Κώστας Ακρίβος
Όνομα πατρός: Δούναβης
Εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
Όταν ο Ρομέν Ρολάν διάβασε διηγήματα του Παναΐτ
Ιστράτι, κατάλαβε τη λογοτεχνική του ιδιοφυΐα, τον «καυτερό άνεμο πάνω στους
κάμπους της Ανατολής», και τον χαρακτήρισε «Ανατολίτη παραμυθά». Και πράγματι,
δεν θα μπορούσε πιο εύστοχος χαρακτηρισμός να του δοθεί. Ο Ιστράτι, συγγραφέας
με έκδηλη «ελληνικότητα», σε διάλογο του ελληνικού στοιχείου με το βαλκανικό,
με χαρακτηριστικά των γραφιάδων της Ανατολής, ιδιοφυής οπωσδήποτε στην εξέλιξη
των μύθων του με διαρκείς ανατροπές, δικαιούται μια θέση ξεχωριστή ανάμεσα
στους κλασικούς της γραφής. Και είναι ευχής έργο που επανέρχεται στο προσκήνιο
σαν ένας ακόμη συγγραφέας από το παρελθόν που κερδίζει το σύγχρονο αναγνωστικό
κοινό. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο ξαναδιαβάσαμε σε μετάφραση από την έμπειρη
Ρίτα Κολαΐτη, ένα από τα γνωστότερα έργα του (μάλιστα το πρώτο που εκδόθηκε στη
Γαλλία, το 1924, στη γαλλική γλώσσα, και τον έκανε ευρύτερα γνωστό), την Κυρά Κυραλίνα. Και τώρα, από τον Κώστα
Ακρίβο έχουμε μια εξαιρετική προσέγγιση στον Ιστράτι, τον λησμονημένο εν
πολλοίς σήμερα, παρεξηγημένο κατά καιρούς, περιφρονημένο από πολλούς αλλά και
εκθειασμένο για τον τρόπο γραφής του από άλλους.
Ο τρόπος που ο Ακρίβος παρουσιάζει τον Ιστράτι θα
μπορούσε ως είδος λογοτεχνικό να χαρακτηρισθεί μυθιστορηματική βιογραφία,
ωστόσο είναι κάτι περισσότερο από μια γραφή αντιπροσωπευτική του είδους. Κι
αυτό γιατί δεν έχουμε απλώς μια βιογραφία με μυθοπλαστικά στοιχεία, άλλοτε
εντελώς επινοημένα άλλοτε εν μέρει πραγματικά που, όμως, διανθίζονται από
ευρηματικές επινοήσεις. Ο Ακρίβος, μελετώντας το έργο του Ιστράτι, είδε πώς τα
αληθινά γεγονότα της ζωής του εισχωρούσαν στη μυθοπλασία του, σε σημείο που να
αναγνωρίζουμε μέσα της βιογραφικά στοιχεία και όχι μόνον βιωματικά. Έτσι, καθώς
τον βιογραφεί, παρεμβάλλει, άλλοτε εν συνόψει και άλλοτε εκτενέστερα, τα έργα
του, ώστε να αποτυπώνεται, σε μια διαρκή ανταλλαγή/συνομιλία, ταυτόχρονα ο
συγγραφέας και ο άνθρωπος πίσω από τα γραπτά του. Μάλιστα, το γεγονός πως ο
Ιστράτι, λόγω της λαϊκής του καταγωγής, αναγκάστηκε από νωρίς να παλέψει για
την επιβίωση του κάνοντας ποικίλα επαγγέλματα, συναναστρεφόμενος με τους
ομοίους του, ανθρώπους του μόχθου, οδήγησε στην αποτύπωση απλών ανθρώπινων
τύπων ως προς την καταγωγή μέσα στα βιβλία του, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται
στον αγώνα τους (όχι πάντοτε επιτυχημένο) να διασωθούν από το περιθώριο στο
οποίο τους είχε καταδικάσει η ζωή. Η γραφή του ακολούθησε τη συμβουλή που του
είχε δώσει ο Ρολάν, να την καταλαβαίνουν οι απλοί άνθρωποι και όχι ο
«ντελικάτοι», να είναι μια γραφή «αναιδής, αφρόντιστη».
Ο Ιστράτι, με τον τρόπο που δένει την προσωπική του ιστορία με τις ιστορούμενες στα βιβλία του, μπορεί να δημιουργεί –αυτός ο πλάνης των πολιτισμών– μια μυθοπλασία μαγική, αληθινή στην αυθεντικότητά της αλλά και παγκόσμια στην ευρύτητα του πνεύματος που τη διακατέχει. Και αυτό, χωρίς να έχει το θεωρούμενο απαραίτητο κοινωνικό (αστικό) πλαίσιο ως εφαλτήριο για να ευδοκιμήσει η μεγάλη αφήγηση, δηλαδή το μυθιστόρημα, χωρίς να μπορεί να επικαλεστεί ως έρεισμα μια εθνική ταυτότητα. Γεννημένος το 1884 στη Βραΐλα της Ρουμανίας από Ρουμάνα μητέρα και, στην ουσία άγνωστο πατέρα (αν και διασώζεται η ίσως τυχαία σχέση του με τον Κεφαλλονίτη Γεώργιο Βαλσαμή) υιοθέτησε το επίθετο της μητέρας του Ιστράτι, που παραπέμπει στον Ίστρο, δηλαδή τον Δούναβη. Βαλκάνιος στην καταγωγή, μοιρασμένος, όμως, ανάμεσα στη Δύση που τον ελκύει και στην Ανατολή που τον εκφράζει, πράγματι μπορεί να θεωρηθεί, κι ας λέγεται Ελληνορουμάνος, ένας «διεθνής» στην ιδεολογία, ένας παγκόσμιος στις ιδέες του· αυτές, άλλωστε, τον έφεραν σε στενή σχέση με τον Νίκο Καζαντζάκη, σχέση που επηρέασε και τους δύο, περισσότερο τον Καζαντζάκη.
Από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του βιβλίου είναι η
εξιστόρηση του ταξιδιού του Ιστράτι στην τότε Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος
του καθεστώτος στους εορτασμούς για τα δέκα χρόνια της Επανάστασης. Εκεί θα
γνωρίσει τον Καζαντζάκη (αρχή μιας σπουδαίας φιλίας) με τις ιδέες τους αλλού να
συναντώνται και αλλού να διαχωρίζονται. Αφορμή για να επαναπροσδιορίσουν τις
θέσεις τους, να συμφωνήσουν και να διαφωνήσουν, να γνωρίσουν σημαντικές
προσωπικότητες της διανόησης. Ο Ιστράτι έχει περάσει από μάχιμο συνδικαλισμό,
έχει γνωρίσει τις αδικίες που υφίσταται η εργατική τάξη, είναι έτοιμος να δει
την έμπρακτη επανάσταση (αυτήν που ονειρευόταν) σε μορφή πλέον καθεστώτος. Μέσα
του, βέβαια, δίπλα στον επαναστατικό οίστρο, έχει μια θέση και για τον
ανθρωπισμό και την ηθική του Τολστόι. Θα προβληματιστεί όταν θα δει τη φιμωμένη
αντιπολίτευση, τη μονομέρεια, τη σκόπιμη απομόνωσή τους από τον απλό λαό, ώστε
να επικοινωνούν μόνο επιλεκτικά και κάτω από την καθοδήγηση του καθεστώτος. Θα
συναντήσουν τον Γκόρκι, ο Καζαντζάκης θα ενθουσιαστεί από την ψυχρότητά του,
ερμηνεύοντάς την ως «περήφανη πειθαρχία», ο Ιστράτι –ατίθασο πνεύμα, ελεύθερο–
θα τον θεωρήσει «κρύο», τελείως αντίθετο με αυτό που ο ίδιος πιστεύει πως
χρειάζεται ένας λαός για να προχωρήσει.
