Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Συνομιλώντας με τη «Νύχτα» το συνθετικό ποίημα του Κώστα Κουτσουρέλη μαζί με πέντε πίνακες του Vincent van Gogh




Συνομιλώντας με τη
«Νύχτα»
το συνθετικό ποίημα του Κώστα Κουτσουρέλη
μαζί με πέντε πίνακες του Vincent van Gogh





Η νύχτα είναι ένα συνθετικό ποίημα σε επτά μέρη

νάρκωση

βύθιση

υπνολαλία

ονείρωξη

ανάνηψη

εγρήγορση

έγερση



Στη μεταφορικότητά της η Νύχτα θα μπορούσε να είναι μια κυοφορία που οδηγεί σε μια γέννηση. Θα μπορούσε να είναι ακόμη μια καταβύθιση στον εσώτερο εαυτό προκειμένου να βγει από τα σκοτάδια ένα νέο φως. Στην ποιητικότητα των λέξεων κυοφορείται μια πορεία προς τη δημιουργία. Στη δεύτερη ανάγνωση καταφαίνεται η κάθοδος στα βαθύτερα σκοτάδια – απαραίτητη οδυνηρή συνθήκη για να αναδυθεί στην επιφάνεια το νέο σώμα μιας ύπαρξης αλλιώς χαμένης. Σε μια ακόμη ανάγνωση η νύχτα αγκαλιάζει τη σκληρή πραγματικότητα ενός κόσμου που πεθαίνει αβοήθητος μέσα στη φενάκη μιας απόλυτα ρυθμισμένης ζωής, μέσα από τις αυταπάτες μιας ειρηνικής συνύπαρξης που γεννά πολέμους και θάνατο.

Η νύχτα όμως σηματοδοτεί την έναρξη της γέννησης της μέρας· έτσι και η Νύχτα αποτελεί την αρχή για το ελπιδοφόρο μέτρημα των ωρών της νέας ζωής. Ωστόσο, ποιος είναι αληθινά έτοιμος να κατεβεί στα άδυτα του εμφανούς κόσμου για να συναντήσει τους πιο σκοτεινούς φόβους του, για να αντιληφθεί πως στην επιφάνεια μόνο του υπαρκτού στηριζόμαστε αγνοώντας  το όλο σώμα του αφανούς;



Η καρδιά της Νύχτας είναι διαδοχικά:

από γάλα

από στάχτη

από αιθάλη

από σπέρμα

από ειρήνη

από σκέψη

από μάτια



Ο Κώστας Κουτσουρέλης καλεί σε μια κατάδυση στο βαθύτερο σκηνικό της Νύχτας του (μέσα από το επιφανειακό σκηνικό μιας χειρουργικής επέμβασης) και προϊδεάζει για την πορεία από το εξώφυλλο ήδη, έτσι με το μαύρο χρώμα που απλώνεται και τυλίγει το βιβλίο και με τα γράμματα της λέξης να σχηματίζουν τον αστερισμό.
Σπάνια συναντάμε τόσο εντυπωσιακή στη συντομία της εικόνα της οδού άνω και κάτω, που μία είναι κατά τον «σκοτεινό» φιλόσοφο: ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ωὑτή.




Αποσπάσματα από το έργο:

Καμιά φωνή. Σ’ αρνήθηκαν κι οι λέξεις.

Καθηλωμένος στη γωνιά σου πιόνι



δεν έχεις κίνηση άλλη να επιλέξεις,

στρατιωτάκι εσύ σ’ αυτή τη δίνη

ποιες ήττες, πόσες νίκες πια ν’ αντέξεις;



……….





τη νάρκη αυτή στοιχειώνουν την υπόγεια,

τι δείχνουν τώρα οι μέσα οιωνοσκόποι,

ποιος ψίθυρος σαρώνει τα ρολόγια;



Σκοτάδι πέφτει πάνω στην Ευρώπη.

Αθήνα; Φλωρεντία; Βαϊμάρη;

Κολλυβιστές, μεσίτες, χρεοκοποι





………






κραυγή που σείει του καιρού το στάχυ,

που το ποτέ τρέπει σε πάντα αιφνίδια

και σε παντού το πουθενά, σαν να ’χει



νικήσει όλου του κόσμου τα βαρίδια,

ξεφύγει πια απ’ του δόλου τον μαγνήτη.





………


τα μέλη σου στην υποψία της πτήσης

μοιάζουν φτερά, όχι άλλο πόδια ή χέρια.

Θεός δεν σε προσμένει να βαδίσεις



μα να υψωθείς! Σε μονοπάτια αιθέρια,

πέρα απ’ του κόσμου αυτού τη σκοτοδίνη,

μακριά απ’ τη γη της νάρκης τη χειμέρια..



Της νύχτας είναι η καρδιά από ειρήνη.





……….



ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει.

Κι εσύ του χρόνου είσαι παιχνίδι
     -   αυτό  το βάζο, ας πούμε, στο τραπέζι



που βάφεται τριανταφυλλί…






...........



μάτια που ανοίγουν, μάτια που όντως βλέπουν

το φως – της χάρης, της χαράς κειμήλιο,
που όλα τα σκέπουν, που τα πάντα διέπουν,


μάτια της νύχτας που γεννάει τον ήλιο.




(αποσπάσματα από τη Νύχτα, το συνθετικό ποίημα του Κώστα Κουτσουρέλη, εκδόσεις Κίχλη)





Οι πίνακες είναι του Vincent van Gogh
Σχολιασμός και επιμέλεια: Διώνη Δημητριάδου


































ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αγίας Παρασκευής ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ




ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αγίας Παρασκευής


ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
















Την Πέμπτη, 19 Απριλίου 2018,
στις 6 το απόγευμα,
η «Λέσχη Ανάγνωσης Ενηλίκων»
υποδέχεται τον συγγραφέα και μεταφραστή Αχιλλέα Κυριακίδη.
Θα συζητήσουμε για το βιβλίο του
«Τεχνητές αναπνοές», διηγήματα, εκδόσεις Πατάκης.









                                                                                         
Την Πέμπτη, 24 Μαΐου 2018,


στις 6 το απόγευμα,

η "Λέσχη Ανάγνωσης

Ενηλίκων"

υποδέχεται τον σκηνοθέτη,

συγγραφέα

Θοδωρή Γκόνη.


Θα συζητήσουμε για το βιβλίο του «Εφτά λευκά πουκάμισα», διηγήματα, εκδόσεις Άγρα.







Τα τακτικά μέλη της Λέσχης αλλά και όλοι

οι φίλοι της λογοτεχνίας είναι ευπρόσδεκτοι.



Υπεύθυνες Λέσχης Ανάγνωσης:
Διώνη Δημητριάδου,  Ρούλα Καραχάλιου.

Οι συναντήσεις  πραγματοποιούνται στο Αναγνωστήριο

της Κεντρικής Βιβλιοθήκης, οδός Κοντόπουλου 13,

τηλ. 210-6395335

Σάββατο 14 Απριλίου 2018

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης στη Λέσχη μας!


Ο Αχιλλέας Κυριακίδης στη Λέσχη μας!



Την Πέμπτη, 19 Απριλίου 2018, υποδεχθήκαμε στη Λέσχη Ανάγνωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αγίας Παρασκευής τον Αχιλλέα Κυριακίδη για να συζητήσουμε τη 2η συγκεντρωτική έκδοση έργων του με τον τίτλο «Τεχνητές αναπνοές». Σε μια από τις μαζικότερες συναντήσεις της Λέσχης μας η συζήτηση επεκτάθηκε σε όλο το συγγραφικό και το μεταφραστικό έργο του πολύ σημαντικού αυτού δημιουργού. Απολαύσαμε μια συζήτηση διεξοδική αλλά και την ανάγνωση από τον ίδιο αποσπασμάτων από διάφορα βιβλία του. 









Η επόμενη συνάντησή μας (τελευταία για τη φετινή περίοδο) έχει οριστεί για τις 24 Μαΐου 2018, στις 6 το απόγευμα. Μαζί μας θα έχουμε τον Θοδωρή Γκόνη για να συζητήσουμε την πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του «Εφτά λευκά πουκάμισα».





Πρωτομαγιά διήγημα του Γρηγόρη Σακαλή και δύο φωτογραφίες του Elliott Erwitt

Πρωτομαγιά
διήγημα 

του Γρηγόρη Σακαλή

και δύο φωτογραφίες του Elliott Erwitt




Έφτασε στο κτήμα γύρω στις έντεκα το πρωί. Σταμάτησε προηγουμένως σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και πήρε ένα κουτί γλυκά. Μετά από χρόνια τον κάλεσαν να γιορτάσει στην εξοχή την Πρωτομαγιά και δεν έχασε την ευκαιρία. Τον υποδέχτηκαν με χαρά οι οικοδεσπότες και του είπαν να καθίσει.

Είχαν ενώσει τρία-τέσσερα τραπέζια και γύρω-γύρω είχαν βάλει καρέκλες. Ήταν όμορφο το κτήμα, γεμάτο διάφορα οπωροφόρα δέντρα και μια καλύβα περίπου στο κέντρο.

Είχαν μαζευτεί κάπου 10-15 άτομα, ζευγάρια κυρίως, γύρω στα σαράντα με πενήντα. Είχε και μερικούς νέους, απ’ αυτούς που τα ξέρουν όλα, μάλλον φοιτητές.

Αυτός ήταν μόνος, μάλλον από επιλογή.

Σύντομα άρχισε να πλήττει, γιατί η κουβέντα περιστρεφόταν κυρίως γύρω από τα κομματικά και τα αθλητικά. Δεν τον ενδιέφερε η πολιτική σε επίπεδο καφενείου, ούτε ο αθλητισμός που έγινε εμπόρευμα στα χέρια ανθρώπων αμφιβόλου πλουτισμού. Σηκώθηκε και έκανε μια βόλτα μέσα στο κτήμα. Είδε τις κερασιές, τις ροδακινιές, μια μεγάλη καρυδιά στην άκρη και άλλα διάφορα.

Βρήκε μια δικαιολογία και βγήκε από το κτήμα. Περπάτησε για δέκα λεπτά και έφτασε στην άκρη της πόλης όπου είχε ένα καφενεδάκι. Κάθισε και παρήγγειλε ένα τσίπουρο. Σε λίγο ένας τύπος που καθότανε πιο πέρα του έπιασε την κουβέντα. Κατάλαβε ότι ήταν αλκοολικός από τη φυσιογνωμία και τα λεγόμενά του. Δεν κάθισε πολύ. Πλήρωσε και επέστρεψε στο κτήμα.


Πήρε τη θέση του στο τραπέζι. Τα αρνιά κόντευαν να γίνουν και η παρέα ήταν πλέον σε ευθυμία. Προσπάθησε να ευθυμήσει κι αυτός αλλά μάταια. Ευτυχώς, ο καλός Θεός προνόησε και έστειλε δίπλα του μια ωραία κυρία, γύρω στα σαράντα,  η οποία ήταν καλλιεργημένη και ευχάριστη.

Έτσι συζητώντας κυρίως μαζί της, πέρασαν ευχάριστα οι ώρες του γλεντιού. Αντάλλαξαν και τηλέφωνα.

Αργά το απόγευμα, όταν σηκώθηκε για να φύγει, είχε ανάμικτα συναισθήματα, μα πιο πολύ ήταν χαρούμενος για τη γνωριμία. Αλλά κανείς δεν μπορεί να προδικάσει το μέλλον.



Γρηγόρης Σακαλής



Ο Γρηγόρης Σακαλής
 γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ. Έχει εκδώσει τις συλλογές «Κίβδηλος Καιρός» και «Θαμμένος στην Άμμο», από τις εκδόσεις Πλανόδιον, τη συλλογή «Πορεία στη γύμνια», Bookstars και τις συλλογές «Κυτίο κρυφών ονείρων» και «Άχρονη μετάβαση» από τις εκδόσεις Ενδυμίων. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων το 2012. Η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες ενός παραμυθά» κυκλοφορεί σε μορφή e-book από την Easywriter.gr. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά.




(οι φωτογραφίες του Elliott Erwitt)

                                   

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Νυχτερινή ακρόαση μυθιστόρημα Ευγενία Φακίνου εκδόσεις Καστανιώτης η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/nyxterini-akroasi/


Νυχτερινή ακρόαση

μυθιστόρημα

Ευγενία Φακίνου

εκδόσεις Καστανιώτης
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal  http://fractalart.gr/nyxterini-akroasi/




σε ήχους νυχτερινών ραδιοφωνικών ακροάσεων

Μπορούμε άραγε να σκεφτούμε μια εποχή που οι ακροάσεις των ραδιοφωνικών εκπομπών (κυρίως οι νυχτερινές) θα είναι μια ανάμνηση για τους παλαιότερους και μια ασαφής έννοια για τους πολύ νεότερους;

Το ραδιόφωνο. Ένα μετρίου μεγέθους SABA, τοποθετημένο πάνω στον μπουφέ και μονίμως ανοιχτό, σ’ ένα σταθμό που έπαιζε κυρίως τραγούδια.



Πώς να εξηγηθεί σε κάποιον, που έχει συνηθίσει να συνδέει τη φωνή με την εικόνα, ο εθισμός σε μια ακρόαση απρόσωπη, να μη βλέπεις αυτόν που τραγουδά ή που μιλά με «ραδιοφωνική» φωνή και όμως  να νιώθεις πως συνδιαλέγεσαι μαζί του, πως συμπάσχεις με όσα σου φέρνουν τα κύματα στη συσκευή ενός ραδιοφώνου; Μια επικοινωνία τόσο δεμένη με την εποχή που παρήλθε, τότε που η οικογενειακή διασκέδαση ήταν συνώνυμη της ακρόασης εβδομαδιαίων εκπομπών, τότε που μικρά τρανζιστοράκια παρακινούσαν σε νυχτερινές πολύωρες ακροάσεις τους πιο μοναχικούς.  

Το νέο μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους. Ο ένας, κλασικός και συνήθης στους φίλους της μεγάλης αφήγησης (του μυθιστορήματος), ακολουθεί την πλοκή που περικλείει τους ήρωες (κύριους και δευτερεύοντες) καθοδηγώντας τους στην περιπέτεια -απαραίτητη συνθήκη της γραφής αυτής- και ταυτίζεται (ιδανικά) με τη μοίρα τους. Η ζωή της Ελένης, της ηρωίδας της Φακίνου με τις μυθοπλαστικά επινοημένες ανατροπές, προσφέρεται για αναγνωστικές περιπλανήσεις. Ένα χωριό κάπου στον κάμπο, αδιάφορο και  ασήμαντο, χωρίς τη σωτήρια διέξοδο σε μια θάλασσα, χωρίς το -επίσης σωτήριο για ανύψωση της ζωής τους- υψόμετρο των βουνών, κάτι που να τους αποκόψει από μια ισοπέδωση ή από μια αναπόφευκτη ανεπιθύμητη φυγή προς άλλους ορίζοντες, μακριά από τον γενέθλιο τόπο. Με τους νέους να φεύγουν ή να μαραζώνουν δίπλα σε γέροντες συμβιβασμένους με το ίσωμα της ζωής τους, με τα παιδιά να μεγαλώνουν ήδη από την ανύπαρκτη παιδική τους ηλικία υιοθετώντας τις συνήθειες των γεροντότερων και τη μοιρολατρία τους. Ως να έρθει και γι’ αυτά η ώρα του ξεριζωμού.

Γέρασαν πριν την ώρα τους τα παιδιά, έγιναν μουρτζούφλικα και εριστικά, έπαιζαν άγρια παιχνίδια με σπρωξιές και τρικολοποδιές, δεν άφηναν κανένα κουσούρι συμπαίκτη τους να πέσει κάτω, αδιάφορα στο σχολείο, άντε να τελειώσουν κι αυτό το βάσανο, να πάνε στα ξένα να συναντήσουν τους γονείς τους, που θα τους έβρισκαν ξένους κι αυτούς. Πάντα θα ήταν μετέωρα, θα είχαν τον αβόλευτο στην ξενιτιά, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα και τις συνήθειες των άλλων, χωρίς να θυμούνται στην πραγματικότητα τον πατέρα, τη μάνα ή τ’ αδέλφια τους που είχαν μεγαλώσει αλλιώς, αλλά δε θα χωρούσαν ούτε στο χωριό όταν θα επέστρεφαν μετά από χρόνια. Μια γενιά που μεγάλωσε με γέρους κι ενηλικιώθηκε με ξένους, αν και συγγενείς πρώτου βαθμού.

Σ έναν τέτοιο τόπο μπορείς να βρεις τη μοναδική διέξοδο που υπάρχει, αν φυσικά τη διακρίνεις, γιατί πρέπει να κοιτάζεις προς τα πάνω, ακόμη κι αν αυτή η στάση προκαλεί τους χαμερπείς και εσύ το πληρώνεις με απομόνωση και σχόλια συνεχή από τους καλοθελητές γύρω. Ίσως έτσι, όμως, να τραβήξεις την προσοχή κάποιου που επίσης δεν πατά απολύτως καλά στο έδαφος της μίζερης επαρχίας, που υπερίπταται και ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή, πιο μακριά, πιο ανοιχτά, πιο όμορφα. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο Μάξιμος ο «φαροφύλακας». Φυσικά σ’ έναν τόπο χωρίς θάλασσα δεν είναι υπαρκτή η ασχολία αυτή. Ο φαροφύλακας, ωστόσο, υπάρχει, όσο υπάρχει η επιθυμία να βλέπει φουρτουνιασμένους ορίζοντες, που χρειάζονται το φως που αυτός θα τους ανάβει ανελλιπώς. Κι αν έχει την έμπνευση να δημοσιεύει στην τοπική εφημερίδα ιστορίες με καράβια που σώζονται βλέποντας το φως του φάρου, τότε τον λασπωμένο καμπίσιο τόπο τον μετατρέπει σε καράβι για να ταξιδεύουν όλοι οι κάτοικοι μαζί με γοργόνες και πειρατές, που έρχονται στα όνειρά τους. Γιατί, σημαντικό κι αυτό, ο Μάξιμος ξέρει να αφηγείται ιστορίες, απ’ αυτές που ξαφνιάζουν τους άλλους και ξεσηκώνουν τη φαντασία της Ελένης.

Ο τόπος κλειστός, η νοοτροπία αδυνατεί να κατανοήσει την ερωτική σχέση, κι ας έχει μείνει αυτή μόνο στη θεωρητική ολοκλήρωσή της· ήδη -γι’ αυτούς- έχει ξεπεράσει τα όρια. Έτσι ο μεν Μάξιμος θα βρεθεί να οργώνει δρόμους ατελείωτους με φορτηγό, μακριά από τον φάρο που ονειρεύτηκε, και η Ελένη θα βρεθεί να μαθαίνει μοδίστρα δίπλα σε μακρινές της θείες (τις δίδυμες Σία και Σία) στην Αθήνα. Το μόνο που θα μάθει στην εντέλεια θα είναι το φινίρισμα των ρούχων. Όμως στο σπίτι υπάρχει κάτι πιο ενδιαφέρον από τα φιγουρίνια, τις πλούσιες πελάτισσες και τα ραψίματα: το ραδιόφωνο! Και όταν είσαι στην Κυψέλη τη δεκαετία του ’60, αυτό  μπορεί να είναι και μαγικό.

Από το σημείο αυτό και πέρα ο αναγνώστης έχει την επιλογή να διαβάσει την ιστορία με άλλον πρωταγωνιστή. Ο ήχος του ραδιοφώνου συντροφεύει, υποκαθιστά την ανθρώπινη παρουσία, ανοίγει ορίζοντες διαφυγής.  

Το ερωτεύτηκε η Ελένη, ήταν η συντροφιά της κι η παρηγοριά της, κάθε τραγούδι, κάθε στίχος τραγουδιού νόμιζε πως είχε γραφτεί γι’ αυτήν.[…] Απ’ όλα τα παλιά τραγούδια η Ελένη ένα είχε ξεχωρίσει, ένα με τη φωνή της Δανάης, το είχε κάνει δικό της, και το μουρμούριζε κάθε βράδυ, σαν προσευχή, σαν ευχή και σαν παράκληση: «Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ, να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι».



