Σάββατο 30 Απριλίου 2022

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ ‘Τα όχι τού ΝΑΙ’ Εκδόσεις Οδός Πανός. Τα όχι τού ‘ΝΑΙ’ Γράφει η Ντία Θεοδωροπούλου*

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ

‘Τα όχι τού ΝΑΙ’

Εκδόσεις Οδός Πανός


Γράφει η Ντία Θεοδωροπούλου*

 

«-Εμένα να με λες Ρίτα, είπε η μαμά Μαργαρίτα.

-Κι εμένα Μαργαρίτα, είπε η κόρη Μαργαρίτα.»

 


Διαβάζοντας ξανά και ξανά, για πολλοστή φορά από τότε που εκδόθηκε, ‘Τα όχι τού ΝΑΙ’, τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, το βλέμμα μου και η καρδιά μου σκοντάφτουν πυρετικά, με τον ίδιο πάντα πρώτο σφυγμό, στην πανάκριβη στέγη αυτού τού βιβλίου· την απλότητα και την αλήθεια. Στη μοναδική αμεσότητα και την απέραντη ζωντάνια που κάνει να φυτρώνουν τώρα, μπροστά μας οι δυο Μαργαρίτες συγγραφείς -μαμά και κόρη- η Μαργαρίτα Λυμπεράκη και η Μαργαρίτα Καραπάνου, και πετυχαίνει να μας κάνει να δούμε τα πέταλά τους να πάλλονται, ν’ ανθίζουν και να μαδάνε μ’ έναν ρεαλισμό και μια καθαρότητα συγκλονιστική.

Η άγρια, απαλλαγμένη από φτιασίδια κι αντανακλάσεις τρυφερότητα τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, ορμά με συνέπεια και σεβασμό στην πότε αναίμακτη και πότε σαρκοβόρα καθημερινότητα με την φίλη του Μαργαρίτα Καραπάνου, την περίοδο που εκείνη έγραφε το μυθιστόρημά της, το ‘ΝΑΙ’ -όπου τον έκανε κεντρικό της ήρωα, ως ψυχίατρο Ice- αποκαλύπτοντας με χιούμορ, αγάπη, ευαισθησία αλλά και με σπανίως γενναία γύμνια, μοναδικές ρωγμές και θραύσματα τής σπουδαίας συγγραφέως. Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος την μαλώνει, την φροντίζει, γίνεται μάτια και αυτιά τρυφερά για να ξεχυθούν οι λύκοι και οι υπνοβάτες απ’ το στόμα της, με μιαν εκπληκτικά διάφανη ανάσα· τόσο που δεν πάει άλλο. Τόσο που το βιβλίο αυτονομείται πια: Υπερβαίνει τα πρόσωπα και γίνεται ένας μοναδικός καθρέφτης που ντύνει και ξεγυμνώνει τον καθένα μας ξεχωριστά· μέχρι και τον πιο δύσπιστο και αμυντικό αναγνώστη. Τα λόγια, οι διάλογοι, οι σιωπές, τα αστεία, τα τσιγάρα, ο καφές στο διαμέρισμα τής Μαργαρίτας Καραπάνου στη Δεξαμενή, μεταμορφώνονται απ’ τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο σ’ ένα συγκλονιστικό, ολοζώντανο παρόν, σε σπαράγματα ζωής με πυρήνα τους τα πιο ακριβά υλικά: Την αλήθεια και την αγάπη. Γι’ αυτό ‘Τα Όχι τού ΝΑΙ’ είναι ένα βιβλίο που κουβαλά κάτι εντελώς δικό του, ολοκληρωμένο και άχρονο: Γιατί δεν φωνάζει, δεν επιδεικνύει, δεν ποτίζει με γλυκερά γιατροσόφια τις δυο Μαργαρίτες. Αντίθετα· άλλοτε με το κοφτερό του χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό κι άλλοτε με την άβυσσο να φτάνει  ως τα γόνατά μας, γίνεται ζωή και παρόν και τέχνη. Τέχνη που είναι πάντα εκεί· δίχως να εκβιάζει τίποτα μες στην απλότητα και στην εντιμότητά της. 

 

*

 

«Aν μπεις στον κόπο να είσαι η Μαργαρίτα, τότε θα σε πλησιάζουν όλοι επειδή είσαι η Μαργαρίτα».

«Μα μαμά, ποια Μαργαρίτα; Η Μαργαρίτα εγώ, ή η Μαργαρίτα εσύ; Αν μαδηθώ θα σού μοιάσω; Αν μαδηθώ θα με φροντίσεις; Αν αρρωστήσω θα γυρίσεις;»  

«Γράφε μου, τζιτζίκι μου...»

«Αν γράψω θα σωθώ; Αν γράψω θα γεννηθώ; Γεννήθηκα Ιούλιο, λυκόφως, αστερισμός καρκίνος. Όταν με φέρανε για να με δει, γύρισε προς τον τοίχο».  

 

«...Δεν κατάφερες να σπάσεις αυτόν τον μολυσμένο κύκλο. Δεν γεννήθηκες Μαργαρίτα...»

 

*

 

Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, με την κοφτερή σαν αίμα διεισδυτικότητά του, συνομιλεί ισότιμα δίχως κανένα φρένο ούτε δεύτερες σκέψεις με τη Μαργαρίτα Καραπάνου. Τρυπώνει στα πιο αβυσσαλέα πηγάδια τής ‘Κασσάνδρας’, τού ‘Υπνοβάτη’, τού ‘Rien ne va plus’, ανασύροντας στο φως δαίμονες και αγίους, στα σπλάγχνα μιας αβάσταχτης καθημερινότητας, το καλοκαίρι τού 1999: Όταν η Καραπάνου μεταφράζει στα γαλλικά το βιβλίο ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ τού Αδαμόπουλου, και αρχίζει να γράφει το δικό της ‘ΝΑΙ’ ξεχύνοντας, πρώτη φορά, στο φως τα στραγγαλισμένα μέλη της από την διπολική διαταραχή της. Παράλληλα εκκολάπτονται ‘Τα όχι τού ΝΑΙ’· σαν φίδι-έμβρυο μέσα στους καλογυαλισμένους καθρέφτες, στη χαλασμένη μήτρα τής σιωπής. Είδωλα και κάτοπτρα ξεκοιλιάζονται, εξερευνώνται δύσοσμοι οχετοί γεμάτοι ξερατά και θανάτους, λύκοι που απλώνουν τα χέρια. Κασσάνδρες - σκορπιοί  ορθώνονται σαν γιγαντιαίοι σκελετοί στα τρεμάμενα χείλη και αποκτούν μορφή. Σαν καταδίκη και σαν γιορτή, το πεινασμένο βρέφος-Μαργαρίτα σπαρταράει, κρυώνει, μιλάει…

Και οι ενήλικοι διάλογοι των δύο συγγραφέων γίνονται συγκλονιστικοί κάποιες στιγμές:

«-Ε βέβαια· έζησες μια ζωή σαν κακομαθημένο τσογλάνι, κι επειδή δεν είχες την αγάπη κανενός αρνήθηκες να ζήσεις. Αν είναι έτσι, να τα χέσω τ’ Ανάκτορα, τα Παρίσια, τον Παπάγο και τον Βενιζέλο, τον Καραπάνο και τη Λυμπεράκη, τον Gallimard και τη στοά Φέξη και τα βραβεία κι όλα μαζί. Σκατά! Ούτε μια στάλα αγάπη δεν υπήρχε.

-Έχεις δίκιο...

-Και τα ’γραψες όλα αυτά! Τα ’χεις γράψει με το νι και με το σίγμα. Αυτό είναι το καλό σου· γι’ αυτό σ’ αγαπάω(...) Κανένας μαλάκας όμως δεν κατάλαβε πως η ‘Κασσάνδρα και ο Λύκος’ είναι τελείως βιογραφικό κείμενο...

-Κανένας μαλάκας...

-Ούτε η μάνα σου· που υποτίθεται πως κάτι ήξερε.

-Ούτε...»

 

‘Τα όχι τού ΝΑΙ’ πάλλονται σαν φλέβα ζωντανή. Με γνήσια αμεσότητα που τσακίζει κόκκαλα, ορμούν στη μήτρα των τραυμάτων, δίνοντας χέρι βοήθειας στο άρρητο για να γαντζωθεί στο λαρύγγι τής αλήθειας κι επιτέλους να ειπωθεί. Επίμονα, ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, με λευκή ευαισθησία και σαρωτική οξύνοια, με παιδικό -γι αυτό και αμετάκλητο- νοιάξιμο συλλαβίζει με την Μαργαρίτα τα στραγγισμένα σπλάγχνα της. Βουτά τρυφερά στα ξεβρασμένα σωθικά της ανασύροντας στα χείλη της αιώνιες και ακατάσχετες αιμορραγίες. Με γραφή άλλοτε σαν χάδι κι άλλοτε σαν οξύ καυστικό, μάς παρασύρει σαν φυσικό φαινόμενο στους κόλπους μιας δυνατής φιλίας και στα τραυματισμένα κύτταρα μίας σπουδαίας συγγραφέως. Κατορθώνει όμως συνάμα και ο ίδιος μια Λογοτεχνική αποκάλυψη· έναν άγριο σεισμό στο σώμα και την ψυχή, καθώς ο λόγος του είναι στην υπηρεσία τής ζωής,  χωρίς όμως να συγκαλύπτει τους θανάτους. Και μες απ’ την ανατριχιαστική διαφάνεια και την προφορική αμεσότητα, μεταποιεί εντελώς μαγικά το «τότε» στο πιο ζωντανό «τώρα»· επιτρέποντάς μας, σαν ηδονοβλεψίες, να συγκινηθούμε, να κλάψουμε και να γελάσουμε κι εμείς μαζί τους...

 

«…Τελειώνοντας λοιπόν το ‘ΝΑΙ’, η Καραπάνου συνειδητοποιεί πως δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο στη ζωή της και αυτοκτονεί: Γιατί δε νοιάστηκε ποτέ της για τίποτα, εκτός από κείνο το χάδι που τής χρωστούσαν και δεν ήρθε ποτέ [...] Και δε μού λες ρε ζώον· πήρες clopixol, μαζί με αντιδιαρροϊκό για σκύλους; [...] Το πρόσωπό της, ένα πελώριο παντζάρι που βράζει ανάσκελα, γελώντας ασταμάτητα…»

 

Οι δυο συγγραφείς είν’ εδώ, μπροστά μας· γελάνε σαρκάζουν σαρκάζονται, οι χρόνοι στροβιλίζονται και γίνονται ζωντανή παρουσία. Τρυφερότητα, γέλιο, απορία, θυμός και ζωντανή αγάπη είναι τα μαγικά υλικά τού βιβλίου, τρικυμίζοντας τις αισθήσεις μας διαρκώς απ’ τη χαρά στη λύπη: Η Μαργαρίτα Καραπάνου γελά, κλαίει, φλυαρεί, φοβάται, σωπαίνει, παραληρεί, φυλλοροεί και ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος ακούει, σκέφτεται, καταγράφει, νιώθει, νοιάζεται και παλεύει· σαν ένας καλός δαίμονας τής αντι-ψυχιατρικής που φτύνει τη σκουριά μιας χαλασμένης πραγματικότητας:

 

«...Δεν ξέρω γιατί· ενάντια σε κάθε λογική και ενάντια στην Επιστήμη, ενάντια σε όλους τους ειδικούς που την κουράρουν, εγώ πιστεύω ακόμα πως η Μαργαρίτα θα μπορούσε να τα καταφέρει. Πιστεύω πως θα μπορούσε να ζήσει κανονικά. Πιστεύω πως όλα, μα όλα τόσα χρόνια, έχουνε γίνει λάθος...»

 

‘Τα όχι του ΝΑΙ’ είναι μια κατακόρυφη βουτιά στο τσιμέντο. Ένα χέρι που σε αρπάζει απ’ το λαιμό και σού μασάει σαν ύπουλο τρωκτικό τα πνευμόνια μέχρι να σκάσεις· κι εκεί, με το σπαθί στον τράχηλο, την ύστατη στιγμή, σού χαρίζει την πολυπόθητη ανάσα. Σκληρός και τρυφερός, όπως όλοι οι καλοί άγγελοι, ο Αδαμόπουλος στριμώχνει, διαφωνεί και τσακώνεται με την Καραπάνου. Με την αγκαλιά του όμως πάντα ανοιχτή στον μόνο δρόμο όπου όλα είναι πιθανά: Τής αγάπης, τού βλέμματος εκείνου που γέρνει τρυφερά πάνω στην πληγή τού άλλου:

«…Θα με βοηθήσεις να θυμηθώ πράματα; Από απλές διαδρομές...».

Χωρίς όμως να διστάζει να αποκαθηλώσει τα λείψανα τού ονείρου, μα και το τέλος ακόμη τού ‘ΝΑΙ’· τού βιβλίου όπου τον έχει κάνει βασικό της ήρωα και τού το αφιερώνει ονομαστικά:

«...η Λώρα στο βιβλίο γίνεται καλά, όμως η Μαργαρίτα στην πραγματική ζωή δεν γίνεται καλά…».

Άλλωστε η ζωή δεν είναι λογοτεχνία και δεν συγκινείται με αραχνοΰφαντες γάζες και ψέματα. Σώζεται όμως η αγάπη, η παρουσία, το νευρικό γέλιο που σε διπλώνει στα δυο, η τρυφερότητα και η καθαρότητα στο βλέμμα. Όλο το βιβλίο ανασαίνει σα μια ξεσκισμένη δίνη στα πιο σαρκοβόρα έγκατα τού ψυχισμού. Κι εκεί είναι το σπουδαίο απ’ τη μεριά τού συγγραφέα: Ενώ είναι πνιγηρό· γεμάτο πυκνούς καπνούς πολλές φορές, ταυτόχρονα προσφέρει χιλιάδες αναπνοές, μικρά θαύματα που απαιτούν μιαν άλλη δικαιοσύνη:

«Σ’ ακούω που κλαις πουλί μου...Μην κλαις, σ’ ακούω...Εδώ είμαι...» τής λέει.

 

…Και η άλλη Μαργαρίτα (η Λυμπεράκη) η μαμά, να μπαινοβγαίνει ελεύθερα κάθε τόσο στο σαλόνι τής κόρης της Μαργαρίτας· σιωπηλά, σαν τα καταχθόνια πηγαινέλα εντός της, μηρυκάζοντας τα τελετουργικά των αρχαίων σπαραγμών που τόσο την απασχόλησαν άλλοτε. Ο Αδαμόπουλος αρνιέται, απορεί, θυμώνει, αντιστέκεται: «…Όσα χρόνια την ξέρω πάντα έτσι: ‘Ναι, μαμά’...» Καταφέρνει ωστόσο να την κάνει κάποια στιγμή να ξεσπάσει· έστω και για λίγο:

«…‘Τους πούστηδες, τι μού κάνανε’· τής είχε ξεφύγει μια φορά μιλώντας για τους γονείς της. Δαγκώθηκε αμέσως, μαζεύτηκε τρομαγμένη...»

Ο συγγραφέας καταγράφει με σαρωτική αφοπλιστικότητα τα λείψανα των άστρων από αυτήν την λυσσαλέα σχέση μαμάς-κόρης· δεν αποσιωπά, δεν παραπλανά, δεν ωραιοποιεί τίποτα. Με σπάνια εντιμότητα ξεσκίζει άφοβα γελοίους καθωσπρεπισμούς ορμώντας στο μεδούλι μιας σκληρής πραγματικότητας. Τι μένει; Τίποτα πιο μυστηριώδες απ’ την αλήθεια:

«Αλληλοσπαραχθείτε, αλλά με λίγη τρυφερότητα» θα έλεγε η μαμά Ρίτα.

«Αγαπημένη μου μαμά, πότε θα γυρίσεις; Θέλω να σε σκοτώσω» θα έγραφε η Μαργαρίτα.

«Δεν ξέρω ποιαν απ’ τις δυο ήθελα να δείρω περισσότερο εκείνη την στιγμή· τη μαμά ή την κόρη: Τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη, ή τη Μαργαρίτα Καραπάνου...» γράφει ο Αλέξανδρος.

 

Γι’ αυτό ακριβώς, το βιβλίο τούτο είν’ ένα σπουδαίο βιβλίο: Γιατί σφύζει από ζωή· πραγματική ζωή, ολόψυχη κι ανυπόκριτη. Γιατί ξεστομίζει αλήθειες, μαρτυρικές και άοπλες. ‘Τα όχι τού ΝΑΙ’ είναι ένα χαστούκι απέναντι στη λήθη και τη σιωπή. Με μια ξέφρενη, σπαρταριστή αυθεντικότητα και εντιμότητα, ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος ζωντανεύει τη Μαργαρίτα Καραπάνου για έναν καφέ ακόμη, για έν’ ακόμη παράπονο, για ένα γέλιο ξανά, στο σαλόνι της στη Δεξαμενή.

Και η Μαργαρίτα τού κλείνει το μάτι λέγοντας :

-Αλέξανδρε, η ζωή είναι αγρίως απίθανη· μα με σένα δίπλα μου, έγινε πιο πιθανή.  

 

  © Ντία Θεοδωροπούλου

dia_theodoropoulou@yahoo.com

Ψυχολόγος - Πάντειο Πανεπιστήμιο

Ηθοποιός - Δραματική Σχολή Βεάκη

 

Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις διηγήματα Μελίσσα Στοΐλη εκδόσεις Κίχλη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις

διηγήματα

Μελίσσα Στοΐλη

 εκδόσεις Κίχλη

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Στα δυτικά της πόλης • Fractal (fractalart.gr)



 

 

Στα δυτικά της πόλης

 

Δεκαεπτά ιστορίες για μια πόλη μέσα στον χρόνο, μια πόλη που όσο κι αν απομακρύνεσαι από αυτήν θα σε ακολουθεί πάντα, θαρρείς αγκιστρωμένη πάνω σου ή καλύτερα βυθισμένη στα εσώτερά σου, πεισματικά να είναι εκεί και να σε αναγκάζει να γράφεις γι’ αυτήν. Αυτή η σκέψη δεν με εγκατέλειψε καθόλου από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία του βιβλίου της Μελίσσας Στοΐλη – δεύτερο μετά από το Και διηγώντας τα… να τρως (Κίχλη, 2015), στο οποίο με πρωταγωνιστή τις γεύσεις κινητοποίησε όλες τις αισθήσεις μας σε ένα ξεχωριστό ταξίδι στον πολιτισμό. Εδώ, στη δεύτερη συλλογή της με πεζά, Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις, οι πρωταγωνιστές της –ήρωες ή αντιήρωες της καθημερινότητας– κυκλοφορούν  στη δυτική πλευρά της αγαπημένης Θεσσαλονίκης και αντιμετωπίζουν απλές ή σύνθετες καταστάσεις που ισορροπούν ανάμεσα στον ρεαλισμό και στις μικρές υπερβάσεις του. Στιγμιότυπα ζωής που αφήνουν στο φόντο να αναδυθεί ο χώρος και ο χρόνος που τα γέννησε με αυτά τα χαρακτηριστικά.  Και αν όλα εκκινούν από τις αποθηκευμένες μνήμες (του προσωπικού χρόνου ή του χρόνου των άλλων και των παλαιότερων) αλλά και από την παρατήρηση (προσωπική αυτή), η Στοΐλη αποδεικνύεται ικανή μέσα στη μικρή φόρμα των ιστοριών της να ενσωματώσει τόσο περίοπτους και σαφείς χαρακτήρες όσο και (κυρίως) την αύρα μιας πολύ ξεχωριστής πόλης. Μιας πόλης που  ξετυλίγει το πολύχρωμο μωσαϊκό των λαών και των πολιτισμών που έκρυψε στην αγκαλιά της. Με λέξεις από λαντίνο, σεφαραδίτικα, από τούρκικα αλλού ή από τα «εντόπια», το αναγκαστικό ιδίωμα με μείγμα από όλες τις εθνο-ντοπιολαλιές στον μακεδονικό χώρο, μαζί με τα τοπωνύμια (δρόμους και γειτονιές) ζωντανεύουν οι εποχές, και τα πρόσωπα αποκτούν το κατάλληλο πλαίσιο για να υποδυθούν τον ρόλο τους· η αναβίωση της πόλης μέσα στον χρόνο.



Η Στοΐλη γράφει σήμερα παρατηρώντας τα απομεινάρια των παλαιότερων, και έτσι με τον δικό της αφηγηματικό τρόπο παραδίδει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές πεζογραφίας: με αίσθηση του περιττού, εστίαση στο σημαντικό, κατακλείδα αποκαλυπτική στην κάθε ιστορία, ένα χιούμορ υποδόριο, σωστές ιστορικές επισημάνσεις, γλώσσα προσεγμένη και επαρκή στις υποδηλώσεις της, τέλος με μικρές δόσεις μαγικού ρεαλισμού. Κάποιες από τις ιστορίες της λειτουργούν ως πυρήνες που κάτω από την κατάλληλη επεξεργασία μπορούν να μεγεθυνθούν σε πρόσωπα και πλοκή και να αποτελέσουν ένα μυθιστόρημα. Ενδεικτικά αναφέρω τις: «Δώρον άδωρον», «Καθώς πέφτουν», Η μυστηριώδης και πρωτάκουστη επιδημία αφασίας», «Η τυχερή». Ωστόσο, όπως έχουν γραφεί, με τη συνοπτική τους μορφή,  γοητεύουν. Όλες οι ιστορίες μπορούν να διαβαστούν σαν κεφάλαια μιας ευρύτερης, με πρωταγωνιστή την πόλη που αλλάζει το πρόσωπό της κάθε φορά που ο ήρωας ή η ηρωίδα φανερώνουν την ιδιαίτερη σχέση μαζί της, βιώνοντας τα επακόλουθα των ιστορικών γεγονότων που ταλάνισαν τη ζωή τους – προσφυγιά, μετανάστευση, φτώχεια και αρρώστιες. Από τις αρχές του 19ου αιώνα ως σήμερα σχεδόν.

Όσο για τον τίτλο που φιλοδοξεί με τη σημειολογία του να στεγάσει όλα τα διηγήματα, ευφυής οπωσδήποτε, αφήνει ένα ερώτημα να πλανιέται: αυτή η πόλη με τα πολλά πρόσωπα, που σε ξαφνιάζει με τον συντηρητισμό της όσο και με τις πνευματικές της εξάρσεις, μπορεί να σε ωθήσει στα άκρα; Στο διήγημα «Καθώς πέφτουν», από όπου και η έμπνευση του τίτλου, η τραγικότητα απαλύνεται με την ψευδαίσθηση, αυτό όμως ισχύει στη μυθοπλασία. Δεν ξέρω αν υπάρχει απάντηση εύκολη σε ένα τέτοιο ερώτημα –απουσιάζω κι εγώ πάρα πολλά χρόνια από τη γενέθλια πόλη μου– ωστόσο ένα είναι βέβαιο: έχει τη δυναμική να γεννάει καλές πένες, όπως αυτή εδώ της Μελίσσας Στοΐλη.


Διώνη Δημητριάδου

 

Αποσπάσματα

 

« […] Ένα απόγευμα, εγώ καθόμουν έξω στο μπαλκόνι· τις βλέπω, βγήκαν κι αυτές έξω, κοίταξαν κάτω, και ξαφνικά πέρασαν τα κάγκελα και πήδηξαν. Σκοτώθηκαν. Δεν πρόλαβα ούτε να φωνάξω. Έτρεξαν βέβαια από παντού, αλλά τι τα θες, πάνε και οι δυο. Πώς έγινε αυτό το κακό, τι τις βασάνιζε, δεν μάθαμε.

»Και μετά τα πράγματα έγινα  χειρότερα· σαν να ήταν μόδα, έβγαιναν ο ένας μετά τον άλλο και πήδαγαν κάτω. Κάθε μέρα. Ούτε πίσω στο μπαλκόνι της πρασιάς τολμούσα να βγω ούτε μπροστά στον δρόμο. Φοβόμουν, ξέρεις… […] Έτσι, ας είναι. Μην πας από την πόρτα όμως. Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις! Να δεις τι καλά που είναι. Ξέρουν αυτοί». («Καθώς πέφτουν», σ. 37, 39).

 

 

Γυρολόγος ήταν. Έφερνε βόλτα τα χωριά της Μακεδονίας και πούλαγε από υφάσματα μέχρι λάδι, ό,τι τύχαινε. Και τη μάνα του ακόμα θα πούλαγε ο Δημητρός, αν δεν είχε προλάβει να πεθάνει η γυναίκα – νέα, νεότατη– από θέρμη.  Τον Φεβρουάριο του 1916, αχάραγα ακόμη, φόρτωσε το κάρο με σουσαμόλαδο, φόρτωσε και την κόρη του –δώδεκα χρονών τότε– να την πάει υπηρέτρια στην πόλη. […] Σκέφτηκε ο Δημητρός ότι η μικρή σήμερα αύριο μπορεί και να πέθαινε, αφού ήταν τόσες ημέρες άρρωστη. Θα είχε μεγάλη χασούρα τότε. Καλύτερα να την έδινε τώρα, να πάρει μαζεμένα λεφτά. Κι αν πέθαινε η μικρή, ας ερχόταν ο κυρ Τζώρτζης να  του τα ζητήσει πίσω. Και την πούλησε. Την τυχερή. («Η τυχερή», σ. 25, 28).

Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

Το ξύπνημα αργεί Steven Heighton μετάφραση: Στέργια Κάββαλου εκδόσεις Βακχικόν η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Το ξύπνημα αργεί

Steven Heighton

μετάφραση: Στέργια Κάββαλου

 εκδόσεις Βακχικόν

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η ποίηση είναι μια ανοιχτή συνομιλία • Fractal (fractalart.gr)

 


Η ποίηση είναι μια ανοιχτή συνομιλία

 

Μια συνομιλία ποιητική ενδεχομένως να αφορά ομοιότητες που εντοπίζονται σε έργα ποιητών από διαφορετικές εποχές και πολιτισμικό περιβάλλον, ως απόδειξη ότι στην τέχνη δεν υπάρχουν παρθενογενέσεις. Ίσως ακόμη να εντοπίζεται σε μια ιδιόμορφη συνδιάλεξη/συνδημουργία κατά τη μετάφραση της ποίησης, καθώς ο ποιητής-μεταφραστής μεταφέροντας στη γλώσσα του το ξένο ποίημα αναπόφευκτα επιχειρεί να αποδώσει, στην καλύτερη περίπτωση, κάτι από την ουσία του, σε νόημα, ρυθμό και αισθητική, παρεμβαίνοντας δημιουργικά προκειμένου να μη χαθεί η αρχική αιτία που το έκανε ποίημα. Υπάρχουν, όμως, και ευθείες αναφορές, όταν ο ποιητής φανερώνει τη συνομιλία με το  άλλο ποίημα τοποθετώντας το ως προμετωπίδα στο δικό του, υποδεικνύοντας έτσι την αφορμή που το γέννησε.

Ο ποιητής Στίβεν Χέιτον στη συλλογή του Το ξύπνημα αργεί (The waking comes late, 2016) μετέρχεται όλους τους παραπάνω τρόπους επαφής με τα ποιήματα των άλλων, επιλογή που δεν αιφνιδιάζει, καθώς συναντάμε και σε άλλες συλλογές του προσεγγίσεις, όπως τις ονομάζει ο ίδιος, δηλαδή  ελεύθερες μεταφραστικές εκδοχές της ποίησης. Φανερώνοντας την άποψή του για το έργο της μετάφρασης υποδεικνύει την κατευθυντήρια οδό που οφείλει να ακολουθήσει ο μεταφραστής (μακάρι και ποιητής ο ίδιος) προκειμένου το μετάφρασμα να συνιστά ομοίως ποίημα – δύσκολο εγχείρημα, αν δεν αποδοθεί ο αρχικός ποιητικός τρόπος σε μορφή και σε ρυθμό κυρίως. Στη συλλογή του αυτή προχώρησε ακόμη πιο πέρα, παρεμβάλλοντας τις μεταφραστικές του προτάσεις σε ποιήματα άλλων ανάμεσα στα δικά του ποιήματα, επιτυγχάνοντας έτσι την καλύτερη συνομιλία μαζί τους.



Κάτω από αυτό το πρίσμα, όλα τα ποιήματα εμπλέκονται λειτουργικά στη διαδικασία της δημιουργίας, το καθένα με το δικό του βάρος, ώστε να συντεθεί επιφανειακά μεν μια ποιητική πολυχρωμία που, σε προσεκτική εντούτοις ανάγνωση, οδηγεί στη βαθύτερη σύμπλευση και αλληλεξάρτηση, αναδεικνύοντας την έτσι κι αλλιώς διαλεκτική σχέση που κανοναρχεί όλα τα γραφόμενα ποιήματα όλων των εποχών. Έτσι, για παράδειγμα δεν μπορείς εύκολα να διακρίνεις τα όρια ανάμεσα στο ποίημα του Γκέοργκ Τρακλ «Ένα τέλος», που ο Χέιτον μεταφράζει, και στο δικό του ποίημα που το ακολουθεί «Τρακλ, 1913», καθώς το πρώτο αποτελεί φυσικά την αφορμή για το δεύτερο, το οποίο όμως συνιστά τη νοηματική του συνέχεια επηρεάζοντας προφανώς και τις μεταφραστικές επιλογές. Καθόλου τυχαία η επιλογή των ποιητών που προσεγγίζει στη συλλογή του (συναντάμε, για παράδειγμα,  την παρουσία του Καβάφη, της Αχμάτοβα, του Οσίπ Μαντελστάμ, του Πάουλ Τσέλαν),  όπως καθόλου συμπτωματική η σύζευξη των δικών του ποιημάτων στα μεταφρασμένα.

Όλα οδηγούν στην επιβεβαίωση του τίτλου Το ξύπνημα αργεί, αντλημένου  από το πιο σπαρακτικό στην αλληγορία του ποίημα της συλλογής. Σε όλο το έργο του Χέιτον συναντάμε μια κριτική στάση απέναντι στη μορφή που έχει πάρει ο σημερινός κόσμος αλλά και στην παθητικότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η πολύμορφη παθογένειά του. Ανοιχτός ο Χέιτον στις προκλήσεις γράφει: οι πόροι να ανοίγουν/ σαν θυρίδες στον κόσμο/ για καλωσόρισμα («Πώς ένας ποιητής πρέπει»), αποδεικνύοντας τη θέση του ποιητή μέσα στον κόσμο, με ανοιχτά τα μάτια του και ευαίσθητες τις κεραίες του για να προσλαμβάνει τα μηνύματα, να τα επεξεργάζεται και να τα αποτυπώνει μέσα στους στίχους του προσφέροντας μια προνομιούχο θέα σε ό,τι υπάρχει, μα ίσως δεν είναι ακόμη ορατό σε όλους. Όντως το ξύπνημα αργεί, όπως  λέει ο ποιητής. Κι όμως, δίνει εδώ πολλές αφορμές αφύπνισης, μέσα από τη δική του αλλά και την ποίηση των άλλων, δουλεμένη με τον δικό του τρόπο, σε απόλυτη συνομιλία. Μα, πώς αλλιώς;  Αν η ποίηση επιμένει ακόμη να είναι ζωντανή, είναι γιατί οι θύρες της είναι ανοιχτές.

Από τις εκδόσεις Βακχικόν, στη σπουδαία σειρά «Ποίηση απ’ όλο τον κόσμο», σε μετάφραση της Στέργιας Κάββαλου, που, ποιήτρια ή ίδια εκτός από μεταφράστρια, γνωρίζει τον τρόπο να αποδοθεί η ποίηση χωρίς να χάσει τα χαρακτηριστικά που εξ αρχής της έδωσαν αυτό τον χαρακτήρα.


Διώνη Δημητριάδου

 


ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΡΕΠΕΙ

 

Πώς ένας ποιητής, αδύνατον, πρέπει

να είναι – εντελώς ανοιχτός κι όμως

 

μαγκωμένος – οι πόροι να ανοίγουν

σαν θυρίδες στον κόσμο

 

για καλωσόρισμα, που όμως είναι απαράβατο

σαν ένα χρηματοκιβώτιο, ή καύκαλο, σκληρή

 

θήκη κόντρα στις σάπιες

λέξεις, ψεύτικα φυλαχτά,

 

σπόροι δυσκολοχώνευτων

δεδομένων, από τα gigabyte:

 

τετριμμένη μετάδοση. (Κι όμως να είσαι περίεργος

μέχρι το τελικό στάδιο).

 

Πώς πρέπει ο ποιητής να κυλήσει;

Ανάμεσα σε αυτά τα άκρα, αδύνατον,

 

και ο στόχος του, ο στόχος της – ενσαρκώνεται

σε μια φράση ή στροφή μια στιγμή

 

επικριτικής παρουσίας, με τρόπους

που το δικό μου μυαλό δεν θα μπορούσε να μιμηθεί.

Τρίτη 19 Απριλίου 2022

Χρηματιστήριον εποχών Χαϊκού για πέντε γένη ανθρώπων Βιβή Κοψιδά-Βρεττού Εκδόσεις Βακχικόν η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Χρηματιστήριον εποχών

Χαϊκού για πέντε γένη ανθρώπων

Βιβή Κοψιδά-Βρεττού

Εκδόσεις Βακχικόν

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Βιβή Κοψιδά-Βρεττού: «Χρηματιστήριον εποχών» (diastixo.gr)



Σαν το μοναδικό χτύπημα μιας καμπάνας. Έτσι, κατά τον Λευκάδιο Χερν πρέπει να ηχεί το ποίημα, σύντομο όσο και ικανό να προκαλέσει κυματισμό στο μυαλό του ακροατή. Θέτοντας ως εισαγωγή στην πρόσφατη ποιητική της συλλογή η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού την εύστοχη τοποθέτηση του Λευκάδιου Χερν για τα τρίστιχα χαϊκού, εξηγεί με έμμεσο τρόπο τη δική της επιλογή να ενσωματώσει μέσα στην αυστηρή μετρική του ιαπωνικού προτύπου ένα ευρύ στις προεκτάσεις του θέμα. Η γήινη και θνητή ανθρώπινη συνθήκη μέσα στην απεραντοσύνη ενός σύμπαντος, αμέτοχου και αδιάφορου για τις υπαρξιακές αγωνίες των θνητών, μέσα στη δίνη του χρόνου που κυλά ακατανόητος για την πεπερασμένη λογική ικανότητα ως προς τους μηχανισμούς του. Μπορεί να ειπωθεί το ανείπωτο μέσα στις ποιητικές λέξεις; Και, αν ναι, χρειάζεται άραγε κάτι περισσότερο από δεκαεπτά συλλαβές; Αρκεί οι λέξεις να ηχούν προδίδοντας το βάθος τους πίσω από τις μετρημένες συλλαβές τους, προεκτείνοντας το νόημά τους στην ικανότητα του αποδέκτη. Αρκεί, πάνω απ’ όλα, το χαϊκού να λειτουργεί χωρίς να χάνει την ποιητική ουσία χάριν της τεχνικής επεξεργασίας για την επίτευξη της αυστηρά προκαθορισμένης μορφής. Η Κοψιδά-Βρεττού θα προσαρμόσει τα ησιόδεια γένη των ανθρώπων στα σύγχρονα πάθη, δείχνοντας πώς προσεγγίζεται ο χρόνος, πώς μέσα του εντάσσεται η ανθρώπινη οντότητα, πώς τελικά μπορεί να ερμηνευθεί στη βάση μιας καμπύλης ηθικών αξιών όλη η ανθρώπινη ιστορία. Εν προκειμένω εύστοχη η αναφορά του τίτλου της συλλογής στις χρηματιστηριακές αξίες, ακόμη κι αν κακόηχη η λέξη μιλώντας για ποίηση.

Στο «Χρύσεον γένος» άπλετο το φως συντροφεύει την ελπίδα και την προσμονή των ανθρώπων να ομοιάσουν με τη θεότητα, αγγίζοντας την αθανασία, να ενσωματωθούν στην   τελειότητα της φύσης· Ως τε θεοί έζωον ακηδέα θυμόν έχοντες, θα προλογίσει με τις λέξεις του Ησίοδου την πρώτη ενότητα η ποιήτρια θυμίζοντας ένα βίο χωρίς θλίψη – μάταιη όμως η αναμονή μιας ολοκλήρωσης θα τους προσγειώσει στη θνητότητα. Είναι τότε που συνειδητοποιούν πως ό,τι τους απομένει, ό,τι τους συνδέει με το παρελθόν είναι η μνήμη. Εδώ προλογίζουν τη δεύτερη ενότητα («Μνημοσύνης γένος») τα λόγια του Αριστοτέλη: Γίγνεται δ’ εκ της μνήμης εμπειρία τοις ανθρώποις. Πάντα, ωστόσο, υπάρχει το περιθώριο μιας ηρωικής διάκρισης, σε μια συνθήκη που ανυψώνει τους εκλεκτούς που θα προκαλέσουν τη ζωή ως τα όριά της: δικαιότερον και άρειον ανδρών ηρώων γένος, πάλι ο Ησίοδος έρχεται ως αρωγή ή ως αρχική έμπνευση στο τρίτο μέρος (Ηρώων γένος») της ποιητικής συλλογής. Για τους υπόλοιπους η αντιστοιχία με το «Σιδήρεον γένος», που οι θεοί όρισαν να ζουν μέσα σε σκληρές μέριμνες: σαφές εδώ το ησιόδειον, χαλεπάς δε θεοί δώσουσι μερίμνας. Όσο για το τελευταίο μέρος της συλλογής, το «Εκτός εποχής», η ποιήτρια επέλεξε ένα «Κομπολόι με χαϊκού», όπως το ονομάζει, κάτι σαν εύκαιρο εγχειρίδιο, δηλαδή κάτι ευσύνοπτο, εύχρηστο  σε πρώτη ζήτηση, ικανό να κρατήσει στη μνήμη αγαπημένο πρόσωπο, να λειτουργήσει ιαματικά, έτσι όπως η ποίηση ξέρει.



Σε όλα τα μέρη της συλλογής διυλίζεται μέσα στο ποίημα ο συγκλονισμός του ποιητικού υποκειμένου (ταυτιζόμενου απολύτως με τον ποιητή δημιουργό) για όσα συνιστούν το ζοφερό σκηνικό της ρέουσας πραγματικότητας. Όταν, για παράδειγμα, γράφει η ποιήτρια: Σπαρνά η ζωή/ Στον βυθό της θάλασσας/ Παιδιά τραγουδούν (από το «Σιδήρεον γένος»), βρίσκει τον τρόπο μέσα σε δεκαεπτά συλλαβές να δώσει ένα σύγχρονο δράμα και μάλιστα παράλληλα με την αντίδραση της φύσης – μια απόπειρα εύστοχη να προχωρήσει το χαϊκού σε ένα άλλο επίπεδο, κοινωνικής ευαισθησίας, χωρίς όμως να απολέσει εντελώς το αρχικό του πρότυπο που το συνέδεε με τα εναλλασσόμενα πρόσωπα της φύσης.

Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται ένα κείμενο («Η άρπα») του σπουδαίου Ιάπωνα λόγιου Οκάκουρα Κακούζο (1863-1913), που θα μπορούσε να συνοψίσει όλη την ποιητική συλλογή της Κοψιδά-Βρετού, καθώς δείχνει τη σχέση του δημιουργού με το έργο, την παραχώρηση του ποιητή στην ουσία της ποίησης, αφήνοντας κατά μέρος την όποια (συχνά συνακόλουθη) οίηση, την αλαζονεία του. Πράγματι, το ποίημα έχει μέσα του τη δυναμική να  μιλήσει, να βρει τον δρόμο του προς τον αποδέκτη του, τον (μακάρι) συμπορευόμενο αναγνώστη. Η ποιήτρια εδώ επέλεξε το είδος των χαϊκού –είδος που την έχει απασχολήσει, κυρίως σε θεωρητική προσέγγιση, σε όλο το έργο της– για να δείξει ακριβώς τη δύναμη του ελάχιστου στην πιο ακραία μορφή του. Αν μπορεί το ελάχιστο σώμα ενός χαϊκού να συμπεριλάβει τη φιλοσοφική εν προκειμένω θεώρηση τόσο του κόσμου εν συνόλω όσο και της θέσης της ανθρώπινης ταπεινότητας μέσα του (αυτό επιδιώκει η ποιήτρια), τότε πραγματικά το ποίημα αναδεικνύεται από έλασσον (ως προς τη μορφή) σε μείζον (ως προς το νοηματικό περιεχόμενο).

 

Εδώ δύο δείγματα προς απόδειξη της παραπάνω άποψης:

 

Τέλος του χρόνου/ Γελούν απολογισμοί/ Αδιόρθωτοι… (από το «Σιδήρεον γένος»). Μέσα σε δεκαεπτά όλες κι όλες συλλαβές φάνηκε η ψευδαίσθηση της θνητότητας να ελέγξει τα χρονικά διαστήματα, η εγγενής αδυναμία της να  συμπορευθεί μέσα στον φυσικό κόσμο ως ίσος προς ίσο.

 

Οπλές αλόγων/ Κυοφορούν σύννεφα/ Κρύβουν τον ήλιο. (από το «Ηρώων γένος»). Η αντίστιξη ισχυρή: έργα καταστροφής, δημιουργήματα των ανθρώπων (κάποιοι τα θεωρούν ηρωισμό) που τείνουν να καταργήσουν τη φυσική τάξη.

 

 

Η προσεγμένη έκδοση με ένα εξώφυλλο «φλεγόμενο», με την εικόνα στο κέντρο της (πίνακας: Fρανα) να έχει το κόκκινο της φωτιάς και του αίματος (δημιουργία και καταστροφή ταυτόχρονα) για να προλογίσει με τον εικαστικό τρόπο τα ποιήματα του βιβλίου. Σε ποιητική σύνοψη όλη η πορεία του ανθρώπου από τα πρώτα του βήματα ως σήμερα, με υπόρρητες «προβλέψεις» για ένα μέλλον μάλλον δυσοίωνο.

 

Διώνη  Δημητριάδου

Leonardo da Vinci Μύθοι & Ζωολόγιο εισαγωγή – μετάφραση: Αιμιλία Εμμανουήλ εκδόσεις Gutenberg η πρώτη δημοσίευση στην bookpress

 

Leonardo da Vinci

Μύθοι & Ζωολόγιο

εισαγωγή – μετάφραση: Αιμιλία Εμμανουήλ

εκδόσεις Gutenberg

η πρώτη δημοσίευση στην bookpress

«Μύθοι & Ζωολόγιο» του Λεονάρντο ντα Βίντσι (κριτική) (bookpress.gr)

 


 

η φωνή του Λεονάρντο

 

Εύστοχα η μεταφράστρια του βιβλίου Αιμιλία Εμμανουήλ στην Εισαγωγή της παρατηρεί ότι όσο διαβάζουμε τα κείμενα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, της πιο φωτισμένη συνείδησης όλου του αναγεννησιακού κόσμου, τόσο μοιάζει να ακούμε τη φωνή του, ένα ικανό συμπλήρωμα της οξείας ματιάς του που αποτυπώνεται στα εικαστικά του έργα. Από τις εκδόσεις Gutenberg κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα σπουδαίο βιβλίο, το οποίο περιλαμβάνει δύο έργα του ντα Βίντσι, τους Μύθους και το Ζωολόγιο. Δύο λογοτεχνικά έργα που τα βρίσκουμε στους περίφημους Κώδικες (τα αυθεντικά χειρόγραφά του), μέσα από τα οποία ανιχνεύεται η ανθρώπινη οντότητα ως ηθική και πνευματική υπόσταση· η ανύψωση του όντος που ανήκει μεν στα φυσικά πράγματα με τη γήινη μορφή του, ωστόσο επιδιώκει την ομοίωσή του με την ανώτερη δύναμη – ταυτόχρονα εγγεγραμμένος (όπως ο Βιτρουβιανός άνθρωπος του «Κανόνα των αναλογιών») τόσο στο τετράγωνο της γήινης λογικής όσο και στον κύκλο του ουράνιου θόλου και της υπέρβασης του ανθρώπινου μέτρου. Ένα συνειδητό εγχείρημα του ντα Βίντσι να αποδώσει την τάση (αλλά και τη δυνατότητα) του ανθρώπου για τελειοποίηση.



Στους Μύθους, ανακαλύπτουμε τη γοητεία της αφήγησης και την ευστοχία της επινόησης (οι περισσότεροι είναι δικά του αποκυήματα), με την αλληγορία (στα χνάρια της αισώπειας παραμυθίας) να είναι η κυρίαρχη τεχνική που χρησιμοποιείται (μαζί με τη χρήση συμβόλων) προκειμένου το περιεχόμενο εν είδει αποφθεγματικού κατασταλάγματος ή ηθικού διδάγματος να αποτυπωθεί με τον περισσότερο κατανοητό τρόπο.  Με γρήγορο, ασθματικό, ρυθμό στους μύθους που αποτελούν ένα πρώτο σχέδιο γραφής και είναι μικρότεροι σε έκταση ή πιο αργό στους επεξεργασμένους και πιο μακροσκελείς, παρουσιάζονται θέματα επιστημονικά (εδώ σε πιο εκλαϊκευμένη εκδοχή), θέματα που αντλούνται από τη φύση για να συνδεθούν έμμεσα με την ανθρώπινη συμπεριφορά, και άλλα που την αφορούν με άμεσο τρόπο. Όπως για παράδειγμα ο μύθος για τη φωτιά που φουντώνει ανεξέλεγκτα και έτσι υπενθυμίζει την ανθρώπινη ματαιοδοξία, την αλαζονεία της παντοδυναμίας, ενώ παράλληλα εκλαϊκευμένα παρουσιάζει έναν από τους νόμους της φύσης. Όλα συγκλίνουν σε μία θέση που αποσκοπεί να αποδείξει ότι η ανθρώπινη οντότητα βρίσκεται σε μια ισορροπία ανάμεσα στην υβριστική οίηση μιας δυνατής ανατροπής των φυσικών κανόνων και στην τραγική συνειδητοποίηση για το αδύνατο του εγχειρήματος. Η φύση, αναλόγως της αντιμετώπισης από τον άνθρωπο μπορεί να καταστεί από φιλική εχθρική. Η ηθική τελείωση αποτελεί τον μέγιστο σκοπό και προϋποθέτει την ισορροπία, τη συμφιλίωση με τους φυσικούς κανόνες.


Χρήσιμη η αλληγορία και στο Ζωολόγιο, προκειμένου να συσταθεί ένα είδος κώδικα με κανόνες συμπεριφοράς που να υποδεικνύει τον δρόμο της ηθικής τελείωσης του ανθρώπου. Εδώ ακόμη περισσότερο ακολουθείται το πρότυπο γραφής του Αισώπου, με τα ζώα  να ενδύονται τις ανθρώπινες αδυναμίες και αρετές. Για παράδειγμα, θα χρησιμοποιήσει τα περιστέρια για να μιλήσει για την ανθρώπινη αχαριστία ή αλλού θα παρομοιάσει την ανθρώπινη παραφροσύνη με την παράλογη μανία του ταύρου για το κόκκινο χρώμα. Αν ο άνθρωπος ακολουθήσει τα διδάγματα που προσφέρει η φύση (μέσα στην οποία εντάσσεται όσο κι αν προσπαθεί να την υπερβεί), θα ανακαλύψει έναν ηθικό κώδικα για να βελτιώσει τη ζωή του, να την κάνει ανώτερη αποβλέποντας πάντα σε μια, κατά το δυνατόν, τελείωση. Όσο θα δεσμεύεται από τη δογματικότητα αρνούμενος τη λογική και επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων (βασική αρχή σε όλο το έργο του ντα Βίντσι), όσο θα επιχειρεί τον διαχωρισμό του από τη φύση που τον γέννησε ως ένα από όλα τα όντα σε αυτονόητη ένταξή του ανάμεσά τους, τόσο θα απομακρύνεται από την αλήθεια των φυσικών νόμων καταστρέφοντας τη ζωή του. Εδώ με πιο αργό ρυθμό αφήγησης προτιμά στα περισσότερα την πιο μικρή έκταση, ενσωματώνοντας εύστοχα μέσα σε λίγες προτάσεις το ηθικοπλαστικό νόημα στο οποίο παραπέμπουν οι συμβολισμοί και οι αλληγορίες.

Είτε πρόκειται για σχέδια γραφής, που συνυπάρχουν με τα εικαστικά σχεδιάσματα του ντα Βίντσι, είτε για αυτοτελή κείμενα που αποσκοπούν σε ένα είδος ηθικής καθοδήγησης, αποτελούν ένα σπουδαίο συμπλήρωμα σε όσα έχουμε από τον ευφυή δημιουργό, ως ψηφίδες που ολοκληρώνουν την πλούσια «τοιχογραφία» του έργου του. Έτσι, αξίζουν συγχαρητήρια στις εκδόσεις Gutenberg που προσφέρουν αυτό το ιδιαίτερα φροντισμένο βιβλίο. Με σχέδια-μελέτες του ζωγράφου να συνοδεύουν τους Μύθους και το Ζωολόγιο, με εκτενή εισαγωγή, κατατοπιστική για το περιεχόμενο, που δείχνει τη σοβαρή ενασχόληση της μεταφράστριας με το αντικείμενο. Στην ίδια οφείλονται οι απαραίτητες σημειώσεις, η βιβλιογραφία, το ευρετήριο ονομάτων και το χρονολόγιο. Μια πλήρης έκδοση, άξια λόγου για το περιεχόμενο αλλά και για την αισθητική της από το εξώφυλλο ως τον κολοφώνα.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Αποσπάσματα

 

Η φωτιά ζέσταινε το νερό που ήταν μες στο τσουκάλι κι έλεγε πως το νερό δεν ήταν άξιο να βρίσκεται πάνω απ’ τη φωτιά που είν’ ο βασιλιάς όλων των στοιχείων της φύσης κι έτσι θέλησε με τη δύναμη του βρασμού να διώξει το νερό απ’ το τσουκάλι, οπότε το νερό για να της δείξει ότι την τιμά με την υπακοή του, κατεβαίνει χαμηλά και σβήνει τη φωτιά. (Μύθοι, 48, σ. 96).

 

 

Αυτό το ζώο αρπάζει τον άνθρωπο και τον σκοτώνει αμέσως. Αφού τον σκοτώσει, με φωνή λυπητερή και με δάκρυα πολλά θρηνεί γι’ αυτόν, και μόλις τελειώσει τον θρήνο του, τον καταβροχθίζει ανελέητα.

Το ίδιο κάνει και ο υποκριτής που με το παραμικρό γεμίζει το πρόσωπό του δάκρυα, δείχνοντας όμως ότι έχει καρδιά τίγρης και χαίρεται μέσα του για τις συμφορές των άλλων με το δακρύβρεχτο πρόσωπο.  (Ζωολόγιο, 55. Κροκόδειλος: υποκρισία, σ. 116).

 

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος (194) του Περιοδικού Οδός Πανός Oδός Πανός® εργοτάξιο εξαιρετικών αισθηµάτων έτος 41o, τχ. 194, Ιούλιος-Σεπτέµβριος 2022

 

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος (194)

 του Περιοδικού Οδός Πανός

Oδός Πανός®

εργοτάξιο εξαιρετικών αισθηµάτων

έτος 41o, τχ. 194, Ιούλιος-Σεπτέµβριος 2022



ΠEPIEXOMENA

Κώστας Ταχτσής

Άγνωστες σελίδες

Αρχείο Θανάσης Θ. Νιάρχος

3 Θανάσης Θ. Νιάρχος: Κώστας Ταχτσής. Από το «Φοβερό βήμα»

24 Κώστας Ταχτσής: Η κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών: Ένα έγκλημα

***

28 Βέρα Κονιδάρη: Ποια ήταν η «Ξανθούλα» του Διονυσίου Σολωμού; Mια άγνωστη ιστορία

36 Βασίλης Κοντόπουλος: Εδώ Βερολίνο

40 Σουζάνα Χείλαρη: Stevie Smith, «Ποτέ κουρασμένη για τις λέξεις»

42 Βασίλης Ζηλάκος: Κινήματα χειραφέτησης

44 Αγγελική Πετροπούλου: W. H. Auden: Η ελεγεία για  την αγαπημένη του ψιψίνα

46 Κώστας Λιννός: Στην οδό Μίλτου Σαχτούρη

47 Μάριος Π. Μπέγζος: Γιατί μας αφορά η Μικρασιατική Καταστροφή;

50 Κώστας Θ. Ριζάκης: Ο ζαροπνίχτης στρόβιλος

52 Ιγνάτης Χουβαρδάς: Οι φωτογραφίες του Γιώργου Τουρκοβασίλη

55 Φώτης Θαλασσινός: Κάποτε το γέλιο

63 Χρίστος Χριστοφής: Με τη ματιά του συλλέκτη...

68 Bασίλης Kοντόπουλος: 72η Berlinale

75 Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης: Κάπου εκατό χρόνια πριν, στην Τάλσα της Οκλαχόμα

82 Απόστολος Παύλου: Άβυσσος

82 Αντιγόνη Καρσαδήμα: Νύχτα

83 Μιχάλης Ζαφειρίου: Τοπία ανθρώπων και φύσης

90 Χρήστος Μαυρής: Ενέπνευσε μεγάλους  ζωγράφους η ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη

101 Χριστίνα Καραντώνη: Τρία χωρίς κάλυψη, αποσπώμενα

102 Βιβλία. Γράφουν οι: Διώνη Δημητριάδου, Μάριος Π. Μπέγζος, Μαρία Δαλαμήτρου,

 Στέλλα Πριόβολλου, Κωνσταντίνος Μπούρας, Γιώργος Χρονάς

119 Τα βιβλία μας του 2022 και ένα CD

144 Θέατρο. Γράφουν οι: Κωνσταντίνος Μπούρας, Αθανάσιος Βαβλίδας

153 Μπάμπης Ιμβρίδης: 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

159 Αθανάσιος Βαβλίδας: Μουσικές Ανταπο-κρίσεις

168 Γιάννης Νικολόπουλος: Η ζωγράφος Άντα Τζαβάρα Πάνω στις πέτρες συναντάς το Θεό

171 Γιώργος Ζώταλης: Ποντικοφάρμακα

172 Δευτέρα

178 Στέλιος Λουκάς: Ένα παράξενο όνειρο

Υπάρχει στα βιβλιοπωλεία:

Πολιτεία

Ιανός (Αθήνα, Θεσσαλονίκη)

Πρωτοπορία (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα)

Πατάκης

Αχιλλέας Σίμος

Ελευθέριος Τζανακάκης

Χρήστος Μαρίνης

Α. Κανάκης

Συμμετρία Α. Ε.

Τσιγαρίδας Α. Ε.

Ευριπίδης Α. Ε. 

Σμυρνιωτάκης Greek books

Δ. Τσανάς – Σ. Δημόπουλος

Σκλαβούνος Παράσχης

Ηλίας Μαγγόπουλος

Κέντρο του Bιβλίου (Θεσσαλονίκη)

Μαλλιάρης (Θεσσαλονίκη)

Κεντρί (Θεσσαλονίκη)

Oblik Editions (Θεσσαλονίκη)

Πολύκεντρο Θαλασσινού (Κως)

Βιβλιοπωλείο Οδός Πανός, Διδότου 39 και Ιπποκράτους

106 80 Αθήνα, τηλ 2103616782

e-mail: chronas@otenet.gr

και όπου ζητηθεί με αντικαταβολή.

Διανομή από το Πρακτορείο Τύπου, Άργος Α.Ε., μόνο στην Αττική,

και στο αεροδρόμιο Αθηνών.