Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Δημοσθένης Κούρτοβικ Ο ήχος της σιωπής της Μυθιστόρημα Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

 

Δημοσθένης Κούρτοβικ

Ο ήχος της σιωπής της

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας

 η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Ο ήχος της σιωπής της» του Δημοσθένη Κούρτοβικ (κριτική)


 

Ένα αίνιγμα που γεννά αινίγματα

 

Διαισθανόμουν πως το ερώτημα «ποιος είμαι» καθρεφτιζόταν στο ερώτημα «ποια ήταν εκείνη». Στο πρόσφατο βιβλίο του (διστάζω να το ονομάσω μυθιστόρημα, όπως το θέλει η έκδοση, πιθανόν και ο ίδιος εν τέλει) ο Δημοσθένης Κούρτοβικ ανατρέχει στο παρελθόν με διάθεση αρχικά ερευνητική· μια προσπάθεια να λύσει το αίνιγμα που περικλείει τη μητέρα του, ενδεικτική, άλλωστε, η έννοια της σιωπής ακόμη και από τον τίτλο. Μέσα από σκόρπιες μνήμες (οι προσωπικές να μπερδεύονται με τις μνήμες άλλων ή να συμπληρώνονται από αυτές) θα ανασυστήσει τη μορφή της μητέρας του, που πάντα ήταν γι’ αυτόν μια σχεδόν φυσική διαδικασία έλξης άπωσης. Σαν μια παράλληλη πορεία, με κάποια σημεία συνάντησης, ερμηνευμένα τότε με την επιπολαιότητα αλλά και την άγνοια της νεαρής ηλικίας, στην ώριμη ενατένισή τους, ωστόσο, με διαφορετικές διαστάσεις, αναπόφευκτα μεγεθυμένα ή ελαττούμενα σε σημασία, με την ύστερη γνώση να προτείνει κάθε φορά το μέγεθός τους. Πονάει το παρελθόν, όπως κι αν το προσεγγίσει κανείς, συχνά προσαρμοσμένο στις συνθήκες του παρόντος ή, να το πούμε αλλιώς, στην ανάγκη που θέλησε να το φέρει στο προσκήνιο.

Καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι των αναμνήσεων για να δεθούν μεταξύ τους τα κομμάτια του αινιγματικού παζλ, αινιγματικού γιατί δεν υπάρχει κανένας οδηγός της επιδιωκόμενης εικόνας, η μορφή της μητέρας θα δένει αναπόφευκτα με τα γεγονότα της ζωής του γιου, σαν μπροστά σε σπασμένο καθρέφτη με διπλό είδωλο, κι άντε να ξεδιαλύνεις ποιος είναι ποιος. Ακόμα κι αν η συγγραφική αφορμή (τουλάχιστον όπως παρουσιάζεται) είναι η εξιχνίαση των σκοτεινών αινιγμάτων που συγκροτούν την προβαλλόμενη μορφή της μητέρας, καθώς προχωράει η αφήγηση όλο και περισσότερο νιώθεις πως ο αφηγητής δεν είναι ο παρατηρητής/ερευνητής ενός άλλου προσώπου, αλλά πως ανιχνεύοντας (και ερμηνεύοντας κατά το δοκούν) τα βήματα εκείνης, τις επιλογές της ζωής της, τη στάση της απέναντι στην οικογένειά της και στους άλλους, αυτά έρχονται και δένουν με τα βήματα του γιου, προσφέροντας τις (ιαματικές ή όχι, κατά περίπτωση) ρωγμές για να φωτιστεί το προσωπικό του τοπίο. Έτσι, δεν ξαφνιάζει που ολόκληρα κεφάλαια μοιάζει να «αγνοούν» την ύπαρξη της μητέρας ως προσώπου προς ανίχνευση, εστιάζοντας στην πορεία ζωής του γιου. Δεν θέλω μ’ αυτό να πω πως η μητέρα υπήρξε απλώς η αφορμή (ή το «όχημα») για να μιλήσει για τον εαυτό του, ίσα ίσα εννοώ ότι η ζωή του φαίνεται πως «κυκλώθηκε» (ίσως καθοδηγήθηκε εμμέσως;) από τη χαρισματική αυτή γυναίκα, που ήξερε τον τρόπο να κάνει αισθητή την παρουσία της στη ζωή του, ακόμη κι όταν αυτός ένιωθε εντελώς απελευθερωμένος από εκείνη. Οπότε, μιλώντας γι’ αυτήν, μιλάει για τον ίδιο, και, όπως είναι φυσικό, και το αντίστροφο· μια κοινή πορεία με τις αλληλεπιδράσεις στα δύο μέρη της, και όχι δύο παράλληλες τελικά διαδρομές.

Επειδή, βέβαια, τα πρόσωπα δεν είναι ερριμμένα ατάκτως στον κόσμο, αλλά ενταγμένα μέσα σε συγκεκριμένο περιβάλλον, που ορίζεται αρχικά από τον μικρόκοσμο της οικογένειας για να οδηγηθούν σταδιακά στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, τις συνθήκες εκείνες που ορίζουν και διαμορφώνουν τη συλλογική ιστορία του τόπου, δεν μπορεί η αφήγηση να αγνοήσει αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, στο οποίο κάθε ενέργεια των προσώπων αποκτά νόημα, είτε ως αποδοχή των δεδομένων που επικρατούν είτε, κυρίως, ως αντίδραση σ’ αυτά. Στα αφηγούμενα, λοιπόν, γεγονότα της ζωής της μητέρας και του γιου, ως φόντο (ενίοτε και ως κύρια εικόνα) προβάλλεται η ιστορία του τόπου, τα σημαντικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία όχι μόνο των δυο προσώπων αλλά και ενός ολόκληρου λαού. Κι αν αυτό είναι το ευρύτερο τοπίο, δίπλα σ’ αυτό, ή μέσα σ’ αυτό,  παρακολουθούμε τον απόηχο στον μικρόκοσμο της γειτονιάς, της πόλης. Σαν μια εικόνα που άλλοτε διευρύνεται και άλλοτε ελαχιστοποιείται, προκειμένου μέσα στην αφήγηση να χωρέσουν όλα, σε μια διαλεκτική σχέση. Ο γιος αλληλεπιδρά με τη μητέρα, ο απλός κόσμος της γειτονιάς με τη μεγάλη ιστορία που, το συχνότερο, τον αγνοεί.


Περιπλανώμενος εξ επιλογής ή εκ των πραγμάτων (Το σπίτι μου. Πού να βρω το σπίτι μου; Πού να βρω τη θέση μου στον κόσμο;) ο αφηγητής θα αναζητήσει τον στέρεο τόπο, κάπου να σταθεί να πει «εδώ είναι πατρίδα». Έτσι, όπως και σε πολλά άλλα γραπτά του, θα συναντήσουμε τον προβληματισμό του για την έννοια της ελληνικότητας, άρα μία ακόμη ενδιαφέρουσα παράμετρο του κόσμου του. Διάσπαρτες σκέψεις πάνω σ’ αυτό το θέμα σε όλο το βιβλίο, πιο συγκροτημένες σε δύο εμβόλιμα κείμενα/σχέδια ομιλίας για το θέμα της εθνικής ταυτότητας μέσα στον ευρύ ευρωπαϊκό ιστό.

Όλα τα παραπάνω, που συνιστούν το «υβριδικό;», πρωτότυπο πάντως μυθιστόρημα, δένουν μεταξύ τους με τα αινιγματικά λόγια της μητέρας, λίγο πριν ξεψυχήσει, δίνοντας το έναυσμα στον γιο να λύσει τον γρίφο. Αυτός ο γρίφος είναι όντως η αφορμή, στην ουσία το συγγραφικό εύρημα, για να ξεκινήσει τη γραφή, γιατί είναι αλήθεια πως τα πιο προσωπικά πράγματα, τα λόγια της ψυχής, δεν τα ξεστομίζεις εύκολα, χρειάζεσαι ένα άλλοθι. Δουλεύοντας συγγραφικά πάνω σ’ αυτό το άλλοθι ο Κούρτοβικ, έχτισε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, στη βάση του αυτοβιογραφικό (όσο ισχύει αυτή η έννοια στην αυτομυθοπλασία), στην αναγνωστική του πρόσληψη, ωστόσο, μυθοπλαστικό. Άλλωστε, γνωστό αυτό, δεν μπόρεσε ποτέ κανείς να ξεχωρίσει με ακρίβεια πού είναι τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια των πραγμάτων και στην επινόηση της λογοτεχνίας. Συχνά ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, αφηγούμενος τη ζωή του, παραχωρεί ελέω λογοτεχνίας τη θέση του σε κάποιον άλλο, που θα μπορούσε να είναι ο εαυτός του, αλλά δεν είναι. Δεν είναι, όμως, αυτό που ενδιαφέρει στο συγκεκριμένο βιβλίο. Μια αφήγηση γοητευτική, που δεν ξεπέφτει σε ρηχή νοσταλγία, μια σειρά από σκέψεις που γεννούν σκέψεις με τη σειρά τους, τέλος ένα αίνιγμα (έστω και επινοημένο «συγγραφική αδεία») που ανοίγει τον χώρο σε άλλα αινίγματα, και που η απόπειρα επίλυσής τους μόνο σε εικασίες οδηγεί. Το γράφει και ο ίδιος: Τα αινίγματα που μας βάζει η ζωή λύνονται με τίμημα καινούργια αινίγματα.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

Και αν σήμερα, πολλά χρόνια έπειτα απ’ όλα ατά, τα διηγούμαι όπως τα διηγούμαι, με μια ψυχραιμία που μόνον εγώ ξέρω πόσο επισφαλής είναι και με δόσεις αυτοσαρκασμού που απέσταξα από δεκάδες πληγές μου, είναι επειδή έχω αποδεχτεί ότι τα αινίγματα που μας βάζει η ζωή λύνονται με τίμημα καινούργια αινίγματα. Και από τη στιγμή που το αποδέχτηκα, η προοπτική άλλαξε. Το δειλινό χαμόγελό μου είναι η άλλη όψη της αδυναμίας μου. βλέπω τα μεγέθη στο φόντο ενός διαφορετικού, μεγαλύτερου ορίζοντα.

Αλλά –ήδη προδόθηκα!– δεν είμαι εντελώς ειλικρινής. Πονούν ακόμη αυτές οι ιστορίες όταν τις ανακαλώ, γι’ αυτό δεν ήθελα να θυμάμαι το παρελθόν μου, και ήταν ο θάνατος εκείνης που μ’ έκανε να επιστρέψω σ’ αυτό. Και μιλώντας τώρα για τα περασμένα της ζωής μου το κάνω σαν να εξορίζω τα τραύματά μου σ’ έναν άλλο, σε κάποιον που έτυχε να έχει τ’ όνομά μου… (σ. 198).

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Οι ρίζες του κόσμου 1970-1974 τραγούδια ενάντια στη δικτατορία εκδόσεις Μετρονόμος η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Οι ρίζες του κόσμου

1970-1974 τραγούδια ενάντια στη δικτατορία

εκδόσεις Μετρονόμος

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Πρέπει να πούμε το τραγούδι μας. Το πολιτικό τραγούδι ακόμη ζωντανό • Fractal

 


 

Πρέπει να πούμε το τραγούδι μας.

Το πολιτικό τραγούδι ακόμη ζωντανό

 

Πενήντα χρόνια μετά την πτώση της χούντας έχουμε από τον συνθέτη Τάσο Γκρους μια επιλογή από τραγούδια που γράφτηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας με εμφανή την αντιστασιακή φωνή, που τότε, ανάμεσα σε φίλους, βρήκαν τον κατάλληλο χώρο να ακουστούν. Τώρα προσφέρονται στο ευρύ κοινό, τώρα που έχει παρέλθει ο χρόνος μιας υστερόβουλης προβολής (πολλοί εκείνοι που στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης εξαργύρωναν αληθινές ή όχι δάφνες αντιστασιακών), τώρα που αξίζει να ακουστούν ως διατήρηση της μνήμης, τώρα που πολλά έχουν ξεχαστεί από τους μεγαλύτερους σε ηλικία, έχουν ωραιοποιηθεί ή ακόμα και διαστρεβλωθεί από την καταλυτική επήρεια της (επιλεκτικής συχνά) μνήμης, τώρα που οι νεότερες γενιές τοποθετούν τη μακρινή γι’ αυτές γενιά του αντιδικτατορικού αγώνα στους «προγόνους» συλλήβδην – τους τιμούν μουσειακά, τους μπερδεύουν το πιο πολύ. Ταυτόχρονα, όμως, και ως σαφής τοποθέτηση κάποιων ανθρώπων που βρίσκονται ακόμη στις επάλξεις.

Ο Γκρους στο διάστημα 1970 έως 1974 μελοποίησε ελληνική και ξένη ποίηση, σε μια θεματική που τα χρόνια εκείνα σηματοδοτούσε μια ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, καθώς στηλίτευε τα κακώς κείμενα  και προοιωνιζόταν μια αλλαγή μέσα από τον συνειδητό αγώνα. Στο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος περιλαμβάνονται δεκαπέντε από τα μελοποιημένα ποιήματα. Συγκεκριμένα, ποιήματα του Κώστα Βάρναλη, του Γιάννη Ρίτσου, του Πάμπλο Νερούδα, του Κώστα Καρυωτάκη, του Ναζίμ Χικμέτ. Στην έκδοση θα βρούμε και το cd με τα τραγούδια. Τραγουδούν: Τάσος Γκρους, Αργυρώ Καπαρού, Αλέξανδρος Καψοκαβάδης, συμμετέχει χορωδία (Λητώ Αθανασοπούλου, Βασούλα Δελλή, Ειρήνη Κωνσταντίνου, Δημήτρης Μαγκλάρας, Άρης Ντεληθέος, Μαργαρίτα Παπαντώνη, Φανή Σκληρού). Η ενορχήστρωση είναι του Αλέξανδρου Καψοκαβάδη.  Η Αλέξια Γκρους υπογράφει την εικονογράφηση του βιβλίου, συνδέοντας εύστοχα, με ένα προσωπικό ύφος, τα ποιήματα με τα σχέδια και τις εικαστικές της παρεμβάσεις.

Το βιβλίο εν συνόλω δίνει την αίσθηση πως είναι μια «μάζωξη» φίλων, με κοινή πορεία, με κοινές μνήμες, με κοινές ευαισθησίες, το κυριότερο. Και αυτό ίσως έχει τη μεγαλύτερη σημασία.

Μένω σε κάποιες σκέψεις του Γκρους που δείχνουν το ιδεολογικό υπόβαθρο πίσω από το συγκεκριμένο πόνημα· γιατί τίποτα δεν είναι τυχαίο: «Όταν χάνεται ή αλλοιώνεται η συλλογική μνήμη, επικρατεί νομοτελειακά η αντίδραση κι ο φασισμός. Το σύστημα, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που έχει τη δύναμη και ελέγχει, παρουσιάζει τα γεγονότα με τη δική του λογική εξωραΐζοντάς τα, παρουσιάζοντας μια στρεβλή εικονική πραγματικότητα. Μα η εικόνα αυτή, όσο ωραία και φανταχτερή και να δείχνει, δεν μπορεί να κρύψει την ασχήμια και την αδικία αυτού του κόσμου. Δεν μπορεί να εξηγήσει και να πείσει για την ύπαρξη των πολέμων και την καταστροφή. Δεν μπορεί να δικαιολογήσει την υποταγή και την εξαθλίωση των λαών. Δεν μπορεί να αναστρέψει τη ροή της ιστορίας. Αργά ή γρήγορα οι ηττημένοι θα γίνουν νικητές».

Καθόλου τυχαία ο συνθέτης επέλεξε να ντύσει με τη μουσική του εμβληματικούς στη σημασία τους στίχους, έχοντας την επίγνωση πως τα τραγούδια πάνω σε εμπνευσμένους στίχους από τους αγώνες των λαών, δεν μπορεί παρά  να λειτουργούν ως  επαναστατική πράξη, δίπλα στις υπόλοιπες δράσεις. Αυτά τα τραγούδια ακόμη, θέλω να πιστεύω κι εγώ, πως λειτουργούν για να διεγείρουν συνειδήσεις. Όπως το λένε και οι στίχοι του Ρίτσου: Αργήσαμε, σύντροφε. Αργήσαμε πολύ./ Πρέπει να πούμε το τραγούδι μας (Γιάννης Ρίτσος, «Το χρέος»). Αυτό κάνει και το συγκεκριμένο βιβλίο, και μάλιστα την κατάλληλη χρονική στιγμή.

 

 Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

ΛΙΑ ΣΙΩΜΟΥ ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

ΛΙΑ ΣΙΩΜΟΥ

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Tα χελιδόνια

 


 Θε νά ’ρθεις με την άνοιξη

και με τα χελιδόνια

 

και στην καρδιά θα λιώσουνε

της χειμωνιάς τα χιόνια.

 

Σαν κάποια γεύση;

του πελάγου μια πνοή

 

της αδειανής μου της φωλιάς

η θαλπωρή.

 

Θε νά ’ρθεις με την άνοιξη

τότε που η γύρη

 

της πεταλούδας όνειρο  

και τ’ άγριου κρίνου εγίνη.

 

Ίσκιος μιας φλαμουριάς

στις αγριοβραχιές

 

αγέρα θρόισμα στα φύλλα  

και τις σημυδιές.

 

Θε νά ’ρθεις και θα δεις,

θα σε προσμένω.

 

Μ’ ελπίδες κι όνειρα

την πλώρη θε να δένω

 

για ένα ταξίδι μακρινό,

για κάποια δύση

 

το δειλινό της ζήσης μας

μαζί να σβήσει.

 

Θε νά ’ρθεις στο απόμακρο

γνωστό μας μονοπάτι

 

σαν τροβαδούρος της χαράς 

που έσβησε μια ζάλη

 

Τραγούδα μου την άνοιξη  

και το γλυκό το θέρος.

 

Τι πανηγύρι η ζωή,

τι ουτοπία ο έρως

 

7 Μαρτίου 2003

(από την συλλογή Σπονδή Ονείρου, Γαβριηλίδης 2006)

 

 

Ας ήτανε ξανά…

 


Βρήκε τον άνεμο στη ζήση του

μ’ αυτόν ταξίδεψε

 

Κλωνάρια αμυγδαλιάς μιαν άνοιξη

πεσμένα καταγής

 

Πουλιά που σκόρπισαν

στης καταιγίδας την ορμή

 

Πουλιά που πήρανε τα όνειρα

κι εκείνον λες μαζί.

 

Βουνοκορφές που ζήλεψε

και μονοπάτια του δρυμού

 

Και κάτι ρείκια στις πλαγιές

στα ξόβεργα του νου

 

Και το πικρό τ’ ανέβασμα

για κάποιο φως στην κορυφή…

 

Ω!, ας ήτανε ξανά

η ζήση π᾽ έσβηνε γι’ αυτόν

κι ας ήτανε σαν την αλλοτινή…

 

(από τη συλλογή Ωσεί Άνθος του Αγρού, Ελευθερουδάκης 2024)

 Λία Σιώμου

 

 

ΤΟ ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΣΜΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

 

ΤΟ  ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΣΜΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

 


Η εσπέρια πεταλούδα έγινε ανεμοστρόβιλος

γύρω στη λάμπα τη φωτεινή.

Χτυπούσε τα πολύχρωμα και απαλά της φτερά

στο καυτό το γυαλί, στη στεφάνη.

Ζητούσε ως κορασίδα στο φως νυφικά να ντυθεί

και σ’ αυτό με πάθος στροβιλιζόταν.

Αθάμπωτο βλέμμα στο φέγγισμα, κορύφωση διπλή,

ακόρεστη μανία και θέλξη μαγική.

Χορός το φτερούγισμα στων θεών το χοροστάσι,

νύμφη των χρωμάτων να στολισθεί.

Είχε η φύση κάλλος, ασπροφορεμένη στο φως,

ζηλεμένη στο θάμπος μιας άλλης ζωής.

Διπλοφτέρουγες οι επιθυμίες και η ζάλη δυνατή

σε χρυσή κορώνα να μεταμορφωθεί.

Το πεταλούδισμα λάμπρισμα και παράδοσης ψυχής,

στην αθανασία, να έχει νόημα η ζωή.

Και ήταν μονάχη κόρη της νύχτας αλαργινή

χωρίς ταίρι στη χαρά την κρυφή.

Άραγε τι θα ένιωθε αν γνώριζε ότι και άλλες νύμφες

πεταλουδίζαν σ’ ένα άλλο έντονο φως;

*

Έστεκε μόνος, απέναντι από τον τρελό της χορό,

άναυδος με την απορία στα μάτια.

Δαψίλευε στης μοναξιάς τον πολύκλιτο ναό

τον κρυφό της υμνωδίας παρασυρμό.

Ορφάνευε στη φωταγώγηση ονείρων και προσδοκιών

στης φιλοδοξίας το περιστύλιο.

Αριθμούσε βεβαιότητες, προσθήκες και υπερβάσεις

με αυτοπεποίθηση και εγωισμό.

Με πάθος προσπερνούσε υποδείξεις και μιμήσεις

πρωτότυπες να είναι οι ορχηστρώσεις.

Με θάρρητα διαφέντευε την πρόκληση και τον πειρασμό

να ξεπεράσει τον γνώριμο εαυτό.

Δεν είχε ο κόσμος όρια και κοντινούς τερματισμούς

και η θέλησή του περιορισμούς.

Ούτε και ανάγκες ευπρόσδεκτης προσαρμογής

με διαδοχή την υστεροφημία.

Παρά μόνο άγγιστρα αναρρίχησης και επιβολής,

στην τελετή της επινόησης και της εφαρμογής.

Πεταλούδισμα ζωής το δοξαστικό της υπερβολής,

χωρίς αλαζονεία και πρόθεση αναστολής.


Γιώργος   Αλεξανδρής

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

Κωνσταντίνος Νικολάου Ο ταλαντούχος Νέρωνας Εκδόσεις Σμίλη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

 

Κωνσταντίνος Νικολάου

Ο ταλαντούχος Νέρωνας

Εκδόσεις Σμίλη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Κωνσταντίνος Νικολάου: «Ο ταλαντούχος Νέρωνας»

 


Δύο χρόνια πριν, στην πρώτη εμφάνιση στην ποίηση του Κωνσταντίνου Νικολάου, ήταν εμφανές ένα χαρακτηριστικό, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, έκανε και τη διαφορά, μιλώντας για νέο ποιητή: «Ο Νικολάου τολμά να προτείνει μια νέα ανάγνωση, ας είναι και ποιητική, με όση αμφισβήτηση μπορεί να προκαλέσει ως εισχώρηση στο άβατο, τον χώρο που δύσκολα ανέχεται τις αυθαίρετες, αιρετικές εισβολές. Κι όμως, αυτό το χαρακτηριστικό, το αυθαίρετο και το αιρετικό, είναι που ξεχωρίζει τον ποιητικό λόγο, και είναι κρίμα που πολλοί νέοι ποιητές δεν το εννοούν, καθώς αρκούνται σε μια βαρετή διαδρομή στην πεπατημένη οδό. Η αξία εδώ της ποίησης του Νικολάου έγκειται ακριβώς στην πρωτοτυπία, την τόλμη, χωρίς να αγνοούμε τον ποιητικό τρόπο ως προς τη χρήση της γλώσσας, το ύφος, τον ρυθμό».

Διαβάζοντας τώρα τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, το χαρακτηριστικό αυτό μοιάζει να εδραιώνεται με σιγουριά στην ποιητική του, αποτελώντας πλέον τον ιδιότυπο χαρακτήρα του ύφους του. Εισχωρεί πάλι σε χώρους προσωπικούς όσο και (στη νοηματική τους επέκταση) συλλογικούς, συνομιλεί με ποιητές, με όπλο τη λεπτή ειρωνεία δημιουργεί μικρές ιστορίες (όπως και στην πρώτη του συλλογή), οδηγώντας σε αιφνίδιες ανατροπές, σωτήριες για μια ποιητική επιλογή στη βάση της πρωτοτυπίας.

Χωρισμένη η συλλογή σε τρία μέρη. Στο πρώτο («Απολογισμός ή Όλοι κερδισμένοι») τα ποιήματα απηχούν μια απόπειρα αυτοπροσδιορισμού με γνώμονα την αμφισβήτηση κάθε βεβαιότητας – δείγμα ώριμης στάσης απέναντι τόσο στη ζωή εν συνόλω, όσο (αναπόφευκτα) και στην ποιητική δημιουργία. Αλίμονο αν η ποίηση δημιουργούσε τετελεσμένα. Αυτά τα ποιήματα ανοίγουν διαρκώς «κλειστές πόρτες», ερευνούν και καταλήγουν (στους τελευταίους στίχους) στην προσωπική ερμηνεία όσων βλέπουν. Μόνη σταθερά στο μέρος αυτό ο έρωτας· τι να πάει λάθος εδώ, όταν κυριαρχεί η αυθεντικότητα της σωματικής επαφής; Αντλώντας απ’ όλα τα τεχνάσματα/ που η ευλυγισία της γλώσσας μού προσφέρει/ δεν χρειάζομαι λεξικό/ για να μιλήσω στ’ ανοιχτά σου πόδια. («Εύγλωττος»).

 Το δεύτερο μέρος επιχειρεί μια διείσδυση στον ποιητικό χώρο, ένα είδος αυτοαναφοράς, με τις επιλογές της ποιητικής του Νικολάου να προσδιορίζονται στην ταπεινότητα, στην αυτογνωσία, στην απομάκρυνση από τα ηχηρά και πομπώδη της δαφνοστεφανωμένης αναγνώρισης. Κάλλιο να ’μαι στιχοπλόκων η τελεία/ παρά ποιητή δαφνοστεφούς η οξεία. («Λιανοτράγουδο»). Ας προσεχθεί εδώ το δισήμαντο των δύο λέξεων (τελεία, οξεία), με τη μία να υποδηλώνει την εύρεση του σκοπού, την τελειότητα, και την άλλη την οξύτητα της κορυφής που μόνο έναν μελλούμενο γκρεμό προοιωνίζεται. Μέσα στους στίχους του μοιάζει να χαμογελούν με νόημα στίχοι καβαφικοί (Μάταια λυσσομανούν άνεμοι οίησης./ Σε μονόφυλλα με αλεξανδρινή μελάνη,/ ακλόνητο στέκει ένα τούβλινο σπιτάκι ποίησης. «Αλεξανδρινό τοπίο»). Αλλά και το τίμημα για στίχους αυθεντικούς, βαμμένους με αίμα (γιατί η αληθινή ποίηση με αίμα γράφεται) εδώ στο ποίημα το αφιερωμένο στον Τζιμ Μόρισσον: Το στρατιωτικό τζάκετ που φορούσε/ να φορέσω, στο χρώμα της ελιάς./ Να περπατήσω με τις μπότες του/ σ’ όλο το Παρίσι.// Υπέρβαρος, χωρίς φωνή,/ ν’ αποφασίσω γι’ αλλαγή/ μόνο με ποίηση να ζήσω.// Σε μια μπανιέρα δηλαδή/ με ροζ νερό,/ το πρωί, να με βρουν νεκρό. («Ροζ νερό»).



Στο τρίτο («Παριστάνοντας τους ζωντανούς») το πιο κρυπτικό αλλά (γι’ αυτό) και το πιο ενδιαφέρον μέρος, με τις πιο ευθείες συνδέσεις με την πρώτη του συλλογή, ο Νικολάου αντιμέτωπος με το μυστήριο της ύπαρξης. Θα μείνω σε δύο ποιήματα, γιατί μου δίνουν το νήμα για να νοήσω και τα υπόλοιπα. Στο ένα («Παριστάνοντας τους ζωντανούς») ένα «παιχνίδι» με την πρόωρη διάψευση στόχων που ποτέ δεν τέθηκαν, ή αλλιώς μια «αυτοεκπληρούμενη προφητεία», τότε που στα χέρια μας απομένει μόνο: ο υποτιθέμενος μελλοντικός χρόνος/ δήθεν γελασμένος. Το άλλο («Σισύφειο»), με το σύμβολο της ματαιότητας να ανακυκλώνεται σε μια συνεχή διαδρομή, που πια δεν ξέρεις πού η αρχή και πού το τέλος της, ή αλλιώς, για να θυμηθούμε και τον άλλο ποιητή: Ένας ταξιδιώτης/ αποκοιμιέται πάνω στ’ άλογό του/ και βλέπει στ’ όνειρό του/ πως τάχα το ταξίδι του/ είναι ένα όνειρο/ που το βλέπει κοιμισμένος/ πάνω στ’ άλογό του (Γιώργης Παυλόπουλος, «Ο ταξιδιώτης»). Ή πάλι ο συνειρμός: Αυτός που γράφει το ποίημα/ κι εκείνος που θα το διαβάσει/ μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο/ με κάποιον που το ονειρεύτηκε.// Μέσα στο ποίημα βέβαια/ έχουν χαθεί κι οι τρεις (Γιώργης Παυλόπουλος, «Οι τρεις»), που μεταφέρει το ασαφές όσο και λογικά ασύλληπτο συνονθύλευμα των χρονικών στιγμών.

Είναι, νομίζω, σημαντικό να συναντάς μέσα σ’ έναν ποιητή έναν άλλο, η ποίηση η ίδια να ανακυκλώνεται, να προχωράει, να γιγαντώνεται, σπρώχνοντας, σαν τον σισύφειο βράχο, το νόημα πάνω και ξανά κάτω, χωρίς σταματημό.  Ο Κωνσταντίνος Νικολάου, με δύο ήδη ποιητικές καταθέσεις, έχει δώσει το προσωπικό του στίγμα στον ποιητικό χώρο. Και, μάλιστα, με τον καλύτερο τρόπο.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ ΜΑΣ!

 

ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ ΜΑΣ!



Χθες, Πέμπτη, 19, Δεκεμβρίου 2024, υποδεχθήκαμε στη Λέσχη μας τον Μάνο Κοντολέων και συζητήσαμε μαζί του το μυθιστόρημά του "Σαν Μήδεια" (εκδ. Πατάκη). Όπως ήταν αναμενόμενο, μια μορφή όπως αυτή της Μήδειας, και μάλιστα με τον τρόπο που την προσέγγισε ο συγγραφέας, οδήγησε σε πολύ ενδιαφέρουσες (όσο και διαφορετικές) τοποθετήσεις από τα μέλη και τους φίλους της Λέσχης μας, σε μια από τις πιο ουσιαστικές συναντήσεις μας.

Η επόμενη συνάντηση ορίζεται για την Πέμπτη, 16, Ιανουαρίου 2025, στις 18:00, στο Αναγνωστήριο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης, Κοντοπούλου 13, Αγία Παρασκευή. Θα υποδεχθούμε τη Χρύσα Φάντη για να συζητήσουμε μαζί της το μυθιστόρημά της Οδός Ευτυχίδου (εκδ. Σμίλη).

ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

Συντονίστριες:

Διώνη Δημητριάδου

Δήμητρα Καραχάλιου













Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

Ο Καρυωτάκης στις μέρες μας Ήχοι και απόηχοι από τη ζωή και το έργο του Ευσταθία Δήμου – Χρύσα Φάντη εκδόσεις Σμίλη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικο Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Ο Καρυωτάκης στις μέρες μας

Ήχοι και απόηχοι από τη ζωή και το έργο του

Ευσταθία Δήμου – Χρύσα Φάντη

 εκδόσεις Σμίλη

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικο Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Μια ενδιαφέρουσα σύμπραξη • Fractal

 


 

Μια ενδιαφέρουσα σύμπραξη

 

Δύο πολύ σημαντικές φωνές της λογοτεχνικής κριτικής, η Ευσταθία Δήμου και η Χρύσα Φάντη, εκτιμούν, η καθεμία από τη δική της σκοπιά, μία από τις πιο εμβληματικές μορφές της λογοτεχνίας μας, τον Κώστα Καρυωτάκη.

Η Ευσταθία Δήμου («Η απόκρυψη του ποιητή – Το σημείωμα αυτοχειρίας του Κ. Γ. Καρυωτάκη και οι ποιητικές του καταβολές») εστιάζει στο σημείωμα αυτοχειρίας του ποιητή, θεωρώντας το ένα είδος αυτοσχόλιου, προκειμένου να εντοπίσει μέσω αυτού, τα χαρακτηριστικά της ποίησής του, τις βασικές παραμέτρους που τον διαμόρφωσαν ως ποιητή. Έχει πάντοτε ενδιαφέρον αυτό που θα λέγαμε «το λίγο πριν», ό,τι δηλαδή αφήνει ο δημιουργός ως τελευταίο δείγμα της γραφής του, κυρίως αν έχει διαισθανθεί η, όπως στην περίπτωση του Καρυωτάκη, μελετήσει και προκαλέσει το τέλος του ως συνειδητή πράξη και όχι ως μοιραία άνωθεν επιλογή. Στο συγκεκριμένο μάλιστα σημείωμα σωστά η Δήμου επισημαίνει πως περισσότερο διαβάζουμε ένα «έργο» του ποιητή, στο οποίο περιγράφεται εν συνόψει η ζωή του, οι βαθύτερες επιθυμίες του και η οικτρή διάψευσή τους, που τον οδήγησαν σ’ αυτό που ο ίδιος ονομάζει «ατιμωτικό θάνατο». Με παιγνιώδες, ειρωνικό ύφος (χαρακτηριστικό της γραφής του) που, κατά τη Δήμου πηγάζει από την αίσθηση της ματαιότητας που τον διακρίνει, ως απότοκο και της ταραγμένης εποχής, ο ποιητής θα συνδιαλεχθεί με το δικό του ποίημα «Ιδανικοί αυτόχειρες», θα τονίσει την «αχαλίνωτη περιέργειά» του τη «νοσηρή του φαντασία», χαρακτηριστικά που προσέδωσαν στην ποίησή του ιδιαίτερη δυναμική. Θα δείξει πόσο βιωματικό ήταν το ποίημά του «[Είμαστε κάτι]», καθώς υποστηρίζει τον στίχο Μας διώχνουνε τα πράγματα, με τη φράση του σημειώματος «Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική». Ωστόσο, εξετάζοντας η Δήμου τη σχέση του ποιητή με την έννοια του κινδύνου, όπως τη διατυπώνει στο σημείωμά του, θα προτείνει να δούμε τη σαφή έλξη του προς τον θάνατο σε μια αντίστιξη με μια εξίσου έλξη του προς τη ζωή, η οποία όμως τον διάψευσε με τη σκληρή της πραγματικότητα. Στο συμπέρασμά της μελέτης της διαβάζουμε: «[…] αν ο αναγνώστης λάβει υπόψη ότι η ποίηση εντάσσεται μέσα στη περιοχή του πλασματικού ενώ το σημείωμα μέσα στην περιοχή του πραγματικού, τότε εύλογα βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα αν θα πρέπει να ερμηνεύσει την ποίηση του Καρυωτάκη με βάση τα δεδομένα του σημειώματος, επομένως και της ζωής του δημιουργού, ή αν θα πρέπει να θεωρήσει το κείμενο της αυτοχειρίας υπό το πρίσμα της λογοτεχνικής δημιουργίας που αναπαράγει και αναπαράγεται πάνω στη βάση των καλλιτεχνικών, αισθητικών και ιδεολογικών αρχών του ποιητή».



Η Χρύσα Φάντη («Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ελεγεία και Σάτιρες -  Το στοιχείο της ειρωνείας στην ποίηση του Καρυωτάκη – Αντικατοπτρισμοί και συγγένειες με σύγχρονους Έλληνες ποιητές»), εστιάζει σ’ αυτή τη συλλογή του ποιητή για να δείξει πώς κυρίως αυτή επέδρασε δραστικά στην ποίηση από τότε και μέχρι σήμερα, δίνοντας ποιήματα καρυωτακικού ύφους, παρόμοιας θεματικής, όλα διανθισμένα από ειρωνεία, αυτοσαρκασμό και σαρκασμό. Καθόλου τυχαία η επιλογή της τρίτης και τελευταίας συλλογής του, ένα χρόνο πριν την αυτοχειρία του, καθώς σ’ αυτήν ο ποιητής ανανεώνει το ύφος του, αφήνοντας τον ακραίο του πεσσιμισμό να διεμβολισθεί από την ειρωνεία και τη σάτιρα, προσδίδοντας έτσι στη γραφή του μια νέα σαφώς πνοή, οδηγώντας ωστόσο αναπόφευκτα στο τέλος του· η ειρωνική, αυτοσαρκαστική στάση απέναντι σε μια ζωή που διαρκώς τον διαψεύδει, αποτελεί ένα απώτερο στάδιο αυτοσυνειδησίας, πέρα από το οποίο και η παραμικρή ελπίδα σβήνει. Η Φάντη επιλέγει από τους σύγχρονους εκπροσώπους της ποίησης μια πληθώρα ποιητών και ποιητριών στους οποίους αναγνωρίζονται τα ίχνη της καρυωτακικής επίδρασης όχι ως απλή μίμηση αλλά ως έρεισμα για να ειπωθεί η δική τους στάση απέναντι στο πρόβλημα της ποίησης όσο και να δειχθεί η συνειδητή τους τοποθέτηση μέσα στο κοινωνικό οικοδόμημα, τονίζοντας το δύσκολα συμβατό της ανθρώπινης ελευθερίας με τις δεδομένες κοινωνικές επιταγές. Τεκμηριώνοντας μέσα από ποιητικά τους αποσπάσματα, διακρίνει τον τρόπο που διαφοροποιούνται οι διαφορετικές γενιές (πολύ ενδιαφέρουσα η διάκριση αυτή) επισημαίνοντας πως κυρίως στους νεότερους εξ αυτών επιβιώνει η στάση απέναντι στις καταπιεστικές εξουσίες, τον παραλογισμό της γραφειοκρατίας, αλλά και ο προβληματισμός για την ουσία της ύπαρξης και την έλλειψη ουσιώδους νοήματος της ζωής.

Και οι δύο ερευνήτριες παραθέτουν στο τέλος του κειμένου τους ικανή βιβλιογραφία, που αφενός αποδεικνύει την κοπιώδη εργασία τους και την εμβριθή μελέτη τους, αφετέρου παρέχουν στον αναγνώστη αντικείμενο έρευνας λαμπρό. Άλλωστε, είναι σημαντικό σήμερα να ασχολείται η κριτική και η δοκιμιογραφία με την ποίηση του Καρυωτάκη, γεγονός που δείχνει πόσο κάρπισε ο σπόρος που έσπειρε με τον ποιητικό του τρόπο αλλά και με τη συνακόλουθη αυτοχειρία του. Σημαντική επίσης η συνέργεια των δύο κριτικών, η συνύπαρξη σε μία έκδοση δύο κειμένων που με την οπτική τους, τη διαφορετική θεματική τους, φωτίζουν ένα τοπίο ακόμη ανοιχτό σε συζήτηση.

 Διώνη Δημητριάδου

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΝΗΣΕΙΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

 ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ  ΚΑΙ  ΑΡΝΗΣΕΙΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ





Ανάκρουσμα τρανταχτό το πέρασμα του χρόνου,
αντήχηση καθημερινή μνήμης και προσδοκίας,
πρόσβαση στο άγνωστο και οχύρωση στο τώρα,
και είναι η ζωή μας ανοιχτή σε όνειρα και ελπίδες,
έκφραση της συνείδησης και της αυτογνωσίας,
μια βεβαιότητα της αίσθησης και της πολυγνωσίας.

Η περιτείχιση οραμάτων και κρυφών συμβολισμών
σε πρότυπα ινδάλματα και μορφές ιεροσύνης
να έχουν χώρο και σκοπό οι κρυφές μας επιδιώξεις,
στελέχωση είναι και σύνταξη στα ιερά μας ιδανικά,
για να αποτιμούμε οντότητες και καταστάσεις,
ακόμη μια βεβαιότητα είναι υπαρξιακής αυτονομίας.

Αναγκαία και ευδόκιμη αποδοχή η συνύπαρξη
στα πλαίσια του αλληλοσεβασμού και της ευθύνης,
με αναγνώριση του αυτοπροσδιορισμού τη σχέση
και με σημείο αναφοράς της ολότητας το χρίσμα,
να είναι το δικαίωμα διακριτικότητας καθήκον,
επίγνωση βεβαιότητας στην τήρηση της συνέπειας.

Οι προθέσεις αγαθές και επιδεκτικές οι ταυτίσεις
να έχει ο ατομισμός οικουμενικές διαστάσεις
με ανεξίτηλους και αποδεκτούς χρωματισμούς προόδου,
να οριοθετεί η κάθε γενεά τη δική της εποχή
με ενστάσεις, αιτιάσεις, προοπτική και συμπράξεις
στη βεβαιότητα του σύγχρονου και του εφικτού.

Αγαστή η λειτουργία στην πίστη των βεβαιοτήτων
με αποδεκτή τη διαβάθμιση τάξεων και ομάδων
σε μια πολυπρόσωπη κοινωνία της αρμονίας
που συνθέτουν με θέσεις, αντιθέσεις και αρνήσεις
ομόλογοι ιδεαλιστές κι επισκοπούντες αρωγοί
πολύμορφη, συλλογική κι ομόσπονδη να είναι η ζωή.

Οι βεβαιότητες πορίσματα πολλαπλά και παραδοχές,
ώριμες συμπεριφορές, αναγνώσματα και πρακτικές
σε μια κοινωνία θέσπισμα  στην ορθοφροσύνη
και με συστέγαση τις αντιπαραθέσεις και τις αρνήσεις,
ευσχήμονες στην υποκρισία, στην τελετή της πλάνης,
στην άρνηση του δικαιωματισμού και της ελευθερίας.

Γιώργος  Αλεξανδρής
(φωτογραφία: Sebastião Salgado)


 

12 μελοποιημένα ποιήματα του Γιώργου Δουατζή σε μουσικές συνθέσεις του Λάμπρου Μητρόπουλου (You Tube)

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

"Οι μουσικοί" Εγγονόπουλος



12 μελοποιημένα ποιήματα του Γιώργου Δουατζή σε μουσικές συνθέσεις του Λάμπρου Μητρόπουλου (You Tube)

Κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο (You Tube) από το ΡάδιοΤέχνης ο κύκλος δώδεκα μελοποιημένων ποιημάτων του Γιώργου Δουατζή, σε μουσικές συνθέσεις του Λάμπρου Μητρόπουλου, με χρήση ψηφιακών μέσων και Τεχνητής Νοημοσύνης. Πρόκειται, ίσως, για την πρώτη φορά που μελοποιείται ποίηση στην Ελλάδα με τη χρήση υψηλής τεχνολογίας.

 

Τα έργα μπορούν να ακροαστούν όσοι ενδιαφέρονται στη διεύθυνση: https://www.youtube.com/playlist?list=PLR4sREA42ckVUZoYZEfTGUe3lZ6LYGjDV

όπου και η πλήρης λίστα των δώδεκα τραγουδιών. Στην μελοποίηση των ποιημάτων, τα οποία επέλεξε ο Λ. Μητρόπουλος, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιούνται φωνές τενόρου και σοπράνο, η δε οπτικοποίηση έγινε με χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης, αλλά και εικαστικών έργων του Γ. Δουατζή.

 

Ο Γιώργος Δουατζής είναι ποιητής, συγγραφέας, δημοσιογράφος. Εξέδωσε τριάντα οχτώ βιβλία (ποίηση, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά), συμμετείχε σε δεκαεννέα συλλογικά έργα, έργα του περιλαμβάνονται σε δεκαέξι ανθολογίες-λεξικά, έγιναν δέκα θεατρικές παραστάσεις με έργα του. Έχουν μεταφραστεί έργα του σε οχτώ γλώσσες. Έχει εκθέσει έργα ζωγραφικής σε δύο ατομικές και τρεις ομαδικές εκθέσεις. Η νέα ατομική του έκθεση θα πραγματοποιηθεί στον χώρο πολιτισμού «Λόφος Artproject» (8-31 Ιανουαρίου).

 

Ο Λάμπρος Μητρόπουλος εργάστηκε ως στέλεχος επιχειρήσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μαθήτευσε στην κλασική κιθάρα με δάσκαλο τον Βαγγέλη Μπουντούνη στο Εθνικό Ωδείο. Το 2005 ίδρυσε το Radio Art - Ραδιόφωνο Τέχνης, με στόχο την προβολή ποιοτικής μουσικής και ποιητικού λόγου. Συνεργάστηκε με τη δισκογραφική εταιρεία Σείριος του Μάνου Χατζιδάκι και με τον Μίκη Θεοδωράκη, οι οποίοι του παραχώρησαν το σύνολο του έργου τους για παρουσίαση. Το Radio Art - Ραδιόφωνο Τέχνης  https://www.radiotechnis.gr/ έχει αποσπάσει πλήθος θετικών κριτικών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 2021, οι Times του Λονδίνου το κατέταξε στους δέκα καλύτερους διαδικτυακούς ραδιοφωνικούς σταθμούς παγκοσμίως.