Διαβάζοντας τις δύο συλλογές διηγημάτων
της Αρετής Πάνου
Μια ενδιαφέρουσα παρουσία στην πεζογραφία είναι η Αρετή
Πάνου. Με δύο ήδη συλλογές διηγημάτων, «Μήτρα με αγκάθια» (εκδόσεις Λαγουδέρα,
2010) και «Κωμικοτραγική» (εκδόσεις Carpe Librum, 2016) δείχνει να ξέρει τον τρόπο της λιτής και περιεκτικής
αφήγησης, άλλοτε με σοβαρότητα και άλλοτε με ένα λεπτό χιούμορ να υπογραμμίζει
τα τραγικά και τα κωμικά της ζωής. Οι ιστορίες της βγαίνουν μέσα από την
παρατήρηση της ζωής, καθημερινές και αληθινές, με χαρακτήρες που εντυπώνονται
στη μνήμη του αναγνώστη.
Στην πρώτη συλλογή, Μήτρα
με αγκάθια, επικεντρώνει τον λόγο της στη μυστική αρχή της ζωής, τη
μητρότητα, μέσα από ιστορίες που ξαφνιάζουν με την αμεσότητά τους άλλοτε
μιλώντας κυριολεκτικά και άλλοτε έμμεσα δείχνοντας τον ομφάλιο λώρο που συνδέει
με την ελάχιστη επιμονή για ζωή.
Γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Έξι ιστορίες
ακανθώδους μητρότητας, με νήματα που μπλέκονται και περνάνε υπόγεια από τη μια
στην άλλη, όπου ο χρόνος και ο χώρος συστρέφονται και οδηγούν σε αναπάντεχες
συναντήσεις. Μοιάζουν με σκυταλοδρομία, καθώς η μια γυναίκα μετά την άλλη
συνεχίζει την αναζήτηση, ψάχνοντας το παιδί που έφυγε, το παιδί που δεν
έρχεται, τη μάνα της, την ευτυχία και τελικά τον ίδιο της τον εαυτό.
Γιατί, σαν τη μήτρα, η
ζωή είναι στρογγυλή και ατόφια, μα μερικές φορές σχίζεται κι από μέσα ξεχύνεται
πίσσα θανάτου. Και τότε γίνεται εφιάλτης από τον οποίο δεν μπορείς να
ξυπνήσεις. Άλλοι βυθίζονται στο μάγμα της θλίψης που καίει κι εκμηδενίζει. Και
άλλοι συλλέγουν με κόπο τα νήματα για να πλέξουν ένα νέο κουκούλι, τη μήτρα που
θα στεγάσει το καινούριο τους είναι.
Εδώ ένα δείγμα γραφής:
Η ζωή αντιστοιχεί στον
πόλεμο ή στην ειρήνη; Και ο θάνατος δεν είναι το πιο σταθερό στοιχείο της ζωής,
αυτό που πάνω απ’ όλα τη χαρακτηρίζει; Και δεν είναι ειρήνη ο θάνατος, ακόμα κι
όταν είναι προϊόν πολέμου; Και όχι μόνο γιατί ο αποθανών ησυχάζει από τα βάσανα
και δεδικαίωται που λένε, και τα πάθη και τα μίση που τον κινούσαν στη ζωή, όπως
οι σπάγκοι τις μαριονέτες το κουκλοθέατρο, ξαφνικά λασκάρουν και σπάνε και δεν
έχουν λόγο ύπαρξης, αλλά και γιατί κι αυτοί που μένουν πίσω, για μια στιγμή
σταματάνε και ρίχνουν μια φευγαλέα ματιά στο μαύρο πηγάδι, το άπατο, που χάσκει
εκεί μπροστά τους, έτοιμο να τους ρουφήξει όπως ρουφάει ασταμάτητα δικούς, συγγενείς
και συνοδοιπόρους και εχθρούς και άγνωστους κι αδιάφορους, κάθε λεπτό, κάθε
δευτερόλεπτο, χωρίς να χορταίνει ποτέ, και ξυπνάς μια μέρα και μετράς και
ξαναμετράς και όλο τους περισσότερους τους βρίσκεις στην αντίπερα όχθη, και
αναρωτιέσαι εσύ τι κάνεις εδώ, θα ’πρεπε να ’σαι από κει, κοντά τους, και παραδίνονται
για λίγο οι ζωντανοί στον ίλιγγο και αμφιταλαντεύονται στο χείλος του πηγαδιού,
πριν αποστρέψουν το βλέμμα και επιστρέψουν στον πόλεμο, στο δικό του ο καθένας.
Μια στιγμή ειρήνης, υποχρεωτική εκεχειρία για τους εμπόλεμους.
(απόσπασμα από το διήγημα Η γριά και η θάλασσα, συλλογή διηγημάτων «Μήτρα με αγκάθια», εκδόσεις Λαγουδέρα)
Στο οπισθόφυλλο της δεύτερης συλλογής, την Κωμικοτραγική,
γράφει:
Ιστορίες που
συμβαίνουν σ’ έναν τόπο, κάπου στην περιφέρεια, που απειλείται από καταστροφή.
Στους ανθρώπους που ζουν και πεθαίνουν εκεί, σ’ αυτούς που έρχονται και μένουν
ή περνούν και φεύγουν. Γιατί σ’ ένα μέρος, όσο μικρό κι απόκεντρο και να 'ναι,
όλα υπάρχουν, ο δικός κι ο ξένος, το αστείο και το σοβαρό, το καλό και το κακό,
η ζωή κι ο θάνατος. Στο χωριό όπως και στη χώρα. Όπως και στον καθένα.
... Ιστορίες ανθρώπων
που τους βρίσκουν δυσκολίες, μερικοί θα τις έλεγαν καταστροφές, αλλά δεν το
βάζουν κάτω.
... Ιστορίες
προσωπικές και μύχιες και άλλες πιο συλλογικές, σαν χορικά που σχολιάζουν αυτά
που συμβαίνουν σ' ένα χωριό, το Δραματικό, στην παραλία του, την Κομική και
στην περιοχή ανάμεσά τους που κάποιοι φιλοπαίγμονες τη λένε Κωμικοτραγική.
Εδώ το ενδιαφέρον της εντοπίζεται σε έναν τόπο, που
μεταφέρεται λογοτεχνικά και μυθοπλαστικά στα διηγήματά της, αφήνοντας να φανούν
οι ιδιαιτερότητές του, και ας έχει πάρει άλλο όνομα, ευφυώς εμπνευσμένο ώστε να
τονίζει τα χαρακτηριστικά του.
Η ίδια λέει για την «Κωμικοτραγική»:
Η «Κωμικοτραγική» μου
ξέρω δεν θα ταράξει τα λογοτεχνικά πράγματα στη χώρα, αλλά για μένα
είναι σημαντική. Θα μου πείτε ποιος να νοιαστεί για τη λογοτεχνία, όταν
ολόκληρη η χώρα παραπαίει και θαλασσοδέρνεται και ποιος να συγκινηθεί απ’ τη
λογοτεχνία, όταν μας έχουν γίνει καθημερινές και οικείες οι εικόνες των
βομβαρδισμένων πόλεων και των πνιγμένων παιδιών. Αλλά η ζωή συνεχίζεται και η
λογοτεχνία είναι ένα κομμάτι αληθινής ζωής. Για να μην παρεξηγιόμαστε σπεύδω να
δηλώσω ότι όλες οι ιστορίες της Κωμικοτραγικής είναι εντελώς φανταστικές. Κάθε
ομοιότητα με την πραγματικότητα οφείλεται στην ελαττωματική φαντασία μου και
μόνον. Αυτό όμως δεν τις κάνει λιγότερο αληθινές. Εξάλλου η πραγματικότητα έχει
μεγαλύτερη φαντασία από τον καθέναν από μας ξεχωριστά κι απ' όλους μας μαζί.
Εδώ ένα δείγμα γραφής:
Κάποτε ήμουν δέντρο. Είχα
ρίζες Και κλαδιά. Στα φυλλώματά μου φώλιαζαν πουλιά. Έκοψαν το κορμί μου σε
σανίδες και μαδέρια. Τα έψησαν στο φούρνο. Νόμιζα ότι δε θα μείνει τίποτα από
μένα παρά στάχτες κι αποκαΐδια, όμως ήταν ένα καθαρτήριο ψήσιμο. Το έκαναν για
να σκοτώσουν τα μαμούνια που έσκαβαν μέσα μου τα επίμονα λαγούμια τους. Να σκοτώσουν
κάθε ίχνος ζωής. Απ’ τη ζωή και την υγρασία ποτίζεσαι, χαλάς, διαλύεσαι,
τρυπάς, μουχλιάζεις, σαπίζεις και πεθαίνεις. Εγώ έπρεπε ν’ αντέξω. Έβγαλαν τα
κομμάτια μου απ’ το φούρνο και τα κάρφωσαν σταυρωτά. Έγινα παγκάκι. Πάλι καλά. Άλλα
αδέλφια μου έγιναν φέρετρα. Μετά από τόση περιποίηση, πλάνισμα και λουστράρισμα,
περίμεναν μεγαλεία, ονειρεύονταν σαλόνια, σκρίνια και τραπεζαρίες. Δεν μπορούσαν
αν φανταστούν. Τα ξερίζωσαν για να τα χώσουν πάλι στο χώμα, ολόκληρα. Εγώ έγινα
παγκάκι. Ένα παγκάκι πλάι στη θάλασσα. Εδώ στην άκρη της παραλίας, δίπλα στο
λευκό εκκλησάκι, κάτω από τούτο το παράξενο δέντρο που οι ρίζες του ρουφάνε
αρμυρό νερό και τα πουλιά δεν το πλησιάζουν. Πάλι καλά. Τουλάχιστον δε μου
απολείπει η μουσική. Τότε είχα τα πουλιά, τώρα έχω τα κύματα.
Περνάω την ώρα μου
ζυγίζοντας ανθρώπους, τους ανθρώπους που κάθονται πάνω μου.
(απόσπασμα από το
διήγημα Το παγκάκι, συλλογή διηγημάτων «Κωμικοτραγική»,
εκδόσεις Carpe Librum)
Η Αρετή Πάνου γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στο Γραμματικό.
Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε πολλά χρόνια στη
Διεύθυνση Πληροφορικής της Αγροτικής Τράπεζας, που δεν υπάρχει πια. Από τη φύση της αναγνώστης, πέρασε στο γράψιμο
από αγάπη. Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων: «Μήτρα με αγκάθια» (εκδόσεις
Λαγουδέρα, 2010) και «Κωμικοτραγική» (εκδόσεις Carpe Librum).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου