Σάββατο 29 Μαΐου 2021

Το οχυρό Quentin Lafay μετάφραση: Κίττυ Ξενάκη εκδόσεις Πόλις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Το οχυρό

Quentin Lafay

μετάφραση: Κίττυ Ξενάκη

 εκδόσεις Πόλις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η ιστορία που αφηγούμαστε οι ίδιοι στον εαυτό μας | Fractal (fractalart.gr)


 




Η ιστορία που αφηγούμαστε οι ίδιοι στον εαυτό μας

 

Δεν είμαστε ποτέ τίποτε άλλο παρά η ιστορία που αφηγούμαστε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Μια αλήθεια με γενική ισχύ εκφρασμένη από τον Quentin Lafay, που αφορά εν προκειμένω τη συγγραφική έμπνευση και ίσως σκοπιμότητα. Το Οχυρό είναι μια  ιστορία μυθοπλασίας που θα μπορούσε να αποτυπώσει πολλές πλευρές μιας αλήθειας, τόσο για τη γαλλική πολιτική σκηνή όσο και, τηρουμένων των αναλογιών, για κάθε παρόμοια. Ο Lafay, φυσικά, προλαβαίνει να πει ότι δεν πρόκειται για «μυθιστόρημα με κλειδί» με σκοπό να αποδοθούν πραγματικά γεγονότα με την αναγκαία παραποίηση των ονομάτων. Ωστόσο, οι συνειρμοί ελεύθεροι.

Ο ίδιος, γνωστή προσωπικότητα της πολιτικής σκηνής, υπήρξε συνεργάτης του Εμμανουέλ Μακρόν στο Υπουργείο Οικονομικών, όμως μόνο για μικρό διάστημα παρέμεινε κοντά του μετά την εκλογή του στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας διαφωνώντας με τη δεξιά στροφή της πολιτικής του. Στο μυθιστόρημα ο ήρωάς του είναι διάσημος καθηγητής πανεπιστημίου που αναλαμβάνει το Υπουργείο Οικονομικών, μετά από πρόσκληση του Προέδρου, για  να παραμείνει όμως μόνον έξι ημέρες στο πόστο αυτό διαφωνώντας με την αναπάντεχη απόφαση για δημοψήφισμα με το ερώτημα της αποχώρησης της χώρας από το Ευρώ. Το Οχυρό θα δώσει, χωρισμένο σε τόσα κεφάλαια όσες και οι ημέρες παραμονής του Μπερανζέ Τερίς στη θέση του υπουργού, την πορεία από τη συνειδητοποίηση της παγίδας στην οποία βρέθηκε ως την απόφαση της αποχώρησής του από την κυβέρνηση. Όσο κι αν από την αρχή φαίνεται προδιαγεγραμμένη η εξέλιξη της πλοκής, ο Lafay γράφει ένα πολιτικό (παραδόξως και ψυχολογικό) θρίλερ, που κρατάει το αναγνωστικό ενδιαφέρον αμείωτο ως την τελευταία σελίδα. Γιατί δεν είναι μόνον οι προσωπικές του απόψεις, εκφρασμένες στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα αλλά και από τη θέση του Υπουργού Οικονομικών για την αναγκαιότητα της Γαλλίας να παραμένει εντός της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τον φέρνουν μπροστά σε μια απόφαση καθοριστική για το μέλλον του και για την ηθική του υπόσταση. Στην ιστορία θα παρεισφρήσει η ιδιότυπη αλληλογραφία του με τη Σοφί, που μπορεί μεν να μην είναι πλέον μαζί του αλλά νιώθει την ανάγκη της παρουσίας της και της συμβουλής της – μια παρουσία που θα αποβεί περισσότερο καθοριστική για την έκβαση των πραγμάτων από ό,τι αρχικά υποψιάζεται ο αναγνώστης. Ο συγγραφέας φαίνεται να γνωρίζει τη σημασία του «δραματικού απρόοπτου» ως αφηγηματικής τεχνικής στη λογοτεχνία.



Μέσα από μια σταθερή εσωτερική εστίαση παρακολουθούμε τα γεγονότα με τα μάτια του ήρωα, όπως βρίσκεται «οχυρωμένος» στη θέση του υπουργού (εξαιρετικό το εξώφυλλο με το έργο του Stepfen Conroy να αποδίδει την οπτική γωνία) αναγκασμένος να ακολουθεί τις επιλογές των προσώπων του στενού του κύκλου αλλά και να επηρεάζεται από τον απόηχο της κοινής γνώμης. Μέρα με τη μέρα διαφοροποιείται, παλινδρομεί, ισορροπεί ανάμεσα στον ιδεαλισμό και στην υπερηφάνειά του, ανάμεσα στην ηθική καταξίωση και στην εναλλακτική λύση μιας από τα έσω υποστήριξης της θέσης του – μιας θέσης που μοιάζει καταδικασμένη. Ωστόσο, υπάρχουν παράμετροι που δεν έχει λάβει υπ’ όψη του.

Μια απόλυτη μυθοπλασία ή ένας τρόπος (ευφυής οπωσδήποτε) να πεις τις αλήθειες σου; Εν τέλει, όμως,  δεν είναι αυτό που μετράει σ’ αυτή την ιστορία, σ’ αυτή τη γραφή, την πρώτη του συγγραφέα, που ελπίζουμε να έχει συνέχεια. Λειτουργική και με τις απαραίτητες σημειώσεις η μετάφραση της Κίττυς Ξενάκη.

 

Αποσπάσματα

 

Όπως ο βασιλιάς, φοβάμαι μήπως προσέλαβα κι εγώ μόνο τυφλούς και αδαείς συνεργάτες. Τρέμω μήπως παγιδεύτηκα μέσα σε ένα κέλυφος, μη δεν καταφέρω να διαπεράσω ποτέ το τεχνοκρατικό περίβλημα μέσα στο οποίο έριξα τον εαυτό μου. Το υπουργείο μου, αν αντίκριζες τούτο το μέρος από μέσα, είναι κάπως σαν νησί. Παρατηρούμε τον κόσμο μέσα από το παράθυρο, πάνω από το νερό, αλλά απλώς τον μαντεύουμε. Είμαστε οχυρωμένοι εδώ, αιχμάλωτοι, είτε το θέλουμε είτε όχι. (σελ. 127)

 

Οι Γάλλοι θα μπορούσαν να έχουν σκύψει το κεφάλι. Όμως η φύση τους δεν το επέτρεπε. Επομένως, για να αποθαρρύνουμε τις επαναστατικές τους ορέξεις, θα τους δίναμε ως βορά την  Ευρώπη. Μακρινή και σιωπηλή λεία, αποδιοπομπαίος τράγος γεμάτος ελαττώματα, ένοχη επειδή προκάλεσε ασφυξία στους λαούς, άφησε τις βιομηχανίες μας να ρημάξουν, δεν κατόρθωσε να φέρει την ευημερία την οποία είχε υποσχεθεί. Ο Πρόεδρος σκόπευε, υπολογιστικά, να στείλει την Ευρώπη στην πυρά, να τη θυσιάσει ολόκληρη. Με συνοπτικές διαδικασίες, εννοούσε να σφραγίσει μέσα σε λίγες ημέρες την τύχη ενός οικοδομήματος που μετρούσε πίσω του κάμποσες δεκαετίες. Η λαιμητόμος θα έπεφτε σε καμιά τριανταριά ώρες. (σελ. 152)

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

Αναπόδραστη μνήμη Ανθή Μαρωνίτη εκδόσεις Άγρα η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Αναπόδραστη μνήμη

Ανθή Μαρωνίτη

εκδόσεις Άγρα

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Ανθή Μαρωνίτη: «Αναπόδραστη μνήμη» (diastixo.gr)

 

 


Με ψυχραιμία απέναντι στον χρόνο. Αυτός θα μπορούσε να είναι πιθανός υπότιτλος στην πρόσφατη ποιητική συλλογή της Ανθής Μαρωνίτη. Μια σοβαρή και ψύχραιμη, χωρίς εξάρσεις αντιμετώπιση του χρόνου, μια ευθεία πρόσκληση (ή πρόκληση άραγε;) για συνομιλία πρόσωπο με πρόσωπο με ό,τι ο άνθρωπος προσπαθεί να κατανοήσει, αλλά του διαφεύγει στην ουσία του. Στην ποίηση της Μαρωνίτη ο χρόνος αποκτά τη μορφή όσων χάθηκαν μέσα στα αόρατα και αδιαπέραστα από τη λογική διαστήματα, ενσωματώνοντας τις εικόνες τους στη μνήμη, που οδυνηρά κάθε τόσο επιμένει να ανακαλεί.  Η ποιητική φωνή ακούγεται σε χαμηλούς τόνους –ποια ανάγκη για κραυγές, αλήθεια;– γιατί όποιος θέλει να εισχωρήσει στο ποιητικό τοπίο θα επιλέξει τη σιωπή· ο μόνος τρόπος να εννοηθεί σε όλο του το βάθος. Η φωνή ησυχάζει, πλήρης, όπως/ανάσα που φουσκώνει το σώμα αργά/Η ψυχή αντέχει τις εύθρυπτες πιθανότητες/την αλήθεια του ονείρου/την αλήθεια του βράχου. («Ισορροπία»). Αυτή την ισορροπία νιώθεις, καθώς διαβάζεις τα μικρά σε έκταση ποιήματα της συλλογής, αυτή την αναγκαία αρχική συνθήκη, προκειμένου να καταγραφεί η αίσθηση της απώλειας και του θανάτου, χωρίς να χαθεί κάτι από την εσωτερική συντριβή· κάτι πιο ηχηρό θα την αλλοίωνε, θα την κατέστρεφε. Η ποίηση εδώ έχει γνήσιο χαρακτήρα, αθωώνεται σε κάθε της λέξη.

Η μνήμη, κατά την ποιήτρια, είναι αναπόδραστη, καθώς δεν μπορείς να ξεφύγεις από την υποσυνείδητη λειτουργία της. Όμως και αυτή η ίδια πώς να ξεφύγει από τη δέσμευση του χρόνου που δεν της χαρίζεται σε τίποτα; – όλα θα σβήσουν κάποια στιγμή, όπως η ύλη του σώματος θα φθίνει συμπαρασύροντας κομμάτια και αποσπάσματα ζωής. Όλα όσα φάνταζαν αναλλοίωτα, υπόκεινται τώρα στον νόμο της αδυσώπητης φθοράς. Η μνήμη θα κρατήσει πλέον όσα αντέχει, ευεργετική μα και επώδυνη μαζί, κατά την ποιήτρια πάντα πέρα από τα όρια. Σε ένα από τα πιο αποκαλυπτικά για την αλήθεια του ποίημα («Η σιωπή είναι ένας καλός τόπος 1,2») θα αποδώσει τη σταδιακή φθορά του σώματος και της μνήμης, σε ένα τόπο σιωπής που το δαιμονικό και ακατανόητο για τη λογική αναμειγνύεται με την αθωότητα, ο μη εκφρασμένος πόνος με τη θλίψη της εγκατάλειψης, […] Μόνο όταν την αφήσαμε ο αδελφός κι εγώ/σε ξένα χέρια/σα να συνήρθε ξαφνικά/το τελευταίο βλέμμα της τόσο λυπημένο/δεν ξεχνιέται.//Από τότε/ξένοι εμείς επισκεπτόμασταν μια ξένη. Αλήθεια,  θέλει σθένος μια τέτοια γραφή, με  εκτεθειμένο σε κοινή θέα το προσωπικό τραυματικό βίωμα. Η ποίηση της Μαρωνίτη είναι σαφέστατα αυτοβιογραφική, γι’ αυτό και τόσο δυνατή.



Η ποιήτρια βιώνει την αναπόδραστη θνητή μοίρα και μέσα σε πέντε μόλις στίχους δίνει το οδυνηρό μοίρασμα της αλήθειας: Νύχτα που σέρνεις τις σκιές/το φόβο στην ψυχή/μόνο τον ύπνο του παιδιού λυπάσαι/ξύνεις τις σκέψεις με το υνί/του τρόμου στο σκοτάδι το βαθύ. («Σπάταλη νύχτα»). Εμφανής εδώ και η αφορμή του λόγου, που αγκαλιάζει όλα τα ποιήματα: ο άνθρωπος αδύναμος μπροστά στον φόβο για ό,τι τον υπερβαίνει. Αλήθειες που μοιράζονται μόνο ποιητικά, ίσως γιατί έτσι αντέχουν μέσα στη βάσανο της γραφής αλλά και της ανάγνωσης.

Η συλλογή ολοκληρώνεται με τέσσερα ποιήματα, υπό τον κοινό τίτλο Τα τελευταία νέα. Το θέμα τους η πανδημία. Εδώ η μοναξιά, η απομόνωση, ο θάνατος πάλι, ο χρόνος που αργά κυλάει. Εδώ και, κατά τη γνώμη μου, το καλύτερο ποίημα όλης της συλλογής, άτιτλο (και πώς να το ονομάσεις;), που στην πρώτη του στροφή θα δώσει το στίγμα της παράλογης συμπόρευσης του ανθρώπου με τον χρόνο: Κλεισμένος αναγκαστικά στο σπίτι/χάνεις το λογαριασμό όταν ξυπνάς/μόνο οι γάτες δίνουν την εντύπωση/πως διαχειρίζονται άψογα τον χρόνο. Και συνειρμικά έρχεται το απόσπασμα από το αριστουργηματικό (αλλά και αυτοβιογραφικό εν μέρει) διήγημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες  Ο νότος (σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη): […] Ο γάτος ήταν εκεί˙ κοιμόταν. Ο Ντάλμαν […] καθώς χάιδευε απαλά το μαύρο τρίχωμα, σκέφτηκε πως αυτή η επαφή ήταν απατηλή, πως ήταν σαν να τους χώριζε ένα τζάμι, γιατί ο άνθρωπος ζει στο χρόνο, στην αλληλουχία, ενώ το μαγικό ζώο στο παρόν, στην αιωνιότητα της στιγμής. Αυτή την ίδια αίσθηση, αυτή τη διαφορά στη σύλληψη του χρόνου, που αποδίδει ο Μπόρχες, η Μαρωνίτη την εκφράζει με το ελάχιστο των λέξεων. Μέσα στον χρόνο ζώντας ο άνθρωπος δεσμεύεται από τη (λογική, όπως την αντιλαμβάνεται) αλληλουχία όσων συμβαίνουν, και μόνον έτσι κατανοεί τη ζωή του· ο θάνατος, ως πραγματικότητα κι αυτός, διασπά παράλογα τη συνέχεια των στιγμών, με τη  μνήμη, να πασχίζει να κρατηθεί ζωντανή. Από αυτή τη συγκυρία γεννιέται συχνά η λογοτεχνική γραφή, με την ποίηση να καταλαμβάνει το πιο αξιόλογο κομμάτι της. Όπως εδώ στην ποίηση της Μαρωνίτη.

 

Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

Νέες κυκλοφορίες ΛΕΞΕΙΣ ΑΙΧΜΗΡΕΣ ΣΑΝ ΠΡΟΚΕΣ [WÖRTER SPITZ WIE NÄGEL] Δίγλωσση ανθολογία Ανθολόγηση - μετάφραση στα Γερμανικά: Κατερίνα Λιάτζουρα εκδόσεις Ρώμη

 

Νέες κυκλοφορίες

ΛΕΞΕΙΣ ΑΙΧΜΗΡΕΣ ΣΑΝ ΠΡΟΚΕΣ  

[WÖRTER SPITZ WIE NÄGEL]

 Δίγλωσση ανθολογία

Ανθολόγηση - μετάφραση στα Γερμανικά: Κατερίνα Λιάτζουρα

εκδόσεις Ρώμη




ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ ΚΟΥΛΑ -ΑΡΑΒΑΝΗΣ ΣΠΥΡΟΣ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ-ΠΕΤΣΑ ΒΕΡΑ - ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΝΤΙΝΑ

ΔΑΓΛΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ - ΔΕΡΕΚΑ ΑΝΝΑ

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ ΔΙΩΝΗ - ΔΟΥΜΟΥ ΣΤΕΛΛΑ

ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ - ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΕΦΗ

ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ - ΚΟΥΛΟΥΡΗ ΜΑΡΙΑ

ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - ΛΥΜΠΕΡΗ ΑΝ. ΚΥΡΙΑΚΗ

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΛΗΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΛΑΜΠΡΙΑΝΑ

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ - ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΑΝΗΣ

ΡΙΖΑΚΗΣ Θ. ΚΩΣΤΑΣ - ΡΩΜΑΝΟΥ ΑΓΓΕΛΙΝΑ

ΣΙΑΦΑΚΑ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ - ΣΚΙΑΘΑΣ Δ. ΑΝΤΩΝΗΣ

ΤΡΩΑΔΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ - ΤΣΟΚΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ

ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ ΔΗΜΟΣ


Εικαστικό έργο εξωφύλλου: Παναγιώτης Δαραμάρας

Έτος Έκδοσης: 2021

Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες ο τίτλος τούτης εδώ της δίγλωσσης ανθολογίας Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης. Τίτλος που δεν επιλέχτηκε απερίσκεπτα ή τυχαία. Εμπνευσμένος είναι ο τίτλος από το ποίημα Ποιητική του Μανόλη Αναγνωστάκη, να μας θυμίζει πως η ποίηση οφείλει να χρησιμοποιεί λέξεις που να καρφώνονται στο χαρτί, να καρφώνονται στη γλώσσα, στο νου και στην καρδιά. Αυτές ήταν οι σκέψεις μου όταν άρχισα να καταπιάνομαι με την μελέτη της Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης. Γιατί ναι, έχουν περάσει από την ελληνική ποιητική σκηνή, από την Αρχαιότητα ως και την Μεταπολίτευση, ονόματα τρανά, παγκοσμίως αναγνωρισμένα, αφήνοντας αμύθητα ποιητικά κληροδοτήματα στους νεότερους. Αλλά σταμάτησε η ποιητική παραγωγή άραγε εκεί; Δεν έχουμε ποιητικές φωνές, στα πιο πρόσφατα χρόνια, στην σύγχρονη, την σημερινή εποχή, στον 21ο αιώνα, που να καρφώνουν τις λέξεις τους σαν πρόκες; Και αφού το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, απαντώ με μια λέξη-πρόκα: όχι! Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Οι ελληνικές ποιητικές φωνές και έχουν να πουν και θέλουν να μιλήσουν. Και έχουν να μοιραστούν και θέλουν να επικοινωνήσουν. Και είναι πολλές που όλο και πληθαίνουν που όλο και δυναμώνουν. [...]


| Β Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Ο  Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α  Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Τ Ρ Ι Α Σ |

 

H Κατερίνα Λιάτζουρα γεννήθηκε το 1972 στην Στουτγκάρδη. Σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εκπονεί αυτή την περίοδο μεταπτυχιακές σπουδές στην Πολιτισμική Διαχείριση στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Ζει στην Χαλκίδα και εργάζεται στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση Εύβοιας.


Τρίτη 25 Μαΐου 2021

Η ανθρώπινη κωμωδία William Saroyan μετάφραση: Νίκος Μάντης εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Η ανθρώπινη κωμωδία

William Saroyan

μετάφραση: Νίκος Μάντης

εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

Η ανθρώπινη κωμωδία, του Ουίλιαμ Σάρογιαν – Φως μέσα από το σκοτάδι (bookpress.gr)

 

 


Φως μέσα από το σκοτάδι

 

Ποιες διαστάσεις παίρνει ο πόλεμος στα μάτια ενός παιδιού; Πώς ένα αβέβαιο μέλλον βγάζει μέσα από τη διάχυτη σκληρότητα μια φωτεινή αχτίδα αθωότητας, ικανής να μετασχηματίσει το σκοτεινό και δυσοίωνο για τους ενήλικες τοπίο σε δυνάμει ελπιδοφόρο; Ο Ουίλιαμ Σάρογιαν, θέλησε να συμπεριλάβει τα παραπάνω ερωτήματα στο μυθιστόρημά του, εμβληματικό για τη εποχή του και στα όρια πλέον του κλασικού σήμερα, κάτω από τον εύγλωττο, εύστοχο τίτλο Η ανθρώπινη κωμωδία. Η κωμωδία, με το περιεχόμενο που της έδωσε η αρχαιοελληνική σκέψη, αποτελεί τον εύσχημο τρόπο όχι τόσο για τη διακωμώδηση των ηθών, όπως εννοείται σήμερα,  όσο για την  προτροπή των πολιτών να σκεφθούν με ωριμότητα τα κακώς κείμενα του κοινωνικού και πολιτικού βίου, χρησιμοποιώντας την εναλλαγή του τραγικού και του κωμικού. Θα λέγαμε, επομένως, ότι εδώ με τη λογοτεχνική φόρμα της μεγάλης αφήγησης, ο Σάρογιαν χρησιμοποιώντας τον όρο κωμωδία αποσκοπεί σε μια διαφορετική θεώρηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εν προκειμένω, μέσα από τη ζωή μια μικρής επαρχιακής πόλης των Η.Π.Α. που συνεχίζει να ζει στον μικρόκοσμό της με φόβο και αγωνία για την τύχη των στρατευμένων παιδιών της αλλά και με την καθημερινότητα που της χαρίζει  μια συχνά ασυννέφιαστη ανεμελιά – ο κόσμος εξακολουθεί να γυρίζει γύρω από τον εαυτό του, και αυτό τα εξηγεί όλα.

Ο συμβολισμός κυρίαρχος στη δομή της ιστορίας του Σάρογιαν, ξεκινώντας από την επιλογή των ονομάτων των ηρώων του. Ο Όμηρος Μακόλι, στα δεκατέσσερά του χρόνια, έχει τον ρόλο του αγγελιαφόρου, του κομιστή των τηλεγραφημάτων στην κωμόπολη Ίθακα της Καλιφόρνιας· συχνά, βέβαια, εν μέσω πολέμου, αυτά πιστοποιούν τη ματαίωση της επιστροφής στην πατρίδα για τους στρατευμένους που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο πεδίο της μάχης. Ο νεαρός Όμηρος, οραματίζεται τη ζωή χωρίς το βάρος του θανάτου, μέσα από τη φαντασία του που πλησιάζει ακόμη περισσότερο τον συνώνυμό του ραψωδό, καθώς έχει τη δική του Ελένη να γεμίζει τα όνειρά του, χωρίς να έχει καμία σημασία η άυλη οπτασία της· άλλωστε και η Ωραία Ελένη του μύθου κατέληξε να σημαίνει τη ματαίωση του ονείρου. Ο μικρότερος αδελφός του, ο Οδυσσέας, στα τέσσερα μόλις χρόνια του έχει την ιδιαίτερη οπτική ενός αρχετυπικού Οδυσσέα που με κάθε τρόπο προσπαθεί να δει αισιόδοξα τη ζωή, παρά τις αντιξοότητες, τις οποίες φυσικά ο μικρός αδυνατεί να συλλάβει λόγω ηλικίας στις αληθινές τους διαστάσεις, οπότε αρκείται στη σημαντική καταγραφή τους. Ποιος όμως  μπορεί με το χέρι στην καρδιά να παρακάμψει την αισιοδοξία ενός μικρού παιδιού που ό,τι δεν κατανοεί το φέρνει στα δικά του μέτρα για να το ζήσει; Ποιος θα του πει ότι ο χαιρετισμός ενός νέγρου μέσα από ένα βαγόνι τρένου δεν έχει τη δύναμη να τον κάνει να ονειρεύεται; Σε τελευταία ανάλυση, το τρένο μπορεί να σημαίνει φυγή και ξεριζωμό αλλά ταυτόχρονα δηλώνει και την είσοδο στον σταθμό, το νέο ξεκίνημα, το τέλος ενός ταξιδιού, το φθάσιμο στην «Ιθάκη». Ο νέγρος που αντιχαιρετά το μικρό αγόρι δηλώνει με την απλή αυτή κίνηση πού ακριβώς βρίσκεται η αληθινή πατρίδα όλων· εκεί που η ζωή θάλλει, μακριά από ό,τι την καταστρέφει. Έτσι, ο Νόστος, και το Νόστιμον Ήμαρ παίρνουν στην ιστορία του Σάρογιαν άλλες διαστάσεις, πιο κοντά στα μέτρα του μέσου ανθρώπου. Για άλλους σημαίνουν την επιστροφή πίσω στην πατρίδα, μακριά από τον καθημερινό κίνδυνο της μάχης, για άλλους (αυτούς που μένουν πίσω) μια νέα μέρα που ξημερώνει χωρίς τον φόβο της είδησης του θανάτου να στοιχειώνει την  καθημερινότητά τους. Το μυθιστόρημα του Σάρογιαν, κάτω από αυτό το πρίσμα, είναι σαφώς αντιπολεμικό, αλλά και υπό την ευρύτερη έννοια ελπιδοφόρο. Μέσα από τη σκληρότητα και τον παραλογισμό του πολέμου διαφαίνεται η ελπίδα ενός κόσμου που θα ανατείλει καταξιώνοντας τα μικρά και ασήμαντα πράγματα της καθημερινής ζωής, τους απλούς ανθρώπους του μόχθου, πέρα από άσκοπους ηρωισμούς και άδικες θυσίες· η ζωή αναδεικνύεται ως αυταξία πάνω από οποιαδήποτε πολιτική ρητορεία. Ο ίδιος γράφοντας στον πατέρα του για την ιστορία του (που φυσικά ποτέ δεν θα τη διαβάσει) θα πει: […] έγραψα όσο πιο απλά γινόταν, με εκείνο το μείγμα του σοβαρού και του ανάλαφρου […] Η ιστορία δεν είναι χορταστική, το γνωρίζω, αλλά και τι μ’ αυτό; Μικρές παράλληλες ή αλληλοσυμπληρούμενες ιστορίες διαδέχονται η μία την άλλη με ήρωες ανθρώπους της Ίθακα, δημιουργώντας έναν κλοιό γύρω από τους δύο κεντρικούς άξονες: την οπτική του Όμηρου και αυτήν του Οδυσσέα. Και οι ρόλοι μοιρασμένοι πάνω στους αρχετυπικούς χαρακτήρες: ο Οδυσσέας βλέπει, αποτυπώνει, καταγράφει στη συνείδησή του, ζει την περιπέτεια, ο Όμηρος εν είδει ραψωδού θα βάλει τις εικόνες σε λέξεις, θα μιλήσει, και στην περίπτωση του συγγραφέα/επινοητή της ιστορίας, θα γράψει την Ανθρώπινη Κωμωδία, αναμειγνύοντας σκόπιμα το βαρύ σώμα του θανάτου και του φόβου με το ελαφρύ (όχι όμως απλοϊκό) του καθημερινού μόχθου για ζωή, κατορθώνοντας έτσι να ωθήσει λίγο πιο πέρα τη σκέψη, να εγείρει τον προβληματισμό, να δημιουργήσει, εν τέλει, μια κωμωδία με όλη τη σημασία του όρου, σύγχρονη της εποχής του αλλά και διαχρονική στο βαθύτερο νόημά της.


Άριστα επιμελημένη έκδοση στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg, σε προσεγμένη, καλή μετάφραση και εισαγωγικό σημείωμα του Νίκου Μάντη.

 

Αποσπάσματα:

 

Ο Οδυσσέας χαιρέτησε και τον νέγρο, και τότε έγινε κάτι θαυμαστό και απρόσμενο. Τούτος ο άντρας, μαύρος και ξέχωρος απ’ όλους τους άλλους, αντιχαιρέτησε τον Οδυσσέα, φωνάζοντας: «Πηγαίνω σπίτι μου, αγόρι, πηγαίνω πίσω εκεί που ανήκω!»

Έπειτα ο Οδυσσέας κοίταξε γύρω του. και ήταν εκεί, ολόγυρά του, παράξενος και μοναχικός, ο κόσμος ολόκληρης της ζωής του. Ο αλλόκοτος, χορταριασμένος, σαραβαλιασμένος, υπέροχος, αναίσθητος κι ωστόσο όμορφος κόσμος. […] Σταμάτησε για να τα σκεφτεί όλα τούτα, χασομερώντας κοντά σε μια μουσμουλιά και κλοτσώντας τους κατακίτρινους, μυρωδάτους καρπούς της που είχαν πέσει στο έδαφος. Έπειτα από ένα λεπτό, χαμογέλασε με το χαμόγελο των Μακόλι – το ευγενικό, σοφό, κρυφό χαμόγελο που καλωσόριζε τα πάντα. (σ.18, 19)

 

Ο Σπάνγκλερ ήξερε ότι είχε αποτύχει, αλλά αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει, να επιμείνει – με ψέματα, με αλήθειες, με οτιδήποτε. «Δεν θα προσπαθήσω να σε παρηγορήσω», είπε. «Το ξέρω ότι δεν μπορώ. Τίποτα δεν μπορεί να σε παρηγορήσει. Προσπάθησε όμως να θυμάσαι ότι ένας καλός άνθρωπος δεν θα πεθάνει ποτέ. Θα ξαναδείς τον αδερφό σου – στο δρόμο, στο σπίτι, σε όλα τα μέρη της πόλης. Η μορφή ενός ανθρώπου μπορεί να χάνεται, αλλά το καλύτερο μέρος του μένει. Μένει για πάντα». Το ήξερε ωστόσο ότι ήταν μάταιο, και ντρεπόταν. (σ. 242-243)

 

 

Διώνη Δημητριάδου

Μια γυναίκα Annie Ernaux μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr

 

Μια γυναίκα

Annie Ernaux

μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη

εκδόσεις Μεταίχμιο

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr

"Μια γυναίκα" της Annie Ernaux: Η λογοτεχνική βίωση μιας απώλειας - Vakxikon.gr - Vakxikon.gr Media & Publishing Group

 




Η λογοτεχνική βίωση μιας απώλειας

 

Δεν θ’ ακούσω ποτέ πια τον ήχο της φωνής της. Και ήταν η φωνή, τα λόγια, τα χέρια, οι κινήσεις της, ο τρόπος που γελούσε και βάδιζε, αυτά που ένωναν τη γυναίκα που είμαι τώρα με το παιδί που ήμουν κάποτε. Ο τελευταίος δεσμός με τον κόσμο απ’ τον οποίο προερχόμουν διερράγη.

Γράφοντας αυτά τα λόγια η Annie Ernaux, μετά τον θάνατο της μητέρας της,   συνειδητοποιεί το ρήγμα που ξεχωρίζει και διαφοροποιεί την ίδια από την παιδική της ηλικία, όπως αυτή με τις «επιχωματώσεις» της επιβίωσε επί μακρό διάστημα και στην περίοδο της ενηλικίωσης· κάτι διόλου παράξενο, αν σκεφθούμε πως οι μνήμες όσο πηγαίνουμε προς τα πίσω έρχονται σε άμεσες ή έμμεσες συνδέσεις με τα πρόσωπα που καθοδήγησαν τα βήματά μας στη ζωή. Και, φυσικά, είναι αυτή η συνειδητοποίηση που κατευθύνει για μια ακόμη φορά τη γραφή της, όπως είχε συμβεί νωρίτερα με τον θάνατο του πατέρα της, αποτυπωμένο στη λογοτεχνία στο βιβλίο της Ο τόπος. Μια αυτοβιογραφική αφήγηση, ταυτόχρονα η σκιαγράφηση της μητέρας, μιας γυναικείας παρουσίας όπως διαμορφώθηκε μέσα στα χρόνια, από τη δυναμική παρέμβαση στον χώρο των οικείων της καθοδηγώντας προς τις δικές της επιλογές, ως την αδυναμία πλέον να εννοήσει αυτόν τον κόσμο όσο και τον εαυτό της – η μητέρα της έπασχε τα τελευταία της δύο χρόνια από άνοια. Αναπόφευκτα η κόρη θα διαφοροποιεί τα συναισθήματά της, καθώς βιώνει μια φαινομενική, έντονη ωστόσο, αντίφαση στην εικόνα της μητέρας. Στην προμετωπίδα του βιβλίου καθόλου τυχαία παρατίθεται η σκέψη του Χέγκελ: Είναι λάθος να λέμε πως η αντίφαση είναι αδιανόητη· γιατί ακριβώς μες στην οδύνη του έμψυχου όντος βρίσκει την αληθινή της ύπαρξη. Έτσι και στην περίπτωση της σχέσης των δύο γυναικών συνυπάρχει το οξύμωρο του καλού και του κακού, της σύμπλευσης και της απομάκρυνσης, ακόμα και της λατρείας και της απέχθειας.  Όσο η μητέρα θέλει να δει την κόρη να μεγαλώνει μέσα σε μια τόσο κοινή με αυτήν όσο και διαφορετική πραγματικότητα, τόσο η κόρη θα μισεί να βλέπει στον καθρέφτη της την εικόνα της μητέρας. Και όσο αντιδρώντας θα φθάνει στον αντίποδα της μητέρας, τόσο το χάσμα θα διευρύνεται – μια σχέση αποδοχής  αλλά και μίσους. Αν αναρωτηθεί κανείς πόσο εύκολη μπορεί να είναι η επιβίωση μέσα από μια τέτοια σχέση, την αποστομωτική απάντηση τη δίνει προλογίζοντας το βιβλίο η Μαριαλένα Σπυροπούλου: Οι γυναίκες είναι ψυχικά ερμαφρόδιτες, ίσως γι’ αυτό και τόσο ανθεκτικές.

Στην αφήγηση της Ernaux θα περάσει όλη η ζωή της μητέρας, με τις αφομοιωμένες αντιδράσεις της κόρης να λειτουργούν ως μνήμες (συχνά τραυματικές) σε ισορροπία ή αντίστιξη με την ενοχή, που αναπόφευκτα έρχεται καθώς οι εικόνες των τελευταίων χρόνων της μητέρας, αδύναμης πλέον, έντονα έχουν γραφεί στη συνείδησή της. Κάθε φορά που πήγαινα να τη δω, αγωνιούσα μήπως τη βρω λιγότερο «ανθρώπινη». Όταν ήμουν μακριά της, τη φανταζόμουν με την έκφραση και τα χαρακτηριστικά που είχε άλλοτε, ποτέ όπως ήταν τώρα. (σ. 101-102). Το συναίσθημα εκείνου του τελευταίου χρονικού διαστήματος με τη μητέρα έρχεται μέσα από λίγες λέξεις: Είχα ανάγκη να την ταΐζω, να την αγγίζω, να την ακούω.(σ.103), αφήνοντας μια αίσθηση εξιλέωσης για τα όσα αρνητικά σε παλαιότερες εποχές συγκρούσεων είχε σκεφθεί γι’ αυτήν. Τώρα η ανάγκη όχι απλώς να τη φροντίζει αλλά, επιτέλους, να την αγγίζει είναι εντονότερη. Η ίδια η γραφή αυτή, ως επιλογή, αποπνέει τη διττή  ανάγκη, να αποδώσει αφενός την πλήρη εικόνα της μητέρας (σαν να της προσφέρει μια ευκαιρία αθανασίας) και αφετέρου (ίσως ισχυρότερη αυτή η ανάγκη) να δει γραμμένα τα δικά της συναισθήματα σε μια προσπάθεια κατανόησης της ταυτότητας και των δύο, μέσα από την ιδιάζουσα σχέση τους.



Το πόνημά μου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα λογοτεχνικό τόλμημα εφόσον σκοπός του είναι να βρει την αλήθεια που προσεγγίζεται μόνο με λέξεις. (Με άλλα λόγια, μήτε οι φωτογραφίες, μήτε οι αναμνήσεις, μήτε  οι οικογενειακές μαρτυρίες, μπορούν να μου προσφέρουν την αλήθεια.) Και, συνάμα, θα ήθελα να κρατήσω μια κάποια απόσταση από τη λογοτεχνία. (σ. 25)  

Συγκρατημένη γραφή, λιτότητα στην αφήγηση, ή αλλιώς ένας τρόπος να αφηγηθείς το παρελθόν αποδίδοντας τις συνθήκες που το καθόριζαν τότε, χωρίς να τις προδώσεις μέσα από την οπτική του παρόντος. Όπως αρμόζει σε μνήμες που εγκιβωτίζουν και αποκαλύπτουν θεμελιακές συγκρούσεις και θαρραλέα βήματα στον προσωπικό τόπο, στον οποίο καθοριστική θέση έχουν τα πρόσωπα. Αποκαλυπτική, ωστόσο, γραφή για όσα καθορίζουν τη δύσκολη σε κάθε περίπτωση σχέση μητέρας και κόρης ως την αποσύνδεση (αν και όποτε συμβεί), ως την ουσιαστική ενηλικίωση. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση από τη Ρίτα Κολαΐτη και εισαγωγικό σημείωμα της Μαριαλένας Σπυροπούλου.

 

Διώνη Δημητριάδου

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γράφει για την ποιητική σύνθεση της Διώνης Δημητριάδου «Παλίμψηστη του Λύκου μου Μορφή» (ΑΩ εκδόσεις) η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Περί ου

 

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

γράφει για την ποιητική σύνθεση

της Διώνης Δημητριάδου

«Παλίμψηστη του Λύκου μου Μορφή»

(ΑΩ εκδόσεις)

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Περί ου

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Διώνη Δημητριάδου, Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή, εκδ. ΑΩ, 2021 – Περιοδικό Περί Ου (periou.gr)

 

Το παλίμψηστο της ποίησης


 

 Φέρνω στο μυαλό μου τους μύθους του Αισώπου, την Κοκκινοσκουφίτσα, τα εφτά κατσικάκια, τα τρία γουρουνάκια, τη στέπα του Έρμαν Έσσε, τον πατέρα του Μόγλη, ποιήματα της Ρουκ, του Παυλόπουλου, του Χιόνη, του Νικηφόρου, της Κουτσουμπέλη. Η εικόνα του λύκου, διατρέχοντας τον αγροτοποιμενικό βίο του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος δεν λείπει ούτε απ’ το αστικό φαντασιακό, εμπλουτισμένη με νέες σημασιοδοτήσεις. Είναι ένα παλίμψηστο με διαδοχικές επιστρώσεις νοημάτων, αναμνήσεων, αφηγήσεων που από κοινού συνθέτουν την έννοιά του, ώστε να περιέχει το σκοτάδι της νύχτας, τη δύναμη της φύσης, το ανυπότακτο πνεύμα, το άγριο ένστικτο, την εικόνα του αποσυνάγωγου, τον αδίκως κατατρεγμένο κτλ. κτλ.

Στην «παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» η Δημητριάδου αντλεί από τούτο τον εννοιολογικό βυθό.  Παίρνει τα υφιστάμενα νοήματα και τα αναπλαισιώνει με καινούριες εικόνες, γνωρίσματα και ιδέες, έτσι που ο δικός της λύκος αφενός να ανακαλεί, αφετέρου να αποκλίνει και εντέλει να βαθαίνει το σύμβολο. Ο Λύκος της Δημητριάδου είναι παλιός μα και φρέσκος, μεγάλος και νέος, ζωώδης και ανθρώπινος, σαρκοβόρος και πνευματώδης, μα πάνω απ’ όλα είναι ένας στοχαστικός λύκος, που παρατηρεί, σκέφτεται και κρίνει δίνοντας φωνή στον μέσα εαυτό, αυτόν που λανθάνει κάτω απ’ τον εαυτό, ηχώντας τη λαλιά της φύσης και της ζωής που ανθίστανται στην αλλοτριωτική επιβολή του πολιτισμού.

Δεν ξέρω πιο εύστοχο τρόπο για να εκφραστεί η αγριότητα του κόσμου απ’ αυτόν που βρίσκω σε διάφορα ποιήματα της συλλογής όπου το άγριο ζώο τρέμει από τον φόβο του στοχαζόμενο την αγριότητα του κόσμου. Εδώ η λειτουργία της ανοικείωσης παίζει σε δύο και τρία επίπεδα μαζί: είναι μια ανοικείωση, που προκύπτει απ’ την αντίθεση του στοχασμού προς την αγριότητα του ζώου, είναι μια ανοικείωση που προκύπτει απ’ την αντίθεση της αγριότητας του ζώου προς την αγριότητα του πολιτισμού, είναι μια ανοικείωση που προκύπτει απ’ την αντίθεση των συναισθημάτων φόβου που νιώθει το ζώο μπροστά στον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος μπροστά στο ζώο.

Ο Λύκος της Δημητριάδου είναι ένα μετέωρο σύμβολο, μια αμφίθυμη μορφή, που διαρκώς μοιράζεται ανάμεσα στο εδώ του πολιτισμού και στο εκεί της άγριας φύσης, στο τώρα του αστικού βίου και στο τότε της φυσικής ζωής, στο αγελαίο της συνύπαρξης και στη μοναξιά της ατομικότητας, πράγμα που εγγυάται απ’ τη μια την απόσταση του βλέμματος και απ’ την άλλη την εγγύτητα του βιώματος, μα πάνω απ’ όλα την ποιητικότητα της εστίασης. Πολλά θα μπορούσαν να συμπληρωθούν εδώ, αλλά για να μη μακρηγορώ, λέω ότι στη δική μου ερμηνεία ο Λύκος είναι πρωτίστως αυτή και μόνη η ποίηση.

Μια παλίμψηστη με τη σειρά της ποίηση, που εγγράφει στο κείμενό της, μύθους, αρχετυπικά σύμβολα, άλλα ποιήματα, συνομιλεί με όμορα γραμματειακά είδη και ενσωματώνει τεχνικές του μυθιστορήματος και του δοκιμίου προκειμένου να βρει νέους τρόπους έκφρασης. Αφήνω στην άκρη την απολύτως οικονομημένη γλώσσα της ποιήτριας, που δεν βαρύνεται από τίποτα άχρηστο ή διακοσμητικό, για να σταθώ λίγο παραπάνω στις τεχνικές αυτές.

Ο Λύκος της Δημητριάδου είναι με πεζογραφικούς όρους ένας χαρακτήρας, είναι πανταχού παρών, ακόμη και όταν δεν φαίνεται ορατά στο ποίημα, τις σκέψεις του στην πραγματικότητα ακούμε, έχει υπόσταση, μορφή, λόγο, αγωνίες, επιθυμίες, ματαιώσεις, και κυρίως έχει μια διαδικασία αλλαγής και ωρίμανσης, που ξεκινά απ’ το στάδιο της άγνοιας όταν μπαίνει στην πόλη και τελειώνει με την αμήχανη ματιά που ρίχνει στο καθρεφτιζόμενο ποιητικό του είδωλο. Στο μεταξύ δεν χάνει την ευκαιρία να εκφέρει τους προβληματισμούς του για την ανθρώπινη ύπαρξη, το άχθος του θανάτου, τη μεταφυσική απορία, τις σχέσεις με τους άλλους, τη μοναξιά μέσα στο πλήθος, την οικολογική καταστροφή, το στίγμα της ετερότητας κτλ., έτσι που κάθε ποίημα να συνιστά έναν πυκνό δοκιμιακό στοχασμό.

Αν στον «Ευτυχισμένο Σίσυφο» υπήρχαν πεζόμορφα ποιήματα, στον Λύκο αξιοποιούνται και πρόσθετες τεχνικές της πρόζας. Κάθε ποίημα, όσο αυτοτελές κι αν παρουσιάζεται, πρέπει να εννοηθεί σε συνάφεια με το προηγούμενο, το επόμενο και μ’ όλα τα άλλα. Δεν είναι τυχαία η θέση του. κατέχει ρόλο και επιτελεί λειτουργία εντός του όλου, υπόκειται σε έναν κεντρικό σχεδιασμό. Όλο μαζί έχουν το ίδιο θέμα, «αφηγούνται» την ιστορία του Λύκου με αρχή, μέση και τέλος, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει στη ροή τους στοιχεία πλοκής και δέσης (τα εννιά περάσματα του λύκου), να εντοπίσει ακόμη και κορυφώσεις.

Εν ολίγοις, η «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» αξιοποιώντας στοιχεία απ’ το μυθιστόρημα και το δοκίμιο, προσπερνά τα χωροθετημένα όρια, βεβαιώνει τον ενιαίο χαρακτήρα της γραφής και πλουτίζει τον ποιητικό λόγο με νέα εργαλεία. Ό,τι τα τελευταία χρόνια επιχειρείται απ’ την πλευρά της πεζογραφίας και δη της πολύ μικρής φόρμας, ένα πλησίασμα δηλαδή προς την ποίηση, το κάνει εδώ η Δημητριάδου, όπως και κάποιοι άλλοι βέβαια αλλά δεν είναι της ώρας, απ’ την πλευρά της ποίησης. Δεν ξέρω άλλον τρόπο ανανέωσης της λογοτεχνικής γραφής απ’ τη συνομιλία μεταξύ των ειδών, απ’ την αξιοποίηση δάνειων τεχνικών και απ’ την παραγωγή νέων μορφών λόγου, χωρίς βεβαίως να παραβλέπω ότι το απόλυτο κριτήριο δικαίωσης του εκάστοτε εγχειρήματος είναι η αισθητική αξία του αποτελέσματος.

Στη δική μου αντίληψη, η «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» της Διώνης Δημητριάδου ανοίγει δρόμους.


 Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης



Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Το παρελθόν Tessa Hadley μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου εκδόσεις Gutenberg σειρά Aldina η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Το παρελθόν

Tessa Hadley

μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

εκδόσεις Gutenberg σειρά Aldina

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Tessa Hadley: «Το παρελθόν» (diastixo.gr)

 

 


Το μυθιστόρημα ως είδος προσφέρει στους συγγραφείς του (κυρίως λόγω της έκτασής του και της ανάπτυξης της πλοκής σε βάθος χρόνου) την ευκαιρία της αναδιάταξης του υλικού, της αναπροσαρμογής των αντιδράσεων των προσώπων αλλά και των καταστάσεων σε νέες συνθήκες που δημιουργούνται στην πορεία της αφηγημένης ιστορίας· γνωστό άλλωστε πως η μεγάλη αφήγηση γράφεται αρχικά μόνο με ένα γενικό πλάνο-κορμό και διαμορφούμενη στην πορεία ολοκληρώνεται. Έτσι, δύο συνθήκες που συναντάμε συχνά στη μεγάλη αφήγηση αφορούν αφενός τη διαχείριση του χρόνου προκειμένου να απλωθεί η πλοκή σε διαφορετικά επίπεδα μη γραμμικής χρονικής διάρκειας, και αφετέρου τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των προσώπων, όπως ερμηνεύονται μέσω των χρονικών παλινδρομήσεων. Αυτές τις αφηγηματικές τεχνικές χρησιμοποιεί στο μυθιστόρημα Το παρελθόν η Tessa Hadley, στα χνάρια των μεγάλων μυθιστοριογράφων-αφηγητών οικογενειακών ιστοριών. Η Tessa Hadley δεν είναι φυσικά Jane Austen ως προς το εύρος που δίνει στην ιστορία της και ως προς την ψυχογράφηση των ηρώων της. Ωστόσο, αποδεικνύεται πιστή θιασώτης αυτού του είδους γραφής στον τρόπο που περιγράφει λεπτουργώντας την καθημερινότητα της ζωής (συνήθειες, αντιδράσεις) όσο και το περιβάλλον που αποτελεί το πλαίσιο, ώστε οι ανάγλυφοι και περίοπτοι  ως χαρακτήρες ήρωές της να βρουν σταθερό έδαφος να σταθούν και να μη μείνουν μετέωροι. Έτσι, συνεχίζοντας την παράδοση των παλαιότερων μυθιστοριογράφων, καταξιώνει ως σημαντικό αφηγηματικό τρόπο την περιγραφή, που συχνά από πολλούς νεότερους πεζογράφους παραμελείται.   

Στην ιστορία της Hadley τέσσερα αδέλφια με τις οικογένειές τους (υπό την ευρεία έννοια) έρχονται στο πατρικό σπίτι στην αγγλική ύπαιθρο για να περάσουν τρεις εβδομάδες των καλοκαιρινών τους διακοπών σε μία αναγκαστική συγκατοίκηση, προκειμένου να έχουν τον χρόνο να συζητήσουν αν θα το πουλήσουν ή όχι. Μαζί τους θα έχουν όχι μόνο την προσωπική του ζωή το καθένα αλλά και τη διάθεση να τη μοιραστούν μόνο όσο χρειάζεται, χωρίς να αποκαλυφθούν μυστικά, καλά ως τώρα φυλαγμένα από την αδελφική προσοχή. Εκτός από τα τέσσερα αδέλφια και όσους τους συνοδεύουν στο ταξίδι αυτό δημιουργώντας απρόσμενες συχνά προστριβές στις διαπροσωπικές σχέσεις, πρέπει να γίνει μια αναφορά και στα δύο σπίτια που βρίσκονται στο κέντρο της ιστορίας, γιατί ειδικά για το ένα από αυτά έχεις την εντύπωση πως δεν αποτελεί απλώς ένα σκηνικό, αλλά συμπεριφέρεται και αυτό, ας επιτραπεί η λέξη, ως «πρόσωπο»  της ιστορίας με την κάθε του γωνιά να φέρνει στο προσκήνιο εικόνες, μνήμες αλλά και αφορμές για συζητήσεις και σκέψεις. Στο σπίτι αυτό που για το κάθε πρόσωπο έχει άλλη όψη, συνδεδεμένο ή όχι με μνήμες, θα ειπωθούν πολλά, θα επισημανθούν άλλα τόσα πίσω από κλειστές πόρτες και σκιερά μέρη του κήπου που το περιτριγυρίζει.



 

Στις πρασινισμένες χοντρές πλάκες της γερτής σκεπής ξεχώριζαν ακόμα τα σημάδια από το μυστρί των χτιστάδων που τις είχαν συναρμόσει διακόσια χρόνια πριν. Η Άλις και ο Κασίμ κοίταξαν από τις μπαλκονόπορτες μέσα: το εσωτερικό έμοιαζε με σκηνικό άλλου κόσμου, λες κι η ησυχία του εγκυμονούσε σημασία, σαν είδωλο δωματίου σε καθρέφτη. Στα δωμάτια ήταν ακόμα τα έπιπλα του παππού και της γιαγιάς της· η ταπετσαρία του τοίχου φάνταζε ασημένια πίσω από τις λεπτοφτιαγμένες καρέκλες, κόντρα στη μαύρη λάκα του όρθιου πιάνου, το σεκρετέρ. Οι πίνακες με τα κάδρα τους έμοιαζαν μικρές σκοτεινές τρύπες στη επιφάνεια του τοίχου. Η Άλις είχε πει στην ψυχολόγο της ότι το ’βλεπε συνέχεια στον ύπνο της αυτό το σπίτι. Τα υπόλοιπα σπίτια της ζωής της έμοιαζαν σε σύγκριση μ’ αυτό απλά σκηνικά για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων. (σ. 23)

 

Η καλύβα, εγκαταλειμμένο κτίσμα στο δάσος, με μυστικά, φόβους για ανεξιχνίαστες πράξεις αποτελεί τον άλλο χώρο που έρχεται από το παρελθόν για να δηλώσει ακόμη την παρουσία του. Τα μικρά παιδιά θα τον ανακαλύψουν, οι έφηβοι ήρωες θα στεγάσουν σ’ αυτόν τις δικές τους στιγμές. Δύο χώροι/σπίτια που λειτουργούν ως δρώντες ήρωες της ιστορίας – άλλωστε ως τίτλος όλου του βιβλίου θα μπορούσε να είναι «Το σπίτι», χωρίς να χαθεί τίποτα από την ουσία του. Αν μάλιστα συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι στην όλη ιστορία δεν συμβαίνουν συνταρακτικά γεγονότα, τότε πράγματι παίρνει άλλη αξία  το σκηνικό, το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η αργή πλοκή, και το οποίο με ακρίβεια περιγράφει δίνοντάς του πνοή αληθινή αυτή η χαρισματική γραφή.

Ο χρόνος ως παροντικός  και ως παρελθοντικός για την τριτοπρόσωπη αφήγηση της ιστορίας αποτελεί ένα ερμηνευτικό μονοπάτι που θα ακολουθήσει η ανάγνωση φωτίζοντας τις συμπεριφορές των ηρώων μέσα από τα γεγονότα που καθόρισαν τη ζωή των γονιών τους. Παράλληλα το παρελθόν ως ιστορικό γενικότερα πλαίσιο (σημαδιακή πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων η δεκαετία του ’60) θα προσδώσει το αναγκαίο βάθος στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, καθώς τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν γεννιέται από το πουθενά. Η μη γραμμική χρονική αφήγηση των γεγονότων (το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε τρία μέρη: «Το παρόν», «Το παρελθόν», «Το παρόν») μοιάζει να εγκιβωτίζει τα γεγονότα που προηγήθηκαν ανάμεσα σε δύο αφηγήσεις του παρόντος χρόνου, με τρόπο που η πρώτη να αφήνει κενά που θα καλύψει κατόπιν το παρελθόν, ενώ η δεύτερη, πιο βέβαιη τώρα ερμηνευτικά, βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Καθώς το σκηνικό της Hadley έχει χαρακτηριστικά θεατρικότητας, ο αναγνώστης αντιδρά ως οιονεί θεατής με τη γνώση της πορείας των ηρώων στο μέρος του Παρελθόντος, εν είδει «τραγικής ειρωνείας», κατά την έννοια που προσέδωσε στον όρο το αρχαίο δράμα, δηλαδή της γνώσης του θεατή για τη μοίρα των ηρώων την ώρα που οι ίδιοι την αγνοούν. Προνομιακή, επομένως, η θέση του αναγνώστη στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, «Το παρελθόν». Τεχνικές που αναδεικνύουν τη συγγραφική τέχνη της Hadley και δικαιολογούν την απήχηση που έχουν τα έργα της, όχι όμως στη χώρα μας, τουλάχιστον ακόμη.

 

Σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου, που αποτελεί εγγύηση για το σωστό αποτέλεσμα της μεταφοράς τόσο της γλώσσας όσο και της ατμόσφαιρας. Στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg, που δεν θα παραλείπουμε να μνημονεύουμε για τις επιλογές της και για την ιδιαίτερη αισθητική, με σημασία στη λεπτομέρεια. Όπως εδώ βλέπουμε στο εξώφυλλο το έργο του Χρήστου Αλατσάκη Μετά τη γιορτή (λεπτ.) 2020, που αποδίδει με τον υπαινιγμό του (αυτό που ήταν και ό,τι απομένει) το κλίμα που επικρατεί στην ιστορία του βιβλίου.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Αφορμές μικρές ιστορίες Κοραής Δαμάτης εκδόσεις Βακχικόν η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Αφορμές

μικρές ιστορίες

Κοραής Δαμάτης

 εκδόσεις Βακχικόν

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Κάτω από την απόλυτη αδιαφορία των άστρων | Fractal (fractalart.gr)

 



Κάτω από την απόλυτη αδιαφορία των άστρων

 

Το μικρό, προσωπικό σύμπαν των ανθρώπων, γεμάτο από στιγμές, χειρονομίες, καθημερινές λέξεις, καθώς εστιάζει σε ό,τι μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό (κι ας μην είναι, αλλά ποιος θα το κρίνει;) αφήνει παντελώς αδιάφορο το άλλο σύμπαν, που μας εμπεριέχει εκόντες άκοντες. Και αν συνήθως η συγγραφική έμπνευση στρέφει το βλέμμα της στα σπουδαία πράγματα, που οδηγούν σε άλλα σπουδαιότερα, υπάρχει πού και πού μια γραφή που αρκείται στα πιο αφανή, στα πιο χαμηλόφωνα· αυτά φιλοδοξεί να αναδείξει, σ’ αυτά να δώσει ένα ελάχιστο βήμα για να ακουστεί η φωνή τους. Ο Κοραής Δαμάτης, σκηνοθέτης και άνθρωπος του θεάτρου, αποδεικνύει με το πρόσφατο  βιβλίο του με μικρές ιστορίες ότι συχνά οι αφορμές μιας σπουδαίας γραφής βρίσκονται δίπλα μας, αρκεί η οξύτητα και η ευαισθησία του βλέμματος να τις ανακαλύπτει. Με μια γλώσσα πλούσια και εκφραστική που μεταποιείται σε εικόνες, ο Δαμάτης αιχμαλωτίζει την ανθρώπινη εγκαρτέρηση, την απόγνωση, τη φευγαλέα χαρά, την αίσθηση της ματαιότητας, την έκθεση στον παραλογισμό της βίας, τα συνθήματα που ανανεώνουν για λίγο το όραμα της επανάστασης, τη συντριβή του ονείρου, την εκμετάλλευση, την αναλγησία, δηλαδή τη ζωή σε κάθε της έκφανση. Το γεγονός ότι επιλέγει τη μικρή φόρμα (ελάχιστες μόνον ιστορίες ξεφεύγουν από την επιλογή αυτή και εκτείνονται περισσότερο) συμφωνεί απολύτως με την ιδιότητά του. Έτσι, δίνει με το ελάχιστο των λέξεων ό,τι περισσότερο αξίζει να καταγραφεί, προκαλώντας τον αναγνώστη να συμπληρώσει, μεγεθύνοντας κι αυτός δημιουργικά την αποτυπωμένη σκηνή. Η κάθε σκηνή είναι ένα μικρό αφηγηματικό κύτταρο που δημιουργεί την απαραίτητη για τη μικρή φόρμα δραματική ένταση. Πολλές από τις ιστορίες του Δαμάτη σε προκαλούν να τις δεις σαν κινηματογραφικά πλάνα, άλλες σαν πυρήνες για θεατρικά μονόπρακτα· όσο κι αν φαίνεται δύσκολο να ενσωματωθεί η περιπέτεια σε τόσο μικρά κείμενα ελάχιστης πλοκής, εντούτοις υπάρχει η αίσθηση της εξέλιξης, όσο και το περίγραμμα των χαρακτήρων. Κάποιες αφορμές των ιστοριών έχουν προσωπικό χαρακτήρα, κάποιες αντλούνται από όσα χαρακτηρίζουν τον κοινό μας σύγχρονο βίο. Ο κοινός τόπος όλων, όμως, πέρα από το αφηγηματικό υποκείμενο, είναι στην αίσθηση του χρόνου που μας προσπερνά, αν δεν πιάσουμε τις στιγμές του, αν δεν συγκρατήσουμε ό,τι περισσότερο μπορούμε από ζωντανές παρουσίες και μνήμες. Ένας πόλεμος είναι, με νικητές και ηττημένους των καιρών, γιατί ο χρόνος είναι σπαθί, αν δεν τον διαπεράσεις, θα σε διαπεράσει. Ενδεχομένως αυτός να είναι και ο σκοπός ετούτης της γραφής: μια απόπειρα να διαπεραστεί ο χρόνος, να τραβηχτούν από μέσα του σαν φωτογραφίες οι στιγμές, να μπουν στο χαρτί, να μοιραστούν εν είδει πολύτιμου φορτίου σε μια διαδρομή δύσκολη, που ό,τι περνάει απαρατήρητο χάνεται για πάντα. Οι ιστορίες αυτές είναι επιστροφές, είναι μια θέα στην πίσω όψη των πραγμάτων, είναι σκέψεις για τα αφανή μελλούμενα, μικρές φιλοσοφικές αποτυπώσεις που προκαλούν με τη σειρά τους την αναγνωστική συμμετοχή. Ας σημειωθεί εδώ ότι οι ιστορίες αυτές είναι άτιτλες, σαν να επιδέχονται τη διαφορετική τους ονομασία· τόσοι τίτλοι όσες και οι διαφορετικές αναγνώσεις. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες γραφές, την ατμόσφαιρα της οποίας συμπληρώνουν ιδανικά οι εικαστικές παρεμβάσεις (στο εξώφυλλο και στις σελίδες) της Σοφίας Κουκουλίνη.



 

Αποσπάσματα

 

[…] Αυτή την άνοιξη το παιδί το ντυμένο στα μαύρα, πήρε απ’ το χέρι τον ηλικιωμένο και κατέβηκαν στη θάλασσα.

«Πάμε» του είπε «φτάνει, μέχρι εδώ».

«Κι ο Θεός;» ρώτησε ο κουρασμένος «αν το σκάσουμε δεν θα μας αφήσει να μπούμε στους φωτεινούς λειμώνες. Θα τριγυρνάμε στα σκιερά, στην τέφρα και στη σκόνη».

Το μαυροντυμένο παιδί κοίταξε τον ενενηντάχρονο απ’ τις ρωγμές του σώματός του.

«Έλα. Πάμε. Μη φοβάσαι. Ο Θεός που σου υποσχέθηκαν δεν ήρθε ποτέ».

Κι ο ηλικιωμένος υπάκουσε. Γέμισε τις τσέπες του μεγάλα βαριά βότσαλα και με ανάλαφρη ψυχή μπήκε στη θάλασσα. (σελ. 158-159)

 

***

 

Έκλαιγαν και οδύρονταν.

Δάκρυα και λυπημένοι ψίθυροι. Όχι για τους άλλους. Όχι για αυτούς τους πεινασμένους, αυτούς που ρήμαξε η ζωή, όχι. Ούτε για εκείνους με τις βάρκες που πήγαν να περάσουν απέναντι. εκείνοι πάνε, πνίγηκαν. Όχι. Ούτε για τους νέους, τους άρρωστους, που θέλουν να ζήσουν. Αυτοί ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.

Τούτοι εδώ κλαίνε για τον εαυτό τους. Για τους ίδιους οι λυγμοί και η λύπη. Για τη δική τους χαμένη ζωή. (σελ. 60)

 

Διώνη Δημητριάδου