Θάνατος στη Ρώμη
Wolfgang Koeppen
Μετάφραση: Βασίλης
Τσαλής
Εκδόσεις Κριτική
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Wolfgang Koeppen: «Θάνατος στη Ρώμη»
Ήταν η πρώτη
φορά μετά από πολύ καιρό που ο Γιούντεγιαν κυκλοφορούσε ως άνθρωπος ανάμεσα σε
ανθρώπους, ένας πολίτης, αφύλακτος, απροστάτευτος, άοπλος, ένας γεροδεμένος
μεσήλικας με σκούρο κοστούμι. Ξαφνιάστηκε όταν είδε ότι κανείς δεν του έδινε
σημασία. Οι διαβάτες τον άγγιζαν, περνούσαν ξυστά δίπλα του, έπεφταν πάνω του
και ψέλλιζαν ένα φευγαλέο «παρντόν». Παρντόν στον Γιούντεγιαν; Έκανε μερικά
βήματα στα τυφλά. Κανείς δεν τηρούσε τις δέουσες αποστάσεις. (σσ. 47-48).
Πώς νιώθει, αλήθεια, ένας πρώην Ναζί αξιωματούχος (και
αμετανόητος του εθνικοσοσιαλιστικού πειράματος) λίγα χρόνια μετά το τέλος του
πολέμου και την ήττα της χώρας του και της ιδεολογίας του; Πώς νιώθει να μην
τον αναγνωρίζουν, να μην παραμερίζουν με φόβο μπροστά του, να μην τον
προσφωνούν όπως του αξίζει; Σαν ένα φάντασμα του παρελθόντος που ακόμη επιμένει
να κυκλοφορεί ανάμεσα στους ζώντες, αθέατος και ασήμαντος. Ο Koeppen αποδίδει
με λεπτές φωτοσκιάσεις την ψυχολογία του ήρωά του, όπως άλλωστε κάνει και με τα
υπόλοιπα πρόσωπα του εμβληματικού του μυθιστορήματος Θάνατος στη Ρώμη, που κάλλιστα θα μπορούσε να έχει τον τίτλο Φαντάσματα στη Ρώμη.
Το μυθιστόρημα (μέρος της τριλογίας του Koeppen)
γράφτηκε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Ρώμη, ενώ είχε στη σκέψη του
ένα άλλο, τελείως διαφορετικό βιβλίο. Τα απομεινάρια του ένδοξου παρελθόντος
της αιώνιας πόλης, η φιγούρα ενός ανθρώπου που διασταυρώθηκε μαζί του στον
δρόμο, άλλαξαν αιφνίδια την έμπνευσή του και άρχισε να δουλεύει στο μυαλό του
το νέο του βιβλίο, που είδε το φως της δημοσιότητας το 1954. Ήταν σαν να είδε
ολοκληρωμένο το μυθιστόρημά του, έτοιμο στο μυαλό του, οπότε έμενε να ταιριάξει
το κατάλληλο ύφος, να βρει την κατάλληλη γλώσσα για να αφηγηθεί την ιστορία
του. Η φιγούρα του πρώην στρατηγού των SS ήταν ολοζώντανη στη σκέψη του, σαν να τον έβλεπε να
περπατάει στους δρόμους της πόλης, αναζητώντας τι άραγε; Μόνο την επανασύνδεση
με την οικογένειά του, καθώς δικασμένος ερήμην στη Νυρεμβέργη έζησε τα
τελευταία χρόνια ως εξαφανισμένος καταζητούμενος, αποκομμένος από όλους όσοι
τον γνώριζαν; Ίσως να συνταιριάσει τη μνήμη της αλλοτινής του δύναμης με τα λαμπρά ερείπια της πανίσχυρης κάποτε
αυτοκρατορικής Ρώμης, ακόμη καλύτερα με τη Ρώμη της φασιστικής ισχύος; Μάταιο.
Κάποτε η Ρώμη
ήταν σχεδόν υπό τον έλεγχό του. Μάλιστα, είχε υπό τον έλεγχο του ακόμη και τον
άνθρωπο που εξουσίαζε τη Ρώμη. Ο Μουσολίνι έτρεμε τον Γιούντεγιαν. Τώρα η Ρώμη
είχε χαρίσει στον Γιούντεγιαν έναν ψωραλέο γάτο. Μια πουτάνα τον είχε αφήσει
στα κρύα του λουτρού. Δεν μπορούσε να διατάξει την εκτέλεσή της. Μια πουτάνα το
είχε σκάσει με τον γιο του, ο οποίος ήταν καθολικός ιερέας. Ούτε ιερείς
μπορούσε πια να εκτελέσει ο Γιούντεγιαν. Δεν είχε πια καμιά εξουσία. (σ. 247).
Δώδεκα χρόνια χιτλερικού καθεστώτος πώς γράφουν στην
ψυχή όσων μπερδεύτηκαν ως θύτες και ως θύματα στα γρανάζια του; Ο Koeppen θα
δέσει τη μοίρα όλων με τη γραφή του, ανιχνεύοντας αόρατες συνδέσεις, επινοώντας
μια ευφάνταστη πλοκή με συνεχείς ανατροπές, αποκαλύπτοντας αθέατες πλευρές της
γερμανικής ψυχής με την ενοχή, τον πόνο, την απώλεια, τη ματαιότητα, τη
ματαιοδοξία, τη διάθεση για αναβίωση του παρελθόντος ή για αναδιάπλαση ενός
μέλλοντος που διαφαίνεται ζοφερό. Απαισιόδοξη ιστορία; Οπωσδήποτε μια γραφή που
αποπνέει, μέσα από τη διάσπαρτη ειρωνεία της, την εσωτερική της ένταση, την
διεισδυτική ψυχογράφηση των χαρακτήρων (πρωτευόντων και δευτερευόντων) τόσο τη
διάχυτη απελπισία όσο, κυρίως, την απόλυτη συνειδητοποίηση των γεγονότων και
των συνεπειών τους. […] αδύνατο να
αλλάξει η Γερμανία, μπορούσες μόνο να αλλάξεις τον εαυτό σου, και ο καθένας
έπρεπε να το κάνει αυτό εντελώς μόνος του (σ. 159). Η παραδοχή αυτή δύσκολα ξεστομίζεται, ακόμη δυσκολότερα γίνεται
αποδεκτή από όσους βαυκαλίζονται να πιστεύουν ότι όλα σβήστηκαν, όλα ανήκουν σε
ένα θλιβερό παρελθόν, στο οποίο ο καθένας χωριστά δεν είχε καμία ανάμειξη,
καμία ευθύνη.
Ο Koeppen, φυσικά, δεν είναι ο μόνος Γερμανός που
επιχείρησε εύστοχες τομές στη γερμανική μεταπολεμική συνείδηση για να ανασύρει
πολύτιμα ευρήματα. Μια ολόκληρη γενιά ασχολήθηκε με αυτή τη θεματική, και θα
λέγαμε πως ακόμη σπέρματά της ανακαλύπτουμε στη σύγχρονη λογοτεχνία – δεν
διαγράφονται εύκολα τα ίχνη. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε στη γραφή του
τη λειτουργία των συνειρμών όσο σε κανέναν άλλο, την εναλλαγή των αφηγηματικών
φωνών, των σκηνικών (σαν σε θεατρική παράσταση συχνά), αυτά ως προς το ύφος της
γραφής. Ως προς το ιδεολογικό υπόβαθρο που «χτίζει» μεθοδικά αυτό το
μυθιστόρημα, βλέπουμε τη συνύπαρξη των άκρων, από τη μια τον αμετανόητο Ναζί
Γιούντεγιαν και από την άλλη τον νεαρότερο Ζίγκφριντ που μέσα από τη δύναμη της
μουσικής του θέλει να δει μια διαφορετική πατρίδα, κι ας φαίνεται δύσκολο
εγχείρημα. Ενδιάμεσα θα δούμε τις υπόλοιπες διαβαθμίσεις. Με τον τρόπο αυτό ο Koeppen
μοιάζει να συγκεφαλαιώνει την ιστορία του εφιαλτικού γερμανικού παρελθόντος
μέσα από την ψυχοσύνθεση των προσώπων, δομώντας έτσι την «τοιχογραφία» με όλες
τις παραμέτρους της, δείχνοντας ότι δεν άφησε κανέναν ανεπηρέαστο το χιτλερικό
καθεστώς, είτε ήταν οπαδός του είτε όχι, είτε ήταν (συχνό αυτό) αδιάφορος για
τα τεκταινόμενα, σε μια παθητική στάση εν είδει ουδετερότητας.
Το γεγονός πως ο Koeppen προλέγει, ακόμη από τον τίτλο
του βιβλίου, το μοτίβο του θανάτου (με όποια μορφή κι αν το παρατηρήσουμε να
αγγίζει τα διάφορα πρόσωπα), θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ένα ίχνος
αισιοδοξίας, μέσα σε ένα μυθιστόρημα απελπισίας, όπως ειπώθηκε παραπάνω, με την
έννοια του τέλους του Κακού. Ίσως μόνον αυτό θα αρκούσε για να θεωρηθεί ο
συγγραφέας όχι μόνο συναρπαστικός στη γραφή του αλλά και εν δυνάμει
«επικίνδυνος» για μια κοινωνία που δεν τολμά να δει την αλήθεια της, τα ίχνη
του εφιάλτη ριζωμένα μέσα της, όσο κι αν τα αποποιείται. Ο W.G. Sebald
επισημαίνει μιλώντας για τη μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία: «Είναι συγκλονιστικό
να διαπιστώνεις εκ των υστέρων την ανεπάρκεια που διακρίνει την αισθητική και
την ηθική της γερμανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας ώς τα μέσα της δεκαετίας του
εξήντα. Το διττό έλλειμμα των κειμένων εκείνης της εποχής, απ’ όπου απουσιάζει
κάθε προσπάθεια να αρθρωθεί ένας νέος λόγος και να τεθούν τα κατάλληλα ερωτήματα
σε ό,τι αφορά το παρελθόν». (από το Επίμετρο του βιβλίου του Jean Améry: Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση,
Άγρα, σε μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη). Διαβάζοντας το βιβλίο του Koeppen Θάνατος στη Ρώμη, εννοείς τη διαφορά,
καθώς εδώ έχουμε μια γραφή που αρθρώνει, με τον δικό της τρόπο, ένα νέο λόγο,
παρουσιάζει και προτείνει μια άλλη οπτική απέναντι στο παρελθόν και στις
συνέπειές του.
Η μετάφραση του Βασίλη Τσαλή ανταποκρίθηκε άψογα στις
απαιτήσεις του πολύμορφου κειμένου. Το Παράρτημα με πολλές πληροφορίες για τη
γραφή του βιβλίου αλλά και για την υποδοχή που του επεφύλαξε η κριτική της
εποχής. Η άποψη του κριτικού Paul Hühnerfeld, νομίζω
αποδίδει ευκρινέστερα τη δυστοκία της γερμανικής κοινωνίας απέναντι στη
διατυπωμένη, έστω λογοτεχνικά, αλήθεια (άλλωστε η λογοτεχνική γραφή δίνει το
άλλοθι για μια πιο προσεκτική φρασεολογία, που ξεχωρίζει το ύφος από το νόημα):
«Το βιβλίο του Koeppen είναι αριστουργηματικά λεπτοφυές ως σπουδή φαντασμάτων.
Αλλά ως καθρέφτης της γερμανικής πραγματικότητας –σκόπιμα ίσως– λειτουργεί
παραμορφωτικά σε ένα θέμα στο οποίο χρειαζόμαστε επειγόντως έναν ακριβή
καθρέφτη».
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου