Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

Jenny Offill Καιρός μετάφραση: Κατερίνα Σχινά εκδόσεις Στερέωμα η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Jenny Offill

Καιρός

μετάφραση: Κατερίνα Σχινά

εκδόσεις Στερέωμα

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Jenny Offill: «Καιρός» (diastixo.gr)


 


Την Αμερικανίδα συγγραφέα Τζέννυ Όφιλ (Jenny Offill) συστήνουν στο ελληνικό κοινό οι εκδόσεις Στερέωμα, με το μυθιστόρημα Καιρός, σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά. Σε πρώτο πρόσωπο η Λίζι, μια γυναίκα που πλησιάζει τη μέση ηλικία, θα αφηγηθεί την ιστορία της, μέσα από μια δύσκολη καθημερινότητα που απαιτεί από αυτήν να ανταποκρίνεται στους πολλαπλούς ρόλους: μητέρα του ανήλικου Ιλάι, σύζυγος του Μπεν, αδελφή του καταθλιπτικού Χένρυ, κόρη της χήρας και θρησκόληπτης μητέρας. Έχοντας εγκαταλείψει τις σπουδές της, εργάζεται ως βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου. Στην ήδη επιβαρημένη καθημερινότητά της θα προστεθεί άλλη μια υποχρέωση, να παρακολουθεί την αλληλογραφία της Σύλβια Λίλερ, της καθηγήτριάς της που ήταν υπεύθυνη για τη διπλωματική της εργασία, η οποία παρουσιάζει τη μελλοντολογικού χαρακτήρα ραδιοφωνική εκπομπή «Ο κόσμος να χαλάσει». Η Λίζι θα κληθεί να απαντάει καθημερινά στα εκατοντάδες μέιλ που δέχεται η εκπομπή από μια ποικιλία ακροατών με εμμονές, ιδεοληψίες, με ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή και το επικείμενο τέλος του πλανήτη, με ρατσιστικές θεωρίες κατά των μεταναστών που ευθύνονται για όλα κ.λπ. Πώς θα επιδράσει αυτή η νέα κατάσταση στην ψυχοσύνθεση της Λίζι; Θα καταφέρει  να μην παρασυρθεί και αυτή στην ψυχοφθόρα αναμονή του τέλους της ανθρωπότητας;

Πρόκειται για μία αποσπασματική γραφή (όλο το κείμενο είναι χωρισμένο με αστερίσκους σε μικρές παραγράφους-σκηνές, που θυμίζουν ημερολογιακές καταγραφές, χωρίς να είναι όμως σελίδες από ημερολόγιο), με ιδιαίτερο ύφος, που παρασύρει και σε μία αποσπασματική ανάγνωση, σαν να παρακολουθεί τη σταδιακή εισχώρηση της Λίζι στο ζοφερό μελλοντικό τοπίο. Μια γραφή που «χτυπάει» κατά κύματα, όπως ο ψυχικός πόνος.

 

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο ψυχικός πόνος έρχεται κατά κύματα, είπε η Μάργκο στον Χένρυ, σ.148). 

 

Ο αναγνώστης αναγκάζεται να κάνει τις παύσεις του κάθε που η ηρωίδα διακόπτει τη ροή του λόγου της και περνάει σε άλλη κατάσταση, καθώς οι σκηνές διαδέχονται η μια την άλλη υποδηλώνοντας ταυτόχρονα την εποχή της ταχύτητας, της βραχύτητας του λόγου αλλά και της συνακόλουθης ανασφάλειας. Σκέφτεται, προβληματίζεται ενδεχομένως, παρακολουθεί τον ρυθμό της αφήγησης, κάτω από τη συγγραφική «καθοδήγηση». Ταυτόχρονα πρόκειται για μια γραφή με χιούμορ κατά τόπους, που εκτονώνει τις πιο σκοτεινές και δυσοίωνες υπαρξιακές σκέψεις, υποδηλώνοντας τη συναρμογή των δύο όψεων της πραγματικότητας. 


 Η Όφιλ τοποθέτησε συγγραφικά τον εαυτό της πίσω από τη λογοτεχνικά επινοημένη Λίζι (σε μία κοινή στάση παρατηρητή για συγγραφέα και ήρωα) για να μιλήσει για τη σύγχρονη πραγματικότητα. Όχι, φυσικά, για να υποστηρίξει τα ιδεοληπτικά σενάρια των καταστροφολόγων αλλά για να θίξει τους κινδύνους που παραμονεύουν πίσω από την οικολογική ανισορροπία, την πολιτική απραξία και την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων· ένα σχόλιο για τον σημερινό κόσμο. Το διογκούμενο σταδιακά άγχος της Λίζι είναι το ψυχοφθόρο άγχος που καταλαμβάνει όλους μας μπροστά στη διάσταση ανάμεσα στον ιδιώτη και τον πολίτη, μπροστά στην καταρράκωση των προσωπικών σχέσεων, στην αποδυνάμωση του κοινωνικού ιστού. Κατορθώνει να αναγάγει σταδιακά τον ατομικό φόβο σε συλλογική αγωνία για το μέλλον της ζωής. Ένας φόβος, όμως,  που ακόμη και με τη συλλογική του υπόσταση δεν παύει να εκκινεί από την ατομική κατάσταση, να τροφοδοτείται διαρκώς από αυτήν, οπότε μία παράμετρος για τη διαφυγή από το σκοτεινό τούνελ να εξαρτάται πάλι από το ίδιο το άτομο: να κατανοήσει τα όρια του εαυτού του και του κόσμου γύρω του,  να συνειδητοποιήσει τη θέση του σ’ αυτόν τον κόσμο, να αποφασίσει να δράσει.

 

Ένας άνθρωπος βλέπει τρομερά όνειρα. Τον καταδιώκει πάντα ένας δαίμονας. Ζητάει βοήθεια από έναν ψυχοθεραπευτή, κι εκείνος του λέει ότι πρέπει να αντιμετωπίσει τον δαίμονα, αλλιώς δεν θα απαλλαγεί ποτέ απ’ αυτόν. Ορκίζεται ότι θα το κάνει, αλλά κάθε νύχτα, στα όνειρά του, τρέχει  να ξεφύγει. Τελικά καταφέρνει να σταματήσει· στρέφεται και τον κοιτάζει κατάματα τον δαίμονα. «Γιατί με καταδιώκεις;» τον ρωτάει. Και ο δαίμονας λέει: «Δεν ξέρω. Δικό σου είναι το όνειρο». (σ.175).

 

Με αφορμή τον τρόμο που έχει καταλάβει τα τελευταία χρόνια όλο τον πλανήτη, η Όφιλ θέλησε να δείξει πώς (και αν) μπορεί κανείς να επιβιώσει μέσα στο ζοφερό κλίμα, που μοιάζει να καταργεί κάθε αισιόδοξη σκέψη. Με τη στάση της Λίζι να βοηθάει όσο μπορεί τους εξαρτώμενους από αυτήν ανθρώπους, παρά τα δικά της αδιέξοδα, παρουσιάζει σε μικρογραφία την ελπίδα συνολικά της ανθρωπότητας, με την αλληλεγγύη, τη συμπαράσταση, τη συλλογικότητα στις διεκδικήσεις, την κοινή φωνή να προβάλλουν ως μοναδικές επιλογές.  Ίσως θέλησε να προσθέσει, στις φωνές που ακούγονται από αρκετές πλευρές, μία γραφή που να ωθεί με τον δικό της τρόπο στην αφύπνιση; Ενδιαφέρουσα παράμετρος αυτή, αν δεχθούμε τη λειτουργία της λογοτεχνικής γραφής ως παράγοντα κοινωνικής, και πολιτικής ακόμη, δραστηριοποίησης. Παράλληλα, δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη και μια άλλη πραγματικότητα, εμφανής και αυτή στο βιβλίο. Πόσο επιρρεπής είναι ο σύγχρονος άνθρωπος να ξεφύγει από την ιδιώτευσή του μέσα από μια συλλογική μαζική παράκρουση; Πώς λειτουργεί πάνω στη διαταραγμένη του ψυχοσύνθεση ένα μέσο ενημέρωσης, μια εκπομπή, εν προκειμένω, που συντηρεί και εντείνει τους πιο κρυφούς του φόβους;

 

Για μεγάλο διάστημα το αυτί μου έπιανε όσα έλεγαν οι απαισιόδοξοι. Έτρεμαν όταν διατύπωνες έστω και το παραμικρό παράπονο για την κατάσταση στη χώρα· οργίζονταν αν τυχόν είχες τη βεβαιότητα ότι το έδαφος ήταν σταθερό κάτω από τα πόδια σου. (σ.161).

 

Κάτω από αυτές τις πιθανές αναγνώσεις, θα μπορούσε το βιβλίο αυτό να αποκτήσει τη διάσταση μιας προειδοποίησης, που ξεφεύγει αρκετά από τις τυπικές προδιαγραφές της μυθοπλασίας. Ενδεχομένως, ναι. Ωστόσο, καθόλου δεν χάνει από τη λογοτεχνική του αξία, κυρίως με την καινοτόμο μορφή του αλλά και με το ύφος που την υπηρετεί πιστά – σημαντική ως προς αυτό η απόδοση στην ελληνική γλώσσα, που μεταφέρει τον αφηγηματικό ρυθμό. Μια υπενθύμιση, εν τέλει, πως υπάρχουν εύστοχοι τρόποι αφήγησης, λιγότερο δοκιμασμένοι στην πεζογραφία, που λειτουργούν άριστα.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου