοπλασίας και στην ένταξή της στην ιστορία του 17ου αιώνα. Η γραφή άλλωστε της Τριανταφύλλου, πλούσια και περιεκτική σε ουσιώδεις παρατηρήσεις, προσφέρεται για μια αυθεντική μεταφορά στο κλίμα της εποχής. Η Αγγλία σπαράσσεται από μια εμφύλια σύρραξη πολύχρονη και κομβικής σημασίας για τις εξελίξεις που αφορούν το καθεστώς, τις ελευθερίες των πολιτών, τις βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα σε βασιλόφρονες και κοινοβουλευτικούς, σε καθολικούς και προτεστάντες, σε Άγγλους, Ιρλανδούς, Σκωτσέζους κ.λπ. Εποχή βίας, αθλιότητας, φτώχειας, μισαλλοδοξίας, φανατισμού και θρησκοληψίας. Υπάρχει εδώ χώρος για μια λαϊκή επανάσταση; Όχι φυσικά. Ο λαός εμπλέκεται στις αντιπαλότητες των ισχυρών -κάποιοι ορκίζονται ότι πολεμούν στο όνομα μιας λαϊκής εξουσίας που φυσικά δεν έχουν-, χρησιμοποιούμενος από όσους εκμεταλλεύονται τα πάθη που ταλανίζουν τους ανθρώπους της ευτελούς ζωής και του αβέβαιου μέλλοντος, αποτελεί εν τέλει το ιδανικό θύμα στα χέρια των αδίστακτων θυτών του. Ο Κάρολος και ο Κρόμγουελ εναλλάσσονται στην εξουσία, ο λαός πάντα στην ίδια θέση φανατίζεται γύρω από μια υπόθεση που αποδεικνύεται πως δεν τον αφορά. Σ’ αυτήν την ιστορία εισχωρεί και η ταπεινή ζωή των ηρώων.

Δεν είμαι σίγουρος τι μάθαινε ο Λούσιους από τα γεγονότα του πολέμου· δεν γράφαμε γι’ αυτά στην αλληλογραφία μας. Επειδή όμως γνώριζα τον χαρακτήρα του, πιστεύω, όπως είπα, ότι πέρασε όλα εκείνα τα χρόνια έκπληκτος· προσδοκούσε το καλύτερο, ήταν έτοιμος για το χειρότερο και παρέμενε σε διαρκή κατάσταση απαντοχής. Ήταν ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους -αν και με καλύτερη καρδιά από τους περισσότερους- που έμπλεξε ε μεγάλα γεγονότα κι έγινε έρμαιο και θύμα τους.

Πίσω από την αφηγούμενη ιστορία αναδύεται εύστοχα ένα διαχρονικό θέμα που αφορά την αυτοδυναμία των προσώπων (που υποτίθεται ότι είναι ο μοχλός των εξελίξεων) σε αντιπαράθεση με τη δυναμική της εποχής, που μοιάζει να κινεί τα δικά της νήματα και να εγκλωβίζει την ατομική βούληση. Πόσο ελεύθερο είναι το άτομο/η μονάδα να χαράξει τα όρια της δράσης και να πάρει αποφάσεις για τη ζωή που του αναλογεί; Σε μια κοινωνία ανισοτήτων και διακρίσεων ποιες φωνές θα ακουστούν πιο δυνατά;

Ο Λούσιους σκέφτηκε πως υπήρχαν δύο τρόποι για να πεθάνει: είτε μέσα στην απόλυτη αδιαφορία των ομοίων του σε καιρό ειρήνης, είτε μέσα στο ανθρωποκτόνο πάθος των εχθρών του σε καιρό πολέμου.

Ακόμα και ανάμεσα στους τρεις ήρωες υψώνεται τείχος που διαφοροποιεί τη μοίρα τους και δεν επιτρέπει τον συγχρονισμό τους. Ο Σίλκοξ απολαμβάνει λόγω της καταγωγής και της θέσης της οικογένειάς του το προνόμιο της μόρφωσης, ο Πρέσκοτ το απώτερο που μπορεί να καταφέρει είναι να γίνει ένας καλός ράφτης (κι αυτό από ένα ευνοϊκό γύρισμα της τύχης) ή ένας πιστός στρατιώτης ή να ακολουθήσει τη μία από τις δύο κυρίαρχες ιδεολογίες, κάτι που καθόλου δεν του ταιριάζει, ενώ η Σουζάννα εναλλάσσει τη μορφή της ζωής της από χαμίνι αλήτικο σε πόρνη ευκαιριακή, θεωρούμενη ταυτόχρονα μάγισσα από τον θρησκόληπτο, προληπτικό, δεισιδαίμονα  και ιδεολογικά συσκοτισμένο περίγυρο.  

 Την ταξική ανισότητα έρχεται συχνά η φύση να ανατρέψει εξομοιώνοντας τις τύχες όλων απέναντι σε μια επιδημία πανούκλας (1636) ή σε μια πυρκαγιά (1666), που αδιακρίτως πλήττουν και αφανίζουν. Αν η ζωή έχει τόσο μικρή διάρκεια, τότε το τέλος του κόσμου θα μπορούσε να είναι ανάλογο της θεώρησης που έχουν γι’ αυτό το σύντομο και ευτελές της ζωής τους οι άνθρωποι. Και να συμβεί στα όρια ενός αγγλικού κήπου.

Οι τρεις ήρωες ήταν από παιδιά μαζί, τριγυρνώντας στο βρώμικο Λονδίνο των υγρών δρόμων, των ξύλινων φτωχικών κατασκευών, που εύκολα γίνονταν παρανάλωμα πυρός αλυσιδωτά η μία μετά την άλλη. Μια ζωή χωρίς ορατό μέλλον. Όταν, όμως, κάποιος διάγει ακόμη τη νεαρή του ηλικία όλα έχουν άλλη όψη· αλητεύεις, γίνεσαι μικροαπατεώνας, χλευάζεις ή ρισκάρεις την ταπεινή σου τύχη, τελικά ερωτεύεσαι και όλα αλλάζουν. Ή έστω φαίνεται να αλλάζουν. Η ζωή όμως είναι άγρια, κυρίως με τους πιο ταπεινούς. Και ανελέητη. Ο Βενέδικτος Σίλκοξ δικαιολογημένα θα θεωρήσει ότι η ζωή των φίλων του, κυρίως του Λούσιους είναι άξια καταγραφής. Θα το προτείνει στον εκδότη του, θα ξεπεράσει τις μεταξύ τους αντιθέσεις και θα αφοσιωθεί στη συγγραφή, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην άλλη συγγραφέα, την αρχική, δηλαδή τη Σώτη Τριανταφύλλου, να ενσωματώσει στα δικά τους σχόλια τις δικές της αντιλήψεις (εδώ η Σώτη σε μεγάλα κέφια προσθέτει τις σημειώσεις του εκδότη – κυρίως τα απαξιωτικά του σχόλια για τον συγγραφέα και τις γνώσεις του ή τις εμμονές του, αφήνοντας να διαφανούν και τα προσωπικά ωφελιμιστικά του σχέδια) σχετικά με τις εκδόσεις, τους συγγραφείς, τους κριτικούς και όλα τα υπόλοιπα ευτράπελα του οικείου και προσφιλούς χώρου. Να, λοιπόν, ακόμη μια ανάγνωση του βιβλίου, οπωσδήποτε δευτερεύουσα σε σημασία από τις υπόλοιπες, απολαυστική όμως πολύ.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ: Εδώ αφαίρεσα μια παράγραφο όπου ο Βενέδικτος Σίλκοξ καταφερόταν δριμύτερα εναντίον του κυρίου Πιπς, μολονότι τον ευγνωμονούσε για τη  ενθάρρυνση. Τι είπε ο άνθρωπος; Είπε ότι ο Λούσιους του θύμισε τον «Χρυσό όνο». Δεν τον είπε γάιδαρο. Δεν θέλω να τα χαλάσω με τον κύριο Πίπς· προσπαθώ να τον πείσω να βγάλει βιβλίο σ’ εμένα.



Τη Σώτη Τριανταφύλλου την αγαπάμε εδώ και πολλά χρόνια για τη θεματολογία της, για την αφηγηματική της ικανότητα, για το χιούμορ που ξεπηδά πίσω από την τραγικότητα των σκηνών της, για τη διακωμώδηση της πραγματικότητας που αρέσκεται να κάνει παραπέμποντας συχνά στο σήμερα. Αγαπάμε την προκλητικότητα με την οποία αντιμετωπίζει τις πολιτικές επιλογές των ανθρώπων, την ευθύτητα που χαρακτηρίζει τον λόγο της, γραπτό και προφορικό. Σ’ αυτή την τελευταία της ιστορία έχει όλα τα παραπάνω γνωρίσματα. Και αναδεικνύεται σε συγγραφέα-μαέστρο, που συντονίζει τον επινοημένο συγγραφέα Βενέδικτο Σίλκοξ (με τις παρεμβάσεις του εκδότη του), ο οποίος με τη σειρά του φαίνεται να ενορχηστρώνει τα αληθινά και τα επινοημένα πρόσωπα της ιστορίας που καταγράφει, αφήνοντας εύλογη αμφιβολία για την πρόθεσή του, αν τελικά βιογραφεί τον Λούσιους Πρέσκοτ ή (ευκαιρίας δοθείσης) αυτοβιογραφείται. Και όλο αυτό μαζί με τους δεκάδες δευτεραγωνιστές, τον λαό που άγεται και φέρεται από τους επιτήδειους πολιτικούς και αποτελεί το ζωντανό πλαίσιο μέσα στο οποίο (ως δείγματα χαρακτηριστικά) ζουν οι τρεις ήρωες. Στο βαθύτερο φόντο η πραγματική ιστορία να περιγελά την αυταπάτη των ανθρώπων ότι κατορθώνουν, έστω και για λίγο, να ορίσουν τη ζωή τους. Το moto, με το οποίο ξεκινά η ιστορία της Σώτης Τριανταφύλλου, με τον καλύτερο τρόπο συνοψίζει τον πόθο του ανθρώπου να νικήσει τη θνητότητα και τη φθαρτότητα της ζωής του: non omnis moriar, δηλαδή κατά το ρηθέν του ποιητή Οράτιου, δεν θα πεθάνω ολόκληρος. Τι, αλήθεια, θα μείνει ζωντανό από το θνητό σώμα; Η Λογοτεχνία βυθίζεται στην Ιστορία, εξετάζει, ανατέμνει και καταγράφει διασώζοντας έτσι, τουλάχιστον, μια δική της εκδοχή των συντελεσμένων πραγμάτων.



Διώνη Δημητριάδου

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

"Χιονίζει! είπε" (της Διώνης Δημητριάδου μαζί με μια φωτογραφία της Νατάσας Βλαχάκη)


Χιονίζει! είπε.

Άνοιξα διάπλατα το παράθυρο

να δω κι εγώ το σπάνιο λευκό.

Το ελαφρύ ανοιξιάτικο αεράκι

μας χτύπησε κατάστηθα


η έκπληξη!

Όχι έξω, μέσα

είπε

κοιτάζοντας τον απέναντι τοίχο

που αντιφέγγιζε το φως του δρόμου.

Να, έτσι

λευκό και κρύο

μέσα βαθιά να πέφτει.

Και εκεί

όπως κοίταζα τη φωτεινή ανταύγεια

τ’ ορκίζομαι.

Το είδα

πάλλευκο και μοναχικό

να τρέχει το άσπρο άλογο.

Μέσα της.



Διώνη Δημητριάδου

(η φωτογραφία της Νατάσας Βλαχάκη)

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Ιστορίες του Νότου - πέντε μικρές αφηγήσεις από τη Μεσσηνία Τίνα Κουτσουμπού μικρές εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/istories-tou-notou/


Ιστορίες του Νότου

πέντε μικρές αφηγήσεις από τη Μεσσηνία

Τίνα Κουτσουμπού

μικρές εκδόσεις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/istories-tou-notou/




ένας τόπος ιστορείται με αγάπη



 «Το να έχεις ρίζες είναι ίσως η πιο σημαντική

και η πιο παραγνωρισμένη ανάγκη

της ανθρώπινης ψυχής» (Σιμόν Βέιλ)



Οι ρίζες που έχουμε ανάγκη για να νιώθουμε πως κάπου βρίσκει την αρχή του το νήμα της ζωής μας. Η βεβαιότητα και η ασφάλεια της αρχικής κοιτίδας. Οι τόποι αγαπιούνται γι’ αυτή τη μυστική σύνδεση που πάει από γενιά σε γενιά, οι τόποι της καταγωγής μας. Υπάρχουν όμως και οι τόποι της επιλογής μας. Αυτά τα μέρη που κάποτε από τύχη αγαθή, από συγκυρία περίεργη, βρέθηκαν μπροστά μας (γιατί αυτά μας βρήκαν) και από τότε κάτι μας δένει μαζί τους χωρίς να έχει καμία ανάγκη ερμηνείας. Ικανή συνθήκη η συνήθεια για να ζήσεις σ’ έναν τόπο, δυνατή ωστόσο η αγάπη για να μιλήσεις γι’ αυτόν.

Η Τίνα Κουτσουμπού μετά από δύο συλλογές διηγημάτων που παρέπεμπαν θεματικά στη σημερινή, δύσκολη εποχή, με ήρωες που συγκίνησαν με τις μικρές τους ασήμαντες και ελάχιστες ιστορίες της ζωής τους, έρχεται τώρα με τη νέα της πεζογραφική κατάθεση να μας πάει στα μέρη του Νότου, στη Μεσσηνία, τόπο που επέλεξε να ζήσει, τόπο που αγαπά και τον βάζει στις ιστορίες της μέσα. Μια μορφή απαθανάτισης είναι κι αυτή, να ιστορείται ένας τόπος, να περνά με την αφηγηματική γλώσσα από τον ένα στον άλλο. Εδώ, λοιπόν, πέντε μικρές αφηγήσεις που συνοψίζουν όχι μόνο την εικόνα του τόπου αλλά και την ψυχή του.

Οι πέντε ιστορίες του βιβλίου ακουμπούν στη μεσσηνιακή γη, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο, και φέρνουν μέσα τους τις μνήμες της μακραίωνης ιστορίας του τόπου αυτού. Κι έχουν όλες κάτι γήινο στην αφήγησή τους. Στη μια ιστορία είναι τα πατρογονικά χωράφια και τα άλλα αποκτήματα που δεν μοιράστηκαν δίκαια, όπως όλοι νόμισαν, από τον εκλιπόντα φαμελιάρη μπαρμπα-Παναγή· μόνο που η αλήθεια αργεί μεν αλλά κάποτε έρχεται και όλα μπαίνουν στη θέση τους.

«Αχ, βρε μπαρμπα-Παναγή, τι το ’βαλες στην τσέπη της καμιζόλας σου εκείνο το χαρτί; Χάθηκε να το ’δινες ο ίδιος, τότε που είχες ακόμη τα κουράγια σου, στον Νικήτα;», και συνεχίζοντας μονολογεί: «Δεν βαριέσαι, πατέρα. Συχώρα με. Και να το δεις. Κούκλα θα το κάνω το σπιτάκι μας. Αναπαύσου κι εσύ κι εκείνος ο κατεργάρης ο αδελφός μου ο Περικλής. Να το μετάνιωσε άραγες που μ’ αδίκησε;»

Στην άλλη ένα νόμισμα, απ’ αυτά που αιώνες κρύβει μέσα της η γη, και που, ως να βρει τη θέση του στο Μουσείο, θα βρει τον χρόνο να ξαναζωντανέψει στον νου του Μανώλη τη μακρινή εποχή που πάλευαν οι εξουσίες μεταξύ τους, Τούρκοι και Ενετοί, ποιος θα διαφεντέψει τον Μωριά.

Γύρω τους η αφρισμένη θάλασσα καταχώνιαζε ήδη στα μανιασμένα της νερά υφάσματα και μπακιρένια σκεύη, ασημικά, έπιπλα και χρυσά κοσμήματα, αντάμα με κομμένα  χέρια, σχισμένα πανιά και τα παραδαρμένα κορμιά από τους ναύτες που έστελναν ξέπνοοι τον ύστατο χαιρετισμό τους.

Η στεριά τούς φανερώθηκε απόκρημνη κι ανέλπιστα κοντά. Με αναπτερωμένες τις ελπίδες τους μα και με τις  δυνάμεις να τους εγκαταλείπουν σιγά σιγά, καραβοτσακισμένοι, όσοι ναύτες απέμειναν πολέμαγαν να αράξουν αποφεύγοντας τις ξέρες. «Η Μοθώνη!», φώναξε πρώτος ο καπετάνιος και άρχισε τις ορμήνιες και τα παραγγέλματα.

Μια άλλη ιστορία θα πάει ακόμη πιο πίσω, στην Ύστερη αρχαιότητα, κι ένα ψηφιδωτό (στο βιβλίο ενσωματώθηκε ένα εύγλωττο σχέδιο της Αφροδίτης Ανδρικοπούλου που αποδίδει αυτό το διονυσιακό ψηφιδωτό) θα ζωντανέψει τις βακχικές κραιπάλες για τον αποξεχασμένο στο Μουσείο επισκέπτη και θα τον κάνει να απορεί: μα μπορεί  ψέματα να ήταν όλα αυτά;


Μια δίνη μαγική με τραβούσε μέσα στο δάπεδο της έπαυλης. Με κατάπινε. Παραμερίζοντας τα γωνιακά μοτίβα της σύνθεσης με ανεξήγητη ταχύτητα, με έσπρωχνε να περάσω μέσα από τις καφεκίτρινες γυαλιστερές ψηφίδες, κερνώντας με  κόκκινο κρασί. Αφέθηκα στη μοίρα μου, καλή ή κακή, όποια κι αν ήταν. Οι αισθήσεις μου ήταν όλες μουδιασμένες, θαρρείς και με είχαν υπνωτίσει με το κρασί της λήθης και της ευδαιμονίας. Ο Διόνυσος μου έκανε νεύμα να σταθώ δίπλα του. Ανοιγόκλεισα τα μάτια σαστισμένος. Και τότε ήταν που… χ ά θ η κ α!

Σε μια πιο σύγχρονη ιστορία το πατρικό σπίτι, που ανακαινισμένο περιμένει την επιστροφή των ενοίκων, θα βοηθήσει τη μνήμη να νιώσει τη συνέχεια του νήματος και θα αποτελέσει τον μικρό γήινο παράδεισο γι’ αυτούς που δεν το ξέχασαν.

Ο τόπος γύρω καταπράσινος, το χώμα εύφορο, αργιλώδες, ελαφρά νοτισμένο, ό, τι κι αν φύτευες φύτρωνε και θέριευε. Τα άγια χώματα το έτρεφαν και το έφταναν μέχρι τα παράθυρα του σπιτιού, όπως η φούξια μπουκαμβίλια, που άγγιζε ήδη το βορεινό παράθυρο, αιχμαλωτίζοντας στα κλαδιά της το δροσερό αεράκι που στριφογύριζε στις λαγκαδιές, εκεί κατά το Χαρακοπιό, το χωριό των παππούδων του. […]Το μεγάλο  μπαλκόνι, που δέσποζε μπροστά στις λεμονιές και τις πορτοκαλίτσες του, με ορίζοντα το απέραντο γαλάζιο, χάριζε από τα υπνοδωμάτια μια θέα ξεχωριστή, που απολάμβαναν όλοι οι επισκέπτες. Από αυτό το μπαλκόνι αγνάντευε το λιόγερμα το μεσαιωνικό κάστρο της Κορώνης. Από εδώ καλημέριζε τον περήφανο Ταΰγετο και τη Μεσσηνιακή Μάνη απέναντι.

Τέλος, στη συγκινητική ιστορία του πιθαριού, της τζάρας, θα δούμε τα θαύματα της τέχνης των παλιών να πιάνουν το αργιλόχωμα και να φτιάχνουν τα ονομαστά χρηστικά πιθάρια, το καθένα με την ιστορία και τη μοίρα του. σαν κι ετούτο που ιστορείται εδώ για να μας πάει πίσω στα χρόνια της Κατοχής και να διδάξει με τη δική του κακοτυχία ένα παιδί να σέβεται την κληρονομιά της γης.

Τώρα μετρούσε ένα ένα τα κομμάτια της τζάρας που ήταν σπαρμένα στις γωνιές της αυλής της, τα χάιδευε που  γυάλιζαν στον ήλιο με όλες τις χαρακιές από τα στεφάνια της και τις δαντέλλες που στόλιζαν το στόμιό της κι ανατρίχιαζε. Στο τελευταίο κομμάτι κοντοστάθηκε κι ανταριάστηκε η καρδιά της. Δυο αρχικά ήταν χαραγμένα επάνω του, τρανή απόδειξη της μαστοριάς και της δεξιότητας εκείνου που τα ’φτιαξε. Έτσι ήταν το συνήθειο, οι μάστορες να μαρκάρουν με την υπογραφή τους τα προϊόντα της τέχνης τους. Η σφραγίδα του καλλιτέχνη μάστορα άντρα της χρύσιζε με κεφαλαία όρθια γράμματα: Βασίλης Καλούδης, Χαρακοπιό, 1943.

Η αφηγηματική ικανότητα της Τίνας Κουτσουμπού είναι γνωστή και από τις άλλες συλλογές διηγημάτων της. Να τολμήσω να πω ότι σ’ αυτά τα νέα της διηγήματα μοιάζει να είναι πιο πλήρης η γραφή της. Εννοώ μ’ αυτό ότι μοιράζει έξοχα τα περιγραφικά κομμάτια με τα αφηγηματικά στο μικρό σε έκταση σώμα της κάθε ιστορίας, ξεχωρίζει τα πρόσωπα μέσα από το πλαίσιο που τα έχει τοποθετήσει, ώστε να διαγραφούν καλύτερα οι χαρακτήρες τους, τέλος η πλοκή κυλά αβίαστα, εκεί που χρειάζεται, και σταματά τον ρυθμό της για να δοθεί ο χρόνος στη σκέψη των προσώπων για να κερδίσει τον αναγνώστη. Οι ήρωές της μιλούν με τις κινήσεις τους, το βλέμμα τους, τη φανερή τους συγκίνηση, και όχι μόνο με τα λόγια τους. Ο τόπος δεσπόζει σε όλες τις ιστορίες, σαν ιδιότυπος ήρωας με τη δική του προσωπικότητα, τη δική του ψυχή, και δένει με τα πρόσωπα σε σχέση δυναμική, σε διαρκή εξέλιξη. Όπως πρέπει να συνδέονται οι άνθρωποι με τη γη που αγάπησαν. Αυτό ακριβώς το στενό δέσιμο καταφέρνουν να αποδώσουν αυτές οι ιστορίες, με τον αυθόρμητο τρόπο που η συγγραφέας ξετυλίγει την πλοκή τους, με τη δουλεμένη γλώσσα και το λιτό ύφος.


Ένα βιβλίο για τη Μεσσηνία, για τα μέρη του Νότου. Ένα βιβλίο, όμως, με ιστορίες που διαβάζονται χωρίς να αποτελεί ο τόπος εμπόδιο για όποιον δεν έχει τους δεσμούς του γερούς με τα μέρη αυτά. Όπως διαβάζονται οι παπαδιαμαντικές ιστορίες οι σκιαθίτικες ή τα θεσσαλονικιώτικα πεζογραφήματα του Ιωάννου. Γιατί οι τόποι δεν ιστορούνται μόνο αλλά και ταξιδεύουν για να συναντήσουν όσους αγαπούν τις όμορφες αφηγήσεις, από όποιο μέρος κι αν αντλούν τα θέματά τους.

Στο εξώφυλλο μια ζωγραφιά της Δήμητρας Κουλούρη, «Οι Αθάνατοι», που όπως γέρνουν το σώμα τους προς τη γη με το φύσημα του αέρα ή με το βάρος του χρόνου που γράφει πάνω τους, σκέφτομαι πόσο μοιάζουν με τους ανθρώπους που γέρνουν και γερνούν με το βλέμμα στην πατρογονική γη· όσο το μπορούν, όσο αντέχουν να αντικρίζουν τη φθορά και την εγκατάλειψη σε όσα κάποτε ήταν αυθεντική ζωή. Αθάνατοι, όμως, που αναζητούν διαρκώς το φως και μισούν τη σκιά. Η εικόνα έτσι συνομιλεί ευθέως με το κείμενο, καθώς το φως της μεσσηνιακής φύσης διατρέχει τις ιστορίες.



Διώνη Δημητριάδου

Πεζογραφία έξι προτάσεις για ανάγνωση (η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/exi-protaseis-gia-anagnosi/ Ελένη Γκίκα: Η ωραία της νύχτας, Λίλα Τρουλινού: Αουρέλια – η πρώτη μνήμη, Τζέιν Ώστιν: Σάντιτον, Τζούλια Γκανάσου: Γονυπετείς – μια πορεία προς την αρχή, Γεωργία Μακρογιώργου: Τύχη στα τείχη, Γιώργος Μολέσκης: Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο


Πεζογραφία 
έξι προτάσεις για ανάγνωση

(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/exi-protaseis-gia-anagnosi/




Ελένη Γκίκα: Η ωραία της νύχτας, μυθιστόρημα,

 εκδόσεις Διάπλαση

Λίλα Τρουλινού: Αουρέλια – η πρώτη μνήμη,

νουβέλα, εκδόσεις Περισπωμένη

Τζέιν Ώστιν: Σάντιτον, μυθιστόρημα, (μετάφραση –

 επίμετρο: Λαμπριάνα Οικονόμου)

εκδόσεις Κοβάλτιο

Τζούλια Γκανάσου: Γονυπετείς – μια πορεία προς την

 αρχή, νουβέλα, εκδόσεις Γκοβόστης

Γεωργία Μακρογιώργου: Τύχη στα τείχη,

 μυθιστόρημα, εκδόσεις Γαβριηλίδης

Γιώργος Μολέσκης: Όταν ο ήλιος μπήκε στο

 δωμάτιο, διηγήματα, εκδόσεις βακχικόν



Ελένη Γκίκα

 Η ωραία της νύχτας

μυθιστόρημα

εκδόσεις Διάπλαση




Δύο φονικά με απόσταση μεταξύ τους πενήντα χρόνια, με τη μια γενιά να ακολουθεί την  άλλη στην κοινή μοίρα της γυναικείας υποταγής, του πάθους, των ενοχών, με το αίμα να γράφει τη δική του πορεία και να στοιχειώνει συνειδήσεις στον μικρό κλειστό τόπο, που δεν μπορεί παρά να θυμάται. Γυναικείες αφηγήσεις να συμπλέκονται, η τωρινή γυναικεία ματιά να καταγράφει, να θυμάται, να συνδέει, να ενσωματώνεται στις ιστορίες, να τις οικειοποιείται.  Η Ελένη Γκίκα, έμπειρη της γραφής, βρίσκει τον τρόπο να μιλήσει για τις παλιές ιστορίες θυμίζοντας πως όλα εδώ ακόμη είναι ζωντανά. Και πάνω απ’ όλα, ξέρει πως ακόμα κι ένα σκηνικό βίας και αίματος μπορεί να δώσει ψήγματα ελπίδας μέσα από ανθισμένους κήπους και χαμηλόφωνες αγαπημένες παρουσίες. Διαβάζεται σαν μυθοπλασία. Προκαλεί σαν πραγματική ιστορία. Αγαπιέται σαν γραφή.


«Όπου κι αν έχω πάει πάντως, ο δικός μου τόπος με κυνηγάει. Απολογούμαι γι’ αυτόν, παθιάζομαι μαζί του, είμαι χώμα  απ’ το χώμα του, και νερό απ’ τα πηγάδια του, κουβαλάω τη βαριά σκιά  τη συκιάς και της προδοτικής κουτσουπιάς. Μυρίζω μιμόζα και αρμπαρόριζα έχω την αφή της αγριοτριανταφυλλιάς. Αναπνέω τα καμένα σκουπίδια του και τα βρεγμένα σοκάκια του, είμαι τζιτζίκι κι αηδόνι του, είμαι η νυφιάτικη φωτογραφία της δικής μου γιαγιάς. Είμαι η ιστορία του και το καμένο του παρελθόν, είμαι οι αδικοχαμένοι και οι προδότες του, είμαι τα θύματα και ο θύτης τους […] Είμαι η Ελένη που ξαναζεί το παρελθόν της να αναγεννάται ανάγλυφο, είμαι ό,τι επιζεί από μεγάλη πυρκαγιά. Είμαι η φλόγα η ίδια και μ’ έκαψα. Είμαι η μνήμη, που για να επιζήσω προσποιούμαι καμιά φορά και τη λησμονιά».



Λίλα Τρουλινού

Αουρέλια – η πρώτη μνήμη

νουβέλα

εκδόσεις Περισπωμένη




Με τον προσωπικό της τρόπο γραφής η Λίλα Τρουλινού κινούμενη ανάμεσα στην πεζογραφική απόδοση της ιστορίας και στην ποιητική εξαΰλωσή της, μας μεταφέρει πίσω στον χρόνο, στο μεσοπόλεμο διάστημα, στη Ρουμανία των μεγάλων οραμάτων και του εκκολαπτόμενου φασισμού, για να μας προσγειώσει στην υγρή πραγματικότητα της σημερινής Θεσσαλονίκης. Με την Αουρέλια, τη Ραλούκα και τη Χρυσούλα, κι ανάμεσα τους συνδετικό νήμα τη μνήμη. Μυθοπλασία και ιστορία. Ήρωες αληθινοί και επινοημένοι σε συμπόρευση σ’ αυτή τη συναρπαστική νουβέλα. Ανάμεσά τους ο Παναΐτ Ιστράτι (ποιος αλήθεια θυμάται τη «Νερατζούλα» του;) που τον μάθαμε πιο πολύ μέσα από τη σχέση του με τον Νίκο Καζαντζάκη. Αξιοπρόσεκτη παρουσία η Τρουλινού, εδώ με τη δεύτερη πεζογραφική της εμφάνιση.


«Επινοώ τη μνήμη μου σημαίνει ψάχνω τα χνάρια, αναζητώ τα ίχνη, την κοίτη του ποταμού ψηλαφώ, τους κόκκους του χρυσαφιού και της άμμου, τις πέτρες, τα βάραθρα, τα φαράγγια και τα αργιλώδη τοιχώματα απ’ όπου κύλησε το ρεύμα του χρόνου». «Σαν να λες ότι πρόκειται για διαισθητική δουλειά της φαντασίας, κι όχι για αυθαίρετη μυθοπλασία. Πάνω στα διάσπαρτα ίχνη αναπλάθεις το παρελθόν σε μια εικόνα ρευστή, ζωντανή».



Τζέιν Ώστιν

Σάντιτον

μυθιστόρημα

(μετάφραση - επίμετρο: Λαμπριάνα Οικονόμου)

εκδόσεις Κοβάλτιο




Ένα χειρόγραφο με τον τίτλο «Τα αδέλφια», δώδεκα κεφάλαια ενός ημιτελούς μυθιστορήματος, που φέρει το όνομα της Τζέιν Ώστιν και θα εκδοθεί με τον τίτλο «Σάντιτον» το 1925 (πάνω από εκατό χρόνια μετά) και θα μεταφραστεί στα ελληνικά μόλις το 2017 (διακόσια χρόνια μετά τη γραφή του και τον θάνατο της Ώστιν). Θα μπορούσε να θεωρηθεί και το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς. Μια ιστορία που αν και ανολοκλήρωτη συγκινεί με τις γυναικείες παρουσίες (ενδιαφέρουσα εδώ η πρώιμη εστίαση της Ώστιν στην αξία της γυναίκας ως μοχλού των εξελίξεων)  αλλά και δείχνει (έστω σχηματικά μέσα από τη μυθοπλασία) τη δημιουργική δύναμη της οικονομικής βάσης του όλου κοινωνικού οικοδομήματος, ικανή να μεταλλάσσει και τις συμπεριφορές των υποκειμένων.


[…] έχουμε έρθει στον κόσμο για να φανούμε όσο το δυνατόν πιο χρήσιμοι, και όποιος διαθέτει νοητική δύναμη δεν πρέπει να βρίσκει δικαιολογίες ή να σκαρφίζεται προφάσεις λόγω σωματικής αδυναμίας. Οι άνθρωποι -κατά βάση- χωρίζονται σε πνευματικά αδύναμους και δυνατούς· σε αυτούς που μπορούν να δράσουν και σε αυτούς που δεν μπορούν· επιτακτικό καθήκον των ικανών είναι να φαίνονται χρήσιμοι σε κάθε ευκαιρία.



Τζούλια Γκανάσου

 Γονυπετείς –μια πορεία προς την αρχή

 νουβέλα

 εκδόσεις Γκοβόστης




Πεζογράφος με διακρίσεις ήδη στο ενεργητικό της η Τζούλια Γκανάσου έρχεται με τους «Γονυπετείς» να ταράξει για τα καλά τα νερά της πεζογραφίας. Μια νουβέλα με την ανατροπή (από τα βασικά γνωρίσματα αυτού του λογοτεχνικού είδους) να κυοφορείται από την αρχή της αφήγησης ως εσωτερική αναδιάταξη τροφοδοτούμενη από το τάμα που ωθεί το υποκείμενο σε ταπείνωση, σε ισοπέδωση, σε ανατομία της ζωής του, σε υπέρβαση της πραγματικότητας, σε εξομοίωση με τον πάσχοντα άνθρωπο εν γένει. Τα τρία μέρη της ιστορίας: Υπέρ Πίστεως, Υπέρ Ερεύνης (και άλλων υποσχέσεων) και Υπέρ Ανθρώπου, οδηγούν την αφήγηση από το κατώτερο επίπεδο στο ανώτερο, και τη γυναίκα/αφηγηματικό υποκείμενο από τη γονυπετή στάση στην ανύψωση.




Εμείς, σκυμμένοι στα τέσσερα, σε ό,τι έχουμε πιο ιερό, ικετεύοντας για να γλιτώσουμε από κάτι, για να κερδίσουμε λίγο χρόνο ή λίγη δύναμη ψυχής, απαρτίζουμε ένα νέο είδος. Δανειζόμαστε το αερικό κομμάτι από τις σκιές και το σουλούπι από τα τετράποδα, διαθέτουμε όμως νόηση και ίσως ορθό λόγο, αναπτύσσουμε αισθήματα ή έξι στις κλωτσιές, είμαστε έτοιμοι να τραφούμε με ό,τι βρίσκουμε στο χώμα, να ξεδιψάσουμε με αίμα και ιδρώτα, να ουρήσουμε μπροστά σε όλους χωρίς καμία αιδώ, να εκφραστούμε χωρίς δεύτερες σκέψεις, να προσκυνήσουμε τη θέα μιας ροδαλής γαλήνιας αυγής γιατί ζήσαμε ακόμη μια μέρα… Ναι, είμαστε ύποπτοι για τα χειρότερα ή για τα καλύτερα εντέλει, ποιος θα μπορούσε να ξέρει;







Γεωργία Μακρογιώργου

Τύχη στα τείχη,

μυθιστόρημα

εκδόσεις Γαβριηλίδης




Θεσσαλονίκη, Νάουσα, Κωνσταντινούπολη, Νέα Υόρκη. Το σκηνικό για την πρώτη εμφάνιση στη λογοτεχνία της Γεωργίας Μακρογιώργου. Αν μπορούσαμε να ορίσουμε την ιδιότυπη γυναικεία γραφή χωρίς επιφανειακές προσεγγίσεις, θα είχαμε πρόσφορη την κατηγοριοποίηση για τη γραφή αυτή. Αν, πάλι, ήταν εύκολη η θέσπιση μια νέας κατηγορίας που θα παρέπεμπε στις διάφορες σχολές δημιουργικής γραφής, θα είχαμε ένα δείγμα της εδώ. Πολύμορφη η προσέγγιση του θέματος με εμβόλιμα στοιχεία πολλά, όπως πολλές και οι αναφορές σε εξωκειμενικά πρόσωπα. Περιέργως όλο αυτό με κάποιο τρόπο δένει σε ένα σύνολο ενδιαφέρον. Πιστεύω ότι, αν ξεπεραστεί το -ενδεχομένως δικαιολογημένο- άγχος της συσσώρευσης ανομοιογενών στοιχείων σε μία και μόνο συγγραφική κατάθεση, θα έχουμε μια σημαντική νέα πεζογράφο.


Λίγο πιο πέρα από την Τροία είχε γεννηθεί η γιαγιά Ευτυχία. Όχι σε πόλεμο, σε ειρήνη. Απέναντι από το σπίτι της, ο σταθμός του τρένου και μια γέφυρα. Έπλεκε και κεντούσε η γιαγιά Ευτυχία και είχε πολλά παιδάκια φίλους, και Ελληνόπουλα  και Τουρκόπουλα. Η ειρήνη, όμως, χάλασε και η οικογένεια της γιαγιάς έφυγε. Πρώτα με τρένο, μετά στη θάλασσα, ανέβηκαν σε βάρκες. […] Οι ιστορίες των ανθρώπων μοιάζουν. Η γιαγιά του μπαμπά, η Ευτέρπη, είχε κι αυτή  μια τέτοια ιστορία. Αυτή όμως δεν ζούσε δίπλα σε σταθμό τρένου, αλλά δίπλα σε λίμνη. Κι αυτή έπλεκε και κεντούσε και είχε φίλους Ελληνόπουλα και Βουλγαρόπουλα. Τον ίδιο καιρό που χάλασε η ειρήνη, έφυγε κι αυτή με την οικογένειά της από τον τόπο της, αλλά με κάρο, όχι με τρένο.



Γιώργος Μολέσκης

 Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο

 διηγήματα

 εκδόσεις βακχικόν






Τα διηγήματα του Γιώργου Μολέσκη είναι ιστορίες με έντονο το προσωπικό στοιχείο, είτε αφορούν αληθινά γεγονότα είτε πρόκειται για μυθοπλαστικές επινοήσεις. Ίδιον των δοκιμασμένων συγγραφέων (και εδώ έχουμε έναν εκπρόσωπο τέτοιας γραφής) να μπορούν να ενσωματώνουν το ατομικό/προσωπικό τους βίωμα σε πρόσωπα ηρώων που ξεπερνούν τις διαστάσεις του ενός προσώπου και μένουν στη μνήμη ως ιδιαίτερες περσόνες. Από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες της συλλογής αυτές που έχουν ως τόπο της αφήγησης τη γενέθλια γη του, την Κύπρο. Οι ήρωές του με χαρακτηριστική άνεση οικειοποιούνται τον χώρο που τους αναλογεί σε κάθε διήγημα, και αναδεικνύουν την ανθρώπινη διάσταση του χαρακτήρα τους· άλλωστε ανθρωποκεντρική είναι εν γένει η θεώρηση του κόσμου του Μολέσκη. Διαβάζω στο βιογραφικό του ότι έχει μεταφράσει τον Μαγιακόφσκι αλλά και σύγχρονους Τουρκοκύπριους ποιητές, και σκέφτομαι πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ίσως μια (αμελητέα συχνά) παράμετρος για να αναδειχθεί ο καλός λογοτέχνης να είναι και η ιδεολογική του ευρύτητα. Πολύ αξιόλογη γραφή.


Τότε θυμήθηκα τη γιαγιά μου, που δεν ζούσε πια, να μου απαγγέλλει αυτά τα ποιήματα μέσα στην αυλή της τη νύχτα κάτω απ’ τ’ άστρα. Τα απάγγελλε ακριβώς όπως ήταν γραμμένα στο βιβλίο. Πώς τα ήξερε; Αφού δεν θα μπορούσε να τα διαβάσει ακόμη κι αν είχε το βιβλίο. Ήταν αναλφάβητη. Τα διάβαζα και η συγκίνηση μου ήταν διπλή, τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα.

Κοίταξα ξανά το εξώφυλλο του βιβλίου. Διάβασα το όνομα του ποιητή: Βασίλης Μιχαηλίδης. Από τότε δέθηκαν μαζί στη συνείδησή μου η γιαγιά μου η Λουκιανή, ο Βασίλης Μιχαηλίδης, εγώ μικρό παιδί, το χωριό μου και η Αμμόχωστος.



Διώνη Δημητριάδου

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Μεταφορικά μιλώντας (γιατί τη μεγάλη εβδομάδα μόνο ο μεταφορικός λόγος αντέχει) φωτογραφία: Sebastião Salgado


Μεταφορικά μιλώντας
(γιατί τη μεγάλη εβδομάδα μόνο ο μεταφορικός λόγος αντέχει)




Ένα παιδί κάθεται στην ακτή, εκεί που σκάει το κύμα και ενώνει το υγρό του σώμα με τη γη. Όλη μέρα. Μια αγναντεύει τον ορίζοντα, όσο πάει το μάτι, μια σκυμμένο κάτι γράφει πάνω στη νοτισμένη άμμο. Τη νύχτα μένει ξαπλωμένο και μετράει τα ουράνια μήκη.

Αν το ρωτήσεις το όνομά του, θα σου απαντήσει: «Ποιο θέλεις να σου πω; Έχω πολλά».

Αν το ρωτήσεις από πού έρχεται, θα γελάσει με την αφελή ερώτηση.

Αν θελήσεις να δεις τι σκαλίζει στην άμμο, θα σε ρωτήσει: «Δεν ξέρεις;».

Κι αν πλησιάσεις για να δεις, θα σβήσει τα σημάδια βιαστικά.

Μόνο ένα θ’ αφήσει, απάντηση στην απορία σου.

Ένα σταυρό στην άμμο.

Κι ας ξέρει πολύ καλά πως απάντηση αυτό δεν είναι.

Μα ποιος μπορεί να περιμένει όλες τις απαντήσεις από ένα παιδί;



Διώνη Δημητριάδου



(φωτογραφία: Sebastião Salgado)