Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ


ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ




Ξεχάστηκα απροστάτευτο κι ανέμελο παιδί,
στις στράτες τ’ ουρανού, στου ήλιου τα αλώνια
κείθε του φεγγαριού, των αστεριών πιο δώθε
παίζοντας με τα όνειρα και τη ζωή μετρώντας.

Με παραφύλαγαν θεοί και μ’ αποπήραν
που πέρασα την πόρτα τους και μπήκα στις αυλές τους,
θαρρώντας πως βεβήλωνα τα όσια κι ιερά τους
κι απορημένος έφυγα πού τάχα να είχα φτάσει.

Έσκυψα κι αφουγκράστηκα της γης την καλοσύνη,
ένιωσα την ανάσα της να φτάνει απ’ τους ναούς της
κάλεσμα σε θύμησες  με προσευχές και ύμνους
κι ευτύχησα στον κόρφο της και στο γλυκό της βλέμμα.

Ήταν μικρός ο ουρανός  τ’ όνειρο  να χωρέσει.
Στα στήθια της η γη το κράταγε  ν’ αναπνέει.
Ξημέρωνε  στα μάτια σου και η ζωή βιαζόταν
κι αφέθηκα  στα χέρια σου  μαζί σου να τη ζήσω.

Γιώργος Αλεξανδρής 
(φωτογραφία: Paulina Klopot, η φωτογραφία από την Vogue)

Διώνη Δημητριάδου Μια Δοξαριά στον άνεμο Κριτικές επισημάνσεις και εννοιολογικές προσεγγίσεις στο έργο του Γιώργου Δουατζή Εκδόσεις Στίξις ΓΡΑΦΕΙ Η ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΑΛΑΜΑ η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

Διώνη Δημητριάδου

 Μια Δοξαριά στον άνεμο

Κριτικές επισημάνσεις και εννοιολογικές προσεγγίσεις

στο έργο του Γιώργου Δουατζή

Εκδόσεις Στίξις

ΓΡΑΦΕΙ Η ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΑΛΑΜΑ

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Διώνη Δημητριάδου: «Μια δοξαριά στον άνεμο»


 

Μόνο μια λέξη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη Δοξαριά στον άνεμο που καταθέτει η Διώνη Δημητριάδου στη μελέτη της για την ποίηση του Γιώργου Δουατζή: προίκα. Μια προίκα για το πώς ένας κριτικός λόγος μπορεί και ανατέμνει  τον ποιητικό λόγο χωρίς να τον τεμαχίσει, ακουμπώντας τον απαλά αλλά διεισδύοντας στα μεγάλα του βάθη. Μια προίκα για τον τρόπο με τον οποίο το επιστημονικό υπόβαθρο του κριτικού στέκει με το στιβαρό του εκτόπισμα κάτω από την αγαπητική προς την ποίηση προσέγγιση, ώστε αυτή να ανοίγεται στον κάθε αναγνώστη και να επιτυγχάνεται το «τέλος» (με την αριστοτελική σημασία της λέξης) του όλου εγχειρήματος, που αποτελεί και το «τέλος» της ποίησης του ίδιου του Δουατζή: το μοίρασμα. Μια προίκα για τον φιλόδοξο κριτικό κειμένων, που οφείλει να σταθεί όχι στο ύψος αλλά πίσω από το ύψος της γραφής, να καταυγάσει το αντικείμενο της εργασίας του και όχι να εξάρει τις δεξιότητες του υποκειμένου αυτής, σε μια αλαζονική συστροφή προς εαυτόν.

Μέσα σε 135 σελίδες το πολυδιάστατο έργο του μεγάλου δημιουργού παρελαύνει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη με έναν πραγματικά επιδέξιο τρόπο. Γιατί αποτελεί διακύβευμα για τον καθένα το να αναδείξει όχι μόνο την πνευματική κατάθεση του Δουατζή αλλά κυρίως τον άνθρωπο πίσω από αυτήν, δηλαδή την πνευματική και κοινωνική του υπόσταση, όπως αυτή σχηματοποιείται μέσα από τον μυθιστορηματικό, τον ποιητικό, τον δοκιμιακό και τον θεατρικό του  λόγο, αλλά και όπως επεκτείνεται μέσα από τις φωτογραφικές και εικαστικές του προσπάθειες. Αποτελεί διακύβευμα το να μην αδικήσεις το πλάτος και το εύρος της προσφοράς, την έγνοια που εμφωλεύει πίσω από τις λέξεις και τα νοήματα, τη βάσανο που έχει προηγηθεί του τελικού δημιουργήματος και, τέλος, την ηθική και κοινωνικοπολιτική αναγκαιότητα που εξυπηρετεί ένας δημιουργός που τελεί σε αέναη εγρήγορση, σε ατέρμονη ανησυχία για όλα τα τραύματα που οφείλει με την τέχνη του να επουλώσει.

Η ανάγνωση λειτουργεί αποκαλυπτικά για τον αναγνώστη. Η Διώνη Δημητριάδου μεθοδικά και στοχευμένα αγγίζει πτυχές του «πώς» και του «τι» της σκέψης και της γραφής του Δουατζή. Διεισδύει στο περιεχόμενο μέσα από τη μορφή και αναδεικνύει τη μορφή μέσα από το περιεχόμενο του Έλληνα δημιουργού, επισφραγίζοντας την αδιαίρετη ενότητα των δύο αυτών παραμέτρων στην τελική σύνθεση ενός πνευματικού προϊόντος. Μια εξαιρετική στιγμή της μελέτης συνιστά η αναφορά στη βασανιστική επιλογή των λέξεων, στη χαλιναγώγησή τους από τον Δουατζή, καθώς «Οι λέξεις είναι ζωντανές, έχουν ψυχή, κορμί, σάρκα και αίμα».[1] Η τιθάσευση αυτή, η επίμοχθη προσπάθεια η λέξη να αποδειχθεί «ικανή» κι αντάξια της ψυχής και της σκέψης συμπυκνώνεται περίφημα στις επίσης διαλεγμένες προσεκτικά λέξεις της Δημητριάδου, η οποία ακολουθεί το ίδιο μοτίβο, σε μια προσπάθεια υποστήριξης της δικής της ιδέας με τη μορφή που της δίνει: «Διαβάζοντας τον Δουατζή νιώθεις το “παιχνίδι” που έχει προηγηθεί με τις λέξεις, μέχρι να σταθούν η μία δίπλα στην άλλη, σ’ αυτή τη σειρά και όχι σε μια  άλλη οποιαδήποτε, προκειμένου να χαθεί όσο γίνεται λιγότερο από το συναίσθημα, το αρχικό βίωμα, τη σκέψη» (σελ. 20).

Μεγάλη μέριμνα της μελετήτριας είναι η ανάδειξη της ισορροπίας που κρατά ο σχοινοβάτης δημιουργός ανάμεσα στον μέσα και στον έξω κόσμο. Η Δημητριάδου, με αφορμή τον τρόπο και τον κόπο του Γιώργου Δουατζή επαναπροσδιορίζει τον ρόλο του πνευματικού ταγού μακριά από τις συνήθεις κορώνες που τον θέλουν διαθέσιμο να φωνασκεί σε κάθε διαθέσιμη ευκαιρία και τον τοποθετεί στο ενδιάμεσο της μοναχικής είσπραξης, κάποτε της διδακτικής και διδάσκουσας σιωπής και της κοινωνικής προσφοράς. Επιμένει στη λεπτή δεξιότητα του Δουατζή να ισορροπεί ανάμεσα στην αυτογνωσία, την κοινωνική γνώση και την προσωπική οριοθέτηση (σελ. 25) και, κυρίως, στην επιλογή να το επιτυγχάνει αυτό μέσα από τον χαμηλόφωνο, αυθεντικό και ειλικρινή λόγο. Στην εξομολογητική κατάθεση του Δουατζή σχετικά με τη σπουδαιότητα και τη σοφία της μοναξιάς μπροστά στα κελεύσματα και στις προκλήσεις των καιρών («Τέλος παρηγοριόμουν ότι οι μεγάλοι αγώνες δεν χρειάζονται σπουδαίους αλλά επί της ουσίας μόνους και μες στη σοφία της σιωπής ένιωθα πάντα χρήσιμος ως σκεπτόμενος ή αυτόχειρας») ο κριτικός κι εμβριθής λόγος διαβάζει την προσωπική αλλά και την κοινωνική ανάγκη να λειτουργεί «ο σκεπτόμενος άνθρωπος αφυπνιστικά απέναντι σε κάθε υπνώττουσα συνείδηση» όχι τόσο με το έργο του αλλά κυρίως «με τη συνολική του υπόσταση που θέτει τη γραφή του αλλά και τη στάση ζωής του στην ίδια ευθεία» (σελ. 27). Σε αυτό το πλαίσιο και με αυτό το τελευταίο δεδομένο σε θέση αυστηρής προϋπόθεσης, ο Δουατζής καταφάσκει υπέρ του τίτλου του «υπενθυμιστή», παρά του «καθοδηγητή» του λαού, μια διάσταση του χαρακτήρα του που επιλέγεται προσεκτικά από τη μελετήτρια στην προσπάθειά της να σκιαγραφήσει κοντά στο πορτρέτο του δημιουργού  και το ηθικό του καρδιογράφημα.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις αναφορές στη φιλοσοφική και ζωγραφική ένδυση του ποιητικού λόγου του Γιώργου Δουατζή. Όλα τα χαρακτηριστικά της δημιουργικής συγγραφικής του τέχνης προεκτείνονται από τη Δημητριάδου πέρα από τον άμεσο, τον προφανή τους σκοπό που υπηρετεί το ίδιο το δημιούργημα και το κοινό στο οποίο απευθύνεται σε ηθικό επίπεδο, ώστε να φωτιστεί η ποιότητα του ίδιου του δημιουργού. Γιατί αυτή αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και στον λογοτέχνη έχει σημασία τόσο για τον Δουατζή όσο και για τη μελετήτρια · πρόκειται για μια ενότητα που τοποθετεί τον ποιητή, τον πεζογράφο, τον δοκιμιογράφο, τον θεατρικό συγγραφέα και τον καλλιτέχνη ενώπιον της μεγαλύτερής του ευθύνης απέναντι στο κοινό του: της ειλικρίνειας. Γιατί αυτή η απλή συνθήκη αποτελεί τη λυδία λίθο για να επιστεγαστεί η εναγώνια εκατέρωθεν προσπάθεια του μοιράσματος.

Γενναιόδωρη προς όλους εμάς κατάθεση αυτή η μελέτη, προίκα για τον τρόπο με τον οποίο μια εξαιρετική ποίηση μπορεί να βρει τον κρουνό εκείνον που θα τη μεταγγίσει στις κοινωνικές αρτηρίες, ώστε να λειτουργήσει ζωογόνα για το κοινωνικό σώμα. Για όλους/ες όσοι/ες αγαπούν την ποίηση και τον αγαπητικό λόγο που ξέρει να αναδεικνύει το σημαντικό, ανασύροντάς το από τον θολό χυλό που συχνά στις μέρες μας μεταμφιέζεται σε ποιητική δημιουργία.

Ισιδώρα Μάλαμα



[1] Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο (1956), κεφ. «Ο ποιητής».

 

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Το κυνήγι της στιγμής 25 ποιήματα και θεατρικό μονόπρακτο Δημήτρης Ζάχαρης εκδόσεις Κουκκίδα η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Το κυνήγι της στιγμής

25 ποιήματα και θεατρικό μονόπρακτο

Δημήτρης Ζάχαρης

 εκδόσεις Κουκκίδα

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Μια μικρή ανταρσία απέναντι στο σκοτάδι • Fractal

 


Μια μικρή ανταρσία απέναντι στο σκοτάδι

 

Μόνο λίγα ποιήματα

να γράψω ακόμα

πριν σωπάσω.

 

Πώς αντιδρά κάποιος αντικρίζοντας το σκοτάδι; Ο Δημήτρης Ζάχαρης ξέρει ότι πρέπει να προλάβει να πει όσα θέλει, έχοντας την τραγική επίγνωση πως ο χρόνος τρέχει αδιάφορος, “ακάμας”, ακούραστος κατά τον Ευριπίδη, αδιαφορεί για όσα συμπαρασύρει μέσα στη διαρκή ροή του. Κι όμως όπως ο ποιητής αποτυπώνει τις στιγμές του, ξέρει πως, όπως ποιητικά διαμορφώνονται, χτίζει στο μέλλον. Η ποίηση έχει διαχρονικότητα που υπερβαίνει τη ζωή του δημιουργού της, καθώς εγκαταλείπει τη θνητή της αφορμή και ανοίγεται πάντοτε καινούργια σε μια αιωνιότητα δική της· ανήκει πια σε όλους. Έτσι, όταν γράφει:

 

[…]

 

Σιωπηλός,

πάνω απ’ το κεφάλι μου

ο ακούραστος φρουρός.

 

[…]

 

Μόνο λίγα ποιήματα

να γράψω ακόμα

πριν σωπάσω.

 

ξέρει ότι η θέλησή του ίσως δεν αρκεί, κι όμως συνεχίζει, μετρώντας τώρα όχι τη στιγμή της δημιουργίας (αυτή έκανε το σωστικό της έργο), αλλά την αξία της διαχρονικότητας. Τα ποιήματά του αποτυπώνουν στιγμές, μνήμες και εικόνες, καθώς θυμάται ή παρατηρεί τον έσω και τον έξω κόσμο. Χαμηλόφωνη ποίηση – ποιος άλλωστε θα χρειαζόταν ηχηρές κραυγές, όταν ακόμα και η σιωπή είναι ικανή να τραντάξει συθέμελα τα πάντα; Ολιγόστιχα τα ποιήματά του, οι στίχοι του λιτοί, συμπυκνώνουν την αρχική ιδέα και την ξετυλίγουν όσο πρέπει για να μη χαθεί το  νόημα μέσα σε άσκοπες φλυαρίες. Έχουν εγκιβωτίσει με άριστο τρόπο το συναίσθημα, το προφυλάσσουν από την υπερβολή που θα κατέστρεφε το ποίημα, θα το μείωνε, θα το ακύρωνε ως κάθε φορά ιδιαίτερη στιγμή, που ενσωματώνει το τραύμα. Αυτή είναι και η ουσιαστική δύναμη της ποίησης του, η μετάλλαξη από στιγμή σε αιωνιότητα. Τη στιγμή, το κυνήγι της στιγμής, φέρνει και στο θεατρικό του μονόπρακτο που συνοδεύει τα 25 ποιήματα της συλλογής.



 

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ

– Κατάλαβα ότι η στιγμή δεν πιάνεται, μπορώ τουλάχιστον να αγοράσω λίγο χρόνο; Έστω και μεταχειρισμένο.

 

ΠΩΛΗΤΗΣ  

 

[Παύση – τον κοιτάει σαν να τον λυπάται]

 

– Ο χρόνος... πάντα χαρίζεται. Ποτέ δεν πουλιέται. Ορίστε!

Πάρτε τον. Όσος σας απομένει. Χωρίς εγγύηση και οδηγίες χρήσης.

 

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η γραφή της ποίησης ίσως προσφέρει ένα “εγχειρίδιο χρήσης” για την πολύτιμη στιγμή, για τη μεταποίησή της σε χρόνο διαρκή. Τουλάχιστον, θεωρώ, για τον ίδιο τον ποιητή ισχύει αυτό. Όπως σχολιάζει ο ίδιος στο δικό του σημείωμα στην έκδοση: “Αν κάτι αφήνω πίσω, είναι αυτή η μικρή ανταρσία απέναντι στο σκοτάδι, να μιλώ όσο μπορώ, να γράφω όσο αντέχω, να αγαπώ όσο μου απομένει”. Ή, όπως αλλού θα πει: Οι μέρες που ήθελα/ για πάντα να κρατήσω/ έγιναν στίχοι. Αυτή την ανταρσία υψώνει απέναντι στο σκοτάδι και απέναντι στον ανελέητο χρόνο. Μια δική του ανταρσία (από το ρήμα ανταίρω, δηλαδή υψώνω κάτι απέναντι σε κάτι άλλο), μια δική του δύναμη σε αναμέτρηση με ό,τι τον ακυρώνει.


Νομίζω αξίζει μια ιδιαίτερη μνεία στο ποίημα «Ubasute», όχι μόνο γιατί θεωρώ πως είναι ό,τι καλύτερο έχει ποτέ γράψει ο Δημήτρης, αλλά, κυρίως, για τον τρόπο που οικειοποιήθηκε το ομώνυμο γιαπωνέζικο έθιμο, σύμφωνα με το οποίο ηλικιωμένοι οδηγούνται εκουσίως σε απομακρυσμένο και απομονωμένο μέρος, συνήθως ορεινό, και αφήνονται εκεί για να πεθάνουν. Είναι η δική του απομόνωση, εκούσια απομάκρυνση, όχι όμως παραίτηση (ως ποιητής δεν παραιτείται ποτέ, γιατί εδώ η ποίηση αποφασίζει, όχι ο ίδιος) και αυτό είναι το πιο σημαντικό.

 

[…]

 

Κάποιος είπε πως τον είδε

να πηγαίνει στην άκρη του κόσμου

να πεθάνει

– τον κουβαλούσανε οι λέξεις του –

με κορμί βαρύ σαν γέροντας

και μια σιωπή βαρύτερη απ' το σώμα.

 

[…]

 

Κανένας δεν τον έψαξε

κανείς δεν ήξερε τι απέγινε.

 

Μόνο ένα παιδάκι έκλαψε

καθώς άδικο πολύ του φάνηκε

του ποιητή το τέλος.

 

Ο Δημήτρης, γράφοντας αυτή την ποίηση, παίρνει επάνω του το παιχνίδι, έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων με όπλο του, με όχημα, τις λέξεις του, κερδίζει τελικά τον χρόνο (που ανήμπορος τον παρακολουθεί) στα σημεία. Η αθωότητα του παιδιού στους τελευταίους στίχους τον δικαιώνει μια και για πάντα απέναντι στην ανελέητη κλεψύδρα. Στην ουσία πρόκειται για μια αντιπαράθεση μεγεθών. Απέναντι στη ροή του χρόνου αντιπαραθέτει τη διαρκή ανάσα του για ζωή και δημιουργία, το ποτάμι που τρέχει μέσα του, απέναντι στο σκοτάδι έχει ένα δικό του φως.

 

[…]

 

Για να πάρει σειρά το φως

στην τέταρτη διάσταση του χρόνου

να αρχίσει μέσα μου

να τρέχει ένα ποτάμι

πνιγμένο για αέρα

γεμάτο εικόνες

και μελωδίες.

 

 

Πεθαίνει κι ανασταίνεται γράφοντας, διακηρύσσει με τον τρόπο του πως τίποτα δεν τελειώνει, ώσπου εσύ να αποφασίσεις το τέλος του. Όσο παλεύω/ χάνω μάχες/ γίνομαι γίγαντας, θα πει, δείχνοντας έτσι, με το οξύμωρο σχήμα, την αξία της εσωτερικής δύναμης (ποιος να πει από πού πηγάζει;) ικανής όλα να τα στρέψει αλλιώς, όλα να τα παλέψει, ακόμη και τα πιο μεγάλα τραύματα, και να τα μεταπλάσει σε “χώρο” οικείο.

 

Στο εξώφυλλο η εικαστικός  Γιούλικα Ψιμούλη αποτυπώνει το δικό της Ubasute, δένοντας έτσι τις δύο μορφές τέχνης με τον καλύτερο τρόπο.


Διώνη Δημητριάδου


 

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Παρουσίαση Το κυνήγι της στιγμής Δημήτρης Ζάχαρης


Παρουσίαση

Το κυνήγι της στιγμής

Δημήτρης Ζάχαρης

Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Ζάχαρη "Το κυνήγι της στιγμής", εκδόσεις Κουκκίδα, χθες το μεσημέρι, 8-11-2025, στο Αμφιθέατρο "Μίκης Θεοδωράκης" του Δημαρχείου Παπάγου-Χολαργού. Συγκίνηση από την απόλαυση μιας δυνατής ποιητικής φωνής. Δημήτρη, σ' ευχαριστούμε που μοιράζεσαι μαζί μας την ποίησή σου, τη δική σου "ανταρσία στο σκοτάδι".










Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

«Τρίχορδα και μονόχορδα για 5 εποχές» του Ηλία Φραγκάκη (ΑΩ εκδόσεις). Η παρουσίαση χθες, 5 Νοεμβρίου, στο Yria Premium Bar


«Τρίχορδα και μονόχορδα για 5 εποχές» του Ηλία Φραγκάκη (ΑΩ εκδόσεις). Η παρουσίαση χθες, 5 Νοεμβρίου, στο Yria Premium Bar, στην αγαπημένη (πάντα) Κυψέλη, το "χαμένο μυθικό κέντρο του κόσμου" όπως την ονόμασε ο Ηλίας. Χαρήκαμε την παρουσία φίλων, συζητήσαμε για την ποίηση του Ηλία, αλλά και την ποίηση γενικά, ακούσαμε ένα εξαιρετικό φωνητικό ανσάμπλ, περάσαμε καλά.
















Διώνη Δημητριάδου Αδώνιδος κήποι ΑΩ εκδόσεις Γράφει η Ευσταθία Δήμου η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Διώνη Δημητριάδου

Αδώνιδος κήποι

ΑΩ εκδόσεις



Γράφει η Ευσταθία Δήμου

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr



Η φράση «κήποι του Άδωνη», που επέλεξε η Διώνη Δημητριάδου για τίτλο του νέου της ποιητικού βιβλίου (ελαφρώς παραλλαγμένο: Αδώνιδος κήποι), αναφέρεται σε ένα, μάλλον άγνωστο σήμερα, αρχαιοελληνικό έθιμο, σύμφωνα με το οποίο καλλιεργούνταν φυτά σε πήλινες γλάστρες ή δοχεία, προς τιμήν του μυθικού Άδωνη. Επρόκειτο, βασικά, για μικρά πιατάκια μέσα στα οποία έσπερναν φακή που γεννιόταν, αναπτυσσόταν και, έπειτα από λίγες μέρες, πέθαινε συμβολίζοντας έτσι το εφήμερο και βιαστικό πέρασμα της μορφής του Άδωνη από τη ζωή. Το σχήμα αυτού ακριβώς του εθίμου δίνει η Δημητριάδου στην ποιητική της συλλογή, καθιστώντας την ουσιαστικά μια αναμέτρηση και μια ανατομία του απελπιστικά ανεξήγητου φαινομένου που αποτελεί ο θάνατος ή, θα έλεγα, η ζωή. Δεν είναι και τόσο εύκολο να διακρίνει και να πει με βεβαιότητα κανείς αν ο τόνος της συλλογής είναι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος, φωτεινός ή σκοτεινός, ακριβώς διότι η ποιήτρια τεχνουργεί έναν ρυθμό και ένα βάδισμα, έναν ρυθμό βαδίσματος απόλυτα σταθερό, χωρίς λυγίσματα, τουλάχιστον εξωτερικά, σε μια πορεία που φαντάζει ελαφρώς ανηφορική. Δε νομίζω ότι είναι τυχαία αυτή η επιλογή. Δείχνει τη διάθεση και τη θέλησή της να δώσει στην τέχνη την προτεραιότητα και όχι στη ζωή που, αναπόφευκτα, είναι στενά συνυφασμένη με το λύγισμα και τον σπαραγμό, όταν πρόκειται για τον θάνατο.

Είναι αυτοί ακριβώς οι κύκλοι της φύσης, της ζωής, του θανάτου, που διαμορφώνουν ένα είδος δίνης, το οποίο απορροφά την ανθρώπινη οδύνη αφήνοντας να φτάσει στην επιφάνεια μονάχα ο απόηχός της.

Μια πολιορκία του θανάτου στήνει εδώ η Δημητριάδου ή, για να είμαι πιο σωστή, γίνεται η ίδια ο στόχος και η πολιορκημένη από τον θάνατο που έρχεται από παντού, ζητώντας την ερμηνεία, την αποδοχή, την εξίσωσή του. Έρχεται με τη μορφή μιας δύναμης φυσικής, ενός φαινομένου στέρεου και σταθερού, που διεκδικεί και κερδίζει την πρωτοκαθεδρία ακριβώς λόγω του μεγέθους του, που είναι ανίκητο. Αυτό το μέγεθος έχει επικυρωθεί μέσα στην καλλιτεχνική δημιουργία διαχρονικά και δεν θα ήταν άστοχο να πούμε ότι υπήρξαν στιγμές στην καλλιτεχνική ιστορία που ο θάνατος αποκτούσε, αν όχι την ίδια, μεγαλύτερη σημασία από τη ζωή. Αξίζει να θυμηθούμε τις μνημειώδεις ταφικές κατασκευές του μυκηναϊκού κόσμου που, ακόμη και σήμερα, κεντρίζουν την περιέργεια για τον τρόπο με τον οποίον ο ανθρώπινος πολιτισμός θεμελιώθηκε, πολλές φορές, πάνω στον θάνατο και τη δυναμική του. Μια δυναμική που εκδηλώθηκε και στα προϊόντα του έντεχνου λόγου, όχι μόνο του προσωπικού μα και του ανώνυμου, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα δημοτικά τραγούδια για τον Χάροντα και τον Κάτω Κόσμο.

Στην ποιητική συλλογή της Δημητριάδου, παρόλο που το φως και οι αχτίδες του δεν λείπουν, συχνά μάλιστα μπαίνουν δειλά, πλάγια, λοξά για να «σπάσουν» το μαύρο και το γκρίζο του θανάτου, το τοπίο είναι όχι κλειστό, αλλά κλεισμένο. Ηθελημένα και σκόπιμα κλεισμένο, για να μπορέσει να οργανωθεί ένα ποιητικό εργαστήρι του θανάτου, μια σειρά από στάσεις και σταθμούς σε μια πορεία κυκλική, μια πορεία απόλυτα εναρμονισμένη με τη φύση ως μηχανισμό, ως οργανισμό που εξασφαλίζει τη συνέχεια και τη συνοχή. Και είναι αυτοί ακριβώς οι κύκλοι της φύσης, της ζωής, του θανάτου, που διαμορφώνουν ένα είδος δίνης, το οποίο απορροφά την ανθρώπινη οδύνη αφήνοντας να φτάσει στην επιφάνεια μονάχα ο απόηχός της. Γιατί η οδύνη υπάρχει εδώ, εντοπίζεται ξεκάθαρα αλλά δεν κυριαρχεί ούτε επικρατεί σε βάρος της ποιητικής πράξης, που διαμορφώνει ή μάλλον διαμορφώνεται και αυτή ακολουθώντας το σχήμα ενός κύκλου. Είναι πολλά τα ποιήματα της Δημητριάδου που υιοθετούν το συγκεκριμένο σχήμα ή, κάποτε, το σχήμα μιας καμπύλης που εικονοποιεί το λύγισμα, αλλά ποτέ την πτώση.

Θα ήθελα, για το τέλος, να μείνω σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής, όχι γιατί απαραίτητα μου άρεσε περισσότερο από άλλα, μα γιατί είδα σε αυτό κάποιες ιδέες που αξίζει να αναδειχθούν. Το παραθέτω για να δοκιμάσω έπειτα να εκφράσω κάποιες σκέψεις.

Σήμα ταπεινό

Έχουν από παλιά πεθάνει οι θεοί
αφήνοντας τα ίχνη τους
λαμπρά σημάδια για τους ταπεινούς
που μάταια ψάχνουν
με τα κλειστά τους μάτια
να λιγοστέψει ο κόσμος – να σωθούν
το χάος τους φοβίζει – δεν στέργουν ν’ απλωθούν
μόνη τους τόλμη ένα σήμα τόσο δα
ταιριάζοντας τη φύση τους με δύο μέτρα χώμα
κάτι να μείνει – όχι γι’ αυτούς
μα για τους άλλους που έρχονται
να το πιστέψουν έτοιμοι
ανίδεοι στη θέα του κενού.

 

Νομίζω πως το ποίημα αυτό συμπυκνώνει, με ένα σπάνιο είδος ποιητικού ρεαλισμού, ορισμένες βασικές αλήθειες που όλοι οι άνθρωποι συναισθάνονται και σκέφτονται, χωρίς όμως ποτέ να κατορθώνουν να τις αποδεχτούν. Η έννοια του χάους και του κενού, που προβάλλονται εδώ και συνιστούν το σημείο μηδέν, το έδαφος στο οποίο συναντιέται ο θάνατος με τη ζωή, ο άνθρωπος με τον θεό, αποτελεί μια πρόκληση για τον αναγνώστη να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο η ύπαρξη σφραγίζεται από δύο αντίθετες και αντικρουόμενες συνθήκες, που διαδέχονται η μία την άλλη με μια κανονικότητα που ξεπερνά κάθε άλλη κανονικότητα στην εγκόσμια τάξη. Είναι το τέλος και η συνέχεια, το τέλος του ανθρώπου και η συνέχειά του μέσα στον άλλον άνθρωπο, μέσα στην άλλη σάρκα, μέσα στην άλλη ζωή. Ίσως αυτό να σηματοδοτεί και την «ανάστασή» του, το γεγονός δηλαδή ότι ανοίγεται σαν «χώρος» και σαν περίγραμμα για να εισέλθει αυτός που θα έρθει και να ενωθούν οι δυο τους σε μια οντότητα, που θα είναι μνήμη και ιδέα μαζί και που θα διασώζεται μέσα στο μόνο «δοχείο» που μπορεί να τη διασώσει, την Ποίηση.

 


Ευσταθία Δήμου

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

ΑΦΙΛΙΩΤΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

 ΑΦΙΛΙΩΤΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ




Άνοιγμα κι απλωσιά των πειρασμών η νύχτα,
στενορύμι και πέρασμα η νύχτα των διλημμάτων,
ευπρόσδεκτη να δω την απειλή, δελεασμό την αποστασία
από τ’ ανύφαντα, τα πάρωρα, τα σκηνοθετημένα χρόνια,
απ’ τις διαδρομές τις προσχηματικές τις ανεπίστροφες πορείες
καθώς η γνώση και η προνόηση στερούν τις επινοήσεις
και η ζωή ανακαλύπτεται αξόδευτη στα μυστικά της.

Μύηση και προσηλυτισμός των μυστηρίων η νύχτα,
λόγος και αποκάλυψη η νύχτα των θαυμάτων,
προσκυνητής ανυπεράσπιστος και στοχαστής εξωμότης,
την πίστη να κοινωνώ, τη δημιουργία ν’ ανιχνεύω
στ’ αθέσπιστα, στ’ αναπόδραστα, τα καθημερινά
και τη σωτηρία μου ως φόβο και πεποίθηση να ορίζω
από το θρίαμβο της γέννας ως την ολοκλήρωση του θανάτου.

Σπορά στην έρημο  η αθωότητα των οραματισμών,
ανέμου θέρισμα η απόδραση στις ανανήψεις,
μνήμη ασυμμάζευτη κι απείθαρχη, ψυχή σκορπισμένη,
το παρελθόν στεγνό κι αφίλιωτο, το μέλλον δικασμένο,
πώς να προλάβω με τ’ ανθρώπινα να συμφιλιωθώ,
σε ποια συντριβή ν’ αναγεννηθώ και κενό να χωρέσω
όταν το μέτρημα της ύπαρξης αρχίζει από το τέλος.

Γιώργος  Αλεξανδρής
(φωτογραφία: Maren Klemp)