Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

δύο ανέκδοτα ποιήματα του Κωνσταντίνου Μ. Σκηνιώτη μαζί με δύο φωτογραφίες του Thomas Hoepker




δύο ανέκδοτα ποιήματα

του Κωνσταντίνου Μ. Σκηνιώτη

 μαζί με δύο φωτογραφίες του Thomas Hoepker





Αύρα



Μαγιάτικος, ανθισμένος μπαχτσές  πορτοκαλιών

αέρας  που δροσίστηκε στο άρωμά τους.

Μέθεξη στου θαλασσουρανού το σύνορο·

υφίσταται, στιβαρή και εμφανώς αθέατη.





Δύναμη



Κλαράκι ριζωμένο στων μετέωρων τον βράχο

χάσκει στο βάθος αδυσώπητος κρημνός,

μα εσύ σιωπηλά και αγόγγυστα κρατάς

την Πίστη και την Ιστορία αιώνων.



Κωνσταντίνος Μ. Σκηνιώτης

(οι φωτογραφίες του Thomas Hoepker, 1963, Παιδιά παίζουν στο Τείχος του Βερολίνου)




Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Παραρλάμα (διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά)





Παραρλάμα1

(διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά)



Κάποτε του Φάρμα του ερχόντανε και αναμνήσεις. Και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι, και μάνα της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. Άλλο τίποτα! Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας και έπειτα το κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα. Αλλά, τι ήθελε να θυμάται;
Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς Δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τον πειράξει2. Όταν κάποτε έβλεπε καμιά να έρχεται μέσα στο κατάστημα, την κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα, που πρώτη φορά το έβλεπε.
Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανόταν μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμενε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά.
Το μόνο, μέσα στο σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμενε, ήταν το μίσος, όπως μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι.
Όταν εσχόλαζε έπινε όσο που μεθούσε, και έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί κανείς τι έλεγε, σα να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί.
Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε, αλλ' ήταν σ' αυτή σα βουβό της πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σε ό,τι λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει τίποτα στο νου απ' ό,τι άκουγε, όλα περνούσανε δίχως ν' αφήσουν ίχνος. Μια βραδιά άκουσε κάποιον πολύξερο της παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής. Έλεγε για το χέρι κείνο, που είχε γράψει στο συμπόσιο του Βαλτάσαρ3 τις λέξεις: Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν4. Και ότι οι λέξεις είχαν φέρει τον τρόμο στο Βασιλέα και σε όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δε βρισκότανε να τις εξηγήσει τι εννοούσαν.
Αυτά τα άκουσε με προσοχή μεγάλη ανοίγοντας και τα μάτια του τρομαχτικά. Ήταν το μόνο, που μπόρεσε να χαραχθεί στο νου του μαζί με τους κρότους της ρόδας.
Την άλλη βραδιά, άμα εσχόλασε, αντί να πάει στο κρασοπουλειό, διευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Είχε συγκάτοικο έναν πατριώτη του, ο οποίος πήγαινε πολύ ενωρίς και κοιμότανε. Την πόρτα ποτέ δεν την έκλειναν και μπήκε ο Φάρμας μέσα χωρίς να μεταχειρισθεί κλειδί ή να χτυπήσει. Ο συγκάτοικος ήταν εκεί και κοιμότανε.
Ένα λυχναράκι έκαιε πάνω στο τραπέζι και φώτιζε ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες, βαλμένες αντί σε πιάτο σ' ένα χαρτί κίτρινο. Μια μύγα, άγνωστο γιατί, ξενυχτούσε, καθότανε πάνω στο ξεροκόμματο του ψωμιού, συλλογισμένη.
Ο Φάρμας έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος και αυτός, έπειτα έφυγε γρήγορα και πήρε το δρόμο του καταστήματος που δούλευε, κοιτάζοντας κάποτε, καθώς πήγαινε, την ημισέληνο, που του φαινότανε σα χρυσό λαμπερό ψάρι φτερωτό.
Το κατάστημα είχε και αυλή πίσω και απ' εκεί πήγε. Ανέβηκε σε μια ελιά, μια ψωριασμένη ελιά, που ήταν απ' έξω, και απ' εκεί ο άνθρωπος της ρόδας και του κρασιού, ελαφρός πήδησε στην αυλή. Φύλακας δεν έμενε στο κατάστημα άλλος από ένα σκυλί, αλλ' αυτό πήγε κοντά του, μετά από ένα μικρό γάβγισμα, και του έγλειψε τα χέρια.
Μπήκε μέσα από ένα φεγγίτη πόρτας, όπου στήριξε μια μισοσπασμένη σκάλα.
Στάθηκε στην κάτω αίθουσα, όπου ήτανε μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη. Εκεί άναψε ένα σπίρτο και αφού κοίταξε σαν να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε σ' ένα εργαλείο και άρχισε να γράφει ψηλά στον τοίχο με κάρβουνο μία λέξη:
— Παραρλάμα.
Ήταν φανταστική η λέξη· του την είχε βγάλει το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να λέει κάτι κακό.
Έφυγε όπως είχε πάει.


Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και δεν πέρασε πολύ και άκουσε τη φωνή του καταστηματάρχη να φωνάζει:
— Τι είναι αυτό εκεί! Ποιος το 'γραψε αυτό;
Η φωνή του καταστηματάρχη ήταν σα φοβισμένη.
Όλοι άφησαν τις δουλειές τους και τρέξανε να δουν.
— Παραρλάμα!
Η λέξη, που έβγαλε το κρανίο του, βρισκότανε στα χείλη όλων.
Μα ποιος την έγραψε;
Επρόβαλε και αυτός το πρόσωπό του από πάνω από τη σκάλα και κοίταξε.
Κανείς δεν ημπορούσε να υποπτευθεί αυτόν, και ούτε ακόμα παρατήρησαν ότι δεν έτρεξε και αυτός να δει.
Ο αρχιτεχνίτης αυτόν έβαλε να τη σβήσει. Και την έσβησε λέγοντας σιγά σιγά τη λέξη.
Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Αλλά τη λέξη δεν την έγραψε τώρα με κάρβουνο, αλλά με χρώμα κόκκινο.
— Παραρλάμα.
Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο καταστηματάρχης κιτρίνισε πολύ. Ζητούσε τον άνθρωπο, αλλ' έξαφνα φοβήθηκε μη δεν ήταν άνθρωπος. Και όμως είπε δυνατά:
— Πρέπει να βρεθεί!
Η ιδέα πάλι μην κάποιος ήθελε να παίξει, να τον γελωτοποιήσει, τον έκανε έξω φρενών και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους.
Ο Φάρμας άκουσε τους τεχνίτες να λένε μεταξύ τους, μη φροντίζοντας γι' αυτόν όπως και για το σκύλο, το φύλακα, ότι φάντασμα θα βγαίνει στο κατάστημα και αυτό θα το έγραφε! Και οι τεχνίτες έμειναν πεισμένοι ότι φάντασμα, δίχως άλλο, βγαίνει τη νύχτα και γράφει αυτή την παράξενη λέξη, που κάτι θα σήμαινε στη δική του γλώσσα!
Τη νύχτα ο κύριος του καταστήματος έβαλε φύλακες. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη. Αλλά σε λίγο, καθώς ο καταστηματάρχης έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι στον τοίχο γραμμένη με τα κόκκινα γράμματά της.
Ο Φάρμας είχε βρει ευκαιρία και την είχε γράψει.
Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκόντανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.
— Παραρλάμα!
Οι τεχνίτες άρχισαν να ορκίζονται τους μεγαλύτερούς τους όρκους, πολλοί έκλαιγαν, ότι δε γνωρίζουν τίποτα, δεν ξέρουν ποιος τα γράφει, αλλά κάποιος, κάποιο...
Ήθελαν να πουν φάντασμα, αλλά δεν τολμούσαν...
Ο Φάρμας φάνηκε από ψηλά να κοιτάζει, έπειτα τραβήχτηκε γρήγορα και πήγε κοντά στη ρόδα, κι εκεί, κρατώντας το χερούλι της γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο!...

 

1.Παραρλάμα: λέξη που πλάθει ο συγγραφέας και δεν σημαίνει τίποτε.
2.πειράζω: βάζω σε πειρασμό.
3.Βαλτάσαρ: βασιλιάς της Βαβυλώνας, γιος του Ναβουχοδονόσορα. Εκθρονίστηκε από τον Κύρο. Η Βίβλος (Δανιήλ Ε') διηγείται ότι ένα βράδυ ο Βαλτάσαρ είχε πλούσιο συμπόσιο και διέταξε να φέρουν τα ιερά σκεύη που ο Ναβουχοδονόσορας είχε αρπάξει από την Ιερουσαλήμ. Ο ιερόσυλος είδε τότε να παρουσιάζεται ένα χέρι που χάραζε στον τοίχο μυστηριώδεις χαρακτήρες. Κάλεσαν τον προφήτη Δανιήλ που διάβασε τις λέξεις μανή, θεκέλ, φάρες και τις ερμήνευσε ως εξής: «εμέτρησε ο θεός τη βασιλεία σου και όρισε το τέλος της· την έβαλε στο ζυγό και βρέθηκε ότι υστερεί· διαιρέθηκε η βασιλεία σου και δόθηκε στους Μήδους και στους Πέρσες». Την ίδια νύχτα ο Κύρος έμπαινε στη Βαβυλώνα.
4.φαρσίν: πρόκειται για άλλη εκδοχή των μυστηριωδών λέξεων της 3ης σημείωσης.

Ο Δημοσθένης Βουτυράς (Κωνσταντινούπολη 1872 – Αθήνα 1958) ήταν ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου, που άργησε ωστόσο (για ιδεολογικούς λόγους) να πάρει τη θέση που του άξιζε στα ελληνικά γράμματα. Ως τον θάνατό του έζησε κατάκοιτος, φτωχός και παραγνωρισμένος από την κρατική εξουσία (η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε την πρόταση για υποψηφιότητά του σε δυο συνεχείς εκλογές). Με νατουραλιστική προσέγγιση των κοινωνικών προβλημάτων, με ικανότητα ψυχογράφησης των ηρώων του, συμβολιστής (ή μάλλον προ-συμβολιστής, κατά τον χαρακτηρισμό του Τέλλου Άγρα) επικεντρώνει τη θεματική του στους περιθωριακούς τύπους της κοινωνίας μεταφέροντας το ηθογραφικό πεδίο από το χωρίο στην πόλη και πλάθοντας αλησμόνητους χαρακτήρες. Στο έργο του συναντάμε μεταφυσικές προεκτάσεις και μια πρώιμη (για τα ελληνικά δεδομένα) γραφή στα όρια της επιστημονικής φαντασίας.  Μέσα από το έργο του «η πεζογραφία μας συνειδητοποιεί ή τουλάχιστον υποπτεύεται την ύπαρξη κοινωνικού ζητήματος», όπως εύστοχα παρατηρεί ο Βάσος Βαρίκας. Ίσως και μόνον αυτό το στοιχείο να είναι αρκετό για να εξασφαλίσει στον Βουτυρά τη διακριτή θέση στη λογοτεχνία μας.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Υποβάθμιση Γρηγόρης Σακαλής


Υποβάθμιση

Γρηγόρης Σακαλής





Τέτοιες ώρες

απομόνωσης και μοναξιάς

που ο καθένας

συνομιλεί με τον εαυτό του

τέτοιες ώρες

θέτει τα προσωπικά του

προβλήματα

κάνει απολογισμούς

για το τι ήταν σωστό

και τι όχι

ελπίζει να ξεπεραστεί

ο μεγάλος ζόφος

κι όλα να γίνουν

όπως πριν

χωρίς απώλειες

τώρα που η ανθρώπινη ζωή

αξίζει τόσο λίγο

τώρα μέσα μας

συνειδητοποιούμε

την πραγματική μας αξία

κι οργιζόμαστε

για την υποβάθμιση της

τώρα λέμε ‘φτάνει πια’

πρέπει να αποδοθούν ευθύνες

για το χάλι

που μας περιβάλλει.


Γρηγόρης Σακαλής




Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ. Έχει εκδώσει τις συλλογές «Κίβδηλος Καιρός» και «Θαμμένος στην Άμμο», από τις εκδόσεις Πλανόδιον, τη συλλογή «Πορεία στη γύμνια», Bookstars και τις συλλογές «Κυτίο κρυφών ονείρων» και «Άχρονη μετάβαση» από τις εκδόσεις Ενδυμίων. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων το 2012. Η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες ενός παραμυθά» κυκλοφορεί σε μορφή e-book από την Easywriter.gr. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά.



      

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο Κωνσταντία Σωτηρίου Πικρία χώρα - Με την Κωνσταντία Σωτηρίου συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου


Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο


Κωνσταντία Σωτηρίου

Πικρία χώρα


εκδόσεις Πατάκη





Με την Κωνσταντία Σωτηρίου

συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου



-Για μια ακόμη φορά αυτό που σας απασχολεί είναι το δράμα της Κύπρου, αυτή η ανοιχτή πληγή για το σύνολο του Ελληνισμού. Πέρα από αφορμή για τη γραφή σας, θα μπορούσε να είναι ένα κίνητρο για να καταγράψετε την προσωπική σας θέση στο θέμα αυτό;

Παρά το γεγονός ότι ξεκίνησα να γράφω χωρίς να το έχω αυτό στο μυαλό μου (ξεκίνησα να γράφω και όπως πολλοί άλλοι Κύπριοι συγγραφείς κατέληξα να γράφω για το Κυπριακό), στην πορεία της γραφής το να πω τη δική μου εκδοχή των γεγονότων, ως ένας νέος άνθρωπος που γεννήθηκε μετά τον πόλεμο και ως γυναίκα, αποτελέσαν μεγάλο κίνητρο για να γράψω ό,τι έγραψα. Νομίζω πως μπορούμε να μιλάμε για τα ίδια πράγματα λέγοντας διαφορετικά τις ιστορίες, αναψηλαφώντας διαφορετικά τα πράγματα – ειδικότερα για κάποια θέματα που θεωρείται κιόλας πως είναι και κάπως ταμπού να τα δεις διαφορετικά. Τα λεγόμενα εθνικά, για παράδειγμα, ζητήματα για τα οποία υπάρχει μια δεδομένη αφήγηση που εξυπηρετεί και τους δεδομένους σκοπούς.

-Να γενικεύσω το προηγούμενο ερώτημα. Η λογοτεχνία έχει τη δυνατότητα, την ικανότητα ή και τη νομιμότητα να διαδραματίσει τον ρόλο της συνεισφοράς στην ιστορική έρευνα παίρνοντας θέση ή αναδεικνύοντας άλλες πτυχές από τις συνήθως προβαλλόμενες;

Νομίζω πως η λογοτεχνία κάνει ακριβώς αυτό, γεμίζοντας τα κενά και λέγοντας ιστορίες που δεν θα μπορούσαν να λεχθούν διαφορετικά. Η λογοτεχνία, επειδή ακριβώς δεν έχει τα στεγανά της επίσημης  ιστορίας, έχει τη δυνατότητα όταν μιλά για ιστορικά θέματα να αγγίξει αυτά που η «άλλη» ιστορία δεν επιτρέπεται. Και είναι, πιστεύω, σημαντικό να διαβάζουμε για φιλίες ανθρώπων, για κοινές πατρίδες, για κοινούς πόνους και κοινά μνήματα για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και όλα όσα συνέβησαν. Επιπλέον πιστεύω ότι η λογοτεχνία και ο λογοτέχνης κουβαλούν ένα άλλοθι, αυτό του παραμυθά, όχι αυτού που λέει όμως ψέματα, αλλά του αφηγητή, και μέσα από αυτό το πρίσμα κάποια πράγματα είναι πιο εύκολο να ακουστούν και να γίνουν αποδεκτά.

-Στο βιβλίο σας, όπως και στα δύο προηγούμενα της τριλογίας, δίνετε το «βήμα» στους απλούς ανθρώπους. Είναι σαν να τους χαρίζετε το δικαίωμα να βγουν από την αφάνεια και να φωνάξουν το δικό τους δίκιο. Είναι, άραγε, αυτοί που φτιάχνουν την ιστορία, πίσω από τους επώνυμους και επιφανείς;

Αρχίζοντας να γράφω ένιωθα πολύ έντονα την πεποίθηση πως θα πρέπει να δώσω τον λόγο στους απλούς ανθρώπους να πουν τη δική τους αλήθεια για τα γεγονότα. Είναι οι απλοί άνθρωποι που φτιάχνουν την ιστορία και σίγουρα είναι η δική τους η ζωή που πλήττεται μετά από τους πολέμους και τις καταστροφές. Ξέρετε, μεγάλωσα ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, και οι ιστορίες που έλεγαν ήταν πολύ διαφορετικές από τις ιστορίες που άκουγα στο σχολείο. Στο σπίτι μεγαλώσαμε ακούγοντας ιστορίες για τους Τουρκοκύπριους και την κοινή συμβίωση και πολύ νωρίς κατάλαβα πως η αλήθεια για το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό είναι κάπως θολή. Επίσης με συγκλόνιζε πάντα η στωικότητα αλλά και η απόλυτη απελπισία των ανθρώπων για όσα συνέβησαν. Θυμάμαι πολύ έντονα μια θεία μου που έλεγε για τον πόλεμο πως έχασε τον κόσμο της και ότι ένιωθα πως αυτή η φράση περιέκλειε τα πάντα. «Έχασα όλο τον κόσμο μου» έλεγε και άνοιγε τα χέρια να μας δείξει πόσο πολύ. Ο πόλεμος στην Κύπρο, και δεν αναφέρομαι μόνο στο ’74, έκανε τους ανθρώπους να χάσουν αυτό που υπήρξαν, άνοιξε μια τρύπα κάτω από τα πόδια τους μέσα στην οποία ρίχτηκε όλη η παλιά τους ζωή. Πιστεύω λοιπόν πως έχουν κάθε δικαίωμα να πουν το δίκιο τους, έστω και μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, μακριά από ιστορικές και πολιτικές σκοπιμότητες.

-Και μάλιστα δίνετε τον λόγο σε γυναικείες φωνές μεταφέροντας το δραματικό σκηνικό στα μετόπισθεν, στον απόηχο του πολέμου. Υπάρχει διαφορά, πιστεύετε, στον τρόπο που εννοεί τα δραματικά γεγονότα μια γυναίκα;

Για να πάρω το νήμα από την προηγούμενη απάντηση, αν οι απλοί άνθρωποι θεωρούνται περίπου αναλώσιμα και κανένας δεν ρωτά τη δική τους γνώμη για τον πόλεμο και την κάθε καταστροφή, αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τις γυναίκες, που κυριολεκτικά και μεταφορικά βρίσκονται στα μετόπισθεν. Επιπλέον, η κυπριακή λογοτεχνία που μιλά για την καταστροφή παρουσιάζει έντονα τη γυναίκα ως  θύμα των περιστάσεων, ως μια ύπαρξη που υπέφερε και κουβαλά τον πόνο της τραγωδίας, κάπως άβουλη για την πολιτική διάσταση των πραγμάτων. Οι δικές μου γυναίκες, Τουρκοκύπριες και Ελληνοκύπριες, δεν ήθελα να είναι θύματα, ήθελα να είναι δυνατές, να αντιδρούν στην καταστροφή, να κάνουν επιλογές και να τολμούν να πουν την αλήθεια τους. Είναι χαρακτηριστική η εικόνα των συζύγων και μανάδων των αγνοουμένων στην Κύπρο που έγιναν άθελά τους ηρωίδες και όχημα μιας συγκεκριμένης πολιτικής θέσης.  Εγώ ήθελα να τις βάζω να θέτουν ερωτήματα και να αμφισβητούν τη θέση στην οποία τις τοποθέτησαν οι άντρες. Συνειδητά ήθελα να δώσω ένα φεμινιστικό βήμα για να πουν όσα θα ήθελα να πουν.

-Κουβαλούν κομμάτι από θάνατο, όπως λέτε, οι γυναίκες. Πρόκειται για μια διαφορετική βίωση του πένθους; Σκέφτομαι τις Τρωάδες του Ευριπίδη. Κι εκεί γυναικείος ο θρήνος.

Είναι αναμφισβήτητος ο θρήνος των γυναικών και ο τρόπος που  η κοινωνία περιμένει να κουβαλήσουν το πένθος τους. Η ζωή των γυναικών που περιγράφω στα βιβλία μου έχει ρημάξει από τα γεγονότα της ιστορίας, από πράγματα που οι ίδιες δεν μπορούσαν να ελέγξουν. Ζητούν ωστόσο το δικαίωμα να πουν τα πράγματα με το δικό τους στόμα και να ζητήσουν αξιοπρέπεια. Θέματα όπως τα αντιλαμβάνονται οι ίδιες, όχι όπως οι άντρες τα βλέπουν ή θέλουν για τους δικούς τους σκοπούς να τις τοποθετήσουν. 



-Είναι αυτές οι πραγματικές ηρωίδες της ιστορίας, αν θέλετε να γενικεύσουμε;

Μέσα από τα βιβλία μου δεν θέλω να πω ότι οι γυναίκες είναι κατά ανάγκη ηρωίδες, αλλά μάλλον ότι διεκδικούν ισότιμη μεταχείριση στην ιστορική αφήγηση, στα γεγονότα που τις επηρέασαν όπως τις επηρέασαν και στη θέση που παίρνουν στην ιστορία. Οι γυναίκες δεν είναι θύματα ή δεν είναι περισσότερο θύματα από τους άντρες λόγω του φύλου τους. Αντίθετα, υπήρξαν γενναίες και δυνατές και την είδα αυτή τη δύναμη στις γυναίκες που με μεγάλωσαν και για αυτό ήθελα να γράψω για τη δύναμή τους.

-Μέσα από τις αφηγήσεις των γυναικών αναδεικνύονται οι χαμένοι του πολέμου, οι αφανισμένοι, οι αγνοούμενοι. Είναι συγκλονιστική η ερώτηση της γυναίκας: «Πες μου, Σπασούλα, υπάρχουν άνθρωποι που για πάντα χαθήκανε; Που δεν θα τους βρει ποτέ τους κανείς;» Είναι, αλήθεια, ο πιο τραγικός θάνατος αυτός;

Όταν άρχισαν να γίνονται οι πρώτες ταυτοποιήσεις αγνοουμένων, να ανακαλύπτονται αυτοί που οι δικοί τους νόμιζαν για πάντα χαμένους και να γίνονται οι κηδείες των ανθρώπων, με όσα κομμάτια από κόκκαλα επέτρεπε η κατάσταση, ήρθαμε αντιμέτωποι με μεγάλες τραγωδίες. Ακόμα μεγαλύτερες από αυτές που νομίζαμε ότι ζήσαμε. Ότι δηλαδή υπήρχαν στοιχεία για τους ανθρώπους αυτούς και οι γυναίκες αφέθηκαν άδικα τόσο χρόνια και περίμεναν, ότι πέθαναν μανάδες βουτηγμένες στο πένθος σε όλη τους τη ζωή, ενώ κάποιοι γνώριζαν και δεν μίλησαν. Δεν μπορώ να περιγράψω την οργή και τον θρήνο που έζησαν. Πέραν από αυτό ωστόσο υπήρξαν και αυτοί που τα οστά τους δεν βρέθηκαν ούτε θα βρεθούν ποτέ, είτε επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία, είτε επειδή σε κάποια στιγμή οι πηγές για τη χρηματοδότηση θα τελειώσουν. Οι δικοί τους τελικά δεν θα έχουν την ευκαιρία γι’ αυτό το «κλείσιμο» του πένθους και του θρήνου. Ναι, αυτός είναι ο πιο τραγικός θάνατος. 

-Το αφήγημά σας αφορά βέβαια την κυπριακή τραγωδία. Ωστόσο, θα μπορούσε να είναι ευρύτερο το μήνυμά του, αν εστιάσουμε στα πιο γενικά θέματα που θίγει. Αναφέρω ενδεικτικά το δράμα του πολέμου, τις αδικίες των ισχυρών σε βάρος των ασθενέστερων, το τίμημα της γεωγραφικής θέσης ή της ιστορικής συγκυρίας, ακόμα και τη βίωση του πένθους, αν θέλουμε να γενικεύσουμε περισσότερο αγγίζοντας πανανθρώπινες συνθήκες. Ο στόχος σας ήταν να δείξετε παράλληλα κάποιες από αυτές τις παραμέτρους ή αναπόφευκτα προκύψανε;

Αναπόφευκτα πιστεύω πως προκύψανε. Στόχος μου, ειδικότερα στο τρίτο βιβλίο, ήταν να μιλήσω για το πένθος, αυτό που προκάλεσε τον θάνατο και τους τρόπους που το βιώνουν οι γυναίκες, μέσα από τις συγκεκριμένες ιστορικές και πολιτικές συνθήκες που κλήθηκαν να λειτουργήσουν. Το δράμα του πολέμου, οι αδικίες που αναφέρετε και η ιστορική συγκυρία είναι το φόντο για να αναδειχτούν αυτά που ήθελα να περιγράψω. Πιστεύω πως τα στοιχεία που αφορούν την τραγωδία της Κύπρου  είναι πανανθρώπινα και γι’ αυτό μπορούν να αφορούν όλες αυτές τις παραμέτρους και κατά συνέπεια να αφορούν και άλλους ανθρώπους.

-Κάτω από αυτό το πρίσμα, θα λέγατε πως το βιβλίο σας είναι και πολιτικό; Ή, ίσως, κάθε γραφή έχει έτσι κι αλλιώς πολιτική διάσταση;

Σίγουρα κάθε γραφή έχει πολιτική διάσταση. Η γραφή είναι μια πράξη πολιτική –  πόσο μάλλον όταν μιλά για θέματα που είναι πολιτικά. Πέραν αυτού πιστεύω πως στα βιβλία μου πρώτον εκφράζεται μια συγκεκριμένη πολιτική θέση και αυτή είναι η ανάγκη της συμφιλίωσης, της συγχώρεσης, της ειρηνικής διαβίωσης και της αγάπης. Πέραν αυτού νομίζω ότι είναι φανερή η αριστερή πολιτική θέση του βιβλίου μου, τουλάχιστον όπως αυτή εκφράζεται για το Κυπριακό στην Κύπρο. Ωστόσο, αυτό που ήθελα να πω είναι πως η πολιτική θέση, όποια και να είναι αυτή, δεν υπήρξε αυτοσκοπός. Κυρίαρχη θέση είχε η γραφή ως πολιτική πράξη παρά ως πολιτική θέση.

-Το σκηνικό του  βιβλίου σας θυμίζει θεατρικό έργο. Η Ύβρις έχει διαπραχθεί, οπότε μπορεί να αρχίσει το έργο της η τραγική ποίηση. Οι γυναίκες ηρωίδες (οι φωνές) είναι σαν να βγήκαν από τον Χορό μιας αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Υπήρχε στην πρόθεσή σας η σύνδεση αυτή;

Μου έχουν πει πως η γραφή μου είναι θεατρική και τα δύο προηγούμενα έργα μου μεταφέρθηκαν με επιτυχία στο θέατρο. Και στα τρία βιβλία στο μυαλό μου είχα γυναίκες να παίρνουν τον λόγο και να μιλούν μπροστά από ανθρώπους, να έχουν το δικαίωμα να ανοίξουν την αλήθεια τους στον αέρα, να μην την κρατούν μέσα τους. Στο τρίτο βιβλίο συνειδητά ωστόσο οι γυναίκες μου κρατούν τον ρόλο του χορού, όπως σε μια αρχαία ελληνική τραγωδία. Πλαισιώνουν την ηρωίδα, στηρίζουν τη δική της αφήγηση και στέκονται αρωγοί στον πόνο της.

-Αν όντως είναι η σύνδεση (συνειδητή ή όχι) σωστή, υπάρχει και η αναμενόμενη Κάθαρσις; 

Η κάθαρσις υπάρχει στη συνειδητοποίηση της ηρωίδας πως σε ένα κόσμο που όλοι εξυπηρετούν σκοπιμότητες, ακόμα και οι ίδιοι οι χαμένοι, ακόμα και οι ίδιοι οι νεκροί, οι μανάδες των αγνοουμένων, «αυτές που περίμεναν, αυτές που υπέφερα» όπως λέω και στο βιβλίο, είναι αθώες. Οι μόνες αθώες και μόνον αυτές. Όχι ηρωίδες ή θύματα. Αθώες.

-Αλλά και λαϊκό μοιρολόι θα μπορούσε να είναι η ιστορία σας με τον τρόπο που την παρουσιάζετε. Άλλωστε προσιδιάζει στις γυναίκες ο θρήνος παραδοσιακά. Ήταν συνειδητή επιλογή σας να δώσετε την κυπριακή τραγωδία με τα πιο γνήσια λαϊκά στοιχεία;

Και στα τρία μου βιβλία κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι ο τόπος, η Κύπρος με τους θρύλους της και τις δοξασίες της και τη λαϊκή της παράδοση. Ειδικά στην Πικρία χώρα, ήθελα πολύ να μεταφέρω τα νεκρικά έθιμα , τον τρόπο που οι γυναίκες συνοδεύουν την κάθοδο στον άλλο κόσμο, την παράδοση που καταπραΰνει και συντροφεύει και παρηγορεί μπροστά στον μέγα τρόμο του θανάτου. Πιστεύω πως αυτά τα στοιχεία, με τα οποία εγώ μεγάλωσα και βίωσα, χαρίζουν στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη παρηγοριά. Και ήθελα πολύ να αναδείξω την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά των γυναικών του τόπου μου. Επίσης να σας πως ότι ειδικά  το τρίτο βιβλίο είναι ένα μοιρολόι γυναικών και έτσι ένιωθα όταν το έγραφα.

Χρησιμοποιείτε εμβόλιμα στη γραφή σας την κυπριακή διάλεκτο. Είναι η προφορικότητα και η αληθοφάνεια του λόγου που εξυπηρετείται με την επιλογή αυτή ή μια ανάγκη προσωπική να διασώσετε σε γραπτό λόγο την ντοπιολαλιά;



Ήταν πολύ συνειδητή η γραφή στη διάλεκτο, με έναν τρόπο που να μην τη διακωμωδεί ή να τη θίγει αλλά να την αναδεικνύει στην αληθινή της διάσταση, που είναι η μόνη γλώσσα στην οποία θα μπορούσα να αφηγηθώ κάποια πράγματα. Ήθελα να γράψω σύγχρονη Κυπριακή λογοτεχνία στη διάλεκτο, επειδή ως Κύπρια λογοτέχνης αυτή η ντοπιολαλιά αποτελεί σημαντικό μέρος της λογοτεχνικής μου ταυτότητας. Αυτό λοιπόν έγινε συνειδητά, Ωστόσο στην πορεία η γραφή κάποιων πραγμάτων ήταν μονόδρομος. Και είμαι περήφανη για τον τρόπο που η διάλεκτος παρουσιάζεται στα βιβλία μου με όλα τα μηνύματα που αυτό κουβαλά.

-Στην ουσία το βιβλίο σας είναι πολλές ιστορίες, πολλές αφηγήσεις, μείξη πολλών διαφορετικών στοιχείων, που το καθένα από αυτά κυοφορεί μια αλήθεια. Αν θέλατε να δώσετε τον κεντρικό άξονα που τα δένει όλα σε ενιαία ιδέα, ποιος πιστεύετε πως θα ήταν αυτός;

Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Νομίζω πως ο βασικός άξονας είναι στην πραγματικότητα η αναζήτηση της αλήθειας των ανθρώπων που τη διηγούνται. Η αλήθεια του κάθε ανθρώπου, η δική του πραγματικότητα, ο δικός του πόνος όπως τον βίωσε. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το αν ήταν Τούρκος ή Έλληνας, άντρας ή γυναίκα, δίκαιος ή άδικος. Αυτό ας κάνει τον κόπο να το ανακαλύψει ο αναγνώστης διαβάζοντας.

-Πικρία χώρα, λοιπόν, η Κύπρος;

Ο τίτλος αφουγκράζεται εννοείται την αφήγηση της Γλυκείας Χώρας, τον Κρόνακα του Λεόντιου Μαχαιρά. Σίγουρα σε μας, τους ανθρώπους της, η πατρίδα μας έχει αφήσει μια γεύση πικρή. Είναι Πικρία Χώρα η Κύπρος; Είναι πικρή και γλυκιά όπως όλα τα πράγματα τα αγαπημένα των ανθρώπων. 

(25 Μαρτίου 2020)




Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 στη Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και κάτοχος μεταπτυχιακού στην ιστορία της Μέσης Ανατολής από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Εργάζεται ως λειτουργός τύπου στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το μυθιστόρημά της "Η Αϊσέ πάει διακοπές" βραβεύτηκε με το Athens Prize for Literature, ήταν στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Κύπρου και στη βραχεία λίστα στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων των βραβείων του περιοδικού 'Ο Αναγνώστης' και του περιοδικού 'Κλεψύδρα'. Αναδείχθηκε νικήτρια του λογοτεχνικού Βραβείου της Κοινοπολιτείας 2019 της περιφέρειας Ευρώπης και Καναδά, για το διήγημά της "Έθιμα θανάτου" που αποτελεί μέρος της "Πικρίας χώρας".


ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ ΜΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ


ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ
ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ ΜΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ


Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

"Άι Ογκάουα, Αιρετικά παραμύθια" μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος και Διώνη Δημητριάδου εκδόσεις Βακχικόν γράφει ο Γιώργος Ρούσκας


"Άι Ογκάουα, Αιρετικά παραμύθια"
μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος και Διώνη Δημητριάδου 
εκδόσεις Βακχικόν 
γράφει ο Γιώργος Ρούσκας

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
https://www.bookpress.gr/kritikes/poiisi/ogkaoua-ai-bakchikon-ta-airetika-paramuthia-rouskas





Αιρετικά; Βλάσφημα; Τολμηρά; Ωμά; Ναι, αν έτσι αποκαλείται η αλήθεια. Παραμύθια; Ναι, αν αλλιώς δεν αντέχεται η αλήθεια. Γιατί {παρά} τον {μύθο}, α-λήθεια ίσταται. Αρκεί να είναι σε διάλογο, να μην παραδοθεί ο ένας στον άλλο, γιατί τότε, κατά την Ογκάουα:

Εκεί που η πραγματικότητα και η μυθοπλασία ξαπλώνουν
η μία πάνω στην άλλη και γαμιούνται μανιασμένα,
όταν η μία παραδίδεται άνευ όρων,
η άλλη πεθαίνει.

Αυτή είναι μία αντιπροσωπευτική πρόγευση του ποιητικού δείπνου που παρατίθεται στο βιβλίο προς τιμήν της Αμερικανίδας ποιήτριας. Οι τίτλοι των ποιητικών της βιβλίων που φιλοξενούνται μαζί με επιλεγμένα ποιήματα στην παρούσα έκδοση-ανθολόγιο κατά χρονολογική σειρά, αντικατοπτρίζουν την απόλυτη ειλικρίνεια της Άι Ογκάουα (1947-2010), η οποία έφυγε πρόωρα από πνευμονία που απέβη μοιραία εξαιτίας καρκίνου του στήθους: Σκληρότητα, Σφαγείο, Αμαρτία, Μοίρα, Απληστία, Ανηθικότητα, Τρόμος, Δεν παραδίνομαι. Τα ποιήματά της; Ποτισμένα με αίμα από όλες τις παραπάνω δράσεις και από μερικές ακόμη: σχέση των φύλων, ναρκωτικά, θρησκεία, σεξ – έρως – θάνατος, κακοποίηση, ρατσισμός, πόνος. Όλα τούτα, βαριές μεταλλικές πλάκες στον ηλεκτρικό κυλινδρόμυλο του σταριού της ζωής. Όποιο ποίημα και να διαβάσεις, θα δεις την καθημερινότητα να ξεκινάει κόκκος, να περνάει από τα κόσκινα των πεποιθήσεων, του φανατισμού, των αρχετύπων, των πολιτισμικών και κοινωνικών αξιών, των δοξασιών και της ημιμάθειας, να αλέθεται αλύπητα και να εξέρχεται χρονάλευρο, έτοιμο για κατανάλωση.
Η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης εκτυλίσσεται ποιητικά, όχι όμως παθητικά, αφού στηλιτεύονται οι παθογένειες και τα αίτια, μεταξύ των οποίων και η απολίτιστη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, ιδίως αυτή που καλύπτεται από τη βαριά σκιά του βουνού των ζοφερών ενστίκτων.
Μετέωρη η μεταπολεμική γενιά, έζησε όλη την αντίδραση της στενομυαλιάς των προγόνων της, την αμηχανία τους αλλά και τη δική της στη συνέχεια, μπροστά στην τεχνολογική έκρηξη, μαζί με τις επιπτώσεις από αυτή: από τον καταναλωτισμό και την υπερβολή, ώς τη μοναξιά και την αδιαφορία, από το επίτευγμα ώς τις εύκολες λύσεις. Όμως, πόσο συμβαδίζει η τεχνολογική πρόοδος με την πολιτισμική; Προόδευσε πολιτισμικά ο άνθρωπος ή χρησιμοποιεί την πρόοδο για να ικανοποιήσει με περισσότερους τρόπους τις άξεστες, βίαιες, άγονες πλευρές της ύπαρξής του, τα καλά διατηρημένα από γενιά σε γενιά αρχέγονα ορμέμφυτα;
Σήμερα η Άι (Άι στα ιαπωνικά σημαίνει αγάπη· το επέλεξε η ίδια ως όνομα στα είκοσι πέντε της), θα ήταν εβδομήντα τριών ετών και θα μπορούσε να μιλά εξίσου άνετα για όλα, ιδίως για εκείνα που αποσιωπούνται, για εκείνα που ο φόβος, οι δημόσιες σχέσεις, οι κύκλοι, τα συμφέροντα και τα σινάφια κρατάνε στη σιωπή. Ίσως στην αντίπερα όχθη να κουβεντιάζει με τη Γώγου, τον Σαχτούρη, τον Καρυωτάκη, την Πολυδούρη.

Αφήνοντας στην άκρη τις ατέρμονες συζητήσεις περί μετάφρασης ή απόδοσης ή τι τέλος πάντων είναι αυτό που προκύπτει όταν ένα ποίημα μεταφέρεται σε μία άλλη γλώσσα, δεν μπορείς να μην αισθανθείς ευγνωμοσύνη για όσους το επιχειρούν. Ευτυχώς στη χώρα μας υπάρχουν πολλοί άξιοι και ικανοί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μεταφορά στα ελληνικά της άγνωστης ώς τώρα στην ελληνική επικράτεια Αμερικανίδας ποιήτριας έγινε αριστοτεχνικά από τον ποιητή Βαγγέλη Αλεξόπουλο και την ποιήτρια-συγγραφέα-κριτικό λογοτεχνίας Διώνη Δημητριάδου, επιβεβαιώνοντας για πολλοστή φορά το γιατί «οι Χιώτες πάνε δυο δυο».
Το λεκτικό αποτέλεσμα είναι ποίηση, δεν είναι ξερή παράθεση λέξεων ή νοημάτων. Είναι στίχοι κανονικοί, φυσικοί, συνεκτικοί αλλήλων, ρέοντες. Σε αυτό έγκειται η επιτυχία του όλου εγχειρήματος, η οποία εδώ κατά τη γνώμη μου ήταν ολοκληρωτική.

Διαβάζοντας, αναρωτιέσαι αν τον ζόφο και τον πόνο που ενεδρεύουν στα ποιήματα τον είχε βιώσει η ίδια η ποιήτρια ή αν τον έφερε στις πλάτες του το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, από μόνο του, χωρίς προηγούμενες προσωπικές αναφορές ή εμπειρίες της ποιήτριας, είτε αυτοτελώς είτε αποτελώντας μετεμψύχωση άγνωστων συνειδητά σε εκείνη πραγματικών περιστατικών ή καταστάσεων. Το ζήτημα αυτό θίγεται και στην εισαγωγή του βιβλίου, αλλά για μένα δεν έχει τόση σημασία πια, όσο το ίδιο το κείμενο, το οποίο είναι τόσο ζωντανό και ενεργό, που σου μεταφέρει αυτούσια την ποιητική του δυναμική και σε πείθει ότι σου μιλάει κάποιος που έχει βιώσει το μαύρο και με επιτακτική αμεσότητα μοιράζεται την εμπειρία του μαζί σου. Άρα πρόκειται σαφώς για ζώσα ποίηση.

Ο τρόπος έχει πολλά παρακλάδια. Άμεσος, έμμεσος, ειρωνικός, σαρκαστικός, απαξιωτικός, απολυτοφανής, αντιπουριτανός, βλάσφημος για πολλούς, αιρετικός για άλλους τόσους, απροκάλυπτος, αμφισβητητικός, ευθύς ή συσχετισμένος, αναγωγικός, αλληγορικός, πάντα ποιητικός.
Ο χρόνος τρέχει, όλα αλλάζουν. Όλα; Ο ρατσισμός; Πόσο εύκολο είναι (και σήμερα ακόμη) να έχεις μαύρο δέρμα;

«… Ας μη φανούμε κακοί, μια που είμαστε Νέγροι.
Δεν θα’ ναι καλό για τη φυλή».
«Έτσι κι αλλιώς θα πουν ότι κλέψαμε»…

Άλλαξε κάτι; Ίσως μόνο στη νέα γενιά των σημερινών δεκαεξάρηδων, τουλάχιστον εγώ εκεί ανιχνεύω και διαπιστώνω βήματα εμπρός. Καιρός ήταν.
Τι άλλο καθορίζει τον άνθρωπο εκτός από το χρώμα του δέρματός του από την ώρα που γεννιέται; Το φύλο φυσικά. Και εδώ αρχίζει το πανηγύρι με τα προπατορικά αμαρτήματα, τους ρόλους, τις σχέσεις, τις ηθικές, τα πρέπει, τα «έτσι είναι», τις θρησκείες, τους φανατισμούς και πάει λέγοντας. Η Άι δεν μασάει τα λόγια της, οι στίχοι της μαστιγώνουν:

… πόσο ελεύθερη είναι μια γυναίκα; –
γεννημένη με της Εύας το αμάρτημα ανάμεσα στα πόδια της,
και μέσα της
Ο Εωσφόρος κάθεται πάνω σε έναν θρόνο από όστρακα αλιώτιδων,
το ραβδί του με το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή
καρφωμένο πάνω του.

Γυναίκα που ανάβει φωτιές και ξεσηκώνει αρσενικές ορμές

αυτό σε ξεσηκώνει ακόμα, αλλά ετούτο το αγροτικό δεν έχει παράθυρα
και το κάθισμα είναι κρύο, ένα ψεύτικο δερμάτινο μπούτι
να πιέζει το δικό μου,

γυναίκα λαβωμένη αλλά ανθεκτική

Είμαι μια φοράδα. Κάθε κεφαλή καρφιού
στις οπλές μου φορά το πρόσωπό σου,
αλλά ούτε κι εσύ, λύκε, μπορείς να με διαλύσεις,

γυναίκα που η θέση της εικάζεται ή απαιτείται καθορισμένη

Ξέρω πως θα ακολουθήσεις, πάντα πίσω μου ή μπροστά μου,
ποτέ στο πλευρό μου,

γυναίκα που ως κόρη πολλές φορές κατασπαράσσεται από τους γονείς, είτε με απαιτήσεις συμπεριφοράς είτε με πλήρη απαξίωση ή αδιαφορία. Αν τύχει και γίνει η ίδια μάνα, ακόμα και τότε της ζητείται να προσαρμοστεί αλλάζοντας ρόλο, γίνεται δε αποδεκτή μόνο υπό προϋποθέσεις:

Η μητέρα μου είναι δυσαρεστημένη μαζί μου.
Ο πατέρας δεν νοιάζεται
Λέει ότι δεν χρειάζεται να παντρευτώ
Μόνο για να δώσω ένα όνομα σ’ αυτό που έχω στην κοιλιά μου.

Πολλοί γονείς, ιδίως μανάδες, συχνά (συνειδητά ή ασυναίσθητα) στραγγαλίζουν τα παιδιά τους, όταν έρχονται εκείνες οι στιγμές, που αναδύονται εντός τους όσα εκείνες υπέφεραν από τους δικούς τους γονείς και αμύνονται προβάλλοντάς τα πάνω στα δικά τους παιδιά, αφού δεν μπορούν να αποκόψουν ποτέ τον «άλλο» ομφάλιο λώρο που τα δένει μαζί τους, αυτόν της εξουσίας που πηγάζει από το «εγώ σε γέννησα, εγώ σε μεγάλωσα, μου χρωστάς, χάρη σε μένα υπάρχεις»,
μιλώ για τότε,

Όταν οι μητέρες πρέπει να αποφασίσουν να σώσουν
Ή να εκτελέσουν τα παιδιά τους.

Εξουσία συνεπάγεται υπακοή. Απλά μαθηματικά:

και η μαμά θα με έστελνε στο δωμάτιό μου
όπου θα καθόμουν
μέχρι να μάθω να μην παρακούω.

Γυναίκα, που κάποιες φορές κερδίζει το λαχείο και βρίσκει αυτόν που αισθάνεται για εκείνην έτσι:

Γυναίκα, μια που σ’ αγαπάω ό,τι κι αν κάνεις…

ή πέφτει (η τύχη φταίει;) και προσκολλάται πάνω σε κείνον, για τον οποίο τρέφει αυταπάτες και μόνο μετά από καιρό μπορεί να συνειδητοποιήσει ποιος ήταν,
μένοντας κατάπληκτη που ο άντρας των ονείρων της
είναι ένας εφιάλτης, που είναι ευτυχισμένος
μονάχα όταν την κάνει να υποφέρει,
ή σε κείνον που δεν θα βλέπει την ώρα

… να δραπετεύσει από την πατρότητα όπως κάθε άλλος άντρας
που δεν είχε σκοπό να παραμείνει για καιρό…

Γυναίκα, που όταν γίνει μάνα η ίδια, θα ακολουθήσει την πεπατημένη, πλάθοντας τον γιο της κατά τα δικά της βιώματα:

… έτσι γιε μου,
πρέπει να χτυπάς τη Ροζίτα συχνά.
Πρέπει να γνωρίζει το βάρος του χεριού ενός άντρα,
οι μελανιές που είναι όπως οι πληγές του Χριστού…
… Και πρέπει να είναι πάντα έγκυος
αν όχι με παιδί
τότε με τη γνώση
ότι είναι ζωντανή χάρη σ’ εσένα.

Ανεξάντλητο θέμα, προσφιλές και άξιο λόγου σε όσους ορθώνουν το ανάστημά τους απέναντι στα καθωσπρέπει, σε όσους τολμούν να τραβάνε απότομα τις κουρτίνες, όπως λ.χ. στην Πολωνέζα Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923-2012):

«Πρέπει να είναι πρόθυμη να δίνει ευχαρίστηση.
Να αλλάζει έτσι που τίποτα να μην αλλάξει…
Κοιμάται μαζί του σαν να ήταν κάποια τυχαία γνωριμία,
σαν τη μοναδική και μόνη γνωριμία.
Θα του γεννήσει τέσσερα παιδιά, ένα παιδί, κανένα…
Αδύνατη αλλά σηκώνοντας τα πιο βαριά φορτία…» [1]
ή στην Αμερικανίδα Ανν Σέξτον (1928-1974)
«Και η γυναίκα;
Η γυναίκα λούζει την καρδιά της.
Της την ξεκόλλησαν
κι επειδή είναι καμένη
και σαν μια πράξη τελευταία
την ξεπλένει στο ποτάμι.
Αυτό είναι το παζάρι του θανάτου». [2]

Ο πόλεμος των φύλων, αντί του έρωτα, του μοιράσματος, της αγάπης. Ανταγωνισμός που τα θέλει όλα στρεβλά στην ψυχασθενική εικονική του πραγματικότητα:

Μετά σκαρφαλώνω πάνω σ’ ένα τραπέζι και χορεύω,
Περιμένοντας να ακούσω τι εντάξει αγόρι που είμαι,
Πατέρας, γιος και κόρη, ένα επιτέλους.

Μέσα σε όλα αυτά και η κακοποίηση και μάλιστα από εκεί που δεν το περιμένεις ή δεν το φαντάζεσαι καν:

καθώς ο παππούς με σηκώνει
και τρίβει τα χέρια του ανάμεσα στα πόδια μου…
… Όταν αναρωτήθηκα
γιατί με ελκύουν οι άντρες που με αηδιάζουν
γύρισα πίσω στον χρόνο…
κι εκεί βρήκα τον παππού να περιμένει,
με το χέρι απλωμένο να με σηκώσει ψηλά
γυμνός και υγρός
εκεί που με έτριβε…
«Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να μου το κάνεις αυτό.
Είμαι μόλις δέκα χρονών»,
κι αυτός είπε, «Είσαι αρκετά μεγάλη για να ξέρεις».

Κόλαση επί γης. Όχι πολύ μακριά:

Η κόλαση απέχει όσο η επόμενη ανάσα σου
και ο παράδεισος είναι αφάνταστα μακριά.
Η μία πύλη μετά την άλλη στέκεται ανάμεσα σ’ εσένα και τον Θεό,
λοιπόν γιατί να μην συναντήσεις τον διάβολο καλύτερα;
Αυτός τουλάχιστον έχει χρόνο για τους ανθρώπους

γιατί κατά την Άι, την Αγάπη, η γέννηση ίσως να είναι τιμωρία
Ποιος νοιάζεται αν υποφέραμε άραγε
ή ακόμα που μας αποκαλούσαν φίλους,
γιατί τελικά συμφωνούν
πως πήραμε αυτό που μας άξιζε επειδή γεννηθήκαμε.
και ο από μηχανής, απαιτητικός, αφού

… ο Θεός είναι μια επιθυμία που δεν μπορείς να ικανοποιήσεις.
Πρέπει να Του παραδοθείς ή να πεθάνεις.

Ακόμα και η απόδοση αρσενικού φύλου στον Θεό μπορεί να τον καταστήσει απόμακρο σε κάποιους:

Τότε τη φώναξα γυναίκα
επειδή ήξερα τι σήμαινε αυτό.
Αλλά σε ονομάζω Θεέ μου, Πατέρα,
και μου είσαι εντελώς ξένος.

Απομακρύνεσαι έτσι από την αγκαλιά της συγχώρεσης και αναζητάς κουράγιο στα απλά, στα ασήμαντα, στα καθημερινά. Προσπαθείς να αντλήσεις δύναμη από τη δύναμή τους και με αυθυποβολή να αντέξεις τη μοναξιά και το κάθε τι που σε πληγώνει:

Δεν σε συγχωρώ που έφυγες.
Βγάζω την πατάτα από την τσέπη μου.
Μια δαγκωματιά, και άλλη μια,
μονάχα να έφτανε αυτό
για να ζήσουμε αιώνια.

Το ποτάμι της ζωής οδεύει προς το δέλτα του χρόνου, αφήνοντας πριν από το τελειωτικό σμίξιμο με τον τεράστιο θαλάσσιο κόλπο, προσχώσεις αυτογνωσίας:

… Είμαι εγώ.
Είμαι η μόνη βρόμικη συνήθεια
που δεν μπορώ να κόψω,
ουρλιαχτά επιθυμίας:
Θέλω τη ζωή μου πίσω,
τις υπέρμετρα διαυγείς ημέρες
τις νύχτες που μύριζαν οργή,
αλλά έχει χαθεί,
διδαχές, μεταφορές εμπειρίας:
Θέλω να σου διδάξω πώς είναι
να ζεις τη ζωή σου για κάποιον άλλο
χωρίς να σέβεσαι τον εαυτό σου

διαπιστώσεις καρυωτακικές:

… μετά γύρισες πάλι στην
απάθεια,
όπως κάνουμε όλοι, σαν ξεμπερδέψουμε
με την ανοησία της ζωής,
εικόνες σκληρές, Σαχτουρικές:
Για μέρες δεν είχε τίποτα να φάει
και κόβει ψωμί από το χέρι της αδελφής σου
προτού να την πυροβολήσει στο κεφάλι
και να σπάσει όλα τα πιάτα

που καταλήγουν σε επιγράμματα-αποστάγματα:

Τις σκληρές αλήθειες δεν τις παίρνεις πίσω,
ούτε τις αναδιατάσσεις σαν τα κομμάτια του Scrabble
για να φτιάξουν άλλη λέξη που να μην είναι θανατηφόρα.
Όλα δοσμένα με την πρώτη ύλη των ποιητών για να φέρουν το ποίημα στην εδώ ζωή, τις λέξεις και μάλιστα με απλές, καθημερινές, σαν αυτές που προτιμούσε ο Λειβαδίτης. Μετά από μόχθο, πάλη, απερίγραπτες και ανεξήγητες εσωτερικές διεργασίες, οι λέξεις κεντάνε και πονάνε:

Λέξεις, λες νεαρά κορίτσια σ’ έναν κύκλο, να κρατούν τα χέρια,
και να ξεκινούν την ανάληψη στον ουρανό…
και πάνω απ’ όλα
εγώ εκεί να επιπλέω,
να λοιπόν πώς είναι
μόνο δέκα φορές πιο καθαρό,
δέκα φορές πιο φρικτό.
Ποιος ζωντανός θα το άντεχε;

Ίσως λοιπόν να μην είναι μόνο «αιρετικά παραμύθια» αλλά και «αναίρεση της περί την γυναίκα παραμυθίας». Είναι πασιφανώς και καταγγελία των ετσιθελικών ρόλων που της φορτώνουν αλλά και των όσων μόνη της βάζει στην πλάτη. Είναι γκρέμισμα και αποκαθήλωση του ειδώλου της, με ταυτόχρονη «ολική επαναφορά» στην πραγματική της διάσταση ως Ανθρώπου, η οποία εμπεριέχεται αυτούσια και στη θεϊκή της διάσταση, ως «καθ’ ομοίωσιν» για τους εν αγάπη Χριστού διάγοντες. Είναι η άρση των κανόνων του κόσμου των ανδρών, η έκκληση για ισότιμη, ισοπολιτειακή συμπόρευση επί γης.
Είναι κραυγές για βήματα με τον έναν στο πλευρό του άλλου, με το φύλο να είναι σύμμαχός τους και απαραίτητο συμπλήρωμα αλλήλων. Είναι καμπάνες στίχων, σημαίνουσες την ανάδειξη της ευλογίας τού να είσαι άνθρωπος διαμέσου της κατάδειξης των παθογενειών του ισχύοντος status quo και του αντίστοιχου modus vivendi. Προέρχονται από μια ισχυρή γυναικεία προσωπικότητα, που μέσα από την άρνηση προσπάθησε να δείξει το φως της κατάφασης. Πηγάζουν από μια ανθρώπινη ύπαρξη που δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται, ακόμα και όταν ο καρκίνος του στήθους της άλωσε το σώμα:
και ήξερε ότι θα πεθάνει από αυτό,
Αλλά δεν θα παραδινόταν σε αυτό.
Ναι.
Γιατί η Άι, δεν παραδόθηκε. Ναι.
Η τελευταία λέξη τα λέει όλα. Μένω σε αυτήν.
Άι. Αγάπη. Ναι.

Γιώργος Ρούσκας