Οι νεκροί
James Joyce
Μετάφραση-Σημειώσεις:
Αχιλλέας Κυριακίδης
εκδόσεις
Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικο Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Η «λεπτουργία» της τέχνης του James Joyce • Fractal
Η «λεπτουργία» της τέχνης του James Joyce
Η ψυχή του τρέκλισε αργά καθώς άκουγε το χιόνι να
πέφτει ελαφρά στο σύμπαν κι ελαφρά να πέφτει, σαν τον ερχομό του έσχατου τέλους
τους, πάνω σ’ όλους τους ζωντανούς και τους νεκρούς. (σ. 92). Η σημασία στη λεπτομέρεια, η αισθητική
απόληξη της κάθε μίας λέξης, ακόμα και με την επανάληψή της, δεν συνιστά
τεχνική του λόγου, αλλά τέχνη υψηλή της γραφής. Ο James Joyce, ένας από τους
σπουδαιότερους λεπτολόγους συγγραφείς, μοιάζει να παρατηρεί όσα συνήθως
λανθάνουν, όσα ικανά να δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα, το πλαίσιο μιας
ιστορίας που εκτείνεται χρονικά μέσα σε
λίγες ώρες· τόσες που αρκούν για να ανυψώσει ένα κοινότοπο σκηνικό σε φόντο
μιας ιστορίας που ξεφεύγει από τα πρόσωπα/ήρωες, και εκτινάσσεται σε έναν χώρο
που υπερβαίνει τη μυθοπλασία. Στους Δουβλινέζους
του (τελευταίο διήγημα της συλλογής είναι «Οι νεκροί») ο Joyce θέτει στο κέντρο
της θεματικής του το Δουβλίνο της ηθικής παρακμής, «τοπίο» που παρουσιάζεται με
τη χαρακτηριστική εν συμπτύξει ανάλυση, με το οξύμωρο αυτό να αποδίδει με
ακρίβεια τον τρόπο της γραφής του. Αρκεί η αναγνωστική πρόσληψη να ακολουθήσει
προσεκτικά τη λέξη, την ονοματολογία, τη λεπτομέρεια στις κινήσεις και στις
εκφράσεις – όλα στοιχεία μιας μοναδικής αισθητικής απόλαυσης. Αν η αισθητική
απηχεί το ήθος, τότε εμφανές γίνεται το ηθικό αδιέξοδο των προσώπων σε δεδομένο
χρόνο και χώρο, όσο, φυσικά, εμφανής και η ηθική στάση του ίδιου του Joyce, στάση ταυτόχρονα κριτική απέναντι στην
κοινωνία της εποχής του.
Το σκηνικό στο διήγημα εναλλάσσεται, δημιουργώντας δύο επίπεδα. Το διήγημα ξεκινά από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι που εθιμικά παραθέτουν οι γηραιές αδελφές Κέιτ και Τζούλια Μόρκαν στους συγγενείς και φίλους τους, με τα παραδοσιακά εδέσματα, την καθιερωμένη ομιλία του ανεψιού τους Γκέιμπριελ, τις μουσικές που συνοδεύουν το δείπνο, τον χορό. Οι χαρακτήρες «χτίζονται» συγγραφικά και δραματουργικά (σαν σε σκηνή θεάτρου) με τρόπο ώστε να παρουσιάζονται «περίοπτοι», με τον εσωτερικό τους κόσμο «διάφανο», μέσα από συζητήσεις, συμπεριφορές και αντιδράσεις. Το δεύτερο σκηνικό, λίγες ώρες μετά το τέλος του δείπνου, στο σπίτι του Γκέιμπριελ και της συζύγου του, Γκρέτα. Εκεί μεταφέρεται ο δραματικός απόηχος του προηγούμενου σκηνικού, με την Γκρέτα να θυμάται ένα αγόρι, τον Μάικλ, χρόνια πριν, που πέθανε, προσπαθώντας ένα παγωμένο βράδυ να της εκφράσει τον έρωτά του. Το βάρος που νιώθει η Γκρέτα με αυτή τη θύμηση εκμηδενίζει το ερωτικό πάθος του Γκέιμπριελ γι’ αυτήν· ο Γκέιμπριελ νιώθει πολύ μικρός, ανύπαρκτος στη ζωή της γυναίκας του. Η ιστορία του Joyce δείχνει πώς μπορεί μια ελάχιστη στιγμή συνειδητοποίησης των πραγματικών μεγεθών, να εξαφανίσει κάθε αίσθηση υπεροψίας, ματαιοδοξίας, που πλέον παραχωρούν τη θέση τους στην επίγνωση της ματαιότητας. Όλο το προηγούμενο σκηνικό στο σπίτι των Μόρκαν καταρρέει μέσα στην κοινοτοπία του και στην ασημαντότητά του. Ο Γκέιμπριελ νιώθει να αντιστρέφονται οι έννοιες: οι ζωντανοί είναι στην ουσία νεκροί, μέσα στην ανύπαρκτη ζωή τους, ενώ οι όντως νεκροί είναι ζωντανοί στη μνήμη, ικανοί να προξενήσουν συγκίνηση απίστευτη. Ο Γκέιμπριελ και ο Μάικλ – στην ονοματολογία του Joyce ο Γαβριήλ και ο Μιχαήλ, οι δύο Αρχάγγελοι αναμετρούν τη δύναμή τους, με τον σκοτεινό, τρομερό ψυχοπομπό Μιχαήλ να κατατροπώνει τον άγγελο χαρμόσυνων ειδήσεων Γαβριήλ. Ο θάνατος θριαμβεύει επάνω στη ζωή. Ο Γκέιμπριελ διαλύεται μέσα στον κόσμο που νόμιζε σταθερό και αναλλοίωτο. Το χιόνι θα καλύψει με το λευκό του «σάβανο» κάθε σημάδι ζωής.
Η ψυχή του είχε πλησιάσει εκείνη την περιοχή όπου
κατοικούν τα απειράριθμα πλήθη των νεκρών. Είχε επίγνωση, αλλά δεν μπορούσε να
συλλάβει την αλλοπρόσαλλη και τρέμουσα ύπαρξή τους. Η ίδια του η ταυτότητα
έσβηνε μέσα σ’ έναν γκρίζο φαντασματικό κόσμο. Ο ίδιος στέρεος κόσμος τον οποίο
αυτοί οι νεκροί είχαν πλάσει κάποτε και στον οποίο είχαν ζήσει, τάρα έφθινε κι
διαλυόταν. Κάποια ελαφρά χτυπήματα στο τζάμι τον έκαναν να στραφεί προς το
παράθυρο. Είχε αρχίσει να χιονίζει ξανά. (σσ. 91-92).
Μεγάλη συζήτηση κάθε τόσο
ανακύπτει γύρω από τη μεταφραστική δουλειά, το κατά πόσο μπορεί να αποδοθεί
«πιστά» σε άλλη γλώσσα ένα πρωτότυπο έργο. Διαβάζοντας τη μετάφραση του Αχιλλέα
Κυριακίδη, όλο και περισσότερο ενισχύεται η άποψή μου πως η μετάφραση αποτελεί
έργο/δημιούργημα η ίδια, καθώς μπορεί, πέρα από την απόδοση στη νέα γλώσσα, να
μεταφέρει τόσο την αίσθηση του πρωταρχικού, τη συγγραφική του «ανάσα», όσο και
την αίσθηση ενός έργου νέου και λειτουργικού στη σύγχρονη εποχή· το ποίημα να
εξακολουθεί να είναι ποίημα, το διήγημα να είναι διήγημα και όχι απλώς ένα
μετάφρασμα σε άλλη γλώσσα. Ο Κυριακίδης έψαξε μέσα του πρώτα την κάθε
λέξη, έψαξε και ένιωσε τον Joyce στην
κάθε λέξη, έφερε το διήγημα σε φρέσκια απόδοση που δεν προδίδει το πρωτότυπο,
αλλά, κυρίως, «ξανάγραψε» το διήγημα με τον δικό του τρόπο, σεβόμενος τόσο τον
αρχικό δημιουργό όσο και τη υπόθεση της λογοτεχνίας. Οι σημειώσεις του στο
τέλος του βιβλίου διαβάζονται όχι μόνον ως επεξηγηματικές σημείων του
διηγήματος αλλά και αυτόνομα ως γραφή, ή
καλύτερα «μετά τη γραφή» του Joyce.
Το βιβλίο από τις εκδόσεις
Μεταίχμιο, πρώτο στη νέα σειρά ΤΑ ΜΙΚΡΑ, στην οποία εντάσσονται ολιγοσέλιδα αλλά σπουδαία έργα του 19ου και
20ού αιώνα.