Δημήτρης Χριστόπουλος
δωδεκάτη Φεβρουαρίου
Πρόλογος: Κώστας
Φέρρης
Εκδόσεις Ποταμός
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Δημήτρης Χριστόπουλος: «Δωδεκάτη Φεβρουαρίου»
Είναι το
τέλος της αθωότητας. Είναι ο θρίαμβος των ρηχών και επικίνδυνων ανθρώπων. (σ. 175). Μια δήλωση που θα μπορούσε να κρύβει πίσω
της μια σειρά από επεισόδια ενδεικτικά της βαρβαρότητας που χαρακτηρίζει την
εποχή μας. Με κεντρίζει, ωστόσο, η λέξη αθωότητα.
Ίσως γιατί πληγώνει ακόμη περισσότερο και από τη ρηχότητα και από τον όποιον
ελλοχεύοντα κίνδυνο, ίσως γιατί παραπέμπει στον ελάχιστο πλέον χώρο που
παραχωρούμε μέσα μας στην πιο αθώα, την πιο μη αναλώσιμη πλευρά του εαυτού μας.
Διαβάζοντας το πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου, όλο και περισσότερο
πείθομαι πως η περίπτωσή του είναι ξεχωριστή. Ανήκει στη χορεία των μεγάλων
πεζογράφων μας διαχρονικά, αλλά και από τους σύγχρονους νομίζω πως είναι ο
καλύτερος. Πατώντας με άνεση τόσο στους παραδοσιακούς τρόπους γραφής όσο και
στους πιο νεωτερικούς, κατορθώνει σε κάθε νέα συγγραφική του εμφάνιση να
πηγαίνει τη γραφή του, αλλά και τη υπόθεση της γραφής γενικότερα, λίγο πιο
μπροστά, θέτοντας για τους ομότεχνους ψηλά τον πήχη. Καταθέτω εδώ κάποια σχόλια
γι’ αυτό το νέο του βιβλίο, ως απότοκο της συγκίνησης αλλά και της μαγείας του.
-
Όσοι παιδεύουμε
τη σκέψη μας στο χαρτί ξέρουμε ότι η γραφή μία είναι, άρα δεν έχει και
καθοριστική σημασία η κατάταξη ενός βιβλίου σε κατηγορία, παρά μόνο για
εκδοτικούς λόγους· εμάς εδώ, όμως, δεν μας αφορά κάτι τέτοιο. Τα 21 κείμενα του
βιβλίου δεν είναι ούτε διηγήματα ούτε, φυσικά, συνιστούν μυθιστόρημα, κι ας
διαβάζονται σε μια νοητή συνέχεια προσώπων και πραγμάτων. Σωστά χαρακτηρίζονται
στην εσωτερική σελίδα ως 21 αφηγηματικές
σεκάνς, γιατί διαβάζονται και παρακολουθούνται ταυτόχρονα, σαν ένα ανοιχτό
βιβλίο που εντελώς μαγικά μετατρέπεται σε οθόνη κινηματογράφου – άλλωστε,
αφορούν θέματα κινηματογραφικά, σαν να αποτελούν έναν φόρο τιμής στους
κατεστραμμένους δίδυμους κινηματογράφους της Σταδίου, τη 12η
Φεβρουαρίου 2012, στη χαμένη μαγεία της σκοτεινής τους αίθουσας. Καθόλου
τυχαία, βέβαια, προλογίζονται από τον Κώστα Φέρρη, έναν πιστό εραστή των
κινηματογραφικών θαυμάτων.
-
Στο βιβλίο του
καταγράφεται μια Αθήνα που ολοένα και
πιο ξεκάθαρα πλέον σε κάποιους δεν σημαίνει τίποτα, γι’ αυτό και με ήσυχη τη συνείδησή
τους την καταστρέφουν. Δεν κατανοούν την ταυτότητα των κτηρίων, δεν νιώθουν πώς
αυτά που μας περιβάλλουν τελικά μπορούν να μας καθορίσουν: […] χτίζουμε τα κτήριά μας και στη συνέχεια αυτά
μας καθορίζουν. Κι όταν ένα από αυτά πεθάνει, ένα κομμάτι μας πεθαίνει μαζί του.
(σ. 176). Οι εικόνες της πόλης, όπως μας τις δίνει η γραφή αυτή σχηματίζουν την
τοιχογραφία της «αθηναϊκότητας», αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον
νεολογισμό· άλλωστε είναι μια λέξη που προκύπτει από το κατασπαραγμένο αθηναϊκό
τοπίο, έτσι όπως το νιώθουμε (όσοι το νιώθουμε) να μας στοιχειώνει με τον
θάνατό του.
- Η γραφή του Χριστόπουλου είναι ξεχωριστή όχι μόνο για την ευαισθησία της επιλογής των θεμάτων της, που και από μόνο του αυτό θα ήταν αρκετό για τη διακριτή της θέση στη σύγχρονη πεζογραφία. Ξεχωρίζει και για τον τρόπο της, να συνδέει πρόσωπα, γεγονότα, εποχές και να κατασκευάσει ένα σύμπαν προσωπικό δικό του, που το μοιράζεται μαζί μας ως μια κατάθεση μνήμης, που θέλει να παραμείνει ζωντανή. Έτσι, στην εξαιρετική 6η αφηγηματική σεκάνς με τον τίτλο «Η αυτοκρατορία του φωτός», μέσα σε μια πόλη φάντασμα με τους ανθρώπους να «ζουν» κλεισμένοι στα σπίτια τους, ένας άντρας δείχνει/διδάσκει στον γιό του όσα πρέπει να γνωρίζει, την αυτοκρατορία του φωτός στο μυστικό υπόγειο, εκεί που είναι η σωτηρία, εκεί που είναι το βασίλειο των αινιγμάτων. Εκεί ο Σωτήρης Πέτρουλας είναι ακόμη ζωντανός, να αναρωτιέται τι απέγιναν αυτοί που έπαιξαν με τη φωτιά και δεν γονάτισαν, αυτοί που αρπάχτηκαν από τις λέξεις, αυτοί που δάγκωσαν τον θάνατο. Εκεί και ο Θανάσης Βέγγος να οδηγεί σαν τον περαματάρη ένα ταξί, τη μόνη φορά που δεν τρέχει με τριακόσια. Εκεί και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, με την τελευταία του ταινία, την Άλλη θάλασσα, που δεν ήταν να τελειώσει ποτέ, να κάθεται στο παραδοσιακό καφενείο Διεθνές, μέρος κι αυτός των κινηματογραφικών του πλάνων, να κινηματογραφεί το υψωμένο χέρι του Λένιν, καθώς το άγαλμά του περνάει τον ποταμό και στις όχθες όλοι γονατίζουν σε χαιρετισμό ύστατο. Εκεί και ο Λάνθιμος με τον Κυνόδοντα να προτείνει μια άλλη κινηματογραφική γλώσσα. Εκεί και η Τώνια Μαρκετάκη, ζωντανή ακόμα κι αυτή, γιατί στο αγκίστρι του θανάτου το δόλωμα ήταν η ζωή. Κι όταν το παιδί θα ρωτήσει: Πατέρα, πώς είναι το σινεμά; Αυτός θα του απαντήσει: Σκέψου ένα μεγάλο παράθυρο που τ’ ανοίγεις και μετά πηγαίνεις αλλού. Και από εκεί παίρνεις πράγματα που σε βοηθούν να συνεχίσεις τον δρόμο σου. Στον Πρόλογό του ο Κώστας Φέρρης θα το πει με άλλα λόγια: «Το σινεμά είναι πλουτώνεια Τέχνη. Βάζεις τα καλά σου, εγκαταλείπεις την καθημερινή ζωή και κατεβαίνεις τοις σκάλες του Άδη. Κι όταν σβήνουν τα φώτα, κάνεις το ταξίδι σου στον Παράδεισο ή στην Κόλαση, ή ακόμα καλύτερα, στο Καθαρτήριο. Με οδηγό την ταινία, που ως Θιβετανική Βίβλος των Νεκρών σε βοηθάει να συμφιλιωθείς με τον θάνατο. Αν θα επιτευχθεί ο σκοπός, εξαρτάται πότε από την ταινία, πότε από σένα, πότε κι από τα δύο. Αλλά στο τέλος, ως Περσεφόνη, θα επιστρέψεις στη μάνα Δήμητρα και την ανθισμένη γη, να συνεχίσεις τη ζωή σου με ό,τι αποκόμισες». (Πρόλογος, σσ. 13-14).
-
Η 12η
Φεβρουαρίου 2012 σηματοδοτεί ένα κλίμα πολιτικής έντασης, με ακραίες εν πολλοίς
εκδηλώσεις, που δύσκολα μπόρεσαν να ελεγχθούν, με αποτέλεσμα βανδαλισμούς,
καταστροφές και εμπρησμούς στο κέντρο της Αθήνας. Ο τίτλος του βιβλίου εύκολα
παραπέμπει σε μια ευθεία πολιτική τοποθέτηση. Ωστόσο, η τέχνη του Χριστόπουλου
βρίσκει τον πιο κατάλληλο τρόπο να μιλήσει, χωρίς να δώσει μια επιφανειακή, και
άρα εύκολη στον χειρισμό της, πολιτική χροιά στη γραφή του. Αντιθέτως, πηγαίνει
πολύ βαθύτερα από μια πολιτική αντιπαράθεση, βρίσκει τον πυρήνα του αληθινού
πολιτικού λόγου, που ποτέ δεν επιλέγει τον εύκολο δρόμο έκφρασης. Γιατί, το
προσωπικό ήθος και η αίσθηση του πολιτισμού, η προσωπική θέση μέσα στο πολιτισμικό
περιβάλλον (δηλαδή η προσωπική κουλτούρα) συγκροτούν το πλαίσιο για να σταθεί η
πολιτική ιδεολογία, πέρα από την όποια οικονομική και κοινωνική τοποθέτηση, που
αποτελούν έτσι κι αλλιώς στοιχεία εκ των ων ουκ άνευ. Όταν, επομένως, ο
Χριστόπουλος γράφει έχοντας ως φόντο την καταστροφή των δίδυμων κινηματογράφων
της Αθήνας, την 12η Φεβρουαρίου 2012, το πολιτικό του σχόλιο είναι
ευκρινέστερο από όποιο ευθέως πολιτικό. Δείτε πώς το λέει ο ίδιος: Το να υπηρετείς την αισθητική είναι ύψιστη
πολιτική πράξη. (σ. 125). Έτσι είναι, κι αυτό ακριβώς κάνει ο Χριστόπουλος.
Στην ακροτελεύτια, 21η,
αφηγηματική του σεκάνς («Μέλλων διαρκείας»), λίγο πριν σκοτεινιάσει η
οθόνη, θα μιλήσει για το έγκλημα που είμαστε εμείς, γιατί δεν προλάβαμε να το ανατρέψουμε, θα μιλήσει για τη μορφή που έχει
το Κακό, αυτό που χαρακτήρισε η Χάνα
Άρεντ κοινότοπο, εν τέλει θα μιλήσει για τους καλλιτέχνες που τελούν υπό καθεστώς οργής και τότε φτιάχνουν ταινίες ή γράφουν
βιβλία. Όπως αυτό εδώ.
-
Στο εξώφυλλο το
έργο του Φραγκίσκου Δουκάκη The End, μια κυριολεκτική αλλά και μεταφορική αναφορά
στο βιβλίο.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου