Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Τεχνητές αναπνοές και άλλα πεζά της πόλεως του Αχιλλέα Κυριακίδη [2003-2010] επίμετρο: Αριστοτέλης Σαΐνης εκδόσεις Πατάκη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/kuriakidis-achilleas-patakis-technites-anapnoes


Τεχνητές αναπνοές

και άλλα πεζά της πόλεως

του Αχιλλέα Κυριακίδη

[2003-2010]

επίμετρο: Αριστοτέλης Σαΐνης

εκδόσεις Πατάκη
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/kuriakidis-achilleas-patakis-technites-anapnoes






Προλογίζει ένα από τα διηγήματά του ο Αχιλλέας Κυριακίδης με τα λόγια του Τάκη Σινόπουλου:

«Ας αφήσουμε τα λόγια:

γνώση του ποταμιού σημαίνει να ’σαι μέσα στο ποτάμι»

Ενδεχομένως αυτή να είναι η σαφέστερη οριοθέτηση του αληθινού και βιωμένου από το νοητό και δανεικό – εννοώ τα ποικίλα δάνεια μέσω της συσσωρευμένης εμπειρίας των άλλων που ακούς ή διαβάζεις. Να είσαι μέσα στο ποτάμι ταυτόχρονα σε συμφιλιώνει με την έννοια του χρόνου, καθώς η ροή του υδάτινου σώματος αναλογεί στο πέρασμα των χρονικών διαστημάτων που φεύγουν ανεπιστρεπτί καταργώντας τα όρια μεταξύ τους – παρελθόν, παρόν και μέλλον. Προτίμησα αυτήν την είσοδο στο βιβλίο, θεωρώντας ότι όλες οι ιστορίες του αντιπαλεύουν μέσα τους τον βιωμένο χρόνο (άλλωστε αυτό είναι ίδιον της καλής λογοτεχνίας) ανοίγοντας και κλείνοντας την αίσθηση του ελάχιστου ή του διαρκούς, μεταποιώντας τον τόπο σε χρονικές στιγμές  μέσα από μαγικές εικόνες. Και είναι πράγματι μαγικές οι εικόνες τους, όχι σε  μια ερμηνεία του εξωπραγματικού αλλά περισσότερο σε μια αίσθηση του μεταβαλλόμενου ἐν ροῇ, είτε από τον συγγραφέα τους (αυτό ποτέ με ασφαλή βεβαιότητα δεν θα το μάθουμε) είτε από τον αναγνώστη τους. Γιατί ένα ακόμα γνώρισμα της καλής λογοτεχνίας είναι και ο διάλογος με τον αποδέκτη της. Οι ιστορίες αυτές ρωτούν διαρκώς, ερευνώντας πιθανότητες πλοκής και απόληξης, και αναμένουν τις απαντήσεις που θα τις αιφνιδιάσουν με την απρόσμενη εκδοχή τους από τον αναγνώστη, που αποβαίνει «συμμέτοχος στη σκοτεινή συνωμοσία ενός ονείρου συνδημιουργίας»,  όπως σωστά θα πει ο Αριστοτέλης Σαΐνης στο Επίμετρο του βιβλίου, ένα εξαιρετικό δείγμα προσωπικής ανάγνωσης των κειμένων του Κυριακίδη αλλά και της πολυσχιδούς προσωπικότητας του συγγραφέα, με χιούμορ, με ευαισθησία, με αγάπη  συνωμοτική εν τέλει.

Η έκδοση αυτή περιλαμβάνει παλαιότερα πεζά του Κυριακίδη, τις συλλογές διηγημάτων «Τεχνητές αναπνοές» και «Ο καθρέφτης του τυφλού», καθώς και τη νουβέλα-διαμάντι «Η κωμωδία». Πέρα φυσικά από την εκδοτική ανάγκη της σύνοψης του έργου του συγγραφέα (η οποία άρχισε με τη συλλογή «Μουσική και άλλα πεζά [1973-1995]», Πατάκης), ενδιαφέρει η ανάγνωση των παλαιότερων έργων του. Η λογοτεχνία θα μπορούσε κι αυτή να είναι ένα ποτάμι, στο οποίο μπαίνεις  και ξαναμπαίνεις, με την αίσθηση του γνώριμου αλλά και με την περιέργεια να ανακαλύψεις νέες υδάτινες διαφυγές, πρωτόγνωρες.

Έτσι κι εδώ, ξαναδιαβάζοντας τα πεζά αυτά, βρίσκω κάποια σημεία που αρχικά δεν τα είχα προσέξει, ή που δεν μπορούσα τότε να τα προσέξω, καθόσον δεν παλιώνουν μόνον τα γραπτά αλλά κι εμείς μαζί τους μεγαλώνουμε. Οι «Τεχνητές αναπνοές» απαιτούν την ωριμότητα της ανάγνωσης, γιατί τα κείμενά τους  έχουν απότομες στροφές και ο άπειρος διακινδυνεύει την ισορροπία του. Ακόμα και οι πιο εύκολες φαινομενικά ανάμεσά τους έχουν δεύτερες αναγνώσεις. Πώς να δεχθείς αβασάνιστα, για παράδειγμα, την κτητική αντωνυμία που προσδίδει το ελάχιστο βάρος στο όνομα, για να καταρρεύσει έπειτα από λίγο όλο το χάρτινο οικοδόμημα της συγκίνησης;

«Χριστίνα…;»

Η φωνή του ακούγεται βραχνή, μ’ ένα γρέζι αμηχανίας μάλλον που τον αναγκάζει να ξεροβήξει ελαφρά πριν ξαναπεί Χριστίνα, εγώ είμαι, ο Παύλος, κι αμέσως μετά, σαν τον διορθωτή που πριν το τυπωθήτω ανακαλύπτει ένα κρίσιμο αβλέπτημα: ο Παύλος σου. Μια αμηχανία που τσακίζει.

(«Μετά τον χαρακτηριστικό ήχο»)



Αλλά και σ’ εκείνο το άλλο, το εγκεφαλικό, έξαφνα νιώθεις να ταυτίζεσαι με τους ήρωες του Μπόρχες, που απολαμβάνουν:

[…]το ευεργέτημα της διαρκούς αμφιβολίας, την ατρωσία του διφορούμενου, την ασυλία των ενυπνίων[…]

(«Διαλεκτική»)



Ας αφήσουμε εκείνη την ιλιγγιώδη πορεία-αναζήτηση, μιαν άλλη Οδύσσεια μόλις επτά σελίδων στην έκταση, στην οποία θα τεθεί και μια αναμφισβήτητη αλήθεια:

«Πρόσεξε – δεν παίζουμε μ’ αυτές τις ιστορίες. Μπορείς να τυφλωθείς -  ή να πεθάνεις».

(«Ιλιγγιώδης ραψωδία»)



Το καλύτερο ανάμεσά τους, κατά την προσωπική μου γνώμη, είναι αυτό που (με τον ευφυή τίτλο) ανιχνεύει την ιδιόμορφη σχέση του βιβλίου με τον αναγνώστη του, σχέση που με την οπτική του Κυριακίδη (και με γερή δόση ειρωνείας αλλά και αυτοσαρκασμού) είναι τόσο επικίνδυνη που ίσως να μη σε αφήνει να πιάσεις στο χέρι σου τα διαβασμένα σου βιβλία, γιατί τον εαυτό σου θα αντικρίσεις μέσα τους:

[…]όταν ξαναδιαβάζουμε ένα κείμενο, εμείς το ξαναγράφουμε με βάση όλες τις εμπειρίες, όλα τα όνειρα και όλα τα θαύματα που ζήσαμε στο μεταξύ και που μπορεί να τα νομίσαμε εφήμερα.

