Γιώργος Χρονάς
Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς
Αυτοβιογραφία
Εκδόσεις Οδός Πανός
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
«Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς – Αυτοβιογραφία» (κριτική) – Πρόσωπα, φράσεις, αναπνοές
Πρόσωπα, φράσεις, αναπνοές
Όσο τα πρόσωπα μεταλλάσσονται σε σκιές, όσο η μνήμη
αναζητάει τα ίχνη που αφήσανε, όσο ο χρόνος τρέχει, χωρίς να νοιάζεται καθόλου
για όσα καταπίνει, τόσο η γραφή θα είναι παρούσα, να προλάβει, να αποτυπώσει
όσα αξίζει να μείνουν εδώ και να μη χαθούν. Ο Γιώργος Χρονάς, στο εικοστό όγδοο
βιβλίο του, το πιο αυτοβιογραφικό από όλα, αφήνει τη σκέψη ελεύθερη –χωρίς τη
γραμμική χρονική διάταξη που τα βάζει όλα σε μια σειρά, αλλά ίσα ίσα με τη
δύναμη των συνειρμών– να δώσει το διάγραμμα της ώς τώρα ζωής του, με
τον αυθορμητισμό και την αυθεντικότητα που πάντα τον διακρίνει.
Ιδιαίτερη αυτοβιογραφία, εστιασμένη όχι τόσο στα
γεγονότα όσο στα πρόσωπα, που καθόρισαν την πορεία του. Ίσως γιατί έτσι
αποκτούν και τα γεγονότα μια άλλη αξία, πιο προσωπική, πιο ουσιαστική, καθώς,
όπως τα θυμάται και τα καταγράφει, είναι αυτά τα πρόσωπα που φωτίζουν το
σκηνικό, αποδίδοντας τις λεπτές φωτοσκιάσεις του. Το φωτογραφικό υλικό που
συνοδεύει την αφήγηση είναι γεμάτο από αυτά τα «φωτεινά» πρόσωπα.
Αρχικά οι γονείς με τον σωστό λόγο: «Κάνε ό,τι θες» ή
«Κάνε τη ζωή σου», που έδωσαν το έναυσμα για την ξεχωριστή πορεία. Μετά ο
Πειραιάς, το Πέραμα, τα πρώτα ερεθίσματα, τα πρώτα δείγματα ότι η παρατήρηση
και κατόπιν η εσωτερίκευση με τους δικούς του «νόμους» (τι αξίζει και τι όχι)
θα ήταν πάντοτε δημιουργικά παρούσα, οι φίλοι, οι μουσικές, τα βιβλία, το
σινεμά. Και, βέβαια, η αρχή της προσωπικής γραφής, το πρώτο βιβλίο, η προσωπική
«έκθεση» προς τα έξω. Αυτά, λίγο πολύ με μια χρονική ακολουθία.
Από εκεί και πέρα, όμως, εισβάλλουν καταλυτικά τα πρόσωπα, με τη σειρά που το καθένα ζυγίζει την αξία του στη ζωή του Χρονά ή με τη σειρά που η σκέψη θέλει να τους ξαναδώσει ζωντανή τη παρουσία τους – ποιος άλλωστε μπορεί να καθορίσει πώς και πόσο μετράει το μέγεθος, το βάρος των προσώπων; Όπως διαβάζεις για τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Γιώργο Χειμωνά, τη Λούλα Αναγνωστάκη, τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Παύλο Μάτεσι, την Καίτη Γκρέυ, την εμβληματική Πανωραία ή αλλιώς «Γυναίκα της Πάτρας», τον Μάνο Ελευθερίου, τον Νίκο Μαμαγκάκη, τη Σεβάς Χανούμ, τη Μάγδα Κοτζιά, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Νίκο Γκάτσο, τον Δημήτρη Λαλέτα, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Μίκη Θεοδωράκη, τη Μάνια Τεγοπούλου, τον Κώστα Ταχτσή, τη Ζυράννα Ζατέλη, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Άκη Πάνου, τη Μαλβίνα Κάραλη, τόσους και τόσους άλλους, κάποιους με σταθερή πορεία μαζί του, κάποιους σαν βιαστικά περάσματα από τη ζωή του, νιώθεις πως εννοείς καλύτερα το έργο του, ποιητικό και εκδοτικό. Ο Χρονάς αφήνει πάντα σε ό,τι καταπιάνεται ένα ισχυρό αποτύπωμα έντασης, έρωτα, πάθους. Διαφορετικά δεν θα ξεκινούσε την εκδοτική περιπέτεια του περιοδικού Οδός Πανός ή τις ομώνυμες εκδόσεις βιβλίων Οδός Πανός/Σιγαρέτα, υπολογίζοντας μόνο τι του άρεσε και τι άξιζε πραγματικά να ειπωθεί, με τόλμη, με πρωτοτυπία, συχνά με θράσος (ευτυχείς στιγμές αυτές), που τον καθιέρωσαν σαν ένα ξεχωριστό «κεφάλαιο», πολύτιμο στην εκδοτική σκηνή.
Αλλά ούτε και θα έγραφε την τόσο ξεχωριστή ποίησή του,
σε απόλυτη ευθεία οδό προς εαυτόν αλλά και προς ευήκοο αποδέκτη, καθόσον η
ποίηση, κι ας έχει πάντα αφετηριακό σημείο τον ιδιωτικό χώρο, αδύνατον να μη
συναντήσει στην πορεία της κάποιους συνοδοιπόρους αναγνώστες. Αυτούς αναζητάει
η ποίηση του Χρονά, χωρίς να αναιρείται η εγγενής μοναξιά της γραφής· η
ποιητική ιδέα μεταποιημένη σε λόγο επιστρέφει πάλι στην αφορμή της φέροντας
τώρα μαζί της, άρρηκτα δεμένη με τις λέξεις της, άλλοτε μια υπενθύμιση
πολύτιμων στιγμών, άλλοτε μια παρακαταθήκη προς φύλαξη – πολύτιμα και όσα
αφορούν μια εσωστρεφή νουθεσία, προσωπικές αξιολογικές κρίσεις που σπανίως
φθάνουν σώες στην όποια ανάγνωση· άλλοτε λειψές και άλλοτε παρερμηνευμένες.
Μονόλογος επομένως που επιστρέφει τη φωνή στην αρχική πηγή της. Άλλη μια
επαλήθευση του μοναχικού λόγου, άλλη μια επαυξημένη μοναξιά του ποιητή.
Ούτε θα εστίαζε με τις συνεντεύξεις του στα πιο
ιδιαίτερα πρόσωπα που ήθελε να γνωρίσει καλύτερα, όχι σε ρόλο δημοσιογράφου
αλλά ως συνομιλητής που κρατά τον δικό του λόγο περιορισμένο στις απαραίτητες
λέξεις μόνο, και με αυτές πυροδοτεί τη σκέψη του άλλου, που ανοίγεται έτσι και
καταθέτει τα μύχια της ψυχής του. Και αυτό δεν απαιτεί ικανότητες
δημοσιογραφικές αλλά ευαισθησία να προσεγγίσεις τον συνομιλητή σου με
υπευθυνότητα και σεβασμό απέναντι σ’ αυτόν αλλά και στο αναγνωστικό κοινό. Όλα
τα χρόνια της παρουσίας του στα ελληνικά λογοτεχνικά πράγματα βλέπουμε πόσο
είναι εμφανής η εστίαση του ενδιαφέροντός του σε πρόσωπα που κουβαλούν μέσα
τους ολόκληρο κόσμο εμπειριών, βιωμάτων, πρόσωπα (καμιά φορά και περιθωριακά)
που ζουν σε τεντωμένο σχοινί ακροβατώντας ανάμεσα σε μια ζωή που επιθυμούν και
στην αντίδραση του κοινωνικού περίγυρου, που πολύ υποκριτικά τους αγνοεί ή τους
δέχεται υπό προϋποθέσεις. Έτσι, μοιάζει να δίνει «βήμα» στις φωνές που
διαφοροποιούνται από την ασφάλεια της ομάδας και διεκδικούν τη θέση τους και τη
διαφορετικότητά τους σ’ έναν κόσμο απελπιστικά ομοιόμορφο. Ίσως αυτό να είναι
και το πλέον χαρακτηριστικό της γραφής του Χρονά, τόσο απλής όσο και σπουδαίας,
τόσο αθώας όσο και υποψιασμένης για όλα.
Πριν μερικά
χρόνια, σε μια συνέντευξη στα πλαίσια ενός αφιερώματος στο έργο του στο
θεσσαλονικιώτικο περιοδικό η Καρυοθραύστις
(εκδ. Ρώμη, τχ. 1), τον είχα ρωτήσει αν κάτι έχει μείνει από όσα έζησε, από την
επαφή του με σημαντικούς ανθρώπους, και μου είπε: «Όσο για αυτούς που γνώρισα,
ίσως γράψω ένα βιβλίο, ίσως να τους κρατήσω σαν δύναμη μέσα μου μέχρι να κλείσω
τα μάτια για πάντα». Τώρα, στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς, τους έχει κλείσει μέσα στις
αφηγήσεις του, με τη δύναμη της τόσο ξεχωριστής γραφής του. Και αυτό είναι
σημαντικό.
Διώνη Δημητριάδου
Απόσπασμα
Το Πέραμα που γνώρισα δεν έχει καμία σχέση με το
σημερινό Πέραμα. Τα παιδικά μου χρόνια έχουν ταξίδια με την οικογένειά μου στο
Πέραμα, Σαλαμίνα, Αίγινα, Πόρο, Χαλκίδα, Δροσιά, Άνοιξη, όπου μικρά παιδιά
μαζεύανε μανιτάρια, που ξέρανε, για να τα ψήσουμε και να φάμε. Αφού δεν πέθανα,
άγιο είχα. Το Πέραμα ήταν τόπος αγίων και χαμένων στη μοίρα ανθρώπων. οι
ταβέρνες ήταν στη σειρά – εκεί που είναι το πάρκινγκ τώρα, χτίσματα με ξύλα,
χαρτόνια, λαμαρίνες. Αποθέωση χυμένων πηλών. Θύμιζε τη σκηνή της γραφής, που με
λάσπη και νερό δίνει ζωή, με φύσημα αέρα, στο πλάσμα απέναντι του. Η ατμόσφαιρα
μύριζε κεφτέδες και συκώτι τηγανητό. Κάποτε που έφαγα, κόντεψα να πεθάνω.
Φαίνεται χίλιες φορές το ίδιο λάδι είχε χρησιμοποιηθεί. Η όψη αυτή του
Περάματος είχε διασωθεί, τρόπος του λέγειν, στην Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού, στην τελευταία σκηνή, όπου το
δολοφονικό τρίκυκλο, υπό την μουσική του Λοΐζου, διασχίζει τον δρόμο μπροστά σε
αυτές τις ταβέρνες της ερημιάς της ψυχής και του νου, με τον σκοτωμένο πια
Γιώργο. Στρατιώτη. Την αγάπη της Ευδοκίας, της πόρνης που σέβεται. (σ.
121).