Τα σονέτα προς τον Ορφέα
Γραμμένα
ως ταφικό μνημείο για τη Βέρα Ουκάμα Κνόοπ
Rainer Maria Rilke
(δίγλωσση
έκδοση)
Εισαγωγή:
Μαργκερίτ Γιουρσεναρ
Μετάφραση-Επίμετρο:
Ιωάννα Αβραμίδου
Εκδόσεις
Κουκκίδα
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Η ποίηση ως μόνη πραγματικότητα • Fractal
Η ποίηση ως μόνη
πραγματικότητα
Το αληθινό μέγεθος του Ρίλκε
μπορούμε να το προσεγγίσουμε αν αποστασιοποιηθούμε από τα υψωμένα τείχη που
περιφρουρούν τη δομημένη επάνω στην ορθότητα του Λόγου κοινωνία μας. Αν
δεχθούμε πως όσα οι αισθήσεις μας προσλαμβάνουν, για να τα επεξεργαστεί κατόπιν
η (πεπερασμένων, έτσι και αλλιώς, δυνατοτήτων) λογική μας, δεν είναι το άπαν.
Ακόμη, αν αναιρέσουμε τη στερεοτυπική πλέον λειτουργία της καρτεσιανής
διάστασης ανάμεσα στη σκέψη και την ύπαρξη («σκέφτομαι, άρα υπάρχω»), εν
πολλοίς υπεύθυνη για τον κατακερματισμό των πάντων, τη διάκριση πάντοτε ως προς
ένα απαραίτητο «κάτι». Γιατί ο Ρίλκε πάσχισε να δει πέρα από όλα όσα του
δόθηκαν ως ισχύοντα «λογικώ τω τρόπω», να δομήσει ένα δικό του σύμπαν «φυσικώ
τω τρόπω». Είδε τη ζωή να μην απολήγει στον θάνατο, αλλά να διευρύνεται μέσω
αυτού («δεν υπάρχει ένα Εντεύθεν και ένα
Επέκεινα, παρά μόνον η μεγάλη Ενότητα» θα γράψει ο Ρίλκε στον Πολωνό μεταφραστή
του), είδε το φως και το σκοτάδι ως μια φυσική ενότητα, είδε την απουσία ως
παρουσία, αθέατη μεν αλλά υπαρκτή, όπως ακριβώς η πραγματικότητα, που βλέπουμε
και θεωρούμε ως τη μόνη αληθινή, «ανοίγει» για να νιώσουμε την αθέατη πλευρά
της· στη θέση του Λόγου τοποθέτησε το «ανοιχτό», ως μια πρόκληση να βιώσουμε
την άλλη όψη του κόσμου, ως ανοιχτό χώρο σε ό,τι αντιβαίνει το λογικά και
κοινωνικά αποδεκτό υπάρχον, να εννοήσουμε τη ζωή πριν την κοινωνική της
διαμόρφωση.
[…]
Υπάρχουν τάχα δέντρα, όπου άγγελοι τριγύρω πετούν,
και αθέατοι, αργοί κηπουροί τόσο παράξενα τους
γεωργούν,
ώστε, δίχως να μας ανήκουν, για μας να καρποφορούν;
Μην ποτέ καταφέραμε, σχήματα εμείς και ίσκιοι,
με τις πρόωρα ώριμες και μαραμένες μας συμπεριφορές
να ταράξουμε του ξέγνοιαστου θέρους τους τη γαλήνη; (XVII, απόσπασμα)
Στα Σονέτα προς τον Ορφέα, γραμμένα εν μέσω μιας δημιουργικής έκρηξης (που
την ενισχύει η ηθελημένη απομόνωση του ποιητή στον πύργο Μυζό της Ελβετίας) τον Φεβρουάριο του 1922, με, εμφανή
τουλάχιστον, αφορμή τον θάνατο της νεαρής Βέρα Ουκάμα Κνόοπ που τον συγκλόνισε.
Ωστόσο, με «όχημα» τον μυθικό Ορφέα και τον συμβολισμό του, ερευνά την
ανθρώπινη ύπαρξη, τη σχέση της ζωής με τον θάνατο, όχι ως ζεύγος αντιθέτων·
στην ουσία φανερώνει τα «περάσματα» που επιτρέπουν την ένωση των δυο σε ένα
όλον αδιαίρετο. Πρωτίστως ποιητής ο Ρίλκε, θα δείξει πώς η Τέχνη καθορίζει τη
ζωή, στον βαθμό που να ταυτίζεται η ύπαρξη με τη δημιουργία του έργου, και η
ποίηση να αναδεικνύεται ως μόνη αληθινή πραγματικότητα. Τα σονέτα απευθύνονται
στον Ορφέα, απηχώντας τη διάθεση του ποιητή να ενδυθεί ο ίδιος τον μυθικό ήρωα,
να κάνει τη δική του κατάβαση στον Άδη, να βιώσει την πλήρη καταβύθιση στον
εσώτερο εαυτό του, εκεί που θα δει τον εξωτερικό κόσμο με άλλα μάτια, όχι
αποκομμένος από αυτόν αλλά, όπως θα πει η Ιωάννα Αβραμίδου στο Επίμετρό της,
«([…] βρίσκοντας τη σωστή απόσταση, μια μέση οδό που επιτρέπει σε κάποιον να
δημιουργεί), μέσω δηλαδή της αναδίπλωσης στα μύχια του εαυτού του» (σ. 135).

Το Άσμα, εσύ διδάσκεις, δεν είν’ πόθος σφοδρός,
μήτε αναζήτηση απλώς για τρόπαια εφικτά·
το Άσμα είναι ύπαρξη. Για τον Θεό όλα απλά.
Μα πότε όμως υπάρχουμε εμείς; (III, απόσπασμα)
Τα κλασικά έργα της
λογοτεχνίας διατηρούν τη φρεσκάδα τους, όταν προσεγγίζονται από ικανούς
μεταφραστές, γνώστες όχι μόνον της γλώσσας αλλά και της ιδιαιτερότητας του
δημιουργού τους και των συγκυριών της εποχής. Η Ιωάννα Αβραμίδου όχι μόνο
απέδωσε στη γλώσσα μας (με σεβασμό στην αρχή του Ρίλκε για μια μετάφραση που
δεν θα πρόδιδε το νόημα των στίχων του) ένα από τα σπουδαιότερα έργα της ευρωπαϊκής
λογοτεχνίας, αλλά διερεύνησε τον δημιουργό και την εποχή του, τις επιρροές του
και τις αποστάσεις που κράτησε από τις σύγχρονες με αυτόν λογοτεχνικές τάσεις.
Έτσι, μας έδειξε πώς δημιούργησε ένα δικό του σύμπαν, με τα Σονέτα του να αποτελούν ικανή απόδειξη της μοναδικότητάς
του. Απέδωσε τη μορφή του σονέτου, τον λυρισμό, τη μουσικότητα, το
ομοιοκατάληκτο των στίχων, τον ρυθμό των ποιημάτων με γνώμονα, όπως θα πει, την
πρόκληση μιας συγκίνησης ανάλογης αυτής που προξενεί το πρωτότυπο.
Φίλε βουβέ των αποστάσεων των πολλών,
νιώσε πως η ανάσα σου τον χώρο μεγαλώνει.
Στις σκοτεινές αψίδες των καμπαναριών
τον εαυτό σου άσε να ηχεί. Ό,τι σε κατατρώει
γίνεται Δύναμη με τούτη την τροφή.
Μπες μες στη Μεταμόρφωση και βγες.
Ποια είναι η εμπειρία σου η πιο οδυνηρή;
Γίνε κρασί, αν το να πιεις είναι πικρό για σε.
Τη νύχτα αυτή της πλησμονής, εκεί
που αλλόκοτα οι αισθήσεις συναντιούνται,
νόημά τους γίνε, δώσε τους μαγική ισχύ.
Τα γήινα όλα αν σ’ έχουνε ξεχάσει, εσύ
Πες στην ασάλευτη τη γη: κυλώ.
Και στο γοργό νερό πες: Είμαι. (XXIX)
Στη πρόσφατη δίγλωσση έκδοση
των Σονέτων προς τον Ορφέα, των
εκδόσεων Κουκκίδα, προτάσσεται ένα κείμενο εισαγωγικό, γραμμένο το 1936, στο
οποίο η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ θα δώσει το ιδιαίτερο στίγμα του σπουδαίου ποιητή
όχι μόνον ως δημιουργού αλλά και ως «φορέα» και «διακινητή» των μυστικών
μηνυμάτων: «εάν αυτός ο ποιητής, συνηθισμένος στις αγγελικές επισκέψεις,
προτίμησε να παραμείνει πένης, ταπεινός, απογυμνωμένος έως και διάφανος, είναι
επειδή ήξερε πως γεννήθηκε για να μεταδίδει, να ακούει, να μεταφράζει με
κίνδυνο της ζωής του, τα μυστικά μηνύματα που του επέτρεπαν να συλλαμβάνουν οι
κεραίες της ιδιοφυΐας του». (σ. 12).
Διώνη Δημητριάδου