Όταν όμως εύχεσαι κάτι έτσι με την αοριστία του δεύτερου προσώπου, χωρίς ένα όνομα, δεν είναι πάντα αυτό που επιθυμείς που γίνεται πραγματικότητα. Ο Μάξιμος χαμένος από χρόνια -η Ελένη θέλει να τον φαντάζεται να κυβερνά τον θαλάσσιο χώρο μέσα από το φως του φάρου του-, ο Παύλος είναι πιο γήινος, πιο χειροπιαστός και προσεγγίσιμος. Είναι όμως αυτό που αληθινά θα γεμίσει τη  μοναξιά της; Οι νυχτερινές ακροάσεις θα πληθύνουν, η επικοινωνία -έστω και πλασματική- θα πάρει άλλη διάσταση στη ζωή της. Κι όταν θα βρεθεί κυριολεκτικά τώρα μόνη, η συντροφιά της θα είναι ο αρτοποιός «Κοσμάς ο Αιτωλός», η νοσοκόμα «η αντ’ αυτής», ο «Ιώβ ο υπομονετικός», ο νταλικέρης «άρχοντας της εθνικής» και ο ερημίτης με τον σκύλο του τον Μιλάνο, από το όνομα πόλης όπου βρέθηκε. Όλοι να προβάλλουν κάτι που και είναι και δεν είναι η αληθινή τους υπόσταση, πίσω από τον απρόσωπο ήχο της ραδιοφωνικής εκπομπής. Και όλοι να αναζητούν τον λίγο χρόνο της επαφής με τον κόσμο που ακούει αλλά δεν μιλά, όλοι να στέλνουν μηνύματα και αφιερώσεις με μοναδικούς αποδέκτες· και τα μηνύματα να πολλαπλασιάζουν την πιθανότητα μιας ερμηνείας απολύτως προσωπικής για τον ξένο ακροατή, που για λίγο νιώθει τη μέθεξη στον αλλότριο πόνο ή στην ανοίκεια χαρά. Τι θα συμβεί, όμως, όταν ανάμεσα στις μοναξιές των ακροάσεων ακουστεί και ένα γνώριμο όνομα να έρχεται από τα παλιά για να ακυρώσει μέσα σε λίγα λεπτά όλα τα χρόνια της μη βιωμένης ζωής της Ελένης; Με πρωταγωνιστή το ραδιόφωνο η ιστορία αποκτά άλλες διαστάσεις, ξεφεύγει από την περίκλειστη ζωή των ηρώων και ανοίγεται πρόθυμη να απαντήσει σε ερωτήματα δύσκολα που αφορούν έναν έτσι κι αλλιώς οριοθετημένο στα ραδιοκύματα κόσμο (άρα θεωρητικά περίκλειστο επίσης) με μια δυναμική ωστόσο να  πάρει τη μορφή ιδεατού χώρου, συνιστώντας μια πρόκληση ζωής αλλά ταυτόχρονα και μια αναγνωστική πρόκληση. Προτιμώ αυτόν τον δεύτερο τρόπο ανάγνωσης.


Η «Νυχτερινή ακρόαση» μιλά για τους ανθρώπους που μοναχικά αναζητούν μια διέξοδο στο τέλμα της συνήθειας, της ρουτίνας, ίσως και της ακυρωμένης τους ελπίδας για κάτι καλύτερο. Ωστόσο, απευθύνεται αναγνωστικά μόνο σ’ αυτούς που μπορούν να νιώσουν τη μαγεία του ραδιοφώνου, να σχηματίσουν με τη σκέψη την απούσα εικόνα, να μετασχηματίσουν τη φωνή σε παρουσία προσωπική, να μεταλλαχθούν σε αποκλειστικό αποδέκτη του μηνύματος που εκπέμπεται. Εν τέλει να ακούσουν τις ιστορίες του επίσης ακυρωμένου φαροφύλακα. Και να είναι αυτές ακριβώς οι ιστορίες ικανές να γεφυρώσουν χάσματα ματαιωμένων ονείρων.

Και τότε η Ελένη, με μια ξαφνική έμπνευση, διόλου προετοιμασμένη να πει κάτι παρόμοιο, χαρούμενη ωστόσο που της ήρθε αυτό και όχι κάτι άλλο, του είπε χαμογελώντας, κι ας μην μπορούσε εκείνος να δει το χαμόγελό της, του είπε: «Πες μου μια ιστορία, Μάξιμε».





Διώνη Δημητριάδου