Μέσα από τέτοια στιγμιότυπα, διάσπαρτα στο βιβλίο, σκιαγραφείται ο Ιστράτι, σε αντιπαράθεση με τους γύρω του,
και αναδεικνύεται το ήθος του.
Ο Ακρίβος, σοβαρός μελετητής των προσώπων που μυθο-ηθο-βιογραφεί (αδόκιμος ο όρος, ωστόσο,
πιστεύω ακριβής στο νόημά του, προκειμένου για τον τρόπο της προσέγγισης των
προσώπων), αλλά και δεινός ιστορητής (όπως ο παππούς στο διήγημα του Βιζυηνού
«Το μόνο της ζωής του ταξίδιον», που όλα
τα είδε με τα μάτια της ψυχής), κατόρθωσε να δώσει ένα μυθιστόρημα μέσα από τα
μυθιστορήματα του Ιστράτι, μια βιογραφία που η ίδια είναι από μόνη της
μυθιστόρημα, ένα βιβλίο που έχει μέσα του πολλά βιβλία, έχει μέσα του τον
Ιστράτι ως συγγραφέα και ως άνθρωπο, τη ζωή του την πραγματική και την
αφηγημένη μέσα από τα βιβλία του, χωρίς να έχει καμία σημασία να τα ξεχωρίσεις
αυτά τα δύο. Για να το κάνει αυτό, «συναντήθηκε» με τον Ιστράτι, όχι μόνο μέσα
από τα βιβλία του, και από όσα έχουν γραφτεί γι’ αυτόν, αλλά ψάχνοντας το
αποτύπωμά του στη σημερινή Βραΐλα. Γιατί οι σημαντικοί άνθρωποι, όσα χρόνια κι
αν περάσουν, είναι εκεί που έζησαν, εκεί που έγραψαν, εκεί που περιμένουν
κάποιους σημερινούς να τους ανακαλύψουν ή να τους ξαναθυμηθούν.
Διώνη Δημητριάδου
Απόσπασμα
Πολλές είναι οι αμφιβολίες για το τι μπορεί να
προσφέρει στον αναγνώστη η επίσκεψη στον τόπο που έζησε ένας συγγραφέας ή
έδρασαν τα πρόσωπα των βιβλίων του. Ωστόσο μπαίνεις στον πειρασμό και το
επιχειρείς. Να ήταν εδώ η ταβέρνα όπου έγινε ο τρομερός καβγάς με τον αρχηγό
της άλλης συμμορίας – τώρα ένα μικροσκοπικό οίκημα και παρκαρισμένα μπροστά του
δεκάδες φορτηγά με ουκρανικές πινακίδες, που φορτώνουν προμήθειες για τον
πόλεμο. Να ήταν σ’ αυτόν τον δρόμο το χαντάκι όπου έπεσε και έσπασε το πόδι της
η Νεραντζούλα; Αποδώ να μπήκε νυχτιάτικα στην πόλη η Ζωίτσα απ’ το
Μπαλντοβινέστι, κουβαλώντας στην πλάτη της τον μικρό της γιο για να γλιτώσει το
διπλό προξενιό; Να είναι άραγε αυτό το μίνι μάρκετ το μπακάλικο όπου ο Παναΐτ
με τη Σαμόιλα Πετρόφ βρήκαν καθισμένο κατάχαμα τον Μιχαήλ να διαβάζει; Και σ’
αυτήν εδώ την κατηφορική όχθη του ποταμού να κουτρουβαλούσαν οι «μουσαφίρηδες»
της Κυρά Κυραλίνας όταν ορμούσαν μες στο σπίτι ο άντρας με τον μεγάλο της γιο
για να την ξυλοφορτώσουν; … (σσ. 333-334).