Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Aristi Triantafyllidou-Trendel Seine and Insane Poems Αρίστη Τριανταφυλλίδου-Τρεντέλ Πασιφλόρες, Α΄ σε μετάφραση της Χριστίνας Λιναρδάκη εκδόσεις Το Ροδακιό


Aristi Triantafyllidou-Trendel
Seine and Insane Poems
Αρίστη Τριανταφυλλίδου-Τρεντέλ
Πασιφλόρες, Α΄
σε μετάφραση της Χριστίνας Λιναρδάκη
η ζωγραφιά του εξωφύλλου από την Ηρώ Νικοπούλου
εκδόσεις Το Ροδακιό





Ερωτική η ποίηση της Αρίστης Τριανταφυλλίδου-Τρεντέλ. Διάλογος δύο εραστών, που μέσα στην παρανομία της σχέσης τους εκφράζουν τον πόνο, το αδιέξοδο του έρωτά τους αλλά και το πάθος που τους θρέφει. Όχημα ο ποιητικός λόγος, πλήρης αισθημάτων, ποίημα μαζί και μοιρολόι. Συχνά η ανάμνηση άλλων ποιητών έρχεται μέσα στον δικό τους λόγο για να δείξει τη διαχρονικότητα των σχέσεων, την πολυμορφία του ερωτικού πάθους. Η Χριστίνα Λιναρδάκη, εύστοχη στην απόδοση του αγγλικού πρωτοτύπου, ομολογεί πως και η μετάφραση της ποίησης δεν μπορεί παρά να είναι μια μορφή απιστίας, δένοντας έτσι τη δική της απόδοση με το θέμα των ποιημάτων.




(Passiflora)

When he suddenly said

desert flowers and

then promptly sent

his haiku gift



of the image

in the flesh of words

and the beat of his chest

for her to brood



on the marvel of bloom

in absence and gloom

there flashed from the

heart of her bard



on the marvel of bloom

in absence and gloom

there flashed from the

heart of her bard



like a wave of light on

the Sweetwater trail

the passiflora spark

sky-blue star and



sea-blue sign of

eternal love

in rocky deserts

and harsh uplands

[…]




(Πασιφλόρες, απόσπασμα)

Όταν ξάφνου είπε

άνθη της ερήμου και

αμέσως έστειλε

ένα χαϊκού για δώρο



με τις εικόνες

ζωντανές στις λέξεις

και τον παλμό στο στήθος του

να τη βάζει σε σκέψεις



για το θαύμα που θάλλει

στην απουσία και τη θολούρα

τότε έλαμψε από

την καρδιά του βάρδου της



σαν κύμα φωτός

το μονοπάτι του δρυμού

η σπίθα της πασιφλόρας

άστρο στο χρώμα του ουρανού



και θαλασσί σημάδι

αιώνιας αγάπης

σε ερήμους βραχώδεις

και υψίπεδα τραχιά

[…]





Untitled


This morning she was

wondering how he was

and if he were

not



just some kilometres

apart, just six hundred and one

as if he were

a thousand and one



light years apart

and a thousand and one

snowfalls

piling up



lost in matter

they were

ice and fire

the images

he cared



to put up

but all images gone

with the snowfall

all gone



but one

blank

but then

again



help! Les mots

S’il vous plait

she said

dessine-moi un mouton!



Άτιτλο


Σήμερα το πρωί εκείνη

αναρωτιόταν πώς να ήταν αυτός

λες και

δεν ήταν



μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα

μακριά, εξακόσια ένα ακριβώς

λες και ήταν

χίλια και ένα



έτη φωτός μακριά

και χίλιες και μία χιονοπτώσεις

να συσσωρεύονται



χαμένοι στην ύλη

ήταν και οι δυο

πάγος και φωτιά

οι εικόνες

που ήθελε αυτός



να φτιάχνει

μα όλες έσβηαν

με τη χιονόπτωση

όλες αφανίστηκαν



εκτός από μία

κενό

μα τότε

ξανά



βοήθεια! Les mots

S’il vous plait

είπε αυτή

dessine-moi un mouton!

(ποίηση: Αρίστη Τριανταφυλλίδου-Τρεντέλ, μετάφραση: Χριστίνα Λιναρδάκη)



Η Αρίστη Τριανταφυλλίδου - Τρεντέλ
γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι διδάκτωρ του πανεπιστημίου του Στρασβούργου και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Maine, στη Γαλλία, όπου ζει μόνιμα. Γράφει στα ελληνικά και στα αγγλικά. Κριτικά άρθρα, ποιήματα και πεζά της έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το έργο της συμπληρώνουν τρία πεζογραφήματα και η συλλογή διηγημάτων "Άρτεμις" (Ηριδανός, 2010, σε μετάφραση από τη Χριστίνα Λιναρδάκη), και η δίγλωσση ποιητική συλλογή «Seine and Insane Poems, I/Πασιφλόρες, Α'» (μτφρ. Χριστίνα Λιναρδάκη, Το Ροδακιό, 2018). Τελευταίο βιβλίο της εκτός συνόρων είναι το "One Solar Year" (Outskirtpress, 2012). Αναμένεται η μελέτη: Academic Politics in the American Novel since the 1980s (Lexington books, 2019).



Η Χριστίνα Λιναρδάκη
είναι απόφοιτος της Σχολής Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει μεταπτυχιακές σπουδές στη μετάφραση στο University of Manchester Institute of Science and Technology στην Αγγλία. Εργάζεται ως μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων από το 2001. Ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού "Ομπρέλα" από τον Ιούνιο του 2009 (από το τεύχος 85) και μέχρι το τελευταίο του τεύχος και δημιουργός του ιστολογίου του περιοδικού omprelamag.blogspot.gr. Επίσης, είναι αρχισυντάκτρια του ιστολογίου για την ποίηση stigmalogou.blogspot.gr

επιμέλεια, σχολιασμός: Διώνη Δημητριάδου

Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Ο αχυρώνας φλέγεται Ουίλλιαμ Φώκνερ μετάφραση, επίμετρο: Γιάννη Παλαβός εκδόσεις Κίχλη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό vakxikonhttps://www.vakxikon.gr/vivlioprotaseis-avgoustos/


Ο αχυρώνας φλέγεται
Ουίλλιαμ Φώκνερ
μετάφραση, επίμετρο: Γιάννη Παλαβός
εκδόσεις Κίχλη
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό vakxikonhttps://www.vakxikon.gr/vivlioprotaseis-avgoustos/





[…] πάλι η γνώριμη έξη, το προγονικό αίμα που δεν το διάλεξε, που του κληροδοτήθηκε ανεξαρτήτως αν του άρεσε ή όχι και που κυλούσε για αιώνες (ένας θεός ξέρει πού, και τι οργή, τι βία και τι λαγνεία το έτρεφαν) ώσπου να εκβάλει στις φλέβες του.

Δύσκολη είναι η ενηλικίωση, η ανακάλυψη της προσωπικής δυναμικής και η σταδιακή συνειδητή πλέον ένταξή σε έναν περίγυρο (σε σχέση συμφιλίωσης ή αντίθεσης), που ως τώρα θεωρούσε το νεαρό άτομο «εξάρτημα» των μεγαλύτερων και φυσική εξέλιξη των προπατόρων του. Δύσκολη είναι και η μεταφορά της πορείας αυτής στη μυθοπλασία, και μάλιστα στη μικρή φόρμα ενός διηγήματος· ο ελάχιστος χώρος ανάπτυξης του λόγου (σε σχέση με το πολυδιάστατο μυθιστόρημα) δεν επιτρέπει να φανούν σε όλη τους την έκταση οι εσωτερικές διακυμάνσεις του νεαρού ατόμου ούτε οι ενδοοικογενειακές ή ευρύτερες κοινωνικές συγκρούσεις να δείξουν τους πιεστικούς μηχανισμούς που κρύβουν. Ωστόσο, εδώ έχουμε τον Φώκνερ, κι έχουμε ένα από τα μικρά του αριστουργήματα, στο οποίο θα προλάβει στον μικρό χώρο που έχει στη διάθεσή του να δώσει το πρόβλημα στις ατομικές και κοινωνικές του διαστάσεις, τη σύγκρουση των μεγεθών, τις εσωτερικές διεργασίες του παιδιού, την απόφαση, τη λύση.  Απόσπασμα αρχικά ενός μεγαλύτερου έργου (ήταν η εισαγωγή στο «Χωριό», το πρώτο μέρος της τριλογίας των Σνόουπς) αυτονομήθηκε και πήρε την πρώτη τιμητική θέση στον τόμο των διηγημάτων του (Collected stories, 1950).  

Ο τίτλος «Ο αχυρώνας φλέγεται», έτσι με τον Ενεστώτα μιας χρονικής διάρκειας που παραπέμπει σε κάτι που συντελείται μπροστά μας τώρα δα, αναδεικνύει όλο το βάρος της μιας στιγμής, που θα κλείσει μέσα της την καθοριστική απόφαση. Ήδη έχει δοθεί ο ρυθμός της αφήγησης, που θα υποστηριχθεί από ένα λόγο σε διαρκή ροή, ικανό να σηκώσει πάνω του την πλοκή της ιστορίας, να αναδείξει τα πρόσωπα (δύο σε αντιθετική κίνηση) και να ολοκληρώσει θεματικά – αν φυσικά υπάρχει πράγματι τέλος όχι μόνο στην ιστορία αλλά και στην υπόθεση της ενηλικίωσης γενικότερα.

Η αναπόφευκτη σύγκρουση των δύο μεγεθών θα δοθεί μέσα από λόγια, πράξεις αλλά και εικόνες. Η μεγάλη τέχνη της γραφής μπορεί να μιλήσει μέσα από μια περιγραφή (σε συνδυασμό με την εσωτερική φωνή), η σχέση των προσώπων μπορεί να δοθεί μέσα από την αίσθηση που δημιουργεί η παρουσία του άλλου, από τα αντικείμενα που παίρνουν τη θέση των χαρακτήρων, από τα γνωρίσματα της προσωπικότητας που αποτυπώνονται στα υλικά πράγματα:

[…] το παιδί γύρισε ξανά το βλέμμα προς την άκαμπτη μαύρη πλάτη, προς το άκαμπτο και αδυσώπητο χωλό βάδισμα της φιγούρας που δεν έδειχνε συρρικνωμένη μπροστά στην έπαυλη, διότι δεν έδειχνε μεγάλη ποτέ και πουθενά, και που τώρα, με φόντο τη γαλήνια υπόστυλη είσοδο, διέθετε περισσότερο από ποτέ την αδιαπέραστη υφή ενός αντικειμένου ανηλεώς κομμένου από τσίγκο, επίπεδου, λες κι αν έστεκε γυρισμένος με το πλάι στον ήλιο δεν θα έριχνε σκιά.

Σε μια σύντομη αφήγηση όλα έχουν τη σημασία τους, από τα πιο χαρακτηριστικά  σημεία της πλοκής ως τις λεπτομέρειες, που με το ελάχιστο που τους αναλογεί συμπληρώνουν την ιστορία. Η ακραία προσωπικότητα του Άμπνερ Σνόουπς, ενός  πατέρα σκληρού και βίαιου, που όταν αρχίζει η ιστορία κατηγορείται (και δικαίως) για εμπρησμό, εκπροσώπου μιας νέας τάξης διψασμένης μετά τον εμφύλιο για ανέλιξη, η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο και πολύ θράσος να διεκδικήσει τη θέση που της αρνήθηκαν ως τότε. Το αγόρι, ο Σάρτυ (δηλαδή ο Συνταγματάρχης Σαρτόρι Σνόουπς, όπως τον ονόμασε ο πατέρας του οικειοποιούμενος μια δήθεν συμμετοχή στον εμφύλιο πόλεμο), με το παράδοξο του ονόματός του να τον διαφοροποιεί και σημειολογικά από τα άλλα πρόσωπα. Η αντίθεση είναι ήδη στημένη συγγραφικά ανάμεσά τους. Ο Σάρτυ θα πρέπει να επιλέξει: η άγρια έλξη του αίματος από τη μια και οι αξίες της δικαιοσύνης και της αλήθειας από την άλλη. Ακολουθώντας τη δεύτερη επιλογή, ταυτόχρονα αποκόπτεται από τους δεσμούς του αίματος της πατριαρχικής οικογένειας. Η προσωπική του ιστορία αρχίζει με το τέλος του διηγήματος.

Συνέχισε να κατηφορίζει τον λόφο, βαδίζοντας προς το σκοτεινό δάσος, όπου ηχούσε ακατάπαυστα το κελαρυστό, μελωδικό τραγούδι των πουλιών – ο ταχύς και επίμονος χτύπος της επίμονης και βοερής καρδιάς της νύχτας στην εκπνοή της άνοιξης. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω του.



 Το ιστορικό πλαίσιο με τη σειρά του, η ατμόσφαιρα, λίγο μετά το τέλος του Αμερικανικού εμφυλίου, με όλες τις αντιθέσεις ακόμα ζωντανές – αλίμονο αν οι πόλεμοι κατόρθωναν να τις εξαλείψουν. Από το ευρύτερο κοινωνικό τοπίο ως το στενότερο των οικογενειακών σχέσεων ή και αντιστρόφως διαβάζεται η άρτια από κάθε άποψη ιστορία του Φώκνερ. Η ενηλικίωση άλλωστε μπορεί να αφορά και την ωρίμαση των κοινωνιών, τη συμφιλίωσή τους με ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο μακριά από ρατσιστικές επιλογές και ανισότητες. Ωστόσο, ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας παραμένει ο δεκάχρονος Σάρτυ είτε ξεκινάμε από αυτόν για να επεκταθούμε στο ευρύτερο πλαίσιο είτε καταλήγουμε σ’ αυτόν. Η εσωτερική του πάλη ενδιαφέρει τον συγγραφέα περισσότερο από κάθε τι άλλο. Στο κατατοπιστικό επίμετρο ο μεταφραστής Γιάννης Παλαβός υπενθυμίζει πως κατά τον Φώκνερ το μοναδικό θέμα για το οποίο αξίζει να γράφει κανείς είναι «τα προβλήματα του ανθρώπινου ψυχικού χώρου που βρίσκεται σε μάχη με τον εαυτό του».

Η έκδοση της Κίχλης, όπως πάντα, πλήρης. Το κείμενο, η μετάφραση εναρμονισμένη με τον ρυθμό της φωκνερικής γραφής, το επίμετρο, οι σημειώσεις, το χρονολόγιο, το φωτογραφικό υλικό. Μια έκδοση που σέβεται τον αναγνώστη.



Διώνη Δημητριάδου

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Μάνος Ελευθερίου (12 Μαρτίου 1938 - 22 Ιουλίου 2018)




Μάνος Ελευθερίου



Και μόνο αυτό να είχε γράψει θα ήταν σπουδαίος. Έγραψε, όμως, τόσο πολλά, όσα χώρεσαν στη ζωή μας κάνοντάς την πιο όμορφη, πιο υποφερτή.


Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά

να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;

ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά

σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα

Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά

ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;

Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά

στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;

πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά

που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Σε ηλικία 14 ετών έρχεται με την οικογένειά του από την Σύρο στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια κατοικούν στο Χαλάνδρι. Το 1960 μετακομίζουν οικογενειακώς στο Νέο Ψυχικό. Το 1955 γνωρίζεται με τον Άγγελο Τερζάκη ο οποίος τον ωθεί να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Το 1956 γράφεται στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, Γιώργο Θεοδοσιάδη και Γρηγόρη Γρηγορίου. Το 1960 στα Ιωάννινα όπου βρέθηκε για να εκτελέσει την στρατιωτική του θητεία αρχίζει να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα. Το 1962 σε ηλικία μόλις 24 ετών δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συνοικισμός, με δικά του χρήματα αλλά δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Την ίδια εποχή στα Ιωάννινα γράφει τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8:00» που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Τον Οκτώβριο του 1963 ξεκινά να εργάζεται στο «Reader's Digest» όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ κυκλοφορούν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα, Το διευθυντήριο (1964) και Η σφαγή (1965) για τα οποία γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές. Το 1964 παρουσιάζεται στην ελληνική δισκογραφία. Συνεργάζεται με το συνθέτη Χρήστο Λεοντή καθώς και τον Μίκη Θεοδωράκη (1967) με τον οποίο η συνεργασία διακόπηκε λόγω της Δικτατορίας. Τα συγκεκριμένα τραγούδια πρωτοκυκλοφόρησαν το 1970 στο Παρίσι. Συνεργάστηκε με τον Δήμο Μούτση (Άγιος Φεβρουάριος, 1971) και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στον δίσκο Θητεία του οποίου η ηχογράφηση άρχισε το Νοέμβριο του 1973, διακόπηκε από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τελικά κυκλοφόρησε το 1974 με την Μεταπολίτευση. Κατά καιρούς έχει συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες, όπως με τον συνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή και τον τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα καθώς και με το Θανάση Γκαϊφύλλια στην Ατέλειωτη Εκδρομή (1975), τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Αντώνη Βαρδή και πολλούς άλλους. Παράλληλα γράφει και εικονογραφεί παραμύθια για παιδιά και επιμελείται την έκδοση λευκωμάτων με θέμα την Σύρο: Ενθύμιον Σύρας, Θέατρο στην Ερμούπολη κ.α. Την δεκαετία του ‘90 αρθρογραφεί και συγχρόνως κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές στον Αθήνα 9,84 και στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Το 1994 εκδίδει τη πρώτη του νουβέλα με τίτλο Το άγγιγμα του χρόνου. Το 2004 δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα Ο Καιρός των Χρυσανθέμων που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2005. Το 2013 ο Μάνος Ελευθερίου, βραβεύθηκε για την συνολική προσφορά του από την Ακαδημία Αθηνών.

Πέθανε στις 22 Ιουλίου 2018. (πηγή: Βικιπαίδεια)

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Αντικατοπτρισμοί διάλογος δύο ποιητών Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ – Γιώργος Δουατζής εκδόσεις Στίξις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό thraca.grhttp://www.thraca.gr/2018/07/blog-post_18.html


Αντικατοπτρισμοί
διάλογος δύο ποιητών
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ – Γιώργος Δουατζής
εκδόσεις Στίξις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό thraca.grhttp://www.thraca.gr/2018/07/blog-post_18.html




Η ποίηση είναι πάντα ανοιχτή στον διάλογο· δεν κλείνει σαν το στρείδι, δεν φυλάει τα μυστικά της, αν φυσικά ξέρεις τον τρόπο να διεισδύεις στον μέσα τόπο. Ο ποιητής εκτίθεται καθώς εκθέτει την αγωνία του για τη δημιουργία και καταθέτει την πρότασή του για τη ζωή – στην ουσία αυτό θα μπορούσε να είναι η κάθε ποιητική γραφή. Όταν ο αποδέκτης της ποίησης «απαντά» στα λόγια του ποιητή, συντελείται το θαύμα της επικοινωνίας μέσω της γραφής και της ανάγνωσης, όταν όμως ένας άλλος ποιητής αναλαμβάνει να πει με τον δικό του λόγο τις σκέψεις του με αφορμή αυτό που διάβασε, τότε γεννιέται ένας νέος λόγος ποιητικός και ο διάλογος ανάμεσα στους ποιητές είναι ξεχωριστό γεγονός.

Ο Γιώργος Δουατζής στα δικά του «Κάτοπτρα» έφερε σε κοινή θέα και ανάγνωση 24 μικρά ποιητικά δοκίμια· χρησιμοποιώ τον αδόκιμο αυτόν όρο, καθώς ξετυλίγεται μέσα τους εν είδει δοκιμής με τη μείξη ποιητικού και πεζού λόγου η οπτική του, η στάση του, η θέση του απέναντι στο εσωτερικό και εξωτερικό τοπίο. Μια εικόνα του κόσμου -όσο γίνεται πλήρη- μας δίνει ο ποιητής μέσα από τα (καθόλου παραμορφωτικά) «Κάτοπτρά» του.

Η σπουδαία ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ  κοιτάζει μέσα από τα δικά του κάτοπτρα, «διηθίζει» τις δικές του εικόνες με τα δικά της φίλτρα-μάτια στον κόσμο και τις δικές της προσλαμβάνουσες ζωής. Το αποτέλεσμα είναι η έξοχη συνομιλία, ή καλύτερα μια νέα συνεργατική δυνάμει ποιητική γραφή.

Επιλέγω τρία αποσπάσματα του ιδιότυπου αυτού ποιητικού διαλόγου, που δείχνουν πώς η παρέμβαση της ποιήτριας στον λόγο του ποιητή γεννά άλλοτε λύσεις, άλλοτε μικρές αντιρρήσεις και άλλοτε μια υπέροχη σύμπλευση:

Η ζωή μού φαινόταν πάντοτε πιο δυνατή τις νύχτες…

… Με τον καιρό, μου έμαθε να μη βάζω το πιστεύω μπρος από κάθε πρόταση, αλλά το ίσως, το νομίζω, κι έτσι στερημένος από κάθε βεβαιότητα έμαθα να ζω ήρεμος. Το παρόν… συσσωρευόταν σωτήρια στη μνήμη ως ζωογόνα ανάμνηση, μέσα στον άγνωστης διάρκειας χρόνο της ζωής, ανάσα, δώρο πολύτιμο, πνοή δημιουργίας, τρισμέγιστη δικαιολογία ύπαρξης.

Γ. Δ. (από το Κάτοπτρο Έκτο)



Τη νύχτα η ζωή είναι περισσότερο δική μου, γιατί ή κοιμάμαι κι ονειρεύομαι αυτό που ποθώ και αυτό που φοβάμαι -εφιάλτης-, ή άυπνη με το νου και την καρδιά ζω αυτά που ελπίζω και αυτά που φοβάμαι.

Κ. Α. Ρ.



[Η Κατερίνα Ρουκ μοιάζει να απαντά στον στοχασμό του Γιώργου Δουατζή με τον δικό της τρόπο: η «δυνατή» νύχτα  μετατρέπεται σε απολύτως προσωπική εκδοχή ενατένισης και της ελπίδας και του φόβου – χωρίς ίσως αυτές οι δύο συνθήκες να διαφοροποιούνται κατ’ ουσίαν.]




Ανάγκη ολοφάνερη για πέταγμα ψηλά. Αλλά τα εμπόδια αυτής της φυγής μοιάζουν με συμπαγή οροφή και δεν είναι ευκαταφρόνητα…

… Ίσως πρέπει να κατεβαίνει κάποιος χαμηλά για να μπορεί να ανυψωθεί. Αλλά κι οι οροφές ορθώνονται ερήμην μας, ίδιες τόσες χιλιετίες.

Γ. Δ. (από το Κάτοπτρο Δέκατο)



Το όσο πιο χαμηλά πέφτεις, δεν σημαίνει και το πόσο ψηλά ανεβαίνεις. Το ψηλά είναι θέμα αξίας πραγματικής και όχι μόνο απλής ικανότητας.

Κ. Α. Ρ.



[Ενδιαφέρων «διάλογος» περί ύψους και της αντικειμενικής ή της υποκειμενικής του διάστασης.]



Χαρά. Ναι, χαρά. Μέσα από τις αστοχίες, τις πίκρες, τις αποτυχίες, τις απώλειες, τις απουσίες. Χωρίς αυτές, για ποια χαρά να μιλήσουμε, για ποιαν αντίστιξη;…

… Χαίρομαι όταν τελειώνει ένα έργο μου, όταν γελάει η αγαπημένη, όταν μπορώ να προσφέρω, να μοιράζομαι. Χαίρομαι όταν βλέπω τον ουρανό, τη θάλασσα, τους ανθρώπους, την ομορφιά. Χαίρομαι που μπορώ να χαίρομαι.

Γ. Δ.



Χαρά. Μια ζωή ολόκληρη έχω ζήσει, μα τώρα ξέρω τι μου δίνει την πιο μεγάλη χαρά: που ζω, που αναπνέω, που δεν πονάω, που αντικρίζω τον ήλιο, τη θάλασσα… Ναι, χαίρομαι που μπορώ ακόμα να χαίρομαι.

Κ. Α. Ρ.



[Η κοινή συνειδητοποίηση του δώρου της ζωής. Μια θέα στην απόλυτη αγαλλίαση πέρα από μετρήσεις και υπολογισμούς, πέρα από  μια  υπέρβαση του μέτρου είτε προς την υπέρμετρη (ίσως απατηλή) χαρά ή το υπέρμετρο (ίσως εγωιστικό) πένθος. Η έννοια της θαυμαστής «αντίστιξης» του ποιητή βρίσκει την ερμηνεία της στον λόγο της ποιήτριας.]



Η Κατερίνα Ρουκ δεν συμπληρώνει απλώς τον λόγο του Γιώργου Δουατζή· δείχνει με τον σχολιασμό της τα όρια του ποιητικού διαλόγου ως να φτάσει στη νέα δημιουργία και αναδεικνύει την αφορμή της ποίησης (εδώ τα «Κάτοπτρα» του Γιώργου Δουατζή) και τη δύναμή της. Ένας διάλογος πρωτότυπος, δημιουργικός, δυναμικός. Μια ευχάριστη έκπληξη για τα λογοτεχνικά πράγματα από τις καλές εκδόσεις Στίξις.



Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Τυφλά ψάρια του Δημήτρη Σίμου εκδόσεις Bell η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/tyfla-psaria-dimitris-simos/


Τυφλά ψάρια
του Δημήτρη Σίμου
εκδόσεις Bell
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/tyfla-psaria-dimitris-simos/





στα σκοτεινά νερά της αστυνομικής λογοτεχνίας

Η υπόθεση θύμιζε καμουφλάζ ψαριού. Ήξερα πως η λύση ήταν μπροστά μου και δεν μπορούσα να τη διακρίνω. Ένα ψάρι που παίζει μαζί μου έξω από το θαλάμι του χωρίς να μπορώ να το ξεχωρίσω. Δεν μπορούσα να το δω σε τέτοιο βάθος. Έπρεπε να το οδηγήσω πιο κοντά στην επιφάνεια του νερού, εκεί όπου οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούν το νερό και το τυφλώνουν. Ένα τυφλό ψάρι δεν μπορεί να αντιληφθεί το χρώμα του περιβάλλοντος και δεν αλλάζει χρώμα, παραμένει ακίνητο. Χρειαζόμουν φως, τα στοιχεία που θα χάλαγαν το καμουφλάζ του. Τα στοιχεία που θα τύφλωναν το ψάρι μου.

Τα «Τυφλά ψάρια» είναι η δεύτερη ιστορία του αστυνόμου Καπετάνου, μετά τα «Βατράχια». Και οι δύο ιστορίες στη σειρά Σκοτεινά νερά, τίτλος που παραπέμπει στο ύφος της Αστυνομικής λογοτεχνίας, ελκυστικής για το μυστήριο που καλύπτει τις γραφές της και τη σταδιακή ανέλκυση της αλήθειας των γεγονότων από τα βαθιά και αφώτιστα νερά στην επιφάνεια και στο άπλετο φως. Ταυτόχρονα ο τίτλος θυμίζει το υγρό στοιχείο που χαρακτηρίζει τις ιστορίες του Δημήτρη Σίμου: υγρασία στην ατμόσφαιρα, λάσπη που κρύβει μέσα της μυστικά, ένας υδάτινος κόσμος που ενισχύει το μυστήριο της πλοκής. Γράφοντας πριν καιρό ένα κριτικό κείμενο για την πρώτη ιστορία του Δημήτρη Σίμου και σχολιάζοντας την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του αστυνόμου Καπετάνου είχα μια επιφύλαξη ως προς τη συνέχεια (την οποία ωστόσο ευχόμουν):

[…] Η φυσιογνωμία του αστυνόμου Καπετάνου, ενδιαφέρουσα σ’ αυτή την πρώτη επαφή του με το αναγνωστικό κοινό. Πείθει με το προσωπικό του δράμα να βγαίνει κάθε τόσο στην επιφάνεια και να καθορίζει τη στάση του απέναντι στα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος, αλλά και να κατευθύνει τη δράση του, μια που αυτός ως οδηγός-καπετάνιος (ας μου επιτρέψει ο συγγραφέας το λογοπαίγνιο με το όνομα του ήρωά του) καλείται να βρει την κατάλληλη πορεία πλεύσης. Άλλωστε άλλα λάθη δεν του επιτρέπονται, δίπλα σ’ αυτά που του στοίχισαν την προσωρινή απομάκρυνσή του από τη δράση. Σκέφτομαι ότι η επόμενη παρουσία του αστυνόμου θα πρέπει να προβληματίσει τον συγγραφέα, καθόσον θα έχουν εκλείψει πλέον αυτές οι προσωπικές πτυχές στο προφίλ του ήρωά του. Αυτές, όμως, είναι που στο συγκεκριμένο βιβλίο κάνουν τον ήρωα οικείο και του προσδίδουν τη μεσογειακή ιδιοσυγκρασία.

(απόσπασμα του άρθρου μου «Ο βάτραχος του παραμυθιού και η λάσπη του τοπίου», δημοσιευμένο στο περιοδικό booktour για τα «Βατράχια»).

Διαβάζοντας τώρα τη δεύτερη ιστορία βρίσκω πως ο Σίμος με άνεση επαναφέρει τον αστυνόμο του μέσα στη νέα πλοκή διατηρώντας τα χαρακτηριστικά του (ενοχές και ανασφάλειες), προχωρώντας την προσωπική του ιστορία ένα βήμα πιο πέρα χωρίς όμως να εξαλείφονται οι βαθύτερες πτυχές των αδιεξόδων του, χτίζοντας έτσι το οικείο περιβάλλον που στο εξής (και πάλι με την ευχή να συνεχίσει) θα αναζητούμε σε κάθε νέα ιστορία του. Ταυτόχρονα διαμορφώνει ένα στυλ γραφής που γίνεται ήδη αναγνωρίσιμο. Διατηρεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Καπετάνου και παράλληλα προσφέρει την τριτοπρόσωπη παρέμβαση του αφηγητή, ώστε να δίνει από τη μια τη σκέψη του αστυνόμου με όλες τις διακυμάνσεις της καθώς η πλοκή εξελίσσεται, και από την άλλη να καθιστά εμάς συνοδοιπόρους στην παντογνωσία του παρατηρητή της ιστορίας που γνωρίζει περισσότερα από τον ήρωα. Προσθέτει στις παραπάνω εκδοχές της αφήγησης και μια τρίτη οπτική, μια τρίτη αλήθεια. Ένα από τα θύματα (αυτό που θα ξεκινήσει την αλυσίδα των εγκλημάτων) κρατούσε ημερολόγιο.

Μια κόκκινη λίμνη. Κολυμπούσα σε κόκκινο καυτό νερό. Δεν ξεχώριζα την ακτή από τους ατμούς. Εγώ μόνη μέσα σε σύννεφο. Το νερό κόχλαζε, αλλά δε ζεσταινόμουν. Ήταν τέλεια. Πού και πού μικρά κυματάκια με έσπρωχναν, στροβιλίζοντάς με μουδιασμένη. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Συγγνώμη, αγοράκι μου. Ξέρω, μωρό μου, σου το είχα υποσχεθεί, αλλά δεν μπόρεσα. Είμαι φριχτή μάνα. Αποτυχημένη. Το σκέφτομαι συνέχεια. Αυτό το Μέκκα. Αυτή η σκατοσκόνη με έχει φλιπάρει.

Πού θα συναντηθούν οι τρεις εκδοχές; Πώς θα συμπληρώσει η μία την άλλη, προκειμένου να φτιαχτεί η πλήρης εικόνα; Ο Σίμος φαίνεται να έχει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου της ιστορίας του και τοποθετεί σκηνοθετικά τους ήρωές του μέσα στα πλάνα/κεφάλαια, ώστε να μην περισσεύει τίποτα αλλά ούτε και να λείπει. Έχει σαφή επίγνωση των ορίων, ώστε να μη φτάνει σε υπερβολές· κατανοεί ότι το σασπένς σε μια αστυνομική ιστορία μοιράζεται με φειδώ στις σκηνές έντασης ακολουθώντας τους ρυθμούς της ανάγνωσης. Σε κάθε κεφάλαιο προτάσσει για τίτλο μια φράση σημαδιακή του κειμένου, καθοδηγώντας με αυτό τον τρόπο τον αναγνώστη του -ένα είδος προϊδεασμού- δημιουργώντας την αίσθηση ότι κρατά γερά τα ηνία της αφήγησης και δεν αφήνει να του ξεφύγει τίποτα από το στήσιμο της πλοκής. Όπως έχει τοποθετήσει με τη σκηνοθετική ματιά τους ήρωές του, έτσι κατευθύνει και την προσοχή του αναγνώστη του. Θεωρώ τα στοιχείο θετικό ως προς την αίσθηση που δημιουργεί για την καλά χτισμένη δομή του κειμένου, κατανοώ ωστόσο μια ένσταση που θα είχε κάποιος αν έβρισκε κάποια έννοια «χειραγώγησης» της ανάγνωσης σ’ αυτό το εύρημα.

Ενδιαφέρουσα η μεταφορά της πλοκής εκτός του αθηναϊκού κέντρου, στην Εύβοια (όπως και στην πρώτη ιστορία). Εξυπηρετεί την ατμόσφαιρα της ιστορίας το επαρχιακό τοπίο – όχι μόνον ως διαφορετικό σκηνικό από αυτό μιας πολυπρόσωπης και πολύβουης Αθήνας αλλά και ως μια κλειστή κοινωνία που δεν φανερώνει πάντα όσα γνωρίζει, που κυριαρχείται από φόβους, που σκεπάζει πολλά με τη σιωπή της.

Όπως και στην πρώτη ιστορία του ο συγγραφέας δεν εστιάζει μόνο στα θύματα ως μοναδικές περιπτώσεις αλλά επεκτείνει την ατομική εικόνα μέχρι να συναντήσει την κοινωνική στην οποία αυτή εντάσσεται· η γραφή του αποκτά έτσι τα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα προκειμένου μια αστυνομική ιστορία να μην εγκλωβιστεί στον στενό χώρο μιας αγωνίας που αναζωογονείται όπως περνούν τα κεφάλαια με όλο νέα θύματα να προστίθενται. Άλλωστε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί απολύτως ατομική και «στεγανή», καθώς δέχεται επηρεασμούς από τις κοινωνικές συνθήκες και διαμορφώνεται αναλόγως μέσα σε ένα  περιβάλλον με πολλές μορφές παθογένειας. Πρέπει παράλληλα να δίνεται και το ευρύτερο πλαίσιο των συνθηκών που επικρατούν (εδώ η κρίση της χώρας παρουσιάζεται στο πιο απομακρυσμένο πλάνο, όπως πρέπει), ώστε οι ήρωες να ενσωματώνονται ομαλά σε έναν αληθοφανή χώρο και χρόνο.

Ακριβώς αυτή η αληθοφάνεια της ιστορίας και τα σαφή περιγράμματα των ηρώων, νομίζω πως είναι από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης γραφής. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να προσδώσει το κατάλληλο ύφος, απλή και χωρίς να φτάνει σε ακρότητες,  υπογραμμίζει το κλίμα που καθορίζει τις συνομιλίες των προσώπων.

«[…] Εδώ στην επαρχία τα πράγματα είναι πιο αγνά. Πού να φανταστώ πως…» Παύση. Με κοίταξε για αρκετά δευτερόλεπτα. Το παγωμένο βλέμμα της έμοιαζε να φέρει ταυτόχρονα τη στιβαρότητα ενός στρώματος πάγου και την επικινδυνότητα του να περπατάς πάνω του. Άνοιξε το στόμα της και μες στο μυαλό μου ακούστηκαν τα πρώτα τριξίματα.

Ο Σίμος χειρίζεται μια ιστορία που η πλοκή της θα οδηγήσει σε κυκλώματα ναρκωτικών, σε κρυφές ερωτικές σχέσεις, σε αγώνα (πέρα από ηθικούς φραγμούς) για απόκτηση εξουσίας. Και τη χειρίζεται καλά. Ο κεντρικός του ήρωας με τα μεσογειακά του χαρακτηριστικά, ο Καπετάνος, κινδυνεύει να γίνει εθιστικός για το αναγνωστικό κοινό, το οποίο θα αναμένει τις νέες υποθέσεις που θα πρέπει να εξιχνιάσει. Το καλό αστυνομικό μυθιστόρημα (εκεί εντάσσεται η γραφή του νεαρού συγγραφέα Δημήτρη Σίμου) είναι αληθινή λογοτεχνία (σε πείσμα όσων το αρνούνται, ίσως παρασυρμένοι από ευτελή παραδείγματα του είδους). Εδώ όμως έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα νέα παρουσία στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας, που προοιωνίζεται ακόμα καλύτερη συνέχεια.

Διώνη Δημητριάδου




Τα επιπόλαια της καθημερινότητας του Ανδρέα Γαλανάκη εκδόσεις ΑΩ η πρώτη δημοσίευση στην Bookprresshttps://www.bookpress.gr/kritikes/idees/galanakis-andreas-ao-ta-epipolaia-tis-kathimerinotitas-dimitriadou


Τα επιπόλαια της καθημερινότητας
του Ανδρέα Γαλανάκη
εκδόσεις ΑΩ
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpresshttps://www.bookpress.gr/kritikes/idees/galanakis-andreas-ao-ta-epipolaia-tis-kathimerinotitas-dimitriadou




το «ένδον» μειδίαμα των αντικειμένων

Ο άνθρωπος πρώτα έφτιαξε και μετά μίλησε. Έτσι ξεκινά το βιβλίο του ο Ανδρέας Γαλανάκης, γνωστός γλύπτης και κατασκευαστής ηλιακών ωρολογίων. Με αφορμή τη φράση αυτή ξετυλίγεται όλη η πορεία της ανθρώπινης δημιουργικότητας – ο τρόπος να παρεμβαίνει στον φυσικό χώρο επινοώντας και κατασκευάζοντας αντικείμενα, χρηστικά αρχικά και κοσμητικά του δικού του πλέον χώρου κατόπιν.

Άρχισε να νοιώθει ο ίδιος ένα μέρος του θαύματος πλάι στο θαύμα της Φύσης.

Ένα θαύμα που ήταν φτιαγμένο από τον ίδιο με τον δικό του τρόπο και τον δικό του κόπο.

Μια ενδιαφέρουσα νοητική, στη βάση της,  λειτουργία, μέσω της οποίας μπόρεσε να δει τον εαυτό του απέναντι στα αντικείμενα (να αντί – κείνται δηλαδή μπροστά του) και όχι μόνο να βιώνει την ύπαρξή του μέσα σ’ έναν κόσμο, τον οποίο αδυνατούσε επιπλέον να κατανοήσει. Αρχή κατασκευής, λοιπόν, αρχή δημιουργίας, αρχή απεξάρτησης από τον φυσικό κόσμο που τον περιέβαλλε. Αλλά και αρχή ομιλίας. Η ύπαρξη των αντικειμένων τον οδήγησε στην ανάγκη να μιλήσει γι’ αυτά· να τα σχολιάσει, να δείξει τη χρηστικότητά τους, να μοιραστεί τις επινοήσεις του και να συνεχίσει τη δημιουργική του δράση. Άλλωστε είναι βασική η διάκριση ανάμεσα στο zeigen και στο sagen (δείχνω - λέγω) – ο  Genette ορθά όρισε τον πλατωνικό διαχωρισμό διήγησις-μίμησις ως αφήγηση των γεγονότων και αφήγηση των λέξεων. Το θεωρητικό υπόβαθρο της λειτουργίας της αφήγησης πηγάζει ακριβώς από την αρχή: η πράξη και το γεγονός προηγούνται και φέρνουν με τη σειρά τους την αναφορά σ’ αυτά, τη γλώσσα, τον λόγο.

Κάτω από αυτή την οπτική, δεν μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι ο άνθρωπος-δημιουργός έδωσε εξ αρχής την ψυχή του στα αντικείμενα που κατασκεύαζε, όχι μόνο την επινοητικότητά του. Τα έβλεπε σαν κομμάτια του εαυτού του, όχι μόνο γιατί τα δημιούργησε εκ του μη όντος αλλά και γιατί του έδιναν τον τρόπο να δηλώνει την παρουσία του – ήταν διαφορετικός από τα άλλα όντα και έπρεπε να το δείχνει όπως μπορούσε. Τα αντικείμενα ήταν τα έργα των χειρών του που μπορούσε να τα μεταφέρει (επίπλοα κατά την αρχαία γλώσσα – από εκεί το δικό μας επιπόλαια), να τα θεωρεί οικεία, συγκατοίκους του στο σπίτι του, σε διάκριση με τα έγγεια (δηλαδή τα δεμένα με τη γη, τα κτίσματα). Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η θεώρηση του θέματος από τον Γαλανάκη, ο οποίος συνδέει (με ετυμολογική προσέγγιση) τα αντικείμενα με τις λέξεις τους, τα ονόματά τους, δείχνοντας τη διαδρομή από τα έργα στα λόγια. Και ας μη μας αποθαρρύνει για μια τέτοια θεωρία η ρήση Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καθόσον η έννοια του Λόγου είναι αρχικά αυτή της Αναλογίας: αναλογία ανάμεσα στη νόηση και την πράξη, στο έργο και στη λέξη. Εύστοχα γράφει ο Γαλανάκης:

Τα αντικείμενα επιπόλαια είναι μικρά δοκίμια κατασκευής λέξεων.

Έτσι συνδέει τον άνθρωπο-υποκείμενο με το έργο-αντικείμενο, δείχνοντας και τον τρόπο που η σύνταξη του λόγου σωστά θεώρησε πως το αντικείμενο σε μία πρόταση είναι η λέξη στην οποία μεταβαίνει η ενέργεια του υποκειμένου.

Και η Τέχνη; Εδώ είναι το σημείο που ο άνθρωπος-δημιουργός αντιλαμβάνεται (ξεπερνώντας κατά πολύ τη χρηστικότητα των αντικειμένων και την ανάγκη επιβίωσης ή απλώς βελτίωσης της ζωής του μέσω αυτών) πως η δημιουργία μπορεί να μην έχει κανέναν απολύτως σκοπό να επιτελέσει και να μην ανταποκρίνεται σε καμία χρηστική εφαρμογή. Ωστόσο να είναι ικανή να του προσδώσει την άλλη όψη του βίου του, την αγαλλίαση καθώς θα θεάται ένα έργο τέχνης. Από τον ακίνητο Κούρο, με την απλή πρόταξη του ενός ποδιού (κατάκτηση αιώνων σκέψης) ως τα περίοπτα γλυπτά που κερδίζουν με τη μορφή τους το μερίδιο του χώρου που τους αναλογεί, πολύς ο δρόμος της δημιουργίας, και έπρεπε να έχει προηγηθεί η κατασκευή των επιπολαίων αντικειμένων της καθημερινότητας. Ο Δαίδαλος και ο Λαβύρινθος. Ο δημιουργός, τεχνίτης χειρώναξ (άναξ των χειρών),  απέναντι στον φόβο του άγνωστου. Να αντιμετωπίσει τον φόβο του και να κατακτήσει τον κόσμο.

