Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

 «Κάτι να μείνει»

ποιητική συλλογή της Λίνας Ρόκου

από τις «μικρές εκδόσεις»




«Μια βαλίτσα θάλασσα
την πας, τη φέρνεις
Χριστούγεννα, Πάσχα, διακοπές
Στα βάθη της καταποντισμένα τα βαρίδια σου
Τα συλλαμβάνουν  οι ανιχνευτές μετάλλων
και το δικό τους τίποτε
το πληρώνεις χρυσάφι»

Η θάλασσα, από όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει το υγρό στοιχείο, αποτελεί προσφιλέστερο θέμα σε πολλές καλλιτεχνικές δημιουργίες, εικαστικές και λογοτεχνικές. Δεν μας ξαφνιάζει επομένως η επιλογή της ποιήτριας Λίνας Ρόκου να ‘εικονογραφήσει’ τους στίχους της με την πληθωρική παρουσία της θάλασσας. Μόνο που εδώ θα πρέπει να σταθούμε λίγο παραπάνω και να προσέξουμε τον τρόπο που στιχουργεί πάνω σ’ αυτό το υγρό θαλασσινό τοπίο.
Αυτή η θάλασσα άλλοτε είναι ο καμβάς που πάνω του απλώνονται οι λέξεις, δηλωτικές μιας απομόνωσης ηθελημένης:
«Το βράδυ στρώνει μια θάλασσα μοναξιά[…]»

άλλοτε έχει τη μορφή μιας δύναμης που αναζωογονεί με την ορμή της την πτοημένη συνείδηση:
«[…]να πιω νερό
απ’ τις ζωοδότρες της ανοιχτής θάλασσας
αστείρευτες πηγές»

και άλλοτε μεταμορφώνεται σε ένα υδάτινο ετερώνυμο της ίδιας της ποιήτριας:
«Πόσα κατάσαρκα
καρφιά θα βάλεις πια
να με στεριώσεις;
Δεν το ‘ξερες πως είμαι θάλασσα;»

Μέσα σ’ αυτό το υγρό πλαίσιο πώς διασώζονται οι λέξεις; Γιατί όσο ζωοδότρα κι αν είναι η θάλασσα αυτών των ποιημάτων, δεν παύει να είναι όριο, σύνορο, δηλωτικό συχνά ενός αποχωρισμού, ή απωθημένη προβολή ενός ματαιωμένου ταξιδιού. Όλα αυτά τα συναντάμε σε τούτα τα ποιήματα. Νομίζω πως η διάσωση έρχεται με μια γραφή αυθόρμητη, που ξαφνιάζει με την ευστοχία της στην περιγραφή των αισθημάτων. Με συγκρατημένο λυρισμό και εξαιρετική εικονοπλασία. Ολιγόστιχα ποιήματα, όπως πιστεύω αρμόζει στον κατασταλαγμένο, βιωματικό λόγο. Με τον ακροτελεύτιο στίχο άλλοτε να αιφνιδιάζει με τη συμπύκνωση του νοήματος και άλλοτε να παροτρύνει σε νέα σκέψη:
«Κι όταν το πρωί
ξυπνήσεις από ένα ελαφρύ τρόμαγμα
θα είναι γιατί η νύχτα σπάνια μένει άνεργη»

Η εικονοπλασία που χαρακτηρίζει την ποίηση της Λίνας Ρόκου φτάνει σε κάποια ποιήματα να καταστήσει σχεδόν συμπληρωματική τη λεκτική παρέμβαση, όπως εδώ που το σχόλιο για την ανθρώπινη μοίρα μοιάζει απλώς να υπομνηματίζει την εύγλωττη εικόνα:

«Βουβά μες σε μια στοίβα κούτσουρα
που άπληστος ήλος τα στεγνώνει
αλλάζει το ρούχο του το φίδι
Βουβά πάνω απ’ τα κούτσουρα θα τιναχτεί
να σε δαγκώσει
Αλίμονο αν νομίζεις ότι φταίνε τα κούτσουρα
ή αν νομίζεις ότι φταίει το φίδι
Η φύση είναι ανηλεής
αλλά εσύ δεν είσαι μόνο φύση»

Ένας κόσμος όπου η βιωματική μνήμη συναντά τον λιτό στίχο, γιατί σοφή η επιλογή της ποιήτριας αφήνει τον σχολιασμό στον αναγνώστη. Θα λέγαμε πως έτσι η ποίηση αποβαίνει περισσότερο δημιουργική, καθώς αποζητά τον ενεργό ρόλο του κοινωνού της. Και ο ρόλος του ποιητή; Ας πούμε πως χτίζει ένα γεφύρι ακόμη και πάνω από ορμητικά νερά με τον κίνδυνο να κατακρημνιστεί, συχνά για να κοιμηθεί κάτω απ’ αυτό μέσα στο σκοτάδι, και φτάνει να μονολογεί:
«Το γεφύρι για τον παράδεισο
δεν το έφτιαξα με θεμέλια
δεν έσφαξα κόκορα[…]»


Αυτή η επικοινωνία ανάμεσα στον δημιουργό και τον αποδέκτη της ποιητικής δημιουργίας επιτυγχάνεται και με την αμεσότητα της πρόσληψης κάποιων στίχων στους οποίους υποκρύπτεται η προσωπική συγκίνηση της ποιήτριας, όπως σ’ αυτούς που η εικόνα μεταφέρει αυτούσια τη διάσταση του τότε από το τώρα:
«[…] Ανάμεσα στο τότε και στο τώρα
ένα σμήνος από νέα παιδιά, πηγαίνοντας για το σχολείο,
θα περάσουν το πρωί μπροστά από το σπίτι
Όλα θα έχουν μαζευτεί στην αιώνια ακινησία
Οι γυναίκες, τα σκουπίδια, ο παππούς, οι πέτρες
Μέχρι το βράδυ που θα ξαναβγεί ο παππούς
να τραγουδήσει στην αυλή το “σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία”
κοιτώντας άλλη μια φορά τα άψυχα ντουβάρια»

Στο εξώφυλλο της καλαίσθητης έκδοσης των «μικρών εκδόσεων» μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ηλία Μπέη, σε ρόλο «εισόδου» στις ποιητικές σελίδες της Λίνας Ρόκου. Αν και το υγρό τοπίο κυριαρχεί στους στίχους της, δεν θα ταίριαζε καμιά θαλασσινή σκηνή στη θέση αυτής της απολύτως πέτρινης και σκληρής εκδοχής. Γιατί ακόμη κι αυτή η θάλασσα
«[…]είναι ενίοτε ένα απειλητικό θηρίο»

Διώνη Δημητριάδου


"Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,


που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή"



Να ακούσουμε τον Καβάφη. Κάτι θα ξέρει, γιατί ο πιο σκληρός κατατρεγμός δοκιμάστηκε πάνω του. Να 

αφουγκραστούμε, όμως, και την πικρή του διαπίστωση. Μη γελαστούμε πως βρέθηκε τάχα το φάρμακο. Λίγο 

μόνο να ξεχαστούμε, θαρρώντας ότι μαζεύτηκαν μαζί με μας όλοι οι ματαίως αναζητούντες λίγη ίαση. Μόνοι μας 

είμαστε, το ξέρουμε. Ναι, βέβαια, με "την Τέχνη της Ποιήσεως", για όποιον επιτέλους καταλαβαίνει και εννοεί. 

Να, μονάχα αυτό το "λίγο" να ήταν να κρατήσει περισσότερο. Απλό παράπονο.

Διώνη Δημητριάδου

(το πορτραίτο του Κωνσταντίνου Καβάφη από τον Νίκο Εγγονόπουλο, 1948)

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016


Ο "Χανς" και η "Μαρία"





Μου αρέσει όταν μέσα σε έναν πίνακα κάποιες φιγούρες (ποζάροντας εν αγνοία τους στη φαντασία χρωμάτων του ζωγράφου) αναμετρώνται με το τοπίο θέλοντας να αιχμαλωτίσουν τη ματιά μας,  Χαμένες και άγνωστες στον χρόνο μέσα, θλιμμένες πολύ, αφού  δεν τους χαρίστηκε ούτε ένα όνομα. 

(Vincent van Gogh, Les Alyscamps)
«28»



Άφησε στο τραπέζι 28 λευκά τριαντάφυλλα. 
Δεν είχαν αποδέκτη. 
Είχε φροντίσει αυτός να αποχωρήσει πιο πριν, 
με σιωπηλή κραυγή. 
Λίγο την ένοιαξε. 
Αυτή το μήνυμά της το είχε στείλει από νωρίς. 
Αυτός δεν άκουγε κρυμμένος στην ψυχή του. 
Την ταραγμένη.
Με μια αποφασιστική κίνηση πήρε ένα (το πιο λευκό) 
και το τακτοποίησε στα μαλλιά της. 
Τώρα μπορούσε να αποχωρήσει κι αυτή. 
Δεν υπήρχε, έτσι κι αλλιώς, κανείς να του μιλήσει. 
Φεύγοντας έκλεισε την πόρτα πίσω της. 
Τελειωμένη εποχή.

(μνήμη Μαρίας Πολυδούρη)


Διώνη Δημητριάδου




  
Στις 7 Απριλίου του 1824 πέθανε ο ποιητής (και φιλέλληνας)
 Λόρδος Μπάυρον.




Εδώ λίγοι στίχοι του από το έργο «Ντον Ζουάν» σε μετάφραση από την ποιήτρια Μαρία Ι. Κεσίση. Η συγκεκριμένη ποιήτρια βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο της στις 28-12-74. Μετέφρασε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Μπάυρον στις εκδόσεις Σπανός, σε έμμετρη λυρική μορφή.

«…Κι οι θύελλες, όπου βρυχιούνται
      σκώνουν πανύψηλον αφρό.
      Για τα παλιά αμαρτήματά τους
      τη μεταμέλεια ξυπνούν
      σ’ όλους αυτούς, που οδοιπορούνε
      μες στη θαλάσσιαν άβυσσο.
      Ορκίζονται να διορθωθούνε
      μα δεν το πραγματοποιούν,
      γιατί, αν πνιγούν δεν το μπορούνε
      και δεν το θέλουν, αν σωθούν».

Διάλεξα το συγκεκριμένο απόσπασμα, γιατί κάπως διαχρονική αξία έχει, αν δεν κάνω λάθος.





«Μνήμη ζωγραφιστή»




Δεν το μετάνιωσε ποτέ.
Κι ας το ήξερε πως όλα ξεκίνησαν από ένα λάθος.
Μια άστοχη κίνηση.

Και μετά
η βαθιά ριζωμένη μέσα του συνήθεια
να ακολουθεί πιστά τον πρώτο,
τον σωστό.
Κι ας πήγαινε στραβά στον δρόμο.
Αυτός πάντα εκεί
να τον στηρίζει και να τον δικαιολογεί.

Μόνο που κάπως αλλιώς περίμενε αυτό το ταξίδι.
Αδύναμος να στοχαστεί σε μελλοντικό χρόνο,
έκανε όμως μια τελευταία προσπάθεια.
Την πήρε απ’ το χέρι και της γύρισε τρυφερά το κεφάλι
προς την ανατολή.

Αυτή ήταν και η μόνη εικόνα που της έμεινε από κείνον.
Και ένα ζωγραφιστό γαρύφαλλο.


(μνήμη Νίκου Μπελογιάννη, 30 Μαρτίου 1952)

Διώνη Δημητριάδου

(Pablo Picasso, ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο)

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Η σωματική αναστάτωση της ποίησης




Να εδώ μια άποψη πολύ ενδιαφέρουσα. Προσωπικά εγώ την ενστερνίζομαι, γι’ αυτό και την αναδημοσιεύω, κι ας πληγώσει κάποιους που κάπως όψιμα ανακάλυψαν τον ποιητικό λόγο. Και δεν εννοώ εδώ (τολμώ να εικάσω ότι και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης αυτής της γνώμης είναι) όσους από παιδιά σκαλίζαν λέξεις στο χαρτί με τη συνακόλουθη της ηλικίας τους αφέλεια. Αυτό μάλλον το κάνουν όλοι. «Εργάτες» της ποίησης είναι αυτοί που από νωρίς διάβαζαν ποίηση ψυχανεμιζόμενοι πως ίσως κάπου εκεί στα λίγο ή πολύ δυσνόητα των στίχων αλλά και στη δισήμαντη ή πολυσήμαντη μεταφορικότητα των λέξεων κρυβόταν μεγάλο μέρος από το νόημα αυτού του κόσμου.

«Σχέση αληθινή με την ποίηση μπορεί να έχει στη ζωή του μόνο εκείνος που στα εφηβικά του χρόνια ένιωσε σωματική αναστάτωση διαβάζοντας ένα ποίημα, κι ας μην ήταν σε θέση να κατακτήσει το νόημά του. Όσα ποιητικά βιβλία ή βιβλία περί ποιήσεως και αν διαβάσει κανείς αργότερα, αν δεν έχει νιώσει αυτή την αναστάτωση στην εφηβεία του ή στην πρώτη νεότητα, άδικα κουράζεται. Θα είναι ενδεχομένως σε θέση να αναλύει την τεχνική ενός ποιήματος, να το ταξινομεί, να το συσχετίζει με άλλα, να αποκρυπτογραφεί τις ιδέες του, αλλά ποτέ δεν θα του δοθεί να συγκινείται με το ίδιο το ποίημα, να το νιώθει σωματικά.»

(Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Η αδερφή μου», εκδόσεις «Πόλις»)

(πίνακας: Προσωπογραφία του Τάκη Σινόπουλου από τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη)

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Ένα τσιγάρο, ένα μάταιο νεύμα 

και το δυνητικό «αν» μιας έγκλισης




«Έξω είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Βγήκε στο μπαλκόνι και μύρισε τον αέρα. Ωραίος μήνας ο Μάιος, καθώς μπορούσες να οσμιστείς στον αέρα την άνοιξη και όλα όσα πάνε μαζί της. Ελαφριά ψύχρα αλλά ευχάριστη. Κάτι σαν ανάμνηση ζωής, η πνοή του ζωντανού σώματος που έχει έμφυτη την τάση για δράση, για επιβεβαίωση ύπαρξης. Χαμογέλασε. Πόσο μακρινά του φαινόντουσαν τώρα όλα αυτά, πόσο ξένα και ανοίκεια με την κατάστασή του. Ας είναι. Η μυρουδιά και κυρίως η γεύση του αγαπημένου του τσιγάρου τον γέμισε ολότελα και πήρε λίγο τη σκέψη του μαζί της. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που το δοκίμασε, στην παλιά του γειτονιά, στην πλατεία Βικτωρίας, σ’ ένα καφέ. Μεστό χαρμάνι, σίγουρα αναγνωρίσιμο, τόσο ξεχωριστό, σκέτη απόλαυση. Και, όταν πήγε να σηκωθεί, θυμάται που ζαλίστηκε. Αυτό του έμεινε ως ανάμνηση τόσα χρόνια τώρα. Το βαρύ τσιγάρο με τις συνέπειές του. Δεν τον ζάλιζε, βέβαια, τώρα πια, αλλά κάθε φορά που το άναβε, του ερχόταν αυτή η αίσθηση της φευγαλέας απώλειας του χώρου γύρω.

Στην αρχή του φάνηκε σαν μια φωτίτσα τόση δα, για μια στιγμή, που δυνάμωνε και αδυνάτιζε κάθε τόσο. Την παρατηρούσε χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Κάποιος στο απέναντι μπαλκόνι έκανε το ίδιο. Απολάμβανε το τσιγάρο στα σκοτεινά. Συνήθισαν τα μάτια του και έβλεπε καλύτερα. Το νεαρό κορίτσι απέναντι καθόταν στραμμένο στο μέρος του και μάλλον τον κοίταζε. Της χαμογέλασε αλλά αμέσως σκέφτηκε το μάταιο του πράγματος, αφού μέσα στο σκοτάδι ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς αυτή τη λεπτή απόχρωση συναισθήματος. Γιατί, όμως, να χρειάζονται περισσότερα; Ήταν αρκετή αυτή η συγκυρία, αυτή η ταυτόχρονη συνειδητοποίηση της παρουσίας του άλλου, του ξένου αλλά του οικείου οπωσδήποτε. Ίσως κάποια κίνηση ή πολύ περισσότερο κάποια λόγια να τη χάλαγαν ανεπανόρθωτα. 

Αρκέστηκε να κοιτάζει, να φαντάζεται και να καπνίζει. Ναι! Αυτή η ζωή θα μπορούσε να είναι ακόμη ωραία. Δυνητική έγκλιση, τραγική στο νόημά της ιδιαίτερα αν τη συμπλήρωνες με την υπόθεσή της. Το αντίθετο του πραγματικού, η ακύρωση της πραγματικότητας. Ωραίο μεν αλλά δεν ισχύει!»

Διώνη Δημητριάδου
(απόσπασμα από τη νουβέλα «Ο χώρος ανάμεσα», εκδόσεις «Νοών»)

("Άνδρας με τσιγάρο" έργο της Καίτης Βαρδάκη)


Κυριακή 27 Μαρτίου 2016


«Ποιος φοβάται;»



Κάποιοι το κατάλαβαν αμέσως, κάποιοι λίγο μετά. Κάποιοι νόμιζαν ότι ο τοίχος έρχεται καταπάνω τους, άλλοι ότι αυτοί πήγαιναν ολοταχώς να τον συναντήσουν. Το θέμα είναι ότι όλοι ανεξαιρέτως τρόμαξαν. Κάποιοι περισσότερο.

Αυτός που στέκονταν μπροστά απ’ όλους είπε "βλέπετε τι θα γίνει."
"Αυτό, λοιπόν, είναι το τέλος"; ρώτησε ένας.
"Ίσως όχι", απάντησε άλλος. "Αρκεί να προετοιμαστούμε για τη σύγκρουση".
"Μα, δεν έχουμε τα απαραίτητα εφόδια", ψέλλισε ένας τρίτος.
"Ας προσευχηθούμε", είπαν άλλοι, και ταυτόχρονα ύψωσαν το βλέμμα στο χάος.

Ένας μόνο  -πίσω πίσω στέκονταν αυτός-  ψιθύρισε "εγώ δεν φοβάμαι". Η φωνή του ίσα που ακούστηκε, μα μόνο από τους κοντινούς. "Εγώ δεν φοβάμαι" ύψωσε τώρα τη φωνή του αυτός (ο τελευταίος των τελευταίων). "ΕΓΩ ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ", συνέχισε κραυγάζοντας σχεδόν. Για ν’ ακουστεί.

Ο ένας με τον άλλον πέρναγε πια, σαν μαγνητισμένος, στον μπροστινό του τη φράση που άκουγε. Όταν έφτασε μπροστά, στους πρώτους, ο επικεφαλής απόρησε.
"Ποιος είπε πως δεν φοβάται;" ρώτησε.
"Εγώ, εγώ, εγώ", ακούστηκαν πολλοί τώρα.
"Και μέχρι τώρα πού ήσασταν;" τους ρώτησε.

Η πρόσκρουση στον τοίχο έγινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή κι έπνιξε την απάντηση. Έτσι δεν θα μάθουμε πόσο βάρος έχει η συνειδητοποίηση, έστω και αργά.

Διώνη Δημητριάδου

(Pablo Picasso, "The weeping woman", 1937)




Το ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»
φιλοξενεί τον Δημήτρη Χαλκιά και το ποίημά του

«ΜΑΛΟΡΙ»




Μ
έτσι ξεκινά η Μοναξιά
με τα μη και τα δεν,
και το Μάταιο
ενός ορίζοντα που έπαψε να ζυγώνει.

Α
όχι αγάπη
όχι πια
Ανήμπορος, ίσως
Ανόητος, αναμφίβολα.

στο Λάμδα, κοντοστέκομαι
Λίμνη. Λάθη.
θα είναι μια Λίμνη από Λάθη, λοιπόν
Λοιπόν, όπως το συμπέρασμα
ότι η ζωή παρακάμπτει
τους ανήμπορους ανόητους.

Όμικρον, όπως Όνειρα
κάποτε
όπως Όμορφος
κάπου
ανάμεσα στα στάχια και το φως
μιας γης ολότελα ξένης.

γράμμα Ρ από τον έρωτα
χωρίς το ε
απομένει μόνο το Ρώτα
μα δεν ελπίζω
η απάντηση έσβησε εκείνη τη νύχτα
όποιο κι αν ήταν το ερώτημα.

Γιώτα το τελευταίο γράμμα
Ιστορία ανείπωτη μέχρι τώρα
σκάλισμα στο κερί που λιώνει
κάτω από τη γροθιά του χρόνου.

Μάλορι
κάθε ανάσα γίνεται καρφί
κάθε καρφί σημάδι καταδίκης
που δε σε κράτησα σφιχτά
εκείνη τη νύχτα του χειμώνα
στο ύπουλο χιόνι
και πέταξες αθόρυβα
μαύρο πουλί.

Μάλορι γράφω στους τοίχους των κελιών
Μάλορι γράφει και στον ανθισμένο τάφο.

κλωτσώ με δύναμη το σκαμνί
ν’ αποδράσω στο άπειρο.

θα φέρω τριαντάφυλλα
τα κόκκινα, από τον κήπο.
                                                                                      
                                                                               Δημήτρης Χαλκιάς

Ο Δημήτρης Χαλκιάς (ψευδώνυμο του Δημήτρη Δημητριάδη) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Είναι Ιατρός - Ψυχίατρος και μέλος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας. Είναι πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λιέγης στο Βέλγιο. Ολοκλήρωσε την ειδίκευσή του στην Ψυχιατρική στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (ΨΝΑ). Είναι Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Επιστημονικός Συνεργάτης στο Π.Γ.Ν. «Αττικόν». 
Έχει δημοσιεύσει ποιήματά του στα λογοτεχνικά περιοδικά «Νέα Αριάδνη» και «Θράκα». Έχουν δημοσιευτεί ποιήματά του σε συλλογικό τόμο της «Νέας Αριάδνης» το 2013. Ετοιμάζει την πρώτη του ατομική ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Γκοβόστη.

("Το ανθρωπόμορφο συρτάρι", Σαλβαντόρ Νταλί, 1936)







Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

«Περί ήθους»



Προνοητικό πολύ το ήθος.
Κατασκηνώνει προφυλαγμένο, με όλο τον εξοπλισμό,
ανατροπές κατάματα να βλέπει.
Γιατί, ποτέ δεν ξέρεις, αλλάζουν οι εποχές
και τίθεται συχνά ζήτημα χρέους
και πρέπει να είναι ετοιμοπόλεμο.
Αλλιώς, θα απολογηθεί με λόγια για τις πράξεις
που αστόχαστα ξεφύγαν.

Ωστόσο, είναι ανθρώπινο κάτι να παραλείψει,
κάτι μικρό και αδιόρατο  να μείνει ξεχασμένο.
Τότε το αντίσκηνο μάλλον το παίρνει ο άνεμος
και το ήθος το ταλαίπωρο, ξέσκεπο, εκτεθειμένο,
δικαιολογίες πια δεν έχει.
Θα πρέπει να αποδεχθεί αγόγγυστα
κάθε κατηγορία για αβλεψία, για ολιγωρία,
ακόμη, το χειρότερο, για παντελή απουσία
του ίδιου του εαυτού του.

Απ’ τη στιγμή εκείνη, μόνο σα σκιά,
μάταια ψάχνει τη δικαίωση.
Δεν ξέρει δα πως λείπει η τεχνογνωσία
για αποκατάσταση τρωθέντος ήθους;


Διώνη Δημητριάδου

(η εικόνα από το διαδίκτυο)
«Δαιμόνιος Βάκχος» 
της Αγγελικής Ράδου και του Αντώνη Αντωνιάδη, εκδόσεις Polaris
στο βιβλιοπωλείο «Επί λέξει», Ακαδημίας 32, στις 11 Απριλίου, στις επτά το βράδυ


Μου αρέσει όταν ανάμεσα στα γεγονότα της πλοκής (που εδώ σου κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο) διαγράφονται ολοζώντανες και κάποιες εικόνες που δεν αποτελούν απλώς το φόντο της ιστορίας αλλά σου δημιουργούν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι εκεί, μέσα στις σελίδες μα και στον τόπο που περιγράφεται. Όπως εδώ που μοιάζει να άνοιξες την πόρτα και να μπήκες σ’ αυτό το καφενείο-παντοπωλείο, να κάθισες στο τραπεζάκι του και να παράγγειλες μια ρακή με συνοδευτικό στραγάλι ή φιστίκι, και με τα δεύτερα κάτι σε λουκάνικο στο τηγάνι. Πολλοί με καταλαβαίνετε.

«Μια ξύλινη ξυλόσομπα με λαμαρίνα στη βάση της, για να πέφτουν οι στάχτες, τέσσερα ξύλινα τετράγωνα τραπέζια και καμιά δεκαριά καρέκλες βρίσκονταν στην πλευρά που έμοιαζε με καφενείο. Από την άλλη, ένας πάγκος με θήκες για προϊόντα και ράφια πίσω απ’ αυτόν, θύμιζε περισσότερο ψιλικατζίδικο παρά παντοπωλείο. Στη γωνία πάνω από την ταμειακή μηχανή κρέμονταν από γάντζους μια σειρά από χωριάτικα λουκάνικα και δυο κομμάτια καπνιστού χοιρινού κρέατος ενώ μπροστά από τον πάγκο ήταν τοποθετημένα ανοιχτά σακιά με ρύζι, φακές και ρεβίθια»

(απόσπασμα από το μυθιστόρημα/θρίλερ «Δαιμόνιος Βάκχος» της Αγγελικής Ράδου και του Αντώνη Αντωνιάδη, εκδόσεις Polaris)

Περισσότερα γι’ αυτό το βιβλίο θα πούμε πάλι, γιατί έχω τη χαρά να το παρουσιάσω, στο βιβλιοπωλείο «Επί λέξει», Ακαδημίας 32, στις 11 Απριλίου, στις επτά το βράδυ.


Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016




Κάποιες σκέψεις με αφορμή την επέτειο της επανάστασης του 1821

Δημήτριος Υψηλάντης

« Ο λαός, κύριοι, του οποίου παρρησιάζετε το πρόσωπον, δεν σας έδωσε πληρεξουσιότητα να καταργήσετε την εθνικήν και πολιτικήν ανεξαρτησίαν του, αλλά να την στερεώσετε, να την διαιωνίσετε. Η ιστορία θέλει κρίνει μίαν ημέραν αδεκάστως την πράξιν σας. »

Αυτά τα λόγια ανήκουν στον Δημήτριο Υψηλάντη, ίσως τον πιο αγνό αγωνιστή της Επανάστασης του ’21. Απευθύνεται τον Απρίλιο του 1826 στην Εθνοσυνέλευση, και καταγγέλλει την προσπάθεια του « Αγγλικού » κόμματος και ιδιαίτερα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ηγετικής φυσιογνωμίας του, να ξεπουλήσει την υπόθεση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και να εξυπηρετήσει τα αγγλικά συμφέροντα.

Πράγματι, δεν ήταν όλοι οι Έλληνες υπέρ του αγώνα για ανεξαρτησία. Δεν ήταν όλος ο λαός που αγωνίστηκε, για να βρει ο τόπος την αυτόνομη φυσιογνωμία του.
Δεν ήταν όλοι οι πολιτικοί, πνευματικοί και θρησκευτικοί ηγέτες υπέρμαχοι της υπόθεσης για πραγματική απελευθέρωση της Ελλάδας.
Επέτειοι, όπως αυτή, θα έπρεπε να μας προβληματίζουν, και -πέρα από εξάρσεις εθνικού φρονήματος, παρελάσεις και εμβατήρια- να μας στενοχωρούν λιγάκι.
Γιατί μόνον έτσι θα μπορέσουμε να δούμε την πορεία της χώρας αυτής μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το τέλος του Αγώνα για την Ανεξαρτησία.
Μια κοινωνική επανάσταση που οδήγησε στην επιβεβαίωση της κοινωνικής ανισότητας.
Ένα πνευματικό κίνημα, που μεγάλωσε μέσα απ’ τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού, για να καταλήξει να φτιάξει ιδεολογικούς «υπηρέτες » ντόπιων και ξένων συμφερόντων.
Ένα πολιτικό όραμα για ανεξάρτητο ελληνικό χώρο, που μέχρι σήμερα αμφισβητείται.
Η Ιστορία γίνεται κτήμα μας, όχι όμως ως στείρα γνώση, που μένει στις βιβλιοθήκες και στα εκθέματα των μουσείων, αλλά μέσα από την κατανόηση των μηνυμάτων της και τη βίωση και συνέχιση των οραμάτων του φορέα της, του λαού. Αλλιώς, είναι αυτός ο λαός καταδικασμένος σε ρόλο χειροκροτητή μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα.
1821 : Επανάσταση για ένα καλύτερο αύριο. Ήρθε άραγε ;

 
Ο «Τούρκος»

   
Ιωάννης Άρτης

Εγώ πάντοτε ήμουν λογικός, πάντοτε υπολόγιζα την επόμενη κίνησή μου, με όση περισσότερη ακρίβεια μπορούσα, με σαφή προσπάθεια αποφυγής του λάθους. Έτσι πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να σκέφτεται και να ενεργεί ένας στρατιωτικός. Αυτή τη σύνεση τη χρειάστηκα πολλές φορές στη ζωή μου. Κυρίως στο πεδίο της μάχης. Δεν είχα και λίγες ευκαιρίες, ειδικά εκεί, να αποδείξω την ορθότητα της στάσης μου απέναντι στη ζωή και τις αντιξοότητές της. Και πάντοτε έμενα με την ικανοποίηση ότι έκανα το ανθρωπίνως δυνατό για μια ευνοϊκή έκβαση των πραγμάτων. Αυτό μου το αναγνώριζαν και οι άλλοι, ανώτεροι και κατώτεροι. Γι’αυτό και με σεβόντουσαν. Βέβαια, αρκούντως χρήσιμη αποδείχθηκε και μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα μου. Έχω κάτι μέσα  μου που, όταν χρειαστεί, ξεπερνάει και τους κανονισμούς, τους οποίους όλη μου τη ζωή έχω ταχθεί να τηρώ, και αυτό το κάτι με ωθεί να προχωρώ μπροστά με γνώμονα αυτό που εγώ θεωρώ σωστό. Έτσι οδήγησα τον στρατό μας, ως υπίλαρχος τότε,  και στη Φλώρινα και στην Καστοριά, πριν λίγα χρόνια.* Τις απελευθέρωσα και τις δύο, με τη βοήθεια του Θεού. Όχι των ανθρώπων! Αυτοί, οι υψηλά ιστάμενοι, τις πιο πολλές φορές έχουν άλλες βλέψεις. Νοιάζονται για το ίδιον συμφέρον, δυστυχώς, και όχι για το καλό της πατρίδας. Ας είναι, λέω τώρα. Εγώ έχω από τη μια τη συνείδησή μου ήσυχη, όταν βλέπω ελεύθερες, προσαρτημένες στο σώμα της Ελλάδας τις περιοχές που απελευθέρωσα, κι από την άλλη όταν, παντού όπου πάω, συναντώ την ευγνωμοσύνη των απλών ανθρώπων. Αυτά είναι σημαντικότερα παράσημα από αυτά που μου έδωσαν και κοσμούν τη στολή μου.

Λένε πως σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση ενός ανθρώπου διαδραματίζει η γενιά του, η καταγωγή του, οι προγενέστεροι απ’ αυτόν, που τον διαπαιδαγώγησαν είτε με τις διδαχές τους είτε απλώς με την παρουσία τους στην οικογένεια. Εγώ ως προς αυτό ευτύχησα να έχω σημαντικούς προπάτορες, και φαίνεται λειτούργησαν μέσα μου τα μηνύματά τους. Πάντοτε τους τίμησα και ένιωθα πολύ υπερήφανος που ήμουν ένας από τους κατιόντες συγγενείς τόσο επιφανών Ελλήνων.

Θέλω εδώ να καταγράψω για πρώτη φορά ένα περιστατικό που μου συνέβη πριν μερικά χρόνια, συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 1917. Αυτό ήθελα να αφηγηθώ, όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το κομμάτι της προσωπικής μου ιστορίας. Θεώρησα, όμως, ότι η παραπάνω διευκρινιστική εισαγωγή ήταν απαραίτητη για να κατανοήσει όποιος το διαβάσει τον τρόπο αντίδρασής μου στη δεδομένη στιγμή.

Ταξίδευα με το τραίνο στη διαδρομή Λάρισα-Θεσσαλονίκη. Είχα πάρει πριν λίγους μήνες τη μετάθεσή μου για την όμορφη πόλη της βόρειας Ελλάδας. Με κάθε ευκαιρία πεταγόμουνα ως τη Λάρισα για να επισκεφθώ την οικογένεια του αδελφού μου. Από ένα τέτοιο ευχάριστο διάλειμμα επέστρεφα εκείνο το χειμωνιάτικο απομεσήμερο. Στο βαγόνι, που ήταν η θέση μου, ήταν άλλοι δύο επιβάτες, ξένοι. Μιλούσαν αγγλικά μεταξύ τους. Χάζευα έξω από το παράθυρο. Σε μια στιγμή ο ένας μου απηύθυνε τον λόγο στα ελληνικά. 

"Ξέρετε πώς λέγεται αυτό το χωριό εκεί πάνω;"

Δεν ήξερα να του απαντήσω. Η καταγωγή μου δεν ήταν απ’ αυτά τα μέρη. Είχα τόσο πολύ περιπλανηθεί στην ελληνική επαρχία, λόγω του επαγγέλματός μου, που δεν ήμουνα πια σε θέση να θυμάμαι ή και να προσέχω ακόμη όλα τα μικρά χωριά από τα οποία περνούσα. Μου έκανε, όμως, εντύπωση η σωστή προφορά του στα ελληνικά. Τον ρώτησα από πού ήταν και πώς είχε μάθει τη γλώσσα.

Με ξάφνιασε η απάντησή του. Ο ίδιος είχε γεννηθεί στην Αγγλία, απ’ όπου καταγόταν και η γιαγιά του, οι γονείς του, όμως, ήταν Τούρκοι. Και τα ελληνικά, τόλμησα να τον ρωτήσω, από πού του προέκυψαν.

"Η καταγωγή του πατέρα μου ήταν ελληνική, για την ακρίβεια Έλληνας ήταν ο παππούς μου. Έγινε, όμως, Τούρκος."

Ταράχτηκα που τον άκουσα. Πώς, δηλαδή, έγινε Τούρκος; Πώς αλλαξοπίστησε; Πέρα από την εύλογη απορία που μου γεννήθηκε, κάτι πιο βαθύ άρχισε να με τρώει. Καμιά φορά βγαίνουν μπροστά σου πράγματα χαμένα στη λήθη του χρόνου, που ούτε πίστευες ποτέ ότι θα τα ξανασκεφτόσουν. Θέλησα να μάθω περισσότερα.


"Ο παππούς μου είχε γεννηθεί στην Ελλάδα, στο Μεσολόγγι. Στα χρόνια του πολέμου (έτσι ακριβώς ονόμασε τον Αγώνα, την Επανάσταση) έχασε όλη του την οικογένεια, ο ίδιος  βρέθηκε υιοθετημένος από Τούρκους, σπούδασε, έγινε στρατιωτικός, συγκεκριμένα κατετάγη στο Ναυτικό, διέπρεψε εκεί, παντρεύτηκε Αγγλίδα."


Τον άκουγα και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ζήτησα να μάθω αν ο παππούς του είχε κάποιο σημάδι ξεχωριστό, μια αναπηρία ας πούμε. Παραξενεύτηκε και μου είπε πως πράγματι του έλειπε ένα δάχτυλο από το αριστερό του χέρι. Τον ρώτησα για το όνομά του, αν και μέσα μου ήξερα ήδη την απάντηση!

Πάντα μου άρεσε να μελετώ την ελληνική γλώσσα, μια από τις πλουσιότερες και ωραιότερες του κόσμου. Η λέξη σύμβολον υπονοεί τα δύο κομμάτια που συναποτελούν μια ενιαία εικόνα. Όταν βλέπεις μόνο το ένα, έχεις μόνο τη μισή εικόνα. Χρειάζεται και το άλλο κομμάτι για να συλλάβεις το μήνυμά της. Έτσι κι εγώ τώρα θα συμπληρώσω με το δικό μου μέρος την ιστορία που μου είπε ο συνταξιδιώτης μου.

Εγώ, φυσικά, δεν τα έζησα αλλά έχω ζωντανή στη μνήμη μου τη διήγηση του πατέρα μου. Τον θυμάμαι με συγκίνηση να μου μιλάει για τους φοβερούς μήνες της πολιορκίας του Μεσολογγίου, στα 1826, την πείνα, την ανέχεια, τον θάνατο που καραδοκούσε κάθε στιγμή. Ο πατέρας του είχε πεθάνει από τις κακουχίες λίγο πριν οι απελπισμένοι έγκλειστοι αποφασίσουν την απονενοημένη πράξη της ηρωικής εξόδου. Αυτός, δεκάχρονο παιδί, ο αδελφός του ακόμη μικρότερος, είχαν μόνο τη μάνα τους· και μαζί θα επιχειρούσαν να βγουν από την πολιορκημένη πόλη, μέσα από τις γραμμές των Τούρκων, που καρτερούσαν να κόψουν κεφάλια ή να αιχμαλωτίσουν τους ημιθανείς κατοίκους. Η μάνα έκλεισε το σπίτι, σαν να επρόκειτο να πάει ταξίδι, έθαψε στον κήπο το χρυσοκέντητο νυφικό της φόρεμα, αποχαιρέτησε τον παππού της,  προεστό του Μεσολογγίου, ο οποίος της είπε να πάρει τα παιδιά και να κλειστεί μαζί με τους γέροντες και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα στο πατρικό αρχοντικό· κάτι είχε βάλει στο μυαλό του, μα δεν της το είπε. Αυτή, όμως, σαν να κατάλαβε την απελπισία του γέροντα (σε τέτοιες στιγμές το μυαλό είτε σαλεύει είτε γεννάει ηρωικές αποφάσεις), και δεν πήγε, παρά παίρνοντας τα δυο παιδιά της βάδισε προς το συμφωνημένο σημείο, να συναντήσει τους άλλους. Όταν δόθηκε η εντολή να προχωρήσουν, οι μαχητές έβαλαν στη μέση τα γυναικόπαιδα -μαζί μ’ αυτούς και οι δικοί μου- και ξεκίνησαν, αφού έκαναν τον σταυρό τους. Δεν είχαν φτάσει καλά καλά στην κύρια πύλη του φρουρίου, όταν δέχτηκαν ομαδικά πυρά από όλη την έκταση του εχθρικού τουρκικού μετώπου. Επικράτησε σύγχυση, διασκορπίστηκαν, άλλοι φώναζαν εμπρός άλλοι φώναζαν πίσω, φωνές, αλαλαγμοί, πολλοί πέφταν κάτω, από πάνω τους πέρναγαν άλλοι. Εκεί έχασε η μάνα επαφή με τα δυο της παιδιά. Ο πατέρας μου, σαν πιο μεγάλος, κρατούσε τον μικρότερο από το χέρι και προσπαθούσε να προφυλαχθεί. Τότε πέσαν πάνω σε δυο αραπάδες. Αυτοί τραβούσαν ό ένας το ένα παιδί και ο άλλος το άλλο, να τα χωρίσουν για να τα πάρουν. Ο πατέρας μου φώναζε να τους πάρει ένας και τους δυο για να μην χωριστεί από τον αδελφό του. Τότε ο ένας σήκωσε τη χατζάρα του και χώρισε τα δυο αδέλφια, κόβοντας το δάχτυλο του μικρότερου.
Ο πατέρας μου βρέθηκε δούλος στην Αίγυπτο, απ’ όπου χρόνια μετά τον αντάλλαξαν οι Έλληνες με λύτρα. Ο γέροντας προεστός**, παππούς της μάνας του, ανατινάχτηκε μαζί με τους ασθενείς και τα γυναικόπαιδα γράφοντας έτσι μια από τις ηρωικότερες σελίδες της Επανάστασης. 

Χρήστος Καψάλης

Η μάνα του πατέρα μου αιχμαλωτίστηκε και αυτή, εξαγοράστηκε μετά και επέστρεψε με την απελευθέρωση στο Μεσολόγγι. Έψαξε τότε να βρει τα δυο της παιδιά, μα βρήκε μόνο τον πατέρα μου. Ζήτησε, λοιπόν, από τον γιο της να ψάξει την τύχη του άλλου της παιδιού. Το μόνο που γνώριζε αυτός ήταν ότι τον αδελφό του τον άρπαξε ο Τούρκος. Τι απέγινε, όμως, δεν ήξερε. Μετά από πολύ καιρό και μεγάλη έρευνα που έκανε πληροφορήθηκε ότι ο αδελφός του βρισκόταν στο τουρκικό ναυτικό αξιωματικός. Είχε παντρευτεί με Αγγλίδα και είχε κάνει οικογένεια. Πού να πει τέτοια είδηση στη μητέρα του! Έφτιαξε μια ιστορία ότι τάχα το παιδί έζησε λίγα χρόνια και πέθανε από χολέρα. Όλη η οικογένεια αυτό ήξερε για την τύχη του μικρού αδελφού. Τον είχαν πια για νεκρό. Ο πατέρας μου, που ήξερε, δεν θέλησε να φανερώσει την πικρή αλήθεια για τον «Τούρκο» αξιωματούχο, που είχε το ίδιο επώνυμο μ’ αυτόν. Σε μένα μόνο είπε αυτό που τον βάραινε, όταν ήταν πια στα τελευταία του. Πιο πολύ τον βάραιναν οι τύψεις ότι δεν κατάφερε να σώσει τον μικρό, όπως έσωσε τον εαυτό του. Το ήξερε, βέβαια, ότι δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε μέσα στο κακό που βρέθηκαν και οι δύο. Αλλά οι τύψεις φαίνεται πως λειτουργούν ανεξάρτητα από τη λογική.

Πιστεύω πως έπραξε καλά. Δεν είναι εύκολο να σηκώσεις το βάρος μιας τέτοιας «προδοσίας» -ακόμα κι αν ξέρεις πως σ’ ένα μικρό παιδί μπορείς να συγχωρήσεις σχεδόν τα πάντα-, πόσο περισσότερο αν φέρεις στις πλάτες σου ένα τόσο μεγάλο όνομα, αν έχεις ακόμη ζωντανές τις μνήμες από τις ηρωικές πράξεις των πιο κοντινών σου συγγενών. Η λογική, από την άλλη, την οποία κι εγώ, όπως είπα, πάντοτε βάζω μπροστά στα μάτια μου πριν προβώ σε κάποια ενέργεια, σωστά του υπαγόρευσε να αποκρύψει τη φοβερή είδηση από τη μητέρα του. Γιατί να της προκαλέσει τόσο πόνο; Την άφησε να θεωρεί το παιδί της χαμένο. Καλύτερα έτσι, θα σκέφτηκε, και κράτησε το μυστικό μέσα του.

Αυτά ο πατέρας μου. Όσο για μένα, φανέρωσα στον έκπληκτο συνταξιδιώτη μου ποιος ήμουνα εγώ που τον ρωτούσα όλα αυτά και πώς γινόταν να ξέρω την αναπηρία του παππού του. Του διηγήθηκα στη συνέχεια την ιστορία, όπως πραγματικά ήταν. Άκουγε με πολύ ενδιαφέρον. Ανταλλάξαμε τη σύστασή μας για να γράψουμε ο ένας στον άλλο, μόλις θα μπορούσαμε. Κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη. Εκείνος θα συνέχιζε το ταξίδι του για την Κωνσταντινούπολη.

Ξέρω ότι λογικά δεν θα έπρεπε να κρατήσω καμιά επαφή μαζί του, εγώ ένας απόγονος ηρώων του 1821, που πολέμησαν κατά των Τούρκων, εγώ που διακινδύνεψα ο ίδιος τη ζωή μου πολεμώντας μόλις πριν λίγα χρόνια εναντίον τους, που πήρα παράσημα ανδραγαθίας από την πατρίδα μου για τον αγώνα αυτόν. Από την άλλη, όμως, θεώρησα σωστό να τον σφίξω στην αγκαλιά μου. Εγώ, ο θείος του, τον ανεψιό μου!

*Πρόκειται για τον Ιωάννη Άρτη,  αξιωματικό του ελληνικού στρατού, που απελευθέρωσε την Καστοριά και τη Φλώρινα, κατά τους βαλκανικούς πολέμους
**Πρόκειται για τον Χρήστο Καψάλη, που ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη στο Μεσολόγγι τη νύχτα της Εξόδου

Η ιστορία είναι αληθινή, και αφορά τους συγγενείς μου, από την πλευρά του πατέρα μου. Ο Χρήστος Καψάλης ήταν κατευθείαν πρόγονος του πατέρα μου, ο Ιωάννης Άρτης ήταν αδελφός της προγιαγιάς μου. Εδώ η ιστορία "ντύθηκε" με τον λογοτεχνικό μανδύα και παρουσιάστηκε με τη μορφή διηγήματος ως πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ιωάννη Άρτη. Όλες οι πληροφορίες είναι αντλημένες από τις προσωπικές του σημειώσεις, που αποτελούν οικογενειακό κειμήλιο, αλλά και από προφορική παράδοση γενιά τη γενιά.

Διώνη Δημητριάδου

(από τη συλλογή διηγημάτων «Το ατελιέ», εκδόσεις Νοών)