Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Αγγέλων Βήμα - 14η Καλλιτεχνική Περίοδος 2018-19 Θεματική ενότητα: Άβυσσος η ψυχή… La Ronde του Arthur Schnitzler Σκηνοθεσία: Θοδωρής Βουρνάς









14η Καλλιτεχνική Περίοδος 2018-19

Θεματική ενότητα: Άβυσσος η ψυχή…




La Ronde

του Arthur Schnitzler



Σκηνοθεσία: Θοδωρής Βουρνάς



Πρεμιέρα: 14 Νοεμβρίου 2018

Τετάρτη & Πέμπτη 21.15 στο Αγγέλων Βήμα





«Γράφω για την αγάπη και τον θάνατο. Ποια άλλα θέματα υπάρχουν;»  - Arthur Schnitzler





Ένας άντρας. Μια γυναίκα. Η έλξη, η αμηχανία, η γοητεία, ο ένας απέναντι στον άλλο.

Η στιγμή είναι πάντα μια στιγμή και οι άνθρωποι είναι πάντα άνθρωποι.



Το κλασσικό έργο του Arthur Schnitzler «La Ronde», σε μια νέα ανάγνωση που δανείζεται κινηματογραφικά στοιχεία και ακροβατεί ανάμεσα στη κωμωδία και το δράμα , θα παρουσιαστεί από τις 14 Νοεμβρίου και κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:15, στο Θέατρο Αγγέλων Βήμα σε σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά και μετάφραση Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου.



Η Τζούλι Τσόλκα και ο Αποστόλης Ψαρρός αλλάζουν επί σκηνής  προσωπεία και διαθέσεις συνθέτοντας  ένα ρεαλιστικό πορτραίτο ανθρώπων και ανθρώπινων σχέσεων, όπως τους συναντάμε αναλλοίωτους μέσα στον χρόνο και τις εποχές. Βιώνοντας την αλήθεια της κάθε συγκυρίας, οι χαρακτήρες αποκαλύπτουν εναλλακτικές πτυχές του εαυτού τους μέσα από τον εκάστοτε «ρόλο».



«Όταν δεν μπορείς πλέον να αγαπάς ή να μισείς, τότε πού είναι η γοητεία της ζωής;»







Λίγα λόγια για το έργο:

Γραμμένο το 1897, το «La Ronde» εκδόθηκε το 1903 και πούλησε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα. Παρουσιάστηκε το 1920 στο Kleines Schauspielhaus den Berlin και απαγορεύτηκε με δίκη για προσβολή των ηθών. Μετά το ανέβασμα του στη Βιέννη το 1921, προκάλεσε συγκέντρωση διαμαρτυρίας και οι παραστάσεις διακόπηκαν. Ο Schnitzler, αφού δέχτηκε απειλές για τη ζωή του, απέσυρε το έργο και απαγόρευσε το θεατρικό του ανέβασμα για 25 χρόνια. Η άνοδος του Ναζισμού στην εξουσία οδήγησε το έργο στην πυρά, καθώς κάηκαν όσα αντίγραφα βρέθηκαν. Σήμερα, το έργο ανήκει πλέον στο κλασικό ρεπερτόριο, μετρώντας πάνω από έναν αιώνα ζωής και ποικίλα θεατρικά ανεβάσματα.





Συντελεστές παράστασης:

Μετάφραση: Μαργαρίτα Δαλμάγκα-Καλογήρου

Σκηνοθεσία: Θοδωρής Βουρνάς

Βοηθός Σκηνοθέτη: Λυδία Τριγώνη

Δραματουργική επεξεργασία: Ανδρονίκη Αβδελιώτη

Κινησιολογία: Ντέπυ Γοργογιάννη

Επιμέλεια σκηνικών & ρούχων: Σοφία Λεγάτου

Φωτογραφίες παράστασης: Mike Tsolis



Παίζουν οι ηθοποιοί: Τζούλι Τσόλκα,  Αποστόλης Ψαρρός





INFO



Παραστάσεις: Από 14 Νοεμβρίου και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων



Ημέρες και ώρες παραστάσεων: κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:15

Εισιτήρια: 12 κανονικό και 10 μειωμένο

Διάρκεια: 75 λεπτά




Αγγέλων Βήμα τόπος συνάντησης Ανατολής - Δύσης

Σατωβριάνδου 36, Σταθμός Μετρό Ομόνοιας  T. 210 5242.211




Οι φωτογραφίες από την παράσταση είναι του Mike Tsolis

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Μαηρέμα διήγημα του Κώστα Μοναστήρα (από αληθινή ιστορία *) μαζί με τρεις φωτογραφίες της Έλλης Σουγιουλτζόγλου (Nelly's) από το 1922


                                             Μαηρέμα

διήγημα του Κώστα Μοναστήρα
(από αληθινή ιστορία *)
μαζί με τρεις φωτογραφίες της Έλλης Σουγιουλτζόγλου (Nelly's) από το 1922

  


Με τράβηξαν, από τη μήτρα που μέσα της δεκάξι χρόνια τώρα μεγάλωνα, τα χέρια του στρατολόγου. Τι ήξερα εγώ από αλμυρό νερό; Τι ήξερα από σίδερα και ξύλα που πλένε; Σ’ ένα ποτάμι έλατα μεγάλωνα, σε μια θάλασσα  γη, σ’ ένα δέλτα τ’ ουρανού. Άλλοτε κατέβαζε σταγόνες, άλλοτε ζέστη, άλλοτε χιόνι. Δεν χρησιμοποιούσαμε επώνυμα, δεν είχαμε οδούς. Ήμουν ο Κώστας του Θοδωρή και το σπίτι μου ήταν δίπλα στο νερό, το γλυκό.

   Στα δεκάξι μου έγινα φαντάρος, δεν είχαμε πολλές επιλογές τότε. Από τις φασκιές, ακόμα, δυο δρόμους είχε η ζωή μου. Πεδινά-ορεινά, ψηλά-χαμηλά. Ακολουθούσαμε τα νερά. Τα γλυκά νερά μάς πήγαιναν.  Το ρέμα, σαν κόνταινε, ήταν σημάδι φευγιού. Και το κρύο σαν ψήλωνε, ο ουρανός σα μαύριζε, εκεί στου Αϊ- Οκτώβρη το τέλος, μας έδιωχνε. Το νερό, ξέραμε, γύριζε στο ρέμα, γυρίζαμε κι εμείς. Ο ίδιος και απαράλλαχτος δρόμος για δεκάξι χρόνια.  

   Τον κόσμο τον παραέξω δεν τον γνώριζα. Δεν τον θέλαμε… για τις δουλειές μας. Το καλοκαίρι, ο δικός μου κόσμος, ανέβαινε μέχρι τους ‘Καλογέρους’, που είχαμε τη σίκαλη, και κατέβαινε στο ‘Μαηρέμα’ που είχαμε τις καστανιές (την υπόλοιπη  γεωγραφία  θα την μάθαινα στο πόδι).

   Ο στρατολόγος ήρθε από το Καρπενήσι, αρχές του θεριστή, και έκανε το δικό μου παιδομάζωμα, με υπογραφές και βούλες. Κανονικά δεν ήταν η σειρά μου να με μαζέψουν, μα είχα δηλωθεί με τον αδερφό μου που χρόνια τρία ήταν μεγαλύτερος.

   Ο πατέρας με ξύρισε, «μη φύγεις με το χνούδι» μου είπε. «Να γυρίσεις με γένια στο πηγούνι, και κράτα καλά…  Καλύτερα τώρα με τον αδερφό σου. Να έχει ο ένας την έννοια του άλλου. Να ξεμπερδέψετε μαζί». Έτσι έφυγα, ξέχνουδος, μυρίζοντας σαν το σκυλί τη σκιά του αδερφού μου.  

   Ο στρατολόγος έγραψε τους μισούς για τυφεκιοφόρους-ημιονηγούς και τους άλλους μισούς τυφεκιοφόρους-σκαπανείς. Κι αυτά τα ξέραμε, να οδηγούμε τα ζώα, να ανοίγουμε τη γη, να την βλέπουμε να βλασταίνει. Να βάλουμε μέσα τον ‘σπόρο’ κάποιου άλλου που ποτέ δεν θα άνθιζε, δεν το ξέραμε. Όταν τα βράδια προσευχόμασταν στην Παναγιά των νερών, δεν ξέραμε ότι δύο είναι οι Παναγιές αυτές, αλλά η παστή δεν μας απασχολούσε, εκείνη τη φρέσκια ξέραμε, εκείνη την ολόδροση βάζαμε στο στόμα μας.

   Από τον Πειραιά με πήρε το νερό, Αλωνάρη μήνα, ένα κλωνάρι που κόπηκα. Τη θάλασσα την είχαμε ξαναδεί, τη μικρή όμως, εκείνη που έκλεινε την αγκαλιά της λίγο έξω από το Αιτωλικό. Δεν είχε μεγάλα μάτια εκείνο το νερό, μικρά αφτιά είχε και πλάβες αργοκίνητες κι η τρικυμία ήταν άγνωστη λέξη. 

   Τη Σμύρνη την πατήσαμε -εγώ κι ο αδερφός μου- μετά από τρεις μέρες. Πρώτη φορά τόσο νερό άχρηστο, για μας, πρώτη φορά τόσο μακριά. Έτρεμα, ξέρναγα.

     Η Σμύρνη ήτανε πλούσιος τόπος, γεμάτος μυρωδιές κι αρώματα και χνώτα χορτασμένα. Όλα, νομίζαμε,  πήγαιναν καλά. Είχα γίνει νερό υποτακτικό. Είχαν φράξει οι αγωνίες μου. Φώτα, μουσικές, τον πρώτο καιρό φαγί ανεκτό στον καταυλισμό των φαντάρων. Κι ήταν όλα καλά, γιατί ο λύκος κοιμόταν. Μα τον ανατάραζαν οι μέρες   και ξύπνησε. Τελικά δεν μύριζαν χόρτασμα όλα. Οι φλόγες, που είχαν αναφτεί, νήστευαν καιρό τώρα.

   Στις εξόδους βγαίναμε με τον αδερφό μου και σεργιανίζαμε. Κοιτάγαμε με μάτια ορθάνοιχτα. Στρατιωτάκια φτιαγμένα από χλωρό τυρί, ψωμί που κρύωσε και κάστανο. Χόρταινε το μάτι. Το χέρι, η κοιλιά, το αφτί ποτέ δεν χόρτασαν. ‘Άσπρα’ δεν υπήρχαν. Τα πόδια θα χόρταιναν αργότερα. Το χνούδι το ‘χα χάσει. Δεν το έψαχνα. Το γένι βγήκε γρήγορα και σκλήρυνε το 'φλούδι', το πρόσωπο, να μη φαίνεται η διαφορά μου με τους άλλους, να μη φαίνεται ο μαλακός καρπός που κρυβόταν κάτω απ’ τα νιόβγαλτα αγκάθια. Ένας του γλυκού νερού… που ξενέρισε… Πόδι γυναίκας, μέχρι τα μεριά, το είδε φευγαλέα το μάτι μου και δεν χόρτασε. Σ’ ένα καφέ σαντάν κόλλησα, το ‘φλούδι’, στο παράθυρο και είδα πόδια να ανεβαίνουν. Παχιές κνήμες και λίγο από ένα θέλγητρο υφασμάτινο-που το λέγαν οι μεγαλύτεροι, τα βράδια, στις σκηνές και κοροϊδεύονταν μεταξύ τους και γέλαγα κι εγώ κι ας μην ήξερα. Στη βασική εκπαίδευση (που) πέρασα και από το παιδί στον άντρα. Κατάλαβα ότι το ‘πετούμενο’ μου βαστάει, εκτός από τ’ απόνερα του κορμιού, και ‘σπόρο’ και περιμένει κι αυτός χώμα, γυναίκας όμως, όμμα να πιαστεί κι ύστερα να κατέβει, να  θαφτεί μέσα της και να γεννοβολήσει. Έτσι μου είπε γίνεται η δουλειά, ένας συνάδελφος, θέλει και το κορμί το όργωμά του για να βλαστήσει, το σκαλιστήρι το έχεις ανάμεσα στα πόδια, εκεί ανάμεσα έχει κι η γυναίκα την τρύπα, μπαίνεις μέσα και σκαλίζεις. Κι άμα σκαλίσεις καλά κι έχεις σπόρο καλό κι είναι το σώμα της φερτικό… Λόγια μιας βραδιάς που το φεγγάρι έβαζε φωτιά στον ουρανό και έμεινα να τον ακούω με στόμα ανοιγμένο.

   Το στόμα το κλείσανε οι φλόγες και τα ουρλιαχτά που ξύπναγαν. Τέλη Αυγούστου του 1922 που τα κοκόρια μουγγαθήκαν στη Σμύρνη. Τη μέρα και τη νύχτα την σήμαιναν οι κραυγές και η αγωνία. Πρωί Σεπτέμβρη παραδόθηκαν και τα τελευταία σπίτια, σηκώθηκαν σα χέρια ανήμπορα τα μάνταλα εκεί στα ψηλά της πόλης, στο πανηγύρι των νεκρών. Οι διαταγές είχανε πάψει, η τάξη σχόλασε. Είχανε μείνει τελευταίοι. Δεν υπήρχε κανείς να του πει τι να κάνει. Τα χέρια δίνανε οδηγίες, τα πόδια περισσότερες. Ένα ρήμα πλανιότανε σ’ όλη την πόλη: τρέχα. Γέμισα ένα τσουβάλι με χλαίνες, παντελόνια, ένα ζευγάρι άρβυλα κακοπαθημένα, μια ξιφολόγχη. Έτρεξα στην παραλία, φώναζα το όνομα του αδερφού μου: Σωτήρη, Σωτήρη… Νομάδας του νερού για άλλη μια φορά στη ζωή μου. Για άλλη μια φορά το μυαλό έσπρωχνε το κορμί στο νερό, για άλλη μια φορά το νερό θα αποφάσιζε. Τρία χρόνια δεν είχα φύγει, μάζευε την ορμή του φαίνεται, ακολουθούσε την οσμή μου, για να με ανεβάσει κόντρα στο ρεύμα, δίχως τον απόσκιο του αδερφού, δίχως γλώσσα, δίχως χνούδι.

   Το πλοίο που με πήρε ήταν ρώσικο. Ούτε κι αυτοί ξέρουν γιατί με μπάσανε στα σπλάχνα του. Στη σκάλα του στημένο, σα φράγμα ανθρώπινο, όλο το πλήρωμα. Τις βρισιές τις καταλαβαίνεις σ’ όλες τις γλώσσες. Τις βρισιές, την απελπισία και τα χτυπήματα. Παραπίσω ένας με καπέλο αξιωματικού. Αυτός με βούτηξε και με πέταξε μέσα. Ήταν ο καπετάνιος. Σα καταλάγιασε το βρισίδι και ανοιχτήκαμε  μου έδειξε μια φωτογραφία, την χάιδευε, την φίλαγε. Κούναγε τα δάχτυλα, έδειχνε το παιδί, έδειχνε εμένα, μοιάζαμε, αυτό ακίνητο σε μια φωτογραφία, εγώ κομμάτια κρέας ακίνητα, σπαραγμένα από ό,τι ήξερα, μια γραφή του σκοταδιού.  Το στόμα του μύριζε άγνωστες λέξεις, μνήματα και πιόμα. Μου πήρε ώρες να κουνηθώ. Μετά άρχισα να τρέμω και να τρέχω.

   Τα χατίρια τέλειωσαν στην Οδησσό, εκεί με ξέβρασε το πλοίο, και η καλοσύνη του καπετάνιου. Σ’ ένα χάρτη μου έδειξε που είμαι. Μου έδειξε και την Ελλάδα. Ένα άνοιγμα του διαβήτη δρόμος. Ήξερα μόνο πως ανέβηκα, έπρεπε όμως να κατέβω, άλλο δρόμο δεν είχα… για να μη γίνω κι εγώ μια φωτογραφία, σαν αυτή που κράταγε ο Σωτήρης κι αρνιότανε να μου τη δώσει. Ήξερα μόνο πως είχα αποδημήσει, άθελά μου. Τα φτερά μου είχαν κοπεί. Το ταξίδι για τον νότο θα βάσταγε πολύ… Πουλάκι που πιάστηκα στην ξόβεργα και τώρα πάσχιζα να φτεροκοπήσω.



   Τρία κουμπιά του τρόμου έραψα πάνω μου με τις ατέλειωτες κλωστές του μυαλού. Πάνω πάνω, στο σμίξιμο της καρδιάς με τον λαιμό, μόνο ο φόβος. Σα πάτησα στεριά, ο ουρανός ήταν μπλάβος, να μ’ έσφιγγε πολύ ήθελα… το κουμπί. Να μου ‘λεγε: "Ωραία είναι εδώ, δεν έχεις έγνοια. Τα κάστανα μεστώνουν, χωρίς την ανάγκη σου, στον τόπο που άφησες. Χάσανε το χνούδι, βγάζουνε αγκάθια τώρα. Τρία χρόνια λείπεις. Σταμάτησαν να σε μελετάνε τις μέρες. Λίγο τις νύχτες σε θυμούνται, τις στιγμές που πάει το κορμί να βασιλέψει κι έρχεται, σα φεγγάρι στη χάση του, η εικόνα σου. Τα χέρια, μόνο τα χέρια σκέφτονται εκεί, φύγανε τα δικά σου χέρια, βγάλανε από τα κορμιά τους  άλλα χέρια τώρα. Μείνανε οι αδερφές σου πίσω. Μεγάλωσαν, της παντρειάς. Ίσως να έχεις κι έναν αδερφό μικρό που του ’δωσαν το όνομά σου. Το όνομά σου μόνο. Κοιμήσου τώρα".

  Το δεύτερο κουμπί η απελπισία, το τρίτο ο δρόμος. Αυτό δεν είχε ραφτεί καλά. Το κράταγα στα χέρια μου να μην το χάσω. Μόνο τα πόδια σκέφτονταν τώρα, και ο ήλιος το πρωί, αν έβγαινε. Τράβαγα για τον νό(σ)το.

   Η πρώτη χλαίνη, που αλάφρυνε το τσουβάλι με το φευγιό της, έγινε δυο καρβέλια, λίγο κρέας καπνιστό, ένας φάκελος, ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Την αντάλλαξα με τον μάγειρα του καραβιού. Στον ώμο με έφτανε. Είχα ψηλώσει, κοίταγα τα χέρια μου.

   Είχα φύγει με χέρια χλωρά, μικρά και τώρα είχα μια παλάμη σκληρή, διάπλατη που γράπωνε και γραπωνόταν από το τσουβάλι. Ξένους τόπους και μια θάλασσα, τη Μαύρη, έπρεπε να περάσω. Εγώ που τρεις πόλεις ήξερα στη ζωή μου, έπρεπε να βαδίσω σε άγνωστες χώρες. Το νερό δεν βόλαε να χάσω, το νερό και τον ήλιο. Άλλους να με συμβουλέψουν δεν είχα. Έβαλα τον νό(σ)το μέσα μου και προχώραγα. Ρέμα έπρεπε να γίνω, να προλάβω να κυλήσω πριν φύγει από μέσα μου, ο εαυτός μου, για πάντα.

   Σκολειό είχα πάει τρία χρόνια. Αν ήμουν καχεκτικός θα συνέχιζα. Μα δεν ήταν χρόνια για να κρατάς το μολύβι τότε, για να αυλακώνεις το χαρτί, αν μπορούσες να βαστήξεις άλλα πράματα. «Καλύτερα να μάθεις τη γη τώρα, έχουμε ανάγκη από χέρια και το πρωί και το βράδυ» μου είπε ο πατέρας μου και έτσι άρχισα να μαθαίνω τη γη. Να την σκαλίζω, να την ποτίζω μα όχι να την γυρνάω. Μια αλλιώτικη αντιγραφή, έβλεπα κι έκανα. Μια αλλιώτικη ορθογραφία. Να σβήνεις το  άγριο, να του ξαναγράφεις τη ζωή, κάνοντας το ήμερο. Ήμερος ήμουν και με αγρίεψαν. Ζούσα το δικό μου-ανάποδο- μπόλιασμα.

   Στο λιμάνι  κράτησα το μολύβι, έγραψα το όνομά μου και το χωριό μου. Υποδεκανέας… υποδεκαεννέα με φώναζαν και γέλαγαν. Δεν τα κρατάς τα γέλια σε καραβάνα, χαλάνε γρήγορα. Ο φόβος αντέχει περισσότερο. Φιλιωμένος και με τη ζέστη και με το κρύο, αντέχει. Σάλιωσα… τον φάκελο, τον έκλεισα, τον έβαλα στην τσέπη της καρδιάς.  Αν πέσω μην μείνω ένας άγνωστος στρατιώτης.  Τα μάτια μου έκλεισαν σε μια κόχη του λιμανιού, για λίγο, δυστυχώς.

   Το πρωί έφαγα μια προσευχή που με δυνάμωσε, το ψωμί σκλήραινε, εγώ μαλάκωνα. Τα πόδια μου είχανε γίνει νερό. Κατέβαινα σαν το αδύναμο ρυάκι του αποκαλόκαιρου. Λέξεις δεν είχα να δώσω. Έδειχνα το στόμα μου, έδειχνα την κοιλιά μου. Το τσουβάλι στέρευε. Σε ένα χωριό μια γυναίκα μου έδωσε λίγο τυρί. Κράτησε το χέρι μου… και το ’βαλαν μέσα. Σκίρτησα. Είχε καιρό να μ’ ακουμπήσει άλλο χέρι. Στο σπίτι η μάνα θα ’φτιαχνε πίτα τώρα, θα μου την έδινε ζεστή στο χέρι. Μα δεν με νοιάζανε τα αγγίγματα τότε. Είχα πολλά και τα περισσότερα τα πέταγα. Εκείνο το ακούμπημα ήθελα να το κρατήσω. «Σ’ ευχαριστώ μάνα» της είπα. Ήταν τα πρώτα λόγια που βγήκαν απ’ τα σφιγμένα μου δόντια. Με κατάλαβε.  Τα βράδια άνοιγα με τη ξιφολόγχη τρύπες και χωνόμουνα στο χώμα, έκοβα κλαδιά και τα ’ριχνα πάνω μου. Τυλιγόμουνα στη βρομιά μου, στη χλαίνη και έφτιαχνα το κιβούρι μου.  Οι πέτρες άνοιγαν τρύπες στα άρβυλα. Να κοιμηθούνε θέλανε μα τα ξύπναγα κάθε πρωί, όσο αντέχανε του ξύπνιου το πρόσταγμα.  Στο μούχρωμα μαύριζα. Σαν έμενα ακίνητος φοβόμουνα, σα με τύλιγε το σκοτάδι. Είχαν μια απέθαντη συννεφιά αυτοί οι τόποι. Μια συννεφιά διατακτική που φυλάκιζε τον ήλιο. Και βροχή πολλή, και λάσπη, και απελπισία. Τα δυο κουμπιά δεν λέγανε να χαλαρώσουν το σφίξιμό τους. Γερές κλωστές πιασμένες στου μυαλού το χάσιμο. Άλλη πυξίδα δεν είχα από το τρίτο κουμπί. Το κράταγα να μην το χάσω. Η τελευταία κλωστή του μυαλού. Την έδεσα στην Οδησσό και την ξετύλιγα. «Περπάτα, περπάτα, περπάτα» μου ’λεγε. Αυτό άκουγα, τα λόγια του ύπνου ήταν δύσκολα. Ένα βράδυ ηρέμησα, σε μια θημωνιά χωμένος. Ένα φεγγάρι έβγαινε που ήταν έτοιμο να σκορπίσει όλο το φως του από πάνω μου. Αύριο, ολόγιομο, θα το γένναγε. Έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα. Είχε σταματήσει το μυαλό μου να τρέχει. Έκλειναν τα μάτια μου, ήμουν ξανά στο ‘Μαηρέμα’ κι άκουγα τα κάστανα να μεγαλώνουνε. Πρώτη φορά κοιμήθηκα, κι ήθελα να ξυπνήσω, να πιάσω την ψίχα του κάστανου ονειρεύτηκα, εκεί στο ποτάμι που είχανε βγει οι νεράιδες και πλένανε τα νυφικά τους πέπλα. Αν έπιανα μία τώρα ήξερα τι να την κάμω. Παλιά μόνο τις φοβόμουνα. Έτσι με είχε δασκαλέψει ο αδερφός μου. Ήξερα, τώρα, πως αυτός ήθελε να πιάσει πρώτος νεράιδας χάδι, γι’ αυτό με φόβιζε. Ήμουν μεγαλύτερός του στο κορμί, εκείνος στα χρόνια. Πρώτη φορά άκουσα την προστακτική του φεγγαριού.  Αύριο, είχε καιρό να με κάνει να χαμογελάσω αυτή η λέξη. Το πρώτο κουμπί άφησε το τάνυσμά του. Ανάσανα.

   Τις επόμενες μέρες περπάταγα σε μια θάλασσα στάρι θερισμένο. Άλλη μια θάλασσα, αλλιώτικη. Τον πατέρα σκέφτηκα. Ποτέ δεν είχε δει τόσο πολύ, ποτέ δεν είχε δει τόσο μακριά. Καίγανε τα άχυρα, να φτιάξει σπίτι ο καρπός στη γη και την επόμενη χρονιά. Ξεκούμπωσα το πρώτο, το δεύτερο κουμπί. Το τρίτο το κράτησα σφαλιστό. Παντού σιτάρι κι όμως πουθενά ένα καρβέλι ψωμί.

   Οι πιο δύσκολες ώρες ήταν οι απογευματινές, εκεί στο σμίξιμο της μέρας με τη νύχτα. Τα άρβυλα πεθάνανε, δεν άντεξαν τόσο πόλεμο με τον δρόμο. Τώρα έδενα τα πόδια μου με τις λωρίδες απ’ τα παντελόνια. Ένα βράδυ άρχισε πάλι να βρέχει. Ένα σιγανό μουρμουρητό τ’ ουρανού στην αρχή. Βροχή. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά, έπινα τα λόγια της. Το μουρμουρητό έγινε βρισιές και χτυπήματα. Φώλιασα σε μια κουφάλα. Κρύωνα, η χλαίνη έβγαζε όλο το χώμα. Έβριζα, κι εγώ, τη βροχή, που με πάγωνε. Αδύναμος, σταμάτησα. Πιο δυνατή, συνέχισε. Τα πόδια μου είχαν σταθεί.  Τρέχανε τα μάτια μου. Τρέχανε όλη νύχτα. Το πρωί με βρήκε στερευμένο κι άδειο. Έβγαινε ένας ήλιος που μου έδειχνε τον νότο. Όλα άχνιζαν γύρω μου. Ένα πιάτο ζεστή σούπα ο κόσμος που εξατμιζόταν αφάγωτος. Τα κουμπιά με σφίγγανε πάλε. 



   Σαν άκουγα φωνή, σαν έβλεπα χωριό ξεμάκραινα. Τα σκυλιά τα μπέρδευε η μυρωδιά μου. Είχε πάψει να μυρίζει, γνωστές μυρωδιές, αυτό που με κουβαλούσε,   ο  άνθρωπος που ήταν, ακόμα, κλεισμένος μέσα μου. Ένα αγρίμι πρωτόγνωρο για τα αγρίμια. Μπροστά μου πέρασε ένα σερνάμενο. Το έχωσα στο στόμα. Τόσο πικρό που ούτε η πείνα μου δεν το άντεξε. Πιάστηκα σε ένα κλαδί και έβγαλα τη βροχή και την πίκρα. Το μυαλό μου είχε αρχίσει να σαπίζει.  Θέλανε κόψιμο… οι σκέψεις.

   Μέτραγα τις μέρες. Εμμονικά επαναλάμβανα το όνομα της μέρας. Την ημερομηνία, το έτος. Δεν ήθελα να χάσω τις μέρες. Παρασκευή ξαναμύρισα σαν Κώστας. Ένα σκυλί που ούρλιαζε και μια βλαστήμια ελληνική. «Στο διάολο να πας…», ό,τι πιο ωραίο άκουγα εδώ και καιρό. Από εκεί γύριζα. Πήγες και γύρισες, συμπλήρωσα από μέσα μου. Στον διάολο πήγες και γύρισες Κώστα.

   Πέντε μήνες δεκαπέντε μέρες δρόμος. Περπάτησα ακόμα μέρες δεκάξι. Νοέμβρη μήνα και μ’ είχε πιάσει μεγάλη κάψα. Ξέσφιξα τα πάνω κουμπιά. Έκοψα το τρίτο, άφησα την κλωστή.   Αν βρεθεί κανείς άλλος στον δικό μου λαβύρινθο να ξέρει που να πιαστεί, που να γείρει τις νύχτες, εκεί που το κορμί ψάχνει να τρυπώσει στο χώμα. Έβγαλα τον φάκελο. Μου είχε πάρει καιρό να χαϊδέψω κάτι. Τώρα κι αν έπεφτα κάποιος θα ήξερε να με διαβάσει.

   Σαν έφτασα στον δικό μου κάμπο, έσκισα τον φάκελο. Άφησα τα κομμάτια του χαρτιού να τα μπερδέψει ο αέρας.  Δεν τον χάιδεψα. Κράτησα τ’ αγγίγματα για τους ζωντανούς. Φίλησα τους δικούς. Η αδερφή μου με πήρε από το χέρι. Με πήγε στο νεκροταφείο. Το όνομά μου ήταν γραμμένο, πάνω σε έναν σταυρό ξύλινο, στο κενοτάφιό μου. Ξέχωσα τον σταυρό, τον χρόνο που έλειπα, τον καινό μου εαυτό. Έσκαψα με τη ξιφολόγχη, έθαψα  μέσα τα τρίμματα του παλιού μου εαυτού, τη χλαίνη, τις λωρίδες, τη λόγχη. Τον σταυρό τον έκαψα. Πάνω στη φωτιά του έβαλα στην πυροστιά ένα  καζάνι νερό και το έβρασα. Το ανακάτεψα με κρύο νερό από το ρέμα. Έβγαζα από πάνω μου τα τρία χρόνια και τους έξι μήνες, τον δρόμο. Ο Σωτήρης είχε φτάσει. Θα γινόταν η σκιά μου τώρα. Έβαλα ρούχα καθαρά. Ξάπλωσα, τυλίχτηκα. Η βροχή γέμιζε το ρέμα. Μέχρι να ξαναμπώ στη μήτρα θα πέρναγε χρόνος. Τώρα μπορούσα να κοιμηθώ και να προσδοκάω να ξυπνήσω.   

 *Είναι η πραγματική ιστορία του παππού μου που στα γεγονότα του 1922 ήταν φαντάρος στη Σμύρνη. Επέστρεψε στην Ευρυτανία από την Οδησσό με τα πόδια. Ο παππούς και ο πατέρας μου ήταν νομάδες του νερού μέχρι το 1946. Την άνοιξη και το καλοκαίρι τα πέρναγαν στην Ευρυτανία, στο χωριό Τσικλίστα, το φθινόπωρο και τον χειμώνα πλησίον του Αιτωλικού, στο χωριό Χρυσοβέργι. Τον παππού τον έχασα στα εφτά μου. Πρόλαβε να μου μάθει το παραμύθι του Γκιώνη, με αυτό έχω κοιμίσει πολλές φορές τα παιδιά μου (τώρα δεν χρειάζονται παραμύθια, έχουν μεγαλώσει αρκετά). Η ιστορία της κατάβασης έχει φτάσει "σπασμένη" σε εμένα, αλλά δεν παύει να ισχύει ότι περπάτησε σχεδόν έξι μήνες. 

Το δεύτερο της ζωής μου ταξίδι

 –Οκτώβριος 1922–

Του Κώστα απ’ τα ψηλά


Το πλοίο μάς ξέβρασε στην Οδησσό.
Δεύτερη φορά στη ζωή μου έφτανα τόσο μακριά.
Μόνος, πεινασμένος, κούφιος κρατώντας στα χέρια ένα τσουβάλι με βρόμικες χλαίνες.
Έψαξα με τα μάτια μου να βρω τον νοτιά. Άρχιζα να περπατώ.
Περπατούσα έξι μήνες συνεννοούμουν με νοήματα. Άλλοτε αντάλλασσα μια χλαίνη για λίγο φαΐ . Άλλοτε έκλεβα.
Οι χλαίνες λιγόστευαν.
Το τσουβάλι άδειασε.
Το έκοψα σε λουρίδες για να τυλίγω τα πληγιασμένα μου πόδια.
Τα βράδια κοιμόμουνα σε θημωνιές και έτρεμα. Ποτέ μου δεν φοβήθηκα τόσο.
Πείναγα, βρόμαγα. Η Ρουμανία μια απέραντη πεδιάδα, παντού σιτάρι και όμως πουθενά ένα καρβέλι ψωμί.
Τα σκυλιά με αλύχταγαν, τους ανθρώπους τους απέφευγα.
Πέντε μήνες και δέκα ημέρες μου πήρε για να ακούσω ελληνικά.
Έκλαιγα.
Στο χωριό μου με είχαν θάψει.
Φίλησα τους δικούς μου.
Ξυρίστηκα, καθαρίστηκα, έφαγα, έκαψα τη χλαίνη μου και ξάπλωσα, όχι στον άδειο μου τάφο, αλλά, στο κρεβάτι έξω στο χαγιάτι.
Άκουγα το ρέμα του χωριού μου.
Ένιωσα τη μυρωδιά του καθαρού ρούχου.
Τυλίχθηκα.
Κοιμήθηκα.

Κώστας Μοναστήρας 

   Ο Κώστας Μοναστήρας (από πατέρα ορείτη και μάνα κρυπτοθαλασσινή) γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Πατήσια, προλαβαίνοντας τις τελευταίες αλάνες. Εργάζεται ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Οι μαθητές του έχουν εκθέσει τα καλούδια του μυαλού τους πολλές φορές. Τη δική του έκθεση στο κοινό την όφειλε στους μικρούς γραφιάδες. Οφείλει, επίσης, πολλά στο Μεταπτυχιακό Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και στους ανθρώπους του που τον δίδαξαν και τον υποστήριξαν. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, Ηλιοτριβείο (Libron εκδοτική, 2016) και Υέτιος στίχος (Έναστρον εκδόσεις, 2018).

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Σεμινάρια Ιστορίας της Τέχνης στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αγίας Παρασκευής





Το Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου, στο ευρύτερο πλαίσιο δράσεών του για την ανάπτυξη της πνευματικής δραστηριότητας στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής, διοργανώνει στο Αναγνωστήριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, δίπλα στην οικία - εργαστήριο όπου έζησε από το 1964 έως το 1975, εμπνεύστηκε και ζωγράφισε ο επιφανής ζωγράφος και διανοητής Αλέκος Κοντόπουλος,  σεμινάρια Ιστορίας της Τέχνης για το διάστημα Δεκέμβριος 2018 – Φεβρουάριος 2019. Το κύριο αντικείμενο θα είναι η μελέτη και παρουσίαση της Τέχνης της Αναγέννησης και του Μανιερισμού, με έμφαση στους κυριότερους εκπροσώπους του 15ου και 16ου αιώνα, σκιαγραφώντας τις κυριότερες τάσεις και ρεύματα στην Ιταλία αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη.

Τα σεμινάρια παραδίδει ο ιστορικός τέχνης, Δρ. Αλέξανδρος 
Τενεκετζής, Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και 
στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.


Πιο συγκεκριμένα θα αναλυθούν τα εξής ζητήματα:

  • 5/12/2018: Αναζητώντας νέους δρόμους: ο 14ος αιώνας στην Ιταλία και την Ευρώπη

  • 19/12/2018: Η πρώιμη Αναγέννηση στην Ιταλία

  • 9/01/2019: Οι πρωταγωνιστές της ώριμης Αναγέννησης

  • 16/01/2019:Η γλυπτική και αρχιτεκτονική της Αναγέννησης

  • 23/01/2019: Η Αναγέννηση στις χώρες του Βορρά 

  • 30/01/2019: Η Αναγέννηση στην αλλαγή του αιώνα στην Τοσκάνη και τη Ρώμη: Ντα Βιντσι, Ραφαήλ, Μιχαήλ Άγγελος

  • 6/02/2019: Η Αναγέννηση στην αλλαγή του αιώνα στη Βενετία: Τζορτζιόνε, Μπελίνι,Τισιανός, Τιντορέτο

  • 13/02/2019: Οι πρώτοι Μανιεριστές: Ποντόρμο, Ρόσσο Φιοερεντίνο, Μπροντζίνο

  • 20/02/2019: Ο ύστερος Μανιερισμός: η περίπτωση του Θεοτοκόπουλου





Από τον Δεκέμβριο του 2018 έως τον Φεβρουάριο του 2019, 

Τετάρτη, ώρα 6:00 – 8:00μ.μ.


στο Αναγνωστήριο της  Κεντρικής Βιβλιοθήκης.


Κοντόπουλου 13, Αγία Παρασκευή,


Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου: 210-6010121, 



Κεντρική Βιβλιοθήκη: 210-6395335, library@agiaparaskevi.gr



Είσοδος ελεύθερη




Ουίλλιαμ Σαίξπηρ Δύο θεατρικά Ρωμαίος και Ιουλιέτα και Η κωμωδία των Παρεξηγήσεων σε εισαγωγή και μετάφραση από τον Διονύση Καψάλη εκδόσεις Gutenberg – σειρά Θέατρο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/shakespeare-2-theatrika/


Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Δύο θεατρικά

Ρωμαίος και Ιουλιέτα

και

Η κωμωδία των Παρεξηγήσεων

σε εισαγωγή και μετάφραση από τον  Διονύση Καψάλη

εκδόσεις Gutenberg – σειρά Θέατρο
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/shakespeare-2-theatrika/




Ουίλιαμ Σαίξπηρ 2 θεατρικά

Τα κλασικά έργα έχουν τη δύναμη διαχρονικά να συγκινούν και προσελκύουν πάντα νέες μεταφραστικές (συχνά πολύ ενδιαφέρουσες) προσεγγίσεις. Όταν μάλιστα πρόκειται για την απόδοση του σαιξπηρικού κειμένου από τον Διονύση Καψάλη, και σε τόσο φροντισμένη έκδοση όπως αυτή εδώ, τότε το ενδιαφέρον είναι μεγαλύτερο.
Ρωμαίος και Ιουλιέτα πρώτα. Πρόκειται για τη μετάφραση που εκπονήθηκε και παραστάθηκε το 1995, μετά από παραγγελία του «Θεάτρου Κάππα». Γι’ αυτή τη δεύτερη έκδοση από τον Gutenberg (στη σειρά Θέατρο, που είχε σχεδιάσει ο εκλιπών Δημήτρης Αρμάος) ο Διονύσης Καψάλης, όπως λέει, ξαναδιάβασε το αρχικό κείμενο χωρίς να προβεί σε σημαντικές αλλαγές. Μια πολύ όμορφη έκδοση (φροντισμένη από τον Γιάννη Μαμάη) με πρόλογο και εισαγωγή (είναι η αρχική εισαγωγή της  πρώτης έκδοσης) και με την έξοχη απόδοση του σαιξπηρικού κειμένου από τον Διονύση Καψάλη. Φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι ο Καψάλης εκτός από μεταφραστής είναι και ποιητής – απαραίτητη προϋπόθεση για να αποδοθεί σωστά ένα ποιητικό κείμενο και να μη χάσει τις «ανάσες» του στη νέα γλώσσα, διατηρώντας παράλληλα την πιστότητα της πρώτης γλώσσας, του μέτρου και του ρυθμού που το καταξίωσαν μέσα στους αιώνες.
Όπως και ο ίδιος ο Καψάλης δηλώνει σε παλαιότερη συνέντευξή του η μετάφραση/απόδοση της ποίησης είναι μια επίπονη εργασία, που απαιτεί να αντιμετωπίζεις με τον δέοντα σεβασμό το αρχικό κείμενο.
[το ποιητικό κείμενo] Είπαμε ότι από τη μία μεριά πρέπει να είναι εύληπτο και παραστάσιμο, αλλά, από την άλλη, ποιητικό. Εκεί σηκώνει συζήτηση τι ακριβώς είναι ποιητικό. Εκεί υπάρχουν οι γκρίζες περιοχές. Πόσο φέρνει κανείς και πάλι το κείμενό του στη δική του γλώσσα και στη δική του ποιητική ταυτότητα και αντίληψη.
Η πρόκληση για τον μεταφραστή του Σαίξπηρ είναι πώς θα αποδώσει το μεγαλύτερο μέρος, που είναι σε blank verse, δηλαδή σε ιαμβικό πεντάμετρο, και από κει και πέρα όλες τις επιμέρους φόρμες που επινοεί ο Σαίξπηρ για να αποδώσει αυτό που θέλει, είτε είναι στιχάκια, ποιηματάκια, ομοιοκαταληξίες, είτε μεγάλα κομμάτια ομοιοκατάληκτα, πεζό. Και το πεζό πρέπει να είναι σε άλλο τόνο. Πρέπει, λοιπόν, να επινοήσει και ο μεταφραστής κάτι αντίστοιχο για όλα αυτά.
[Αποσπάσματα από συνέντευξη του Διονύση Καψάλη στην Εύη Μαλλιαρού  (lifo.gr, 19-2-15)]


Με τον ίδιο σεβασμό στο πρωτότυπο κείμενο προσεγγίζει ο μεταφραστής και την Κωμωδία των Παρεξηγήσεων. Και εδώ η αφορμή (ή το κίνητρο καλύτερα) για την ενασχόληση με το έργο ήταν πάλι μια παραγγελία (αυτή τη φορά από την Κατερίνα Ευαγγελάτου) για μια θεατρική παράσταση. Πρόκειται, όπως υποστηρίζει ο Harold Bloom, για το βραχύτερο και το πιο δεμένο απ’ όλα τα έργα του Σαίξπηρ. Συνήθως καταχωρίζεται στα έργα του δραματουργού ως φάρσα, χωρίς όμως να απομακρύνεται από την έννοια της κωμωδίας – με τη βασική διάκριση των δύο ειδών να προσδιορίζεται ως προς τον βαθμό αληθοφάνειας που εμπεριέχουν· η κωμωδία είναι μία έκφανση αληθινής ζωής ως αντίστιξη του τραγικού, ενώ η φάρσα, σκοπίμως διατηρώντας απόσταση από την αλήθεια, κατασκευάζει σκηνές χωρίς να αποκρύπτει καθόλου πως το όλον είναι μία ανατροπή της πραγματικότητας.
Τα δύο έργα συνοδεύονται από μια εισαγωγή του μεταφραστή, η οποία δεν προσφέρει μόνον κατατοπιστικές πληροφορίες για την ιστορία τους αλλά υπεισέρχεται σε θέματα ουσίας, όπως στις παραστατικές απαιτήσεις των έργων, στη στιχουργική του δημιουργού, στον τρόπο που ο μεταφραστής αντιμετώπισε τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες αλλά και τον ήχο των έργων. Όπως αναφέρει στην εισαγωγή του δεύτερου έργου:
Ο Σαίξπηρ αξιοποιεί στο έπακρο τις φωνητικές και στιχουργικές δυνατότητες που του παρέχει η αγγλική γλώσσα και τις επιστρατεύει για να μεγεθύνει τη δραματική αποτελεσματικότητα και την εμβέλεια του έργου. Ο ήχος της Κωμωδίας, η ακροαματική της φαντασία, είναι στην πραγματικότητα μια βαρύνουσα σκηνοθετική παρακαταθήκη, που καμιά σύγχρονη παράσταση του έργου, είτε στο πρωτότυπο είτε σε μετάφραση, δεν επιτρέπεται να την αγνοήσει.
Ιδιαίτερα σημαντική η παραπάνω μεταφραστική άποψη, με δεδομένο πως τα σαιξπηρικά  έργα δεν προορίζονται πρωτίστως για ανάγνωση αλλά για τη θεατρική σκηνή, για να αποδοθούν παραστατικά με τη ζωντανή σκηνική παρουσία, για να αποκτήσουν  νόημα με τις αποχρώσεις της φωνής των υποκριτών.

Εδώ στα αποσπάσματα από τη μετάφραση των έργων γίνεται εμφανής η πλαστικότητα της γλώσσας, ο εσωτερικός ρυθμός που τη χαρακτηρίζει:
1.     Ρωμαίος και Ιουλιέτα
    

Χορός: Τώρα πεθαίνει η παλιά επιθυμία,
και νέο πάθος τα πρωτεία περιμένει·
η ομορφιά που τον πονούσε κι ήταν μία
με τη γλυκιά Ιουλιέτα ασχημαίνει.
Τώρα ο Ρωμαίος αγαπιέται κι αγαπάει,
απ’ τη μορφή της καλλονής συνεπαρμένος·
σ’ αυτήν που έχει για εχθρό θλιμμένος πάει,
κι εκείνη κλέβει την αγάπη από το μένος.
Όντας εχθρός, πώς να τη βρει, να της μιλήσει,
κι οι δυο ανάσες τους να γίνουν αρραβώνας;
Κι εκείνη πάλι τη στοργή της πώς να λύσει,
Αν δεν βρεθούν σε κάποιο μέρος κατά μόνας;
Αλλά το πάθος βρίσκει τρόπο κι ανταμώνουν·
με άκρα γλύκα τα δυο άκρα θηλυκώνουν.
(Πρόλογος στη Δεύτερη Πράξη είτε χορικός επίλογος της Πρώτης, στ. 1-14)
  
Ρωμαίος: Όποιος ποτέ δεν έχει πληγωθεί γελά
με τις ουλές των άλλων.
                                     Μα τι βλέπω, Θε μου;
Χαράζει φως σ’ εκείνο το παράθυρο!
Η Ιουλιέτα θ’ ανατείλει, όλη ήλιος!
Ανάτειλε, ωραίε ήλιε, να σκοτώσεις
τη φθονερή σελήνη. Δες την που χλομιάζει
κι απ’ τον καημό της αρρωσταίνει, μαραζώνει,
που είσαι συ πιο όμορφη, η συνοδός της.
Τιμώρησέ την για τον φθόνο της, μην είσαι
η συνοδός της άλλο πια. Με την αρρώστια
πρασίνισε το φόρεμα της εστιάδας,
μόνο παλιάτσοι το φοράνε. Πέταξέ το.
(Σκηνή 2η της 2ης Πράξης, στ. 1-13]

2.     Η Κωμωδία των Παρεξηγήσεων



Αιγαίων: Αν κι οι θεοί είχαν δείξει λίγο, τώρα
δεν θα τους έλεγα άσπλαχνους δικαίως·
γιατί προτού τα πλοία πλησιάσουν
στις δέκα λεύγες, ένας τρομερός
πρόβαλε βράχος, που χτυπώντας πάνω του
το ξύλο μας τσακίστηκε στα δύο.
Και μ’ αυτόν τον άδικο χωρισμό μας,
άφησε η μοίρα όμοια και στους δύο
ίδιο μερίδιο στη χαρά, ίδιο στη λύπη.
Και το δικό της μέρος, της καημένης,
πιο ανάλαφρο σε βάρος όμως όχι
σε πόνο, πιο γοργά το πήρε ο άνεμος,
κι από μακριά είδαμε να μαζεύουν
τους τρεις κάτι ψαράδες – απ’ την Κόρινθο,
πιστέψαμε. Σε λίγο έν’ άλλο σκάφος
μάς άρπαξε κι εμάς, και μόλις έμαθαν
ποιους το ’φερε η τύχη τους να σώσουν,
ήταν φιλόξενοι στους ναυαγούς,
και θα στερούσανε και τους ψαράδες
απ’ τη δική τους λεία, αν το σκαρί τους
δεν ήτανε αργόπλοο και γι’ αυτό
για την πατρίδα έβαλαν πλώρη. Κι έτσι,
ακούσατε πώς έχω αποκοπεί
απ’ τη χαρά μου, πώς από ατυχία
μάκρυνε η ζωή μου για να πλέκω
τους πόνους μου θλιμμένες ιστορίες.

(Πρώτη πράξη, σκηνή 1η, στ. 131-156)


Λουκιανή: Και γίνεται να ’χεις παραμελήσει
τελείως τα συζυγικά σου χρέη;
Του έρωτα ο ανθός να ’χει σαπίσει
στον τρυφερό βλαστό; Να καταρρέει
η αγάπη πριν καλά καλά χτιστεί;
Αν για τον πλούτο της, για τα λεφτά,
την αδελφή μου έχεις παντρευτεί,
φρόντισε τότε έστω και γι’ αυτά
να της συμπεριφέρεσαι καλύτερα·
κι αν αγαπάς αλλού, κρυφά ας το κάνεις:
ο ψεύτης έρωτάς σου ας φορά
καλύπτρα, ώστε να τον παριστάνεις
αόμματο, και να μην τον διαβάζει
στα μάτια σου η αδελφή  μου· της ντροπής σου
μην είσαι αγορητής, γλύκα να στάζει
η γλώσσα και το βλέμμα, ευπρεπίσου
στην απιστία σου· το πάθος ντύσε
της αρετής σου προάγγελο καλό,
να φαίνεσαι υπέροχος κι ας είσαι
διεφθαρμένος ως το κόκκαλο·
μάθε την αμαρτία να πηγαίνει
με φέρσιμο αγίας, και λαθραία
μοίχευε εσύ: γιατί να τα μαθαίνει;

Ποιος κλέφτης κάνει το έργο του σημαία;

(Τρίτη πράξη, σκηνή 2η, στ. 1-24)


Είναι ευχής έργο ο «μυριόνους ανήρ» κατά τη ρήση του Κόλεριτζ, ο Σαίξπηρ δηλαδή που κατορθώνει μέσα  στα έργα του να παρουσιάσει κάπου χίλιους χαρακτήρες, να συναντά σε μια απόδοση σε άλλη γλώσσα τόσο ανάγλυφα αυτά τα πρόσωπα που δημιούργησε, να μη χάνεται τίποτα από τον εσωτερικό τους κόσμο.



Διώνη Δημητριάδου