Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Βραβεία Ζαν Μορεάς για την Ποίηση 2020 - Απονομή - video

    ΑΠΟΝΟΜΗ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΠΟΙΗΣΗΣ

ΖΑΝ ΜΟΡΕΑΣ 2020

(για τις ποιητικές συλλογές του 2019)

(video)

Bραβεία Jean Moreas 2020



* Μεγάλο Βραβείο Jean Moreas
Για το Σύνολο του Έργου
και τη Συνολική Προσφορά του στα Ελληνικά Γράμματα
Στον Αλέξη Ζήρα



* Ειδικό Βραβείο τιμής "Κωστής Παλαμάς"
Στον Κωστή Παπακόγκο



* Βραβείο για την ανάδειξη των Ελληνικών Γραμμάτων.
Στην Mariarosa Caracausi



* Βραβείο Καλύτερης Ποιητικής Συλλογής του 2019
Στον Παναγιώτη Νικολαΐδη
για την συλλογή
" Η Νύφη του Ιούλη" Εκδόσεις Σμίλη




*Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου για συλλογή που εκδόθηκε το 2019
εξ ημισείας
στην
Πηνελόπη Ζαρδούκα
για τη συλλογή "Αιωρείν" Εκδόσεις Θράκα



και στην Φιλία Κανελλοπούλου
για τη συλλογή "Τα Μέσα Μου" Εκδόσεις Οροπέδιο



Την Επιτροπή Βράβευσης συγκροτούν:

-Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος, Καθηγητής Δημιουργικής Γραφής και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας – Ποιητής (Πρόεδρος της επιτροπής)

-Γεωργία (Τζίνα) Καλογήρου, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας και Διδακτικής Εκπαίδευσης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Μέλος της επιτροπής)

-Λίνα Νικολακοπούλου, Ποιήτρια –Στιχουργός (Μέλος της επιτροπής)

-Διώνη Δημητριάδου, Ποιήτρια – Κριτικός Λογοτεχνίας (Μέλος της επιτροπής)

-Κώστας Κρεμμύδας, Ποιητής – Εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Μανδραγόρας (Μέλος της επιτροπής)

-Βαγγέλης Τασιόπουλος, Ποιητής – Γραμματέας στην Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (Μέλος της επιτροπής)

-Αντώνης Δ. Σκιαθάς Ποιητής- Κριτικός Λογοτεχνίας- προεδρεύων στο Γραφείο Ποιήσεως (Μέλος της επιτροπής)


Μπορείτε να παρακολουθήσετε όλη την εκδήλωση

στον σύνδεσμο:


Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Χρήστος Κεχαγιόγλου – Σωτήρης Κακίσης Ημερολόγιο 2021 «Όλα τα όνειρα μαζί» με πίνακες του Χρήστου Κεχαγιόγλου και 12 ποιήματα του Σωτήρη Κακίση από την ανέκδοτη ποιητική του συλλογή «Μια δάφνη» εκδόσεις Εν πλω

 

Χρήστος Κεχαγιόγλου – Σωτήρης Κακίσης

Ημερολόγιο 2021

«Όλα τα όνειρα μαζί»

με πίνακες του Χρήστου Κεχαγιόγλου 

και 12 ποιήματα του Σωτήρη Κακίση 

από την ανέκδοτη ποιητική του συλλογή «Μια δάφνη»

εκδόσεις Εν πλω





1.

 

μέσα μου. νερά σαν ηφαίστεια σε κάθε μου πια εσωτερική διαδρομή, κίνηση. καταρράκτες τα ηφαίστεια, κι οι λάβες ανάποδες όταν θέλουν, προς τα πάνω αντί προς τα κάτω, να κάψουν το μυαλό μου τον Θεό, την καρδιά μου, το πνεύμα του, την ψυχή μου άμα θέλουν μαζί και τους δύο τους. καράβια στα παράξενα νερά αυτά πάνω όλου τού χρόνου μου ως τώρα οι στιγμές, κι άλλες, σαν δώρο, που μόνο ονειρεύτηκα. αυτές που είναι η ζωή, η ζωή μου.

 

 

2.

 

πίσω από ένα μυρμήγκι ένα άλλο μυρμήγκι, ακόμα πιο αόρατο, ακόμα πιο βιαστικό. κι οι πέτρες στο δρόμο του σαν άλλων ζωών οι τάφοι, υπόγεια πάνω στη Γη μνημεία, οι αποχρώσεις τους κτερίσματα, αναθήματα, χρυσές στα φώτα οι πέτρες αποκάτω, για τα μυρμήγκια τίποτα, ή όλα, ή κάτι ανάμεσα τελικά, και νεκροί οι πέτρες, και οι πιο τρομερές με την ακινησία τους οι πέτρες. να κρυφτώ κι εγώ σαν τρίτο μυρμήγκι κάπου, πίσω τους, να σταθώ βιαστικά κι εγώ σαν χρόνος, σαν ανάμεσα σ’ όλα κι εγώ πάνω από τη δάφνη μου μετέωρος για πάντα.

 

 

3.

 

τα πόδια μου εμένα πάλι σκέφτονται. τον από πάνω τους άνθρωπο τον οριστικό, το σώμα μου το πότε όπως τώρα, πότε παλιότερο, πριν πάρα πολλά χρόνια ελάχιστο, παιδάκι, παιδικό. τα πόδια μου σαν παιδιά κι αυτά παίζουν μαζί μου χαρούμενα, στο δρόμο, στα σκαλιά, στο τραπέζι, στα κρεβάτια. είναι και τα πόδια μου σαν κι εμένα πρόθυμα προς παντού, προς το μέλλον. παιδιά πάντα τα πόδια μου, καλά σκέφτονται, πολύ καλά κάνουν.

 

( Σωτήρης Κακίσης, από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Μια δάφνη» )




 


Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Παραγουάη μυθιστόρημα Μιχάλης Μοδινός εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

 

Παραγουάη

μυθιστόρημα

Μιχάλης Μοδινός

εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

Μια νέα προσέγγιση της μυθοπλασίας | Fractal (fractalart.gr)

 



μια νέα προσέγγιση της μυθοπλασίας

 

Η ποικιλία σε εκφραστικούς τρόπους, οι διαφορετικές επιλογές ανάπτυξης της θεματικής, η πολυμορφία στο τελικό αποτέλεσμα, ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την προτίμηση του αναγνωστικού κοινού στο διακριτό αυτό είδος της λογοτεχνικής γραφής. Η μεγάλη αφήγηση προσφέρεται για την ενσωμάτωση επιμέρους θεματικών κύκλων στον βασικό θεματικό της πυρήνα, επιλέγοντας ταυτόχρονα και τις αφηγηματικές φωνές που θα εξυπηρετήσουν την πολυπλοκότητα της γραφής, συχνά μάλιστα ξαφνιάζοντας με την τόλμη των προτάσεών της. Οι εναλλασσόμενες τεχνικές της αφήγησης, το μοίρασμα της αφηγηματικής φωνής σε περισσότερα του ενός πρόσωπα, οι εγκιβωτισμοί επιμέρους ιστοριών, όλα θεωρούνται δόκιμες μορφές της μυθοπλασίας, με τη συγγραφική δεινότητα του δημιουργού όλο και πιο πολύ να εκτείνει τα όρια της φαντασίας και της επινοητικότητας.

Η περίπτωση του Μιχάλη Μοδινού κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην ενδιαφέρουσα περιπέτεια της σύγχρονης μυθοπλασίας. Ξεκινώντας από την ξεκάθαρη γραφή επιστημονικών μελετών και δοκιμιακών κειμένων, πέρασε στη λογοτεχνία καταθέτοντας εξ αρχής μυθιστορήματα άξια μνείας και προσοχής. Θέλοντας να συνδυάσει την επιστημονική του σκευή με την επινοητική φαντασία, έδωσε μυθιστορήματα που από μόνα τους είναι ικανά να συγκροτήσουν ένα ξεχωριστό είδος ως προς τον συγγραφικό στόχο. Γεωγραφία, Οικολογία, Ιστορία συμπλέκονται στις αφηγήσεις του Μοδινού με πληθώρα πραγματολογικών στοιχείων προσφέροντας την πρόσβαση σε έναν ευρύ γνωστικό κόσμο παράλληλα με την αυτονόητη τέρψη της ανάγνωσης. Η σύγχρονη πραγματικότητα συχνά εισχωρεί με λειτουργικό τρόπο στην επινοημένη πλοκή και συμπορεύεται με τις παραπάνω παραμέτρους της αφήγησης, συνδυάζοντας τις διαφορετικές χρονικές περιόδους και μετατρέποντας έτσι το τοπίο σε πολυεπίπεδο καθιστώντας τη γραφή πολυπρισματική.

Η «Παραγουάη», το πρόσφατο μυθιστόρημα του Μοδινού, έρχεται ως φυσική συνέχεια του «Μεγάλου Αμπάι» και της «Εκουατόρια», ως προς την αναδίφηση του ιστορικού παρελθόντος, την παράθεση πληροφοριών για τους γεωγραφικούς τόπους αλλά και την οικολογική ευαισθησία από την οποία διακατέχεται ο συγγραφέας. Ωστόσο εδώ, η σημερινή ελληνική πραγματικότητα διεκδικεί μια μεγάλη μερίδα του αφηγηματικού πεδίου, καθόσον αποτελεί από μόνη της τη μία από τις δυο συνιστώσες που το συγκροτούν ως ενιαίο βιβλίο. Ο ένας από τους δύο ήρωες της ιστορίας, ο γεωπόνος Γαβριήλ, είναι αυτός που θα ξεκινήσει από την τοξική ατμόσφαιρα της χώρας του (κατάσταση που δηλώνεται μεν αλλά ευτυχώς χωρίς ιδιαίτερη επιμονή, που θα καθιστούσε το μυθιστόρημα άλλο ένα βιβλίο για την κρίση) και τη διαλυμένη του προσωπική ζωή για να κάνει μια νέα αρχή στη μακρινή Παραγουάη, στην οποία μόλις απέκτησε μια φάρμα. Ο εξωτικός προορισμός δεν του είναι εντελώς ανοίκειος, αν λάβουμε υπόψη τον μακρινό του πρόγονο Χόρχε Σούρλα Μπάστος, που τον 18ο αιώνα βρέθηκε από τα βοσκοτόπια της Πίνδου (τότε ως Γιωργής Σούρλας) στην ίδια χώρα: Ο Χόρχε Σούρλα Μπάστος, όπως τον καταγράφουν τα κατάστιχα των Ιησουιτών σε μια απόρρητη έκθεσή τους προς τον Πάπα της Ρώμης σχετικά με την κατάσταση στις ιεραποστολές της Παραγουάης (μπορείς, φίλε μου, με κάποιο ψάξιμο, να την βρεις στο διαδίκτυο), υπήρξε μακρινός πρόγονός μου και το ύστατο κίνητρο για την αναχώρηση. (σ. 28). Στα δύο αφηγηματικά επίπεδα του βιβλίου, όπως θα συγκρίνονται, θα αλληλοσυμπληρώνονται και θα διαφοροποιούνται οι δύο ζωές και η διπλή αναζήτηση της ουτοπίας, θα παρεμβληθεί και ένα τρίτο επίπεδο, δοκιμιακό περισσότερο αυτό, στο οποίο, οργανικά και χωρίς να διασπούν δραστικά τη ροή της ιστορίας και την πλοκή, θα δοθούν πλείστα πραγματολογικά στοιχεία για τον τόπο, τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της Παραγουάης ως αποικιακού κέντρου, τις οικιστικές παραγωγικές μονάδες ρεντουσιόνες που καταξίωσαν τη συλλογικότητα και τη δικαιοσύνη στην κατανομή του πλούτου, έργο κυρίως των Ιησουιτών, μέσω του οποίου υποβοηθούσαν το έργο προσηλυτισμού.


Το βιβλίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ιστορικό όσο και ανθρωπογεωγραφικό –ελάχιστα ταξιδιωτικό, καθόσον απέχει πολύ του είδους, αν και ξεγελά με τις πολλές πληροφορίες– αλλά και στοχαστικό, καθώς εγείρει τον προβληματισμό γύρω από την τάση για ολοκληρωτική αναθεώρηση της ζωής, γύρω από το φαινόμενο της φυγής και κυρίως τις αιτίες της, τη σκληρή όσο και ενδιαφέρουσα πραγματικότητα των δεδομένων της και την εξέλιξή της. Η φυγή, προς μια ουτοπία ίσως, δένει με την προσέγγιση της ετερότητας του αρχικά ανοίκειου ξένου δημιουργώντας κάτω από αυτή την προσέγγιση άλλο ένα επίπεδο ανάγνωσης. Σ’ αυτό τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα της γραφής του ο Μοδινός καταξιώνεται ως ένας από τους καλύτερους αφηγητές μυθιστοριογράφους καλλιεργώντας ένα νέο τύπο μεγάλης αφήγησης, με ανοιχτό τον ορίζοντα στην πολυπρισματικότητα. Μια μείξη των ειδών, με τη δεινότητα του συγγραφέα να συνταιριάζει πρόσωπα, εποχές και διαφορετικές οπτικές προσέγγισης του θέματός του.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη τεχνική της επαφής του αφηγητή με τον αναγνώστη του, καθώς σε σημεία της ιστορίας καταργεί τον μονόλογο του πρώτου προσώπου ή το τρίτο πρόσωπο του παντογνώστη αφηγητή, προκειμένου να απευθυνθεί στον αποδέκτη της γραφής σε δεύτερο πρόσωπο, προσκαλώντας τον έτσι μέσα στην αφηγημένη ιστορία και προκαλώντας τον να πάρει θέση σε όσα διαβάζει. Αφηγηματικοί τρόποι ποικίλοι, αφηγηματικές τεχνικές που συμπλέκονται, φωνές που διασταυρώνονται. Ένα μυθιστόρημα ή ίσως ένα μετα-μυθιστόρημα, κατά κάποιον τρόπο; Σε κάθε περίπτωση, ένα πολυδιάστατο ταξίδι στην Παραγουάη με τον ιδιαίτερο τρόπο του Μοδινού.

 

Δύο αποσπάσματα από το βιβλίο:

 

[…] ως τότε είχα ταξιδέψει ελάχιστα εκτός Ελλάδος. Πήρα ωστόσο το θάρρος να διαβώ το κατώφλι του ταξιδιωτικού γραφείου, καθώς με μαγνήτισε το βλέμμα ενός τζάγκουαρ –φωτογραφημένου στον Ρίο Παραγουάη, όπως έγραφε η λεζάντα– που τρυπούσε το νοητό πλαίσιο της αφίσας. Η διεισδυτικότητα της ματιάς του με είχε αφήσει άναυδο, σχεδόν ανατριχιασμένο: ό,τι ωραιότερο είχε δει σε ζώο, αύταρκες, νευρώδες, με τους καφετιούς ή μαύρους ρόμβους της χρυσαφιάς γούνας του να διαθλώνται στο μολυβένιο νερό μιας ακροποταμιάς (βούρλα, γαλαζωπά ανθάκια απρόσμενης αθωότητας, ασημένιες ανταύγειες), το βλέμμα του ζώου ερευνητικό αλλά χωρίς κανένα φόβο για τον τηλεφακό που το στόχευε, με επίγνωση της αισθητικής του πληρότητας, αυτεξούσιο, ίσως ελαφρά ενοχλημένο που το είχαν διακόψει από το κυνήγι του. (σ.16)

 

Το απόσπασμα που τον αναζήτησε τις επόμενες μέρες γύρισε απρόθυμα πίσω. Ενάμιση μήνα αργότερα, και αφού ο Χόρχε Σούρλα Μπάστος γρατσουνίστηκε από αγκάθια, τσιμπήθηκε από την επίφοβη μύγα της άμμου και δαγκώθηκε δυο φορές από νερόφιδο, αποφεύγοντας τα πολυσύχναστα μέρη όπου σίγουρα τον αναζητούσαν και έχοντας διασχίσει ζούγκλες και σαβάνες με τη συντροφιά ενός άλλου Γκουαρανί, βρισκόταν σε ένα χάνι στις παρυφές  της Ρεντουσσιόν του Σαν Ιγνάσιο. Από εκεί έστειλε με ένα παιδί μήνυμα στον πατέρα Πεντράου Αϊμάρ. Σύντομα θα μετέτρεπε τη νέα και τελευταία του ζωή στο όποιο είδος παραδείσου είναι δυνατόν να εγκαθιδρυθεί σ’ αυτή τη γη. Μέχρι να τον σφραγίσει κι αυτόν η φορά των πραγμάτων – άλλοι την λένε ανθρώπινη μοίρα κι άλλοι ιστορία. (σ. 332-333)

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Χρήστος Κεραμίδης Δύο ποιήματα από την ανέκδοτη συλλογή «Βόρεια ακρωτήρια»

 

Χρήστος Κεραμίδης

Δύο ποιήματα από την ανέκδοτη συλλογή 

«Βόρεια ακρωτήρια»

 


Ελεύθεροι σχηματισμοί

 

Αναζήτησα την ομορφιά.

Επιδίωξα  να τη συναντήσω,

κοιτώντας τους ελεύθερους

σχηματισμούς των πουλιών.

Τις νύχτες! καθώς ταξιδεύουν,

—κρώζοντας στο σιωπηλό  ουρανό—

πάνω από τις  σκοτεινές,

γραμμές των πόλεων.

 

 

Βόρεια ακρωτήρια

 

Χαμήλωσε η ψυχή μου

όπως εκείνα τα σύννεφα,

που βλέπω να κατεβαίνουν

απειλητικά

στα μακρινά

βόρεια ακρωτήρια.


Χρήστος Κεραμίδης

Βόρεια ακρωτήρια (Δύο ανέκδοτα ποιήματα)

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης Ιστορικό μυθιστόρημα Ισμήνη Καπάνταη εκδόσεις Ίκαρος η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης

Ιστορικό μυθιστόρημα

Ισμήνη Καπάνταη

εκδόσεις Ίκαρος

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης, της Ισμήνης Καπάνταη (bookpress.gr)

Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης, της Ισμήνης Καπάνταη (bookpress.gr)

 


αυτόχθονες και ξενόφερτοι στη μετεπαναστατική Ελλάδα

 

Πολύπαθο το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος στα ελληνικά γράμματα, ακροβατεί συχνά ανάμεσα σε μία ειλικρινή (στην καλύτερη περίπτωση) διάθεση διερεύνησης του παρελθόντος με τη χρήση αρχειακών πηγών και σε μια ισχυρότερη συχνά επιθυμία εκμετάλλευσης του ιστορικού πλαισίου, προκειμένου προς τέρψη του αναγνωστικού κοινού να γραφεί μια ιστορία, συχνά ερωτική, που θα μπορούσε κάλλιστα να αφορά τη σημερινή πραγματικότητα – μόνο που τότε θα ανήκε σε ένα πιο ευτελές είδος μυθοπλασίας. Θα ήταν δυνατόν, βέβαια, κάποιος να αντιτείνει πως ένα μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε να σταθεί ως τέτοιο, αν μόνο στηριζόταν σε ντοκουμέντα και ιστορικά στοιχεία χωρίς την ευφάνταστη συγγραφική επινόηση. Σωστό αυτό. Ας πούμε, λοιπόν, ότι άξια μνείας είναι εκείνα τα μυθιστορήματα του είδους, στα οποία η πλάστιγγα γέρνει προς τη σοβαρότητα, τη δημιουργική επινοητικότητα και τον σεβασμό προς την ιστορική αλήθεια. Ίσως ακόμη περισσότερο σε όσα αποσκοπούν να προτείνουν ένα νέο τρόπο θέασης του παρελθόντος, με άλλα λόγια να συνεισφέρουν στην επί το θετικότερο συνειδητοποίηση της συλλογικής ταυτότητας, χωρίς θεαματικές υπερβολές και «εθνικά» ψεύδη.

Η Ισμήνη Καπάνταη με μακρά πορεία στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος και  έχοντας αναμετρηθεί πολλές φορές με αμφιλεγόμενες εποχές της ελληνικής ιστορικής συνέχειας (ξεκινώντας από το 1989 με το «Επτά φορές το δαχτυλίδι»), έρχεται με το νέο της μυθιστόρημα να ερευνήσει μυθοπλαστικά την εποχή που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη Καποδίστρια,  αναζητά τη φυσιογνωμία του, με πολλές παγίδες να εμποδίζουν μια ομαλή πορεία. Εγκλωβισμένοι οι πολίτες ενός ελεύθερου πλέον κράτους στις προσωπικές και ταξικές τους διενέξεις, αυτές που καθόρισαν εν πολλοίς και την πορεία της Επανάστασης, δεν είναι σε θέση να συμπορευτούν με τον ευρωπαϊκό χώρο, στον οποίο ωστόσο θα ήθελαν να ενσωματωθούν. Εστιάζει σε δύο ομάδες Ελλήνων, αυτούς που παραμένοντας όλη τους τη ζωή στον ελληνικό χώρο θέλουν τώρα να συνεχίσουν τη μακρά πείρα τους στα κοτζαμπασιλίκια και τα αρματολίκια, και σε όσους καταφθάνουν από τα ευρωπαϊκά τους «καταφύγια», με σπουδές, χρήματα και με μια διαφορετική αντίληψη για τον τρόπο που κυβερνιέται ο τόπος. Δεν είναι καθόλου εύκολο να διακρίνει κανείς σε ποια μερίδα βρίσκεται η απόλυτη αξία. Η κάθε μία μερίδα επιθυμεί να νεμηθεί την εξουσία αντιμετωπίζοντας αφενός τη χώρα ως πεδίο αντιπαράθεσης με κρυμμένα προσωπικά και ταξικά συμφέροντα, και αφετέρου τους άλλους ως εχθρούς.



Στο moto του 23ου κεφαλαίου η συγγραφέας θυμάται από το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη μια διαχρονική για τη μοίρα του ελληνισμού αλήθεια: Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη. Θα μπορούσε αυτό να συνοψίζει όλο το νόημα του βιβλίου, στοχεύοντας στη «διαπαιδαγώγηση», δηλαδή στην τρόπον τινά καθοδήγηση του αναγνώστη προς μια δύσκολα αποδεκτή αλήθεια. Επιλέχτηκε  ωστόσο, ως προμετωπίδα, ένα απόσπασμα από το εμβληματικό κείμενο «Ανωνύμου του Έλληνος Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί ελευθερίας» έργο που εκδόθηκε το 1806 στην Ιταλία, από το οποίο και ο τίτλος όλου του βιβλίου: Ω θανατηφόρος έλλειψις της πατρίδος! Πόσους και πόσους διαυθεντευτάς της και υπερασπιστάς της η ασωτεία και κακοήθεια των αλλογενών της κλέπτει. Πόσων ποτίζει το βρωμερόν ύδωρ της λήθης! Αλλοίμονον, αλλοίμονον, ω Έλληνές μου ακριβοί, αν οι ξενιτευμένοι δεν αλλάξουν γνώμην και δεν ενθυμηθούν ότι, όπου είναι η πατρίς, εκεί και η ευτυχία. Προφητικά τα λόγια του εκλεκτού Ανωνύμου ως προς μια μερίδα της ευθύνης για τις αιτίες της κακοδαιμονίας μας (πιθανόν ως σήμερα)· φυσικά θα πρέπει να μην πέσει στη λήθη και η ευθύνη όσων παραμένοντες στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο φρόντισαν να συνδέσουν την τύχη του ελληνικού γένους με τα στενά τους συμφέροντα εγκαθιδρύοντας την παντοδύναμη οικογενειοκρατία. Η ιστορία, αδέκαστη συχνά, κρίνει. Εδώ η λογοτεχνία –ας μην ξεχνάμε ότι περί μυθοπλασίας πρόκειται– θα κατανείμει τις ευθύνες, στον βαθμό που η συγγραφέας (και όχι ιστορικός) μελετά τις πηγές (κάποιες αρχειακές και άλλες από τη βιβλιογραφία), οι οποίες παρατίθενται στον πρόλογο του βιβλίου, και καταθέτει προς ανάγνωση ένα ιστορικό μυθιστόρημα στον γνώριμο τρόπο της γραφής της (καλή γνώση της γλώσσας, ευρεία χρήση του διαλόγου, αφηγηματικές ικανότητες) ικανό να προσελκύσει ένα ευρύ κοινό. Ενσωματώνοντας στη μυθοπλασία της και τα ιστορικά πρόσωπα, περισσότερο ως απόηχο και αποτύπωμα πάνω στους επινοημένους ήρωές της, και όχι ως φυσική παρουσία, δίνει την εικόνα της μετεπαναστατικής εποχής, μέσω του επιμέρους πλαισίου που επιλέγει, των δύο διαφορετικών οικογενειών (των «αυτοχθόνων» Καμπάσηδων και των «ξενόφερτων» Κουμάντηδων) ως προς τον τρόπο που εννοούν τη διακυβέρνηση της χώρας. Όσο κι αν μπορεί να θεωρηθεί αποσπασματική η θεώρηση της εποχής που αναλαμβάνει να εξετάσει, τα γνώριμα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τέχνης της Καπάνταη υπερτερούν στη συνολική εκτίμηση.

Δύο αποσπάσματα από το βιβλίο:

Το τριώροφο αρχοντικό των Καμπασαίων ξεχώριζε τεράστιο στην πεδιάδα. Ήτανε, βλέπεις, μακριά από τις αρχαίες κολόνες που υψώνονταν κοντά στη μαρμαρένια Πύλη του Αδριανού, πανύψηλες, θεϊκές, έξω από τα ανθρώπινα μέτρα κι εκμηδένιζαν ό,τι ήταν κοντά τους. […] Όχι πως δεν θα φάνταζε μεγάλο και μέσα στην πόλη, εδώ όμως, στην απλωσιά όπου αριά και πού διέκρινες καλύβια και στάνες, και μικρά μαντρωμένα περιβόλια με τα λιγοστά τους λαχανικά κάτω από τις ελιές, τις συκιές και τις λεμονιές, με τα ασπρισμένα από τη σκόνη που τα  σκέπαζε όλα, λόγω της ανομβρίας, φύλλα τους, φάνταζε σωστό παλάτι. (σ.15,16)

 

« […] Οι Κουμάντηδες ξιπασμένοι;… » κι άρχισε ύστερα, ξανά-μανά, τα χιλιοειπωμένα, που τα έλεγαν και τα ξαναέλεγαν όλοι οι δικοί τους, το τσούρμο τους δηλαδή, που μαζεύτηκε γύρω τους σιγά-σιγά και που αυγάταινε μέρα με τη μέρα, όταν σιγουρεύτηκαν πως οι ξενόφερτοι (οι πλούσιοι ξενόφερτοι) ήρθανε και θα μείνουν. Πόσο σπουδαίοι είναι, έλεγε, και πόσο χρεωμένοι πρέπει να αισθάνονται όλοι  απέναντί τους επειδή αυτοί, από αγάπη για τον τόπο τους, και μόνο από αγάπη, αφήσανε τη βολή τους στην ξενιτιά, και φέρανε τα πλούτη τους εδώ για να βοηθήσουνε, λέει, τους αναγκεμένους… Έτσι της είπε. (σ.27)

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Αλογία ποίημα της Ζωής Καραπατάκη μαζί με μία φωτογραφία του Κέβιν Φράιερ

 


Αλογία

ποίημα της

Ζωής Καραπατάκη

μαζί με μία φωτογραφία του Κέβιν Φράιερ





 Η σκοτεινή λαλιά των κυπαρισσιών

ρίχνει τον ίσκιο της

 στο χώμα βουβά

βουβά και στη σκέψη

βουβά και σ' ένα πίνακα ζωγραφικής

 

Μας περιβάλλουν μυστήρια

που γονιμοποιούνται στις ρίζες

 ερήμην μας

Και τώρα αυτές οι σκιές των δένδρων

μαζί με τη δική μου

 σιωπηλές ακουμπάνε

πάνω στο λεπτό φλοιό μιας κινούμενης σφαίρας


 Από ποια μεγάλη πατρίδα

έχουμε αποσχιστεί άραγε ;

 

 Άκου , στο ίδιο μυστικό μέσα

βρίσκεται και ο κορυδαλλός

που κάθεται στην απέναντι φουντωτή κορφή

και διαλαλεί το ακατανόητο

 με τους ηχηρούς λαρυγγισμούς του


 Ζωή Καραπατάκη

 


Η Ζωή Καραπατάκη γεννήθηκε στο Πλωμάρι της Λέσβου το 1956. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και διορίστηκε στη Δημόσια Εκπαίδευση. Στον κύκλο των ενδιαφερόντων της είναι η Λογοτεχνία και οι Καλές Τέχνες. Έχει ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Γαλλικό Ινστιτούτο με επιλογή την Ιστορία της Τέχνης. Διαμένει στην Αθήνα.

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Βιβλιοπαρουσίαση – Η Ελένη Αράπη γράφει για το βιβλίο του Γεώργιου Χριστοφή «Όταν δάκρυσε ο Γιάλοβ»

 

Βιβλιοπαρουσίαση – Η Ελένη Αράπη γράφει 

για το βιβλίο του

Γεώργιου Χριστοφή

«Όταν δάκρυσε ο Γιάλοβ»

 



Ο Γεώργιος Χριστοφής γεννήθηκε στου Γκύζη την πρώτη δεκαετία της αντιπαροχής. Ο τοκετός διενεργήθη υπό της κυρά – Γεωργίας, της μαμής, κατ’ οίκον! Μεγάλωσε σε διάφορα μέρη. Σπούδασε στην Ελλάδα και την Ιταλία. Είναι ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής της σχολής του «Κοινού Νου».

  Στη συγκεκριμένη παρουσίαση δεν θα μας απασχολήσει βέβαια το βιογραφικό του Γεώργιου Χριστοφή, αλλά η χειρουργική του πένα, με την οποία ψυχογραφεί, μέσω της νουβέλας του «Όταν δάκρυσε ο Γιάλοβ», μέχρι τα έγκατα της ύπαρξης όχι μόνο τον Γιάλοβ, ένα γάϊδουρομούλαρο, μα και την ίδια την κοινωνία. Διαβάζοντάς το νιώθεις ότι «βγάζει τη γλώσσα» στην καθεστηκυία τάξη, ανατρέποντας όλο το κίβδηλο αξιακό της σύστημα. Ήδη από την επιλογή του τίτλου μα και του ονόματος του πρωταγωνιστή, εισάγει υποσυνείδητα τον αναγνώστη στον τραγικό κλαυσίγελο που καραδοκεί. Προφανώς ο συγγραφέας εμπνεύστηκε τον τίτλο από το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» του Ίρβιν Γιάλομ, κάνοντας μια αντιστροφή των ονομάτων. Μπορεί τη νουβέλα να μην την υπογράφει ο Νίτσε, μα σίγουρα ο Χριστοφής, σαφώς επηρεασμένος από αυτόν, επιχειρεί επιτυχώς να συντρίψει τις παλιές και νέες δέλτους των νόμων, κατά το πρόσταγμα του Ζαρατούστρα.

Σχετικά με την υπόθεση τώρα, η αφήγηση λαμβάνει χώρα «σ’ ένα βουνίσιο χωριό παν’ απ’ τη Γιάλοβα, επαρχία Καλαμών, περιφέρεια Πελοποννήσου, χώρα Ελλάς». Πρωταγωνιστής, όπως προείπαμε, ένα γάϊδουρομούλαρο ο Γιάλοβ, δεύτερος και ασθμαίνοντας ο ζαβό Θανάσης, που αν και βαπτίστηκε Αθανάσιος, το ζαβό το ριζικό του τον έχρισε εντέλει Θανάση «εκ του θανάσιμος ή πεθαμένος» και βέβαια μια σύγχρονη Δουλτσινέα, η Ορσαλία (εικάζω από το όρσε, κοινώς στα μούτρα σου).

Τα θέματα που θίγονται ματώνουν, μα ο Γεώργος Χριστοφής, μαέστρος στην περιγραφή, μας παραθέτει τις πιο σκληρές, ωμές αλήθειες αβίαστα, με χιούμορ και με μια απόλυτη φυσικότητα, που μεγεθύνουν την τραγικότητα της φύσης του ανθρώπου.

Η νουβέλα είναι διανθισμένη από αντιρατσιστικά και κοινωνικοπολιτικά μηνύματα, γκρεμίζει συθέμελα μα και αντιπροτείνει έμμεσα, χωρίς φυσικά διάθεση διδακτισμού, με έναν σαρκαστικό τόνο μα και συνάμα με μια τρυφερότητα που σε καθηλώνουν.

Μιλώντας για τη μητέρα και τον πατέρα του Γιάλοβ αναφέρει ο παντογνώστης αφηγητής:

«Ο πατέρας του από καλή γενιά, ψηλός, αεράτος, καμαρωτός, όταν περνούσε δεν μπορούσες να μην γυρίσεις να τον κοιτάξεις. Μπάνικος, ρε παιδί μου, και σοϊλίδικος! Τι να λέμε τώρα! Τέτοια κορμοστασιά ούτε στην ανακτορική φρουρά! Τώρα πώς έγινε και ζευγάρωσε μ’ εκείνη την παλιό γαϊδάρα τη μάνα του Γιάλοβ, κανένας δεν ξέρει, κανένας δεν κατάλαβε! Αλλά μήπως έτσι δεν γίνεται με τον έρωτα; Γιατί σμίγουνε δυο υπάρξεις, ούτε αυτές δεν το ξέρουν. Αν και φαίνεται ότι πάντα υπάρχει λόγος βαθύτερος που μπάζει στο ίδιο πάθος πράγματα που μοιάζουνε μεταξύ τους, αλλά κι άλλα που είναι εντελώς ανόμοια και ταυτίζονται μόνο για λίγο».

Αλλά και για τον πατέρα του Ζαβό Θανάση, τον Γιάννη Καλαμάρη, που τον έφαγε ένα ανθρωπόμορφο κτήνος ο Παυλάκος στη Μέσα Μάνη, την περίοδο της λευκής τρομοκρατίας (κάθε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα, γεγονότα, δεν μπορεί να είναι απλώς συμπτωματικό γεγονός…) μας περιγράφει την ωμή αλήθεια της κτηνωδίας του ανθρώπου:

«Τον βρήκανε τα βρωμόσκυλα χωμένο μέσα σ’ ένα σκίνο να τρέμει, από κρύο, από πείνα, από αγωνία, από κούραση, από πόνο, από φόβο! Το ‘ξερε πως η ζωή του τελείωσε πια! Το ‘ξερε ότι δεν θα ξαναδεί την αγαπημένη του, το ‘ξερε ότι δεν θα ξαναδεί τον γιο του, το ‘ξερε ότι δεν θα ξαναδεί το φως του ήλιου. Γι’ αυτό, όταν άρχισαν να τον πετσοκόβουν με τα μαχαίρια, αυτιά, μάτια, γλώσσα, αρχίδια, ήταν πια σαν να μην ήταν αυτός! Ήταν μετά τις πρώτες μαχαιριές σαν να ‘τανε κλεισμένος  μέσα σε ένα σελοφάν, αεροστεγώς κλεισμένο, που δεν περνάει μέσα τίποτα. Μόνο κάτι σαν ηχώ από τον έξω κόσμο! Σαν ένα κουκούλι παράξενο, που μπαίνει ξανά επιστρέφοντας εκεί μια πεταλούδα για να ξαναγίνει κάμπια βουβή! Κρυφή! Ανύπαρκτη!»

Το θέμα της συλλογικής σιωπηλής συνενοχής τον απασχολεί, αφού η ουδετερότητα είναι συνενοχή:

«Του Καλαμάρη ο καταρράχτης λοιπόν, γιατί τον βάφτισε νεκρός, κι έμεινε το όνομα ανεξίτηλο από τότε, όπως κάθε τι που σημαδεύεται απ’ τον θάνατο».

Στη συνέχεια αναφέρεται στην μπόχα του τάφου που αναβλύζει στα υπουργεία και τις δημόσιες υπηρεσίες:

«Έχετε παρατηρήσει πώς μυρίζουν οι χώροι των υπουργείων και των δημόσιων υπηρεσιών; Κάτι μεταξύ μούχλας, φορμόλης και πτωμαΐνης! Κι είναι γεμάτοι από ζωντανούς νεκρούς, μικρής ή μεγαλύτερης ηλικίας! Εκτός απ’ τα γραφεία των υπουργών. Εκεί δεν βρωμάει γιατί απ’ το πρωί ως το βράδυ λιβανίζουνε!»

Σχετικά τώρα με τα έμφυλα στερεότυπα και την κατοχύρωση του Γιάλοβ ως αρσενικού κι όχι ως θηλυκού, ή έστω ως ουδετέρου, μας εξηγεί ότι: 

«Ο μπάσταρδος ήταν πάντα γένος αρσενικού και όχι θηλυκού….ή έστω ουδετέρου που θα ήταν και το σωστότερο, αφού κάτι που είναι μπάσταρδο δεν είναι ούτε θηλυκό ούτε αρσενικό. Θα ‘πρεπε να το πούνε: το Γιάλοβ και όχι ο Γιάλοβ. Αλλά φαίνεται ότι για το συλλογικό ασυνείδητο το κάθε τι πρέπει να καταγράφεται μέσα μας σαν θηλυκό ή αρσενικό, ή μαύρο ή άσπρο, ή καλό ή κακό και βαλ’ του ρίγανη! Μέση κατάσταση δεν υπάρχει! Κι αν υπάρξει όμως; Και υπάρχει, απόδειξη τα υβρίδια, ε τότε είν’ αταίριαστο για το μέσα σύστημά μας και γι’ αυτό βιαστικά, χωρίς σκέψη καταχωρείται στο μυαλό μας ως επικίνδυνο ή ως ευτράπελο γεγονός!»

Και συνεχίζει να ξεστομίζει ωμές αλήθειες με απόλυτη φυσικότητα, που ενώ στην πρώτη ανάγνωση συμφωνείς μαζί του, έτσι και κοντοσταθείς σε πιάνει ρίγος «γιατί εν τω μεταξύ οι μικροί μεγαλώνουν και οι μεγάλοι ψοφάνε…» .Κι όμως η συνειδητοποίηση της θνητότητάς μας θα έπρεπε να αποτελεί μέγιστο στόχο του πολιτισμού μας, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε/ ζήσουμε την κάθε στιγμή της ζωής μας.

Συνεχίζει με το μέγιστο θέμα, αυτό που ενέπνευσε και εμπνέει όλους τους μικρούς και μεγάλους ποιητές της ζωής μας, τον έρωτα και τον θάνατο. Δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κάπου εδώ μπαίνει κι η Ορσαλία:

«Οι δικοί μας πρωταγωνιστές ερωτευμένοι ήτανε και οι δυο, αλλά όχι μεταξύ τους, παρά με μια δική του ιδέα ο καθένας. Απ’ την άλλη δεν πειράζει κιόλας, γιατί ο έρωτας ιδέα δεν είναι; Και μάλιστα παραληρηματική!

Αυτοί οι ερωτευμένοι είναι… ευτυχισμένοι! Ψευδαισθητικές καταστάσεις! Αλλά έτσι πρέπει να’ ναι, γιατί πώς αλλιώς θα γλίτωνε ο άνθρωπος απ’ το υπαρξιακό του πρόβλημα, τη θνησιγένειά του.

Αυτοί είν’ τα αφεντικά τ’ ανθρώπου. Αυτοί οι δυο άρχοντες, αυτές οι δυο ιδέες, αυτά τα δυο βασικά ένστικτα. Το ένστικτο του Έρωτα και το ένστικτο του Θανάτου. Ανεβαίνει το ερωτικό ένστικτο, ο θάνατος ξεχνιέται, κατεβαίνει στα τάρταρα, που ν’ η φωλιά του. Πέφτει ο έρωτας; Αναδύεται ο χάρος χαρούμενος που όλοι τον θυμούνται και θερίζει κακομοίρηδες πρώην ευτυχισμένους! Ναι, έτσι κυλάει η ζωή κι ο άνθρωπος πρέπει τρόπο να βρει να κλέβει στο ζύγι! Η παλάντζα πρέπει να δείχνει πάντα έρωτα. Ποτέ να μην είναι ζυγιασμένη στα ίσα¨ τότε κάποιος είναι ήδη νεκρός και δεν το ξέρει.»

Ο Χριστοφής δεν γκρεμίζει συθέμελα μόνο, αλλά αντιπροτείνει και ένα  νέο σύστημα αξιών, δεν θα τολμούσα να πω, ανθρώπινο – πολύ ανθρώπινο, αλλά σίγουρα φυσικό – πολύ φυσικό.

«Του τα είχε εξηγήσει όλα ο Θανάσης (εννοεί του Γιάλοβ) σε μια δική τους γλώσσα¨ τη γλώσσα που μιλάνε οι ταυτισμένοι μεταξύ τους και που πολλές φορές δεν έχει λέξεις. Έχει η γλώσσα αυτή σκέψεις, ματιές και αναστεναγμούς, νοήματα, κινήσεις κι επιφωνήματα. Τα πιο πολλά επιφωνήματα είναι κάτι αχ – βαχ, ακαταλαβίστικα γι’ αυτούς που δεν τη μιλάνε! Πλούσια γλώσσα, είν’ η αλήθεια, παντού στον κόσμο μπορεί να μιληθεί και είναι κατανοητή από ανθρώπους, ζώα κι ερπετά! Χρειάζεται μόνο πολλή αγάπη, ανοχή και πλούσιο συναίσθημα για να τη μάθεις.»

Και συνεχίζει φυσικά απτόητος σαν κεραυνός, να μας μιλάει για την ελευθερία, την ψευδεπίγραφη ασφάλεια που λαχταρά ο άνθρωπος, για το μαύρο κουτί, μέσα στο οποίο φωλιάζουν οι μνήμες, έτοιμες να μας κατασπαράξουν, για την ανηθικότητα της φύσης, που είναι ταυτόχρονα και δικαιοσύνη 

«Και η γη, η μάνα των ανθρώπων, καθόλου δεν ενιάστηκε για τη διαφορά ανάμεσα στο νερό και το δάκρυ του ζωντανού. Το ίδιο της κάνει¨ δροσίζεται αυτή κι απ’ τα δυο, κι απ’ τα δυο καρπίζει!»

Και θα μπορούσα να συνεχίσω παραθέτοντας όλο το βιβλίο, μα έτσι θα χαθεί η μαγεία της ανάγνωσης. Το μόνο σχόλιο που θέλω ολοκληρώνοντας να παραθέσω, είναι ότι ο Γιάλοβ έγραψε μέσα μου σαν ιδέα περήφανης κουρελιασμένης αναρχίας, που σου ζητάει αφού απεκδυθείς τις συμβάσεις να χορέψεις μαζί του με Σπαρτιατικό ρυθμό, βραχύ μακρό, βραχύ μακρό, το θαύμα που ονομάζεται ζωή, με μια δικαιοσύνη κυρίαρχη, φυσική και με το φως της νέας χαραυγής να ζυγώνει.

Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί!

Ένας συγγραφέας που έχει πολλά να προσφέρει και αυτό ήταν μόνο η αρχή!

 

Ελένη Αράπη

Η Ελένη Αράπη γεννήθηκε  στον Πειραιά. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος. Κριτικά σημειώματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Τον Μάρτη του 2016 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή "Με βράγχια ανασαίνω" από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.