Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Δύο κείμενα του Θανάση Πάνου


Το ιστολόγιο "Με ανοιχτά βιβλία" φιλοξενεί δύο κείμενα του Θανάση Πάνου


Ο αιμοχαρής και ο αδέσποτος





Στην αρχή θεώρησα  ότι απλά πείραζε ό ένας τον άλλο.
Έπινα τον καφέ μου στο παραθαλάσσιο αναψυκτήριο και από το διπλανό τραπέζι  άκουγα τον δυνατό  διάλογο ανάμεσα  σε  δύο μεσήλικες που έπιναν τα ούζα τους και μαζί τους είχαν   δεμένα  τα σκυλιά τους

-Ο σκύλος σου, Ευάγγελε, έχει ματιά όλο κακία, άγρια σαν και τη δικιά σου.
-Αν του γνέψω, θα κάνει τον δικό σου  κουρελού… τον έχεις κάνει κότα, δεν είναι φύλακας αυτός.
-Δεν τον πιέζω, δεν θέλω να τον  φτιάξω τίποτα, ας βγάλει αυτά που αισθάνεται από τη συμβίωσή μας. Βλέπεις έχουμε άλλη αντίληψη, Βαγγέλη!  Εγώ το βρήκα αδέσποτο …
-Εμ! Είδες; Καλά λέω… τυχαία έχεις σκύλο!  Να ρωτάς για να μαθαίνεις!  Eγώ που το έψαξα, ξέρεις πόσα έδωσα να τον αγοράσω;
-Έχει πιστοποιητικά και τέτοια;
-Aν έχει; χα! Τον έφερα από τη Ρωσία, εκεί δεν έχει αστεία με μαμούχαλα σκυλάκια. Λιοντάρια φτιάχνουνε!
- Εντάξει, δεν λέω είναι άγριο ζώο, αλλά δεν φοβάσαι για τα παιδιά; Αν κάποιο παιδί θέλει να το χαϊδέψει;
- Να το μαζέψουν οι γονείς του… τα ζώα δεν είναι για χάδια και φρου-φρου με αρώματα. Τρώει σαν αρκούδι, ξέρεις πόσο μου στοιχίζει για φύλακας;
- Σίγουρα, έχει κόστος μεγάλο… τον έχεις όμως  χαϊδέψει ποτέ, ρε Βαγγέλη;
-Γιατί;
-Ξέρω γω; Δεν τον νοιώθεις και λίγο συντροφιά σου; Εγώ δεν μπορώ να μη τον χαϊδέψω … είναι ο κολλητός μου.
-Τι κολλητός και μαλακίες… φαντάρος είναι και πρέπει να είναι πάντα έτοιμος για να υπερασπιστεί την ιδιοκτησία μου. Του ρίχνω βέβαια και λίγο ωμό κρέας με αιματάκι.  Χα!

Μετά από ένα μήνα,  έμαθα από την τοπική εφημερίδα το γεγονός που συγκλόνισε την περιοχή μου. Ληστής είχε πηδήξει τον φράκτη  σπιτιού, μπήκε από το παράθυρο και νάρκωσε με σπρέι  τον ιδιοκτήτη που κοιμότανε.  Την άλλη μέρα τον βρήκε ο ταχυδρόμος νεκρό, με κομμένο το λαρύγγι  και  παραδίπλα του  τον φύλακα σκύλο, πάνω στο ναρκωμένο σώμα του ιδιοκτήτη, που το κρατούσε ζεστό. Τυχαία έμαθα πως ήταν ο αδέσποτος, ο σκύλος που δεν εκπαιδεύτηκε ποτέ για φύλακας.
 Όσο για τον αιμοχαρή φιλόζωο, φοβάμαι πως αν μάθω νέα του θα είναι γιατί ο σκύλος του τον έφαγε  ή δραπέτευσε , γιατί και τα σκυλιά όσο και να τα εκπαιδεύσεις για άγριους φύλακες ή και δολοφόνους, έχουν ένα θεόδοτο μέρος στην  ψυχή τους, αμόλυντο και ανέγγιχτο, που ωμό κρέας ή ανθρώπινη ηλιθιότητα  δεν μπορεί να το μολύνει.



Το ομορφότερο φιλί




Τα πάντα στο κόσμο είναι διατεταγμένα σε λογική σειρά ενώπιον του ομορφότερου φιλιού. Γεύση, είναι το μικρό όνομα του πρώτου ερωτικού φιλιού. Τρυφερό, οξύ, καυστικό, αλμυρό ή γλυκό, άτσαλο και ντροπαλό, χαράζει μόνιμα στη μνήμη την παρουσία του. Είναι η αιφνίδια λάμψη του σύμπαντος συσσωρευμένη σε δύο χείλη. Συγκλονίζει με την αίσθηση του χάους που αναδύει η πρώτη ταύτιση των εσωτερικών προβολών. Έχει τη δύναμη να κουρελιάζει τη λογική και να αναγεννά επιθυμίες που εντυπώνουν στα τρίσβαθα των ερωτικών αισθήσεων την άυλη φλογερή του πάθους πραγματικότητα.
Όταν είναι μουσικό φιλί, είναι κλειδί του πενταγράμμου με νότες ενεργειακές που συγκινούν και φορτίζουν όλες τις σκέψεις σε περιελίξεις εν χορώ. Στα χείλη συναπαντώνται και κατοικούν έμμουσα οι παιδικές καρδιές με όλα τα μυστικά της παιδικότητας. Με τον διπλασιασμό ή τις επαναλήψεις ίπτανται επίγεια και καταδεικνύουν το πέρασμα προς το φως που απεκδύει όλα τα πάθη. Περιδινούμενα τα σώματα μες το φιλί περιγελούν τη γήινη βαρύτητα.
Το πρώτο φιλί προσμετράται μόνο του, ως αρχή και τέλος. Όσο ο χρόνος μας ταξιδεύει, συγκινεί με την απουσία του. Ως όν, άγριο ή οικόσιτο, φωνάζει τον αποχωρισμό.
Ως κάτοικος του φυτικού βασιλείου είναι ένα μοναδικό λουλούδι που ανθίζει και μαραίνεται διαφορετικά για τον κάθε άνθρωπο.
 Αν κηπουρός φιλιών δεν νοιώσεις, έρημος θα είναι ο βίος σου.

 Όσο για μένα, που τολμώ -ο γελωτοποιός- τα τοπία της ψυχής του πρώτου και ομορφότερου φιλιού να περιγράψω σε χώρο ασφυκτικό, ανάμεσα σε πόδια γιγάντων κάτω από ένα αποκριάτικο τραπέζι γεννήθηκε το πρώτο το φιλί, μαζί με την απαγορευμένη αρετή του. Μετά φορέσαμε ξανά τις μάσκες και αναδυθήκαμε από της ιεράς τράπεζας τον χώρο.
(πίνακας:Levan Mindiashvili)

Θανάσης Πάνου

(Ο Θανάσης Πάνου σπούδασε οργάνωση & διοίκηση επιχειρήσεων,  κοινωνιολογία- εγκληματολογία και  πραγματοποίησε ειδικές σπουδές εικαστικών τεχνών  (εικόνα ήχος-κίνηση-λόγος), με αντικείμενο έρευνας την λειτουργιά της καλλιτεχνικής φόρμας και τη μορφική της αντιστοιχία από το ένα είδος τέχνης στο άλλο, μέσω της βιωματικής παιδείας. Ως  εκπαιδευτικός έχει εργαστεί με ομάδες art therapy και είναι επιστημονικός συνεργάτης του κέντρου ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ & ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΕΧΝΩΝ στο τμήμα πειραματικής έρευνας και έκφρασης. Έχει λάβει μέρος σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις Ζωγραφικής – video-art,  στην Ελλάδα και το εξωτερικό  και έχει οργανώσει λογοτεχνικές εκδηλώσεις και δρώμενα πλαισιωμένα με μουσική και οπτικοποίηση ποιητικού λόγου.  Το  Ινστιτούτο Πειραματικών Τεχνών (Τhe Institute for Experimental Arts) το 2013 και 2014 παρουσίασε videoart & ποίησή του στο Διεθνές Φεστιβάλ ποίησης ( Ιnternational Film Poetry Festival). Με το μουσικό σχήμα των MOLES BAND  έχουν επενδύσει μουσικά  παραγωγές documentary.  Άρθρα , πεζά και ποιήματα του  έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες ,περιοδικά και λογοτεχνικές  ανθολογίες.)






Μια ‘ανάγνωση’ στην ποιητική συλλογή «Σωσίβιο φτερό» 
της Μαριάννας Παπουτσοπούλου, 
από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.





Το «σωσίβιο φτερό», η τελευταία ποιητική συλλογή της Μαριάννας Παπουτσοπούλου,  είναι μια ποίηση με βαθιά τα ίχνη της, για να μπορεί ο ιχνηλάτης να πατήσει πάνω τους, ώσπου να βρει το νήμα. Μια ποίηση αναμφίβολα γραμμένη από χέρι γυναικείο. Όχι γιατί τάχα ο ανθρώπινος πόνος διαφοροποιείται από το ένα φύλο στο άλλο.
 Ίδιος είναι και διάκριση δεν κάνει. Η βίωσή του, όμως, είναι που δίνει αυτό το ελάχιστο επιπλέον βάρος και αλλάζει την εικόνα. Μπορεί να ευθύνεται το θηλυκό γονίδιο, μπορεί η διαφορετική δομή του εγκεφάλου, μπορεί περισσότερο η δομή της κοινωνίας που δρομολογεί τη γυναίκα στην έκφραση των συναισθημάτων της χωρίς ενοχές αλλά ταυτόχρονα στη συνειδητοποίηση του ρόλου της. Πρέπει να αντέχει όχι μόνο το δικό της αλλά και το βάρος των άλλων. Όλο αυτό συχνά εκφράζεται με την ποιητική γραφή.
«Έχεις τόσο πένθος να κουβαλάς, για τρεις γυναίκες
πένθος, κι έπειτα σε φθονούν όσοι δεν ξέρουν τίποτε
από αυτά, σε πιστεύουν πλάσμα που διάγει ανέφελον
τον βίον, βάφει νύχια και χείλη κι αραδιάζει σκέψεις
στο κομμωτήριο, όμως εσύ με το πνευμόνι του νεκρού
στα χέρια σου, που ακόμη τρέμουν…»

Στην ποίηση της Μαριάννας, όλα ξεκινούν από τη γυναικεία ματιά στον έρωτα, έναν έρωτα που άλλοτε μοιάζει μια πλατειά, ανοιχτή αγκαλιά που λαχταρά να κλείσει μέσα της όχι μόνο το ένα πρόσωπο, αποδέκτη του αισθήματος, αλλά κάθε τι που αγγίζει την ψυχή της και γράφει ανεξίτηλα πάνω της:
«Ήρθε ο καλός μου, έφτασε
να πιω τον καιρό
απ’ το στόμα του
καιρό φοβερό που εμίσεψε»

αλλά και αυτή η ατόφια ιδέα της αγάπης:

«θα πρέπει να υπάρχει στο άπειρο, διάπλατο,
κι ανάλαφρα αναρριχτό στην σελίδα του τέλους, το πρότυπο,
η ιδέα αυτή, η ατόφια της αγάπης, η ιδέα ΑΓΑΠΗ,
η κορασίδα Αγάπη, η κίνηση αγάπη, η ανοησία αγάπη,
ο χορός αγάπη μου».
Με τα κεφαλαία γράμματα να παίρνουν λέξη τη λέξη το ανθρώπινο, κανονικό μέγεθός τους και, μικρά πια, να ολοκληρώνουν το πνεύμα της.
Κι αν όλα ξεκινούν από τον έρωτα, τότε το πεδίο είναι ανοιχτό για να φθάσουν παντού. Η ποίηση της Μαριάννας αντιμέτωπη με  όλα όσα νοσούν γύρω μας, κοινωνικά και πολιτικά. Πιο εσωτερική τώρα η φωνή της, με βιωμένη τη γνώση πως «και η ποίησις μια αγιοσύνη είναι» δίνει εδώ την πραγματική διάσταση των ποιητικών πραγμάτων. Γιατί ο χρόνος αλλάζει τον άνθρωπο, αλλάζει και τον τρόπο έκφρασής του. Ανοίγει ο στίχος και χωρά το βίωμα, κι εκεί που κάποτε, σε παλαιότερες ποιητικές της γραφές, μίλαγε για τον πόνο του ανθρώπου, τον αγώνα του για μια καλύτερη ζωή, έρχεται τώρα να συμπεριλάβει όλα αυτά μέσα στον προσωπικό πόνο. Έτσι είναι πια το βίωμα που απευθύνεται στον άνθρωπο εμπεριέχοντας μέσα στα δικά του πάθη και τον δικό του σπαραγμό.

Εδώ τα ποιήματα αποκτούν συχνά μανδύα αλληγορικό.
«Χορδές σα βελονιές
μπάλωμα κουρασμένου αγκώνα
κλειδιά στη ράχη μιας χελώνας
και το τραγούδι κλειδωνιά
να μπεις και να ‘ρθεις».


Αυτά που δύσκολα τα ομολογείς, τα πιο καλά φυλαγμένα, τα βάζει μέσα σε στίχους, τα ντύνει με την πρόσφορη κάθε φορά αλληγορία, κι έτσι προστατευμένα επαρκώς από τα άσχετα βλέμματα και τις επιπόλαιες αναγνώσεις τα αφήνει σίγουρα πλεούμενα στα ταραγμένα τα νερά. Τα περισσότερα βρίσκουν αποδέκτη, αλλά ακόμη κι αυτά που θα ξεμείνουν μοναχά κι αδιάβαστα θα επιστρέψουν στην αφετηρία τους, κι εκεί στην ποιήτρια που τα δημιούργησε, μεταμφιεσμένα σε μικρά θαύματα θα οδηγήσουν την προσωπική τραγωδία στην κάθαρση.
Είναι, λοιπόν, ο ποιητικός λόγος ικανός να οδηγήσει -πέρα από την αναμφισβήτητη αισθητική απόλαυση- και σε σωτηρία ψυχής, σε μια λύση προσωπικού δράματος; Ο αναγνώστης αυτής της εκλεκτής ποίησης θα βρει τον δρόμο μέσα από τους στίχους για να φτάσει σε μια θεώρηση του κόσμου, μέσα από την οπτική της ποιήτριας. Θα τον ικανοποιήσει αυτή η όψη των πραγμάτων; Αυτό πια εναπόκειται στον ίδιο.
Ήδη όμως έχουν δώσει στην ποιήτρια το βάλσαμο ψυχής που αναζητά με τη γραφή της. Ακόμη κι αν αυτή η συνειδητοποίηση δεν μπορεί παρά να σημαδέψει την ίδια αναπόφευκτα.
«με δάσος χαρακιές
ως γράφεται κάθε ψυχή
αυτές που έλαβε, αυτές που έδωσε…» (Χαρακιές)

Με πλούσιο λεξιλόγιο, προσεκτικά αντλημένο από το βάθος παιδείας της ποιήτριας αλλά και με αυθόρμητους φαινομενικά συνειρμούς, κρυφά καλά δουλεμένους κι αυτούς, θα μας οδηγήσει με τον δικό της ρυθμό και τη δική της πνοή στον προσωπικό της πόνο.
Γιατί αυτή η ποίηση, ακόμη κι όταν καλά μεταμφιέζεται σε πιο χαλαρό ύφος
 «…χάνεται η αγάπη εύκολα αν δεν προσέξεις, αν έχεις πολλές δουλειές, αν γράφεις, αν έχεις το φαγητό στη φωτιά…» (Συνεχίζεις…)

κρύβει όλο το πάθος και τον πόνο μιας ζωντανής γυναικείας φωνής που ξέρει να συνδιαλέγεται με τα μυστικά του κόσμου,
«…διυλίζω το σκληρό σου φως και λίγο στέλνω αντικρύ…» (Φεγγάρι)

να αποκομίζει τα μηνύματα από τον χώρο τον κρυφό στα γήινα πράγματα
 και να επιλέγει να μας μεταφέρει όλες τις συγκλονιστικές αλήθειες.

«…απλώθη τότε κυκλικός πλατύς ορίζοντας
στήνοντας τις σιωπές του καραούλι
στο κάθε πουλί
διαβατήριο μοιράζοντας το σωσίβιο φτερό του.
Μα δεν κρατάει πολύ το θαύμα
κι αν κρατεί, στου τραγουδιού τον πόνο ρίζωσε την πρώτη-πρώτη του έγνοια…» (Σωσίβιο φτερό)

Άλλοτε με λιτά εκφραστικά μέσα και άλλοτε με περισσότερο λυρική επιλογή, άλλοτε σε στίχο ποιητικό και άλλοτε σε πεζό ποίημα θα δώσει την προσωπική της μάχη με τον κόσμο στον οποίο βρίσκεται, τις επιλογές που η ίδια έκανε, τις συγκυρίες που αναπόφευκτα την σημάδεψαν. Θα βγάλει ιδιαίτερα στην πιο πεζή μορφή της ποίησής της όλη την εκφραστική δεινότητα που απαιτεί το συγκεκριμένο είδος, κι ας φαίνεται ευκολότερο του στιχουργήματος. Η ποιήτρια ξέρει πού ακριβώς θα σταματήσει η πεζή αφήγηση, ώστε να μην υπερβεί τα όρια του ποιήματος αλλά και πού πρέπει να υποχωρήσει ο λυρισμός για να χωρέσει η πεζή ρεαλιστική γραφή. Και το καταφέρνει θαυμάσια:
«…ποιος θα σταματήσει αυτό το τρέμουλο που κρατάει από τη κηδεία, και την καρδιά σου στο πιατάκι, και του αλλουνού την τρέλα, και του τρίτου την αδυναμία, που κόντεψε να τον σαρώσει  το αλκοόλ σαν ποταμός, περιμένεις το μετρό στη στάση, για να πας στην άλλη άκρη της πόλης, αντί για κάποιον από τους τρεις αυτούς, με την εξουσιοδότηση στη  τσάντα, με όλα τα έγγραφα…
Έρχονται έπειτα τα κύματα των δακρύων σου όλων των χρόνων σα μια μαύρη θάλασσα και αυτά, χωρίς ψάρια, και σκαρφαλώνουν τις κυλιόμενες σκάλες, κι ανάμεσα κολυμπάει και σώζεται εκείνος που αγαπούσες κι έχει πια χαθεί…»

Η ποίηση εδώ είναι μια ώριμη καταγραφή ζωής. Όπως το λέει η ίδια:
«Είναι που, αν και παιδιά, έχουμε γερασμένη την ύλη που μετράει την πίεση, τους ιούς, και τις αιφνίδιες αλλαγές των καιρών.»

Στην ποίηση της Μαριάννας Παπουτσοπούλου φυσάει άνεμος πολύς ανάμεσα στους στίχους, κι έτσι φθάνει και σε μας η αύρα τους. Με κλιμακούμενη τη γνώση από τα πιο μακρινά και αόρατα στα πιο ασταθή και γήινα, τα ανθρώπινα. Εδώ δείτε το γύρισμα των στίχων με την εξαιρετική ανιούσα ή κατιούσα κλίμακα (εξαρτάται από την οπτική γωνία που αντέχει ο καθένας)
«…φορώντας ξανά και ξανά τη μάσκα
ενός σατύρου δίχως αύριο
ενός αγγέλου για μεθαύριο
δύο ασωμάτων αγίων
κι ενός ανθρώπου σημερινού.» (Θα πρέπει)


Η σχέση της ποιήτριας με το δημιούργημά της, μια σχέση αίματος. Σχέση και νοητική αλλά και σωματική. Το έργο προξενεί πόνο κατά τη γέννησή του. Γράφει, όμως, για να επιβιώσει στην  υπαρκτή ζωή γύρω της, να δηλώσει  ανυπάκουη σε κοινότοπες ρυθμίσεις, μένοντας πιστή στην  εσωτερική ζωή που πάλλεται μέσα της.


Και, θα μου πείτε, σώζεται; Ειλικρινά δεν το ξέρω αυτό. Πάντως η απόπειρα διάσωσης είναι ίσως η μόνη της πιθανότητα να πιαστεί από τη σωσίβια λέμβο, που η  ίδια οπωσδήποτε εφευρίσκει στη θάλασσα που βρίσκεται ριγμένη.
Αναζητά τη σωσίβια λέμβο, να μην πνιγεί στις χαρακιές και ανακαλύπτει πως το μόνο που κρατά είναι το «σωσίβιο φτερό». Πώς να σωθείς από το κράτημά του; Αλλά η ποίηση αυτό μπορεί να δώσει. Μόνο που όσοι πιάνονται από την άκρη του είναι κι οι εκλεκτοί που νιώθουν την ηδονή της πτήσης των πουλιών.
Όπως γράφει και η ίδια σε παλαιότερο πεζό της:
«…το ρεύμα της πνευματικότητας και της γραφής συγκλίνει ειρηνικά απ’ όλα τα ποτάμια της γης αφήνοντας πίσω τα ιζήματα, για να φτάσει στις πηγές του ξανά, επουλωτικό και σωτήριο.»
Ρεύμα σαρωτικό, στο διάβα του ισοπεδώνεται κάθε ευτέλεια, κάθε μικρότητα υποχωρεί. Μόνο που για να λειτουργήσει το επουλωτικό άγγιγμα πρέπει να βυθιστείς στο υδάτινο σώμα του αφήνοντας να σε παρασύρει μέσα από στενωπούς βραχώδεις, να αντέξεις πάνω σου τα πολλαπλά χτυπήματα και έτσι με όλες τις χαρακιές και τις ρωγμές να εισηγηθείς την ίαση. Η παραπάνω εικόνα, λοιπόν, καθόλου ειδυλλιακή δεν φαντάζει, ίσα-ίσα εξόχως απαιτητική και επώδυνη. Αλλιώς, όμως,  δεν γίνεται.
Η ποιήτρια το γνωρίζει αυτό και κάθε φορά που μας παρουσιάζεται με τις καινούργιες γραφές της μοιάζει να μας συστήνεται εκ νέου με τη νέα ποιητική της πρόταση, που αναπόφευκτα είναι και μια εύγλωττη ματιά στον κόσμο γύρω και μέσα μας. Μια ποίηση που μιλάει ανοιχτά, καθαρά και αληθινά σε όσους έχουν αυτήν ακριβώς τη σχέση με τα ποιητικά πράγματα. Δεν μεταμφιέζεται, δεν καλλωπίζεται. Έτσι λιτή και ουσιαστική προτείνει το ‘σωσίβιο φτερό’ της σε μας.





Διώνη Δημητριάδου
Μεταφορικά μιλώντας (του γδικιωμού)



Από αρχέγονες φωνές δυναμωμένη,
μοιράζοντας στο διάβα σου  αίμα και μαύρο πένθος,
φτάνεις εδώ με τη σιωπή μιλώντας,
γιατί μόνο βουβό το δράμα καθηλώνει.
Πίσω απ’ το βλέμμα εικόνες σκοτωμού και προδοσίας  φαρμάκι.
Ψάχνεις στα πρόσωπα να δεις  ποια μνήμη σιγοκαίει.
Οπλίζεσαι με υπομονή και καρτεράς
σε σταυροδρόμια σκοτεινά,
σε τρίστρατα σβησμένα από τους χάρτες του μυαλού,
να δεις ποιος ξεχασμένος έρχεται, σε ποιον μιλάει η μοίρα.
Θυμάσαι λέξεις μαγικές που σβήνονται στο φως
μα κάθε νύχτα ξαναζούν
και ανασύρουν τρόμο και μίσος σιωπηλό.

Σε ποια ερέβη οδηγείς
πανάρχαιη αρά, κατάρα ζωντανή;
Στο άκουσμά σου ανοίγουν ποταμοί,
της Στύγας τα νερά στο πάνω φως να φέρουν προδομένους
και να βυθίσουν φταίχτες μιαρούς στ’ ανήλιαγα τα βάθη.
Αιώνια μισητή μα ποθητή συνάμα,
κομμάτι σάρκας εκ σαρκός πάντα θα ζεις
όσο θα ψάχνει ο ζωντανός να ορίσει τα σκοτάδια
και να ρυθμίσει μ’ ένα λόγο του της μοίρας τις βουλές.

(Διώνη Δημητριάδου)






Μεταφορικά μιλώντας (ο υποκριτής)



Τη μάσκα μόλις φόρεσε, κοθόρνους και λοιπά,
το ’νιωσε το υποκριτικό τους μέγεθος.
Και βρίσκοντας το πλάτωμα κατάλληλο για σύναξη
επάνω στο σωστό κρηπίδωμα
 ανέβηκε και φώναξε:
«Ακούστε, θέλω να σας πω».

Μαζεύτηκαν με μουδιασμένα μέλη όλοι τριγύρω
προσμένοντας τη ρήση τη σοφή.
Μα αυτός:
«Αν θέλετε να ακούσετε λόγο καλό,
να φύγετε αμέσως.
Δεν έχω τέτοιο να σας πω.
Μα, αν θέλετε να αφουγκραστείτε το σωστό,
μείνετε εδώ ακροατές, συμμέτοχοι στη γνώση».

Απομακρύνθηκαν πολλοί,
φοβούμενοι το μέλλον το κρυφό
μη και αποκαλυφθεί.
Λίγοι που μείναν σκεπτικοί κι απορημένοι ωστόσο,
τόλμησαν να ρωτήσουν:
«Κι εσύ πώς ξέρεις το σωστό;
Θα πρέπει να μας πεις, γιατί το είδες.
Εμείς εδώ πιστοί μείναμε να σ’ ακούμε.
Οι άλλοι πια φευγάτοι».

Και τότε αυτός, πίσω απ’ τη μάσκα του γελώντας:
«Μην τρέφετε αυταπάτες.
Κι εσείς εδώ, πρόθυμοι ακροατές,
το ξέρετε πως στέκεστε μπροστά σε υποκριτή,
που με τα ψέματα θα πει κάποια μεγάλη αλήθεια.
Κι ακόμη αν κάποιος φόβος γεννηθεί στη σκέψη μέσα,
θα πείτε ότι δεν πρέπει να πιστεύετε σε λόγια θεατρίνου».

Σαν έβγαλε τη μάσκα και τη λοιπή αμφίεση,
στην άδεια πια πλατεία,
μονολογούσε αλήθειες, που αλλιώς
θα ακούγονταν θεατρικές πολύ.

(Διώνη Δημητριάδου)





"Αίτιο και αιτιατό"




Οδός ανεστραμμένη.
Να αντιστραφεί η αιτία
και στην αφετηρία να βρεθεί το αποτέλεσμα,
το είδωλο να στείλει απ’ τον καθρέφτη
στο πρόσωπο αντιφέγγισμα.
Όσα κρυμμένα να φανούν,
να αναδυθούν απ’ τα σκοτάδια
με το δικό τους φως.
Να σβήσουν τα ετερόφωτα.

Ανάποδα να γίνουν όλα,
κι όπου το τέλος μια αρχή.
Μα μια αρχή σαν πεμπτουσία
του τέλους που βιώθηκε,
όχι σαν νέα σκέψη.

(Διώνη Δημητριάδου)

("Ο ακροβάτης", Pablo Picasso)










Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

                   Μια ‘ανάγνωση’ στο μυθιστόρημα   
                       «Μου λείπεται ύπνος» 
                         της Τέτης Παγκάλου, 
                      από τις εκδόσεις «Ερμής».




Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σ’ ένα μυθιστόρημα συχνά οδηγεί τον αναγνώστη στον εφησυχασμό όσον αφορά την τύχη του κεντρικού ήρωα, καθόσον του δημιουργεί τη σιγουριά ότι αυτός επέζησε μέσα από τις περιπέτειες που τον έβαλε ο συγγραφέας, έστω τόσο όσο να αφηγηθεί την ιστορία του. Αυτή η βεβαιότητα όμως καταργείται, αν η αφήγηση πάρει τη μορφή του ημερολογίου, μια που αυτό μπορεί να σταματήσει ξαφνικά και αναπάντεχα κατά τις βουλές της τύχης, η οποία με τις ανατροπές της βάζει την τελευταία λέξη σ’ αυτό. Έτσι η ημερολογιακή μορφή της αφήγησης συντηρεί στο μυαλό του αναγνώστη το ανυποψίαστο και του ίδιου του ήρωα.

Το ημερολόγιό της, λοιπόν, γράφει η ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Τρισεύγενη ή Ήρα, όπως κατέληξαν όλοι να τη φωνάζουν δίνοντας και στην ίδια το όνομα του ξενοδοχείου της. Και η Ήρα γράφει ένα ημερολόγιο που λίγο μοιάζει με το τυπικό του είδους. Σαν να μη  νοιάζεται για την πιστή καθημερινή του τήρηση, όπως άλλωστε δηλώνει και το όνομά του, γράφει κάθε που έχει κάτι σημαντικό να πει από τα συμβαίνοντα στη ζωή της. Κυρίως, όμως, γράφει για όλα αυτά που θυμάται. Και εδώ είναι το ενδιαφέρον που αποκτά αυτή η ιστορία.

Θα δούμε μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου της την προσωπική δική της ιστορία να μπερδεύεται με τις εξελίξεις στον ελληνικό αλλά και στον ευρύτερο χώρο, από τις αρχές του 20ου αιώνα (η ίδια γεννήθηκε το 1900) μέχρι το 1978, οπότε και αποφασίζει να σταματήσει τη γραφή. Το 1910, ο κομήτης του Χάλεϋ θα φέρει μέσα στην ουρά του όλες τις προλήψεις και τους φόβους, που για τη μικρή κοινωνία του χωριού της ορεινής Κορινθίας αποκτούν άλλη διάσταση προοιωνίζοντας την ολοκληρωτική καταστροφή. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η προσφυγιά του ’22, εμφύλιος, χούντα, μεταπολίτευση. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν έχουμε τα ιστορικά γεγονότα σε πρώτο επίπεδο. Στην ουσία υπαινιγμό της ιστορίας έχουμε, η οποία κυλά στο φόντο, πίσω από το κεντρικό θέμα που κάθε φορά είναι η ζωή της ηρωίδας. Για τα πιο παλιά γεγονότα μόνο αχνές εικόνες μπορεί να αφηγηθεί, όσο έχουν αποτυπωθεί εικόνες στο παιδικό της μυαλό. Για τα κατοπινά ιστορικά γεγονότα θα μπορούσε να πει πολλά αλλά η προσωπική της ζωή έχει πια μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της, και αυτήν στην πραγματικότητα θέλει να μας εξιστορήσει.



Θα πιάσει να γράψει στην ηλικία των 73 χρονών, σε ένα ‘καρνέ’ που της χάρισε ο Λυκούργος, ο άντρας της, την Πρωτοχρονιά. Και αναπάντεχα θα αποκτήσει ενδιαφέρον η μαραμένη της πια ζωή, σε σημείο να πει ότι της είναι απαραίτητο το γράψιμο. Χείμαρρος οι αναμνήσεις ξεπηδούν και αδυνατεί αν τις βάλει σε σειρά. Έτσι θα γράφει περισσότερο συνειρμικά, πηγαίνοντας μπρος πίσω την αφήγηση, πότε στο κοντινό της παρελθόν και πότε στο απώτερο. Θα μπορούσε να το ονομάσει κάποιος απομνημόνευμα όλο αυτό; Νομίζω πως όχι, γιατί δεν κρατά τη φυσική σειρά των γεγονότων ούτε την ενδιαφέρει οπωσδήποτε κανενός είδους υστεροφημία. Γράφει σαν να μην μπορεί να κάνει διαφορετικά. Η χαλαρή δομή του ημερολογίου, όπως αυτή το αντιλαμβάνεται έτσι άναρχο ως προς τη δομή και τη χρονική γραμμική πορεία, την εξυπηρετεί. Ξεδιπλώνει σκέψεις, σχολιάζει πρόσωπα και γεγονότα, αποτιμά τη ζωή της, τα λάθη της, τις αδικίες που βίωσε αλλά και αυτές που η ίδια έκανε απέναντι σε αγαπημένα πρόσωπα.

Οπωσδήποτε αυτό το είδος επέλεξε η συγγραφέας Τέτη Παγκάλου γιατί εξυπηρετούσε το χαλαρό του στήσιμο και τη δική της ανάγκη να μιλήσει για τη ζωή σ’ αυτόν τον ορεινό τόπο της Ελλάδας, μεταφέροντας σε μας και κάποια προσωπικά βιώματα δικά της, φυσικά αλλοιωμένα όπως απαιτεί η μυθοπλασία. Και το έκανε επιτυχημένα, με μια πλούσια γλώσσα μέσω της οποίας μας διασώζει την ιδιόλεκτο της περιοχής (στο τέλος του βιβλίου παραθέτει γλωσσάρι), τα έθιμα και τη νοοτροπία των κατοίκων, τον τύπο των γυναικών διαμορφωμένο μέσα στην κατεξοχήν αντρική κοινωνία, τις μικρές επαναστάσεις των πιο τολμηρών από αυτές. Όλα αυτά με συγκρατημένο το συναίσθημα (στο μεγαλύτερο μέρος της γραφής της), αφήνοντας την ηρωίδα να κατευθύνει το θυμικό της μόνο μέχρι τα όρια του επιτρεπτού, χωρίς εξάρσεις, με δόσεις χιούμορ και αυτοσαρκασμού.
«…ήθελα να παντρευτώ στην Πρωτεύουσα, γι’ αυτό και δε δεχόμουνα. Όλα αυτά γενήκανε πάνω κάτω την εποχή που δάγκωσε τον Βασιλιά Αλέξανδρο η μαϊμού, ευτυχώς για μένα δεν τον είχα ερωτευτεί κι έτσι γλίτωσα από εκείνο το πένθος.»

 Ξεχωρίζω την ικανότητα της συγγραφέως να περιγράφει όχι μόνο στατικές εικόνες αλλά κυρίως καταστάσεις και πρόσωπα, δίνοντας με σαφήνεια την πινακοθήκη των χαρακτήρων που περιβάλλουν την ηρωίδα.
«Ήθελε η δόλια να είναι σαν αόρατη γιατί πίστευε ότι επιβάρυνε, ήταν σαν να ντρεπότανε που ζούσε και όσο για δουλειά έφτανε ν’ αλλάζει περπατησιά από την κούραση. Στη σχόλη της έπαιρνε το σκαμνάκι της και βούζωνε κοντά στο τζάκι, έδενε τα χέρια και γύριζε τα μεγάλα δάχτυλα το ένα με το άλλο προς τα μέσα, κάποτε τα γύριζε κι απ’ την ανάποδη, μας κοίταζε με τις ώρες»
θα μας δώσει εδώ με λίγα λόγια, τα απαραίτητα, την εικόνα της καταπίεσης που βιώνει η ‘κυρούλα’ της, η γιαγιά της.


Η Τρισεύγενη-Ήρα γράφει για όλα αυτά που δεν έχει πει ως τώρα, ακόμη γράφει γιατί τώρα σ’ αυτή την ηλικία έχει καταλάβει τι συνέβη στη ζωή της, σαν να έχει βάλει απέναντι τον πίνακα των πεπραγμένων της και ξέρει πια τι πρέπει να κρατήσει και τι να διαγράψει, ποια πρόσωπα να συγχωρήσει και ποια να καταδικάσει για τις πράξεις τους. Στην ουσία γράφει για να ολοκληρώσει στο χαρτί όλα τα ατελή της ζωής της, επιθυμίες που θάφτηκαν, σχέσεις που απογυμνώθηκαν από το ψέμα τους, φράσεις που κάποτε μείναν μισές μπροστά στα αδιέξοδα που η ζωή δημιούργησε.
«Νομίζω όμως ότι τώρα που μεγάλωσα και ξακρίζω, κάτι μέσα μου φωτίζεται, νοιώθω πως η μυστική, η εσωτερική ζωή μου είναι αυτή που με κατέχει και με κυβερνάει, αυτή και είναι ολότελα δική μου, αμετακίνητη εντός μου και απαράλλακτη ό,τι και να συμβαίνει.»

Η αφήγηση σταματά στο 1978. Άραγε είχε κι άλλα να πει η Ήρα στο ιδιότυπο ημερολόγιό της; Πάντως, όπως η ίδια κάπου γράφει:
«…πάντα θέλω ένα λόγο να τρώω τις σάρκες μου, δεν το καταλαβαίνω αυτό το περίεργο αίσθημα που με πιέζει μα και με ηδονίζει»
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι με τη γραφή της αυτό έκανε κατά κάποιο περίεργο τρόπο. Η γραφή δεν είναι πάντοτε λυτρωτική, ιδίως αν κάποιος καταθέτει εκεί το βαθύτερο ‘είναι’ του, τη ζωή του. 

(Διώνη Δημητριάδου)







Το ιστολόγιο "Με ανοιχτά βιβλία" φιλοξενεί μια ιστορία 
                          του Κωστή Τζαγκαράκη
                                              
                             Η βεντέτα





Η ιστορία ήταν παλιά. Κρατούσε χρόνια. Πάνω από τριάντα. Το πώς ακριβώς ξεκίνησε δεν μαθεύτηκε ποτέ. Ούτε ποιος έκανε την αρχή πρώτος.
Γεγονός πάντως είναι πως όσο κρατούσε η ιστορία αυτή, όσο τραβούσε σε μάκρος, όλο και αγρίευε. Και κάθε φορά που κάτι συνέβαινε, όλοι περίμεναν να δουν τι χειρότερο θ' ακολουθήσει.
Στην αρχή οι δυο οικογένειες δεν είχαν τίποτα να μοιράσουν. Ζούσαν ήσυχα στο ίδιο χωριό σαν και τους υπόλοιπους συγχωριανούς τους, στην ίδια εκκλησία πήγαιναν κάθε Κυριακή, το ίδιο σχολειό παρακολουθούσαν τα παιδιά τους που μεγάλωναν παρέα, στα ίδια πανηγύρια τους γάμους και τις χαρές γλεντούσαν και χόρευαν, και μαζί θρηνούσαν στον χαμό κάποιου κοινού φίλου.
Ξαφνικά, φαίνεται σαν να τους καβαλίκεψε όλους ο διάολος. Μικρούς και μεγάλους. Ένα μίσος μπήκε ανάμεσα στις δυο οικογένειες, που μεγάλωνε και θέριευε μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο. Τους χώριζε και τους δηλητηρίαζε όλους.
Και η μια μεριά και η άλλη έψαχνε να βρει αφορμή για να προκαλέσει και να κάμει ζημιά, ό,τι μπορούσε στους αντιπάλους. Πολλές φορές μάλιστα δεν χρειαζόταν καν η αφορμή. Αρκούσε να συναντηθούν δυο μέλη των αντίπαλων οικογενειών στον δρόμο. Και αντί για καλημέρα άρχιζαν αν ρίχνουν πλάγιες ματιές ο ένας στον άλλον, μια κουβέντα ο ένας δυο ο άλλος, και πάντα κατέληγαν να πιαστούν στα χέρια. Ή ν' αρπαχτούν από τα μαλλιά οι γυναίκες.
Λένε πως όλα άρχισαν όταν μια μέρα, όπως περπατούσε στον δρόμο ο Κατσαρονικολής, δέχτηκε την επίθεση του σκύλου του Χαριτομανούσου.  Ο σκύλος, λένε, τον άρπαξε από το πίσω μέρος της βράκας του και του την έσκισε. Κι ο Νικολής εγύρισε και χτύπησε με την κατσούνα του τον σκύλο και τον εκούτσανε. Ο σκύλος δεν έγινε ποτέ του καλά. Εκούτσαινε μέχρι που ψόφησε αρκετά χρόνια αργότερα.       
Την επομένη του τραυματισμού του σκύλου, ο Αντώνης, ο μικρότερος γιος του Χαριτομανούσου, που αγαπούσε πολύ τον σκύλο τους, κρύφτηκε σε κάτι χαλάσματα κοντά στο σπίτι του Κατσαρονικολή και περίμενε τη γυναίκα του την Ζαμπιά, που γύρναγε από τη βρύση με τη λαγήνα γεμάτη νερό στον ώμο της.  Έβγαλε ο Αντώνης το λάστιχο από την κωλότσεπη, και με μια πέτρα εσημάδεψε τη στάμνα. Το νερό, που με κόπο είχε κουβαλήσει όλη την ανηφόρα από τη βρύση η Ζαμπιά, την έλουσε ολόκληρη και κομμάτια από τη στάμνα την τραυμάτισαν στα πόδια. Το χειρότερο είναι πως η Ζαμπιά, που ήταν ιδρωμένη και λαχανιασμένη από το φορτίο και την ανηφόρα, κρύωσε και την έπιασε πυρετός την άλλη μέρα. Χρειάστηκε να καλέσουν τον αγροτικό γιατρό από το διπλανό χωριό να την κάμει καλά, αφού έμεινε μια βδομάδα στο κρεβάτι. Και δεν μπορούσε να πάει και στις ελιές.
Από τότες κι ύστερα τα πράγματα άρχισαν να χοντραίνουν και να μην ελέγχονται. Οι επιθέσεις των μελών της μιας οικογένειας εναντίον των μελών της άλλης άρχισαν να κλιμακώνονται και να ενισχύονται σε πάθος, ένταση και σφοδρότητα.
Στο σχολειό, που πήγαιναν τα μικρότερα παιδιά, πάντα υπήρχε ένταση. Κάθε οικογένεια είχε τη δική της ομάδα. Πάντα διάλεγαν να ‘ναι αντίπαλοι. Για να μπορούν την ώρα του παιγνιδιού, που γινόταν στα διαλείμματα, να ρίχνουν και καμιά μουλωχτή κλωτσιά στον αντίπαλο. Πάντα στα κρυφά βέβαια. Γιατί μια φορά που τόλμησαν ν' αρπαχτούν στα φανερά και στα σοβαρά και τους πήρε χαμπάρι ο δάσκαλος, έσπασε δυο βίτσες στις ράχες τους.
Όταν βέβαια αντάμωναν μακριά από την επικράτεια του δασκάλου, δεν έχαναν την ευκαιρία να πιαστούν στα χέρια ή ν' αρχίσουν τον πετροπόλεμο μεταξύ τους. Πολλές φορές είχαν γυρίσει στα σπίτια τους με τα κεφάλια σπασμένα και ματωμένα.
Αλλά δεν ήταν μόνο οι μικρότεροι που φρόντιζαν για τη διαιώνιση της βεντέτας. Οι μεγαλύτεροι και από τη μια μεριά και από την άλλη έδειχναν τον ίδιο αν όχι μεγαλύτερο ζήλο. Οι προστριβές και οι τσακωμοί ήταν φαινόμενα καθημερινά, ιδιαίτερα σε μέρη που είχαν χωράφια που συνόρευαν. Ο ένας, για παράδειγμα, καθάριζε το χωράφι του και μάζευε τα κλαδιά που είχε για κάψιμο κοντά στα σύνορα με το χωράφι του άλλου. Κι όταν τους έβαζε φωτιά, έκαιγε και δυο κλαδιά από την ελιά του αντιπάλου.
Ο άλλος, πάλι, έβλεπε κάποια στιγμή τα πρόβατα των άλλων να βόσκουν αφύλαχτα στο χωράφι τους, τράβαγε και χάλαγε τους φράχτες, και τα πρόβατα έβρισκαν την ευκαιρία να την κοπανήσουν και να προκαλέσουν ζημιά στο κτήμα ή το περιβόλι κάποιου τρίτου.
Οι μεγαλύτεροι και από τις δυο οικογένειες είχαν αρχίσει να γερνούν, οι μικρότεροι μεγάλωσαν κι έκαναν οικογένειες δικές τους, αλλά μυαλό κανείς τους δεν έβαζε. Το μίσος που ένιωθαν οι μεν για τους δε, δεν  έλεγε να σβήσει. Αντίθετα, φρόντιζαν και οι δυο πλευρές να το συντηρούν και να το υποδαυλίζουν.
Κάποιοι χωριανοί, που είχαν λίγο μυαλό περισσότερο, φοβήθηκαν, όταν τα πράγματα άρχισαν να χοντραίνουν πολύ, πως η κατάσταση κινδύνευε να ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Πως μπορεί να έχομε και χειρότερα. Και σκέφτηκαν πως θα ‘ταν καλό να τους μονοιάσουν.
Δυο γεροντότερο, που ήταν κοινοί φίλοι και με τις δυο οικογένειες, το κουβέντιασαν, στην αρχή μεταξύ τους και στη συνέχεια με τους γεροντότερους των δυο αντίπαλων οικογενειών.
Κάποια στιγμή κατάφεραν να τους πείσουν και να τους φέρουν σ' επαφή. Συμφώνησαν να δώσουν όλοι τα χέρια και να μονοιάσουνε. Καιρός ήταν πια. Σαν επισφράγιση της συμφωνίας και για να ‘ρθουν ακόμη πιο κοντά οι δυο οικογένειες, αποφάσισαν να γίνουν σύντεκνοι. Ο μεγαλύτερος εγγονός του Κατσαρονικολή, θα βάφτιζε το μικρότερο εγγονάκι του Χαριτομανούσου.
Ορίστηκε η μέρα της βάφτισης, μαζεύτηκαν και οι δυο οικογένειες στην εκκλησία μαζί με συγγενείς και φίλους, άρχισαν ν' ανταλλάσσουν μεταξύ τους, γυναίκες και άντρες, αγκαλιές, φιλιά και όρκους πως θα ξεχάσουν τα παλιά και θα ζουν αγαπημένοι και μονοιασμένοι από δω και πέρα, και έγινε το μυστήριο.
Ο παππάς,  που έλαμπε από χαρά για τηνσυμφιλίωση, δεν ευλόγησε μόνο τον νεοφώτιστο και τον ανάδοχο μα και κάθε μέλος και των δύο οικογενειών.
Επακολούθησε ένα γλέντι που παρόμοιο δεν είχε ξαναγίνει στο χωριό. Κόντεψε να θυσιαστεί ολόκληρο το κοπάδι με τα αρνιά του Χαριτομανούσου στον βωμό της συμφιλίωσης. Το βαρέλι το παλιό κρασί που φύλαγε ο Χαριτομανούσος για τη βάφτιση του εγγονού δεν έφτασε.
Τα ξημερώματα της επομένης της βάφτισης, όσοι στεκόντουσαν ακόμη στα πόδια τους και δεν είχαν πέσει αναίσθητοι από το πολύ κρασί άρχισαν να παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής, τρεκλίζοντας καθένας για το σπίτι του.
Ο Γιώργης, ένας από τους εγγονούς του Κατσαρονικολή, 15 χρονών, δεν είχε πιει πολύ. Δεν τον άφησαν, γιατί έπρεπε πρωί πρωί να πάει να βοηθήσει στο άρμεγμα του κοπαδιού του πατέρα του, και μετά να κουβαλήσει το γάλα με τα μουλάρια από το μαντρί στο τυροκομείο. Εδώ που τα λέμε και ο ίδιος δεν είχε καθόλου την όρεξη και δεν συμμεριζόταν τη χαρά των άλλων. Κάτι δεν του πήγαινε καλά μ' αυτήν την ξαφνική συμφιλίωση. Αυτός από τότε που γεννήθηκε είχε μεγαλώσει με την έχθρα ανάμεσα στις δυο οικογένειες και πάντα του ευχαριστιόταν με τις αντεγκλήσεις και τις προκλήσεις μεταξύ τους.  Και τώρα ερχόντουσαν τα πάνω κάτω. Πήγαιναν να του τα χαλάσουν όλα.
Ανηφόριζε καβάλα στο μουλάρι για το βουνό, όταν είδε δίπλα στον δρόμο τον γάιδαρο του Χαριτομανούσου να βόσκει δεμένος στο χωράφι του.
Κατεβαίνει λοιπόν από το μουλάρι, μπαίνει στο χωράφι, πιάνει τον γάιδαρο και με το μαχαίρι του τού κόβει και τα δυο αυτιά. Από τη ρίζα.



(η φωτογραφία είναι του John Donat, από το άλμπουμ “ John Donat  Κρήτη 1960”, των Πανεπιστημιακών εκδόσεων Κρήτης)

Κωστής Τζαγκαράκης ( Ιούνης 2011)

(Λίγα λόγια για μένα:
Γεννημένος σ' ένα χωριό στα βουνά των Χανίων το 1948, παρακολούθησα και τελείωσα το (τότε) γυμνάσιο στα Χανιά το 1966.. από τότε και μετά έφυγα ψάχνοντας δουλειά στην Αθήνα. Από τις αρχές του 1973 και ύστερα, μέχρι τη σύνταξή μου εργαζόμουν στην Ολυμπιακή Αεροπορία σε διάφορες ειδικότητες. 1974-1975 παρακολούθησα μια σχολή επαγγελματική στην Αγγλία με έξοδα της Ολυμπιακής  και για ένα διάστημα η ΟΑ έκανε χρήση των γνώσεων που μ' έστειλαν ν' αποκτήσω εκεί.  Παντρεμένος, με δυο κόρες, ζω στη Γλυφάδα. Πιο πολύ ασχολούμαι με την φωτογραφία σαν χόμπυ και τη χρησιμοποιώ σαν αφορμή να κάνω καμιά βόλτα και να ξεκολλώ από την καρέκλα και τον υπολογιστή Με το γράψιμο ασχολήθηκα λίγο παλιότερα αλλά τώρα τελευταία λιγότερο, επειδή δεν είναι πως λείπει η έμπνευση αλλά επειδή κάπως έχει κοπεί η όρεξη.. μ' όλα όσα μας ταλανίζουν. Όσο τα σκέφτομαι νομίζω πως αν πω κάτι θα ‘ναι μέσα στη θλίψη και την οργή και δεν το θέλω αυτό...)



Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Διαβάζοντας και σχολιάζοντας (τα σιδερένια)



Η ανάγνωση:
(«Το σιδερένιο κρεβάτι», από την ποιητική συλλογή «Κλινικά απών» της Χλόης Κουτσουμπέλη, εκδόσεις Γαβριηλίδης)

«Δεν είχε παιδική ηλικία και αυτό του επέτρεπε να δια-
περνά τους τοίχους αλώβητος. Επίσης διατηρούσε την 
κατάλληλη θερμοκρασία ώστε να μην υπάρξει ποτέ ορ-
γιώδης βλάστηση στο θερμοκήπιο μέσα του. Κάποτε 
μια γυναίκα έβαλε το χέρι της μέσα στο κορμί του και 
κάτι σχίστηκε στο στέρνο του. Της έγραψε τότε ένα 
γράμμα. Αγαπημένη μου, της μήνυσε, θέλω να σε φω-
τογραφίσω για το αρχείο που κρατώ. Να έρθεις αύριο 
στο στούντιο, να φοράς ένα λευκό φουστάνι και λευκά 
εσώρουχα, να έχεις κότσο τα μαλλιά. Να κρατάς μια 
ομπρέλα και να διαλύεσαι απαλά όπως παλιά δαντέλα. 
Να μυρίζεις γιασεμί. Θα κάνουμε έρωτα σε ένα σιδε-
ρένιο κρεβάτι. Θα λύσεις τα μαλλιά σου και θα κλαις. 
Την ώρα του αποχαιρετισμού θα αρνηθώ κάθε ανά-
μειξη. Γιατί όταν εσύ θα μπαίνεις στην φωτογραφία, 
εγώ πάντα θα είμαι πίσω από τον φακό.»

Και ο σχολιασμός:

Ίσως αυτό είναι το πρόβλημα στον έρωτα. Η μοναχική στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχουν δύο θέσεις (ποτέ μία) και εσύ διαλέγεις, όπως πάντα, αυτήν μπροστά στον φακό. Και αφήνεσαι στην αυταπάτη ότι όλα τα όμορφα και τα εκστατικά γίνονται εκεί, στο άπλετο φως. Στη σκοτεινή πλευρά, όμως, συντελούνται τα άλλα θαύματα, τα αόρατα με γυμνό και εύπιστο μυαλό. Και αυτά είναι τα πιο σκληρά, τα σιδερένια και αδιαπέραστα για την αφελή οπτική. Που πάντοτε χάνει το παιχνίδι.

στη φωτογραφία ο Fred Boissonnas

(Διώνη Δημητριάδου)

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Μια ‘ανάγνωση’ στην ποιητική συλλογή «Φως οδυνηρό» του Θάνου Πάσχου, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.



Διαβάζοντας τα ποιήματα του Θάνου Πάσχου ακούς μια φωνή να σου μιλά με όση ειλικρίνεια μπορεί να περάσει μέσα από τις τυπωμένες σελίδες. Με απλά υλικά, λέξεις καθαρές, χωρίς περιττές διακοσμήσεις. Με συγκρατημένο λυρισμό, τόσο όσο χρειάζεται για να βγει η ποιητική φωνή και να φτάσει στον αναγνώστη, σίγουρη για τη δύναμή της.
Το ποιητικό πρόσωπο σ’ αυτούς τους στίχους δοκιμάζεται  από τον έρωτα, τείνει διαρκώς σε μια αναζήτηση, ακόμη κι όταν κρατά στα χέρια το αγαπημένο πρόσωπο. Έχεις την αίσθηση ότι κάτω από την ερωτική επιφάνεια ελλοχεύει η ωμή αλήθεια του κενού. Σαν να άνοιξαν τα χέρια και άφησαν να φύγει μια απρόσμενη ευτυχία. Και σαν να μην είχαν άλλη επιλογή

«Κάναμε όνειρα πιο λευκά απ’ ό,τι άντεχε η νύχτα,
πιο μεγάλα απ’ ό,τι ο ουρανός χωρούσε.
Έπεσαν με την πρώτη βροχή
Κι έμεινα αγκαλιά με όσα δεν ζήσαμε,
για να έχω κάτι να περιμένω στο βάθος του αιώνα.»
(Στο βάθος του αιώνα)

Αλλά ταυτόχρονα να μην μπορεί να αποστατήσει από τον μαγικό κόσμο των αισθημάτων

«Μοιραία δεμένος
μια ολόκληρη ζωή θα μεταναστεύω
βαθιά σου»
(Μοιραία)

αν και έχει επίγνωση ότι

«Αγωνιζόμαστε μέχρις εσχάτων
για την εξουσία στον έρωτα»
(Για την εξουσία)

Μπροστά στην  αδυσώπητη πορεία του χρόνου, που αλλοιώνει ό,τι ζωντανό κράτησε στην περιδίνησή του, κάνει προσπάθεια να διασώσει τις στιγμές, να τις αιχμαλωτίσει, αν μπορεί, μέσα στη μνήμη, που αποτελεί τη μόνη ανθρώπινη αντίσταση στη χρονική φθορά.

«Παρηγοριά τα άστρα
στην ιλύ του βυθού
και κάποια βότσαλα σαν πλήκτρα
αναμνήσεις παιδικών τραγουδιών»
(Απέναντι στο χρόνο)

Ο βιωμένος χρόνος ως συνέχεια. Τα ίχνη του παιδιού που κάποτε υπήρξε. Ή αλλιώς ένας εφιάλτης παράλογος, αν παράλογα είναι και τα παραμύθια και ο φόβος που κρύβεται στα λόγια τους.

«Νύχτα…
πάντα φυλάς μέσα σου τον εφιάλτη
των παιδικών μας ψυχών»
(Πληγή)

Αχνοφέγγει μια θρησκευτικότητα γήινη, απτή, στα ανθρώπινα μέτρα, όπως άλλωστε της ταιριάζει. Χωρίς υπερβατικές αυταπάτες.

«Όταν ξεστηθεί η φάτνη
και τα ζώα επιστρέψουν στο κρύο
όταν ο προβολέας κλείσει για οικονομία
και οι μάγοι γυρίσουν στην ανεργία
θα ξανακλειστούμε στην ατομική μας δυστυχία»
(Χριστουγεννιάτικο)




Είναι γήινη η ποίηση του Θάνου Πάσχου. Και μοναχική. Ακόμη και ενοχική σε στιγμές της. Είναι όμως τότε που ξεδιπλώνει όλη την ψυχή της και αφήνεται σε αυθεντική δημιουργία. Γιατί

«η παλίρροια της ψυχής
ανεβάζει στον αφρό της ποίησης»
(Αποκάλυψη)

και τότε το ποιητικό υποκείμενο

«φτιάχνει εικόνες
αντίδοτο του χαλκευμένου κόσμου»
(Αντίδοτο)


και ο ποιητής ανασύρει από τον ίδιο τον πάσχοντα εαυτό του τον τρόπο διαφυγής

«Ο στίχος μου
ιερογράφος του σύμπαντος
ορατού και αόρατου πόνου»
(Ιερογράφος)

Να δεχθούμε ίσως ως μια απόπειρα διαφυγής από την οδύνη την ποιητική δημιουργία.

Ο ποιητής εναποθέτει στον στίχο του την αλήθεια του. Εμπιστεύεται σε μας τον κόσμο του, στην πιο απέριττη μορφή του. Μοιράζεται την οδύνη του. Επιζητά άραγε την κατανόησή μας; Ή μήπως είναι μια μορφή εξιλέωσης; Ή ακόμη επιζητά την αποστασιοποίησή του από το πάθος, ως αναγνώστης της ίδιας του της φωνής, όσο εφικτό μπορεί να είναι ποτέ αυτό;
Μια ποίηση ενδιαφέρουσα, λιτή στα μέσα της, υπαινικτική στα ενδότερά της. Παραπέμπει στον κοινό τόπο του πάσχοντος ανθρώπου, που αντικρίζει με σωματικό σχεδόν πόνο το φως. Ένα φως οδυνηρό.

(Διώνη Δημητριάδου)