(«Ανεκδιήγητο»)



Στην προμετωπίδα τη δεύτερης συλλογής διηγημάτων («Ο καθρέφτης του τυφλού»), στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, διαβάζουμε:

Γράφοντας ανακαλύπτουμε τι θέλει να ειπωθεί

Max Aub

Ισχύει φυσικά αυτό και για τις αναγνώσεις. Και περισσότερο αφορά όχι μόνον αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας αλλά κυρίως εκείνο το άλλο νόημα, που αναδύεται αιφνιδίως μέσα από τα γραφτά που διαβάζεις και τότε ψυχανεμίζεσαι ότι κάπως προσέγγισες την άλλη όψη των πραγμάτων, την αθέατη, ωστόσο υπαρκτή. Και τότε μια πόρτα διαφυγής μπορεί να μην οδηγεί στην ασφαλή έξοδο αλλά να σηματοδοτεί την είσοδο στα πλέον επικίνδυνα («Είσοδος κινδύνου»), ή αλλού να μην είναι παρά μια μετάβαση  στην άλλη όχθη, σε μια επαναλαμβανόμενη φυγή και (ανα)γέννηση Tabula rasa»). Σ’ εκείνο το διαμαντάκι γραφής, το «Μπονζάι», ο ρυθμός της αφήγησης, η βαθμιαία αποκάλυψη στα στοιχεία της πλοκής, ο χαρακτήρας που προλαβαίνει να διαγραφεί με σαφήνεια και καθαρότητα εικόνας (που ποτέ δεν γνώρισε ο ίδιος ο ήρωας στη ζωή του την επίπεδη) αλλά και το εύρημα στο τέλος, όλα αυτά συνιστούν μια ξεχωριστή καταγραφή στην υπόθεση του μικροδιηγήματος.

Ιστορίες που κινούνται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, με ασαφή τα όρια μεταξύ τους (και πώς αλλιώς να γίνει;), με τον αναγνώστη να ιχνηλατεί τον δικό του δρόμο μέσα τους κρατώντας τον προσωπικό του μίτο για να μη χαθεί. Άλλωστε ο διφορούμενος τίτλος της συλλογής παραπέμπει σε μια τυφλότητα, όπως κι αν την προσλαμβάνει ο καθένας.




Η νουβέλα «Κωμωδία», αυτό το ελάχιστο σε έκταση κείμενο, το τρίτο μέρος της συλλογής, έρχεται για μια ακόμα φορά να παίξει με τον αναγνώστη, αλλά όχι μόνον με αυτόν. Και ανοίγει το παιχνίδι χωρίς την απαραίτητη προειδοποίηση – εκτός φυσικά από τη σαφήνεια του τίτλου, για όποιον τον προσέξει και τον πάρει τοις μετρητοίς. Απέναντι στην κωμωδία, ως είδος, είμαστε χωρίς εφόδια (σε αντίθεση με την τραγωδία), καθώς ατελές το αριστοτελικό πόνημα παραδόθηκε μέσα στους αιώνες. Η κωμωδία πάντα ήταν επικίνδυνη για τη σοβαροφάνεια του κοινωνικού οικοδομήματος, γιατί το απειλούσε με κατάρρευση κάτω από το βάρος της αποκάλυψης της εγγενούς φαιδρότητας. Η προσποίηση, το κοινωνικό συμβόλαιο χάριν της ομαλής και απρόσκοπτης συμβίωσης, η συμφωνημένη και αποδεκτή υποκρισία ένιωθε τον τριγμό στα θεμέλιά της.

Ο ήρωας της νουβέλας, ο Δ.Χ. (ερμηνεία των αρχικών αυτών ανοιχτή στον κάθε αναγνώστη, αν και συνηθισμένοι είμαστε στην πρώτη που μας έρχεται στον νου, Δημόσια Χρήση) θα βρεθεί μπροστά σε μια ανατροπή της ρυθμισμένης του ζωής μέσα από ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα

«αν θες να ζήσεις έλα το Σάββατο 18 Ιουνίου… »

με τις απαραίτητες οδηγίες για το παράξενο αυτό ραντεβού… με τη ζωή.

«Ό ήρεμος λιμναίος του κόσμος και το βότσαλο που τον είχε αναταράξει… ».

Στη συνέχεια θα συναντήσουμε τον Δ.Χ. με αυτό ή άλλο όνομα να εναλλάσσεται με άλλα πρόσωπα, ως διαφορετική περσόνα, που ωστόσο δεν μας μπερδεύει. Κατανοούμε πως πρόκειται για τον ίδιο, αυτόν που θα μπορούσε να είναι ο ήρωας του εμβληματικού βιβλίου του Ρόμπερτ Μούζιλ, «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες». Η αλλαγή ταυτότητας έρχεται ως επακόλουθο της απροσδιόριστης ζωής του ήρωα (άμορφος, άχρωμος, άρα επιρρεπής σε μεταμορφώσεις) ώστε να μπορεί με την ευχέρεια του χαμαιλέοντος να ενδυθεί  άλλες προσωπικότητες, διατρέχοντας ταυτόχρονα τη νεοελληνική ιστορία. Έτσι ο ανούσιος δημόσιος υπάλληλος είναι ταυτόχρονα και ο διανοούμενος πρώην αριστερός αλλά και ο ειδικός επιστήμων, ακόμη και ο μετανάστης Αλβανός.

Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται να υπονομεύεται κάθε αρχή περί λογοτεχνικής γραφής, αλλά και συνακόλουθα ο ίδιος ο ήρωας. Η ασφαλής (;) θεώρηση που έχουμε για τον κόσμο τίθεται εν αμφιβόλω. Τι ισχύει και τι όχι; Ποιος κινεί τα νήματα; Σαν να βλέπουμε στις σελίδες του μια μικρογραφία του συμπαντικού χάους, μέσα στο οποίο πασχίζουμε να δομήσουμε, οι αφελείς, τη λογική μας ζωή. Ε, δεν πρόκειται για μια έξοχη κωμωδία; Η υπονόμευση των λογοτεχνικών δεδομένων από τον συγγραφέα συμβαδίζει και ανταποκρίνεται απολύτως με την υπονόμευση των επιλογών μας από την ίδια τη ζωή.

Η ειρωνική θεώρηση αυτού του παράλογου κόσμου συνεπικουρείται από την υπέροχη επιλογή της γλώσσας. Αποδίδοντας διαρκώς στα άψυχα ανθρώπινες ιδιότητες σε έναν αληθινά εμπνευσμένο συνδυασμό, ερμηνεύει στην πραγματικότητα συναισθήματα που φέρουν οι ήρωες, δημιουργώντας έτσι μια πιο εύκολη πρόσβαση στον κόσμο τους.

Μια διακωμώδηση της τάχα ασφαλούς λογικής μας; Μια υπονόμευση των σταθερών της ζωής μας; Μια φάρσα εν τέλει; Η απάντηση στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας (ευφυώς) δεν θα δώσει τη δική του απάντηση. Θα μας έχει δείξει, ωστόσο, πως σημασία έχουν κάποιες λεπτομέρειες, που τις αφήνουμε να διολισθήσουν ανεπαίσθητα μέσα από τη ζωή, που νομίζουμε ότι ζούμε.



Ο Αχιλλέας Κυριακίδης οδηγεί τον αναγνώστη του μέχρι τα όρια της κατανόησης. Ποτέ δεν τα ξεπερνά δίνοντας έτοιμες απαντήσεις και λύσεις. Έχοντας εξαντλήσει τις ιστορίες του στα όρια της σύντομης αφήγησης, τις παραδίδει στον αναγνώστη του, που αντιμέτωπος πλέον μ’ αυτές και τις δυνάμει πολλαπλές εκδοχές τους καλείται να τις συνεχίσει και να τις ολοκληρώσει. Οι ήρωές μπερδεμένοι μέσα στον χρόνο και ο αναγνώστης μέσα στην ιστορία που τους αφορά, ελεύθερος να αποφασίσει τι θα κάνει μαζί τους, με πρώτο βήμα την απολύτως προσωπική πρόσληψη. Ίσως αυτό να είναι και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της γραφής του. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτά τα μικρά πεζά κάθε φορά επαληθεύεται η ουσία της λογοτεχνίας. Για διάλογο πρόκειται, για αλληλεξάρτηση του γράφοντος με τον αποδέκτη του, για τον εξαιρετικό κίνδυνο που εμπεριέχεται σε κάθε ανάγνωσμα, για την έμπνευση από τη  μια και την επεξεργασμένη αποδοχή από την άλλη. Αλληλεξάρτηση και αιφνιδιαστική ταύτιση ή ανατροπή. Όλα ανοιχτά.



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/kuriakidis-achilleas-patakis-technites-anapnoes)








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου