Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Παναγιώτη Κουσαθανά Ασύνταχτα μένουν τα δύσκολα εκδόσεις Ίνδικτος



Παναγιώτη Κουσαθανά

Ασύνταχτα μένουν τα δύσκολα

εκδόσεις Ίνδικτος

(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό diastixo.gr http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/7260-asintaxta-menoun-ta-diskola)





ο τόπος και η ψυχή του - μύθος και ιστορία της νήσου Μυκόνου

Όσοι αγαπούν την ανάγνωση, όσοι βλέπουν τα βιβλία σαν μια νοητή προέκταση και του χεριού και της σκέψης, αυτοί θα καταλάβουν τι εννοώ λέγοντας ότι υπάρχουν κάποια βιβλία που τα διαβάζεις μια πρώτη φορά (σημειώνοντας με μολύβι στα περιθώριο των σελίδων) και μετά δεν τα εγκαταλείπεις σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης σου. Τα έχεις πρόχειρα (εξαιρετική η ετυμολογία της λέξης), δίπλα σου δηλαδή, σε απόσταση έκτασης χειρός, για να τα ανοίγεις όποτε νιώσεις ότι κάτι ακόμα θέλεις να δεις μέσα τους, έναν διάλογο να ανοίξεις ή να συνεχίσεις τον αρχινημένο. Τέτοιο βιβλίο είναι και τούτο του Παναγιώτη Κουσαθανά.

Για όποιον δεν έχει μέχρι τώρα συναπαντηθεί με κάποιο γραπτό του, ίσως αποτελέσει έκπληξη ο τρόπος της γραφής. Εννοώ θα τον ξαφνιάσει όχι μόνο το περιεχόμενο -θα έρθουμε και σ’ αυτό- αλλά και η χρήση της γλώσσας και η απουσία των σημείων στίξης (κόμματα και τελείες), ακόμα κι εκείνο το ερωτηματικό που προηγείται της φράσης για να δώσει τον τόνο της ερώτησης στην ανάγνωση, αλλά και την κλείνει ολοκληρώνοντας. Το πολυτονικό σύστημα χρησιμοποιεί ο Κουσαθανάς, δείχνοντας έτσι και το ήθος συνάμα της γλωσσικής επικοινωνίας, ωστόσο αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα για να ανοίξει τώρα. Να επισημανθεί όμως η συμφωνία του τρόπου γραφής με τη θέση του για όλα αυτά που χάνονται μέσα στη γενική αδιαφορία, την ώρα που όλοι θα έπρεπε να κινητοποιηθούμε για τη διάσωσή τους.

Η Μύκονος (ο γενέθλιος τόπος του) είναι η πρωταγωνίστρια στο βιβλίο, στην ιδιότυπη μυθιστορία του, το αρχείο μετεωρολογικών, αισθηματικών και λοιπών συμβάντων, όπως το θέλει ο ίδιος. Όχι όμως η Μύκονος που ξέρουμε ή που θαρρούμε πως ξέρουμε. Όχι. Ετούτο το νησί που μας παρουσιάζεται εδώ είναι αυτό που κρατήθηκε μέσα στην ψυχή του συγγραφέα, αυτός ο τόπος που κατάφερε να κρατήσει κάπου βαθιά φυλαγμένη τη δική του  ψυχή, μακριά από τις φωνασκίες και τα φληναφήματα των πολλών, τις φωταψίες της δημοσιότητας. Γι’ αυτόν τον τόπο γράφει διασώζοντας μια εικόνα του χαμένη από καιρό.

Φεύγουν φεύγουνε σαν τους ανθρώπους κι οι τόποι

και τότε

[…]θα βρίσκεται κάποιος «ολίγον λωλός» -έστω ένας- να φωνάζει το δίκιο του κακομεταχειρισμένου κι αδικημένου τόπου του



Αυτό το δίκιο έρχεται να φωνάξει (γιατί και οι τόποι χάνονται άδικα), με όποιον τρόπο καλύτερο βρει. Γιατί οι τρόποι εδώ μέσα είναι πολλοί και φαινομενικά αταίριαστοι μεταξύ τους. Από την αρχή πλανάται μια ιστορία έρωτα που δικαίωση και ολοκλήρωση δεν βρήκε, που όλο θα την πει και όλο κάτι άλλο τραβάει τον νου του πιο πέρα και διακόπτει την αφήγηση. Σαν να μας μιλάει και οι συνειρμοί δεν τον αφήνουν να στεριώσει μια αφηγηματική  δομή στην ιστορία του. Μα δεν πειράζει, γιατί από το ένα στο άλλο όπως πηγαίνει, γεμίζει ο δικός μας νους με όλα τα πολύτιμα, τα φυλαγμένα μέσα του. Θυμητικά πολλά, εικόνες και ζωγραφιές (πόσες φορές θα μας φέρει στην προμετωπίδα να δούμε ξανά και ξανά την ανολοκλήρωτη -κι αυτή- ξυλογραφία του Γιάννη Κεφαλληνού, γιατί πάλι κάτι ελάχιστο αλλά σημαντικό έφερε στο μυαλό του). Και οι εικόνες από τις εκκλησιές πόσο δεμένες στον λόγο του με πλείστες όσες άλλες που μυστικά επικοινωνούν, κι ας μην το ξέρουμε κι ας μην το δέχονται άλλοι πολλοί. Υπέροχα δεσίματα:



[…]

Η τρυφερή αυτή μάννα με το βρέφος στην αγκαλιά καταδιωγμένη Λητώ Κυβέλη και Ίσις σού έκανε καλή παρέα τ’ αμέτρητα κι ατελείωτα μαρτυρικά μεσημέρια του καλοκαιριού όταν ο πατέρας σ’ έβαζε με το ζόρι να κοιμηθείς ενώ έξω στα σοκάκια και στις αλάνες του Νιοχωριού στις αμμουδιές της Βίδας και της Μεγάλης Νάμμος ξεφάντωναν λεύτερα παίζοντας και κολυμπώντας τα τυχερά αγυιόπαιδα που οι πατεράδες τους αντίθετα με τον δικό σου που ’χε σε καιρούς δύσκολους καεί η γούνα του από τις αρρώστιες της αδερφής σου δεν πίστευαν και τόσο φανατικά ότι τα παιδιά τα μεγαλώνει και τα κάνει πιο χοντροκόκκαλα μαζί με το φαγητό και τον καθαρό αέρα ο ύπνος ο μεσημερνός που σήμερα τόνε λένε «σιέστα» Πόσο δίκιο είχε εκείνος ο πατέρας σχεδόν πάντα έχουν δίκιο οι πατεράδες αλλά δεν το βρίσκουν όσο ζουν Ακόμα ντιντινίζουν και κροταλίζουν στ’ αφτιά τα μεσημεριανά τσέρκια των φίλων πάνω στο καλντιρίμι όσο η Βρεφοκρατούσα η Κυρία η Εκατονταπυλιανή -δεν ήξερες πώς την έλεγαν τότε- κοιτάζοντάς σε συνέπασχε σαν μάννα και σε παρηγορούσε πως κανένα μαρτύριο ούτε του Άδη που περίμενε τον γυιό της κρατά αιώνια – αν και πάντα αναρωτιόσουν εάν τον έβαζε κι εκείνη να κοιμάται με το ζόρι τα μεσημέρια αλλά ποτέ δεν πήρες το θάρρος να την αρωτήξεις



Είναι κανείς που δεν είδε αυτόν τον μικρό να τραβιέται σε μεσημεριάτικο ύπνο μη θέλοντας; Και που δεν εννόησε του κόσμου και του χρόνου τα γυρίσματα, που καλά κάνουν και δεν ξέρουν από αγιοσύνες και τα συναφή;

Είναι και οι μουσικές και οι ήχοι.  Απίστευτες σαράντα πέντε (!) σελίδες ήχων, που όχι μόνο τις διαβάζεις αλλά κυρίως τις ακούς. Και οι γεύσεις, άλλες είκοσι τρεις σελίδες γεμάτες από ατελείωτες υπέροχες περιγραφές. Ακόμα και το υπέροχο (σαν υφασμάτινο) εξώφυλλο με τη ζωγραφιά  Μελτέμι της Μαργαρίτας Μπακοπούλου, που κάθε λίγο σου έρχεται η διάθεση να το αγγίξεις για να ημερέψει ο νους. 

Αλλά πάνω και πέρα απ’ όλα αυτά, είναι οι ιστορίες του νησιού, είναι οι άνθρωποι, τα σόγια, οι σχέσεις, οι έρωτες (πάλι αυτοί) κάποτε αταίριαστοι. Μα, είναι ποτέ αταίριαστοι οι έρωτες;

[...]έρως αφύσικος δεν υπάρχει ο γάτος ερωτεύεται το ψάρι κι η λεύκα ερωτοχτυπιέται μ' ένα άλογο όπως διηγιούνται οι παραμυθάδες κι οι ζωγράφοι

Αυτό θα πει και θα αποστομώσει τους μικρόψυχους που διαχωρίζουν αυθαίρετα όσους θέλουν να ζήσουν ενωμένοι. Όπως και οι ήρωες αυτής της ιστορίας, που όλο αρχινάει να την πει και όλο το αναβάλλει. Ένας σύγχρονος Ρωμαίος και μια Ιουλιέτα και δύο φάρες του νησιού να έχουν προαποφασίσει για τη μοίρα τους. Διαχρονικές θλιβερές επαναλήψεις, δράματα, θύματα της ματαιοδοξίας των μικρών και ασήμαντων ανθρώπων, των τραγικά ανέραστων, των χαμερπών και ανίκανων να αντιληφθούν το ύψος της αγάπης, του έρωτα το πάθος.

Συχνά θα θυμηθεί την άλλη Μυκονιάτισσα, τη Μέλπω Αξιώτη, εγκιβωτίζοντας στο δικό του κείμενο τα άξια δικά της. Την αγαπά τη Μέλπω για πολλούς λόγους, ο ένας εδώ:

[…]ήταν κι εκείνο το αρνί η Μελπω Το «αριστερός» με οποιαδήποτε από τις σημασίες του αποτελούσε ύβρι προσβολή και στίγμα – η Μέλπω είχε νιώσει πολλή περιφρόνηση στο πετσί της




Και το φως, άπλετο και αληθινό. Πώς να κρυφτείς; Θα μας θυμίσει τα λόγια του Αλμπέρ Καμύ εν πλω εγκαταλείποντας το νησί στα 1955:

Να συγκρατήσω αυτό το φως να ξανάρθω να μην υποκύψω πια στη νύχτα των ημερών



Μα και οι λέξεις, διατηρημένες ακόμα στην ιδιόλεκτο των παλαιών, χαμένες πολλές για τους νεότερους, στη λήθη πλέον ες αεί, με απολεσθέντα πλέον τον χρηστικό τους ρόλο. Και κάποιες να στοιχειώνουν τον συγγραφέα, έτσι όπως διασώζονται (ως ήχος με άγνωστη ετυμολογία άρα και ορθογραφία). Σαν αυτή τη δίλεκτη φράση μασούκα κιώρα, που όπως θα πει:

[…]πολλή σκόνη του χρόνου έχει στοιβαχτεί από τότε πάνω στον κόσμο και πάνω στη δίλεκτη φράση που παραχώθηκε και θαμμένη δεν ακούγεται ποτέ και πουθενά τώρα ενώ κάποτε νοστίμευε την κάθε λέξη την κάθε φράση



Αυτή τη σκόνη του χρόνου προσπαθεί να σηκώσει πάνω από τα αγαπημένα πράγματα, τους τόπους, τις λέξεις, τους ανθρώπους, μήπως μπορέσουμε κι αξιωθούμε την κοινωνία του άξιου και αληθινά σημαντικού. Σχεδόν έξι χρόνια γραφής φέρει η μυθιστορία αυτή μέσα της,  και όλο το μνημονικό της υλικό μπερδεύεται όμορφα φτιάχνοντας ολοένα και νέα σχήματα ανάγνωσης. Το λέει και ο τίτλος άλλωστε: Ασύνταχτα μένουν τα δύσκολα, ή όπως ο ίδιος το θέλει περισσότερο κρυπτικό το νόημα να είναι για τον ποιητή:

ΑΣΥΝΤΑΧΤΑΜΕΝΟΥΝΤΑΔΥΣΚΟΛΑ

Και διευκρινίζει:

Αυτή πρέπει να είναι η προειδοποίηση του συγγραφέα προς τους αναγνώστες του για να τους καταστήσει προσεκτικότερους αλλά και για να τους προτρέψει  να μελετούν όχι μόνο τις αράδες που μπόρεσε να γράψει αλλά κι όσα άφαντα για το άπειρο μάτι υπάρχουνε ανείπωτα και κρυμμένα ανάμεσό τους



Από όσα διαβάζει κανείς σ’ αυτά τα ειπωμένα του Κουσαθανά κάποια λιγοστά επισημάνθηκαν εδώ. Ένας άλλος αναγνώστης θα γητευτεί από άλλα. Μα τα πιο σημαντικά είναι αυτά που δεν ειπώθηκαν, τα ασύνταχτα και ανένταχτα της γραφής και της μνήμης. Αυτά που έρχονται στον νου καθώς διαβάζεις και με έκπληξη βλέπεις να κάνεις τους δικούς σου συνειρμούς και να προεκτείνεις τα νοήματα. Τότε λες ότι η γραφή έκανε καλά τη δουλειά της, γέννησε καινούργια γράμματα, νέες εικόνες. Τότε θες ακόμα και τη μισοτελειωμένη ζωγραφιά του Κεφαλληνού να αποτελειώσεις, ή και τη φράση τη χαμένη να ξαναζωντανέψεις. Και με άλλη ματιά «μασούκα κιώρα» να ξαναδιαβάσεις αυτό το μοναδικό βιβλίο.



Διώνη Δημητριάδου
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου