Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

Οι νεκροί James Joyce Μετάφραση-Σημειώσεις: Αχιλλέας Κυριακίδης εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικο Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Οι νεκροί

James Joyce

Μετάφραση-Σημειώσεις: Αχιλλέας Κυριακίδης

εκδόσεις Μεταίχμιο

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικο Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Η «λεπτουργία» της τέχνης του James Joyce • Fractal

 


 

Η «λεπτουργία» της τέχνης του James Joyce

 

Η ψυχή του τρέκλισε αργά καθώς άκουγε το χιόνι να πέφτει ελαφρά στο σύμπαν κι ελαφρά να πέφτει, σαν τον ερχομό του έσχατου τέλους τους, πάνω σ’ όλους τους ζωντανούς και τους νεκρούς. (σ. 92). Η σημασία στη λεπτομέρεια, η αισθητική απόληξη της κάθε μίας λέξης, ακόμα και με την επανάληψή της, δεν συνιστά τεχνική του λόγου, αλλά τέχνη υψηλή της γραφής. Ο James Joyce, ένας από τους σπουδαιότερους λεπτολόγους συγγραφείς, μοιάζει να παρατηρεί όσα συνήθως λανθάνουν, όσα ικανά να δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα, το πλαίσιο μιας ιστορίας που  εκτείνεται χρονικά μέσα σε λίγες ώρες· τόσες που αρκούν για να ανυψώσει ένα κοινότοπο σκηνικό σε φόντο μιας ιστορίας που ξεφεύγει από τα πρόσωπα/ήρωες, και εκτινάσσεται σε έναν χώρο που υπερβαίνει τη μυθοπλασία. Στους Δουβλινέζους του (τελευταίο διήγημα της συλλογής είναι «Οι νεκροί») ο Joyce θέτει στο κέντρο της θεματικής του το Δουβλίνο της ηθικής παρακμής, «τοπίο» που παρουσιάζεται με τη χαρακτηριστική εν συμπτύξει ανάλυση, με το οξύμωρο αυτό να αποδίδει με ακρίβεια τον τρόπο της γραφής του. Αρκεί η αναγνωστική πρόσληψη να ακολουθήσει προσεκτικά τη λέξη, την ονοματολογία, τη λεπτομέρεια στις κινήσεις και στις εκφράσεις – όλα στοιχεία μιας μοναδικής αισθητικής απόλαυσης. Αν η αισθητική απηχεί το ήθος, τότε εμφανές γίνεται το ηθικό αδιέξοδο των προσώπων σε δεδομένο χρόνο και χώρο, όσο, φυσικά, εμφανής και η ηθική στάση του ίδιου του  Joyce, στάση ταυτόχρονα κριτική απέναντι στην κοινωνία της εποχής του.

Το σκηνικό στο διήγημα εναλλάσσεται, δημιουργώντας δύο επίπεδα. Το διήγημα ξεκινά από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι που εθιμικά παραθέτουν οι γηραιές αδελφές Κέιτ και Τζούλια Μόρκαν στους συγγενείς και φίλους τους, με τα παραδοσιακά εδέσματα, την καθιερωμένη ομιλία του ανεψιού τους Γκέιμπριελ, τις μουσικές που συνοδεύουν το δείπνο, τον χορό. Οι χαρακτήρες «χτίζονται» συγγραφικά και δραματουργικά (σαν σε σκηνή θεάτρου) με τρόπο ώστε να παρουσιάζονται «περίοπτοι», με τον εσωτερικό τους κόσμο «διάφανο», μέσα από συζητήσεις, συμπεριφορές και αντιδράσεις. Το δεύτερο σκηνικό, λίγες ώρες μετά το τέλος του δείπνου, στο σπίτι του Γκέιμπριελ και της συζύγου του, Γκρέτα. Εκεί μεταφέρεται ο δραματικός απόηχος του προηγούμενου σκηνικού, με την Γκρέτα να θυμάται ένα αγόρι, τον Μάικλ, χρόνια πριν, που πέθανε, προσπαθώντας ένα παγωμένο βράδυ να της εκφράσει τον έρωτά του. Το βάρος που νιώθει η Γκρέτα με αυτή τη θύμηση εκμηδενίζει το ερωτικό πάθος του Γκέιμπριελ γι’ αυτήν· ο Γκέιμπριελ νιώθει πολύ μικρός, ανύπαρκτος στη ζωή της γυναίκας του. Η ιστορία του Joyce δείχνει πώς μπορεί μια ελάχιστη στιγμή συνειδητοποίησης των πραγματικών μεγεθών, να εξαφανίσει κάθε αίσθηση υπεροψίας, ματαιοδοξίας, που πλέον παραχωρούν τη θέση τους στην επίγνωση της ματαιότητας. Όλο το προηγούμενο σκηνικό στο σπίτι των Μόρκαν καταρρέει μέσα στην κοινοτοπία του και στην ασημαντότητά του. Ο Γκέιμπριελ νιώθει να αντιστρέφονται οι έννοιες: οι ζωντανοί είναι στην ουσία νεκροί, μέσα στην ανύπαρκτη ζωή τους, ενώ οι όντως νεκροί είναι ζωντανοί στη μνήμη, ικανοί να προξενήσουν συγκίνηση απίστευτη. Ο Γκέιμπριελ  και ο Μάικλ – στην ονοματολογία του  Joyce ο Γαβριήλ και ο Μιχαήλ, οι δύο Αρχάγγελοι αναμετρούν τη δύναμή τους, με τον σκοτεινό, τρομερό ψυχοπομπό Μιχαήλ να κατατροπώνει τον άγγελο χαρμόσυνων ειδήσεων Γαβριήλ. Ο θάνατος θριαμβεύει επάνω στη ζωή. Ο Γκέιμπριελ διαλύεται μέσα στον κόσμο που νόμιζε σταθερό και αναλλοίωτο. Το χιόνι θα καλύψει με το λευκό του «σάβανο» κάθε σημάδι ζωής.



 

Η ψυχή του είχε πλησιάσει εκείνη την περιοχή όπου κατοικούν τα απειράριθμα πλήθη των νεκρών. Είχε επίγνωση, αλλά δεν μπορούσε να συλλάβει την αλλοπρόσαλλη και τρέμουσα ύπαρξή τους. Η ίδια του η ταυτότητα έσβηνε μέσα σ’ έναν γκρίζο φαντασματικό κόσμο. Ο ίδιος στέρεος κόσμος τον οποίο αυτοί οι νεκροί είχαν πλάσει κάποτε και στον οποίο είχαν ζήσει, τάρα έφθινε κι διαλυόταν. Κάποια ελαφρά χτυπήματα στο τζάμι τον έκαναν να στραφεί προς το παράθυρο. Είχε αρχίσει να χιονίζει ξανά. (σσ. 91-92).

 

Μεγάλη συζήτηση κάθε τόσο ανακύπτει γύρω από τη μεταφραστική δουλειά, το κατά πόσο μπορεί να αποδοθεί «πιστά» σε άλλη γλώσσα ένα πρωτότυπο έργο. Διαβάζοντας τη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, όλο και περισσότερο ενισχύεται η άποψή μου πως η μετάφραση αποτελεί έργο/δημιούργημα η ίδια, καθώς μπορεί, πέρα από την απόδοση στη νέα γλώσσα, να μεταφέρει τόσο την αίσθηση του πρωταρχικού, τη συγγραφική του «ανάσα», όσο και την αίσθηση ενός έργου νέου και λειτουργικού στη σύγχρονη εποχή· το ποίημα να εξακολουθεί να είναι ποίημα, το διήγημα να είναι διήγημα και όχι απλώς ένα μετάφρασμα σε άλλη γλώσσα. Ο Κυριακίδης έψαξε μέσα του πρώτα την κάθε λέξη,  έψαξε και ένιωσε τον Joyce στην κάθε λέξη, έφερε το διήγημα σε φρέσκια απόδοση που δεν προδίδει το πρωτότυπο, αλλά, κυρίως, «ξανάγραψε» το διήγημα με τον δικό του τρόπο, σεβόμενος τόσο τον αρχικό δημιουργό όσο και τη υπόθεση της λογοτεχνίας. Οι σημειώσεις του στο τέλος του βιβλίου διαβάζονται όχι μόνον ως επεξηγηματικές σημείων του διηγήματος αλλά και  αυτόνομα ως γραφή, ή καλύτερα «μετά τη γραφή» του  Joyce.

Το βιβλίο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, πρώτο στη νέα σειρά ΤΑ ΜΙΚΡΑ, στην οποία εντάσσονται ολιγοσέλιδα αλλά σπουδαία έργα του 19ου και 20ού αιώνα.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Δημήτρης Χριστόπουλος δωδεκάτη Φεβρουαρίου Πρόλογος: Κώστας Φέρρης Εκδόσεις Ποταμός η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Δημήτρης Χριστόπουλος

δωδεκάτη Φεβρουαρίου

Πρόλογος: Κώστας Φέρρης

Εκδόσεις Ποταμός

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Δημήτρης Χριστόπουλος: «Δωδεκάτη Φεβρουαρίου»

 


Είναι το τέλος της αθωότητας. Είναι ο θρίαμβος των ρηχών και επικίνδυνων ανθρώπων. (σ. 175). Μια δήλωση που θα μπορούσε να κρύβει πίσω της μια σειρά από επεισόδια ενδεικτικά της βαρβαρότητας που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Με κεντρίζει, ωστόσο, η λέξη αθωότητα. Ίσως γιατί πληγώνει ακόμη περισσότερο και από τη ρηχότητα και από τον όποιον ελλοχεύοντα κίνδυνο, ίσως γιατί παραπέμπει στον ελάχιστο πλέον χώρο που παραχωρούμε μέσα μας στην πιο αθώα, την πιο μη αναλώσιμη πλευρά του εαυτού μας. Διαβάζοντας το πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου, όλο και περισσότερο πείθομαι πως η περίπτωσή του είναι ξεχωριστή. Ανήκει στη χορεία των μεγάλων πεζογράφων μας διαχρονικά, αλλά και από τους σύγχρονους νομίζω πως είναι ο καλύτερος. Πατώντας με άνεση τόσο στους παραδοσιακούς τρόπους γραφής όσο και στους πιο νεωτερικούς, κατορθώνει σε κάθε νέα συγγραφική του εμφάνιση να πηγαίνει τη γραφή του, αλλά και τη υπόθεση της γραφής γενικότερα, λίγο πιο μπροστά, θέτοντας για τους ομότεχνους ψηλά τον πήχη. Καταθέτω εδώ κάποια σχόλια γι’ αυτό το νέο του βιβλίο, ως απότοκο της συγκίνησης αλλά και της μαγείας του.

-          Όσοι παιδεύουμε τη σκέψη μας στο χαρτί ξέρουμε ότι η γραφή μία είναι, άρα δεν έχει και καθοριστική σημασία η κατάταξη ενός βιβλίου σε κατηγορία, παρά μόνο για εκδοτικούς λόγους· εμάς εδώ, όμως, δεν μας αφορά κάτι τέτοιο. Τα 21 κείμενα του βιβλίου δεν είναι ούτε διηγήματα ούτε, φυσικά, συνιστούν μυθιστόρημα, κι ας διαβάζονται σε μια νοητή συνέχεια προσώπων και πραγμάτων. Σωστά χαρακτηρίζονται στην εσωτερική σελίδα ως 21 αφηγηματικές σεκάνς, γιατί διαβάζονται και παρακολουθούνται ταυτόχρονα, σαν ένα ανοιχτό βιβλίο που εντελώς μαγικά μετατρέπεται σε οθόνη κινηματογράφου – άλλωστε, αφορούν θέματα κινηματογραφικά, σαν να αποτελούν έναν φόρο τιμής στους κατεστραμμένους δίδυμους κινηματογράφους της Σταδίου, τη 12η Φεβρουαρίου 2012, στη χαμένη μαγεία της σκοτεινής τους αίθουσας. Καθόλου τυχαία, βέβαια, προλογίζονται από τον Κώστα Φέρρη, έναν πιστό εραστή των κινηματογραφικών θαυμάτων.

-          Στο βιβλίο του καταγράφεται μια Αθήνα που  ολοένα και πιο ξεκάθαρα πλέον σε κάποιους δεν σημαίνει τίποτα, γι’ αυτό και με ήσυχη τη συνείδησή τους την καταστρέφουν. Δεν κατανοούν την ταυτότητα των κτηρίων, δεν νιώθουν πώς αυτά που μας περιβάλλουν τελικά μπορούν να μας καθορίσουν: […] χτίζουμε τα κτήριά μας και στη συνέχεια αυτά μας καθορίζουν. Κι όταν ένα από αυτά πεθάνει, ένα κομμάτι μας πεθαίνει μαζί του. (σ. 176). Οι εικόνες της πόλης, όπως μας τις δίνει η γραφή αυτή σχηματίζουν την τοιχογραφία της «αθηναϊκότητας», αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον νεολογισμό· άλλωστε είναι μια λέξη που προκύπτει από το κατασπαραγμένο αθηναϊκό τοπίο, έτσι όπως το νιώθουμε (όσοι το νιώθουμε) να μας στοιχειώνει με τον θάνατό του.

-          Η γραφή του Χριστόπουλου είναι ξεχωριστή όχι μόνο για την ευαισθησία της επιλογής των θεμάτων της, που και από μόνο του αυτό θα ήταν αρκετό για τη διακριτή της θέση στη σύγχρονη πεζογραφία.  Ξεχωρίζει και για τον τρόπο της, να συνδέει πρόσωπα, γεγονότα, εποχές και να κατασκευάσει ένα σύμπαν προσωπικό δικό του, που το μοιράζεται μαζί μας ως μια κατάθεση μνήμης, που θέλει να παραμείνει ζωντανή. Έτσι, στην εξαιρετική 6η αφηγηματική σεκάνς με τον τίτλο «Η αυτοκρατορία του φωτός», μέσα σε μια πόλη φάντασμα με τους ανθρώπους να «ζουν» κλεισμένοι στα σπίτια τους,  ένας άντρας δείχνει/διδάσκει στον γιό του όσα πρέπει να γνωρίζει, την αυτοκρατορία του φωτός στο μυστικό υπόγειο, εκεί που είναι η σωτηρία, εκεί που είναι το βασίλειο των αινιγμάτων. Εκεί ο Σωτήρης Πέτρουλας είναι ακόμη ζωντανός, να αναρωτιέται τι απέγιναν αυτοί που έπαιξαν με τη φωτιά και δεν γονάτισαν, αυτοί που αρπάχτηκαν από τις λέξεις, αυτοί που δάγκωσαν τον θάνατο. Εκεί και ο Θανάσης Βέγγος να οδηγεί σαν τον περαματάρη ένα ταξί, τη μόνη φορά που δεν τρέχει με τριακόσια. Εκεί και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, με την τελευταία του ταινία, την Άλλη θάλασσα, που δεν ήταν να τελειώσει ποτέ, να κάθεται στο παραδοσιακό καφενείο Διεθνές, μέρος κι αυτός των κινηματογραφικών του πλάνων, να κινηματογραφεί το υψωμένο χέρι του Λένιν, καθώς το άγαλμά του περνάει τον ποταμό και στις όχθες όλοι γονατίζουν σε χαιρετισμό ύστατο. Εκεί και ο Λάνθιμος με τον Κυνόδοντα να προτείνει μια άλλη κινηματογραφική γλώσσα. Εκεί και η Τώνια Μαρκετάκη, ζωντανή ακόμα κι αυτή, γιατί στο αγκίστρι του θανάτου το δόλωμα ήταν η ζωή. Κι όταν το παιδί θα ρωτήσει: Πατέρα, πώς είναι το σινεμά; Αυτός θα του απαντήσει: Σκέψου ένα μεγάλο παράθυρο που τ’ ανοίγεις και μετά πηγαίνεις αλλού. Και από εκεί παίρνεις πράγματα που σε βοηθούν να συνεχίσεις τον δρόμο σου. Στον Πρόλογό του ο Κώστας Φέρρης θα το πει με άλλα λόγια: «Το σινεμά είναι πλουτώνεια Τέχνη. Βάζεις τα καλά σου, εγκαταλείπεις την καθημερινή ζωή και κατεβαίνεις τοις σκάλες του Άδη. Κι όταν σβήνουν τα φώτα, κάνεις το ταξίδι σου στον Παράδεισο ή στην Κόλαση, ή ακόμα καλύτερα, στο Καθαρτήριο. Με οδηγό την ταινία, που ως Θιβετανική Βίβλος των Νεκρών σε βοηθάει  να συμφιλιωθείς με τον θάνατο. Αν θα επιτευχθεί ο σκοπός, εξαρτάται πότε από την ταινία, πότε από σένα, πότε κι από τα δύο. Αλλά στο τέλος, ως Περσεφόνη, θα επιστρέψεις στη μάνα Δήμητρα και την ανθισμένη γη, να συνεχίσεις τη ζωή σου με ό,τι αποκόμισες». (Πρόλογος, σσ. 13-14).


-          Η 12η Φεβρουαρίου 2012 σηματοδοτεί ένα κλίμα πολιτικής έντασης, με ακραίες εν πολλοίς εκδηλώσεις, που δύσκολα μπόρεσαν να ελεγχθούν, με αποτέλεσμα βανδαλισμούς, καταστροφές και εμπρησμούς στο κέντρο της Αθήνας. Ο τίτλος του βιβλίου εύκολα παραπέμπει σε μια ευθεία πολιτική τοποθέτηση. Ωστόσο, η τέχνη του Χριστόπουλου βρίσκει τον πιο κατάλληλο τρόπο να μιλήσει, χωρίς να δώσει μια επιφανειακή, και άρα εύκολη στον χειρισμό της, πολιτική χροιά στη γραφή του. Αντιθέτως, πηγαίνει πολύ βαθύτερα από μια πολιτική αντιπαράθεση, βρίσκει τον πυρήνα του αληθινού πολιτικού λόγου, που ποτέ δεν επιλέγει τον εύκολο δρόμο έκφρασης. Γιατί, το προσωπικό ήθος και η αίσθηση του πολιτισμού, η προσωπική θέση μέσα στο πολιτισμικό περιβάλλον (δηλαδή η προσωπική κουλτούρα) συγκροτούν το πλαίσιο για να σταθεί η πολιτική ιδεολογία, πέρα από την όποια οικονομική και κοινωνική τοποθέτηση, που αποτελούν έτσι κι αλλιώς στοιχεία εκ των ων ουκ άνευ. Όταν, επομένως, ο Χριστόπουλος γράφει έχοντας ως φόντο την καταστροφή των δίδυμων κινηματογράφων της Αθήνας, την 12η Φεβρουαρίου 2012, το πολιτικό του σχόλιο είναι ευκρινέστερο από όποιο ευθέως πολιτικό. Δείτε πώς το λέει ο ίδιος: Το να υπηρετείς την αισθητική είναι ύψιστη πολιτική πράξη. (σ. 125). Έτσι είναι, κι αυτό ακριβώς κάνει ο Χριστόπουλος. Στην ακροτελεύτια, 21η,  αφηγηματική του σεκάνς («Μέλλων διαρκείας»), λίγο πριν σκοτεινιάσει η οθόνη, θα μιλήσει για το έγκλημα που είμαστε εμείς, γιατί δεν προλάβαμε να το ανατρέψουμε, θα μιλήσει για τη μορφή που έχει το Κακό, αυτό που χαρακτήρισε η Χάνα Άρεντ κοινότοπο, εν τέλει θα μιλήσει για τους καλλιτέχνες που τελούν υπό καθεστώς οργής και τότε φτιάχνουν ταινίες ή γράφουν βιβλία. Όπως αυτό εδώ.

-          Στο εξώφυλλο το έργο του Φραγκίσκου Δουκάκη The End,  μια κυριολεκτική αλλά και μεταφορική αναφορά στο βιβλίο.

Διώνη Δημητριάδου

 

Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

ΣΤΑΦΥΛΗ τχ. 7

 ΣΤΑΦΥΛΗ τχ. 7




Μόλις κυκλοφόρησε το τχ. 7 της Σταφυλής μας, από τις εκδόσεις Κουκκίδα.
Με έργα του ζωγράφου Σώτου Ζαχαριάδη, εικαστική επιμέλεια της Φωτεινής Χαμιδιελή, σελιδοποίηση και καλλιτεχνική επιμέλεια της Εύης Κώτσου. Γράφουν δοκίμιο, ποίηση, πεζό, μεταφράζουν οι: Ευσταθία Δήμου, Δήμητρα Δαρδαγάνη, Αλκμήνη Καισαρίδου, Γεράσιμος Βουτσινάς, Μαρία Κουγιουμτζή, Βασίλης Πανδής, Βέρα Κονιδάρη, Έφη Ζερβού, Βίκυ Κλεφτογιάννη, Μαρία Δαλαμήτρου, Στυλιανή Παντελιά, Ισιδώρα Μάλαμα, Σπύροε Λαζαρίδης, Αθηνά Καραταράκη, Βασίλης Κουγέας, Χριστίνα Καραντώνη, Κώστας Κουτσουρέλης, Δήμητρα Μήττα, Νεφέλη Γκάτσου, Ξανθίππη Ζαχοπούλου, Αναστασία Κόκκινου, Κώστας Θ. Ριζάκης, Διώνη Δημητριάδου, Φωτεινή Χαμιδιελή. Συνομιλούν: Με τον Σωτήρη Σαράκη η Δώρα Μέντη, και με τον Γιώργο Δελιόπουλο η Λίλια Τσούβα. Στη στήλη "Στο Πατητήρι" σ' αυτό το τεύχος εκτενής αναφορά και ανάλυση σε όλο το έργο του Σωτήρη Κακίση.
Με πίστη στα έργα που εμφορούνται από τη δύναμη να αλλάζουν τον κόσμο, συνεχίζουμε!


Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε ΝΑ

 

ΣΤΑΦΥΛΗΣ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ

 

Η ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΘΗ

 

ΔΟΚΙΜΙΟ

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Κώστας Ουράνης, Ο δημιουργικός διχασμός του ποιητή

ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΑΡΔΑΓΑΝΗ: Ο εαυτός και οι άλλοι στη αρχαία ελληνική σκέψη

ΜΑΡΙΑ ΔΑΛΑΜΗΤΡΟΥ: Με χιούμορ, πνεύμα και μυαλό, Η κωμωδία της παλινόρθωσης (1660-1785) και ο William Congreve

ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΑ: Ο οικογενειακός μύθος στο μυθιστόρημα του Τερζάκη

ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΑΛΑΜΑ: Σατιρικά γυμνάσματα (Κωστής Παλαμάς), Όταν η διαμαρτυρία γίνεται τέχνη τραγουδιστική

 

ΠΟΙΗΣΗ

 

ΑΛΚΜΗΝΗ ΚΑΙΣΑΡΙΔΟΥ: Δύο ποιήματα

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΒΟΥΤΣΙΝΑΣ: Τρία ποιήματα

ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ: Τρία πεζοποιήματα

ΑΘΗΝΑ ΚΑΡΑΤΑΡΑΚΗ: «Πρωτεύς»

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΓΕΑΣ: «Κάτοικοι του σεληνόφωτος»

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ: «Υποδοχή»

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΥ: «Στου Κρεββατά τη βρύση»

ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ: Τρία ομόθεμα

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Πέντε ποιήματα

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝΔΗΣ: Joyce Mansour, Δεκαπέντε ποιήματα

ΒΕΡΑ ΚΟΝΙΔΑΡΗ: Πολ Όστερ, Επτά ποιήματα

ΕΦΗ ΖΕΡΒΟΥ: Τζιό Έβαν, Συμβαίνει καμιά φορά να σε σκέφτομαι πάντα

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ: «Διαβάτη, δεν υπάρχει διάβα… »

ΜΑΡΙΑ ΔΑΛΑΜΗΤΡΟΥ: Kurt Tucholsky, Ένα κομμάτι από την ανθρωπότητα

ΝΕΦΕΛΗ ΓΚΑΤΣΟΥ: Maurice Maeterlinck

ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ: Fabio Pusterla

 

ΠΕΖΟ

 

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ: Για λίγο με τον Προυκ

ΒΙΚΥ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ: Τζαμίλ

ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ: Η έκθεση

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Με τον Σωτήρη Σαράκη συνομιλεί η Δώρα Μέντη

Με τον Γιώργο Δελιόπουλο συνομιλεί η Λίλια Τσούβα

 

ΣΤΟ ΠΑΤΗΤΗΡΙ

 

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Ο κόσμος των εσαεί θαυμάτων, Με τον τρόπο ενός στυλίστα της γραφής, Σωτήρης Κακίσης

 

ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ

 

ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΑΜΙΔΙΕΛΗ: Ο ζωγράφος Σώτος Ζαχαριάδης

 

ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΛΕΤΑΣ & ΤΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑ (1964-2011)

ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ 
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΛΕΤΑΣ & ΤΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑ 
(1964-2011)




 

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ (μαζί με έναν πίνακα του Νικόλαου Γύζη)

  ΠΟΙΗΣΗ 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

(μαζί με έναν πίνακα του Νικόλαου Γύζη)



Του  έλεγε να καταφύγει  στην ποίηση,
γιατί μπορούσε ως μύστης να την υπηρετήσει,
στην τέχνη της να  αφιερωθεί,
να λυτρωθεί στη δημιουργία
και να μεταλάβει της ζωής την ομορφιά,
στίχο το στίχο, στροφή τη στροφή
κι απ’ τη θεία τούτη μετάληψη
πολλοί  πιστοί προσκυνητές και λειτουργοί να πιούνε.

Αρνήθηκε τη σιωπή, δίστασε και στον ύμνο,
γιατί η ποίηση δεν είναι του λόγου σμίλεμα
ούτε έμπνευση του απείθαρχου μυαλού.
Απέχει από την τέχνη και τη σπουδή
και δεν συνθέτει πανδαισία
ούτε  έκφραση είναι και επικοινωνία.

Είναι οργή και σπαραγμός,
άλγος και ορρωδία,
κατάβαση είναι στα σκοτεινά του λογισμού,
και μοίρασμα και σκόρπισμα της ψυχής.
Είναι κραυγή απ’ την άβυσσο,
ανάστασης πισωγύρισμα,
γεννησημιού το φύτρο,
φως αστραπής που φλογίζει των αδύτων
και φαίνονται στο μεγαλείο τους,
τ’ ανθρώπινα τα πάθη.

Του έλεγε να αρμενίζει της ζωής,
με θάλασσα το στοχασμό και άνεμο το λόγο.
Οι λέξεις κόκκινα πανιά,
οι στίχοι του κατάρτια,
για μακρινά και άγνωστα λιμάνια,
για κλειστές και απροσπέλαστες ακτές.

Ανεπιτήδευτα της νύχτας αδελφοποιτοί,
το βίωσαν το ταίριασμα κι οι δυο
με ταυτισμένη σκέψη.
Γιατί η ποίηση είναι διαφυγή
και γλίστρημα στο χρόνο,
κρυφή  καταφυγή κι  αρμένισμα ονείρων.
Ολοφυρμός και οδύνη  στ’ αδιέξοδα
και παράδοση  στη μοναξιά  τ’ απείρου.
Γι’ αυτό και όταν διαβάζεται,
προσωπική γραφή ομολογείται.

Γιώργος  Αλεξανδρής

(Νικόλαος Γύζης, Η ψυχή του καλλιτέχνη, 1893)


Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ Νέα έκδοση από τις Εκδόσεις Οσελότος Αθηνά Μαλαπάνη, "Κόκκινο", συλλογή διηγημάτων

 ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ




Κόκκινο

συλλογή διηγημάτων

Αθηνά Μαλαπάνη

Εκδόσεις Οσελότος





Το συρτάρι είναι ανοιχτό. Ανοιχτό και άδειο σαν ένα πελώριο στόμα που χάσκει και περιμένει να του βάλω την κραυγή μέσα του. Πόσες φορές έχεις νιώσει κι εσύ ένα ξέχειλο συρτάρι είτε από πράγματα είτε από το μαύρο κενό; Πόσες φορές έχεις νιώσει ένα συρτάρι ανοιχτό στα όριά του;

Μια συλλογή διηγημάτων με ήρωες πραγματικούς, με πολλά πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα, αδυναμίες, λάθη, πάθη, έντονα συναισθήματα. Άνθρωποι που ξέρουν να αγαπούν και να μισούν, να δείχνουν ευαισθησία και σκληρότητα, να φροντίζουν και να αγνοούν, να αποδίδουν δικαιοσύνη και να τιμωρούν, να πληγώνουν και να πληγώνονται. Ίσως ένας από αυτούς τους ήρωες να είσαι εσύ. Ίσως μία έστω από αυτές τις πενήντα ιστορίες να είναι η δική σου. Ετοιμάσου να την ζήσεις με μια ανάγνωση στο κόκκινο.

 

ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ:

Εκδόσεις Οσελότος

www.ocelotos.gr

Τηλ.: 2106431108

 

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:


Η Αθηνά Μαλαπάνη γεννήθηκε το 1990 στην Αθήνα. Είναι φιλόλογος, απόφοιτη του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών όπου παρακολούθησε και τις μεταπτυχιακές σπουδές της στην Κλασική Φιλολογία με ειδίκευση στα Αρχαία Ελληνικά (2008-2014). Έχει επίσης παρακολουθήσει το πρόγραμμα Επιχειρηματικότητας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και το πρόγραμμα Digital Copywriting του e-learning του ΕΚΠΑ.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

Μικρές ιστορίες μετά φόνου Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα εκδόσεις Ελκυστής η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Μικρές ιστορίες μετά φόνου

Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

 εκδόσεις Ελκυστής

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

AΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Μια κοινωνιολογική προσέγγιση σε φόνους και «φόνους» • Fractal


 

 

Μια κοινωνιολογική προσέγγιση σε φόνους και «φόνους»

 

Με την αφαίρεση της ζωής, όπως κι αν την εννοήσουμε (τόσο ως αφαίρεση όσο και ως ζωή) καταγίνεται η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα στο πρόσφατο βιβλίο της με τις δεκαπέντε ιστορίες, στις οποίες ενσωματώνει φόνους ή «φόνους». Γιατί η εννοιολογική προσέγγιση του φόνου δυνατόν να οδηγεί σε διαφορετικές κάθε φορά ερμηνείες και παραμέτρους. Για παράδειγμα, θύμα ίσως είναι και ο θύτης, ή ο φόνος μπορεί να έχει και μεταφορική σημασία, ωστόσο να είναι εξίσου αιματηρός με τον κυριολεκτικό, ή κάτω από κάποια οπτική να είναι απολύτως δικαιολογημένος ηθικά, κατά παράβαση κάθε κανόνα συμβατικού δικαίου, ή να αφορά κάτι φαινομενικά άψυχο, που όμως μπορεί να πάρει τις διαστάσεις ενός έμψυχου όντος κ.λπ.

 Η Ευαγγέλου-Κίσσα επιλέγει τη ρεαλιστική γραφή, ως τη μόνη ικανή, χωρίς περιστροφές, να δώσει την περιγραφή των σκληρών σκηνικών αλλά και να αποτυπώσει τις αντιδράσεις των προσώπων. Εναλλάσσοντας την περιγραφή με την αφήγηση, παρεμβάλλοντας με εύστοχο τρόπο τα διαλογικά μέρη, κατορθώνει να δώσει όλα τα στοιχεία για  να  στηθεί η ιστορία της με την αναγκαία αληθοφάνεια. Δεν γράφει ιστορίες-θρίλερ, δεν εστιάζει στο τρομακτικό μέρος του φόνου αυτού καθεαυτό, αλλά βαδίζει σταδιακά, επιτρέποντας στην αναγνωστική πρόσληψη να σκεφθεί πίσω από την κάθε ιστορία το κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο αυτή τοποθετείται. Άλλωστε, έχει ενδιαφέρον και ο τίτλος της συλλογής που τοποθετεί τον φόνο ως συνοδευτικό στοιχείο της θεματικής των διηγημάτων, καθώς υπαινίσσεται, συνειδητά ή όχι, ότι πρόκειται για μια στροφή της πλοκής, για ένα ενδεχόμενο, όχι ικανό να τεθεί στον πυρήνα της ιστορίας, αλλά να θεωρηθεί το επακόλουθο γεγονότων και συνθηκών που αποτελούν τη δομή της ιστορίας.

Σκέφτομαι εδώ την άποψη του  Κετλέ (Adolphe Quetelet), του Βέλγου εισηγητή των στατιστικών μεθόδων στην Κοινωνιολογία, που υποστηρίζει πως τα εγκλήματα τα προετοιμάζει η κοινωνία, και τα άτομα δεν κάνουν άλλο τίποτα παρά να τα εκτελούν. Έτσι, θα δούμε τον φόνο ως φυσιολογική κατάληξη μιας σειράς κακοποιητικών πράξεων από τον ισχυρό προς τον ασθενέστερο, ή ως απόληξη μιας σχέσης βυθισμένης στην ασυνεννοησία, ή ως αντίδραση σε μια ζωή που δεν κυλάει μέσα της το αίμα, άρα θα το προκαλέσει μια δολοφονία, να ρέει ασταμάτητα, δείγμα ζωής πραγματικής.

Ξεχωρίζουν τρία διηγήματα. Το ένα («Η φόνισσα της οδού Αναστάσεως»), για το πώς η καρατόμηση κάθε τριανταφυλλιάς στην μέχρι τότε μοσχομύριστη οδό Αναστάσεως φέρνει τόση φρίκη όση και μια σειρά από δολοφονίες.



 

[…] με το πρόσωπό της και τα γυμνά της χέρια γεμάτα γρατσουνιές, που φώταγαν ακόμα νωπό το αίμα πάνω τους – απόδειξη απ’ τα εκατοντάδες αγκάθια των τριανταφυλλιών που πάλεψε όλη τη νύχτα να ξεκάνει. Και στο αναμαλλιασμένο της κεφάλι πλέκονταν όλων των χρωμάτων τα μαδημένα  ροδοπέταλα. Κι ολοτρόιρα, σκόρπιο παντού, φρεσκοσκαμμένο χώμα. Στο δεξί της χέρι ακόμα κράταγε σφιχτά μες στην παλάμη το μεγάλο μαύρο ψαλίδι της – το όπλο του  εγκλήματος. («Η φόνισσα της οδού Αναστάσεως», σ. 16).

 

Το άλλο (Το χόρδισμα») για την απόλυτη ταύτιση της ζωής με τη μουσική και μάλιστα σε μια μελλοντική εποχή/δυστοπία, όπου όλα είναι ομοιόμορφα και στεγνά από αληθινή απόλαυση. Τότε μπορείς να δώσεις και τη ζωή σου για να διασώσεις τη μαγεία του ήχου.

 

Εκείνη ξαφνικά σταμάτησε από ένα δυσοίωνο ήχο. Η φυσική Μι είχε κοπεί. Έφερε τα χέρια της στα μαγουλά της και ούρλιαξε με όση δύναμη της επιτρέπανε τα πνευμόνια της. Ούρλιαξε! Κι έπειτα γύρισε, με τα μάτια της γυάλινα να καθρεπτίζουν την αγωνία της, στη Χορδίστρια.

«Το ανθρώπινο σώμα έχει εβδομήντα δύο χιλιόμετρα νεύρα. Θα πάρεις τα δικά μου και θα φτιάξεις το πιάνο. Και αυτό θα ζήσει κι εγώ θα ζήσω για πάντα μέσα από αυτό!» Μίλησε γρήγορα, επιτακτικά, σχεδόν χωρίς να πάρει ανάσα. («Το Χόρδισμα», σ. 64).

 

Το τρίτο («Το προξενιό»), δημοσιευμένο σε παλαιότερη συλλογή, και που τώρα βρήκε τη θέση του ανάμεσα στα άλλα φονικά και «φονικά», για την τέλεια δομή του, τη σταδιακή του κορύφωση, την υπόρρητη τραγικότητά του· μια ψύχραιμη θεώρηση της δύσκολης θέσης της γυναίκας μέσα σε μια κοινωνία υποκρισίας και σιωπής.

 

«Ίντα καις εκεί τέτοια ώρα;» τη ρώτησε αφού πρώτα της είχε νεύσει καλημέρα με το κεφάλι.

«Τα ρούχα του Νικήτα» του απάντησε εκείνη.

«Κι ο Νικήτας πού είναι;» τη ρώτησε πάλι αυτός.

«Ταΐζει τα σκυλιά» του απάντησε στον ίδιο αδιάφορο τόνο η Κρινιώ.

Έμεινε και την κοίταζε. Στην αρχή με μια έκφραση απορίας, μέχρι που συνειδητοποίησε τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό που του είπε. Έπειτα, όταν την πρόσεξε καλύτερα, είδε πως είχε πάλι μελανιές στο πρόσωπο. Και πως ήταν χωρίς το ένα παπούτσι. Και πως τα ρούχα της ήταν βρεγμένα και γεμάτα αίματα. Πήρε μια βαθιά ανάσα,  σήκωσε το κεφάλι του και το κατέβασε πάλι, δείχνοντας πως κατάλαβε.

«Μαθές τη γνώμη μου, τράβα να αλλάξεις και φέρε και τα δικά σου πριν λιγοστέψει η φωτιά», της είπε στο τέλος και σηκώνοντας το χέρι του προς το κεφάλι του σε χαιρετισμό, της γύρισε την πλάτη και συνέχισε ήρεμα τον δρόμο του. («Το προξενιό», σ. 118).


Η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα έχει δοκιμάσει τη γραφή της και στην ποίηση και στον δοκιμιακό λόγο σε προηγούμενα βιβλία της. Θεωρώ πως η μικρή φόρμα  της διηγηματογραφίας τής ταιριάζει περισσότερο, την αφήνει ελεύθερη να ενσωματώσει στην μυθοπλασία της την κοινωνιολογική της σκευή και έτσι να προκύπτει μια γραφή με τη γνώση να ερμηνεύει –με έμμεσο τρόπο όπως αρμόζει στις καλές γραφές–  όσα η φαντασία επινοεί.

 Διώνη Δημητριάδου