Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

modus vivendi κείμενα: Ελευθερία Σταυράκη ζωγραφική: Τάσος Παπαηλιού εκδόσεις Παρουσία η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/modus-vivendi/


modus vivendi
κείμενα: Ελευθερία Σταυράκη
ζωγραφική: Τάσος Παπαηλιού
εκδόσεις Παρουσία
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/modus-vivendi/




με λόγο και εικόνα

36 κείμενα που ακροβατούν σε λεπτό σχοινί ανάμεσα στον ποιητικό και τον πεζό λόγο – όλα σε πολύ προσεγμένη γλώσσα  που υπαινικτικά ανοίγει ενδιαφέροντες ορίζοντες ερμηνείας. Σε συνδυασμό με 35 + 1 σχέδια (μαζί με τη ζωγραφιά του εξωφύλλου) από τον Τάσο Παπαηλιού, που υπογράφει αυτό το ξεχωριστό βιβλίο μαζί με την ποιήτρια Ελευθερία Σταυράκη. Οι εικόνες ακολουθούν θεματικά τα κείμενα προσφέροντας την εικαστική εκδοχή των λέξεων. Η φαντασία του αναγνώστη, έτσι κι αλλιώς, προσθέτει τη δική της οπτική πρόσληψη σε ό,τι διαβάζει· εδώ η συνύπαρξη λόγου και εικόνας προκαλεί σε μια ταυτόχρονη ανάγνωση, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο πώς συντελείται μια αυθεντική μετατροπή του λεκτικού τοπίου σε εικαστικό και αντιστρόφως.

Η συλλογή αυτή (δεύτερη προσωπική για την ποιήτρια, μετά την «Ιθαγένεια», εκδόσεις Απόπειρα) διαβάζεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Επιλέγω να τη διαβάσω μέσα από τρία κείμενα, που θεωρώ πως δίνουν το νοηματικό πλαίσιο για να κινηθούν όλα τα υπόλοιπα της συλλογής.

Επιφυλακή

Ένα σμήνος μελισσών κατέφθασε απρόσμενα στην πόλη μας. Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι παρόμοιο· στους δρόμους, τα μπαλκόνια, ξυστά στους τοίχους των πολυκατοικιών πηγαινοέρχονται ανάμεσα σε πολυδαίδαλα οικοδομικά τετράγωνα. Έχουνε χάσει, λέει, το δρόμο τους και πρέπει να βουίζουν αδιάκοπα, για να μη χαθούν.

Τη μέρα κρύβονται σε διαδρόμους και γραφεία, σχολεία, οικοδομές ή κάτω από τις σκιερές στέγες. Το βράδυ εφορμούν. Εδώ δεν έχει δέντρα, μυρωδιές, λουλούδια να κρυφτείς· τρυπώνουνε απ’ τα παράθυρα, ρουφάνε το νέκταρ των ανυποψίαστων ανθρώπων την πιο αθώα στιγμή του ύπνου τους.

Τα τσιμπήματα αποδεικνύονται επώδυνα, συχνά ολέθρια και σε κάποιες περιπτώσεις θανατηφόρα. Πολλοί συνάνθρωποί μας χάνουν το δρόμο για τη δουλειά ή το σπίτι τους, γίνονται ασυνεπείς πρώτη φορά στη ζωή τους, έτσι χωρίς λόγο· χαμογελούν χωρίς να ξέρουν το γιατί, χωρίζουν τους συντρόφους τους και σμίγουν με αγνώστους - δίχως καμία λογική, δίχως ενοχή ή φόβο.

Όσοι παραμένουν υγιείς ξεσηκώνονται εναντίον των εντόμων. Εδώ δεν έχει δέντρα να κρυφτείς, νερό να πέσεις, λένε, έχει όμως τοίχους και παράθυρα και πόρτες ασφαλείας. Οι υγιείς σφραγίζουν τις εξόδους, σχηματίζουν σμήνος πανίσχυρο, παρατάσσονται σε θέση μάχης, βουίζουν έξαλλοι. Πρέπει να βουίζουν αδιάκοπα, για να μη χαθούν.



Όλοι βρίσκονται σε επιφυλακή.



Μια αίσθηση ανασφάλειας που προκαλείται από τον ορατό κίνδυνο αλλά και τον φόβο απέναντι σε αδιόρατες απειλές πολύμορφες. Η φύση στην απρόβλεπτη  (άρα εχθρική) εκδοχή της, και οι άνθρωποι ανυπεράσπιστοι οι περισσότεροι, επιθετικοί σαν ένα νέο σμήνος οι πιο λίγοι – εκλεκτοί ίσως ή θύματα μιας επιβαλλόμενης ομοιομορφίας άραγε; Και πάνω απ’ όλα ο δισήμαντος λόγος, που δημιουργεί εικόνες κατά βούληση και ερμηνεύεται ανάλογα με τη θέση που ο καθένας επιφυλάσσει για τον εαυτό του. Μέσα από το κείμενο αυτό η ποιήτρια δίνει το κατάλληλο κλίμα, προκειμένου να στηθεί το σκηνικό των υπολοίπων, τα οποία διαφοροποιούνται ως προς τη διάθεση του ποιητικού υποκειμένου να κοιτάξει είτε προς τα ένδον ευρισκόμενα ασταθή της ύπαρξης είτε να αποδώσει ένα λόγο εμφορούμενο από κοινωνικά μηνύματα. Και οι δύο αυτές συνθήκες γραφής συναντώνται σε ένα και το αυτό σημείο: η ευαισθησία του ποιητικού λόγου επιχειρεί να δώσει μια εικόνα του κόσμου όπως είναι αλλά και όπως θα μπορούσε να μεταμορφωθεί.



Η πεντάμορφη και το τέρας

Η Αριάδνη έψαχνε να βρει μιαν άκρη, καθώς σκούπιζε τον ιδρώτα στο μέτωπό της. Το αποτέλεσμα της μονομαχίας δεν είχε κριθεί ακόμη. Αν και γνώριζε πως το αγαπημένο της τέρας πάντα εύρισκε το δρόμο να τη συναντήσει μετά τη νίκη, ανησυχούσε. Ο νέος που ήρθε ετούτη τη φορά είχε στα μάτια του μια λάμψη που τη φόβιζε.

Τι θα γινόταν, άραγε,  αν σκότωνε για χάρη της το τέρας, αν κατακτούσε το λαβύρινθό της - βασίλειο και αστείρευτη πηγή της εξουσίας της ως τώρα;

Η Αριάδνη δίστασε για μια στιγμή, ζυγίζοντας στο χέρι της ένα κουβάρι σκέψεις.



Το εσωτερικό τοπίο προσφέρεται για καθοριστικές επανεκτιμήσεις: ποιος είμαι – ποιος ο κόσμος που με περιβάλλει – ποια η θέση μου μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Τα τρία βασικά γνωστικά ερωτήματα σε συνεκτίμηση, σε αναζήτηση της αγαστής συνύπαρξης μέσα σε ένα κοινωνικό σώμα που επιδιώκει την ομοιομορφία, περιθωριοποιεί τη διαφορετικότητα και πάνω απ’ όλα δημιουργεί τον μύθο της απόλυτης ευτυχίας μέσα στην ομογενοποιημένη εικόνα. Κι όμως, το καίριο ερώτημα (μας προτείνει η ποιήτρια) ίσως αφορά μόνον τον ρόλο του τέρατος και αυτόν του τιμωρού. Το θαυμαστό τέρας οικτρόν ιδείν, ωστόσο ένα και ξεχωριστό. Ποιος έχει τη δύναμη να το σκοτώσει μέσα του; Και με τι θα το αντικαταστήσει στην αδυσώπητη μάχη της προσωπικής καταξίωσης;



Η εκμετάλλευση του υπεδάφους

Η μάνα και ο γιος ήταν φτωχοί,

έπρεπε να βρουν μια λύση

-μέσα στην κρίση ήταν όλα πιο δύσκολα-

Η μάνα έστειλε το γιο της να ψάξει

στο υπόγειο·

εκεί είχε φυλαγμένα τα παλιά κειμήλια,

σκαλισμένες όμορφες στιγμές της οικογένειας,

τη δύναμη της γιαγιάς, που κάποτε

τους έφερε σ’ αυτά τα χώματα,

παλεύοντας τον κίνδυνο της θάλασσας

και τον απέναντι εχθρό,

σε μια παλιά κορνίζα έγνεφαν άγρυπνα

τα μάτια του παππού,

κατέληγαν σε δυο ποτάμια δρόμους,

που ’χε πάρει κι είχε αφήσει

για να τους συναντήσει.



Στ’ απομεινάρια της σκονισμένης ιστορίας

βρήκε ο γιος την άκρη του δικού του τρόπου σκέψης

που έκανε τη ζωή λιγότερο ακατανόητη.

Κρέμασε στο σαλόνι το τάβλι

του παππού που μάσαγε τα πιόνια του

κι έστησε μια νέα παρτίδα.



Δεν ήξερε πού πήγαινε·

αν κάπου θα ’φτανε και πότε.

Ήξερε μόνο από πού ερχόταν.  



Η ποίηση της Ελευθερίας Σταυράκη έχει το προνόμιο να ανοίγεται στον αναγνώστη της. Χρησιμοποιώντας τη μεταφορικότητα του λόγου, όσο τη χρειάζεται η ποιητική φόρμα που υπηρετεί, δημιουργώντας υπαινιγμούς, που βοηθούν την κατανόηση και δεν υποκρύπτουν την αλήθεια τους, κατορθώνει να μιλά με ειλικρίνεια στον αποδέκτη της. Προσφέρει έναν ανοιχτό ορίζοντα μιας έστω αμυδρής ελπίδας, έτσι όπως δημιουργεί εικόνες γήινες, αποκαλυπτικές μιας αναγκαίας στροφής που χρειάζεται ο σύγχρονος άνθρωπος, προκειμένου να μη χάσει εντελώς την ψυχή του. Να μάθει από πού έρχεται, να αναζητήσει τις ρίζες εκείνες που τον οδηγούν πίσω στον χρόνο και του δείχνουν μια ζωή λιγότερο πολύπλοκη, λιγότερο βολική, μα στηριγμένη σε σταθερότερες αξίες. Να κρεμάσει στο σαλόνι το τάβλι του παππού που μάσαγε τα πιόνια του και να στήσει μια νέα παρτίδα. Ίσως αυτοί οι τελευταίοι στίχοι να δίνουν και εν συντομία όλο το περιεχόμενο της συλλογής.



Η Σταυράκη έδειξε πρώτα το κλίμα, την ύφή της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Κατόπιν στράφηκε στον μέσα χώρο που ζητούσε έναν επαναπροσδιορισμό. Τέλος πρόσφερε τα υλικά για την ανανέωση του τοπίου. Μοιρασμένη θεματικά στα τρία η συλλογή της -τουλάχιστον με την προσωπική μου ανάγνωση- επιβεβαιώνει τον τίτλο· ένας τρόπος να επιτευχθεί η καταξίωση κάθε ατομικής ιδιαιτερότητας μέσα στους σκληρούς κανόνες της ομογενοποιημένης εικόνας. Ακόμη κι αν αυτό προϋποθέτει την ανατροπή τους ή έστω την επαναδιατύπωσή τους.

Τα σχέδια του Τάσου Παπαηλιού αποδίδουν εικαστικά ακριβώς αυτή τη δύσκολη πραγματικότητα. Πρόσωπα ενσωματωμένα σε μπερδεμένες εικόνες, πότε με χρώμα και πότε με το σκληρό ασπρόμαυρο, σαν να επιθυμούν τη διαφυγή τους, όσο κι αν έχουν περίτεχνα εμπλακεί στη διαμόρφωση του σκηνικού. Ηρεμούν μόνον όταν εγγράφονται μέσα σε εικόνες που μας οδηγούν προς τα πίσω στον χρόνο, όπως η ζωγραφιά που συνοδεύει τον υπαινικτικό λόγο ενός από τα καλύτερα κείμενα «Η εκμετάλλευση του υπεδάφους».

Στο σύνολό της μια έκδοση αξιοπρόσεκτη και ως προς τον λόγο της και ως προς το εικαστικό και αισθητικό μέρος της.



Διώνη Δημητριάδου




Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Εκεί κάτω στον ουρανό Γεωργία Συλλαίου Εκδόσεις Πόλις η πρωτη δημοσίευση στην Bookpresshttps://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/sullaiou-georgia-polis-ekei-kato-ston-ourano-dimitriadou


Εκεί κάτω στον ουρανό
Γεωργία Συλλαίου
Εκδόσεις Πόλις
η πρωτη δημοσίευση στην Bookpresshttps://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/sullaiou-georgia-polis-ekei-kato-ston-ourano-dimitriadou





μια δύσκολη διαρκής επιστροφή


Ξεροκαταπίνει και σκύβει το κεφάλι. Είναι πολύ κουρασμένες. Και αυτή και το κοριτσάκι. Δικαιούνται μια ανάπαυλα, ένα χάδι από τον χρόνο. Γνωρίζουν πολύ καλά και οι δύο ότι ο επίλογος έχει ήδη γραφτεί πριν από πολλά καλοκαίρια.

Το βιβλίο της Γεωργίας Συλλαίου «Εκεί κάτω στον ουρανό» θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα αλλά δεν είναι. Όχι μόνο γιατί δεν ακολουθεί τη φόρμα που έχουμε κατά νου, όταν μιλάμε για το είδος της μεγάλης αφήγησης. Πράγματι τα κεφάλαιά του μια χαρά αυτονομούνται, αν το θέλουμε, και διεκδικούν την κατηγοριοποίηση στη μικρή φόρμα, και με πολλές αξιώσεις. Δεν είναι, όμως, ούτε διηγήματα. Συναποτελούν μια ιστορία, η οποία στην ουσία καταργεί τον μύθο και κρατάει την πραγματικότητα, την αλήθεια. Όση αλήθεια μπορεί να κρύβει μέσα της η παραδοχή πως η ενηλικίωση είναι μια μακρά διαδικασία που ίσως δεν τελειούται ποτέ. Και η παιδική ηλικία με τη σειρά της είναι πανταχού παρούσα, πίσω από τη σοβαρότητα ή τη σοβαροφάνεια που συνοδεύει την αμφισβητούμενη ωριμότητα. Το παιδί εμπεριέχει (όπως όλα τα φυσικά όντα κατά την αριστοτελική θεωρία) την εξέλιξή του ως τελικό σκοπό, στον οποίο τείνει προκειμένου να ολοκληρώσει τη φυσική του παρουσία. Το θέμα όμως είναι πόση από την αρχική παιδική μορφή και αίσθηση εξακολουθεί να βιώνει ο ενήλικας.

Θέλω να μείνω στο κεφάλαιο Ημέρα μετά (Επίλογος ΙΙ) καταργώντας την όποια ευθύγραμμη πορεία απαιτεί μια κριτική βιβλίου, ή τη δομή που χαρακτηρίζει επιτυχείς τις καλύτερες από αυτές. Πηγαίνω, έτσι, σε ένα από τα τελευταία κείμενα του βιβλίου, εκεί που αριστουργηματικά στήνεται το απόλυτο σκηνικό της συνειδητοποίησης. Το τραίνο της φυγής, μέσα στο οποίο ταξιδεύουν πρόσωπα σε μείξη ονειρική, ο χρόνος αδιαφορεί για τις όποιες ανθρώπινες μετρήσεις, η ζωή δείχνει την άλλη της όψη (όλα ζωή λογίζονται) και μέσα σε όλο αυτό το παράδοξο τοπίο το άτομο (εδώ η Αντιγόνη της ιστορίας ή η οποιαδήποτε Αντιγόνη της οποιασδήποτε ιστορίας) βρίσκει το νήμα – ίσως όχι την άκρη του, αλλά αυτό δεν έχει καμία απολύτως σημασία.

«Δεν θα σκοτεινιάσει επιτέλους;» ρώτησε απορημένη. «Τώρα το τρένο θα μπει στον ωκεανό», της αποκρίθηκε. Του είπε πως αισθανόταν πάλι πολύ κουρασμένη, πως ήθελε πάλι να κοιμηθεί. «Έτσι είναι η πρώτη μέρα μετά», της απάντησε. «Σιγα σιγά θα συνηθίσετε. Θα δείτε κι άλλα, θα θυμηθείτε πολλά», κατέληξε και, ενώ τα μάτια της έκλειναν, τη σκέπασε προσεκτικά με την τριανταφυλλιά κουβερτούλα που της είχε πλέξει η μητέρα της χρόνια πριν.

Το νήμα αυτό το έψαξε η Αντιγόνη πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο και βρήκε πρόσωπα και συμπεριφορές, φιλίες κι έρωτες παιδικούς και νεανικούς, φοβίες που την κράταγαν μακριά από τους άλλους, απόπειρες να συγχρωτισθεί με άλλα περίεργα (όπως αυτή) όντα, επιθυμίες και αποτυχίες, αγάπες και μίση, πρόωρους θανάτους και μνήμες, μνήμες πολλές και βασανιστικές, που όσο τις αναμόχλευε τόσο πονούσαν. Με επιλογή να δοθεί η αφηγηματική φωνή στο τρίτο (απρόσωπο) πρόσωπο, σαν να αφήνεται στα μάτια και στη σκέψη ενός ψυχρού παρατηρητή· με πιο ειλικρινή και αυθεντική φωνή σε πρώτο πρόσωπο μόνο στα ημερολόγια της Αντιγόνης, εκεί που πλέον επιτρέπει πότε ποιητικά και πότε σε πεζή μορφή να ακουστεί μια άλλη αλήθεια – η σχέση με το παιδί μέσα της, όσο και αυτή με τη μητέρα, βασανιστική και ως μνήμη αλλά και ως συμφιλίωση με τη μοίρα.

Γρήγορα, γρήγορα! Γρήγορα πια να τελειώνει αυτή η ιστορία με τις μνήμες […] Σιγά σιγά αρχίζω να διαμορφώνω, δηλαδή να θυμάμαι το μέλλον. Όλα μοιάζουν σαν να έχουν ήδη συμβεί και οι νυχτερινοί μου επισκέπτες είναι παλαιοί αγαπημένοι που επανέρχονται με την παρελθούσα μορφή τους ακόμη πιο ευδιάκριτη κάτω από το φως του παρόντος, που κάθε φορά αστράφτει και περισσότερο εκτοξεύοντας τους σε ένα απροσδιόριστο, αλλά ταυτοχρόνως οικείο, μέλλον.

Όπως καταργείται η ευθύγραμμη χρονική ακολουθία, έτσι και οι χρονικές στιγμές χάνουν την απόλυτη τιμή τους. Το παρελθόν εισβάλλει ορμητικά στο σήμερα για να διεκδικήσει θέση και άποψη για τη διαμόρφωση του μέλλοντος – ένα μέλλον που μπορεί όμως να λειτουργεί και ως θύμηση. Μόνο που για να συμβεί αυτό πρέπει η Αντιγόνη (η όποια Αντιγόνη τέλος πάντων, μια που έχουμε πάρει θέση μέσα στη ιστορία με το προσωπικό μας κόστος) να πάρει τα ηνία στα χέρια της, να ξεδιαλύνει τις παρελθούσες σχέσεις και να προσδιορίσει το ενήλικο παρόν της. Αλλιώς δεν έχει επιλογή:

[…] τα μάτια μου φωσφορίζουν στο σκοτάδι, η τρίχα μου ορθώνεται από άγρια χαρά, ολομόναχη γελάω στο φεγγάρι κι οι μυτεροί μου κυνόδοντες γυαλίζουν. Κι έτσι φεύγω, απογειώνομαι εκεί κάτω στον ουρανό.

Η ανατροπή των δεδομένων ξεκάθαρα προβάλλει μέσα από τη φράση (που δίνει και τον τίτλο στην ιστορία) εκεί κάτω στον ουρανό. Για όποιον πίστεψε ποτέ στα άνω  και υπεράνω αθέατα της ζωής, έρχεται εδώ η αλήθεια: ο ουρανός είναι κάτω, κι έτσι πρέπει να τον δεις, αν θες να απογειωθείς. Η Συλλαίου μας έβαλε μέσα στη ιστορία της, έτσι όπως σιγά σιγά μας εξοικείωσε με κοινές αλήθειες. Αν, λοιπόν, το θέμα είναι το παιδί που έχει ενσωματωθεί ως παρουσία και όχι μόνον ως μνήμη μέσα μας, προτείνει ένα ταξίδι προς τα πίσω, χωρίς να κρατάει τον ειρμό, χωρίς εμφανείς συνδέσεις, χωρίς κυρίως να νοιάζεται για την τυπική κατηγοριοποίηση του κειμένου της σε ένα και μόνον είδος. Μια ιστορία σε κεφάλαια ζωής – αδιάφορο αν ακουμπούν στην αλήθεια ή αν την περιγελούν με μυθοπλαστικές παρεμβάσεις. Ας είμαστε, ωστόσο, ειλικρινείς. Το δύσκολο σημείο είναι να δεχθούμε τις αλήθειες και όχι τους μύθους της ζωής μας. Και αυτό, νομίζω, πως κάνει με το βιβλίο αυτό. Είναι η γραφή ψυχοθεραπευτική; Ναι, κατά μια έννοια αυτό ισχύει. Το ίδιο όμως  είναι και η ανάγνωση· εκεί που καταργούνται τα στεγανά ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη, εκεί που όλο και περισσότερο θέλεις να βάλεις το πρώτο ρηματικό πρόσωπο εσύ ο αναγνώστης και να πάρεις τα ηνία της αφήγησης. Οι καλές γραφές το έχουν αυτό ως ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα στοιχεία τους.

Διώνη Δημητριάδου


Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Οδός Ναυπλίου ποιήματα για μια απουσία Διονύσης Ξένος εκδόσεις ΑΩ η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό staxtes.grhttp://staxtes.com/2003/?p=136


Οδός Ναυπλίου
ποιήματα για μια απουσία
Διονύσης Ξένος
εκδόσεις ΑΩ
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό staxtes.grhttp://staxtes.com/2003/?p=13640




ένα ποιητικό σχόλιο στα στάδια της απουσίας

Όταν η ποίηση ψάχνει τις λέξεις της στις σημαδιακές απουσίες, τότε γράφονται μικρά θαύματα. Ίσως γιατί δεν χρειάζεται καμία δικαιολογία λογοτεχνική για να εκφραστεί· αρκεί η εσωτερική συνθήκη του πόνου, η μόνη που με ειλικρίνεια και χωρίς φτιασίδια -πόσο περιττά φαντάζουν τώρα- δηλώνει την ποιητική παρουσία.
Ο Διονύσης Ξένος αφιερώνει θεματικά τη συλλογή του αυτή σε μια απουσία. Και κατορθώνει μέσα 47 (τα περισσότερα ολιγόστιχα) ποιήματα να μεταφέρει τη γνήσια αίσθηση του κενού διαστήματος,  που αφήνει η ανθρώπινη παρουσία, όταν περπατά πλέον σε αλλότριους δρόμους. Η βίωση της απουσίας, ωστόσο, καθόλου απλή και μονοσήμαντη δεν είναι. Τα στάδια, από τα οποία διέρχεται το ποιητικό υποκείμενο, δηλώνουν ένα ένα τη χαμηλόφωνη οδύνη τους.

Η άρνηση

Η αδυναμία αποδοχής του τετελεσμένου, η ενδόμυχη ελπίδα -όσο παράλογη κι αν είναι- αφήνει χώρο για εξωλογικά επιχειρήματα· όχι, δεν έχουν δίκιο όσοι αντικρίζουν μια αλήθεια συμβατικά αποδεκτή. Ας μείνει η φωνή του ποιητή να μιλά για το απρόσιτο μα ικανό να φέρει την παραμυθία, την παρηγοριά.

Μου λένε
ότι έχεις φύγει
για το μακρινό ταξίδι
δεν τους πιστεύω
είσαι εδώ
στο κέντρο της άδειας πλατείας
με το κόκκινο φόρεμα
να με περιμένεις
δεν τους πιστεύω
αν είχες φύγει
θα άφηνες την καρδιά σου
να με προσέχει

Η αναζήτηση

Τόσα αγγίγματα, τόση αύρα σωματική ακούμπησε στα πράγματα γύρω. Όλα αυτά δεν διατηρούν κάτι από το απόν πλέον σώμα; Δεν είναι μια χειροπιαστή πραγματικότητα η αφή που δεν εξανεμίστηκε, ίσως γιατί έχει μέσα της την παντοδύναμη μνήμη των αγγιγμάτων; Και ο χώρος; Αυτός δεν διατηρεί την ανάμνηση από τα μάτια που τον κοίταξαν;

Βράδυ
στην οδό Ναυπλίου
της νεκρής πόλης
σε περιμένω να έρθεις
Σε αναζητώ με το βλέμμα μου
πέρα από τον ορίζοντα
Ρωτώ τα αστέρια
μη και σε είδαν
Ρωτώ το βραδινό αεράκι
μη και σε συνάντησε
εκεί δεμένος
στο κατάρτι της μοναξιάς μου
ακούω το παλιό τραγούδι
του χειμώνα
και προσμένω έστω
και τη σκιά
από το χαμόγελό σου


Η διάρκεια

Ο λόγος αποτυπώθηκε στο χαρτί κι έγινε ποιητικός παλμός. Έχει πλέον ξεφύγει από τη θνητή του αφορμή, έχει αυτόνομα διαχυθεί σε μια αιωνιότητα αναγνώσεων, ικανός να συγκινήσει, να ταυτιστεί με νέο πόνο. Η αγάπη θα συνεχίσει τη δική της πορεία, εν τη απουσία του προσώπου, με όχημα τη μνήμη. Η σειρά των αναμνήσεων δεν γίνεται να χαθεί.

Θα σε αγαπώ πάντα
ακόμα και τότε που οι λέξεις
θα χαθούν από τον άνεμο
μέσα στο σύμπαν,
ακόμα και τότε που η λαλιά μας
θα έχει χάσει τα χρώματά της
θα γράφω στα σύννεφα του ουρανού
με μελάνι από τις φλέβες μου
θα σε αγαπώ πάντα.


Η δημιουργία

Η συμφιλίωση με την οδυνηρή πραγματικότητα· ο θάνατος, η απώλεια, υπαρκτές συνθήκες ζωής, αναπόφευκτες. Δεν είναι πλέον ο φόβος του σκοτεινού περάσματος προς μια νέα όψη του κόσμου. Ούτε και περιδεής στέκεται ο ποιητής μπροστά στη νέα αλήθεια, που του φανερώθηκε οδυνηρά. Μα, να. Είναι που πάντα υπάρχει ο έρωτας, απρόσκλητος και θρασύς. Είναι που ίσως θα πρέπει πάλι να συμμαζέψει τα σπασμένα φτερά του και να πετάξει -λαθρεπιβάτης αυτός-, είναι ο φόβος του έρωτα που πάντα καραδοκεί να εξαλείψει μνήμες παλαιές και να σβήσει τα θολά αγγίγματα. Μια νέα πνοή -όχι μόνον ποιητική- τον καλεί πίσω στη ζωή. Προσμονή που θέτει τέλος στη μοναξιά ή μήπως καταφύγιο φθονερό; Με το παρακάτω ποίημα κλείνει η ποιητική συλλογή – καθόλου τυχαία η τελική ποιητική κατάθεση.




Πλέον δεν φοβάμαι
το θάνατο
φοβάμαι μόνο τον έρωτα
γιατί θα πρέπει
να ξαναγίνω
λαθρεπιβάτης
στα φτερά των πουλιών

Στο εξώφυλλο του βιβλίου (η ζωγραφιά από τον Σπύρο Ξένο) η μοναχική θαλασσινή πορεία. Δεν έχει σημασία αν αφορά το σώμα που χάνεται σε άγνωστο τοπίο ή αυτό που παραμένει να ομιλεί ποιητικά μέσα στην οδυνηρή απώλεια. Μικρή η διαφορά, καθώς οι απουσίες πάντα δύο πλευρές έχουν.

Διώνη Δημητριάδου

Περιπλανώμενος Δυστυχισμένος Ιστορίες με τραγούδια Βάσος Ν. Πτωχόπουλλος Εκδόσεις Κουκκίδα η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/periplanwmenos-dystyxismenos/


Περιπλανώμενος Δυστυχισμένος
Ιστορίες με τραγούδια
Βάσος Ν. Πτωχόπουλλος
Εκδόσεις Κουκκίδα
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/periplanwmenos-dystyxismenos/




Η σωσίβια λέμβος των τραγουδιών

Το βιβλίο δεν γράφτηκε για να πω τον πόνο μου -είναι πολύ μεγάλος- ούτε για να βγάλω τα σώψυχά μου. Το έγραψα για να πω με τον τρόπο μου ένα μεγάλο ευχαριστώ στους συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του τόπου μας, που με έσωσαν και σώζουν εδώ και πάνω από μισό αιώνα. Χωρίς αυτούς δεν ξέρω τι θα ήμουν τώρα κι εγώ, αλλά και όλοι οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι που γνώρισα στις πολλές περιπλανήσεις μου.

Έτσι προλογίζει ο Βάσος Ν. Πτωχόπουλλος (ναι, έτσι με δύο λάμδα να γράφεται για να ακούγεται όπως πρέπει, έτσι και οι σκύλλοι με διπλό το υγρό γράμμα και τα κονιακάκκια με διπλό το κ για να τα νιώθεις καλύτερα σαν τα πίνεις) το πρώτο από τα δύο βιβλία του με κοινή θεματική  Περιπλανώμενος δυστυχισμένος  (το άλλο είναι το Like a rolling stone, εκδόσεις Αιγαίον-εκδόσεις Κουκκίδα). Δύο βιβλία, στα οποία καταθέτει κομμάτια της ζωής του δεμένα όλα με τους ήχους κάποιων τραγουδιών, που απρόσμενα ενσωματώθηκαν στα γεγονότα που κράτησε η μνήμη του κι έκτοτε συνοδεύουν την πορεία του. Οι τόποι, Γιαλούσα, Μάργκεϊτ, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Λευκωσία. Κι αυτός περιπλανώμενος, σαν το τραγούδι του Τσιτσάνη που δανείζει τον εμβληματικό του στίχο στον τίτλο του βιβλίου. Ο Πτωχόπουλλος γράφει αβίαστα, με την ειλικρίνεια που χαρακτηρίζει όσους δεν γράφουν για να συντηρήσουν μια πόζα στο σινάφι το συγγραφικό αλλά γιατί έτσι το νιώθουν· κι αν δεν μιλά ο λόγος μέσα τους, απλώς δεν γράφουν. Κι ούτε που είναι συγγραφέας συγγραφέας, που λένε. Εκδότης είναι (εκδόσεις Αιγαίον) και γνωστός επίσης από την ταβέρνα του στη Λευκωσία (συνονόματη των εκδόσεων και τόπο συνάντησης και ανάμειξης της αριστερής διανόησης με τις πλέον ένθερμες ενωτικές τάσεις από τις οποίες εμφορείται ο ίδιος). Να, όμως, που τους ξεπερνάει όλους στη στροφή, συγγραφείς δήθεν εκ φύσεως, δήθεν επαγγελματίες, κατά πως εύστοχα λέει ο Σωτήρης Κακίσης (περιοδικό Vakxikon.gr, τεύχος 31). Σκέφτομαι πόσο διαφορετικές είναι οι προσωπικές καταθέσεις, αυτές που καταγράφουν όχι αποκυήματα της μυθοπλαστικής φαντασίας ενός συγγραφέα αλλά όσα πολύτιμα διέσωσε (και μαζί τους διασώθηκε και ο ίδιος) ένας άνθρωπος που αφέθηκε να καθοδηγηθεί από τις μνήμες του. Ναι, αλλά τότε η λογοτεχνία, θα πει κάποιος, τι θα απογίνει; Ναι, η λογοτεχνία, η μαγική επινόηση του ψεύδους, όμορφη όσο να ’ναι, ειδικότερα στα χέρια ταλαντούχων παραμυθάδων. Μα η ομορφιά και η συγκίνηση μιας αυθεντικής γραφής, που θυμάται και μοιράζεται μαζί μας, που κατορθώνει να κάνει κοινωνούς τους αναγνώστες στα δικά της αληθινά πάθη, είναι μια άλλη διάσταση της λογοτεχνικής γραφής. Γιατί, να το πούμε κι αυτό. Ο Πτωχόπουλλος γράφει λογοτεχνικά, κι ας μην είναι καταγεγραμμένος λογοτέχνης· ποιεί μύθους μέσα από την πραγματικότητα που έζησε, γράφει σαν να μιλάει (στον εαυτό του πρώτα κι ύστερα σε όλους τους πρόθυμους να τον ακούσουν) απλά και χωρίς φορτώματα στον λόγο του. Άλλωστε, πόσα στολίδια να αντέξει η προφορική ομιλία; Γιατί η γλώσσα του διακατέχεται από εκείνη τη στόφα του προφορικού λόγου, που ξεχωρίζει τα καλά γραπτά από τα κατασκευασμένα κι επιτηδευμένα.

Ας έρθουμε, όμως, στον πραγματικό πρωταγωνιστή των βιβλίων του. Τα πρόσωπα, οι ήρωες, που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες που αφηγείται, έχουν στο στόμα τους κάποιο τραγούδι. Άλλοτε γιατί όντως το τραγούδησαν  κι έτσι αποτυπώθηκαν στη μνήμη του συγγραφέα που κοινοποιεί εδώ την ανάμνηση που έχει απ’ αυτούς. Άλλοτε γιατί ευφάνταστοι συνειρμοί τούς έδεσαν με μουσικές και στίχους, που ίσως ο ίδιοι αγνοούσαν, χωρίς αυτό φυσικά να έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία για την αξία της ανάμνησης. Έτσι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εισέρχονται τα τραγούδια στην αφήγηση διεκδικώντας επάξια τον ρόλο (γιατί όχι;) των πραγματικών πρωταγωνιστών – άλλωστε με κάποιους στίχους τραγουδιού προλογίζονται τα κεφάλαια προσφέροντας τον καλύτερο τίτλο στην κάθε ιστορία.

Ο παππούς τραγουδούσε το «Τι σε μέλει εσένανε» αργά και συρτά, όχι σαν τις σημερινές σαντέζες και σε κάθε στίχο σταματούσε, έτρεχαν τα δάκρυά του και μετά από ένα-δυο «αχ», συνέχιζε. Κάποτε, ανάμεσα στους στίχους, έκανε και θεατρινισμούς με λόγο πεζό. Προσποιούνταν πως έβλεπε απέναντι στην τουρκοκρατούμενη Καρανανιά ξυλοκόπους και καλούσε κι εμένα να τους δω και να τους αναγνωρίσω. Με κάποιους μιλούσε κιόλας, έλεγε π.χ. «Τι γίνεται, ρε Αποστόλη, πούλησες τα πρόβατα;». απαντούσε κιόλας λες και ο Αποστόλης του έδινε την απάντηση καθαρά. Στο τέλος, τραβούσε ένα ΑΜΑΝ που μ’ έκανε να νομίζω πως θα βγει η ψυχή του. Ήταν κι αυτή μια από τις μαγευτικές στιγμές της ζωής στη Γιαλούσα που γέννησαν μέσα μου τις μεγάλες απορίες της ζωής. Ρωτούσα τον παππού για τη Σμύρνη και μιλούσε σαν να μιλούσε για τον Θεό που στεκόταν δίπλα του.

Λαϊκές μουσικές, στίχοι όλο νόημα και καημούς. Θυμάται Καζαντζίδη, Τσιτσάνη, Μενιδιάτη, παλιά μικρασιάτικα, Παπαγιαννοπούλου, Ρασούλη, δημοτικά της πατρίδας του, της Κύπρου, Άκη Πάνου κ.α. Κι όταν βρίσκεται μετανάστης στην Αγγλία, θα ακούσει και θα αγαπήσει άλλους ρυθμούς και θα τους εντάξει στη δική του κουλτούρα – γιατί διαφορετικά πώς να αποδεχθεί αυτός ο Κύπριος πατριώτης ότι του αρέσουν τα τραγούδια του ορκισμένου εχθρού; Οι κυλιόμενοι λίθοι (Rolling stones) και ο Μιχάλης Τζιακούρης (Mick Jagger) φαίνεται σαν να έχουν κάτι το ελληνικό, μια ελληνική ρίζα. Αλλά και ο Προκόπης Δειλινός (Bob Dylan).

Έλυσα και το πρόβλημα της ελληνοποίησης των ονομάτων καλλιτεχνών που μου άρεσαν. Έψαχνα απεγνωσμένα να βρω ένα στοιχείο που να δείχνει την ελληνικότητα πολλών μουσικών. Ο Mick Jagger γινόταν Μιχάλης Ιαγουάριος ή Τζιακούρης, ο Eric Burton Ρίκκος Πέρτου ή Βουρδούνιος, κ.ο.κ.

Το δεύτερο βιβλίο του, το σχετικό με τις αναμνήσεις και τα τραγούδια, το τιτλοφορεί Like a rolling stone, παίρνοντας αυτός τον ρόλο της πέτρας που κυλά και δεν λέει να σταματήσει την πορεία της, διαρκώς περιπλανώμενος και συνάμα δυστυχισμένος. Αποκομμένος πλέον και από την πατρίδα του (ούτε καν στην κατεχόμενη Λευκωσία δεν βρίσκεται) με πολλαπλά τραύματα σωματικά να τον δεσμεύουν στις επιλογές του. Θυμίζει τον στίχο του Σαββόπουλου, καθώς βγάζει τα τραπεζάκια του έξω στα μέρη που ακόμα κρατούν κάτι από την αληθινή ζωή. Έτσι κι αλλιώς επιλογή μας είναι και οι τόποι και τα τραγούδια, όπως τα νιώθουμε να ζούνε μέσα μας. Εκείνη την άνοιξη του μακρινού ’83 ήταν που ο Διονύσης έβγαλε τα τραπεζάκια του έξω και τότε πολλοί σωθήκαμε από τη βαθιά καταχνιά μιας ασάλευτης και απροσδιόριστης Ελλάδας. Από τότε όσοι νιώθουν ακολουθούν. Ο Πτωχόπουλλος, λοιπόν, κάνει κι αυτός σήμερα την επιλογή του:

Ξέρω τι πρέπει να κάνω. Είμαι πρόσφυγας εις τριπλούν, δεν θα πέσω αμαχητί ούτε θα υποκύψω στις ασθένειες και τα τερτίπια τους. Θα βγάλω τα τραπεζάκια μου έξω, ένα στην αυλή μου στο Καϊμακλί, ένα στο μπαλκόνι του «Αιγαίου» κι ένα στη βεράντα μου στο Μαρμάρι και θ αρχίσω να καπνίζω 555 ώσπου να φλομώσω τη νεφρική μου ανεπάρκεια στους καπνούς. Θα βάλω το ουζάκι μου και μαζί με τον Κύριλλο θα αναλάβουμε  την ευθύνη, ώσπου να γίνουμε στουπί. Θ’ ακούμε Καζαντζίδη, Μενιδιάτη και Τσιτσάνη, τσιμπώντας σουβλάκια, παϊδάκια και χαλλούμια οφτά. Θα φουμέρνουμε αγρινιώτικο χασισάκι και αργά το βράδυ ίσως ρίξουμε και κανέναν αμανέ. Επειδή αμφιβάλλω αν θα μπορέσουμε να βγάλουμε καμιά γκόμενα, θα πείσω τον Κύριλλο να μου απαγγείλει κανένα ποίημα, είναι τόσο καλός στην απαγγελία.

Καλύτερα μιας ώρα ελεύθερη ζωή

παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.



Μια τέτοια αυθεντική φωνή ακούμε διαβάζοντας τις ιστορίες του Πτωχόπουλλου και μαζί σε συνακρόαση τα τραγούδια που τις συνοδεύουν. Αυτά που θυμίζουν και σ’ εμάς δικά μας πράγματα. Έτσι γίνονται αυτά το μέσον για την προσωπική σωτηρία. Το όχημα για μια περιπλάνηση στα μέρη που έζησε, για μια αναβίωση νοερή μιας άλλης εποχής, μιας άλλης Ελλάδας που είχε την επιμονή να διατηρεί τη φυσιογνωμία της εν μέσω αλλότριων συνθηκών και την ανάγκη να ακουμπά πάνω στους αγαπημένους ήχους και τους πονεμένους στίχους για να νιώθει ζωντανή· όπως και αυτός που καταγράφει, θυμάται και κάνει την αποτίμηση μιας ζωής όλο κομμάτια και αποσπάσματα. Πάλι θυμηθήκαμε τον Σαββόπουλο, αλλά ούτε κι αυτό είναι τυχαίο.



Διώνη Δημητριάδου


Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Ο προσωπικός μήνας Αύγουστος 13 Αυγούστου 2018 Διώνη Δημητριάδου η φωτογραφία του Rodney Smith



Ο προσωπικός μήνας Αύγουστος


Μέσα μας κυλά ο χρόνος. Γράφει και χαράσσει. Και στις πιο βαθιές χαραματιές βρίσκει η ζωή τα βήματα. Πορεύεται. Η έξω όψη εξαπατά. Μόνο απόηχο φέρνει. Να μη μας ξεγελά. Το εσωτερικό τοπίο γνώριμο και οικείο. Συχνά σκληρό αλλά αληθινό. Με όλα του τα σφάλματα, προσωπικές κατολισθήσεις. Μα και τις ανατάσεις, επιλογές ψυχής, που οι άλλοι δεν κατάλαβαν. Το ξέρουμε άλλωστε καλά. Λίγο λοξά, λίγο στραβά, το πιο πολύ απέναντι. Πάντα έτσι αξίζει να λογίζεται η ζωή. Αλλιώς σε τρώει του όμοιου και του ανούσιου η κατάρα. Και τότε ας μη μας φταίει ο χρόνος που γράφει πάνω μας.
13 Αυγούστου 2018
Διώνη Δημητριάδου



η φωτογραφία του Rodney Smith

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

"Το Μάτι που δάκρυσε" ένα ποίημα του Βασίλη Δούρου που σχολιάζει τη σκληρή επικαιρότητα (η φωτογραφία του Rohit Chawla)





"Το Μάτι που δάκρυσε"
ένα ποίημα του Βασίλη Δούρου
που σχολιάζει τη σκληρή επικαιρότητα

(η φωτογραφία του Rohit Chawla)






Ο ήλιος σήμερα δεν ξημέρωσε καλά.

Είναι περίεργα πράγματα αυτά καλοκαίρι μήνα. 

Όλοι αγωνιούν!

Αγωνιά κι ο ήλιος!

Φωνές πολλές!

Ποικίλες!
Τα παιδιά ουρλιάζουν σωπαίνοντας…

"-Μπαμπά…  Μαμά… 

 - Γιαγιά... Παππού..."

Ο ήλιος καίει. Κάνει ζέστη...

Ο τζίτζικας έχει πιάσει από νωρίς ρυθμό, αλλά η κιθάρα του σήμερα ξεκούρδιστα κλαίει!
Ούτε αυτός δεν μπορεί να εξηγήσει!

Τα πουλιά πετούν αμέριμνα. 

Θέλουν να πιστέψουν πως θα είναι μια κανονική μέρα.

Η γειτονιά ξύπνησε νωρίς σήμερα για να πιάσει τους χθεσινούς ρυθμούς της.

Κάπου πείθεσαι!
 

Και περπατάς - περπατάς αμέριμνος. 

Βλέπεις τη γάτα με τα γατάκια της. 

Το σκύλο λαχανιασμένο.

Τις χελώνες να τρέχουν έντονα. 

Τους λαγούς να μην φοβούνται και να μην τρέχουν. 

Τρέχουν όμως άνθρωποι με ανθρώπους στην πλάτη. 

Ξαφνικά... πολλοί εσταυρωμένοι στους δρόμους τριγυρνάνε. 

Μα... οι εσταυρωμένοι τι δουλειά έχουν εδώ μες το κατακαλόκαιρο. 

Οι εσταυρωμένοι έχουν θέση στους Γολγοθάδες.
Εκεί που η γη κλαίει μαζί τους και δεν φυτρώνει μήτε ρίγανη
παρά τα ποτισμένα δάκρυα. 

Εκεί... Έχουν δουλειά οι εσταυρωμένοι.

Εδώ η γη είναι ο τόπος τού Θεού!
 

Τι γίνεται; 

Πολλοί εσταυρωμένοι στους δρόμους τριγυρνάνε. 

Γέμισε ο δρόμος εσταυρωμένους.

Αρχίζω, τρέχω κι εγώ. 

Πιο πέρα κάθονται σκεπτικοί ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς, ο Ιωάννης κι άλλοι πολλοί που δεν γνωρίζω...

Τους ρωτώ τι γίνεται...
Δεν αποκρίνονται. 

Αναρωτιούνται μάλλον τι έφταιξε, τι φταίει, τι θα φταίξει.



Ένα κουκουνάρι πήρε την απόφαση.
Έφερε το μήνυμα πετώντας:

"Όχι, αυτή η μέρα δεν θα είναι η ίδια."

Ένα πουλί ξεψύχησε ρωτώντας τι ώρα έκανε το τελευταίο δρομολόγιο. 

Κοιτώ το ρολόι μου. 

Ο χρόνος δεν κυλά.

Πάγωσε.

Και το ημερολόγιο κάηκε δείχνοντας 24 Ιουλίου 2018.








Από έναν τόπο…
 όπου το τοπίο είναι σταχτωμένο
με τις στάχτες να έχουν παρόμοια μυρωδιά και εγκατάλειψη,
αλλά που ο ήλιος επιμένει να ανατέλλει.
Προσωπικά…
 δεν ξέρω πώς είναι να βγαίνεις μέσα από τις φλόγες φυσικής πυρκαγιάς.
Πιστεύω όμως, ότι γνωρίζω, ως νέος,
πώς είναι να αναγεννάσαι μέσα από στάχτες που άλλοι δημιούργησαν.
Θέλω να πιστεύω…



                                                                                                         26-7-2018,
                                                                            Βασίλειος Κων. Δούρος


«Αφιερωμένο…

Σ’ όλους αυτούς που «κάηκαν», «καίγονται», «θα καούν»!

Σ’ όλους αυτούς που αμετανόητοι από τα εγκαύματά τους συνεχίζουν να δίνουν αναπτήρες σε εμπρηστές που το μόνο που ξέρουν να κάνουν μέσα στην ανικανότητά τους είναι να καίνε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα όνειρα ανθρώπων που θέλουν να ζήσουν μέσα σ’ αυτά.

Ειδικά αφιερωμένο στους πατεράδες που έχασαν τα παιδιά τους, όπως αυτός που πήγε στην εκκλησία ημέρα τής Αγίας Παρασκευής για να ακυρώσει την ημερομηνία βάπτισης του παιδιού του και να προσευχηθεί για τη σύζυγό του που νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο, ανάβοντας ένα κερί και «αναβάλλοντας» τα όνειρά του για ένα αύριο που δεν θα ‘ρθει ποτέ.

Ειδικά αφιερωμένο σ’ όλες αυτές τις μαμάδες που πήρανε τα παιδιά τους αγκαλιά είτε φυσικά είτε νοερά και πήγανε ένα ταξίδι σε τόπους που δεν υπάρχει πόνος…

Ειδικά αφιερωμένο σ’ όλες αυτές τις αγκαλιές που προσπάθησαν να δροσίσουν η μία την άλλη σε μία ατμόσφαιρα αποπνικτική που μυρίζει καμένη στάχτη και δεν υπάρχει περιθώριο ελπίδας. Όπως αυτή η αγκαλιά τού παππού και τής γιαγιάς με τα δίδυμα εγγόνια τους.

Ειδικά αφιερωμένο σ’ αυτήν την Κυρία (με -Κ- κεφαλαίο) που αφού κατόρθωσε να σώσει τα εγγόνια της με τη συνοδεία τής γυναίκας που τα πρόσεχε συμβουλεύοντας να μην κοιτάξουν πίσω, γύρισε, κάθισε δίπλα στον κατάκοιτο γέρο άνδρα της και κάηκαν μαζί με σφιγμένα χέρια. Όπως γράφτηκε κάπου, προσκυνώ τη μνήμη σου! Κι αποκτώ ελπίδα ξανά για τον «άνθρωπο», για την αγάπη!

Ως πότε θα καίγεται αυτός ο τόπος;»


 Βασίλης Δούρος 




Ο Βασίλης Δούρος, με καταγωγή από τη Λοκρίδα, είναι είκοσι τεσσάρων ετών. Αποφοίτησε με βαθμό άριστα από το Γυμνάσιο-Λύκειο Λιβανατών τού Νομού Φθιώτιδος, όπου μεγάλωσε. Συνέχισε τις σπουδές του στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου και αποφοίτησε.

Όπως συχνά λέει οι σπουδές δεν τελειώνουν ποτέ. Έχει συγγράψει μία ποιητική συλλογή και μία γραμματική τού αρχαίου ελληνικού λόγου που σκοπεύει να εκδώσει στο άμεσο μέλλον. Αρθρογραφεί και ελπίζει κάποια στιγμή τα πράγματα να αλλάξουν. Βέβαια, υποστηρίζει πάντα ότι οι καταστάσεις αλλάζουν μόνον όταν τις αλλάζουμε εμείς.