Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Ασημίνα Ξηρογιάννη, "Η γοργόνα και ο βασιλιάς", από τη συλλογή "Λίγη φθορά για γούρι"

Ο λόγος της Ασημίνας Ξηρογιάννη στάζει αίμα, έχει χρώμα κόκκινο της φωτιάς και αναβλύζει χυμούς που την ταράζουν. Ίσως μόνον έτσι να γράφεται ερωτικός λόγος, μόνον έτσι. Να μη δηλώνει, μόνον να υπαινίσσεται όλο αυτό που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια των λέξεων. Και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η ασπαίρουσα ζωή.
Νομίζω πως όλη αίσθηση που σου αφήνει η ποίησή της συμπυκνώνεται σ’ αυτό το ελάχιστο αλλά εξαιρετικό θραύσμα ερωτικού λόγου, κατασταλάγματος ζωής και εμπειρίας βιωμένης:

Λυσσομανούσε ο άνεμος
Η θάλασσα ανταριασμένη
Η γοργόνα πάλευε με τα κύματα
Η τρίαινά της έσπασε στα βράχια,
την ώρα που η ψυχή της γκρεμιζόταν στον Άδη.
Κι ο βασιλιάς ποιήματα έγραφε πλάι στο αναμμένο τζάκι
για γοργόνες που μάγευαν ναύτες γοργοτάξιδων καραβιών
και τους μάθαιναν τραγούδια για τον Έρωτα.

(Ασημίνα Ξηρογιάννη, "Η γοργόνα και ο βασιλιάς", από τη συλλογή "Λίγη φθορά για γούρι", Γαβριηλίδης)

(πίνακας: K. Tsoklis, "Flaming Watermelon", 1987

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017


Γλάροι εν χορώ…



του Νίκου Νασόπουλου






Το έχεις καταγράψει από πιτσιρίκι στο μυαλό εκείνο το μπρούντζινο άγαλμα με τους γλάρους στη Γλυφάδα.

Ήταν το σύμβολο των καλοκαιριών στην παραλία του ''Ζέρβα'', εκεί που αισθανόσουνα τη ζέστη στην άμμο και το αεράκι στο πρόσωπο.

Όχι, εκείνα τα καλοκαίρια ο ήλιος δεν έκαιγε τόσο, ίσως να ’ταν κι αλλιώτικοι οι άνθρωποι, πιο απλοί, πιο μαζεμένοι... σίγουρα ζητούσαν λιγότερα κι ήταν ευχαριστημένοι με τα καθημερινά απλά πράγματα... μια φέτα καρπούζι, ένα μπάνιο στη Γλυφάδα, ένα παγωτό στην ''Ήβη''...



Στον γυρισμό μετά το μπάνιο τα προσπερνούσα τα ''γλαράκια'' κι έμενα κάμποση ώρα να περιμένω το λεωφορείο σ’ εκείνη τη νικελένια στάση της πλατείας ή αν αργούσε πολύ υπήρχε ο ποδαρόδρομος στους δρόμους με τα λιγότερα αυτοκίνητα και τις πολλές μονοκατοικίες, τις πνιγμένες στο πράσινο…





Τους ''γλάρους'' τους βλέπω ακόμα, αλλά από μακριά κι ακόμα θυμάμαι εκείνα τα καλοκαίρια.

Τα θυμάμαι τόσο που ούτε η μυρωδιά του πετρελαίου, ούτε εκείνο το πηχτό μαζούτ που είδα στην αγαπημένη παραλία μπορούν να με κάνουν να ξεχάσω... ξέρω πως η μνήμη είναι πιο δυνατή και πως όλα εκεί είναι λαμπερά, ανέγγιχτα...



Νίκος Νασόπουλος

Πικνίκ δίπλα στο δρόμο (Στάλκερ) μετάφραση: Μανώλης Ασημιάδης εκδόσεις ΑΩ η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/dimitriadou-strougatski/


Αρκάντι και Μπόρις Στρουγκάτσκι

Πικνίκ δίπλα στο δρόμο

(Στάλκερ)

μετάφραση: Μανώλης Ασημιάδης

εκδόσεις ΑΩ

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/dimitriadou-strougatski/






το ρεαλιστικό τοπίο της επιστημονικής φαντασίας



Ανεξάντλητο το τοπίο της λογοτεχνίας του επιστημονικά φανταστικού. Εκ του μη όντος (τουλάχιστον έτσι θα θέλαμε να πιστεύουμε) δημιουργείται ένας κόσμος που μπορεί να μην υφίσταται σε μια ορατή,  απτή πραγματικότητα, θα μπορούσε όμως να διεκδικήσει τη θέση του σε ένα σύμπαν, το οποίο δεν αναιρεί τη δική μας παρουσία. Προκλητικό το ενδεχόμενο αυτής της συνύπαρξης σε κάθε περίπτωση. Κι εδώ έχουμε ένα από τα καλύτερα δείγματα του είδους. Ίσως οι περισσότεροι να έχουν έρθει σε επαφή με το έργο των αδελφών Στρουγκάτσκι μέσα από την κινηματογραφική μεταφορά στη μεγάλη οθόνη αυτής της ιστορίας, με τη μαγεία φυσικά της ματιάς του Ταρκόφσκι (Στάλκερ ο τίτλος). Η μεταφορά ενός βιβλίου στην οθόνη συχνά βοηθά στην εξάπλωση της φήμης του, ιδίως όταν (όπως εδώ) η ιστορία μορφοποιείται σε εικόνες στα χέρια ενός μέγιστου της τέχνης του κινηματογράφου. Ωστόσο, ο λόγος είναι αναντικατάστατος, η επαφή με το βιβλίο μοναδική εμπειρία. Μέσα του βρίσκεται ο πυρήνας της σκέψης των συγγραφέων, και φυσικά εναπόκειται στη φαντασία του αναγνώστη να διεισδύσει στο παράδοξο και εφιαλτικό τοπίο που αποτελεί και το θέμα του βιβλίου.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
…Το έργο αφορά τα υπολείμματα μιας επίσκεψης από άλλο κόσμο, τα οποία και αποτελούν θήραμα για διάφορους τυχοδιώκτες, τους επονομαζόμενους κυνηγούς (ένας από αυτούς και το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου, ο Ρέντρικ Σούχαρτ). Τα αντικείμενα αυτά βρίσκονται εντός μιας αποκλεισμένης από τον Ο.Η.Ε. περιοχής, η οποία ονομάζεται Ζώνη Επίσκεψης. Η Ζώνη αποτελεί επίσης πεδίο εκδήλωσης ποικίλων αλλόκοτων περιστατικών, πολύ συχνά ανατριχιαστικών. Οι Στάλκερ (όπως ονομάζονται οι κυνηγοί στο πρωτότυπο), είναι υποχρεωμένοι να παίζουν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα για κάθε πολύτιμο λάφυρο...

Μια επίσκεψη από άλλο κόσμο. Αυτούς τους υποτιθέμενους επισκέπτες δεν τους βλέπουμε πουθενά. Σαν να ήρθαν και να έφυγαν. Γιατί άραγε; Έχουν όμως αφήσει τα ίχνη τους σε μια περιοχή, τη λεγόμενη Ζώνη Επίσκεψης. Παράξενα αντικείμενα, που ερευνούν οι επιστήμονες, όπως είναι φυσικό. Αναμενόμενο, ωστόσο, είναι να έχει δημιουργηθεί και μια παράνομη δοσοληψία γύρω από αυτά τα αντικείμενα, καθώς επίδοξοι λαθροκυνηγοί θα διακινδυνεύουν τη ζωή τους (ο εξωγήινος πολιτισμός δεν αστειεύεται) για να τα αποσπάσουν και να τα φέρουν έξω μαζί τους για προσωπική εκμετάλλευση ή για πώληση: κενά, μπαταρίες,  κενά γεμάτα, αλοιφή των μαγισσών, φαγούρια, όλα με ονομασίες που αποδίδουν κάτι από τον εξώκοσμο χαρακτήρα τους, τον επικίνδυνο ή τον πολλαπλά χρήσιμο στον κόσμο τον δικό μας. Και ανάμεσά τους το δυσκολότερο απόκτημα, η χρυσή σφαίρα, ικανή να υλοποιήσει κάθε επιθυμία του κατόχου της. Αλήθεια ή θρύλος; Κάποιοι θα επιχειρήσουν να την αποκτήσουν υπακούοντας στον πόθο για την ανθρώπινη κυριαρχία, την παντοδυναμία. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας τέτοιος ριψοκίνδυνος κυνηγός, Στάλκερ δηλαδή. Ποιο το όριο, όμως,  στο οποίο μπορεί ο κυνηγός να φτάσει προκειμένου να αποκτήσει τα ποθητά αυτά αλλόκοτα αντικείμενα; Εισέρχεται σ’ ένα χώρο γεμάτο απρόσμενες παγίδες, ο θάνατος παραμονεύει όπως και κάποιος σοβαρός τραυματισμός  και, αν καταφέρει να βγει ζωντανός και αρτιμελής, φέρει πάνω του μια κατάρα και γι’ αυτόν και για τα παιδιά του. Δεν είναι λίγοι αυτοί που χάσαν τα λογικά τους. Βαρύ το τίμημα της φιλοδοξίας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το θέμα της επίσκεψης από έναν άγνωστο, εξωγήινο κόσμο απασχολεί τους συγγραφείς της επιστημονικής φαντασίας. Πάντοτε προκλητικό ως θέμα και κάποτε εντυπωσιακό στις συγγραφικές εμπνεύσεις. Άλλωστε κανείς ποτέ δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει εκεί έξω, οπότε το πεδίο είναι ανοικτό  σε επινοήσεις. Τι το ιδιαίτερο, λοιπόν, μπορεί να έχει το συγκεκριμένο βιβλίο για να δικαιολογεί τη φήμη του; Μέχρι τα τρία από τα τέσσερα μέρη, στα οποία χωρίζεται το βιβλίο, παρακολουθείς με αδιάπτωτο ενδιαφέρον μια ιστορία συναρπαστική, που στιγμές στιγμές σού κόβει την ανάσα. Όταν, όμως, φτάσεις στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν πρόκειται για ένα ακόμα ευφάνταστο επινόημα από τα πολλά (και καλά ενδεχομένως) που έχουν γραφτεί για να ικανοποιήσουν τον ρέκτη του είδους.  Ο ήρωας – κυνηγός έχει αγγίξει το όνειρο. Έφτασε εκεί που δεν έχει φτάσει κανείς και όλες οι επιθυμίες του θα εκπληρωθούν. Και όμως. Ο αστάθμητος παράγοντας είναι ικανός να ανατρέψει τα πάντα. Ίσως η ανθρώπινη ματαιοδοξία να μην υπερισχύει πάντοτε. 


Αυτό το βιβλίο επιδέχεται διαφορετικές αναγνώσεις. Διαβάζεται ως μια ιστορία που αφηγείται τα μυστήρια του σύμπαντος, τον αχανή κόσμο πέρα από τη δική μας δυνατότητα πρόσληψης. Αυτή μπορεί να εκληφθεί ως μια περισσότερο επιφανειακή εκδοχή ανάγνωσης, παρά το δέος που σου προκαλεί. Για παράδειγμα, πώς θα μας φαινόταν αν όλο αυτό ήταν μια εκδρομή, ένα πικνίκ δίπλα στο δρόμο (για να αναφερθούμε και στον τίτλο);
«Ένα πικνίκ... Φανταστείτε ένα δάσος, έναν επαρχιακό δρόμο, ένα λιβάδι. Ένα αυτοκίνητο βγαίνει από το δρόμο και μπαίνει στο λιβάδι, μια ομάδα νέων ανθρώπων βγαίνει από το αυτοκίνητο κουβαλώντας μπουκάλια, καλάθια με φαγητό, ραδιοφωνάκια και φωτογραφικές μηχανές. Ανάβουν φωτιές, στήνουν σκηνές, βάζουν μουσική. Το πρωί φεύγουν. Τα ζώα, τα πουλιά και τα έντομα που αγρυπνούσαν με τρόμο τη νύχτα βγαίνουν από τις φωλιές τους. Και τι βλέπουν; Βενζίνη και λάδια πάνω στη χλόη. Παλιά μπουζί και παλιά φίλτρα διασκορπισμένα κάτω. Κουρέλια, καμένα φλας κι ένα γαλλικό κλειδί, παρατημένα. Κηλίδες λαδιού στη λίμνη. Και φυσικά, το γνωστό χάλι· κουκούτσια μήλων, περιτυλίγματα από καραμέλες, καμένα υπολείμματα από τη φωτιά, τενεκεδάκια, μπουκάλια, το μαντίλι κάποιου, το σουγιαδάκι κάποιου άλλου, σχισμένες εφημερίδες, κέρματα, μαραμένα λουλούδια που είχαν μαζευτεί από ένα άλλο λιβάδι».
«Κατάλαβα. Ένα πικνίκ δίπλα στο δρόμο».
«Ακριβώς. Ένα πικνίκ δίπλα στο δρόμο, σε κάποια οδό του σύμπαντος. Και με ρωτάτε αν θα ξανάρθουν».


Ήδη η αναλογία έχει λειτουργήσει στο μυαλό του αναγνώστη, καθόσον συχνά η αναφορά σε κάποιο οικείο περιβάλλον κινητοποιεί τη σκέψη καλύτερα από οποιαδήποτε ενδελεχή ανάλυση. Όμως σε μια άλλη εκδοχή ανάγνωσης η ιστορία αυτή διεισδύει βαθύτερα στην άβυσσο της ψυχής του ανθρώπου, που μπορεί να κυνηγά (έστω και παράνομα) τη δύναμη και την εξουσία, ερχόμενος ωστόσο αντιμέτωπος με τον εαυτό του την καθοριστική στιγμή μπορεί να αμφισβητήσει την ηθική του εγχειρήματος. Αδύναμος πλέον θα αναρωτηθεί:
Θεέ μου, πού είναι οι λέξεις, πού είναι οι σκέψεις μου;[…]Σε όλη μου τη ζωή δεν έχω κάνει μία σκέψη.
Το ερώτημα επανέρχεται: ως πού μπορεί να φτάσει προκειμένου να αποκτήσει δύναμη; Είναι τότε που μια προσωπική θεώρηση της ηθικής ίσως αποδειχθεί ισχυρότερη. Ικανή να αντικρούσει επιβεβλημένες «αξίες», που απλώς τώρα φαίνονται αξιακά κακέκτυπα μιας επικρατούσας κυρίαρχης ιδεολογίας. Και το ερώτημα πλέον αφορά και τον αναγνώστη, όχι μόνον τον ήρωα. Ποια ευχή θα θέλαμε να εκπληρωθεί, αν είχαμε (με τη λογοτεχνικά επινοημένη πραγματικότητα βέβαια) τη χρυσή σφαίρα στα χέρια μας; Ποια είναι η πιο επικίνδυνη παγίδα την οποία θα αντιμετωπίσει ο ήρωας της ιστορίας; Τα εξωγήινα αντικείμενα που θα προσπαθήσουν να τον εξαφανίσουν ή η συνείδησή του που θα τον οδηγήσει σε καθοριστική αναμέτρηση με θεμελιακά ερωτήματα; Κι εμείς στη θέση του πώς θα τα απαντούσαμε;
Έχουμε, λοιπόν, εδώ ένα βιβλίο που μας πηγαίνει πολύ πιο πέρα από μια φανταστική ιστορία. Μια φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου μας, θα ήταν πιο εύστοχο να πούμε ότι διαβάζουμε σ’ αυτή την ιστορία των αδελφών Στρουγκάτσκι. Και τα ερωτήματα που θέτει ο ήρωας είναι βέβαιο πως μας αφορούν όλους. Όχι μόνον ως αναγνώστες , που έτσι κι αλλιώς μέσα στο μυαλό μας συνεχίζουμε την ιστορία. Περισσότερο ως ανθρώπους μπροστά σε βασικές αξίες που διαρκώς και πιο πολύ πλέον απαξιώνονται. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο αναδύεται και μια τελευταία εκδοχή ανάγνωσης. Αυτή η ιστορία έχει μέσα της μια προφητική διάσταση. Όχι, τα πράγματα μπορεί να μην εξελιχθούν έτσι όπως η φαντασία των συγγραφέων θέλησε να μας δώσει. Άλλωστε η λογοτεχνία αποδεικνύεται ο πιο ακραίος στις εκδοχές του αφηγητής. Μήπως, όμως, έτσι κατανοούμε καλύτερα τον αδιέξοδο δρόμο πάνω στον οποίο βαδίζουμε, βαυκαλιζόμενοι ότι έχουμε επιτύχει τον απώτατο στόχο ως κυρίαρχα όντα του σύμπαντος; Το έχουμε δει και το έχουμε ζήσει. Αρκεί μια αστοχία, ένα ατύχημα θα λέγαμε, και όλα είναι μετέωρα. Η παντοδύναμη επιστήμη τότε αδυνατεί να προστατέψει τον ανίσχυρο  πλέον άνθρωπο.
Η λογοτεχνία, για μια ακόμα φορά (με αυτό το εξαιρετικό βιβλίο) μας δείχνει ότι μέσα σε μια ιστορία μπορεί να εγκιβωτιστεί ολόκληρη φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου, να αναθεωρηθεί μια κυρίαρχη εκδοχή της ηθικής του ανθρώπου αλλά και να ανοίξει ένα παράθυρο σε μια προνομιούχο θέα στο μέλλον του κόσμου μας. Για όλες αυτές τις εκδοχές ανάγνωσης το βιβλίο των αδελφών Στρουγκάτσκι ξεδιαλύνει το τοπίο της επιστημονικής φαντασίας και καθιερώνεται ως ένα από τα πιο διαχρονικά σε αξία λογοτεχνικά διαμάντια.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/dimitriadou-strougatski/)



Εν μέσω ποιητών καλύτερα.

Ίσως γιατί εκεί έχεις μια πιθανότητα

να διηγηθείς ένα σου όνειρο

όχι σαν όνειρο,

μα σαν μια αμυδρή υποψία

αυτό να ήταν η αληθινή ζωή.


Κι αυτοί να σε πιστέψουν.



Διώνη Δημητριάδου

(φωτογραφία του Anuar Patjane Floriuk)

Ο άνθρωπος τανκ

του Γιώργου Λίλλη

εκδόσεις Θράκα






Με προβληματίζει συχνά η σύγχρονη ποίηση, όταν απροκάλυπτα αγνοεί τον κόσμο γύρω της, όταν αναλίσκεται σε στείρα ομφαλοσκόπηση και σε προσωπικές ανακατατάξεις, μάλλον αδιέξοδες, όταν μοιάζει να μη συνειδητοποιεί ότι νήματα σε ποικίλους σχηματισμούς δένουν μεταξύ τους τον έναν άνθρωπο, την ευτελή  μονάδα, με τους άλλους, τους ξένους αλλά τόσο οικείους στα κοινά προβλήματα. Δεν υπαινίσσομαι εδώ την αναγκαιότητα του πολιτικού λόγου που παρεισφρέει στον στίχο, συχνά καταστρέφοντας την αυθεντικότητα και τη γνησιότητα της ποιητικής φωνής. Περισσότερο αναφέρομαι στον κοινωνικό χαρακτήρα του ποιητικού λόγου, αυτόν που ξεχωρίζει τον ποιητή/συμμέτοχο στον πόνο των άλλων. Και, πιστεύω ότι είναι ίδιον της καλής ποίησης να ανοίγεται στον αποδέκτη της και να τον κινητοποιεί να σκεφθεί, να νιώσει, να μιλήσει.

Με αυτό το πνεύμα διαβάζω την πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γιώργου Λίλλη. Και από τον τίτλο αντιλαμβάνομαι πως εδώ ο λόγος πάει πιο πέρα από μια ενδοσκόπηση, η οποία φυσικά είναι και απαραίτητη και θεμιτή στην ποίηση, αλλά από μόνη της δεν αρκεί.

[…]

τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου

δεν τα έφαγε η ξενιτιά

αλλά οι υποκλίσεις



Θα έλεγα ότι και μόνον η συμπερίληψη του ποιητή στους συνομήλικους είναι δηλωτική της σημασίας που έχει γι’ αυτόν η χρήση εδώ του πρώτου πληθυντικού προσώπου. Έτσι, ο ποιητής μιλά και εμπεριέχει ο λόγος του τον προβληματισμό των άλλων. Αλλά, ακόμα κι αν αυτοί οι άλλοι βρίσκονται εν υπνώσει και δεν κατανοούν τη θέση της υπόκλισης που δηλώνει ο στίχος, ο λόγος του ποιητή αναλαμβάνει να δείξει προς τη σωστή κατεύθυνση. Άλλωστε είναι αλήθεια ότι κάποια ασαφή (ίσως καλυμμένα τεχνηέντως) στοιχεία της πραγματικότητας ο ποιητικός λόγος συχνά τα ανασκάπτει και τα φέρνει στο φως. Φυσικά για όποιον μπορεί να θέσει σε λειτουργία και τις κεραίες της ευαισθησίας του αλλά και το μυαλό του.

Στο ομότιτλο της συλλογής ποίημα, Ο άνθρωπος τανκ/The tank man, ο Λίλλης στρέφει το βλέμμα μας, παρακινεί τη μνήμη μας να εστιάσει σ’ εκείνη την εμβληματική σκηνή από το μακρινό (;) 1989:

λίγο πριν το μεσημέρι, φορώντας ένα λευκό πουκάμισο

και κρατώντας μια σακούλα παντοπωλείου στα χέρια

στέκεται μπροστά σε μια σειρά από άρματα μάχης

στην πλατεία Τιεν Αν Μεν της Κίνας

«υψώνοντας τη γροθιά του μπροστά σε ένα Τανκ»

όπως έγραψε κάποτε ο Καμύ



το προηγούμενο βράδυ είχε προηγηθεί η εν ψυχρώ

δολοφονία χιλιάδων διαδηλωτών στην πλατεία

κι εκείνος: ένας σύγχρονος Δαυίδ ενάντια στον Γολιάθ

κανείς δεν έμαθε ποτέ το όνομά του



Απέναντι σε μια τέτοια ηχηρή ανωνυμία ο ποιητής έχει τον τρόπο να δώσει ο ίδιος όνομα σ’ αυτόν τον διαδηλωτή, που εκείνη την ώρα παίζει το κεφάλι του: ο άνθρωπος τανκ. Ο άνθρωπος-δύναμη, ο άνθρωπος-αξία, ο άνθρωπος-θυσία. Αυτός που περιγελά τη δύναμη της εξουσίας, κατασκευασμένη και κυρίαρχη, όμως τόσο μα τόσο αδύναμη μπροστά στον άνθρωπο που σκέφτεται και επιλέγει. Νομίζω πως εδώ εντοπίζεται όλο το νόημα της συλλογής αυτής. Η υπόθεση της επιλογής, η αυτόνομη και γεμάτη θάρρος αλλά και θράσος (απολύτως θετική η έννοια) επιλεκτική κίνηση που κάνει ο ελεύθερος άνθρωπος. Για ποιο λόγο; Μα, για να αποδείξει ότι κανένας περιορισμός ή εγκλεισμός δεν είναι ικανός να τον συντρίψει. Αυτό το μήνυμα της απελευθέρωσης  θα το δούμε στα ποιήματα αυτά σε διάφορα σημεία, άλλοτε με σαφή λόγο και άλλοτε με τον εξαίσιο παραβολικό, που πιο καθαρά ακόμα μιλάει για τα δύσκολα και τα φοβερά.



Λυπάμαι τον παπαγάλο μου,

αυτό το περήφανο πουλί

στριμωγμένο στο κλουβί

να έχει ξεχάσει τα βροχερά

δάση του Αμαζονίου

και να προσπαθεί απελπισμένα

για μια φέτα πεπόνι

να μάθει να μιλά

την ανθρώπινη λαλιά.

[…]



Η συνήθεια, η ακόμα χειρότερη ενσωμάτωση, ο κίνδυνος  όλα να σου φαίνονται φυσιολογικά ή και λογικά. Παραμονεύει ο κίνδυνος να γίνεις ένα με αυτό που αποστρέφεσαι, να θεωρείς πως όλα πάντα έτσι ήταν και θα είναι. Και να εγκλωβίζεσαι σε μηχανισμούς που σοφά επιλέγουν τους τρόπους της καθοδήγησής σου, ώστε ποτέ να μην ξυπνήσεις, ποτέ να μη φωνάξεις πως όλα αυτά ίσως και να αλλάζουν.



έχω μια χάρτινη σημαία

για τις πομπώδεις παρελάσεις

κι ένα σιδερωμένο κοστούμι

για τις ένδοξες κηδείες

ένα ξυράφι τυλιγμένο

σε μαντίλι λευκό για ώρα ανάγκης

και μια πλαστική κούκλα

για τα μοναχικά μου βράδια

έχω το πτυχίο μου

κορνιζαρισμένο στο σαλόνι

και απλήρωτους λογαριασμούς

με μαγνήτες στο ψυγείο

ένα άλμπουμ με παλιές

φωτογραφίες γυναικών

και μια τούρτα σοκολάτα

για τα τελευταία μου γενέθλια

έχω τη βέρα φυλαγμένη

σ' ένα ξύλινο κουτάκι

κι ένα άπλυτο πιάτο στον νεροχύτη



μέσα μου

ένας μέθυσος

αντικομφορμιστής πίθηκος

με ξεσηκώνει

αλλά δεν έχει σημασία

δε θα τολμήσω

έτσι κι αλλιώς



Το πρώτο ενικό πρόσωπο καθόλου δεν αποσύρεται από το σύνολο, από τους άλλους πάσχοντες μέσα στη συνήθεια ανθρώπους. Είναι περισσότερο δηλωτικό της θέσης/άποψης του ποιητή, που οφείλει εδώ να μιλήσει προτάσσοντας τη δική του περίπτωση σαν δείγμα όλων των συναφών. Το «εγώ» του ποιητικού υποκειμένου είναι ένα μεταμφιεσμένο «εμείς».




Θα επιστρατεύσει αλλού την ειρωνεία (για παράδειγμα στον ευφυή τίτλο «Δημιουργική γραφή»), προκειμένου να δείξει τις πληγές του σημερινού κόσμου, που δίπλα μας βρίσκεται αθέατος ίσως για τους πελαγοδρομούντες ποιητές και λοιπούς της διανόησης, που τάχα δημιουργούν για να αποδείξουν μόνον τη δική τους ταπεινή αξία (στην καλύτερη φυσικά των περιπτώσεων). Θα απαριθμήσει σε ένα λιτό (όπως άλλωστε όλα του τα ποιήματα) τα θέματα που αναμένουν τον στιχουργημένο λόγο, επί ματαίω:



Ένα σονέτο γράψτε

για  τις άδειες παιδικές χαρές

για τις μασέλες και τις πατερίτσες

[…]

για τρελάδικα και ανάποδους σταυρούς

[…]

για αδέσποτους ανθρώπους

για χωματερές και ορφανοτροφεία

[…]

για τον χαμηλοτάβανο ουρανό των υπογείων

[…]

Ένα σονέτο γράψτε



Σκέφτομαι και θαυμάζω πώς μέσα σε λίγους στίχους (23) αυτού του εξαιρετικού ποιήματος τα είπε όλα. Σκέφτομαι πώς μέσα σε μόλις 19 ποιήματα, σε 20 σελίδες αυτής της συλλογής, κατόρθωσε να δώσει τόσο καθαρά το στίγμα της ποίησής του ο Γιώργος Λίλλης. Θέμα επιλογής, φυσικά, και το τι θα γράψεις και το πώς θα το γράψεις. Και οι επιλογές δεν είναι τυχαίες. Όλα μετρούν, όλα. Πολύ περισσότερο εμπειρίες σαν κι αυτή που δηλώνεται στο τελευταίο και πιο προσωπικό ποίημα, με ένα «εγώ» σπαρακτικό να καταγράφει έναν κυριολεκτικό εγκλεισμό:



[…]

Προαύλιο

Ακίνητος

Σεσημασμένος

Ακίνητος

Μόνος





Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό frear.gr http://frear.gr/?p=19468)

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Τζον Ντος Πάσος "Λάτρης της ανθρωπότητας"






Τζον Ντος Πάσος


«Κατέληξα να αποκαλώ τα μυθιστορήματά μου "χρονικά της εποχής μας", κάτι που τους ταιριάζει, θαρρώ. Ναι, έχουν έντονα πολιτικά στοιχεία διότι, αν μην τι άλλο -καίτοι όχι αποκλειστικώς-, η πολιτική στην εποχή μας έχει στριμώξει τον κόσμο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί το να καταπιαστείς με την πολιτική σε ζημιώνει ως συγγραφέα. Παρ' όλο που ο Σταντάλ θεωρούσε την πολιτική σ' ένα μυθιστόρημα "σαν μια πιστολιά μέσα στην όπερα", έγραψε επίσης χρονικά της εποχής του. Ή, ας δούμε τον Θουκυδίδη. Δεν νομίζω ότι ζημιώθηκε το έργο του από το γεγονός ότι ήταν πολιτικός συγγραφέας. Ενας συγγραφέας πρέπει στο πεδίο του να είναι στρατευμένος και συνάμα αποστασιοποιημένος. Πρέπει να έχει πάθος και αγωνία και θυμό -αλλά πρέπει να κρατήσει τα συναισθήματά του σε απόσταση ασφαλείας από το έργο του»,  (από συνέντευξή του το 1968)



Λάτρης της ανθρωπότητας
διήγημα

Ο Τζον Ντος Πασος (1896-1970) είναι από τους πιο αξιόλογους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς. Στα τρία βιβλία του που συνθέτουν τη μυθιστορηματική τριλογία U.S.A., παρουσιάζει την ιστορική πορεία των Ηνωμένων Πολιτειών στα πρώτα τριάντα χρόνια του αιώνα μας. Ο Ντος Πάσος ζωντανεύει το ιστορικό υλικό του παρεμβάλλοντας στην αφήγηση διάφορα «επίκαιρα», αποσπάσματα από την ειδησεογραφία εφημερίδων, από λόγους πολιτικών ή από βιογραφίες διασημοτήτων. Η πεζογραφία του επίσης διαποτίζεται από έντονα λυρικά στοιχεία και ο λόγος του συχνά μοιάζει σαν στιχουργημένος.
(το σημείωμα αυτό συνοδευτικό του ανθολογημένου διηγήματος του Πάσος στο εγχειρίδιο Λογοτεχνίας για την Τρίτη τάξη του Λυκείου)

Ο Ντεμπς ήταν σιδηροδρομικός, γεννημένος σε μια ξύλινη παράγκα στο Τερ Ωτ. Δέκα παιδιά είχαν οι γονείς του.

Ο πατέρας του πρωτόρθε στην Αμερική το '49 μ' ένα ιστιοφόρο, Αλσατός απ' το Κολμάρ· δεν ήξερε να βγάζει χρήμα, αγάπαγε τη μουσική, το διάβασμα, πρόσφερε στα παιδιά τη δυνατότητα να βγάλουν το δημοτικό, γιατί ως εκεί έφτανε μονάχα η μπόρεσή του.

Στα δεκαπέντε του ο Τζην Ντεμπς δούλευε κιόλας μηχανοδηγός στης Ινδιανάπολης και του Τερ Ωτ τους σιδηροδρόμους.

Δούλεψε θερμαστής στις ατμομηχανές, υπαλληλάκος σ' ένα μαγαζί, μπήκε στην τοπική οργάνωση της αδελφότητας των θερμαστών σιδηροδρόμων, τον βγάλαν γραμματέα κι ύστερα γύρισε ολάκερη τη χώρα σαν οργανωτής.

Ήταν ψηλός με άγαρμπο περπάτημα κι είχε το χάρισμα μιας τέτοιας ευγλωττίας που πυρπολούσε τις καρδιές των εργατών του σιδηρόδρομου σα μαζευόντουσαν στις σανιδένιες αίθουσες.

Τους έκανε να λαχταράνε τον κόσμο που εκείνος λαχταρούσε, έναν κόσμο όπου όλοι ήσαν αδέρφια και μοιραζόντουσαν ίσες ευκαιρίες:

Δεν είμαι εργατοπατέρας. Δε θέλω ν' ακολουθήσετε εμένα ούτε κανέναν άλλο. Αν γυρεύετε κάποιον Μωϋσή για να σας βγάλει από την έρημο του καπιταλισμού θα μείνετε στον ίδιο παρανομαστή. Δε θα σας πήγαινα σ' αυτή τη γη της επαγγελίας, έστω κι αν ήτανε στα χέρια μου, γιατί αν μπορούσα εγώ να σας οδηγήσω εκεί κάποιος άλλος θα σας ξανάπαιρνε από κει.

Έτσι μίλαγε στους αχθοφόρους και τους αρχιεργάτες, σε θερμαστές, κλειδούχους και μηχανικούς, φωνάζοντας πως δεν αρκούσε να οργανώσουν τους σιδηροδρομικούς, ανάγκη να οργανωθούν όλοι οι εργάτες, όλοι οι εργάτες πρέπει να 'ναι οργανωμένοι στη συνεργατική πολιτεία των εργατών.

Θερμαστής σ' ατέλειωτο νυχτερινό ταξίδι, και ο καπνός ν' ανάβει μέσα του φωτιά, φωτιά από πυρωμένα λόγια που βρόνταγαν στις σανιδένιες αίθουσες· λαχταρούσε να 'ναι τ' αδέρφια του ελεύθεροι άνθρωποι.

Μ' αυτό το μάτι αντίκρισε τα πλήθη που τον περίμεναν στον παλιό σταθμό της Γουελς Στρητ σα βγήκε από τη φυλακή μετά την απεργία της Πούλμαν, αυτός ήταν ο κόσμος που του χάρισε το 1912 εννιακόσιες χιλιάδες ψήφους και κοψοχόλιασε φράκα, ψηλά καπέλα και διαμαντοφορούσες δέσποινες στα Λουτρά της Σαρατόγκα, στο λιμάνι Μπαρ, στη λίμνη της Γενεύης με τον μπαμπούλα ενός προέδρου σοσιαλιστή.

Αλλά πού βρίσκονταν τ' αδέρφια του Τζην Ντεμπς στα 1918 όταν ο Γούντροου Γουίλσον τον έκλεινε στις φυλακές της Ατλάντα γιατί μιλούσε ενάντια στον πόλεμο, πού βρίσκονταν οι χειροδύναμοι άντρες που αγαπούσαν το ουίσκι και λάτρευαν ο ένας τον άλλο, εκείνοι οι καλόκαρδοι παραμυθάδες στα καπηλειά επαρχιών του Μιντλ Γουέστ, φιλήσυχοι άνθρωποι που λαχταρούσαν ένα σπίτι με μια βεράντα για ν' απλώνουνε τα πόδια τους, μια γυναικούλα αφράτη να τους μαγειρεύει, λίγο πιοτό και λίγα πούρα, έναν κηπάκο να σκαλίζουνε, δυο φιλαράκους για να λεν τον πόνο τους.

Κι ήθελαν να δουλέψουνε γι' αυτά κι ήθελαν άλλοι να δουλέψουνε γι' αυτά· πού βρίσκονταν οι θερμαστές των τρένων κι οι μηχανοδηγοί, όταν εκείνον τον τραβάγανε στα Πειθαρχεία της Ατλάντα;

Και τον εφέραν πίσω για να πεθάνει στο Τερ Ωτ· να κάθεται στην κουνιστή καρέκλα της βεράντας του, μ' ένα πούρο στο στόμα, πλάι στα ρόδα «Αμερικάνα Καλλονή» που η γυναίκα του είχε βάλει σ' ένα βάζο· κι ο λαός του Τερ Ωτ κι ο λαός της Ινδιάνας; κι ο λαός του Μιντλ Γουέστ, όλοι τον αγαπούσαν και τον τρέμανε, τον βλέπανε σαν ένα γέρο θείο καλόγνωμο και στοργικό και λαχταρούσανε να βρίσκονται μαζί του για να τους δώσει καραμέλες, μα τον φοβόντουσαν λες κι έπασχε από κολλητική κοινωνική αρρώστια κάτι σα λέπρα ή σύφιλη και πόναγαν γι' αυτό, μα εξαιτίας της σημαίας και της ευημερίας και της ασφάλειας που απαιτεί η δημοκρατία φοβόντουσαν να ρθούνε στο πλευρό του, ή να τον πολυσκέπτονται μην τύχει στα στερνά και τον πιστέψουν γιατί εκείνος είχε πει:

Όσο υπάρχει μια τάξη κατώτερη εγώ θα 'μαι δικός της, όσο υπάρχει μια τάξη που ξεπέφτει σ' υπόκοσμο εγώ θα 'μαι δικός της, όσο υπάρχει έστω και μια ψυχή στη φυλακή εγώ δε θα 'μαι λεύτερος.

μτφρ.: Νικος Λαμπρόπουλος

Ο Τζων Ντος Πάσος (1896-1970) γεννήθηκε στο Σικάγο και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1916. Την ίδια χρονιά ήρθε στην Ευρώπη με την πρόθεση να μελετήσει αρχιτεκτονική· τελικά, όμως, προτίμησε να δει από κοντά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως εθελοντής τραυματιοφορέας. Τα πρώτα του μυθιστορήματα περιγράφουν τις εμπειρίες του από το μέτωπο. Έπειτα εργάστηκε, κατά διαστήματα, ως ανταποκριτής αμερικανικών εφημερίδων και, τα τελευταία χρόνια, έγραψε αρκετές ιστορικές μελέτες, ενώ οι πολιτικές του πεποιθήσεις σημείωσαν εντυπωσιακή στροφή προς τα δεξιά. Χάρη στο τρίπτυχό του USA - που αποτελεί και το κορυφαίο λογοτεχνικό του επίτευγμα - ο Ντος Πάσος θεωρείται σήμερα - μαζί με τον Φιτζέραλντ και τον Χέμινγουέη - ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της "Χαμένης Γενιάς" των αμερικανών πεζογράφων που κατέγραψαν με σπάνια ευαισθησία και πειστικότητα την τραγική διάψευση και απογοήτευση του μεσοπολεμικού ανθρώπου. (από τη βιβλιονέτ)

«Που πάμε;» της Βίκυς Δερμάνη


«Που πάμε;»

της Βίκυς Δερμάνη





Νύχτα

Προστατευτικό πηχτό κολλώδες σκοτάδι. Ακινησία απόλυτη. Μια ρυπαρή γαλήνη τους δρόμους σκέπαζε. Γλιστρούσε ανάμεσα σε φαρδιές λωρίδες ομίχλης, αθόρυβα, η λήθη.

Την επομένη

Ευειδείς και καλοντυμένοι πολίτες διάβαζαν, μειδιώντας, στο συγκεντρωμένο πλήθος, αμέτρητα υστερόγραφα τετελεσμένων ερώτων. Επιχειρήματα σαθρά στρογγυλοκάθονταν στων καφενείων τις καρέκλες. Θύτες και θύματα με θερισμένες ψυχές τα κέρδη ζυγιάζουν. Καιρός αψύς, μέρες κουτσές και δύστροπες. Δρόμοι χωρίς ονόματα, γεμάτοι ξόβεργες, στα γέλια έστηναν καρτέρι. Βίοι λαθραίοι έτρεχαν στ' άξενα, τα δίχως παράθυρα υπόγεια της πόλης να κρυφτούν.

Νύχτα ξανά

Με κοίταξες στα μάτια βαθιά.

Που πάμε, με ρώτησες, που πάμε;



Βίκυ Δερμάνη

(η φωτογραφία του Χαρισιάδη, 1956, καφενείο Ζαχαράτου)

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Δύο νέες παρουσίες στην πεζογραφία



Κατερίνα Κονιδάρη

Λουτρό οξυτοκίνης

(διηγήματα)

εκδόσεις βακχικόν



Τζούλι Τσενέ

Μετείκασμα

(διηγήματα)

εκδόσεις Βακχικόν






οι διαφορετικές  εκδοχές  της λογοτεχνικής γλώσσας



Η λογοτεχνία έχει πολλούς τρόπους να μιλά και να μοιράζει τις εικόνες της. Άλλοτε προτιμά μια ευθύβολη και σκληρή γλώσσα, που σε χτυπά ίσα στην καρδιά, άλλοτε πάλι θυμάται τις πιο λεπτές αποχρώσεις και με έναν λόγο πιο αγαπητικό σε προσεγγίζει. Η ουσία, φυσικά, παραμένει ίδια. Διαφορετικός όμως ο δρόμος, διαφοροποιείται έτσι και ο βαθμός και η ποιότητα της πρόσληψης. Και στη μία και στην άλλη εκδοχή γραφής, ωστόσο, μπορεί να ανιχνευθεί η γνησιότητα της έκφρασης, κυρίως η αυθεντική ανάγκη του συγγραφέα να καταγράψει αυτά που σκέφτεται και νιώθει. Και διευκρινίζω εδώ πως αυτό το τελευταίο δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο σε καμία περίπτωση, γιατί συναντάμε γραφές στα διαβάσματά μας που είτε χρησιμοποιούν τα πιο σκληρά θέματα, γιατί κινητοποιούν εύκολα τις λεπτές ισορροπίες του σύγχρονου ταλανιζόμενου ανθρώπου είτε, από την άλλη, επιλέγουν πιο γλυκά λόγια για να αγγίξουν τις ευαισθησίες μιας μερίδας του αναγνωστικού κοινού. Είναι και οι δύο όμως καταδικασμένες σε αποτυχία, αν στερούνται αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα, να αποπνέουν γνήσιο αίσθημα και ειλικρινή (καθόλου κατασκευασμένη) πρόθεση.

Μένω, λοιπόν, σε δύο συλλογές διηγημάτων της πολύ πρόσφατης εκδοτικής δραστηριότητας, που επίσης αποτελούν και την πρώτη παρουσίαση στα γράμματα για τις δύο συγγραφείς, και που μέσα στη διαφορετικότητά τους η κάθε μία μπορεί να θεωρηθεί ξεχωριστή και αξιοπρόσεκτη.





Λουτρό οξυτοκίνης

της Κατερίνας Κονιδάρη

εκδόσεις βακχικόν




Η Κατερίνα Κονιδάρη επέλεξε να αντλήσει τα θέματά της από την περισσότερο σκληρή ή άδικη πλευρά της ζωής. Οι ήρωές της παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Άλλοι ασφυκτιούν στα στενά όρια μιας προκαθορισμένης πορείας, άλλοι αντιμετωπίζουν με έναν αναμενόμενο τρόπο τις αναποδιές της ζωής τους αγνοώντας ότι η μοίρα ή η τύχη έχουν τη δική τους λογική. Κάποιοι φέρουν πάνω τους τα σημάδια μιας κακιάς στιγμής που τους ανέτρεψε την επιθυμητή πορεία στη ζωή τους, άλλοι αναζητούν την αλήθεια εκεί που δεν υπάρχει, στην εικονική πραγματικότητα του διαδικτύου. Άλλοι αφήνονται σε έναν παραληρηματικό λόγο στην απεγνωσμένη τους προσπάθεια να βρουν την πόρτα εξόδου από όλο αυτό που κάποιοι αποκαλούν ζωή.

[…]
Το παρόν στην πόλη, το παρόν, η πόλη, όλοι οι άλλοι που κινούνται δίπλα μου, δηλαδή η πόλη, αλλά κυρίως το παρόν, αυτή η κατάσταση, είναι ένα δίχτυ μπερδέματος και ακατανοησίας, ένας ακαταπόνητος εχθρός, απέναντι στον οποίο χρειάζεσαι πάντα όλη σου την προσοχή για να τα βγάλεις πέρα. […] Καλύτερα στο σπίτι. Πρώτον προστατεύεσαι και δεύτερον αν, λέμε αν, θελήσεις να αυτοκτονήσεις θα το κάνεις έχοντας πέσει τέλος πάντων σε μια απελπισία, όχι σε μια κατάντια, σε μια τρύπα στο τσιμέντο που σε ρούφηξε τυχαία. Γιατί έξω δεν έχεις την ηρεμία να πεις «τώρα θα πεθάνω», πουθενά δεν θα βρεις μια ωραία, παλιά άδεια  γέφυρα για εσένα, ένα ποτάμι για πτώση, όχι, οι άλλοι τριγύρω θα σε κρατούν στυλωμένο και θα πρέπει να σταθείς έτσι, όρθιος ανάμεσα σε όρθιους, έξω πρέπει μόνο να ζεις, και να πηγαίνεις μπροστά.
(από το «Κατά τύχη»)



Οι πιο ενδιαφέροντες, ωστόσο, ανάμεσά τους είναι αυτοί που ξεπηδούν σαν φιγούρες από τα κέντρα απεξάρτησης, ένα χώρο που η συγγραφέας γνωρίζει ως ψυχολόγος με  ειδίκευση στη συμβουλευτική εξαρτήσεων και την ψυχοθεραπεία. Μέσα στον περίκλειστο χώρο με τις καθορισμένες εργασίες και τις απαραίτητες πιέσεις που ασκούνται (my way or the highway θα θυμίσει η Κονιδάρη την τακτική άσκησης πίεσης στις πρώτες θεραπευτικές κοινότητες στις Η.Π.Α.), κάποιοι καταφέρνουν να πάρουν τη ζωή τους πίσω. Κάποιοι όχι. Οι ιστορίες τους σκληρές, αφήνουν όμως να φανεί πίσω από τις περιθωριοποιημένες συμπεριφορές μια αίσθηση βελούδινης αφής. Μπορείς να την πεις αγάπη, έρωτα, πιο πολύ ίσως ανάγκη για επικοινωνία ξανά. Αυτό που περισσότερο έχει εδώ σημασία είναι ο αγώνας αυτών των ανθρώπων για ψυχική επιβίωση. Άλλωστε, όπως λέει μια ηρωίδα: Το όνειρο είναι πιο δυνατό από τον εφιάλτη.

Η τελευταία ιστορία δίνει τον τίτλο σε όλη τη συλλογή: Λουτρό οξυτοκίνης. Η διευκρίνιση, απαραίτητη, δίνεται στο οπισθόφυλλο:

Η οξυτοκίνη είναι μια ορμόνη, η επονομαζόμενη ορμόνη της αγάπης, από την οποία κατακλύζεσαι όταν αφήνεσαι στη συναισθηματική πληρότητα που μοιράζεσαι με έναν άλλο άνθρωπο.

Θα μπορούσε αυτή η ορμόνη να αφήνει τα σημάδια της σε όλες τις ιστορίες του βιβλίου; Κάποτε αισθανόμαστε την παρουσία της να παρακινεί τους ήρωες να κάνουν το άλμα προς τη ζωή. Άλλοτε αποτελεί την εύσχημη δικαιολογία για να αποφύγουν μια απλή παραδοχή, ότι δηλαδή ο έρωτας έχει τη δύναμη να σύρει προς το φως τον άνθρωπο που νόμιζε τον εαυτό του καταδικασμένο. Σε τελευταία ανάλυση για μια χημική αντίδραση δεν πρόκειται; Αυτό δεν είναι το περιεχόμενο της αγαπημένης χημείας που επικαλούνται οι ερωτευμένοι όπου γης;

Η Κονιδάρη με τη γραφή της εισέρχεται δυναμικά στον χώρο της πεζογραφίας. Αποφεύγει συναισθηματικές ευκολίες και πλατειασμούς στην πλοκή. Οι ιστορίες της είναι σύντομες, εύστοχες, επινοητικές. Δείχνει να ξέρει τι θέλει και πώς θέλει να το δώσει. Σημαντικό κι αυτό για πρώτη παρουσία στη λογοτεχνία.





Τζούλι Τσενέ

Μετείκασμα

εκδόσεις Βακχικόν




Η γραφή της Τζούλι Τσενέ συνιστά την άλλη εκδοχή. Εδώ η κυριολεξία υποχωρεί, η ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής δίνει τη θέση της στην υπαινικτική υπογράμμιση  των αξιοσημείωτων, με μεταφορικότητα και λογοτεχνικότητα στη γλώσσα. Με γνήσια ποιητική διάθεση αντιμετωπίζει τη γραφή (και τη ζωή;) και αποτυπώνει στο χαρτί ένα λόγο συναισθηματικό αλλά όχι εύκολο, τρυφερό αλλά και γήινο (στην υλική του υπόσταση) εκεί που πρέπει. Δίνει την αίσθηση ότι πίσω από κάθε λέξη της κρύβεται ένας πόνος βαθύς, κατασταλαγμένος, που ωστόσο νιώθει την ανάγκη να τον μοιραστεί. Δεν είναι βέβαια αξιοπερίεργο αυτό, καθόσον όλη η λογοτεχνία στηρίζεται σ’ αυτή την επιθυμία εξωτερίκευσης του εσωτερικού κόσμου του συγγραφέα, σ’ αυτή τη συνύπαρξη της κρυπτικής του φύσης με τη διάθεση μοιράσματος του συναισθήματος και της εμπειρίας.

Εσένα που πασχίζεις  να μου μάθεις του πόνου και του φόβου την ηδονή, θα σου μπήξω μια μέρα το μαχαίρι. Θα σε καρφώσω με τη λεπίδα μου, που τη λερώνει ακόμα το ξεραμένο αίμα άλλων εποχών, και οι παλάμες μου θα πλημμυρίσουν αλμύρα. […] Για τις αγάπες που μ’ αρνήθηκαν, μα πιότερο για εκείνες που αρνήθηκα εγώ. Θα σε μαχαιρώνω, στ’ ορκίζομαι, στους αιώνες των αιώνων. […] σαν πλησιάσεις πάλι, πρόσεχε… Στου έρωτα πάνω την παραφορά, θα σου καρφώσω μαχαίρι, και πόσο μα πόσο ειλικρινά πρόκειται να σ’ αρέσει!

(από το υπέροχο «Ο φόνος του Πήτερ Παν»)

Όλες οι ιστορίες της μιλούν για τον έρωτα, από τον προϊδεασμό της ύπαρξής του ως την εκπλήρωσή του (όταν συμβαίνει αυτό) ή ως τον αναπόφευκτο θάνατό του, τον νομοτελειακά έτσι ρυθμισμένο. Και ανάμεσα στις εικόνες αυτές η δημιουργία, η έμπνευση και το έργο που προκύπτει από την απώλεια της χαράς. Γιατί εδώ η συγγραφέας φαίνεται να είναι σαφής, όπως θα πει σε μια ποιητική αποστροφή στο τέλος των διηγημάτων:

Χιονίζει πάλι απόψε…

κι η χαρά δε γράφει

όμορφα τραγούδια, ίσως…




Η προσωπική μου ανάγνωση στην παραπάνω θέση κλίνει προς τη διαπίστωση  ότι η χαρά αδυνατεί να μιλήσει με την τέχνη του λόγου. Η λογοτεχνία απαιτεί το υπόστρωμα του πόνου, ως ελάχιστο φόρο τιμής στο βαθύτερο αίσθημα από το οποίο πηγάζει. Όχι για να διοχετεύσει ακριβώς αυτό το αίσθημα στον λόγο της αλλά για να πάρει αληθινή υπόσταση κάθε λόγος της, είτε μιλά για τη χαρά είτε για τη λύπη. Αυτή, όμως είναι μια συνειδητή στάση απέναντι στη γραφή και στη ζωή φυσικά. Σκέφτομαι πως αν αυτήν την αλήθεια την έχει συνειδητοποιήσει η νέα πεζογράφος, τότε ας είμαστε αισιόδοξοι για τη σύγχρονη γραφή.



Σε μια συνεκτίμηση των δύο βιβλίων, θα έλεγα πως πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για μια ενδιαφέρουσα αναγνωστική εμπειρία. Φαίνεται ότι και οι δύο τρόποι γραφής, τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, έχουν τη δύναμη να αποτυπώσουν την εικόνα τους, πολύ μετά το αρχικό ερέθισμα. Μετείκασμα, λοιπόν, που αφορά και τα δύο βιβλία.



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/loutro-oxytokinis-meteikasma/)