Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Ρέα Γαλανάκη Διηγήματα εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Ρέα Γαλανάκη

Διηγήματα

εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/12164-galanaki-rea-kastaniotis-galanaki-diigimata-bibliodetimeni-ekdosi-dimitriadou



το ευφυές παιχνίδι της λογοτεχνίας

 

Κάθε μυθοπλασία μπορεί και να μην είναι παρά η αγωνιώδης αναζήτηση μιας άλλης εκδοχής της –ιστορικής ή μη– «πραγματικότητας», μια απάντηση-συνέχιση του ευλογημένα εκκρεμούς ερωτήματος: «Κι αν…;»[1] Από αυτή την αμυδρή, πλην ευεργετική για τη γραφή, αμφιβολία για την ορθότητα του εμφανούς, ξεκινά η περιπέτεια της λογοτεχνίας· από το σημείο που το άφατο και αόρατο συναντά την παντοδυναμία της λογικής ανοίγοντας ένα ρήγμα (κι ας είναι δυσδιάκριτο) στη φαινομενική της στεγανότητα. Η Ρέα Γαλανάκη γνωρίζει καλά πώς εισχωρούν οι επινοήσεις του φανταστικού στο ρεαλιστικό πεδίο, και η τέχνη της (από τις σπουδαιότερες του είδους) έχει δώσει από τα καλύτερα δείγματα στη γραφή της μεγάλης αφήγησης. Ωστόσο, έχει γράψει και λίγα διηγήματα, καθόλου αμελητέα ποιότητα μέσα στο έργο της· άλλωστε έχει βραβευθεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2005 για τη συλλογή της «Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι». Η ίδια ερευνώντας τον τρόπο «κατασκευής» του λογοτεχνικού κειμένου λέει: «Νομίζω ότι αποτελεί βασική προϋπόθεση το αίτημα μιας ισορροπίας ανάμεσα σε δύο ασταθή σημεία: στο ένα σημείο αιωρούνται –ας το πούμε πάρα πολύ σχηματικά– τα υλικά, και στο άλλο η ανάγκη συστηματικής φαντασίωσης όλων αυτών των υλικών από τον δημιουργό. Χωρίς αυτήν τη συστηματική, την με κανόνες δηλαδή και πειθαρχία φαντασίωση, τέχνη δεν υπάρχει. Διότι η λογοτεχνία, όπως κάθε κατασκευή, ταξινομεί με τον δικό της τρόπο το δικό της πεδίο χάους».[2] Αυτό το πεδίο χάους «ταξινομεί» με τον δικό της τρόπο η Γαλανάκη στη μεγάλη αφήγηση (μυθιστορήματα) αλλά και στα διηγήματά της. Στην πρόσφατη έκδοση συγκεντρώθηκαν όλα τα διηγήματά της (από το 1984 ως το 2018), άλλα από παλαιότερες εκδόσεις πλέον εξαντλημένες και άλλα μέχρι τώρα σε συλλογικές εκδόσεις ή ανέκδοτα και άλλα δημοσιευμένα μόνο σε έντυπα περιοδικά και εφημερίδες: Μνήμη του έρωτα, λήθη του έρωτα. Οι Κούρδοι της Πάτρας. Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι. Το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Δύο χιλιάδες κεριά για τα γενέθλια του μηδενός. Καινούργιο γεύμα σε παλιό σερβίτσιο. Ένας άντρας καμωμένος από λέξεις. Μαυρόασπρο. Τα αόρατα και τα ορατά. Η κεφαλή του Νίκου Καζαντζάκη. Η ιστορία της Όλγας. Ενδιαφέρουσα, επομένως, η γνωριμία μας εκ νέου με την τέχνη της Γαλανάκη στη γραφή του διηγήματος. Άλλωστε, γνωστό αυτό, η καλή γραφή μεγαλώνει με τον χρόνο μαζί μας κι αυτή και προσφέρει διαφορετική αισθητική απόλαυση.

Θέλω να σταθώ σε τρία διηγήματα που ξεχωρίζουν το καθένα και για άλλο λόγο και που μαζί και τα τρία δίνουν την ταυτότητα της γραφής της δημιουργού τους. Στο ένα,  Οι Κούρδοι της Πάτρας, το ρεαλιστικό στοιχείο υπερισχύει, καθώς μάλιστα θεματικά εστιάζει στο δράμα των Κούρδων προσφύγων που αναζητούν στην Πάτρα την πύλη που θα τους οδηγήσει στην ποθητή Δύση με κάποιο από τα μεγάλα λευκά καράβια που αράζουν στο λιμάνι. Κι όμως, εκεί που καταυγάζει η σκληρή πραγματικότητα, αναδύεται απρόσμενα το αδιόρατο στοιχείο της φαντασίας, ο χρόνος μοιάζει να καταργείται και το μαρτύριο του Αγίου Αντρέα συντονίζεται με την τραγική απώλεια του έφηβου Κούρδου που δεν πρόφτασε να ονειρευτεί καν τη φυγή του. Και το νερό από το Πηγάδι του Αϊ Αντρέα δεν πρόκειται να ξεδιψάσει τους κουρασμένους Κούρδους, καθώς φοβούνται τη μαντική πηγή που κάποτε μάντευε την πορεία μιας αρρώστιας μέσα από τον καθρέφτη. Μια γουλιά από το νερό της μπορεί να ρουφούσε όλη τη θάλασσα μπροστά τους, και δεν θα μπορούσαν πια να φύγουν. (σελ.39). Μόνο θα διαταράξουν τη γαλήνη των αμέτοχων του δράματος, μια που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και η πόλη δεν ανέχεται παρεμβολές στην ήσυχη, βολεμένη ζωή της. Μια πορεία με ταπεινά κεράκια θα αναμετρηθεί με τις εορταστικές φωταψίες και θα τις καταργήσει: Καθώς περνούσαν οι Κούρδοι, έσβηναν για δευτερόλεπτα, ώσπου να περάσουν, όλα τα φώτα από τις γιρλάντες από τις βιτρίνες, από τα κλαδιά των δέντρων, από τις πολυκατοικίες, από τη μνήμη ακόμη των κατοίκων για τις εορταστικές φωτοχυσίες, τα πυροτεχνήματα. […] Απόλυτο σκοτάδι, μέσα στο οποίο έλαμπε σαν το άστρο πάνω από τη σπηλιά η κάθε φλόγα από τα αγιοκέρια των Κούρδων. Παρά το δυνατό της φως, η αβέβαιη φλόγα έφευγε δεξιά ζερβά, πότε κατά τη μεριά της μνήμης, πότε κατά τη μεριά της λήθης. (σελ. 37-38)


Το δεύτερο, και εκτενέστερο όλων,  με τον τίτλο «Η ιστορία της Όλγας» ανήκει στη συγγραφική παράδοση της Γαλανάκη να αναζητά σε ιστορίες του τόπου το υλικό της γραφής της (κυρίως στα μυθιστορήματά της) μεταποιώντας το με τη δύναμη της μυθοπλασίας. Έτσι εδώ με την ιστορία της γυναίκας που διέπραξε το κατακριτέο για την εποχή αδίκημα/αμάρτημα της μοιχείας, δίνεται η ευκαιρία να σκιαγραφηθεί γενικότερα η θέση της γυναίκας μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία προκαταλήψεων, στην οποία αρωγός θερμός έρχεται η εκκλησία με την κατά την κρίση της ερμηνεία του θρησκευτικού δόγματος. Μπορεί άραγε η γλώσσα, η μόρφωση, η λογοτεχνία και η γραφή να ανοίξει ένα παράθυρο ελευθερίας στη φυλακισμένη γυναίκα; Μπορεί να ανοίξει την πόρτα της φυλακής  της; Όταν γύρισε η Όλγα κρατούσε ένα τριαντάφυλλο. Μυρίζοντάς το είπε στον παπαγάλο ότι η πόλη είναι η πιο βαθιά επιθυμία των αισθημάτων. «Γι’ αυτό και μοιάζει», του εμπιστεύτηκε, «με το πλοίο που με ταξιδεύει στο διπλό ταξίδι αγάπης και ντροπής». […] «Θα φορέσω το ερωτικό φόρεμα της πόλης και θα χτενίσω τα μαλλιά μου αλλιώς. Θα κρατώ στο αριστερό μου χέρι ένα τριαντάφυλλο και με το δεξί θα γράφω καινούργιες λέξεις στο τετράδιό μου», υποσχέθηκε στον εαυτό της. (σελ. 153-154).

Τέλος, στο διήγημα με τον τίτλο «Καινούργιο γεύμα σε παλιό σερβίτσιο» επιχειρεί την ωραιότερη (και ίσως αναπόφευκτη) φαντασίωση του κάθε συγγραφέα, να συναντηθεί και να συνομιλήσει με τους ήρωες των ιστοριών του. Γιατί οι ιστορίες που γράφουμε ποτέ δεν τελειώνουν, ή καλύτερα, αν τελειώνουν είναι επειδή οι ίδιοι οι ήρωες αυτονομημένοι πλέον το επιθυμούν. Έτσι προσκαλεί σε ένα Καθαροδευτεριάτικο γεύμα τον Ισμαήλ Φερίκ Πασά, τον Λουί ή Ανδρέα Ρηγόπουλο και την Ελένη Αλταμούρα-Μπούκουρα, τους τρεις εμβληματικούς ήρωες των «ιστορικών» μυθιστορημάτων της. Και τους σερβίρει με το παιδικό της λιλιπούτειο σερβίτσιο: Τότε σηκώσαμε και οι τέσσερίς μας τα γεμάτα ποτηράκια του σερβίτσιου για την πρόποση. Πριν κατεβάσουμε το χέρι, ο κατά κόσμον Ανδρέας Ρηγόπουλος, ο κατά τη λογοτεχνία Λουί, ρομαντικός αυτόχειρ και στις δύο του μορφές, γύρισε και παρατήρησε τριγύρω το τοπίο της Αχαΐας, της πατρίδας του: το καφεγάλαζο βουνό, τη θάλασσα βαθύ λουλακί, τον άσπρο χαρτοπόλεμο από μικρές νεφέλες σκορπισμένες στον ουράνιο θόλο. «Στο ανέφικτο κάθε πατρίδας», ευχήθηκε στοχαστικά, εννοώντας, όσο μπορούσα να τον ξέρω, το ανέφικτο κάθε επανάστασης, κάθε έρωτα, κάθε συγγραφής. (σελ.75-76)

Ένα παιχνίδι με την ιστορία, τη μυθοπλασία, με τη ζωή εν τέλει, που ενοποιεί το αληθινό με το κατασκευασμένο, την πραγματικότητα με τη μυθική της μετάπλαση, το άφατο με το δυνάμει ρηθέν. Όλη η μαγεία της λογοτεχνίας που τόσο μα τόσο προσομοιάζει με το παιχνίδι. Αλλά: Αν η λογοτεχνία δεν είναι παιχνίδι, την έχουμε όλοι πολύ άσχημα, όπως δηλώνει ένας άλλος μάγος της γραφής.[3]

 

Διώνη Δημητριάδου

 



[1] Αχιλλέας Κυριακίδης, Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας, Κίχλη 2015, σελ. 15

[2] Ρέα Γαλανάκη, Σκέψεις για τη μαστορική των κειμένων, «Βασιλεύς ή στρατιώτης»;, κείμενο πρωτοδημοσιευμένο στο περιοδικό γραφή του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Λάρισας, Άνοιξη 1995, τ. 30, σελ. 5-10. Στον τόμο Ρέα Γαλανάκη, Βασιλεύς ή στρατιώτης – Σημειώσεις, σκέψεις, σχόλια για τη λογοτεχνία, Άγρα 1997, σελ.88.

               [3] Αχιλλέας Κυριακίδης, ό.π. σελ 11

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

Περιοδικό Καρυοθραύστις Τεύχος 5 (διπλό) εκδόσεις Ρώμη Περιεχόμενα

 

Περιοδικό Καρυοθραύστις

Τεύχος 5 (διπλό)

εκδόσεις Ρώμη






Κυκλοφόρησε το πέμπτο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού καρυοθραύστις από τις εκδόσεις ΡΩΜΗ και υπό τη διεύθυνση του Κ. Θ. Ριζάκη, με έντονο χρώμα Κοζάνης και Δυτικής Μακεδονίας.

Το παρόν τεύχος κοσμούν έργα του ζωγράφου Αργύρη Παφίλη.

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ:

Κώστας Θ. Ριζάκης

 ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΚΔΟΣΗΣ:

 Γιώργος Δελιόπουλος, Δήμητρα Μήττα, Βάσω Οικονομοπούλου

 ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ:

 Άννα Αφεντουλίδου, Ούρσουλα Φωσκόλου, Παναγιώτης Βούζης,

 Μαρία Ζαγκλαρά, Νεφέλη Γκάτσου, Ευσταθία Δήμου

 ΕΙΔΙΚΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ:

 Αλέξης Ζήρας, Βασίλης Ιωαννίδης, Διώνη Δημητριάδου, Λίλια Τσούβα

 ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:

 Γλύκα Διονυσοπούλου

Περιεχόμενα











Γύμνια Θεοχάρης Παπαδόπουλος μαζί με μια φωτογραφία του Robert Doisneau

 

                                Γύμνια

 Θεοχάρης Παπαδόπουλος

μαζί με μια φωτογραφία του Robert Doisneau

 


Κοιτάζεις την πόρτα.

Χτες την έντυσες με χρώμα,

σήμερα ξέβαψε η μπογιά,

φάνηκε η γύμνια,

ντράπηκε ο νους σου.

Όπου κι αν έβαλες μπογιά,

έχει ξεβάψει.

Ό,τι έντυσες με χρώμα

είναι γυμνό.

Φύλλο συκής δεν φτάνει να κρυφτεί

η γύμνια της ζωής σου.

 

 Θεοχάρης Παπαδόπουλος

 

 


Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1978. Γιος του ποιητή Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου. Σπούδασε στη σχολή Οικονομίας και Διοίκησης του τμήματος Λογιστικής στο ΤΕΙ Χαλκίδας, και ζει στην Αθήνα. Ασχολείται με την ποίηση από τα παιδικά του χρόνια. Έχει πληθώρα δημοσιευμάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα βουλγαρικά και τα πακιστανικά (ουρντού). Έχει λάβει μέρος σε διεθνή λογοτεχνικά συνέδρια. Έκανε την πρώτη του δημοσίευση το 1993, ενώ κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Τα παράταιρα το 1997. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Είναι μέλος του Ομίλου για την Unesco Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδας. Είναι μέλος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς. Είναι ιδρυτικό μέλος του Νέου Πνευματικού Κύκλου Καλλιθέας. Γράφει κριτικές βιβλίων στο περιοδικό Vakxikon.gr, και παρουσιάζει βαλκανική ποίηση στο περιοδικό Αιολικά Γράμματα. Η τελευταία του ποιητική δουλειά εκδόθηκε από τον Μανδραγόρα (Ζηλεύω τα βράχια, 2018). Από τον Κέδρο εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του «Είπαμε ψέματα πολλά», 2019.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020

Νίκος Α. Πουλινάκης τρία νέα ποιήματα μαζί με τρεις φωτογραφίες του Ansel Adams

 Νίκος Α. Πουλινάκης

τρία νέα ποιήματα

μαζί με τρεις φωτογραφίες του Ansel Adams





Στίχοι


Τόσοι  στίχοι  στοιβαγμένοι  

στην αποθήκη  του  μυαλού  μου.

Δεν  μ’ αφήσαν  να  ονειρευτώ  

τις  μεγαλοαστικές  συνήθειές  τους. 

Δεν  μ’ αφήσαν  να  διηγηθώ

την  ανωνυμία  τους. 

 Δεν  μ’ αφήσαν   να  συνάξω  ωκεανούς 

παίζοντας  την  φυσαρμόνικά  τους. 

 Δεν  μ’ αφήσαν  να  σπλαχνιστώ 

τον  ρυθμό τους.  

Δεν  μ’ αφήσαν  να  ζωγραφίσω 

 την  αποκαθήλωση  της  ανατριχίλας  τους. 

 Δεν  μ’ αφήσαν  να  μαντέψω 

 τον  ίλιγγο  των  εμμονών  τους. 

Τώρα  καταβροχθίζοντας  τον  σπόρο  των  ημερών 

με  περιφέρουν στις λαϊκές αγορές. 

Για  να  με  πουλήσουν  την ώρα  

που  θα  ντουφεκιστούν  ως  καταδότες

συντοπίτες  πλανόδιας  συνήχησης. 

 


Απείραχτες  λεξούλες


Απείραχτες  λεξούλες 

εκεί  στην  άκρη  του  μυαλού 

 θα  εκτίσουν  την  ποινή  τους. 

Να  μην  κεντρώνονται  επιδέξια 

από  τώρα  και  στο  εξής  

οι  ζουμερές  φλούδες  τους.

 




Πυρομαχικό


Μια  ανεξιχνίαστη  ερωτική  λέξη 

το  τελευταίο  μου  πυρομαχικό.

 

Αργυρούπολη  26/9/2020

Νίκος  Πουλινάκης

 

 

 


Ο  Νίκος  Πουλινάκης  γεννήθηκε  και  μεγάλωσε  στην  Αθήνα. Εργάστηκε ως  τραπεζικός  υπάλληλος. Κείμενα  και  ποιήματά  του  έχουν  δημοσιευτεί  σε  περιοδικά  και  εφημερίδες. Επίσης  έχει  εκδώσει  τις  συλλογές  ποιημάτων  « Τράπεζα φιλάσθενης  νοσταλγίας » 2017 εκδόσεις  ΑΩ   και  « Η  εθελούσια  ερυθρότητα  των  λέξεων » 2018  εκδόσεις ΑΩ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                  

                  

              

 

 

 

                   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

"Άρθρο της Αγγελικής Γιαννοπούλου: "Ποίηση - ποιητές και διαδίκτυο"

 

Ποίηση – ποιητές και διαδίκτυο

γράφει η Αγγελική Γιαννοπούλου

 

Νίκος Εγγονόπουλος, Ο ποιητής και η μούσα, 1938


Η αφορμή αυτού του άρθρου δόθηκε από τη μικρή έρευνα που έκανα για τον αριθμό των λογοτεχνικών ιστολογίων που υπάρχουν στο διαδίκτυο. Τον αρχικό μου ενθουσιασμό για το μεγάλο πλήθος διαδέχθηκε η σκέψη κατά πόσον όλα αυτά τα ιστολόγια υπηρετούν  πράγματι τη λογοτεχνία κι αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα της Τέχνης του λόγου.

Δεν θα σας κρύψω ότι μια μικρή απογοήτευση με άγγιξε, κι εξηγούμαι πως δεν αναφέρομαι στους παλιούς ή σύγχρονους δημιουργούς, που ο χρόνος τους καταξίωσε τουλάχιστον στον κύκλο των αναγνωστών και των λογοτεχνών διαμέσου της εκδοτικής τους παρουσίας που βρίσκουν θέση στα εν λόγω ιστολόγια, αλλά για εκείνους που γράφουν τώρα, αυτή τη στιγμή που μιλούμε και δημοσιεύουν το έργο τους σε αυτά. Η παρουσία τους, τα like, η γενικότερη αποδοχή πέραν από μιαν αναγνωρισιμότητα ανάμεσα στους φίλους τους ή σε αυτούς που τους αρέσει η σελίδα δημιουργούν δύο ερωτήματα: Πρώτον: είναι όντως  λογοτεχνική η έκφρασή τους, είναι όντως ποιητές –για να μιλήσουμε για το πιο σπουδαίο ως προς την εκφραστικότητα είδος της λογοτεχνίας–  και δεύτερον: οι αναγνώστες που έχουν συγκατανεύσει με θερμότητα γράφοντας διθυράμβους –ως σχολιασμό– είναι μυημένοι της ποίησης, που σημαίνει ότι έχουν μελετήσει ποίηση με εμβρίθεια με ουσιαστικό δηλ. τρόπο;

 Εδώ θα μου επιτρέψετε να έχω αμφιβολίες. Δεν σημαίνει πως ο κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να εκφράσει τις σκέψεις του με κάποιον πιο εύμορφο τρόπο, βεβαίως και δύναται, μα αυτό δεν τον κατατάσσει αυτομάτως στους ποιητές. Η ποίηση έχει άλλα θεμέλια.


 Λέει ο Ρίλκε : «Oι στίχοι έχουν τόσο λίγη σημασία όταν τους γράφουμε νέοι! Θα έπρεπε να περιμένουμε και να καρπολογούμε σε ολάκερη ζωή, μια ζωή μακριά αν είναι βολετό — και ύστερα τέλος, πολύ αργά, θα είμαστε ίσως ικανοί να γράψουμε τις δέκα γραμμές που θα είναι καλές. Γιατί οι στίχοι δεν είναι, όπως πιστεύουν μερικοί, αισθήματα (αυτά τα ’χουμε πάντα αρκετά νωρίς), είναι πείρες. Για να γράψει κανείς και ένα στίχο, πρέπει να ’χει ιδεί πολλές πολιτείες, ανθρώπους και πράματα, πρέπει να γνωρίζει τα ζώα, πρέπει να αισθάνεται πώς πετούν τα πουλιά και να ξέρει τι κίνηση κάνουν τα μικρά λουλούδια όταν ανοίγουνε το πρωί. Πρέπει να μπορείς να ξανασυλλογιστείς δρόμους σε άγνωστα μέρη, συναντήσεις απροσδόκητες, αναχωρήσεις που τις έβλεπες καιρό να ζυγώνουν, μέρες των παιδιάτικων χρόνων που το μυστήριο τους δεν εξιχνιάστηκε ακόμα, τους γονείς σου που τους πλήγωνες όταν σου έφερναν μια χαρά που δεν την καταλάβαινες (ήταν μια χαρά καμωμένη για άλλον), αρρώστιες των παιδιάτικων χρόνων που άρχιζαν τόσο παράξενα, με τόσο βαθιές και σοβαρές μεταμορφώσεις, μέρες που πέρασες σε κάμαρες ήρεμες και απόμερες, πρωινά στην ακροθαλασσιά, την ίδια τη θάλασσα, θάλασσες, νύχτες ταξιδιών που φρικιούσαν πολύ ψηλά και πετούσαν με όλα τ' άστρα — αλλά και όλα αυτά να μπορείς να τα σκέπτεσαι, δεν είναι αρκετό. Πρέπει να ’χει κανείς αναμνήσεις από πολλές ερωτικές νύχτες, που καμιά τους δεν έμοιαζε με την άλλη, από κραυγές γυναικών που ούρλιαζαν γεννοβολώντας, και από ανάλαφρες, λευκές, κοιμόμενες λεφτερωμένες που ξανάκλειναν. Πρέπει ακόμα να ’χουμε σταθεί δίπλα σ' ετοιμοθάνατους, να ΄χουμε μείνει καθισμένοι κοντά σε νεκρούς, μες στην κάμαρα, με το παράθυρο ανοιχτό και με τους θορύβους που έρχονται μαζωχτοί κάθε τόσο. Αλλ' ούτε φτάνει να έχουμε αναμνήσεις. Πρέπει να ξέρουμε να τις ξεχνούμε όταν είναι πολλές, και πρέπει να ’χουμε τη μεγάλη υπομονή να περιμένουμε να ξανάρθουν. Γιατί ακόμα και οι αναμνήσεις δεν είναι ό,τι χρειάζεται. Όταν μονάχα γίνουν μέσα μας αίμα, ματιά, χειρονομία, όταν δεν έχουν πια όνομα και δεν ξεχωρίζονται πια από μας, τότε μονάχα, σε μια πολύ σπάνια ώρα, μπορεί απ' ανάμεσά τους να υψωθεί η πρώτη λέξη ενός στίχου...».

