Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024

Ζαχαρωμένα βότσαλα Σύγχρονη ελληνική ποίηση Δίγλωσση ανθολογία Überzuckerte Kieselsteine επιλογή-μετάφραση-επιμέλεια: Κατερίνα Λιάτζουρα ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Ζαχαρωμένα βότσαλα

Σύγχρονη ελληνική ποίηση

Δίγλωσση ανθολογία

Überzuckerte Kieselsteine

επιλογή-μετάφραση-επιμέλεια: Κατερίνα Λιάτζουρα

 ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Ζαχαρωμένα βότσαλα • Fractal

 


 


Η ποίηση πρέπει να ’ναι

Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο

Πάνω που θα ’χεις γλυκαθεί

Να σπας τα δόντια σου

(Αργύρης Χιόνης, «Δ΄», Τύποι των ήλων, 1978)


Στέκομαι αρχικά στον τίτλο της ανθολογίας καθώς, αντλημένος από στίχο του Αργύρη Χιόνη, εκφράζει την πεμπτουσία του ποιητικού λόγου, όπως τον εκλαμβάνει η ποιήτρια/μεταφράστρια Κατερίνα Λιάτζουρα, η οποία συνεχίζει το πολύ ενδιαφέρον εγχείρημά της να αποδίδει στη γερμανική γλώσσα σύγχρονη ελληνική ποίηση (ο πρώτος τόμος: Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες, Ρώμη, 2021), με τον ιδιαίτερο τρόπο που κάποιος που αγαπά την ποίηση μπορεί να τη «μοιράζει» σε αλλόγλωσσο κοινό. Η Λιάτζουρα –το αποδεικνύει όλο και περισσότερο– ξέρει να προσεγγίζει την ποίηση με σεβασμό στο πρωτότυπο, με την ελευθερία, ωστόσο, που απαιτείται, προκειμένου να αποδοθεί σωστά στην ξένη γλώσσα η αυθεντικότητα του αρχικού κειμένου. Με άλλα λόγια, το ποίημα να μη χάνει τον ρυθμό του, να παραμένει ποίημα, και όχι απλώς ένα μετάφρασμα, όσο καλό κι αν είναι.  Δεν είναι εύκολο εγχείρημα, κυρίως επειδή έχει να διαχειριστεί δύο από τις πιο πλούσιες, από τις πιο απαιτητικές γλώσσες, την ελληνική και, φυσικά, τη γερμανική.  


Στον Πρόλογό της ξεκαθαρίζει τα κριτήρια της επιλογής των είκοσι πέντε ποιητών/ποιητριών: η προσωπική της αίσθηση και η υποκειμενική αισθητική της ποίησης, η διαρκής ενασχόληση των ανθολογημένων με την ποίηση καθώς και η, από τη μεριά τους, επίγνωση της θέσης τους μέσα στο ποιητικό πεδίο. Και, όπως φαίνεται, το προσωπικό της πάθος για την ποίηση και τα αισθητικά της κριτήρια λειτουργούν, ώστε μας δίνει για μια ακόμη φορά ένα άψογο αποτέλεσμα. Να μη μας διαφύγει εδώ ότι είναι η ίδια ποιήτρια· δεν θα πάψω να το υποστηρίζω: η ποίηση μεταφράζεται από ποιητή, και όχι απλώς από έναν καλό γνώστη της ξένης γλώσσας. Αυτός μπορεί να διεισδύσει στα ενδότερα του αρχικού ποιήματος, να επιλέξει την κατάλληλη κάθε φορά λέξη για να μη χαθεί η ουσία του νοήματος, τελικά να αποδώσει τις ποιητικές «ανάσες» καλύτερα.


Σ’ αυτόν τον δεύτερο τόμο ανθολογούνται (με αλφαβητική σειρά) οι: Αλάγιαλη-Τσιαλίκ Σουλεϊμάν, Βασιλοπούλου Φωτεινή, Βέης Γιώργος, Γκαϊδατζή Ζωή, Γκίτση Αναστασία, Δρούγκα Κλεονίκη, Ζαχοπούλου Ξανθίππη, Θεοχάρης Χ. Γιώργος, Ιακώβου Χρυσάνθη, Καλλέργη Λένα, Καντ (Καντωνίδου) Μαρία, Κασκάλη Δώρα, Κατσίκας Πασχάλης, Λαμπούση Χριστίνα, Μυλόπουλος Νίκος, Παπαδόπουλος Θεοχάρης, Πολίτου-Βρβέρη Σοφία, Πουλινάκης Αντ. Νίκος, Ρούσκας Γιώργος, Σαρηγκιόλης Θοδωρής, Σταμπόγλης Σταύρος, Τάτση Ευαγγελία, Τσούβα Λίλια, Χμιελέφσκι Μυρτώ, Χριστιά Βαρβάρα.


Η ποικιλία στη μορφή, στο ύφος, στη γλώσσα, στη θεματική, συνιστά μια εικόνα, ένα «πολύχρωμο ψηφιδωτό», όπως το ονομάζει η μεταφράστρια, που οι ψηφίδες του αποδίδουν ένα σύγχρονο ποιητικό τοπίο, με αντιπροσωπευτικές παρουσίες, με διαφορά στις ηλικίες, στο στίγμα που ο κάθε ποιητής, η κάθε ποιήτρια έχει αφήσει στον ποιητικό χώρο.  


Θα έλεγα πως, καθώς και ο μεταφραστής είναι και ο ίδιος δημιουργός, εδώ αναγνωρίζεται και η αξία της συγκεκριμένης μεταφράστριας, από την επιλογή, την απόδοση, μέχρι την επιμέλεια. Ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα που ευτύχησε στην εκδοτική φροντίδα από τις ΑΩ εκδόσεις, από το εξώφυλλο μέχρι τον ενδιαφέροντα κολοφώνα, με το χταπόδι να αγκαλιάζει την ταυτότητα του βιβλίου, σαν μια υπόμνηση για τα διαφορετικά επίπεδα στα οποία εκτείνεται ο ποιητικός λόγος, κυρίως όταν αποδίδεται σε διαφορετικές γλώσσες.


Ολοκληρώνω  με τον τρόπο που η Κατερίνα Λιάτζουρα σχολιάζει τους στίχους του Αργύρη Χιόνη, που έδωσαν και την αφορμή για τον τίτλο της συλλογής: «Και πράγματι είναι η εδώ ανθολογούμενη ποίηση σαν ζαχαρωμένα βότσαλα. Ποίηση που φέρει διττή υπόσταση, μια υπόσταση που εμπεριέχει μια φαινομενική αντίθεση. Από τη μια προσφέρει μια λυτρωτική διέξοδο και μια αισθητική απόλαυση, και από την άλλη προκαλεί μια επίπονη αναμέτρηση με το ουσιώδες ή και το άρρητο».

Διώνη Δημητριάδου

ΕΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

 

 ΕΝ  ΑΝΤΙΘΕΣΕΙ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

(μαζί με ένα έργο του Γιάννη Γαΐτη)




Ευπροσήγορος και ευπειθής των γονέων ο λόγος
για υπακοή, σύνεση και ευγενική συμπεριφορά,
αγαθές οι παρατηρήσεις και χρήσιμες οι συμβουλές
στα πρότυπα τα υποκειμενικά και εξέχουσες μορφές,
με συστάσεις συμμόρφωσης, με εκκλήσεις και απειλές,
εν αντιθέσει με την απόκρυφη ένταξή τους και πρακτική
σε θέσεις ιδιοτέλειας και σε προσχημάτων καταφυγή.

Με εξουσίας  δόγματα και την επιβολή τιμωριών,
με επιτιμήσεις και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς
του παιδαγωγού ο λόγος χωρίς σεβασμό και ευθύνη
στη διάπλαση μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας,
αυτού που τηρεί στάση σχολάρχη και αδιάφορου ταγού,
εν αντιθέσει με τη δέουσα ενθάρρυνση και στοργή,
την προβολή και τον έπαινο στης φιλομάθειας την έδρα.

Σύνθετη, ευαίσθητη κι ευάλωτη η ανοιχτή κοινωνία
σε θεωρίες, τάσεις και ετερόδοξες συσπειρώσεις
για ένταξη με παράθεση κανονισμών και νόμων,
στα καθημερινά με κοινές και ομόδοξες πιστώσεις
να είναι η συνύπαρξη υποταγή κι ακολουθία,
εν αντιθέσει με την ελεύθερη βουλή κι αντίληψη
στην προσιτή προσέγγιση βιωμάτων και αρμονίας.

Της πολιτικής οι ρηχές και αλυσιδωτές υποσχέσεις
για εκσυγχρονισμό, σύνθεση ευμάρειας και ευταξίας
με άλλοθι την αμφισβήτηση ιδεών και προνομίων
να είναι ο χρόνος επιδίκασμα και προσαρμογή
στην πλάνη της παράδοσης και της αποδοχής,
εν αντιθέσει στης κάθε νέας εποχής τα ιδανικά,
με την αλήθεια συμβατή και την πρόοδο κανόνα.

Εμφανής σκοπός η κλήτευση πιστών στη θρησκεία
με βέβαιο το παρελθόν και δικασμένο μέλλον
ομόπιστοι  να λειτουργούν χωρίς αναρωτήσεις
εκκλησίασμα σιωπηρής ομήγυρης σε νάματα,
να έχει η ζωή αρχής εξήγηση κι απάντηση στο τέλος,
εν αντιθέσει με την επίγνωση και τη συνείδηση,
με της ψυχής το άσυλο στο άγνωστο και τη σοφία.

Γιώργος  Αλεξανδρής

 

Θάνατος στη Ρώμη Wolfgang Koeppen Μετάφραση: Βασίλης Τσαλής Εκδόσεις Κριτική η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

Θάνατος στη Ρώμη

Wolfgang Koeppen

Μετάφραση: Βασίλης Τσαλής

Εκδόσεις Κριτική

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Wolfgang Koeppen‎‎: «Θάνατος στη Ρώμη»

 


Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που ο Γιούντεγιαν κυκλοφορούσε ως άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους, ένας πολίτης, αφύλακτος, απροστάτευτος, άοπλος, ένας γεροδεμένος μεσήλικας με σκούρο κοστούμι. Ξαφνιάστηκε όταν είδε ότι κανείς δεν του έδινε σημασία. Οι διαβάτες τον άγγιζαν, περνούσαν ξυστά δίπλα του, έπεφταν πάνω του και ψέλλιζαν ένα φευγαλέο «παρντόν». Παρντόν στον Γιούντεγιαν; Έκανε μερικά βήματα στα τυφλά. Κανείς δεν τηρούσε τις δέουσες αποστάσεις. (σσ. 47-48).

Πώς νιώθει, αλήθεια, ένας πρώην Ναζί αξιωματούχος (και αμετανόητος του εθνικοσοσιαλιστικού πειράματος) λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου και την ήττα της χώρας του και της ιδεολογίας του; Πώς νιώθει να μην τον αναγνωρίζουν, να μην παραμερίζουν με φόβο μπροστά του, να μην τον προσφωνούν όπως του αξίζει; Σαν ένα φάντασμα του παρελθόντος που ακόμη επιμένει να κυκλοφορεί ανάμεσα στους ζώντες, αθέατος και ασήμαντος. Ο Koeppen αποδίδει με λεπτές φωτοσκιάσεις την ψυχολογία του ήρωά του, όπως άλλωστε κάνει και με τα υπόλοιπα πρόσωπα του εμβληματικού του μυθιστορήματος Θάνατος στη Ρώμη, που κάλλιστα θα μπορούσε να έχει τον τίτλο Φαντάσματα στη Ρώμη.

Το μυθιστόρημα (μέρος της τριλογίας του Koeppen) γράφτηκε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Ρώμη, ενώ είχε στη σκέψη του ένα άλλο, τελείως διαφορετικό βιβλίο. Τα απομεινάρια του ένδοξου παρελθόντος της αιώνιας πόλης, η φιγούρα ενός ανθρώπου που διασταυρώθηκε μαζί του στον δρόμο, άλλαξαν αιφνίδια την έμπνευσή του και άρχισε να δουλεύει στο μυαλό του το νέο του βιβλίο, που είδε το φως της δημοσιότητας το 1954. Ήταν σαν να είδε ολοκληρωμένο το μυθιστόρημά του, έτοιμο στο μυαλό του, οπότε έμενε να ταιριάξει το κατάλληλο ύφος, να βρει την κατάλληλη γλώσσα για να αφηγηθεί την ιστορία του. Η φιγούρα του πρώην στρατηγού των SS ήταν ολοζώντανη στη σκέψη του, σαν να τον έβλεπε να περπατάει στους δρόμους της πόλης, αναζητώντας τι άραγε; Μόνο την επανασύνδεση με την οικογένειά του, καθώς δικασμένος ερήμην στη Νυρεμβέργη έζησε τα τελευταία χρόνια ως εξαφανισμένος καταζητούμενος, αποκομμένος από όλους όσοι τον γνώριζαν; Ίσως να συνταιριάσει τη μνήμη της αλλοτινής του δύναμης  με τα λαμπρά ερείπια της πανίσχυρης κάποτε αυτοκρατορικής Ρώμης, ακόμη καλύτερα με τη Ρώμη της φασιστικής ισχύος; Μάταιο.

 

Κάποτε η Ρώμη ήταν σχεδόν υπό τον έλεγχό του. Μάλιστα, είχε υπό τον έλεγχο του ακόμη και τον άνθρωπο που εξουσίαζε τη Ρώμη. Ο Μουσολίνι έτρεμε τον Γιούντεγιαν. Τώρα η Ρώμη είχε χαρίσει στον Γιούντεγιαν έναν ψωραλέο γάτο. Μια πουτάνα τον είχε αφήσει στα κρύα του λουτρού. Δεν μπορούσε να διατάξει την εκτέλεσή της. Μια πουτάνα το είχε σκάσει με τον γιο του, ο οποίος ήταν καθολικός ιερέας. Ούτε ιερείς μπορούσε πια να εκτελέσει ο Γιούντεγιαν. Δεν είχε πια καμιά εξουσία. (σ. 247).

 

Δώδεκα χρόνια χιτλερικού καθεστώτος πώς γράφουν στην ψυχή όσων μπερδεύτηκαν ως θύτες και ως θύματα στα γρανάζια του; Ο Koeppen θα δέσει τη μοίρα όλων με τη γραφή του, ανιχνεύοντας αόρατες συνδέσεις, επινοώντας μια ευφάνταστη πλοκή με συνεχείς ανατροπές, αποκαλύπτοντας αθέατες πλευρές της γερμανικής ψυχής με την ενοχή, τον πόνο, την απώλεια, τη ματαιότητα, τη ματαιοδοξία, τη διάθεση για αναβίωση του παρελθόντος ή για αναδιάπλαση ενός μέλλοντος που διαφαίνεται ζοφερό. Απαισιόδοξη ιστορία; Οπωσδήποτε μια γραφή που αποπνέει, μέσα από τη διάσπαρτη ειρωνεία της, την εσωτερική της ένταση, την διεισδυτική ψυχογράφηση των χαρακτήρων (πρωτευόντων και δευτερευόντων) τόσο τη διάχυτη απελπισία όσο, κυρίως, την απόλυτη συνειδητοποίηση των γεγονότων και των συνεπειών τους. […] αδύνατο να αλλάξει η Γερμανία, μπορούσες μόνο να αλλάξεις τον εαυτό σου, και ο καθένας έπρεπε να το κάνει αυτό εντελώς μόνος του (σ. 159). Η παραδοχή αυτή δύσκολα ξεστομίζεται, ακόμη δυσκολότερα γίνεται αποδεκτή από όσους βαυκαλίζονται να πιστεύουν ότι όλα σβήστηκαν, όλα ανήκουν σε ένα θλιβερό παρελθόν, στο οποίο ο καθένας χωριστά δεν είχε καμία ανάμειξη, καμία ευθύνη.

Ο Koeppen, φυσικά, δεν είναι ο μόνος Γερμανός που επιχείρησε εύστοχες τομές στη γερμανική μεταπολεμική συνείδηση για να ανασύρει πολύτιμα ευρήματα. Μια ολόκληρη γενιά ασχολήθηκε με αυτή τη θεματική, και θα λέγαμε πως ακόμη σπέρματά της ανακαλύπτουμε στη σύγχρονη λογοτεχνία – δεν διαγράφονται εύκολα τα ίχνη. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε στη γραφή του τη λειτουργία των συνειρμών όσο σε κανέναν άλλο, την εναλλαγή των αφηγηματικών φωνών, των σκηνικών (σαν σε θεατρική παράσταση συχνά), αυτά ως προς το ύφος της γραφής. Ως προς το ιδεολογικό υπόβαθρο που «χτίζει» μεθοδικά αυτό το μυθιστόρημα, βλέπουμε τη συνύπαρξη των άκρων, από τη μια τον αμετανόητο Ναζί Γιούντεγιαν και από την άλλη τον νεαρότερο Ζίγκφριντ που μέσα από τη δύναμη της μουσικής του θέλει να δει μια διαφορετική πατρίδα, κι ας φαίνεται δύσκολο εγχείρημα. Ενδιάμεσα θα δούμε τις υπόλοιπες διαβαθμίσεις. Με τον τρόπο αυτό ο Koeppen μοιάζει να συγκεφαλαιώνει την ιστορία του εφιαλτικού γερμανικού παρελθόντος μέσα από την ψυχοσύνθεση των προσώπων, δομώντας έτσι την «τοιχογραφία» με όλες τις παραμέτρους της, δείχνοντας ότι δεν άφησε κανέναν ανεπηρέαστο το χιτλερικό καθεστώς, είτε ήταν οπαδός του είτε όχι, είτε ήταν (συχνό αυτό) αδιάφορος για τα τεκταινόμενα, σε μια παθητική στάση εν είδει ουδετερότητας.

Το γεγονός πως ο Koeppen προλέγει, ακόμη από τον τίτλο του βιβλίου, το μοτίβο του θανάτου (με όποια μορφή κι αν το παρατηρήσουμε να αγγίζει τα διάφορα πρόσωπα), θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ένα ίχνος αισιοδοξίας, μέσα σε ένα μυθιστόρημα απελπισίας, όπως ειπώθηκε παραπάνω, με την έννοια του τέλους του Κακού. Ίσως μόνον αυτό θα αρκούσε για να θεωρηθεί ο συγγραφέας όχι μόνο συναρπαστικός στη γραφή του αλλά και εν δυνάμει «επικίνδυνος» για μια κοινωνία που δεν τολμά να δει την αλήθεια της, τα ίχνη του εφιάλτη ριζωμένα μέσα της, όσο κι αν τα αποποιείται. Ο W.G. Sebald επισημαίνει μιλώντας για τη μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία: «Είναι συγκλονιστικό να διαπιστώνεις εκ των υστέρων την ανεπάρκεια που διακρίνει την αισθητική και την ηθική της γερμανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας ώς τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα. Το διττό έλλειμμα των κειμένων εκείνης της εποχής, απ’ όπου απουσιάζει κάθε προσπάθεια να αρθρωθεί ένας νέος λόγος και να τεθούν τα κατάλληλα ερωτήματα σε ό,τι αφορά το παρελθόν». (από το Επίμετρο του βιβλίου του Jean Améry: Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, Άγρα, σε μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη). Διαβάζοντας το βιβλίο του Koeppen Θάνατος στη Ρώμη, εννοείς τη διαφορά, καθώς εδώ έχουμε μια γραφή που αρθρώνει, με τον δικό της τρόπο, ένα νέο λόγο, παρουσιάζει και προτείνει μια άλλη οπτική απέναντι στο παρελθόν και στις συνέπειές του.

Η μετάφραση του Βασίλη Τσαλή ανταποκρίθηκε άψογα στις απαιτήσεις του πολύμορφου κειμένου. Το Παράρτημα με πολλές πληροφορίες για τη γραφή του βιβλίου αλλά και για την υποδοχή που του επεφύλαξε η κριτική της εποχής. Η άποψη του κριτικού Paul Hühnerfeld, νομίζω αποδίδει ευκρινέστερα τη δυστοκία της γερμανικής κοινωνίας απέναντι στη διατυπωμένη, έστω λογοτεχνικά, αλήθεια (άλλωστε η λογοτεχνική γραφή δίνει το άλλοθι για μια πιο προσεκτική φρασεολογία, που ξεχωρίζει το ύφος από το νόημα): «Το βιβλίο του Koeppen είναι αριστουργηματικά λεπτοφυές ως σπουδή φαντασμάτων. Αλλά ως καθρέφτης της γερμανικής πραγματικότητας –σκόπιμα ίσως– λειτουργεί παραμορφωτικά σε ένα θέμα στο οποίο χρειαζόμαστε επειγόντως έναν ακριβή καθρέφτη».

 

Διώνη Δημητριάδου

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Γιώργος Χρονάς Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς Αυτοβιογραφία Εκδόσεις Οδός Πανός η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

 

Γιώργος Χρονάς

Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς

Αυτοβιογραφία

Εκδόσεις Οδός Πανός

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς – Αυτοβιογραφία» (κριτική) – Πρόσωπα, φράσεις, αναπνοές

 

 


Πρόσωπα, φράσεις, αναπνοές

 

Όσο τα πρόσωπα μεταλλάσσονται σε σκιές, όσο η μνήμη αναζητάει τα ίχνη που αφήσανε, όσο ο χρόνος τρέχει, χωρίς να νοιάζεται καθόλου για όσα καταπίνει, τόσο η γραφή θα είναι παρούσα, να προλάβει, να αποτυπώσει όσα αξίζει να μείνουν εδώ και να μη χαθούν. Ο Γιώργος Χρονάς, στο εικοστό όγδοο βιβλίο του, το πιο αυτοβιογραφικό από όλα, αφήνει τη σκέψη ελεύθερη –χωρίς τη γραμμική χρονική διάταξη που τα βάζει όλα σε μια σειρά, αλλά ίσα ίσα με τη δύναμη των συνειρμών–   να δώσει το διάγραμμα της ώς τώρα ζωής του, με τον αυθορμητισμό και την αυθεντικότητα που πάντα τον διακρίνει.

Ιδιαίτερη αυτοβιογραφία, εστιασμένη όχι τόσο στα γεγονότα όσο στα πρόσωπα, που καθόρισαν την πορεία του. Ίσως γιατί έτσι αποκτούν και τα γεγονότα μια άλλη αξία, πιο προσωπική, πιο ουσιαστική, καθώς, όπως τα θυμάται και τα καταγράφει, είναι αυτά τα πρόσωπα που φωτίζουν το σκηνικό, αποδίδοντας τις λεπτές φωτοσκιάσεις του. Το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει την αφήγηση είναι γεμάτο από αυτά τα «φωτεινά» πρόσωπα.

Αρχικά οι γονείς με τον σωστό λόγο: «Κάνε ό,τι θες» ή «Κάνε τη ζωή σου», που έδωσαν το έναυσμα για την ξεχωριστή πορεία. Μετά ο Πειραιάς, το Πέραμα, τα πρώτα ερεθίσματα, τα πρώτα δείγματα ότι η παρατήρηση και κατόπιν η εσωτερίκευση με τους δικούς του «νόμους» (τι αξίζει και τι όχι) θα ήταν πάντοτε δημιουργικά παρούσα, οι φίλοι, οι μουσικές, τα βιβλία, το σινεμά. Και, βέβαια, η αρχή της προσωπικής γραφής, το πρώτο βιβλίο, η προσωπική «έκθεση» προς τα έξω. Αυτά, λίγο πολύ με μια χρονική ακολουθία.

Από εκεί και πέρα, όμως, εισβάλλουν καταλυτικά τα πρόσωπα, με τη σειρά που το καθένα ζυγίζει την αξία του στη ζωή του Χρονά ή με τη σειρά που η σκέψη θέλει να τους ξαναδώσει ζωντανή τη  παρουσία τους – ποιος άλλωστε μπορεί να καθορίσει πώς και πόσο μετράει το μέγεθος, το βάρος των προσώπων; Όπως διαβάζεις για τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Γιώργο Χειμωνά, τη Λούλα Αναγνωστάκη, τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Παύλο Μάτεσι, την Καίτη Γκρέυ, την εμβληματική Πανωραία ή αλλιώς «Γυναίκα της Πάτρας», τον Μάνο Ελευθερίου, τον Νίκο Μαμαγκάκη, τη Σεβάς Χανούμ, τη Μάγδα Κοτζιά, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Νίκο Γκάτσο, τον Δημήτρη Λαλέτα, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Μίκη Θεοδωράκη, τη Μάνια Τεγοπούλου, τον Κώστα Ταχτσή, τη Ζυράννα Ζατέλη, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Άκη Πάνου, τη Μαλβίνα Κάραλη, τόσους και τόσους άλλους, κάποιους με σταθερή πορεία μαζί του, κάποιους σαν βιαστικά περάσματα από τη ζωή του, νιώθεις πως εννοείς καλύτερα το έργο του, ποιητικό και εκδοτικό. Ο Χρονάς αφήνει πάντα σε ό,τι καταπιάνεται ένα ισχυρό αποτύπωμα έντασης, έρωτα, πάθους. Διαφορετικά δεν θα ξεκινούσε την εκδοτική περιπέτεια του περιοδικού Οδός Πανός ή τις ομώνυμες εκδόσεις βιβλίων Οδός Πανός/Σιγαρέτα, υπολογίζοντας μόνο τι του άρεσε και τι άξιζε πραγματικά να ειπωθεί, με τόλμη, με πρωτοτυπία, συχνά με θράσος (ευτυχείς στιγμές αυτές), που τον καθιέρωσαν σαν ένα ξεχωριστό «κεφάλαιο», πολύτιμο στην εκδοτική σκηνή.



Αλλά ούτε και θα έγραφε την τόσο ξεχωριστή ποίησή του, σε απόλυτη ευθεία οδό προς εαυτόν αλλά και προς ευήκοο αποδέκτη, καθόσον η ποίηση, κι ας έχει πάντα αφετηριακό σημείο τον ιδιωτικό χώρο, αδύνατον να μη συναντήσει στην πορεία της κάποιους συνοδοιπόρους αναγνώστες. Αυτούς αναζητάει η ποίηση του Χρονά, χωρίς να αναιρείται η εγγενής μοναξιά της γραφής· η ποιητική ιδέα μεταποιημένη σε λόγο επιστρέφει πάλι στην αφορμή της φέροντας τώρα μαζί της, άρρηκτα δεμένη με τις λέξεις της, άλλοτε μια υπενθύμιση πολύτιμων στιγμών, άλλοτε μια παρακαταθήκη προς φύλαξη – πολύτιμα και όσα αφορούν μια εσωστρεφή νουθεσία, προσωπικές αξιολογικές κρίσεις που σπανίως φθάνουν σώες στην όποια ανάγνωση· άλλοτε λειψές και άλλοτε παρερμηνευμένες. Μονόλογος επομένως που επιστρέφει τη φωνή στην αρχική πηγή της. Άλλη μια επαλήθευση του μοναχικού λόγου, άλλη μια επαυξημένη μοναξιά του ποιητή.

Ούτε θα εστίαζε με τις συνεντεύξεις του στα πιο ιδιαίτερα πρόσωπα που ήθελε να γνωρίσει καλύτερα, όχι σε ρόλο δημοσιογράφου αλλά ως συνομιλητής που κρατά τον δικό του λόγο περιορισμένο στις απαραίτητες λέξεις μόνο, και με αυτές πυροδοτεί τη σκέψη του άλλου, που ανοίγεται έτσι και καταθέτει τα μύχια της ψυχής του. Και αυτό δεν απαιτεί ικανότητες δημοσιογραφικές αλλά ευαισθησία να προσεγγίσεις τον συνομιλητή σου με υπευθυνότητα και σεβασμό απέναντι σ’ αυτόν αλλά και στο αναγνωστικό κοινό. Όλα τα χρόνια της παρουσίας του στα ελληνικά λογοτεχνικά πράγματα βλέπουμε πόσο είναι εμφανής η εστίαση του ενδιαφέροντός του σε πρόσωπα που κουβαλούν μέσα τους ολόκληρο κόσμο εμπειριών, βιωμάτων, πρόσωπα (καμιά φορά και περιθωριακά) που ζουν σε τεντωμένο σχοινί ακροβατώντας ανάμεσα σε μια ζωή που επιθυμούν και στην αντίδραση του κοινωνικού περίγυρου, που πολύ υποκριτικά τους αγνοεί ή τους δέχεται υπό προϋποθέσεις. Έτσι, μοιάζει να δίνει «βήμα» στις φωνές που διαφοροποιούνται από την ασφάλεια της ομάδας και διεκδικούν τη θέση τους και τη διαφορετικότητά τους σ’ έναν κόσμο απελπιστικά ομοιόμορφο. Ίσως αυτό να είναι και το πλέον χαρακτηριστικό της γραφής του Χρονά, τόσο απλής όσο και σπουδαίας, τόσο αθώας όσο και υποψιασμένης για όλα.  

 

Πριν  μερικά χρόνια, σε μια συνέντευξη στα πλαίσια ενός αφιερώματος στο έργο του στο θεσσαλονικιώτικο περιοδικό η Καρυοθραύστις (εκδ. Ρώμη, τχ. 1), τον είχα ρωτήσει αν κάτι έχει μείνει από όσα έζησε, από την επαφή του με σημαντικούς ανθρώπους, και μου είπε: «Όσο για αυτούς που γνώρισα, ίσως γράψω ένα βιβλίο, ίσως να τους κρατήσω σαν δύναμη μέσα μου μέχρι να κλείσω τα μάτια για πάντα». Τώρα, στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς, τους έχει κλείσει μέσα στις αφηγήσεις του, με τη δύναμη της τόσο ξεχωριστής γραφής του. Και αυτό είναι σημαντικό.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

Το Πέραμα που γνώρισα δεν έχει καμία σχέση με το σημερινό Πέραμα. Τα παιδικά μου χρόνια έχουν ταξίδια με την οικογένειά μου στο Πέραμα, Σαλαμίνα, Αίγινα, Πόρο, Χαλκίδα, Δροσιά, Άνοιξη, όπου μικρά παιδιά μαζεύανε μανιτάρια, που ξέρανε, για να τα ψήσουμε και να φάμε. Αφού δεν πέθανα, άγιο είχα. Το Πέραμα ήταν τόπος αγίων και χαμένων στη μοίρα ανθρώπων. οι ταβέρνες ήταν στη σειρά – εκεί που είναι το πάρκινγκ τώρα, χτίσματα με ξύλα, χαρτόνια, λαμαρίνες. Αποθέωση χυμένων πηλών. Θύμιζε τη σκηνή της γραφής, που με λάσπη και νερό δίνει ζωή, με φύσημα αέρα, στο πλάσμα απέναντι του. Η ατμόσφαιρα μύριζε κεφτέδες και συκώτι τηγανητό. Κάποτε που έφαγα, κόντεψα να πεθάνω. Φαίνεται χίλιες φορές το ίδιο λάδι είχε χρησιμοποιηθεί. Η όψη αυτή του Περάματος είχε διασωθεί, τρόπος του λέγειν, στην Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού, στην τελευταία σκηνή, όπου το δολοφονικό τρίκυκλο, υπό την μουσική του Λοΐζου, διασχίζει τον δρόμο μπροστά σε αυτές τις ταβέρνες της ερημιάς της ψυχής και του νου, με τον σκοτωμένο πια Γιώργο. Στρατιώτη. Την αγάπη της Ευδοκίας, της πόρνης που σέβεται. (σ. 121). 

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

ΠΡΟΣΜΟΝΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

 

 

ΠΡΟΣΜΟΝΗ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ




Τα πορτόφυλλα παραδομένα στη σιωπή
και τα παραθύρια αδημονούντες κράχτες,
υμνωδοί μιας ευδόκιμης προσμονής
στον αναπάντεχο και φωτεινό ερχομό σου
μικρή  νεραϊδόμορφη κόρη της νύχτας,
γλυκολάμπρισμα στου φεγγαριού τη στράτα
και αγγελόμορφη αδελφή των άστρων.

Οι τοίχοι φλυαρούν στη μοναξιά μου
αμίλητοι περίκλειστοι και γυμνοί,
καθρέφτισμα μιας υποταγμένης προσμονής
σε ανέσπερες και τρομαγμένες μνήμες,
στόχασμα μιας ονειρεμένης προσδοκίας,
να έχει ο χρόνος γύρισμα στις πεθυμιές
και τέλειωμα στη χαρά και την ευτυχία.

Οι σκέψεις χρησμοί και προφητείες,
οι αναπολήσεις καταφυγή και σαγήνη
στο στέγασμα και το άσυλο της προσμονής,
να είναι ή πληρότητα της συνύπαρξης
αρμονίας αποδοχή και έκφραση
στης ψυχής το άπλωμα και λιτανεία,
για λύτρωση στο άγνωστο και την ουτοπία.

Δαψίλευσα όνειρα στης μοίρας τα γραμμένα
να είναι η ζωή διαφέντεμα της τύχης,
οι μέρες μας γλυκό, χρυσό απάγαυσμα
και κανάκεμα μια εσώψυχης προσμονής
με προσφορές και τάματα σε ινδάλματα
που λαμπρύνουν και αγιάζουνε τα πάθη,
στης ένωσης το γλύκασμα το ποθητό.

Συνταίριασα στο ξημέρωμα με επωδές
την εντρύφηση των λόγων σου και το έρμα,
ασπάστηκα το γήτεμα των ματιών σου
στην ενόραση με ανοιχτούς ορίζοντες
και αυτομόλησα στην ταραχή του δέους
να είναι η επίκληση στη λιοκέντητη αυγή
αντάμωμα η προσμονή και ζωής τελετή.

Γιώργος  Αλεξανδρής

 (φωτογραφία: Pierre Pellegrini)

Γιατί δεν κοιμάσαι, μαμά; Μάκης Τσίτας Εικονογράφηση: Γιώτα Κοκκόση εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Γιατί δεν κοιμάσαι, μαμά;

Μάκης Τσίτας

Εικονογράφηση: Γιώτα Κοκκόση

 εκδόσεις Μεταίχμιο

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Οι γυναικείοι ρόλοι μέσα σ’ ένα παραμύθι • Fractal

 


 

Οι γυναικείοι ρόλοι μέσα σ’ ένα παραμύθι

 

Έχει πολλές φορές τονισθεί η πολυδιάστατη αξία των παραμυθιών, καθώς κατορθώνουν να εισαγάγουν στην εύπλαστη και ευεπηρέαστη σκέψη των παιδιών την πρωτόγνωρη γι’ αυτά κοινωνία των μεγάλων, με τους μοιρασμένους ρόλους, τις άπειρες συμβατικότητες. Μια τέτοια συνθήκη θα μπορούσε να εκληφθεί ως αναγκαία συμμόρφωση με τους κανόνες μιας δομημένης κοινωνίας, με όσα αρνητικά ίσως φέρει μέσα της ως διαιώνιση της μορφής της. Ωστόσο, στα χέρια ικανών παραμυθάδων ανοίγει ένας διαφορετικός ορίζοντας, με πιθανές εναλλακτικές της κοινωνικής εικόνας, άρα και τη δυνατότητα τα παιδικά μάτια να δουν αλλιώς ό,τι τους παρουσιάζεται ως δεδομένο και απαραβίαστο.

Η περίπτωση του Μάκη Τσίτα είναι αυτή ακριβώς: δεν αρκείται σε μια απλοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας, ώστε να «παραπλανήσει» την παιδική αθωότητα, αλλά απομυθοποιεί τις «ευκολίες» των παραμυθιών δείχνοντας τις αληθινές διαστάσεις του κόσμου μας, προκαλώντας τον γόνιμο προβληματισμό του παιδιού για τον κόσμο στον οποίο σταδιακά εισχωρεί. Στην ουσία προσφέρει την άλλη όψη των πραγμάτων, ακόμη κι αν συγκρούονται οι εικόνες του με ό,τι ο ενήλικος κόσμος έμαθε να θεωρεί σταθερό και αναλλοίωτο. Με τα παιδικά του βιβλία (χαρισματικός πεζογράφος έτσι κι αλλιώς), αποδομεί τις ισχύουσες αντιλήψεις, φθάνοντας στον πυρήνα τους και τις παρουσιάζει πρόσφορες στην παιδική αντίληψη.

Αυτό κάνει και στην καινούργια ιστορία του (για παιδιά από τεσσάρων ετών και πάνω), παρουσιάζοντας με τον πιο εύληπτο τρόπο τον ρόλο της γυναίκας-μαμάς και μάλιστα με τα μάτια του παιδιού. Κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς κατορθώνει να φέρει το παιδί που ακούει την ιστορία πολύ εύκολα στη θέση του ήρωα, να ταυτιστεί μαζί του, να παραλληλίσει τις προσλαμβάνουσες εικόνες με τις δικές του καθημερινές, να φέρει στον νου του τη μητέρα του και τις συνθήκες μέσα στις οποίες εκείνη ζει την, καθόλου εύκολη, καθημερινότητά της. Στην ιστορία του Τσίτα η μαμά του Χάρη δεν μπορεί να κοιμηθεί, έχοντας διαρκώς στο μυαλό της όλα όσα οφείλει να κάνει, προκειμένου να ανταποκριθεί στην πολλαπλότητα του ρόλου της. Γεμάτη από άγχος και πιθανές ενοχές, έχει στερηθεί τον ύπνο της, και αυτό δεν περνάει απαρατήρητο από το παιδί της. Θα δοκιμάσουν μαζί αυτό που ξέρουν, αυτό που κάνει η μητέρα για να βοηθήσει το παιδί να αποκοιμηθεί, δηλαδή ένα τραγούδι. Μόνο που οι έγνοιες της μητέρας, για να είναι όλα σωστά στην ώρα τους, αποδεικνύονται ισχυρότερες από τον ύπνο.


Στο φόντο της ιστορίας βλέπουμε, μέσα σε λίγες λέξεις, τον ρόλο του πατέρα, που προσπαθεί να βοηθήσει, όσο μπορεί, με τις δουλειές του σπιτιού, αλλά και τον ρόλο του παιδιού που υπόσχεται να κάνει μια δουλειά για να ελαφρύνει τη μητέρα του. Ωστόσο, τίποτα δεν φαίνεται ικανό να βγάλει από τη συνείδησή της το γεγονός (βαθιά ριζωμένο άλλωστε) ότι όλα, μα όλα, θα πρέπει να περάσουν από τη δική της εποπτεία.

Είναι διαχρονικό οπωσδήποτε το θέμα που επέλεξε ο Τσίτας, και, είναι αλήθεια, συναντάμε συχνά στη λογοτεχνία ανάλογες αναφορές, που παρουσιάζουν τους αλληλοσυγκρουόμενους ρόλους που επωμίζεται η γυναίκα, κυρίως στη σημερινή εποχή με τις μεγαλύτερες απαιτήσεις, όχι όμως πάντα τις συνακόλουθες ελαφρύνσεις γι’ αυτήν· τα στερεότυπα καλά κρατούν, δύσκολα οι νοοτροπίες αλλάζουν. Θεωρώ συνεισφορά του Μάκη Τσίτα στην υπόθεση της συνειδητοποίησης της θέσης της γυναίκας, φυσικά στα πλαίσια της παραμυθητικής/παραμυθιακής αφήγησης (καθόσον το παραμύθι πάντα παρηγορητικό), στον βαθμό που, υπερβαίνοντας τα πλαίσια μιας απλής ιστορίας για παιδιά, δοκιμάζει να πει πολύ περισσότερα από όσα ένα σύντομο παραμύθι, στην ουσία διαπαιδαγωγεί με τον πλέον σωστό τρόπο.

Η ιστορία είναι υπέροχα εικονογραφημένη από τη Γιώτα Κοκκόση. Οι εικόνες της εκφραστικές και πλήρεις στο νόημά τους, ίσης αξίας με το κείμενο που συνοδεύουν, κατορθώνουν να υπογραμμίσουν (με τις κινήσεις, τις εκφράσεις) όσα ο Μάκης Τσίτας θέλει με την ιστορία του να τονίσει. Πόσο εύστοχη η εικόνα του εξωφύλλου, με τη μαμά να «κοιμάται» με το ένα μάτι ανοιχτό, πάντα παρούσα στις ανάγκες του σπιτιού και της οικογένειας. Εξαιρετική συνεργασία.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

[TERR/ATA] ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΚΙΟΥΛΕΚΑ

 

[TERR/ATA]

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΚΙΟΥΛΕΚΑ



Σα ν' άκουσα πριν καλπασμούς 

βορειοδυτικά από τα δάση

κατεβαίνουν οι Κένταυροι  

φτάνουν για την ετήσια γιορτή

(εσύ γύρω από τα κεφάλια σου ζεις

τα μελετάς

πότε να σφύζουν από σκέψη κρυστάλλινη 

πότε από ζωώδη πόθο βαρύ

τα παραβιάζεις

τότε είναι που τα διαπιστώνεις κενά

ούτε εσένα δεν κατορθώνεις 

να εντοπίσεις 

τα τσιτώνεις 

-στα άκρα-)

έξω λάμπει το φεγγάρι του Κάστορα∙

(ζω μέσα στο σώμα μου

παθαίνω

να το φροντίζω σπεύδω να το υπηρετώ

μαθαίνω 

-αργά-

τρέφει πότε πότε

θρεπτικά και τη σκέψη

άλλοτε παραλύει από πόθο μετέωρο

αφουγκράζομαι

κάπου εκεί κρύβομαι κι η ίδια εγώ)

τους περιμένω

-έχει μπει για τα καλά η Εποχή των Σκορπίνων-

(αποζητώ τα κεφάλια σου

τέρας είμαι -μισό-)

αναζητώ τα πρώτα ίχνη από οπλές

πέρα στις λόχμες

κυλιέμαι απρόσεκτα καταγής

θα γιορτάσω και φέτος μαζί τους

θα σκορπιστώ

(σε περιμένω

αργείς;)

 

Κατερίνα  Γκιουλέκα

(16/11/2024, αδημοσίευτο)

Εικαστικό: HAP Grieshaber, Centaurs1962

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ Η ΝΕΛΛΗ ΣΠΑΘΑΡΗ ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ ΜΑΣ!

 ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ
ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Η ΝΕΛΛΗ ΣΠΑΘΑΡΗ ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ ΜΑΣ!



Την Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου 2024, υποδεχθήκαμε στη Λέσχη μας τη συγγραφέα Νέλλη Σπαθάρη και τη νουβέλα της "Το νησί και ο Πέρα Κόσμος" (εκδ. Ελκυστής), ένα βιβλίο που αποτέλεσε αφορμή για μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με τα μέλη και τους φίλους της Λέσχης μας.










Η επόμενη συνάντησή μας ορίζεται για την Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου 2024, στις 18:00 στο κτήριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης-Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου (Κοντοπούλου 13). Θα είναι μαζί μας ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων για να συζητήσουμε μαζί του το μυθιστόρημά του "Σαν Μήδεια" (εκδ. Πατάκη). Όλοι οι φίλοι της καλής λογοτεχνίας ευπρόσδεκτοι!
Οι συντονίστριες της Λέσχης
Διώνη Δημητριάδου
Δήμητρα Καραχάλιου

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Υπερβαίνοντας τα όρια Με αφορμή το μεγαλύτερο ναυάγιο της Μεσογείου Γιώργος Π. Ιατρού ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Υπερβαίνοντας τα όρια

Με αφορμή το μεγαλύτερο ναυάγιο της Μεσογείου

Γιώργος Π. Ιατρού

ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Πού μπορεί να σε ταξιδέψει ένα ναυάγιο; • Fractal


 

 

Πού μπορεί να σε ταξιδέψει ένα ναυάγιο;

 

«Η λέξη memoria σημαίνει στα ιταλικά μνήμη, εμπεριέχει όμως μέσα της τη λέξη ORIA, που είναι το όνομα του ατμόπλοιου της μεγάλης τραγωδίας, αλλά και στην εκφορά της στα ελληνικά περιέχει τη λέξη όρια, εννοώντας τα ανθρώπινα όρια σε συνθήκες πολέμου και καταστροφών». (σ. 15). Έτσι συνδέει τις δύο λέξεις ο ερευνητής Γιώργος Π. Ιατρού, προλογίζοντας το βιβλίο του, ένα πόνημα που φέρει μέσα του δουλειά χρόνων, προσπάθεια άοκνη να αναδειχθεί ένα γεγονός (εν πολλοίς ξεχασμένο), να αποδοθούν οι δέουσες τιμές στα θύματα μιας ανείπωτης τραγωδίας, της μεγαλύτερης τραγωδίας της Μεσογείου, του ναυαγίου του «ORIA», τον Φεβρουάριο του 1944, στο νησί του Πατρόκλου, απέναντι από τα Λεγραινά, που οδήγησε στον υγρό τάφο περισσότερους από 4.100 Ιταλούς αιχμαλώτους των Γερμανών.  

Χωρισμένο το βιβλίο σε δύο κεφάλαια, με το πρώτο («Σημειώσεις για το “ORIA” και τα όρια») να παρουσιάζει, εν είδει ημερολογίου, τα σχετικά με το ντοκιμαντέρ memORIA που δημιούργησε ο ίδιος το 2015, και στο οποίο αποτυπώνονται τα θραύσματα που προέκυψαν από ένα «ταξίδι» αυτογνωσίας σε τόπους σχετικούς με το «ORIA», από τις γνωριμίες ανθρώπων και φυσικά από βιβλία και ταινίες, που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση και συνάφεια με αυτό. Το δεύτερο κεφάλαιο («Η ανάδυση της μνήμης του “ORIA” 70 χρόνια μετά») αποτελεί μια καταγραφή (με στοιχεία, πληροφορίες, ντοκουμέντα, μαρτυρίες, επιστολές κ.λπ.) των ενεργειών που έγιναν, προκειμένου να γίνει γνωστή η ναυτική αυτή τραγωδία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία, όπου ακόμη και οι συγγενείς των θυμάτων αγνοούσαν τι ακριβώς συνέβη. Κορυφαίο γεγονός η ανίδρυση του μνημείου στον Χάρακα, έργο του γλύπτη Θύμιου Πανουργιά, από τον Σύνδεσμο Πνευματικής και Κοινωνικής Δραστηριότητας Κερατέας «Χρυσή Τομή» και τον Δήμο Σαρωνικού. Σημαντική και η έκδοση του βιβλίου του Πάολο Τσιάμπι Η καραβάνα στο βυθό της θάλασσας (εκδ. ΑΩ &«Χρυσή Τομή», 2014).


Το  βιβλίο συμπληρώνεται από ένα εκτενές Παράρτημα («Η Ελληνοϊταλική φιλία στον Πόλεμο του 40, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο»), ένα ιδιότυπο ανθολόγιο, στο οποίο, μέσα από κείμενα κυρίως λογοτεχνικά (38 αποσπάσματα, κυρίως Ελλήνων συγγραφέων, από μαρτυρίες, μυθιστορήματα και διηγήματα, καθώς κι ένα ποίημα του Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη), διαφαίνονται αφενός οι ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής, αφετέρου αναδεικνύεται, εν καιρώ πολέμου, ο απρόσμενος δεσμός Ελλήνων και Ιταλών· μια απόδειξη πως  είναι εφικτή από τους λαούς μια υπέρβαση των τεχνητών και σκόπιμων ορίων που τους χωρίζουν.

Ο τρόπος που δομεί το υλικό του ο Ιατρού, αλλά και το ύφος της γραφής του, καθιστούν το βιβλίο ένα πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα, που απηχεί δύο συγγραφικούς λόγους. Από τη μια το χρέος απέναντι στα ιστορικά γεγονότα που συχνά η επίσημη ιστορία αγνοεί, ενώ η ιδιωτική έρευνα, όπως αυτή του Ιατρού, αναδεικνύει στις αληθινές τους διαστάσεις, από την άλλη μια προσωπική κατάθεση για τη δύναμη της φιλίας μεταξύ των λαών, ακόμη κι όταν όλα συνηγορούν για το αντίθετο. Σημαντικοί και οι δύο λόγοι. Ο ίδιος επισημαίνει: «Αν δεν γνωρίζουμε τα σκοτεινά σημεία της ιστορίας ίσως υποχρεωθούμε κι εμείς κι οι μελλοντικές γενιές να τα ξαναζήσουμε. Γιατί, όπως λέει ο Αμερικάνος συγγραφέας Ουίλλιαμ Φώκνερ: “Το παρελθόν δεν έχει πεθάνει, ούτε καν έχει περάσει”» (σ. 17).

Ο Γιώργος Π. Ιατρού ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας, χάριν μιας μνήμης που θα πρέπει να μένει πάντα ζωντανή. Καίρια ερωτήματα αναφαίνονται καθώς διαβάζεις, διαχρονικά και επίκαιρα πάντα. Πώς διαχειρίζεται κανείς τα όρια της ανθρώπινης δύναμης; Ποιες σχέσεις αναπτύσσονται, ακόμη και ανάμεσα σε λαούς που οι συνθήκες του πολέμου έφεραν αντιμέτωπους; Δίπλα στις πολλές μαρτυρίες, τα ντοκουμέντα, τα λογοτεχνικά κείμενα, παρουσιάζεται ένα αρχειακό φωτογραφικό υλικό, δημιουργώντας έτσι ένα παλίμψηστο συλλογικής μνήμης, πολύτιμο τεκμήριο για τη φιλία δύο γειτονικών λαών στη φωτιά του πολέμου. Όλα εκτίθενται σ’ αυτό το βιβλίο, που δυσκολεύεσαι να το κατατάξεις σε ένα μόνον είδος. Ίσως γιατί οι ιστορίες των ανθρώπων, όταν γράφονται με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα, ξεπερνώντας τα «όρια» που τους χωρίζουν εξυπηρετώντας ξένα συμφέροντα, είναι πολυσύνθετες. Μια σπάνια έκδοση, με εξώφυλλο από τον Δημήτρη Π. Ιατρού, φροντισμένο από τις ΑΩ εκδόσεις.

 

Απόσπασμα

 

Ο μπάρμπα-Κώστας Θηβαίος, όταν έγινε το 2014 το μνημείο του «ORIA» στο Χάρακα, πήγαινε αρκετά συχνά με το αγροτικό του και πότιζε τις 4 ελιές που φυτέψαμε συμβολικά γύρω από το μνημείο.  (Η κάθε μία αντιστοιχούσε στην Ιταλική πρεσβεία, στο «Δίκτυο οικογενειών αγνοουμένων του “ORIA”», ΣΤΟΝ Δήμο Σαρωνικού και στην «Χρυσή Τομή» Κερατέας). Όταν το έμαθα αυτό από την κόρη του, Θεοδώρα Θηβαίου, ανακάλυψα αμέσως τον επίλογο του ντοκιμαντέρ μου memORIA. Το θερμό χειροκρότημα, στην προβολή του στο Βαϊάνο της Τοσκάνης (19-11-2016), από τους Ιταλούς θεατές δεν ήταν μόνο για τους συντελεστές του ντοκιμαντέρ στους τίτλους τέλους αλλά και για τον μπάρμπα-Κώστα να ποτίζει τα δέντρα της ειρήνης. Μια ενέργεια που εκφράζει με γνησιότητα και απλότητα τη διαχρονική φιλία δυο γειτονικών λαών. (σ. 148).

 

Διώνη Δημητριάδου