Το βέβαιο είναι ότι ο τεχνίτης Δαίδαλος διέκρινε ότι έπρεπε πρώτα να επιτεθεί στη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου, οδηγώντας τον να πιάσει το νήμα από την αρχή.

Ποια ήταν η αρχή;

Να πάψει να φοβάται.



Ο Ανδρέας Γαλανάκης προσπαθεί να συνθέσει την εικόνα του κόσμου και να δείξει την πορεία της δημιουργίας από τον άνθρωπο ενός δικού του τεχνητού/κατασκευασμένου κόσμου. Θα διατρέξει έτσι την τεχνική πλευρά πολλών αντικειμένων συνδυάζοντας με τα ονόματα που δόθηκαν σ’ αυτά και που αποδεικνύουν την ουσία της ύπαρξής τους.
Θα αποσυνθέσει την εικόνα του κόσμου και στη συνέχεια θα την ξανασυνθέσει τοποθετώντας τα αντικείμενα στη σωστή τους θέση με βάση όχι μόνο τη χρηστικότητά τους αλλά και τη σκέψη του ανθρώπου που τα δημιούργησε. Τον βοηθούν σ’ αυτό οι τεχνικές γνώσεις που έχει αλλά και η γνώση των λέξεων. Μια απόδειξη το ίδιο το βιβλίο και ο τρόπος που διατάσσει το υλικό του για την άρρηκτη σχέση έργου-λόγου, που εξ αρχής έχει τεθεί.

Μια τέτοια μελέτη (θα μπορούσε να ανήκει σ’ αυτό το είδος το βιβλίο) δεν γινόταν να αγνοήσει το αναπόσπαστο ήθος που φέρουν μέσα τους τα αντικείμενα. Αν ο δημιουργός τους έδωσε την ψυχή του για την κατασκευή τους, αναπόφευκτα και αυτά έχουν το μερίδιό τους σε μια ηθική διάσταση. Αυτή αποδεικνύεται μόνον από τον τρόπο που ο δημιουργός τους συμπεριφέρεται απέναντί τους· κυρίως από τη θέση που τους δίνει στη ζωή του. Όσο πιο πολύ η τεχνολογία εισβάλλει στην καθημερινότητά του, τόσο κι αυτός περιορίζει τη δημιουργικότητά του, τόσο περισσότερο αχρηστεύει αντικείμενα και τα αντικαθιστά με λειτουργίες (δεν είναι μόνον ο άνθρωπος που περιθωριοποιείται από την εισβολή της μηχανής και αχρηστεύεται), τόσο αποκόπτεται από τα έργα των χειρών του θεωρώντας τα άψυχα και ανούσια, άρα άχρηστα. Καταργείται το ήθος και από τις δύο πλευρές. Ένας ακατάστατος λαβύρινθος είναι πλέον ο κόσμος μας.

Οι ψηφίδες είναι λαμπρές.

Μα το ψηφιδωτό του ασυνάρτητο.

Έχει απολεσθεί η έννοια της ενότητας. Έχουν λησμονηθεί και αχρηστευθεί οι συνδέσεις των επιμέρους, ώστε να συναποτελέσουν το εξαίσιο όλον. Κάποτε ο άνθρωπος έψαχνε την κρυμμένη μορφή μέσα στην ύλη, την ανακάλυπτε και την έκανε έργο δικό του πρωτότυπο. Τώρα η πρωτοτυπία χάνεται, η χρηστικότητα των πολλών αντικειμένων προσφέρει τον μοναδικό λόγο της κατασκευής τους, η οποία είναι και άκοπη. Με την ψευδαίσθηση πως χειρίζεται τη Φύση (αγνοώντας τη δική του θέση μέσα σ’ αυτήν) δεν εννοεί πως ό,τι περισσότερο έχει κατορθώσει η Επιστήμη δεν πάει πιο πέρα από τον εντοπισμό της οριζόντιας σχέσης αιτίου και αιτιατού. Στην ουσία -την αιτιολόγηση και ερμηνεία σε βάθος- δεν έχει διεισδύσει. 

Ο Γαλανάκης θέλησε εδώ να δώσει τη σύνθεση της εικόνας (αποδομώντας τη στα στοιχεία της και επαναπροσδιορίζοντας τη θέση τους) μέσα από την αρχική διαδικασία της δημιουργίας από τον άνθρωπο ενός κόσμου μέσα στον φυσικό χώρο. Ένα έργο σημαντικό στη θεματική του ως αλλά και στον τρόπο παρουσίασης. Ξεκινώντας από τα πιο αρχικά βήματα του ανθρώπου-δημιουργού διατρέχει όλη την πορεία ως σήμερα εξηγώντας και ερμηνεύοντας, διατυπώνοντας τη θέση του και παραθέτοντας  πολλές εικόνες, επεξηγηματικές και συμπληρωματικές του κειμένου του.

Στο εξώφυλλο η «καρέκλα του σκηνοθέτη», ο αρχαίος οκλαδίας, ανοιχτή και στο οπισθόφυλλο κλειστή, ανοίγει και κλείνει το βιβλίο δείχνοντας τη διαχρονικότητα των αντικειμένων και την επινοητικότητα των δημιουργών που τα κατασκεύασαν με μεράκι και αγάπη μορφοποιώντας την ύλη και εντάσσοντας τα επιπόλαια στην καθημερινότητά τους, δίπλα τους, μέσα στη ζωή τους. Κάποτε τα αντικείμενα χαμογελούσαν. Σήμερα έχει χαθεί το ένδον μειδίαμα· απλώς υπάρχουν.



Διώνη Δημητριάδου