Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017


Ο κόσμος με καλωσορίζει

διηγήματα

του Κώστα Μαυρακάκη

εκδόσεις Κέδρος




Οι δώδεκα ιστορίες του Κώστα Μαυρακάκη δεν ακολουθούν όλες ένα και μόνον είδος πεζής αφήγησης. Αναμενόμενο αυτό σε ένα συγγραφέα πρωτοεμφανιζόμενο, ο οποίος επιθυμεί να δείξει τις διαφορετικές εκδοχές της γραφής του, γεγονός που  μπορεί να μη συνηγορεί για μια ομοιόμορφη στα σημεία της συγγραφική κατάθεση (πιθανόν απαραίτητη προϋπόθεση για να στηθεί μια συλλογή διηγημάτων), ωστόσο, κάποιες από αυτές είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Θα δούμε, έτσι, στις ιστορίες του βιβλίου να εναλλάσσεται μια απολύτως ρεαλιστική αφήγηση με μια άλλη που να κινείται στον χώρο του συμβολισμού ή στον υπερβατικό υπερρεαλιστικό χώρο ή ακόμα θα συναντήσουμε και μείξη αυτών των επιλογών.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα (κοινό αυτό σχεδόν σε όλα τα διηγήματα) το ξάφνιασμα στο τελείωμα. Όχι πολύ μεγάλο ξάφνιασμα, μια που σε μερικές ιστορίες σχεδόν το ψυχανεμίζεσαι προς τα πού πηγαίνει η πλοκή, ωστόσο ξάφνιασμα. Αυτού του είδους οι  μικροί αιφνιδιασμοί, κάποιες έστω ελάχιστες ανατροπές, ταιριάζουν στη μικρή φόρμα που ακολουθεί ο συγγραφέας. Όταν έχεις πολύ λίγο χώρο (έκταση γραφής) αλλά και λίγο χρόνο (ανάγνωσης), πρέπει να κερδίσεις τον αποδέκτη του έργου σου. Η κατακλείδα της αφήγησης εντυπωσιάζει αιφνιδιάζοντας τον αναγνώστη.

Οι περισσότερες ιστορίες αφορούν τις πολυδαίδαλες διαπροσωπικές σχέσεις, οι οποίες συχνά επιχειρούν ένα άνοιγμα σε ευρύτερα θέματα. Έτσι από καθαρά υπόθεση δύο προσώπων μετασχηματίζονται σε πανανθρώπινες αναζητήσεις μιας ερμηνείας του κόσμου. Αρκεί να μπορέσεις να δεις τα ανεπαίσθητα περάσματα από το ιδιωτικό στο κοινό, από το επιφανειακό στο ενδότερα κρυπτόμενο σημαινόμενο.

Έχω ξεχωρίσει τέσσερα διηγήματα, στα οποία θαρρώ αξίζει να γίνει μια ιδιαίτερη αναφορά.

Το πρώτο έχει τον τίτλο «Πτήση στο όνειρο». Αρχικά ο τίτλος μού δημιούργησε την αίσθηση ότι θα διάβαζα κάτι κοινότοπο για όνειρα και τα συναφή ρομαντικά. (Εμβόλιμο ένα σχόλιο που αφορά τους τίτλους σε βιβλία ή επιμέρους πεζά. Αν το περιεχόμενο έχει τη δύναμη να πάει λίγο πιο πέρα την ιστορία, δεν πρέπει να προσγειώνεται από τον τίτλο.) Η ιστορία εδώ, αν και προσχηματικά αφορά τη συγκεκριμένη γυναίκα και την ατυχή αισθηματική της σχέση, στην ουσία διαβάζεται σαν μια προσωπική για τον καθένα υπόθεση περιχαράκωσης του χώρου (με τον έξοχο παραλληλισμό της γυναίκας - μέσα στον κλειστό χώρο του αεροπλάνου, με το σημείωμα/μήνυμα  -  κλεισμένο μέσα στο μπουκάλι) τοποθέτησης των ορίων, μέσα στα οποία μπορείς να δομήσεις περίκλειστη ζωή, ασφαλή και στεγανή. Μέχρι τη στιγμή, φυσικά, που θα ανοίξεις μια πόρτα, και τότε θα αντιληφθείς ότι το κενό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) παραμονεύει παντού.



Το μπουκάλι βρισκόταν στο ράφι με το γράμμα μέσα. Τώρα φοβόταν να το αγγίξει. Προσπάθησε να κάνει άλλες δουλειές για να ξεχαστεί, το μυαλό της όμως ήταν συνέχεια εκεί. Στο μπουκάλι, με το γράμμα μέσα του να πάλλεται σαν κάτι ζωντανό.

Βγήκε από το σπίτι, πήρε το αυτοκίνητο και απομακρύνθηκε με ταχύτητα. Δεν ήξερε πού πήγαινε. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε από το μπουκάλι που τη στοίχειωνε.



Το δεύτερο έχει τον τίτλο «Χαμένα κομμάτια», εύστοχη εδώ η επιλογή. Η ατμόσφαιρα ακροβατεί ανάμεσα στο πραγματικό και στο αδιόρατα εκφοβιστικό επέκεινα. Και πάλι η ιστορία ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια της ζωής της ηρωίδας και ανοίγεται σε πολύ πιο ευρύ χώρο. Ποια είναι τα κομμάτια που διαρκώς αναζητούμε; Τι είναι πιο σημαντικό, η πραγματική τους εξαφάνιση ή η εσωτερική μας μάταιη αναζήτηση; Ή μήπως αυτά πάντα μπροστά μας είναι αλλά αδυνατούμε να τα δούμε; Μια λογοτεχνική αναφορά στο μνημονικό εσωτερικό μας τοπίο. Ένα φιλοσοφικό ερώτημα με την αμφίεση ενός διηγήματος.



Προχώρησαν στα ενδότερα μέσα στο μισοσκόταδο. Ο Απόστολος ένιωσε κάτι να ακουμπά στο σώμα του και έβγαλε μια δυνατή κραυγή. Η Μυρτώ, τρομαγμένη, έκανε μερικά βήματα πίσω και σκόνταψε πάνω σε κάποιο αντικείμενο, χάνοντας για λίγο την ισορροπία της. Αυτό που είχε νιώσει ο Απόστολος ήταν το σκοινί της μοναδικής λάμπας που κρεμόταν στη μέση του χώρου. Το τράβηξε και εγένετο φως. Η Μυρτώ έσκυψε να κοιτάξει πάνω σε τι είχε σκοντάψει. Ένα μικρό παράξενο κουτί που έγραφε απέξω «μνήμες».




Το τρίτο, με τον τίτλο «Το δέντρο», μοιάζει να συνεχίζει τα φιλοσοφικά ερωτήματα. Μόνο που εδώ είσαι προϊδεασμένος από την αρχή για το τι πρόκειται, καθώς ο συγγραφέας επέλεξε χώρο και χρόνο χωρίς σαφή προσδιορισμό, οδηγώντας μας έτσι σε μια ενδιαφέρουσα διαχρονικότητα της αφήγησης. Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να συμβεί σήμερα ή πάντοτε, εδώ ή παντού, γιατί στην ουσία την εμπεριέχουμε και ως τόπο και ως χρονικό διάστημα. Άλλωστε πρόκειται για μια από τις πλέον υπερβατικές γραφές του βιβλίου.



Κι όμως, μια μέρα καθώς περπατούσε όχι πολύ μακριά από το σπιτάκι του, βρέθηκε εκεί που δεν το περίμενε, σε ένα ξέφωτο. Και εκεί στη μέση του ξέφωτου αντίκρισε το παράξενο δέντρο που είχε δεκαετίες να το δει. Συγκινημένος, έσυρε τα βήματά του μέχρι εκεί και όταν το έφτασε ακούμπησε το φύλλωμά του με τρεμάμενα χέρια. Το δέντρο ήταν φανερά γερασμένο, ο κορμός του γεμάτος κουφάλες και το φύλλωμά του είχε αραιώσει αισθητά. Κράταγε όμως ακόμα μερικούς παραγινωμένους καρπούς. Ο Ματίας έκοψε έναν και τον δάγκωσε με λαχτάρα. Εκείνη η παλιά στυφάδα είχε ολότελα χαθεί και στη θέση της είχε απομείνει μια γλυκόπικρη γεύση.



Τέλος μένω στην ιστορία με τον ευφυή τίτλο «Η ραπτομηχανή», αρχικά για να πω ότι όσο πεζός και ίσως αντιλογοτεχνικός φαίνεται, τόσο προκλητικός (άρα εύστοχος) καταλήγει να είναι μετά την ανάγνωση της ιστορίας. Πόσο πραγματικός είναι ο κόσμος που αντικρίζουμε γύρω μας; Πόσο αληθινός θα μπορούσε να είναι ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε μέσω κάποιας άλλης αίσθησης που ακόμα δεν μπορούμε με ακρίβεια να ονομάσουμε; Ή, αλλιώς, πού επιλέγουμε να ζήσουμε, και με ποιο προσωπικό κόστος; Στο διήγημα αυτό (θεωρώ ότι είναι το πληρέστερο από κάθε άποψη, ως ιδέα, δομή, έκταση, ευρηματικότητα, νοηματική προέκταση) αναδεικνύεται όλη η ικανότητα του συγγραφέα να πλάθει κόσμους αξιοδιάβαστους, που δεν εξαντλούνται μόνο σε μια ανάγνωση.



Και τότε για πρώτη φορά η ραπτομηχανή έκανε κίνηση να ράψει. Ο Γεράσιμος γούρλωσε τα μάτια του. Έφερε γρήγορα ένα κομμάτι υφάσματος και, προτού καλά καλά προλάβει να το ακουμπήσει, η μηχανή άρχισε να ράβει μανιωδώς. "Βρε συ, παραλίγο να μου ράψεις το χέρι!", της είπε θυμωμένος. Αλλά αυτή ήταν πολύ απασχολημένη με το να ράβει για να ασχοληθεί μαζί του.

Όταν η μηχανή σταμάτησε το ράψιμο, ο Γεράσιμος πήρε στα χέρια του το ύφασμα. Πάνω του ήταν ραμμένη μια γελαστή φατσούλα. "Τα πράγματα έχουν περάσει σε άλλο επίπεδο", μονολόγησε με στόμφο. "Τουλάχιστον έχεις χιούμορ. Κάτι είναι κι αυτό", συμπλήρωσε.



Οι ιστορίες του Κώστα Μαυρακάκη επιδέχονται διαφορετικές αναγνώσεις, και αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί θετικό. Οι πιο ενδιαφέρουσες αναγνώσεις είναι αυτές που δεν είναι μονοσήμαντες, άρα επιφανειακές. Ο συγγραφέας με την πρώτη του κατάθεση γραφής δείχνει ότι γνωρίζει πώς να κερδίσει τον αναγνώστη του. Εύστοχα ονομάζει άλλωστε τη συλλογή από το πρώτο διήγημα, το οποίο συνταιριάζει με το απόσπασμα της Βιρτζίνια Γουλφ (από την Κυρία Νταλογουέι) που προτάσσει σ’ αυτό. Ένα καλωσόρισμα, λοιπόν, στον νέο πεζογράφο.



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Booktour Μια κριτική προσέγγιση στη συλλογή διηγημάτων «Ο κόσμος με καλωσορίζει» του Κώστα Μαυρακάκη από τις εκδόσεις Κέδρος

Διαβάστε περισσότερα:
http://www.booktourmagazine.com/news/mia-kritiki-proseggisi-sti-syllogi-diigimaton-o-kosmos-me-kalosorizei-toy-kosta-mayrakaki-apo-tis-ekdoseis-kedros1/)

Δύο αξιόλογες παρουσίες στην παιδική λογοτεχνία η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/ntroufi-synnefakia/


Δύο αξιόλογες παρουσίες στην παιδική λογοτεχνία
Αγγελική Σιδηρά
Δημήτρης Β. Βασιλείου
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/ntroufi-synnefakia/





Αγγελική Σιδηρά

 Ο Ντρούφυ το σαλιγκαράκι και άλλες ιστορίες

 εκδόσεις Κουκούτσι

και

Δημήτρης Β. Βασιλείου

Άτακτα συννεφάκια – ποιήματα για μικρούς και μεγάλους

 εκδόσεις ΑΩ





Σε ποια ηλικία ερχόμαστε σε επαφή με τη λογοτεχνία και κάτω από ποια διαδικασία; Ίσως πολύ νωρίς, αν φυσικά οι μεγαλύτεροι προνοήσουν για την προσέγγιση των παιδιών με τον θαυμαστό κόσμο των βιβλίων. Ένας αλάνθαστος τρόπος για να εισχωρήσει το παιδί, που είναι ακόμα αδιαμόρφωτο στην εκτίμησή του για τις  προσλαμβάνουσες εικόνες του γύρω κόσμου, στο υπέροχο δισυπόστατο της πραγματικότητας: αυτό που είναι και αυτό που θέλεις να είναι, με αυτές τις δύο εκδοχές άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους.


Η παιδική λογοτεχνία καμιά φορά μας δίνει μικρά διαμαντάκια, και τότε επιβάλλεται να μιλάμε γι’ αυτά. Πιο συχνά οι συγγραφικές καταθέσεις αφορούν πεζά (παραμύθια το πλείστον), πιο σπάνια συναντάμε και ενδιαφέρουσες ποιητικές προτάσεις.


Η Αγγελική Σιδηρά επιλέγει να εγκιβωτίσει με άριστο τρόπο πρόσωπα και ιστορίες από τη μυθολογία, την ιστορία, τη θρησκεία, τη λογοτεχνία, στα δικά της πεζά, επιχειρώντας έτσι να φέρει σε επαφή απρόσκοπτη το παιδί με όλο αυτό το πολύτιμο παρελθόν. Θα συναντήσουμε τον Αβραάμ και τον Ισαάκ, την Ιφιγένεια, τον Αλέξανδρο με τον Βουκεφάλα, τον Χριστό, τον Οδυσσέα, αλλά και την Ιθάκη του Καβάφη, περίτεχνα αναδυόμενα όλα αυτά μέσα από σύγχρονες ιστορίες.


[…]»Στη χώρα των Λωτοφάγων» είπε με σίγουρη φωνή ο Θοδωρής και κέντρισε τον Βουκεφάλα για να ξεκινήσουν.

Ο Βουκεφάλας έτρεχε σαν αστραπή. Διέσχισαν μαζί βουνά, λίμνες, ποτάμια, λαγκάδια και μετά τρία μερόνυχτα φτάσανε επιτέλους στη χώρα των Λωτοφάγων.

Οι Λωτοφάγοι ήταν κάτι μικρά λιλιπούτεια πράσινα πλασματάκια, μικρά σαν τα χαπάκια που έπινε ο παππούς, που ζουζουνίζανε συνέχεια γύρω από το κεφάλι σου

Σαν να αποτελούν κομμάτια ενός σύμπαντος που όμορφα περιπλέκει τα στοιχεία του. Η έκδοση περιποιημένη και  εικονογραφημένη από τις ζωγραφιές της Καίτης Δουνούκου. Έχει σημασία αυτή η τελευταία παρατήρηση, καθόσον το παιδί είναι δύσκολος αναγνώστης, και ένα φροντισμένο εξώφυλλο αλλά και μια εύστοχη εικονογράφηση μπορεί να αποτελέσει την παρόρμηση για τα ενδότερα.

(Αγγελική Σιδηρά, Ο Ντρούφυ το σαλιγκαράκι και άλλες ιστορίες

 εκδόσεις Κουκούτσι)





Ο Δημήτρης Βασιλείου επιλέγει τον ποιητικό δρόμο για να προσεγγίσει το ενδιαφέρον του παιδιού. Ίσως αυτό αποτελεί και μια περισσότερο δύσκολη απόπειρα. Μια πεζή ιστορία διηγείται, και η διήγηση πάντοτε είναι πιο ευπρόσδεκτη. Το βιβλίο όμως αυτό απευθύνεται σε παιδιά που με ευαισθησία θα θελήσουν να δουν τον απαιτητικό λόγο της ποίησης. Και τότε θα βγουν κερδισμένα.

Άλλοτε (πιο συχνά) σε έμμετρο λόγο:



[…]Είναι σαν άνεμος ταχύ

σε λίγο θα το χάσω,

μα μεγαλώνω και θα δεις

μια μέρα θα το πιάσω

(Τραινάκι)



Και άλλοτε σε ελεύθερο:



Το χεράκι σου σφίγγει μέσα του

το δάχτυλό μου.

Η απόλυτη σύνδεση.

Δέσμευση και όρκοι

κι ευθύνες…

[…]

(Σύνδεση)




Παρουσιάζεται και με τους δύο τρόπους η μεταφορικότητα  και η σύμπτυξη των νοημάτων, στοιχεία που καθοδηγούν από νωρίς τους μικρούς αναγνώστες σε μελλοντικές τους πιο βαθιές ενασχολήσεις με την ποίηση. Στον υπότιτλο διαβάζουμε: ποιήματα για μικρούς και μεγάλους. Πώς εισχωρούν, λοιπόν, οι μεγάλοι σ’ αυτόν τον κόσμο τον φτιαγμένο για παιδιά; Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου υπάρχουν τρία ποιήματα (μια τριλογία για μεγάλους) που απευθύνονται σε μας τους ενήλικες, που αναπόφευκτα ευθυνόμαστε και για το καλό και για το κακό που χαράζει τον δρόμο των παιδιών. Που είμαστε το χώμα, όπως γράφει, για να ανθίσει το λουλούδι. Και αυτό δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε.

Να επισημανθεί κι εδώ η όμορφη εικονογράφηση (από την Ελίζα Ιατρίδου) καθώς και η φροντισμένη έκδοση.

(Δημήτρης Β. Βασιλείου, Άτακτα συννεφάκια – ποιήματα για μικρούς και μεγάλους, εκδόσεις ΑΩ)



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/ntroufi-synnefakia/)

Τεχνητές αναπνοές και άλλα πεζά της πόλεως του Αχιλλέα Κυριακίδη [2003-2010] επίμετρο: Αριστοτέλης Σαΐνης εκδόσεις Πατάκη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/kuriakidis-achilleas-patakis-technites-anapnoes


Τεχνητές αναπνοές

και άλλα πεζά της πόλεως

του Αχιλλέα Κυριακίδη

[2003-2010]

επίμετρο: Αριστοτέλης Σαΐνης

εκδόσεις Πατάκη
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/kuriakidis-achilleas-patakis-technites-anapnoes






Προλογίζει ένα από τα διηγήματά του ο Αχιλλέας Κυριακίδης με τα λόγια του Τάκη Σινόπουλου:

«Ας αφήσουμε τα λόγια:

γνώση του ποταμιού σημαίνει να ’σαι μέσα στο ποτάμι»

Ενδεχομένως αυτή να είναι η σαφέστερη οριοθέτηση του αληθινού και βιωμένου από το νοητό και δανεικό – εννοώ τα ποικίλα δάνεια μέσω της συσσωρευμένης εμπειρίας των άλλων που ακούς ή διαβάζεις. Να είσαι μέσα στο ποτάμι ταυτόχρονα σε συμφιλιώνει με την έννοια του χρόνου, καθώς η ροή του υδάτινου σώματος αναλογεί στο πέρασμα των χρονικών διαστημάτων που φεύγουν ανεπιστρεπτί καταργώντας τα όρια μεταξύ τους – παρελθόν, παρόν και μέλλον. Προτίμησα αυτήν την είσοδο στο βιβλίο, θεωρώντας ότι όλες οι ιστορίες του αντιπαλεύουν μέσα τους τον βιωμένο χρόνο (άλλωστε αυτό είναι ίδιον της καλής λογοτεχνίας) ανοίγοντας και κλείνοντας την αίσθηση του ελάχιστου ή του διαρκούς, μεταποιώντας τον τόπο σε χρονικές στιγμές  μέσα από μαγικές εικόνες. Και είναι πράγματι μαγικές οι εικόνες τους, όχι σε  μια ερμηνεία του εξωπραγματικού αλλά περισσότερο σε μια αίσθηση του μεταβαλλόμενου ἐν ροῇ, είτε από τον συγγραφέα τους (αυτό ποτέ με ασφαλή βεβαιότητα δεν θα το μάθουμε) είτε από τον αναγνώστη τους. Γιατί ένα ακόμα γνώρισμα της καλής λογοτεχνίας είναι και ο διάλογος με τον αποδέκτη της. Οι ιστορίες αυτές ρωτούν διαρκώς, ερευνώντας πιθανότητες πλοκής και απόληξης, και αναμένουν τις απαντήσεις που θα τις αιφνιδιάσουν με την απρόσμενη εκδοχή τους από τον αναγνώστη, που αποβαίνει «συμμέτοχος στη σκοτεινή συνωμοσία ενός ονείρου συνδημιουργίας»,  όπως σωστά θα πει ο Αριστοτέλης Σαΐνης στο Επίμετρο του βιβλίου, ένα εξαιρετικό δείγμα προσωπικής ανάγνωσης των κειμένων του Κυριακίδη αλλά και της πολυσχιδούς προσωπικότητας του συγγραφέα, με χιούμορ, με ευαισθησία, με αγάπη  συνωμοτική εν τέλει.

Η έκδοση αυτή περιλαμβάνει παλαιότερα πεζά του Κυριακίδη, τις συλλογές διηγημάτων «Τεχνητές αναπνοές» και «Ο καθρέφτης του τυφλού», καθώς και τη νουβέλα-διαμάντι «Η κωμωδία». Πέρα φυσικά από την εκδοτική ανάγκη της σύνοψης του έργου του συγγραφέα (η οποία άρχισε με τη συλλογή «Μουσική και άλλα πεζά [1973-1995]», Πατάκης), ενδιαφέρει η ανάγνωση των παλαιότερων έργων του. Η λογοτεχνία θα μπορούσε κι αυτή να είναι ένα ποτάμι, στο οποίο μπαίνεις  και ξαναμπαίνεις, με την αίσθηση του γνώριμου αλλά και με την περιέργεια να ανακαλύψεις νέες υδάτινες διαφυγές, πρωτόγνωρες.

Έτσι κι εδώ, ξαναδιαβάζοντας τα πεζά αυτά, βρίσκω κάποια σημεία που αρχικά δεν τα είχα προσέξει, ή που δεν μπορούσα τότε να τα προσέξω, καθόσον δεν παλιώνουν μόνον τα γραπτά αλλά κι εμείς μαζί τους μεγαλώνουμε. Οι «Τεχνητές αναπνοές» απαιτούν την ωριμότητα της ανάγνωσης, γιατί τα κείμενά τους  έχουν απότομες στροφές και ο άπειρος διακινδυνεύει την ισορροπία του. Ακόμα και οι πιο εύκολες φαινομενικά ανάμεσά τους έχουν δεύτερες αναγνώσεις. Πώς να δεχθείς αβασάνιστα, για παράδειγμα, την κτητική αντωνυμία που προσδίδει το ελάχιστο βάρος στο όνομα, για να καταρρεύσει έπειτα από λίγο όλο το χάρτινο οικοδόμημα της συγκίνησης;

«Χριστίνα…;»

Η φωνή του ακούγεται βραχνή, μ’ ένα γρέζι αμηχανίας μάλλον που τον αναγκάζει να ξεροβήξει ελαφρά πριν ξαναπεί Χριστίνα, εγώ είμαι, ο Παύλος, κι αμέσως μετά, σαν τον διορθωτή που πριν το τυπωθήτω ανακαλύπτει ένα κρίσιμο αβλέπτημα: ο Παύλος σου. Μια αμηχανία που τσακίζει.

(«Μετά τον χαρακτηριστικό ήχο»)



Αλλά και σ’ εκείνο το άλλο, το εγκεφαλικό, έξαφνα νιώθεις να ταυτίζεσαι με τους ήρωες του Μπόρχες, που απολαμβάνουν:

[…]το ευεργέτημα της διαρκούς αμφιβολίας, την ατρωσία του διφορούμενου, την ασυλία των ενυπνίων[…]

(«Διαλεκτική»)



Ας αφήσουμε εκείνη την ιλιγγιώδη πορεία-αναζήτηση, μιαν άλλη Οδύσσεια μόλις επτά σελίδων στην έκταση, στην οποία θα τεθεί και μια αναμφισβήτητη αλήθεια:

«Πρόσεξε – δεν παίζουμε μ’ αυτές τις ιστορίες. Μπορείς να τυφλωθείς -  ή να πεθάνεις».

(«Ιλιγγιώδης ραψωδία»)



Το καλύτερο ανάμεσά τους, κατά την προσωπική μου γνώμη, είναι αυτό που (με τον ευφυή τίτλο) ανιχνεύει την ιδιόμορφη σχέση του βιβλίου με τον αναγνώστη του, σχέση που με την οπτική του Κυριακίδη (και με γερή δόση ειρωνείας αλλά και αυτοσαρκασμού) είναι τόσο επικίνδυνη που ίσως να μη σε αφήνει να πιάσεις στο χέρι σου τα διαβασμένα σου βιβλία, γιατί τον εαυτό σου θα αντικρίσεις μέσα τους:

[…]όταν ξαναδιαβάζουμε ένα κείμενο, εμείς το ξαναγράφουμε με βάση όλες τις εμπειρίες, όλα τα όνειρα και όλα τα θαύματα που ζήσαμε στο μεταξύ και που μπορεί να τα νομίσαμε εφήμερα.

(«Ανεκδιήγητο»)



Στην προμετωπίδα τη δεύτερης συλλογής διηγημάτων («Ο καθρέφτης του τυφλού»), στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, διαβάζουμε:

Γράφοντας ανακαλύπτουμε τι θέλει να ειπωθεί

Max Aub

Ισχύει φυσικά αυτό και για τις αναγνώσεις. Και περισσότερο αφορά όχι μόνον αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας αλλά κυρίως εκείνο το άλλο νόημα, που αναδύεται αιφνιδίως μέσα από τα γραφτά που διαβάζεις και τότε ψυχανεμίζεσαι ότι κάπως προσέγγισες την άλλη όψη των πραγμάτων, την αθέατη, ωστόσο υπαρκτή. Και τότε μια πόρτα διαφυγής μπορεί να μην οδηγεί στην ασφαλή έξοδο αλλά να σηματοδοτεί την είσοδο στα πλέον επικίνδυνα («Είσοδος κινδύνου»), ή αλλού να μην είναι παρά μια μετάβαση  στην άλλη όχθη, σε μια επαναλαμβανόμενη φυγή και (ανα)γέννηση Tabula rasa»). Σ’ εκείνο το διαμαντάκι γραφής, το «Μπονζάι», ο ρυθμός της αφήγησης, η βαθμιαία αποκάλυψη στα στοιχεία της πλοκής, ο χαρακτήρας που προλαβαίνει να διαγραφεί με σαφήνεια και καθαρότητα εικόνας (που ποτέ δεν γνώρισε ο ίδιος ο ήρωας στη ζωή του την επίπεδη) αλλά και το εύρημα στο τέλος, όλα αυτά συνιστούν μια ξεχωριστή καταγραφή στην υπόθεση του μικροδιηγήματος.

Ιστορίες που κινούνται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, με ασαφή τα όρια μεταξύ τους (και πώς αλλιώς να γίνει;), με τον αναγνώστη να ιχνηλατεί τον δικό του δρόμο μέσα τους κρατώντας τον προσωπικό του μίτο για να μη χαθεί. Άλλωστε ο διφορούμενος τίτλος της συλλογής παραπέμπει σε μια τυφλότητα, όπως κι αν την προσλαμβάνει ο καθένας.




Η νουβέλα «Κωμωδία», αυτό το ελάχιστο σε έκταση κείμενο, το τρίτο μέρος της συλλογής, έρχεται για μια ακόμα φορά να παίξει με τον αναγνώστη, αλλά όχι μόνον με αυτόν. Και ανοίγει το παιχνίδι χωρίς την απαραίτητη προειδοποίηση – εκτός φυσικά από τη σαφήνεια του τίτλου, για όποιον τον προσέξει και τον πάρει τοις μετρητοίς. Απέναντι στην κωμωδία, ως είδος, είμαστε χωρίς εφόδια (σε αντίθεση με την τραγωδία), καθώς ατελές το αριστοτελικό πόνημα παραδόθηκε μέσα στους αιώνες. Η κωμωδία πάντα ήταν επικίνδυνη για τη σοβαροφάνεια του κοινωνικού οικοδομήματος, γιατί το απειλούσε με κατάρρευση κάτω από το βάρος της αποκάλυψης της εγγενούς φαιδρότητας. Η προσποίηση, το κοινωνικό συμβόλαιο χάριν της ομαλής και απρόσκοπτης συμβίωσης, η συμφωνημένη και αποδεκτή υποκρισία ένιωθε τον τριγμό στα θεμέλιά της.

Ο ήρωας της νουβέλας, ο Δ.Χ. (ερμηνεία των αρχικών αυτών ανοιχτή στον κάθε αναγνώστη, αν και συνηθισμένοι είμαστε στην πρώτη που μας έρχεται στον νου, Δημόσια Χρήση) θα βρεθεί μπροστά σε μια ανατροπή της ρυθμισμένης του ζωής μέσα από ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα

«αν θες να ζήσεις έλα το Σάββατο 18 Ιουνίου… »

με τις απαραίτητες οδηγίες για το παράξενο αυτό ραντεβού… με τη ζωή.

«Ό ήρεμος λιμναίος του κόσμος και το βότσαλο που τον είχε αναταράξει… ».

Στη συνέχεια θα συναντήσουμε τον Δ.Χ. με αυτό ή άλλο όνομα να εναλλάσσεται με άλλα πρόσωπα, ως διαφορετική περσόνα, που ωστόσο δεν μας μπερδεύει. Κατανοούμε πως πρόκειται για τον ίδιο, αυτόν που θα μπορούσε να είναι ο ήρωας του εμβληματικού βιβλίου του Ρόμπερτ Μούζιλ, «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες». Η αλλαγή ταυτότητας έρχεται ως επακόλουθο της απροσδιόριστης ζωής του ήρωα (άμορφος, άχρωμος, άρα επιρρεπής σε μεταμορφώσεις) ώστε να μπορεί με την ευχέρεια του χαμαιλέοντος να ενδυθεί  άλλες προσωπικότητες, διατρέχοντας ταυτόχρονα τη νεοελληνική ιστορία. Έτσι ο ανούσιος δημόσιος υπάλληλος είναι ταυτόχρονα και ο διανοούμενος πρώην αριστερός αλλά και ο ειδικός επιστήμων, ακόμη και ο μετανάστης Αλβανός.

Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται να υπονομεύεται κάθε αρχή περί λογοτεχνικής γραφής, αλλά και συνακόλουθα ο ίδιος ο ήρωας. Η ασφαλής (;) θεώρηση που έχουμε για τον κόσμο τίθεται εν αμφιβόλω. Τι ισχύει και τι όχι; Ποιος κινεί τα νήματα; Σαν να βλέπουμε στις σελίδες του μια μικρογραφία του συμπαντικού χάους, μέσα στο οποίο πασχίζουμε να δομήσουμε, οι αφελείς, τη λογική μας ζωή. Ε, δεν πρόκειται για μια έξοχη κωμωδία; Η υπονόμευση των λογοτεχνικών δεδομένων από τον συγγραφέα συμβαδίζει και ανταποκρίνεται απολύτως με την υπονόμευση των επιλογών μας από την ίδια τη ζωή.

Η ειρωνική θεώρηση αυτού του παράλογου κόσμου συνεπικουρείται από την υπέροχη επιλογή της γλώσσας. Αποδίδοντας διαρκώς στα άψυχα ανθρώπινες ιδιότητες σε έναν αληθινά εμπνευσμένο συνδυασμό, ερμηνεύει στην πραγματικότητα συναισθήματα που φέρουν οι ήρωες, δημιουργώντας έτσι μια πιο εύκολη πρόσβαση στον κόσμο τους.

Μια διακωμώδηση της τάχα ασφαλούς λογικής μας; Μια υπονόμευση των σταθερών της ζωής μας; Μια φάρσα εν τέλει; Η απάντηση στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας (ευφυώς) δεν θα δώσει τη δική του απάντηση. Θα μας έχει δείξει, ωστόσο, πως σημασία έχουν κάποιες λεπτομέρειες, που τις αφήνουμε να διολισθήσουν ανεπαίσθητα μέσα από τη ζωή, που νομίζουμε ότι ζούμε.



Ο Αχιλλέας Κυριακίδης οδηγεί τον αναγνώστη του μέχρι τα όρια της κατανόησης. Ποτέ δεν τα ξεπερνά δίνοντας έτοιμες απαντήσεις και λύσεις. Έχοντας εξαντλήσει τις ιστορίες του στα όρια της σύντομης αφήγησης, τις παραδίδει στον αναγνώστη του, που αντιμέτωπος πλέον μ’ αυτές και τις δυνάμει πολλαπλές εκδοχές τους καλείται να τις συνεχίσει και να τις ολοκληρώσει. Οι ήρωές μπερδεμένοι μέσα στον χρόνο και ο αναγνώστης μέσα στην ιστορία που τους αφορά, ελεύθερος να αποφασίσει τι θα κάνει μαζί τους, με πρώτο βήμα την απολύτως προσωπική πρόσληψη. Ίσως αυτό να είναι και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της γραφής του. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτά τα μικρά πεζά κάθε φορά επαληθεύεται η ουσία της λογοτεχνίας. Για διάλογο πρόκειται, για αλληλεξάρτηση του γράφοντος με τον αποδέκτη του, για τον εξαιρετικό κίνδυνο που εμπεριέχεται σε κάθε ανάγνωσμα, για την έμπνευση από τη  μια και την επεξεργασμένη αποδοχή από την άλλη. Αλληλεξάρτηση και αιφνιδιαστική ταύτιση ή ανατροπή. Όλα ανοιχτά.



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/kuriakidis-achilleas-patakis-technites-anapnoes)








Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017


Μουσείο Λαογραφίας

του Δημήτρη Φύσσα

από τις εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας






μια καλειδοσκοπική αφήγηση



Η πραγματικότητα αρέσκεται στις συμμετρίες και στους ανεπαίσθητους αναχρονισμούς.

(Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ο Νότος», μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης)



Σε κάθε κεφάλαιο από τα είκοσι τρία της επιστολικής νουβέλας του ο Δημήτρης Φύσσας προτάσσει και από ένα παράθεμα, που λειτουργεί (όπως θέλει ο ίδιος) σαν μότο, σαν σύνθημα. Και σαν τέτοιο αποκτά και το κωδικοποιημένο περιεχόμενο για τους μυημένους. Σαν να τοποθετεί ο συγγραφέας από τη μια μεριά τη φράση ή το εμβληματικό όνομα, και από την άλλη ο αναγνώστης να διαβάζει το σημαινόμενο. Έτσι δημιουργείται μια συνωμοτική σύμπραξη ανάμεσα στους δύο και με ενδιάμεσο το βιβλίο χτίζεται η ιστορία.

Η ιστορία αυτή είναι πολυσήμαντη, αν και εξαιρετικά μικρή σε έκταση (αριθμεί ούτε 90 σελίδες), ωστόσο ανοίγει καλειδοσκοπικά σε αλλεπάλληλες εικόνες (σε εξάρτηση η μια από την άλλη και σε αλληλοσυμπλήρωση), μέχρι να ολοκληρωθεί το νόημα της ευρύτερης τοιχογραφίας.

Σε ένα πρώτο επίπεδο είναι μια ιστορία για την απομόνωση του ήρωα (ο ζωγράφος Λέων είναι αυτός) σε μια απροσδιόριστη ελληνική ερημιά (το χωριό Σδράλι) για να ζωγραφίσει τα προσχέδια μιας μεγάλης σύνθεσης που ανέλαβε έναντι πλούσιας (σχεδόν μυθικής) αμοιβής. Η υπερμεγέθης αυτή σύνθεση θα εκτεθεί στον εορτασμό για τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση.  Ο τίτλος της θα είναι «Ο Μυστικός Δείπνος του Κοινοτισμού» και θα έχει ως πρότυπο τον «Μυστικό Δείπνο» του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Μόνο που θα πρέπει στην εικόνα να χωρέσουν 23 πρόσωπα (προεπιλεγμένα από τον ανώνυμο πελάτη) και όχι 13. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα μπορούσε να είναι μια ιστορία για την Τέχνη και την έμπνευση του δημιουργού, μέσα στο φυσικό περιβάλλον που τον ενσωματώνει απολύτως:



[…]όντας εγώ ο ίδιος μέρος αυτού του τοπίου, νιώθω ότι προσαρμόζομαι στους υπέροχους μυστικούς κανόνες της φύσης, στο μη μηχανικό στοιχείο, στην αυτογνωσία της υπαίθρου, σαν να ήμουν πάντα εδώ.



Το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης αφορά τον Κοινοτισμό, στον οποίο παραπέμπει ο τίτλος της ζωγραφικής σύνθεσης. Λέξη που με τη σειρά της γεννά πολλούς συνειρμούς. Πρωταρχικά η σκέψη γυρνά στην πολιτική κοινότητα της αρχαιότητας με την αυτονομία της στις δομές και στους θεσμούς. Ίσως πιο κοντά να βρίσκεται στην Κομμούνα του 1871, λιγότερο φυσικά στο σύστημα που εφαρμόστηκε αργότερα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, ακόμα λιγότερο στον σύγχρονο καταχρηστικό όρο (η κατάχρηση αφορά τα πρόσωπα που τον επικαλούνται και παράλληλα το ανεφάρμοστο του πράγματος) Κοινωνία των Πολιτών. Ωστόσο, ο πίνακας παραπέμπει ευθέως σε πρόσωπα της αριστεράς, υπό την ευρεία έννοια του όρου, καθώς συνδυάζει τον Μαρξ (όχι όμως τον Ένγκελς) τον Λένιν και τον Στάλιν, με τον Μπακούνιν, τον Νετσάγεφ, τον Τσε, τον Μάο, αλλά και τον Αλλιέντε, τον Μπερλινγκουέρ, τον Άρη, τον Μαντέλα και άλλους. Κατανοητό ότι υπό αυτό το πρίσμα η υπόθεση αφορά την ιστορία της αριστεράς, την αμφίβολη και ανέφικτη μάλλον ενότητά της και ενδεχομένως την τραγικότητα του εγχειρήματος που αποσκοπεί στην εφαρμογή των θέσεών της.

Ο κοινοτισμός, στην πρωταρχική του και πιο αθώα εκδοχή, φαίνεται να εφαρμόζεται σ’ αυτό  το απομονωμένο ελληνικό χωριό, κάπου στην Πίνδο, που ζει μέσα  στην αυτάρκεια και στην αυτονομία του αδιαφορώντας για τις υποδομές που συνιστούν τις στοιχειώδεις ανέσεις. Το εξώφυλλο του βιβλίου (εύστοχη η σύνθεση της Ρεβέκκας Βιτάλ) δείχνει μια τόσο οικεία εικόνα της ελληνικής επαρχίας, εκεί που όλα ακινητούν, όπως το αυτοκίνητο που χωρίς τους τροχούς του δεν πάει πουθενά καταργώντας την ιδιότητα του οχήματος. Με ρυθμισμένες τις σχέσεις, τις ασχολίες, τους ρόλους, ώστε όλοι να ακολουθούν τα συμφωνημένα πατροπαράδοτα, τους άγραφους κανόνες συμβίωσης. Όπως όμως σιγά σιγά ανακαλύπτει ο ζωγράφος, οι ρόλοι δεν είναι μοιρασμένοι με δικαιοσύνη, τουλάχιστον με το περιεχόμενο που θα έδινε στη λέξη ο σύγχρονος κόσμος του πολιτισμού, μετά από αγώνες και διεκδικήσεις για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων. Η θέση των γυναικών υποβαθμισμένη σημαντικά, η έκφραση της σεξουαλικότητας απαγορευμένη, η θρησκευτική τοποθέτηση των κατοίκων αιρετική και ιδιάζουσα. Το θέμα θα προβληματίσει τον ήρωα, θα κάνει στο μυαλό του συνδυασμό με τη δική του προσωπική ιστορία, τη διαλυμένη σχέση του με τη Μάρθα, στην οποία απευθύνει τις 23 επιστολές (οι οποίες θα μείνουν  αναπάντητες), και μέσω των οποίων κι εμείς μαθαίνουμε τα τεκταινόμενα στον παράδοξο τόπο του χωριού Σδράλι. Μια τρίτη, έτσι, ανάγνωση προκύπτει εδώ, μέσα από τη δύσκολη επικοινωνία των δύο προσώπων. Και ο αναγνώστης θα κάνει τη δική του σύνδεση προσώπων και καταστάσεων. Ο Λέων, νεαρός στην ηλικία και γνήσιος εκπρόσωπος της οικείας εικόνας του πολιτισμού που έχουμε στο μυαλό μας, πόσο απέχει πραγματικά από τον πρωτογονισμό των κατοίκων του χωριού, ως προς τις αντιλήψεις; Ο ίδιος πώς φέρεται στις γυναίκες; Μπορεί να ζητά συγνώμη από τη Μάρθα για τη συμπεριφορά του, αλλά πόσο ειλικρινής είναι; Τι ακριβώς σημαίνει η επανερχόμενη μέσα στις επιστολές του έκκληση για σεβασμό του προσώπου του από μέρους της;



Το συζήτησα το βράδυ στο καφενείο: «Οι γυναίκες εδώ είναι για τη δόξα και τη χαρά των αντρών. Δεν είναι ακριβώς κατώτερες, ο Θεός όμως τις έφτιαξε πλάσματα άλλης τάξης. Είμαστε πολύ παραδοσιακοί», μου είπε ο ξενοδόχος. «Έτσι έχουμε μάθει, κι αυτές το ίδιο. Και μας αρέσει, και οι γυναίκες μια χαρά είναι, δεν έχουμε διαφωνίες άντρες – γυναίκες. Αγόρια και κορίτσια το μαθαίνουνε αυτό από νωρίς», είπε ο καντηλανάφτης. Σιγοντάριζαν κι ο γελαδάρης με τον αστυνόμο.



Το τέλος της ιστορίας, θεαματικά απρόσμενο στην εξέλιξή του (εκτός αν λειτουργήσει εγκαίρως η σύνδεση στο μυαλό των σινεφίλ αναγνωστών με την ταινία «Το μυστικό του σκιάχτρου» του Νιλ ΛαΜπιούτ ή καλύτερα με το «Καταραμένο σκιάχτρο» του Ρόμπι Χάρντι που προηγήθηκε χρονικά). Σε μια παράλληλη συνειρμική ανάγνωση μπορεί και να θυμίσει η γραφή και το διήγημα του Μπόρχες «Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο». Όλα αυτά ας θεωρηθούν εμπλουτισμός της αφήγησης ή της ανάγνωσης, κάτι σαν τις συμμετρίες που αναφέρει το αρχικό εδώ παράθεμα του Μπόρχες. Ολοκληρώνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης θα συνεκτιμήσει τα διαφορετικά νοηματικά επίπεδα της ιστορίας. Θα δει ότι μπορεί να είναι διαφορετικά μεταξύ τους, ωστόσο το ένα θα συμπληρώνει το άλλο και θα προχωρά το νοηματικό του βάθος. Όπως συμβαίνει και με την υπόθεση της αριστεράς. Όλα τα πρόσωπά της, όλες οι εκδοχές ανάγνωσης των μηνυμάτων της, αλλά και οι ποικίλες μορφές στις οποίες αυτή εφαρμόστηκε, όλα αυτά δεν αλληλοεξαρτώνται; Όλα μαζί, αν απομακρυνθούμε λίγο και δούμε τη θέση τους το ένα δίπλα στο άλλο -όπως τα πρόσωπα του Μυστικού Δείπνου, αυτά που αντιστοιχούν στα πρόσωπα του Ντα Βίντσι και τα άλλα τα εμβόλιμα του Κοινοτισμού- θα δώσουν μια τοιχογραφία που αφηγείται μια άλλη ιστορία από αυτή του βιβλίου, που μας θλίβει πολύ. Και τότε ο τίτλος του βιβλίου, Μουσείο Λαογραφίας, διαβάζεται διττά: από τη μια τα εθιμικά πράγματα του χωριού, γραφικά βέβαια μέχρι την αποκάλυψη της φοβερής αλήθειας που θα δούμε στο τέλος της ιστορίας, από την άλλη η καταγραφή προσώπων και καταστάσεων, που κάποτε έδωσαν νόημα στους λαϊκούς αγώνες και τώρα μόνο συνειρμικά κανείς τα θυμάται. Μνήμες και κατάλοιπα της ιστορίας ως μουσειακά είδη πλέον. Εκθέματα για τους πιστούς ακόμα ακολούθους.

Έχει πιστεύω σημασία ιδιαίτερη η φράση που χρησιμοποιεί ο Λέων για να μιλήσει για το χωριό αυτό:

Το Σδράλι είναι φανταστικό.

Ίσως αναφέρεται μόνο στο περιεχόμενο της λέξης όπως εξέπεσε από την αρχική της σημασία, δηλαδή υπέροχο, πέρα από κάθε πραγματικότητα όμορφο. Σε μια άλλη ανάγνωση όμως, μια που αυτό μας επιτρέπει ο συγγραφέας με το πολυσήμαντο βιβλίο του, θα μπορούσε να λέει: όλο αυτό το τοπίο απλώς δεν υπάρχει. Και τότε ξαναδιαβάζοντας την ιστορία (την πλασματική και μυθοπλαστική του βιβλίου ή την άλλη της αριστεράς) όλα μα όλα αποκτούν  διαφορετικό νόημα.

 Στην προμετωπίδα του βιβλίου ο Φύσσας θα πει:



[…]το χωριό Σδράλι δε βρίσκεται πουθενά. Όπως και η χωροθέτηση, έτσι και οι ήρωες της νουβέλας είναι φανταστικοί. Ωστόσο χώρες, πόλεις, γειτονιές, σπίτια, διαμερίσματα σαν το Σδράλι υπάρχουνε παντού.



Ας το δούμε και έτσι. Με την πιο εφιαλτική εκδοχή να εντοπίζεται στη Σδράλι – διαμέρισμα. Γιατί τότε θα αντιληφθούμε ότι το τοπίο αυτό το κουβαλάμε στον μικρόκοσμό μας. Εκεί που θαρρούμε πως όλα τα ελέγχουμε και τα διαφεντεύουμε. Και μάλιστα με απολύτως δημοκρατικές διαδικασίες.



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/mouseio-laografias/)

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Οι αναγνώστες διαβάζουν και μοιράζονται μαζί μας Φυσιογνωμία: Αλλοιωμένη αλήθεια του Νίκου Τουμαρά




Οι αναγνώστες διαβάζουν και μοιράζονται μαζί μας

Φυσιογνωμία: Αλλοιωμένη αλήθεια

του Νίκου Τουμαρά

εκδόσεις Πηγή



διαβάζει και μοιράζεται μαζί μας 
η Δανάη Χαρίδημου



Ένα από τα καλύτερα κοινωνικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει τώρα τελευταία. Ιδιαίτερο, μοναδικό, ένα σύγχρονο λογοτεχνικό έργο που καταπιάνεται με τόσο κοινωνικά ζητήματα, με τόσα συναισθήματα και βιώματα που αποτελεί μια βαθιά «κατάδυση» στην πραγματικότητα που πολλές φορές δεν βλέπουμε ή δεν θέλουμε να βλέπουμε! Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η ιδιότητα του συγγραφέα σε ηλικία μόλις 22 ετών, ενώ και οι ήρωες είναι έφηβοι, ο κεντρικός ήρωας, ο Πέτρος, πηγαίνει ακόμα σχολείο. 

Η πλοκή μυστηριακή και πρωτότυπη, ασχολείται με τους εσώψυχους πόνους που νιώθουν οι έφηβοι, μυστικά που δεν θέλει να αποκαλύψουν για να μην στεναχωρήσουν τους δικούς τους. Ο Πέτρος, ήσυχος και διακριτικός, φαινομενικά ζει ήρεμα με την οικογένεια του. Οι γονείς του προστατευτικοί και κάπως πιεστικοί, δυσκολεύονται να δείξουν πόσο αγαπάνε τα παιδιά τους, και να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους. Και νομίζω πως εκεί κινείται ο βασικός άξονας της ιστορίας, στη διαχείριση των ψυχικών μας πεποιθήσεων, του πόνου ή των απωθημένων. Όλοι οι άνθρωποι του βιβλίου αγαπάνε, αλλά ξεσπάνε, δεν μπορούν να ελέγξουν τις εκρήξεις τους. 

Το σχέδιο του Ιάσονα, του δεύτερου πρωταγωνιστή, και του Πέτρου είναι τόσο απλό όσο και πολύπλοκο! Δύο άνθρωποι που δεν μοιάζουν πείθουν τους πάντες για την «ομοιότητά» τους. Ο Ιάσονας γίνεται το προσωπείο της φυσιογνωμίας, της ψευδαίσθησης του Πέτρου. Γίνεται ένας σωσίας του Πέτρου χωρίς να του μοιάζει απόλυτα, εμφανίζοντας τον εαυτό του ως Πέτρο. Τελικά όποιον θεωρούμε δεδομένο, πολλές φορές δεν του δίνουμε σημασία. Οι έννοιες, τα προβλήματα μάς αποσπούν και χάνουν την επικοινωνία με την οικογένειά μας, αποξενωνόμαστε. 

Το πονεμένο παρελθόν των δύο ηρώων είναι καταλυτικός παράγοντας της απίστευτης δράσης. Οι συνθήκες της ιστορίας είναι ιδιαίτερες και είναι δύσκολο να ηρεμήσεις έπειτα από τέτοιες ενοχές, ενοχές από κάποιο έγκλημα που δυστυχώς άθελά του ο Πέτρος ίσως προκάλεσε. Στη μεταβατική φάση της εφηβείας και κάτω από σκληρές συναισθηματικές συνθήκες ο Πέτρος μεταλλάσσεται και αποκαλύπτει έναν άγριο εαυτό. Πονάει, αλλά έτσι νομίζει πως θα είναι πιο δυνατός και θα «επιβιώσει» ανάμεσα στους δυνατούς

Αποτελεί ένα βιβλίο που μαρτυρά πως και οι έφηβοι έχουν τόσο δυνατά συναισθήματα και συχνά διαθέτουν συγκλονιστικές ιστορίες που αν τις εξομολογηθούν, θα ξαφνιαστούμε, δεν θα μπορούμε να τις πιστέψουμε! Με το πλούσιο λεξιλόγιο της αφήγησης και την οπτική θεώρηση των καταστάσεων του κεντρικού ήρωα, ο Νίκος Τουμαράς κάνει πιο δραματική την αφήγηση και φανερώνει τις δυνατότητες του να πλάθει μια ιστορία τόσο ζωηρή, αλλά και τόσο διδακτική. Η αλήθεια των πραγμάτων κρύβεται συχνά στις λεπτομέρειες, πρέπει να κοιτάξουμε πίσω από τη ψεύτικη εικόνα που παρουσιάζουμε και να ανακαλύψουμε τα δικά μας σφάλματα, την δικιά μας αλήθεια που αλλοιώνουμε για να ωραιοποιούμε την πραγματικότητα.

Είναι μια από τις εκπλήξεις της χρονιάς, ένα συγκλονιστικό βιβλίο με ήρωες εφήβους που καταθέτουν τη ψυχή τους, από έναν τόσο νέο συγγραφέα! Σίγουρα αξίζει να το διαβάσουμε και προσωπικά θέλω να καταθέσω τις θερμότερες ευχές στο συγγραφέα.



Δανάη Χαρίδημου

 
O Νίκος Τουµαράς γεννήθηκε το 1994 και µεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο τµήµα Οικονοµικής Επιστήµης του Οικονοµικού Πανεπιστηµίου Αθηνών (ΑΣΟΕΕ), προσδοκώντας να συνεχίσει τον κύκλο σπουδών του και σε ανώτερο επίπεδο. Με καταγωγή από την Ευρυτανία, έχει βραβευθεί µε υποτροφία από την Ένωση Ευρυτάνων Αµερικής. Το 2015 ήταν ανάµεσα στους νικητές ευρωπαϊκού διαγωνισµού συγγραφής κειµένου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, µε θέµα τη διεύρυνση και τις προκλήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σήµερα. Το βιβλίο "Φυσιογνωµία: Αλλοιωµένη Αλήθεια" είναι το πρώτο του συγγραφικό εγχείρηµα.




Σάββατο 24 Ιουνίου 2017


Διαβάζοντας πέντε ποιητικές συλλογές








Νάνζη Χατζημωυσιάδου, Η απόσταση που συνέβης, εκδόσεις Σαιξπηρικόν

Χριστίνα-Παναγιώτα Γραμματικοπούλου, Persona Gramma, εκδόσεις βακχικόν

Μάνια Βαρβιτσιώτη, Με το τατουάζ της μοίρας, εκδόσεις Κουκούτσι

Ανδρέας Καρακόκκινος, Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό, εκδόσεις Ένεκεν

Νίκος Μπατσικανής, Αγρυπνία, εκδόσεις Γαβριηλίδη






Νάνζη Χατζημωυσιάδου, Η απόσταση που συνέβης, εκδόσεις Σαιξπηρικόν




Η Νάνζυ Χατζημωυσιάδου έχει στον ποιητικό της λόγο μια τάση ανατροπής, η οποία ξεκινά από την καταστρατήγηση των κανόνων της συντακτικής  δομής της γλώσσας και της γραμματικής εκφοράς των λέξεων, και στη συνέχεια επεκτείνεται στον εσωτερικό πυρήνα των νοημάτων. Με όχημα αυτήν την ιδιομορφία μπερδεύεται μέσα στον χρόνο για να συναντήσει τις απαρχές της ζωής, να στοχαστεί πάνω στις αρχικές αβλεψίες που δρομολόγησαν τα κατοπινά σφάλματα. Με το πλούσιο αυτό φορτίο και με σκληρή και εύστοχη γλώσσα επισημαίνει τη βάση του Κακού. Παραφωνία, ευτυχώς, στη ζοφερή εικόνα η ύπαρξη του Ποιητή.



Ε΄

Τον καιρό εκείνο ήταν άμορφος ο πόνος

γιατί κρίνονταν ένοχοι και οι αγέννητοι

με ακροβολισμούς στην ύπαρξη

γεμάτους σκοτάδι

που επόπτευε εκ των ενόντων

την καρδιά της ζωής

παρέχοντας εισιτήρια δωρεάν ανάσας

και προσκυνηματική εκδρομή

στο μνημείο Άνθρωπος

ως ανάμνηση καιρών

που μείναν γνωστοί στην ιστορία

σαν Υστεροανθρώπινη Περίοδος

ή Πρώιμη μετά τον Άνθρωπο εποχή

ένα ζήτημα άκρως σχετικό

με την ύπαρξη ή όχι αλκυονίδων ημερών





Μ΄

Το πηγάδι δεν έχει πάτο έλεγαν

παρατηρώντας τις άδειες λέξεις

που πρόβαλλαν στο βάθος του

κρεμασμένες στο κενό

ν’ αναδεύονται στην εμφάνιση της χίμαιρας

κάτω απ’ τον λευκοφορεμένο ουρανό.

Αφουγκράζομαι και πάλι:

γυρισμένος ανάποδα ο κόσμος

μετακινήθηκε γύρω από τη μύτη του

προσηλώνοντας το βλέμμα στο ελάχιστο.

Δικαιοσύνη χωλή. Ισότητα μηδαμινή.

Χειμώνας στην ψυχή.

Μοναδική παραφωνία η ύπαρξη του Ποιητή.

Λέξεις εγκολπώνονται μεταξύ τους

σωρεύοντας πέτρες

που ξηλώνονται στα κράσπεδα

λανθάνοντας στον καιρό

την απομόνωση στον εαυτό







Χριστίνα-Παναγιώτα Γραμματικοπούλου, Persona Gramma, εκδόσεις βακχικόν




Η Χριστίνα-Παναγιώτα Γραμματικοπούλου παρουσιάζει εδώ δύο ποιητικές της συλλογές, απόρροια των σπουδών της στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» με κατεύθυνση «Συγγραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Έτσι φέρνει (άθελά της) πάλι στο προσκήνιο το θέμα της διδασκαλίας της συγγραφής, με τα υπέρ και κατά που συχνά ακούγονται. Θεωρώ πως στην πρώτη συλλογή, που περιλαμβάνει ποιήματα σε νεωτερική φόρμα και σε ελεύθερο στίχο δείχνει την ποιητική της γραφή, προσωπική και αξιόλογη, με χαρακτηριστικό την εμβάθυνση στο νόημα των λέξεων. Ένα παιχνίδι, θα έλεγα, με τις λέξεις που αρκούν για να  ειπωθεί το ποιητικά σημαντικό, χωρίς περιττές αναλύσεις. Άλλωστε το φορτίο της κάθε λέξης μπορεί να είναι και πολυσήμαντο, και εδώ η ποίηση ανοίγει σε πολλαπλές αναγνώσεις. Φυσικά με πρώτη της ποιήτριας, που μέσα από την προσωπική οδύνη μιλά για πανανθρώπινα τραύματα. Η δεύτερη συλλογή  μπορεί να εκληφθεί μάλλον σαν άσκηση σε προδιαγεγραμμένη πορεία και ως προς αυτό έχει μεν πετύχει τον στόχο της απολύτως, ωστόσο δεν προσφέρεται για  κριτική αξιολόγηση ακριβώς λόγω των προδιαγραφών που έπρεπε να ακολουθήσει η ποιήτρια.



Πεντηκοστή

Την είδες στο καλάθι, κουλουριασμένη σαν έμβρυο,

να τη σπρώχνει ο Δήμιος στα κύματα απάνω.

Κρυφά, πίσω από την πλάτη σου, της βάλανε

φωτιά.

Λίγο πριν φλεχθεί η σάρκα της κι αρχίσει

να ουρλιάζει, όρμησες στα νερά και με το

σώμα σου καταπλάκωσες τις φλόγες·

«τίποτα!», τσίριξες, «τίποτα δε θα της κάνετε!

Εγώ!», φώναξες, «Τ’ ακούτε; Εγώ τη συγχωρώ!»

Δια του ανθρώπου αφίεται ο άνθρωπος.



Αναγέννηση

Ισχυροποιήθηκες.

Απέταξες το μνήμα.

Τους τύμβους όλους τους κατολίσθησες.

Ισορρόπησες.

Τα κατάφερες: (υπερ)νίκησες το Τραύμα.

Τη ζωή, την αψεγάδιαστη την ομορφιά

στο πρόσωπό (της) την ξαναθυμήθηκες.







Μάνια Βαρβιτσιώτη, Με το τατουάζ της μοίρας, εκδόσεις Κουκούτσι




Η εικονοποιΐα είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ποιητικού λόγου της Μάνιας Βαρβιτσιώτη, η οποία μεταπηδά από το ρεαλιστικό τοπίο στο υπερβατικό με εξαιρετική άνεση, γνωρίζοντας σαφώς τα όρια η ίδια, καλύπτοντας όμως σοφά τα περάσματα από το ένα επίπεδο στο άλλο. Έτσι ο αναγνώστης της διαβάζει με ενσωματωμένη την πραγματικότητα στην υπέρβασή της. Μια υπενθύμιση, ίσως, για τη ματαιότητα του διαχωρισμού τους. Ο κόσμος όπως τον αντιλαμβάνεται η ποιήτρια εμπεριέχει την ποιητική του εκδοχή, σε ένα αδιάσπαστο σύνολο. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή η θέση που δεν ξεχωρίζει καθόλου τον ποιητή αλλά εκλαμβάνει τον λόγο του ως λόγο του κόσμου, σε μια αναλογία που μας πηγαίνει πολύ πίσω στον Λόγο ως αρχή του σύμπαντος. Έτσι, Λόγος, αναλογία, λόγια, λογική ένα όλον. Και στο κέντρο ο ποιητικός λόγος σε μια από τις καλύτερες εκδοχές του.



Τόσο οικείο το άγνωστο

παύει να υπάρχει



στα φτερά του σηκώνει

τον ύπνο των παιδιών

τ’ όνειρο οδηγός

σε μέρη που δεν πάτησε

θεός δαίμονας άνθρωπος

δόλωμα στο αγκίστρι



Το μέτρο γέννησε τη μετριότητα



ανάμεσα σε δυο άκρα

του παραδείσου οι αβρές γραμμές

αφομοιώνονται απ’ το πλήθος των σημείων

μ’ εκείνη την απαλότητα

που ένα σακούλι αλάτι σε γλυκό νερό

αντιλαμβάνεται το σχέδιο



Αγριόχορτα σε ακαλλιέργητο χωράφι



φλόγα ανοίγει τρύπα στην πραγματικότητα

στην κλειστή καμπύλη της γης

θαλασσοπούλια γεννούν τα πετράδια των μύθων

ποιος σηκώνει την αλυσίδα μεσ’ απ’ τον ήλιο

και καλύπτει το εύρος του χρόνου







Ανδρέας Καρακόκκινος, Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό, εκδόσεις Ένεκεν




Ο Ανδρέας Καρακόκκινος γράφει μια ποίηση απολογισμού με το βάρος της συσσωρευμένης πείρας αλλά και όλη τη συνακόλουθη ενοχή. Ταυτόχρονα νιώθεις διαβάζοντας τη ζωντανή φλέβα να δονείται πίσω από τις λέξεις.  Λέξεις διαλεγμένες μία προς μία για να βρίσκουν ευθύβολα τον στόχο τους, χωρίς παρερμηνείες. Καθαρός λόγος, ειλικρινής και ποιητικά αξιοδιάβαστος. Σύγχρονη η ματιά στον κόσμο, δοσμένη με τη σοφία της αποθηκευμένης παρατήρησης τόσων χρόνων. Φυσικά η ποιητική αξία δεν είναι ταυτόσημη της ηλικίας, ωστόσο δεν μπορείς να μην εντοπίσεις την ωριμότητα των ποιητικών εικόνων, να μη διαβάσεις την απελπισία των καιρών με την οπτική μιας πικρής  συνειδητοποίησης.



Κουκούλα καταδότη

Πρόσωπα θολά και σκοτεινά

σαν μαύρη κουκούλα καταδότη.

Χαράζουν μάγουλα παιδικά

Χαράζουν τις ψυχές μας

σπέρνουν το θάνατο με μαχαιριές

σπέρνουν τον τρόμο των κρεματορίων

κατεδαφίζουν τα χαμόγελα

κατεδαφίζουν τις ελπίδες

σβήνουν από τη μνήμη τους

το συρματόπλεγμα που φύτεψαν

με ματωμένα χέρια του προδότη

σβήνουν ένα–ένα τα φωνήεντα

από τη λέξη ελευθερία

και την αφήνουν άφωνη

και κατακρεουργημένη.



Κι εμείς σαν θεατές

σε θέατρο του παραλόγου

στο τέλος της παράστασης

μια καταιγίδα θα μας πνίξει.



Ο φαροφύλακας του σύμπαντος

Ο φαροφύλακας του σύμπαντος

αιώνες τώρα ανάβει κάθε σούρουπο

το λύχνο στο βορεινό αστέρι

εκεί στο σταυροδρόμι του απείρου

που συναντιούνται οι ψυχές

σαν ταξιδεύουν στην καταχνιά

ψάχνοντας για κατάλυμα αγάπης.



Ο φαροφύλακας του σύμπαντος

με τ’ άσπρα γένια ως το γόνατο

κάθεται αμίλητος και σκυθρωπός

και μόνο σαν ανταμώσουν δίπλα του

μάτια γεμάτα από τη δίψα του έρωτα

χαμογελά και δείχνει με το βλέμμα

το δρόμο για το δικό τους γαλαξία.



Ο Οκτώβρης της Θεσσαλονίκης

Η πόλη απεγνωσμένα φωτίζει το σκοτάδι της

με πολύχρωμα φωτάκια

κι ο ουρανός της άστερος κι αφιλόξενος σε προσδοκίες

από ανάλγητες υποσχέσεις.



Οι λιγοστοί εραστές του φθινοπωρινού περιπάτου

ζυγιάζουν στο πλακόστρωτο

βήματα κι αβεβαιότητες από ανήμπορες λέξεις

των αρχόντων.



Οι διαδηλωτές απλώνουν στα ξύλινα κοντάρια

την απελπισία τους

κι η πόλη απεγνωσμένα αναζητά γενέθλια άνοιξη

μεσούντος φθινοπώρου.





Νίκος Μπατσικανής, Αγρυπνία, εκδόσεις Γαβριηλίδης




Στην ποίηση του Νίκου Μπατσικανή ανιχνεύεται η αίσθηση του χρόνου που κυλά, η συνειδητοποίηση της συντομίας των διαστημάτων του αλλά και το ρίσκο γι’ αυτόν που θα θελήσει να τα υπερβεί. Ο λόγος άλλοτε με το βάρος της πείρας πολλών αναγνωσμάτων και επιρροών και άλλοτε με τη φρεσκάδα μιας νέας γραφής. Ενδιαφέρουσα η μεταπήδηση από τη μια μορφή στην άλλη. Όπως άξια προσοχής τα αποσπάσματα που εισάγουν τις ενότητες της συλλογής, όλα αποθησαυρισμένα από την ακολουθία του Εσπερινού, σαν άλλη μια υπενθύμιση της απόληξης μιας πορείας.





Υποχρεώσεις

Πρέπει να βιαστώ.

Έχω πολλά να κάνω.

Να κλείσω τα παράθυρα

να σβήσω το φως

να ξαπλώσω πάλι μόνος

να μαζέψω τα «κομμάτια μου».



Και δεν ξέρω αν θα προλάβω!



Ακροβατώντας

Καταλαβαίνετε

πως είναι δύσκολο να ισορροπώ εκεί πάνω.

Κόβεσαι, γλιστράς, ματώνεις.

Δεν είναι απλά ένα τεντωμένο σκοινί

ούτε κι εγώ δεινός ακροβάτης.

Κόβει, σας λέω. Πονά.

Δεν έχει από πού να κρατηθείς.

Ένα ατέλειωτο κενό.

Κινδυνεύεις από στιγμή σε στιγμή.

Κι αν πέσεις, γλιτώνεις μια για πάντα.



Ξυράφι της ζωής μου η μοναξιά.





Αλλαγές

Αλλάζουν όλα. Κάθε μέρα βιαστικά.



Ως κι ο Μπακάκος έφυγε απ’ την Ομόνοια.

Μόνο εγώ είμαι ακόμη στη «γωνία»

και δε γνωρίζω τους λόγους.



Επιμέλεια, σχολιασμός: Διώνη Δημητριάδου