Επομένως καθένας που εκφράζεται γράφοντας «ποιήματα» και δημοσιεύοντάς τα σε ιστολόγιο ή στην προσωπική του σελίδα, θα είναι καλό για την ποίηση να αποφεύγει την οίηση...Ο χρόνος είναι για τον καθένα –που θέλει να γίνει ή να ονομάζεται ποιητής–  αδιάψευστος μάρτυρας και βεβαίως η εκδοτική  δυνατότητα που θα είναι το δικό του αποτύπωμα ευκρινέστατο καθάριο, για να κριθεί από εκείνους που είναι γνώστες του ποιητικού αντικειμένου, δεν ανήκουν σε ομάδες γύρω από εκδοτικούς οίκους δηλ. δεν είναι οι εντεταλμένοι χειροκροτητές του δημιουργού προς χάριν του εκδοτικού οίκου. Θα κριθούν λοιπόν κι έπειτα θα αφεθούν στους αναγνώστες τους που αγαπούν την ποίηση που είναι μυημένοι όπως είπα και πριν.

 Αναφορικά με τους διαδικτυακούς αναγνώστες, το δεύτερο θέμα. Είναι καταρχάς πολύ καλό που διαχέεται μέσα από τα ιστολόγια η όποια λογοτεχνική σύνθεση στον απλό χρήστη του διαδικτύου, δεν σημαίνει όμως αυτό τίποτα περισσότερο από ένα ''κοίταγμα'' στο έργο, κι όχι διάβασμα και πολύ περισσότερο εμβάθυνση στα γραφόμενα. Επομένως οι γράφοντες θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί όταν αντιμετωπίζουν τον ορυμαγδό των σχολιασμών  ως «υπέροχο», «εξαιρετικό» κ.λπ. Σημαίνουν κάτι βεβαίως, μια γενναιοδωρία, μιαν  ευπροσήγορη διάθεση στο δημιούργημα, στο ποίημα εν προκειμένω, αλλά τόσο βραχύβια. Δεν είναι μελέτη, είναι πέρασμα...κι όσο υπάρχει αυτή η σκέψη στον νου του δημιουργού θα αναπτύξει μιαν επιφυλακτικότητα, δεν θα υποκύψει στην ιδέα πως ό,τι γράφει είναι λογοτεχνία. Οι ποιηματογράφοι ( όπως τους αποκαλούσε ο Ν. Καρούζος), οι στιχοπλόκοι λόγω της ελεύθερης πρόσβασης στο διαδίκτυο είναι πολλοί, οι ποιητές είναι πολύ λιγότεροι. Επομένως προσοχή!


 Η συμβολή των λογοτεχνικών ιστολογίων στην ποιητική δημιουργία (πολλά από τα οποία είναι εξαιρετικά ως προς την ποιότητα των επιλογών τους) είναι κάτι παραπάνω προς τη σωστή κατεύθυνση, για να γνωρίσει το κοινό την ποίηση. Τίποτα  όμως δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μελέτη ενός βιβλίου που έχει επιλεγεί μέσα από μιαν έρευνα στο βιβλιοπωλείο, έχει αγορασθεί κι η θέση του βρίσκεται στο γραφείο του αναγνώστη – εραστή της ποίησης. Είναι επίσης αυταπόδεικτο πως διαβάζοντας από ένα ιστολόγιο ένα ποίημα  του Σεφέρη, ή του Ρίτσου ή του Ελύτη κ.λπ. δεν γνωρίζουμε την ποίηση αυτή καθεαυτή. Η ποίηση είναι ματιά στο σύνολο του έργου κάθε δημιουργού, δεν εξαντλείται με την αναφορά μέσα σε ένα άρθρο ιστολογίου. Ίσως να είναι το έναυσμα –επί της ουσίας κι αυτός θαρρώ είναι ο σκοπός των ιστολογίων–   αλλά δεν είναι ολοκληρωμένη οπτική. Επίσης το βήμα που δίνεται σε καινούριες ποιητικές φωνές είναι πραγματικά υποβοηθητικό για να γνωρίσουν οι χρήστες τη σύγχρονη ποιητική δημιουργία. Φυσικά και δεν ονομάζονται όλοι ποιητές, όσο κι αν η αυτοαναφορικότητά τους είναι έκδηλη. Κάποτε είχα ακούσει σπουδαίο ποιητή με τις ανάλογες περγαμηνές να μου λέει: «Για να ονομασθεί στα χρόνια μου –πριν το διαδίκτυο– κάποιος συγγραφέας ή ποιητής έπρεπε να είχε εκδώσει τουλάχιστον πέντε βιβλία ή ποιητικές συλλογές». Ας το αναλογισθούμε... Και ο Μπρεχτ: «Στη Ρώμη απαγόρευαν τους υποψήφιους για δημόσιες υπηρεσίες να φοράνε, όταν εμφανίζονται στο φόρουμ, ρούχα με τσέπες, για να μη δέχονται δωροδοκίες. Έτσι και οι ποιητές δε θα ’πρεπε να φοράνε ρούχα με μανίκια για να μην μπορούν να χύνουν αράδα στίχους».

Αγγελική Γιαννοπούλου



Η Αγγελική Γιαννοπούλου γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας. Σπούδασε ελληνική φιλολογία, ψυχολογία και ιστορία της τέχνης. Εργάστηκε ως καθηγήτρια φιλόλογος. Άρθρα της, δοκίμια, ποιήματα και διηγήματα έχουν δημοσιευτεί σε ιστοσελίδες: Homo Universalis, Thessaloniki Art and Culture, Fractal, Με ανοιχτά βιβλία, AlfaVita. Από τις εκδόσεις Αρμός κυκλοφορεί το βιβλίο της "Λέξεις στο Φως". 

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Τότε φιλοσοφώ Λίνα Βαταντζή Μαζί με μία φωτογραφία του Csaba Darocsi

 

Τότε φιλοσοφώ

Λίνα Βαταντζή

Μαζί με μία φωτογραφία του Csaba Darocsi





Παρατηρώ τις οξιές
αποχαιρετούν τα φλογισμένα φύλλα
καθώς ανηφορίζω από στενό μονοπάτι,
απολαμβάνω την ορεινή διαδρομή

προς την βουνοκορφή.
Αφουγκράζομαι την ανάσα της φύσης,
ξέπνοα φύλλα ψιθυρίζουν
κάτω από τα πόδια μου,
η δροσιά με εμψυχώνει,
υπολογίζω το ζωντανό κενό ανάμεσα
στους υγρούς κορμούς
που σχηματίζουν πυκνό δάσος.

Μια πέρδικα πετάει γοργά.

Η σκέψη πλημμυρίζει φως.


Επιστρέφω στις ρίζες,
περιδιαβαίνω λόφους, λαγκάδια
και μυστικά περάσματα,
ώσπου από το διάσελο
έκθαμβη διαπιστώνω

την λιτότητα του πλατύ κάμπου.

 

Επικρατεί ηρεμία.

Επιβεβαιώνεται το κάλλος της γαλήνης.


Η αξία της απλότητας -
αποκορύφωμα της ζωής.


Λίνα Βαταντζή

 

Η Λίνα Βαταντζή ζει και εργάζεται, ως εκπαιδευτικός, στη Νάουσα Ημαθίας. Είναι πτυχιούχος της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακή εξειδίκευση στη διδασκαλία της γλώσσας του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου Πάτρας. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Χρόνος Προσέγγισης - Χώρος Απομάκρυνσης» (2018). Δημοσιεύει ποιήματα σε ηλεκτρονικές σελίδες, αρθρογραφεί στον τύπο και διαχειρίζεται το προσωπικό της ιστολόγιο  https://poesyandpoem.blogspot.com Συμμετείχε με οκτώ ποιήματα στο ομιλούν βιβλίο «Λάμψεις Ποιητικές» για άτομα με περιορισμένη όραση (https://youtu.be/pTp1I6f8u6c ), όπως, επίσης, με ανάγνωση ποιημάτων της στην εκδήλωση «Προσφυγιά και Μετανάστευση - Ανέντιμη Καταδίκη» στο αρχαίο θέατρο της Μίεζας.