Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Ιατρικό παράδοξο (διηγήματα) του Σπύρου Μπρίκου από τις εκδόσεις Μανδραγόρας (η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Book Press)

Ιατρικό παράδοξο

(διηγήματα)

του Σπύρου Μπρίκου

από τις εκδόσεις Μανδραγόρας

(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Book Press http://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/mprikos-spuros-mandragoras-iatriko-paradoxo)




Μια παράδοξη ανατομία

Στην προμετωπίδα του βιβλίου διαβάζουμε από τον Αντόνιο Γκράμσι:

Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά αλλά δρα. Είναι η κτηνώδης ύλη που πνίγει την ευφυΐα.

Ίσως αυτή να είναι η κατάλληλη εισαγωγή στην πρωτότυπη αυτή συλλογή διηγημάτων (την πρώτη) του Σπύρου Μπρίκου. Πώς στέκεται ένας νέος άνθρωπος απέναντι στην ιστορία του τόπου του; Όχι φυσικά με την ολιγόχρονη προσωπική του μνήμη, όμως με σαφή επίγνωση της συλλογικής μνήμης που διατηρεί γενιά τη γενιά εικόνες και καταστάσεις, και επιμένει να θυμίζει ότι αυτό που διαμορφώνει τη σημερινή μας υπόσταση ακουμπά σταθερά πάνω στην πείρα του παρελθόντος, πάνω στις νίκες και περισσότερο πάνω στις ήττες, που ως λαός έχουμε υποστεί. Το να στρέφεται κάποιος νέος συγγραφέας στο παρελθόν αυτό για να κατασκευάσει την πλοκή των ιστοριών του αποτελεί ήδη ένα παράδοξο στα σημερινά λογοτεχνικά πράγματα. Αν δίπλα σ’ αυτό βάλουμε τον πρωτότυπο τρόπο, με τον οποίο ο διηγηματογράφος επεξεργάζεται το υλικό του, το όλο εγχείρημα αποκτά και ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γιατί ο Σπύρος Μπρίκος προσεγγίζει τη μυθοπλασία με την ιατρική ιδιότητα. Και δεν επιτυγχάνεται αυτό μόνον με τη χρήση της ιατρικής ορολογίας, η οποία ακολουθεί τα βήματα της πλοκής ευφυώς (με τη βοήθεια του ιατρόλεξου που επιμελήθηκε η Ελένη Χρήστου), αλλά κυρίως με την αίσθηση που δημιουργεί στον αναγνώστη ότι επιχειρεί την ανατομία του σώματος του βιβλίου, λειτουργώντας όπως ένας ανατόμος με το ανθρώπινο σώμα. Κατανέμονται οι ιστορίες του σε τρία μέρη, τα οποία ονομάζονται: ΚεφαλήΣώμα  –  Άκρα, με συνοδευτικές εύγλωττες εικόνες σπουδής του ανθρωπίνου σώματος (Λεονάρντο ντα Βίντσι, Αντρέα Μαντένια, Γκουστάβ Μορό, Ιερώνυμος Μπος).

Ναι, ο Σπύρος Μπρίκος είναι γιατρός. Υπό αυτή την έννοια, θα λέγαμε ότι βρίσκεται στο στοιχείο του, και κάτω από αυτή την ιδέα συσχετισμού της ιατρικής με τη λογοτεχνία γράφει και δημιουργεί. Ωστόσο, δεν είναι η ιατρική ιδιότητα του συγγραφέα που κυριαρχεί, όταν διαβάζεις το βιβλίο του.  Πάνω και πέρα από τη σχέση του με τα ιατρικά πράγματα, είναι ανήσυχος για την πορεία της ιδεολογίας σ’ αυτόν τον τόπο. Μέσα στις ιστορίες του ανατέμνει όχι το ανθρώπινο σώμα αλλά τη σκέψη των συγχρόνων του, που αγνοούν την ιστορία ή αδιαφορούν για τη συσσωρευμένη πείρα των προηγούμενων δεκαετιών, θεωρώντας ίσως ότι δεν ωφελεί να ψάχνει κανείς τα παρωχημένα. Ο παραλληλισμός που επιχειρείται και η αλληγορία που διατρέχει όλα τα κείμενα του βιβλίου είναι οι υποβοηθητικοί παράγοντες για την κατανόηση της πραγματικότητας, που μόνο με ζοφερά χρώματα θα μπορούσε να περιγραφεί.

[…]
Κάθε φορά που τα παιδιά διάβαζαν κάτι διαφορετικό από το εθνικό ψέμα, στα άκρα τους εμφανιζόταν ένα ιδιότυπο πορφυρικό εξάνθημα, που δεν υποχωρούσε με αντιϊσταμινικά χάπια. Ούτε και με ενέσιμα αντιαλλεργικά διαλύματα. Ήταν αθεράπευτα. Το πορφυρικό εξάνθημα συνδεόταν όμως με κάτι πιο εσωτερικό, οργανικό. Ήταν που τα ερυθρά τους αιμοσφαίρια, κάθε που ξημέρωνε, αποκτούσαν μια δρεπανωτή όψη. Κάτι σαν αυτοάμυνα, που δυνάμωνε τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών τους.

Το ιστορικό παράδοξο

Οι 32 μικρές ιστορίες του βιβλίου οδηγούν αρχικά προς το παρελθόν, στη μάχη της Πρέβεζας (1944), στην αντιστασιακή και αντιφασιστική δράση χωριών της Ηπείρου (Αβγό, Κλεισούρα, Ωρωπός, Δούβιανα, Λιγκιάδες, Φανάρι), στη σπηλιά του Κόκκαλη, στις αυτοσχέδιες ιατρικές μονάδες του Βουνού, στον Εμφύλιο, στους τόπους εξορίας. Όλες αυτές οι ιστορικές αναφορές παρουσιάζονται με διάσπαρτους ιατρικούς  όρους ανάμεσά τους, καθώς ο συγγραφέας δημιουργεί ένα παιχνίδι με τις λέξεις οδηγώντας προς το σήμερα, γιατί στην ουσία εδώ εντοπίζεται ο στόχος της γραφής του. Στο περιστατικό Β, για παράδειγμα, θα μας μεταφέρει μια οικεία εικόνα (λίγο παραλλαγμένη) από τον ευρηματικό κινηματογράφο του Αγγελόπουλου (Οι κυνηγοί) με τους αστούς να ανακαλύπτουν θαμμένο στο χιόνι το σώμα ενός αντάρτη να αιμορραγεί ακόμα από τα χρόνια του Εμφυλίου. Και θα αναρωτηθεί:

ιατρικό παράδοξο ή μήπως ιστορικό παράδοξο;

Σ’ αυτήν ακριβώς την  ερώτηση συμπυκνώνεται όλο το περιεχόμενο του βιβλίου και φυσικά επαρκώς δικαιολογείται και η επιλογή του τίτλου του. Γιατί ο Σπύρος Μπρίκος αποδεικνύεται εδώ όχι μόνον ευφυής ως προς την αφετηρία της σκέψης και την  επεξεργασία του υλικού του, αλλά κυρίως εύστοχος ως προς την ερμηνεία της σύγχρονης πραγματικότητας. Πρόκειται μόνον για μνήμες που διασώζονται από το παρελθόν, χρήσιμες ίσως για τη διαπαιδαγώγηση των νεοτέρων και άπειρων φυσικά εκείνων των χρόνων; Μήπως η συλλογική μνήμη είναι γεμάτη από ακόμα αιμάσσοντα σώματα; Από αδικαίωτους αγώνες, από θυσίες που αναζητούν μέχρι σήμερα τη θέση τους, όχι μέσα σε κάποιο βιβλίο αλλά στην έννοια της συνέχειας που θεωρητικά διαμορφώνει κάθε νέα γενιά;

Κυρίαρχη υπαινικτικότητα

Παραπάνω έγινε ένας παραλληλισμός του συγγραφέα με τον ανατόμο του ανθρωπίνου σώματος. Ισχύει αυτό, όπως φαίνεται μέσα από την εισχώρηση της ιατρικής ορολογίας στις ιστορίες. Όμως, ας μη μας διαφεύγει ότι ο ανατόμος εργάζεται με ένα νεκρό σώμα. Είναι πράγματι νεκρός ο άνθρωπος που ως λογοτεχνικό υποκείμενο κυκλοφορεί στα γραπτά του Σπύρου Μπρίκου; Εδώ εστιάζεται η άποψη του συγγραφέα. Αυτό το σώμα δεν έχει πεθάνει, τουλάχιστον όχι ακόμα. Ο αντάρτης στο περιστατικό Β, θα μας πει ο συγγραφέας, είναι πάντα ζωντανός μέσα στην Ιστορία και περιφέρεται σκόπιμα. Σε μια από τις ποιητικότερες εκδοχές της γραφής του (γιατί το διήγημα δικαιούται να δανείζεται από τον ποιητικό λόγο τον βαθμό της υπαινικτικότητας που έχει ανάγκη) θα μας πει επίσης:

Η μήτρα της ιστορίας ξεκίνησε τις διαστολές της
Μια νέα οργανογένεση συντελείται
Ο Νιοστός Βλαδίμηρος πάλλεται μέσα στα κοκκινόμαυρα σπλάχνα
Όπως το πλήκτρο ενός πιάνου μέσα στο μαύρο κύμβαλο

Ήδη ο συγγραφέας έχει πει πολλά, για όποιον διαβάζει σωστά πίσω από τις λέξεις και αξιοποιεί τη γραφή με τη δική του σκέψη.

Στη θέση της υγρής ινσουλίνης, τοποθέτησε ένα εύφλεκτο υλικό με πρωτογενή συστατικά τα όνειρα, τις ιστορικές μνήμες, τον έρωτα, την παιδικότητα και την Επανάσταση. Στρέφοντας τη σύριγγα σε αντίθετη κατεύθυνση. Ενάντια στο Σύστημα αυτή τη φορά. Με έναν βέβαιο και σταθερό ελιγμό. Σαν αυτό του βουνού. Του βουνού των ηττημένων – Νικητών!

Στο κέντρο ο Άνθρωπος

Μπορεί, λοιπόν, η Λογοτεχνία να προχωρά ως το σημείο να προτείνει μια άλλη θέαση του κόσμου; Θα πρέπει να γίνει αποδεκτός ένας τέτοιος ρόλος της Λογοτεχνίας (της Τέχνης γενικότερα), από τη στιγμή που ο δημιουργός έχει σαφή τοποθέτηση και ακόμα πιο ξεκάθαρο στόχο. Μια τέτοια περίπτωση έχουμε και με τη γραφή του Σπύρου Μπρίκου. Μέσα από τον προβληματισμό του, έκδηλο στις σελίδες του, μας φανερώνει τον Άνθρωπο, με τις εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο να  υπογραμμίζουν την  παρουσία του όχι μόνον ως φιγούρα των ιστοριών του αλλά ως διαχρονική ουσία και αξία μέσα στον κόσμο. Αυτόν τον Άνθρωπο μοιάζει να έχουμε ξεχάσει, καθώς τον τοποθετήσαμε απερίσκεπτα μέσα στις μεγάλες μάζες που δημιουργούν την Ιστορία απογυμνώνοντάς τον από την ατομικότητά του και την προσωπική του βούληση. Στο κέντρο όμως των μεγάλων ανατροπών της εκάστοτε καθεστηκυίας τάξης ανακαλύπτουμε την αξία της ξεχωριστής προσωπικότητας, που συμβάλλει με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της στην κοινή προσπάθεια. Έτσι μόνον  λειτουργούν οι μάζες, ως σύνολο ανθρώπων και όχι ως αδιαμόρφωτο και ασχημάτιστο συνονθύλευμα ομοειδών σωμάτων. 

Κάτω από αυτό το πρίσμα εκτιμώντας το περιεχόμενο του βιβλίου του Σπύρου Μπρίκου, θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε μια ρεαλιστική κατάθεση, παρά την εμφανή του διάθεση να απογειώσει το κείμενό του ανάγοντάς το στη σφαίρα του υπερρεαλιστικού. Είναι θέμα οπτικής φυσικά το πώς θα κοινοποιήσεις τις θέσεις σου. Και ευτυχώς η λογοτεχνία προσφέρει πολλούς τρόπους. Έναν από τους πλέον ευφάνταστους έχει επιλέξει εδώ ο συγγραφέας. Αυτό το ιατρικό παράδοξο, που καταλήγει να είναι ένα ιστορικό παράδοξο, μας προκαλεί να σκεφτούμε λίγο διαφορετικά, να ξαναδούμε μια ερμηνεία του παρελθόντος (σε μια εξαιρετικά πολυσήμαντη περίοδο της ιστορίας) και να επανεκτιμήσουμε την προσωπική μας τοποθέτηση.


Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Τα αδέσποτα των Χριστουγέννων

διηγήματα

του Γιώργου Ν. Μανιώτη

από τις εκδόσεις Λέμβος





[…]Ο φόβος μου γίνεται θάλασσα κι εγώ σιγά σιγά παίρνω το χρώμα του βυθού.

Σ’ αυτή τη φράση του Μανιώτη αξίζει να σταθεί κανείς καθώς διαβάζει τα διηγήματα στο νέο του βιβλίο. Πού εστιάζεται ο φόβος του συγγραφέα, σε ποιο βυθό ενσωματώνεται; Και, ακόμα περισσότερο, αυτή η καταβύθιση είναι απολύτως προσωπική, δική του, ή μήπως μιλάει για τον κοινό τόπο των φόβων μας;

Ο τίτλος της συλλογής ήδη σε αποτρέπει από μια εύκολη θεώρηση ότι, δηλαδή, πρόκειται για συνήθη χριστουγεννιάτικα διηγήματα. Αδέσποτες σκέψεις που βρήκαν τη συστέγασή τους κάτω από μια κοινή χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα; Αδέσποτα τα ίδια τα διηγήματα, σαν να μην καταφέρνουν να βρουν ένα κοινό σημείο αναφοράς, παρά μόνο μια αόριστη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα; 

Γνωρίζοντας ότι ο Μανιώτης αγαπά  να προκαλεί με το γράψιμό του, θεωρώ καλύτερη εκδοχή τη συστέγαση αυτών των διηγημάτων στο ίδιο βιβλίο, προκειμένου να εκτεθεί  ο απώτερος φόβος του, σε αναζήτηση των αναγνωστών που θα συμπλεύσουν προς τη συγκεκριμένη θέαση της πραγματικότητας.

Πράγματι τα διηγήματα αυτά έχουν βρει τον δικό τους κοινό τόπο. Επιχειρούν -με μια απλή και σίγουρη για την αποτελεσματικότητά της γραφή- την ανατομία της σημερινής εικόνας που παρουσιάζει η ζωή μας. Σε ένα πρώτο, επιπόλαιο κοίταγμα φαίνεται να βρισκόμαστε εν μέσω κρίσης, η οποία έχει καταργήσει τον μέχρι πρόσφατα επιθυμητό τρόπο ζωής και επιδιωκόμενο με κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο. Φαίνεται να εκτιμάμε τη σημερινή κατάσταση σαν μια δυστυχία που μας απομάκρυνε από το όνειρο της ζωής των πολλαπλών παροχών. Και σαν να ελπίζουμε σε επανάκαμψη σύντομα, ώστε το ισοζύγιο να βγει τελικά θετικό. Ο Μανιώτης θα ανατρέψει αυτή την εικόνα. Δεν ζούμε μέσα σε ένα λάθος που προέκυψε από την πολύμορφη κρίση. Στην πραγματικότητα το λάθος το είχαμε κάνει πριν, όταν εμπιστευθήκαμε το μέλλον μας στο κυνήγι των στόχων που διαιώνιζαν μια υπαρκτή κατάσταση παράλογη, ατελέσφορη και υβριστική, απέναντι σε αληθινές αξίες που είχαμε απεμπολήσει ανενδοίαστα.

Εδώ και χρόνια βλέπουμε ανάποδα
θα μας πει.

Κλεισμένος μέσα σ’ ένα δωμάτιο, σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο προσπαθούσα νυχθημερόν να γίνω κάτι παραπάνω από τους άλλους, για να κάνω πιο εύκολη τη ζωή μου. […]όλα προγραμματισμένα και τα αισθήματα και οι συγκινήσεις και οι προσπάθειες και οι θυσίες και όλες αυτές οι απολαύσεις και οι χαρές που μας υπόσχονταν σαν το μέγιστο βραβείο, ήρθανε πάντοτε κατόπιν εορτής. Τίποτα στην ώρα του, όλα μεταχρονολογημένα και μπαγιάτικα.[…] μόνο πίστη στο πρόγραμμά τους και προσπάθειες από το βάθος της ψυχής για να νικήσουμε τον χρόνο και να ’μαστε εγκαίρως στο ραντεβού μας με την επιτυχία και την ευτυχία μας κατόπιν.

Έτσι, θα μας πει,  δεν καταλάβαμε ότι πρώτα σκοτώσαμε το παιδί μέσα μας, αφού έπρεπε από νωρίς να δρομολογηθούμε στη λογική ενός σκηνικού που θα διαιωνίζαμε με τη δική μας συμβολή, χωρίς να σκεφτούμε καθόλου την ανατροπή του. Και σιγά σιγά σκοτώσαμε και τις αληθινές μας επιθυμίες ως ενήλικοι, γιατί ο χρόνος δεν επαρκούσε για πρωτοβουλίες, ώστε να αφεθεί κάτι το αυθεντικό να δημιουργήσει τον κατάλληλο χώρο για να βιωθεί.
Πίσω από τη διατύπωση αυτής της ξεκάθαρης θέσης, ωστόσο, διακρίνεται η διάθεση του συγγραφέα να καταθέσει τη σκέψη του, σαν μια τελική εκτίμηση των συνθηκών ζωής που επηρέασαν και τον ίδιο. Σε κάποια από τα διηγήματα η χρήση του πρώτου προσώπου δεν είναι μόνο το τέχνασμα που επιτρέπει σ’ έναν συγγραφέα να αποδώσει με μεγαλύτερη αμεσότητα κάτι που θα χανόταν σε μια τριτοπρόσωπη αφήγηση. Είναι το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιείται για να δούμε πίσω από τις λέξεις το «εγώ» του συγγραφέα. Μια άμεση κατάθεση της σκέψης του, με την ειλικρίνεια που η πείρα της ζωής καθιστά πλέον αναπόδραστη. Αλλά και στις περιπτώσεις εκείνες που η αφήγηση επιλέγει την αποστασιοποίησή της τάχα από τον γράφοντα, ο οποίος μοιάζει απλώς να καταγράφει, είναι διακριτή η μελαγχολία μιας αποδοχής των αφηγημένων καταστάσεων. Μπορούμε να δούμε και εκεί την προσωπική του τοποθέτηση μέσα στα γεγονότα, ακόμα και στα πιο μυθοπλαστικά επινοημένα. Γιατί και τα παραμύθια που γράφουμε, απηχούν τη θέα του κόσμου μας. Είναι όμως ένας άλλος τρόπος να μιλήσεις μέσα από μύθους, ίσως για να ακουστεί καλύτερα η αλήθεια.

Όταν οι άνθρωποι χάνουνε την πίστη τους σε αυτά που ζούνε, όταν χάνουνε την πίστη τους στον προσωρινό τους θεό και βλέπουνε καθαρά ποιο είναι το πρόσωπό του, τότε αρχίζουν και πετρώνουν. Μόνον λαοί με γερό ένστικτο αυτοσυντήρησης παθαίνανε αυτήν την αρρώστια. Τελικά η αρρώστια της πέτρας δεν ήταν αρρώστια ήταν η έσχατη επανάσταση της φύσης.

Πώς αλλιώς να μιλήσεις γι’ αυτή την έσχατη επανάσταση της φύσης, αν όχι με το εξαίσιο παραβολικό παραμύθι Το παραμύθι με τις τσακμακόπετρες; Το έχει πει άλλωστε και ο Σεφέρης:
«Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα» (Τελευταίος σταθμός)



Η ουσία πάντως είναι πως με όποια γλώσσα κι αν  μιλά η λογοτεχνία, θα βρει τον στόχο της, να φθάσει δηλαδή στον αναγνώστη, αρκεί να έχει μέσα της ευθύτητα θέσεων και ειλικρίνεια προθέσεων. Κι εδώ, με τον λόγο του Μανιώτη έχουμε αυτή την  ευθύβολη  γραφή. Ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή της μικρής φόρμας. Θέλοντας να μιλήσει για τον σημερινό κόσμο της απόγνωσης, το διήγημα μεταφέρει καλύτερα την ατμόσφαιρα, απομονώνοντας σκηνές και εικόνες, εκεί που η εκτενέστερη γραφή θα ήθελε βιωμένο χώρο για να αναπτυχθεί. Το μυθιστόρημα θα απαιτούσε την απόσταση του χρόνου για να δει και να εκτιμήσει το σύνολο της τοιχογραφίας. Ο Μανιώτης, όμως, ήθελε να μιλήσει τώρα. Και καλά έκανε. Το διήγημα αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο την τραγικότητα της στιγμής, και μεταφέρει την αίσθηση του ανθρώπου που νιώθει παγιδευμένος στις επιλογές που μοιάζαν δικές του, ενώ δεν ήταν.



Προσκαλεί τον αναγνώστη, μέσα από τις ιστορίες του να δει μια άλλη όψη των πραγμάτων και να προσπαθήσει να επανεκτιμήσει τις προτεραιότητές του.

Ελάτε να το ψάξουμε μαζί, ποιος είναι ο μέγας ένοχος που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επενδύει τις ζωές μας και μας κάνει στάχτη.

Μέσα από τις «χριστουγεννιάτικες» ιστορίες του, τις τόσο διαφορετικές από όσες έχουμε συνηθίσει, μας δείχνει την άλλη όψη μιας εορταστικής ατμόσφαιρας, έχοντας κάτι από την αίσθηση της εμβληματικής χριστουγεννιάτικης ιστορίας του Ντίκενς, που στοίχειωνε τα παιδικά μας αναγνώσματα με αμφίθυμη διάθεση. Αυτή την ιστορία άλλωστε έχει ως πρότυπο το πρώτο δικό του διήγημα, ακριβώς για να μας βάλει στον χώρο που επιθυμεί, τόσο μακριά από ψεύτικες χαρές και πλαστή ευτυχία.

Τελειώνοντας το βιβλίο ξανακοιτάζω το εξώφυλλο. Η φιγούρα της ρακένδυτης γυναίκας με το παιδί στην αγκαλιά, έτσι όπως γράφει πάνω στο χριστουγεννιάτικο στολίδι,  θα αρκούσε για να μας προσγειώσει στην πραγματικότητα. Μαζί με το περιεχόμενο των διηγημάτων ολοκληρώνει το τοπίο. Στην προμετωπίδα ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο του:

Στα παιδιά που κυνηγημένα από τη φωτιά προσπάθησαν να περάσουν τη θάλασσα.

Υπόμνηση για έναν άλλο κόσμο που ζει δίπλα μας και επιμένει να δηλώνει την παρουσία του ως αντίλογο στην «ευτυχία» μας. Ίσως και μια υπόμνηση για τη λάμψη που προσδίδουμε σε ανούσια πράγματα αγνοώντας την αλήθεια των πιο ταπεινών και απλών αξιών.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Vakxikon http://www.vakxikon.gr/8-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%86%CE%B5%CE%B2%CF%81%CE%BF%CF%85%CE%AC/)
Σελίδες από το πουθενά

Δοκίμια και αφηγήσεις

του Περικλή Μποζινάκη

από τις εκδόσεις Ars Nocturna






''Ο Ρασκόλνικοφ είναι ένα καθρέφτισμα του Άμλετ. Για την ακρίβεια είναι ο Άμλετ, το σύμβολο του νεανικού ρομαντισμού που φλερτάρει με την παράνοια, με μία και μόνη διαφορά: η αίσθηση του χρέους που κινητοποιεί τον Πρίγκιπα απουσιάζει από τον Φοιτητή. Ο Άμλετ υποψιάζεται πως ‘υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας’. Ο Ρασκόλνικοφ ξέρει πως τα πάντα γύρω του είναι σάπια''.

Αυτή ακριβώς η παραπάνω διαπίστωση είναι και η θεμελιακή ιδέα που διέπει όλα τα κείμενα του πρόσφατου βιβλίου του Περικλή Μποζινάκη. Από τη μια το καθρέφτισμα, ο τρόπος να αντιλαμβανόμαστε τη ζωή και τον κόσμο που μας περιβάλλει σαν εικόνες που αντιστοιχούν η μία με την άλλη, ακόμη κι αν τα είδωλα είναι ανεστραμμένα. Η ζωή αντιμέτωπη με τη ζωή, με την άλλη εκδοχή της, ή αλλιώς οι πολλές εκδοχές μιας  πραγματικότητας που σαν απατηλό βιωμένο τοπίο επιμένει να παρουσιάζεται σαν μια  κυρίαρχη, επαναλαμβανόμενη ίδια εικόνα. Και από την άλλη αυτή η αίσθηση του σάπιου σώματος, που απλώνει την αποφορά του παντού, μόνο που γίνεται και αυτή αντιληπτή από όσους έχουν την ευαισθησία να αποκαλύπτουν τη ζοφερή εικόνα κάτω από την παραπλανητικά όμορφη και απαυγάζουσα ψεύτικη ευτυχία.

Τα κείμενα που με την εντυπωσιακή τους συντομία απαρτίζουν το βιβλίο απευθύνονται, έτσι, στον αναγνώστη που ελκύεται από μια ενδιαφέρουσα οπτική πάνω στον κόσμο μας, ακόμα κι αν αυτή είναι σκληρή συχνά ή αποκαρδιωτική, φυσικά για όποιους αρέσκονται σε αναγνώσεις που ωραιοποιούν την πραγματικότητα. Ο δοκιμιακός λόγος, στον οποίο αντιστοιχούν τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα, είναι απαιτητικός στις διακειμενικές του αναφορές, καθώς ο αναγνώστης πρέπει να ανατρέξει σε κοινούς τόπους (λογοτεχνικούς, φιλοσοφικούς, κινηματογραφικούς) προκειμένου να λειτουργήσουν οι συνειρμοί του συγγραφέα. Ο κόσμος του Κάφκα (ως απόλυτη συμπαντική εικόνα) με τις εφιαλτικές εικόνες του αδιεξόδου, των αντιφάσεων που διαπερνούν την υπόσταση των ατόμων (σε ένα αυθεντικό συνταίριασμα με το αντιφατικό περιεχόμενο θεσμών που διέπουν τη ζωή τους) διατρέχει θαρρείς σχεδόν όλα τα κείμενα είτε με ξεκάθαρες αναφορές και συνδέσεις είτε με μια υποκρυπτόμενη αίσθηση οικείου περιβάλλοντος.

"Οι χαρακτήρες του Φραντς Κάφκα παγιδεύονται πολύ συχνά σε μια αμείλικτη γεωμετρία που τους υπερβαίνει και τελικά τους αφανίζει. Ο σπουδαιότερος συγγραφέας του 20ού αιώνα, είχε την τάση να επινοεί αντικείμενα, χώρους και συνθήκες που έχουν καταλήξει να είναι κάτι άλλο από αυτό που φαίνεται. Επιτεύγματα και θεσμούς που έχουν χάσει τον αντικειμενικό τους σκοπό κι έχουν μεταλλαχθεί σε κάτι απροσδιόριστο, διφορούμενο και αποτρόπαιο."

Από την άλλη ο Μπόρχες, ως απόλυτη ανάγνωση (νιώθεις ότι θα μπορούσε να αποτελέσει το μοναδικό ανάγνωσμα που ο συγγραφέας θα ήθελε να διασώσει από έναν κόσμο που χάνεται), μοιάζει να συνυπογράφει τη θέα του κόσμου, όπως αυτή παρουσιάζεται στο βιβλίο.


"Ρώτησε τον Μπόρχες τι θα του φαινόταν πραγματικά αποτρόπαιο: Να μεταμορφώνεται κάποιος σε ζώο; Ένας αιμοσταγής δολοφόνος; Ένα απωθητικό ον από άλλο πλανήτη; Ή μήπως ένας γείτονάς σου που δεν τον ξέρεις καλά, και που όποτε τον συναντάς έχει κλειστό το δεξί του χέρι σε γροθιά; Κι αν αυτός ο μακρινός γνωστός άνοιγε το χέρι του μια μέρα και ανακάλυπτες πως στην άκρη του δάχτυλού του έχει ένα ατροφικό μάτι; Αν το έβλεπες να ανοιγοκλείνει;"


Παράλληλα ο πολύ αγαπητός χώρος του συγγραφέα, αυτός της λογοτεχνίας του φανταστικού, με πολλές αναφορές, ίσως για να υπογραμμίσει το δίλημμα του σύγχρονου ανθρώπου: ποια είναι η πραγματική εικόνα; Αυτή η ρεαλιστικά εμφανιζόμενη ή μήπως η μυθοπλαστικά διαμορφωμένη;

"Ένας εξωανθρώπινος παρατηρητής θα κατανοούσε πιο βαθιά την παγκόσμια ιστορία μελετώντας τους μύθους, παρά τις επιστήμες μας. Η ίδια η πραγματικότητα θα ήταν πολύ διαφορετική χωρίς τον Οδυσσέα, χωρίς τον Άμλετ, χωρίς τον Ρασκόλνικοφ, τον Αύγουστο Ντυπέν, τον Τομ Σόγιερ, τον δρα Τζέκιλ ή τον Γιόζεφ Κ. Τόσο διαφορετική όσο αν δεν είχε υπάρξει ποτέ ο Αριστοτέλης, ο Αβραάμ Λίνκολν ή οποιοσδήποτε από εμάς, που δ ε ν είμαστε φανταστικά πρόσωπα. Ή μήπως είμαστε;"

Αληθινός είναι ο προβαλλόμενος κόσμος στη συνείδησή μας, κάτω από την  επιρροή ποικίλων μηχανισμών που δρομολογούν τον αφανισμό μας σε μια ισοπέδωση αποχαυνωτική, ή μήπως η άλλη όψη που χρησιμοποιεί τον μυθοπλαστικό μανδύα ίσα ίσα για να διεγείρει αυτήν ακριβώς την υπνώττουσα συνείδηση;

"Εμφανίζονται πρόσωπα που μόνο το περίβλημά τους είναι ανθρώπινο, πράκτορες θολών δυνάμεων, αινιγματικών, φριχτοί οργανισμοί που κρύβονται μέσα σε ανθρώπινο κέλυφος, πίσω από καθημερινά χαρακτηριστικά… Ανυπομονούν να πετάξουν τις μάσκες τους. Στην κορύφωση ενός δαιμονικού οργασμού απειλούν να εξαπλωθούν, να μολύνουν και να αφομοιώσουν όσα περισσότερα ανθρώπινα όντα μπορέσουν. Ο Αυτοσκοπός της επιβολής, του απόλυτου ελέγχου δηλαδή, περιγράφεται χρησιμοποιώντας τη μεταφορά του Εθισμού, κάθε είδους".

Ένας ολόκληρος κόσμος από πρόσωπα και καταστάσεις σε μια ακολουθία σχέσεων, και στο κέντρο η απόλυτη μοναξιά του υποκειμένου, με την κυριολεξία του όρου, το ον που υπόκειται, έχοντας ταυτόχρονα ( όπως θα μας μεταφέρει ο συγγραφέας την παρατήρηση του Burroughs, του πατριάρχη των beatniks) τη συνείδηση του εαυτού του και συνακόλουθα την επίγνωση της τραγικότητάς του. Όπως διαβάζεις τα κείμενα αντιλαμβάνεσαι τις εσωτερικές τους συνδέσεις, όχι μόνο γιατί είναι διαποτισμένα από την οξεία οπτική του συγγραφέα που τα συναρμολογεί σε μια ενιαία εικόνα, αλλά και γιατί θα μπορούσαν να συναποτελέσουν το σύμπαν, τον συνολικό ιδεολογικό κόσμο του, που προσφέρεται στον αναγνώστη σαν μια προνομιούχος θέα. Αυτό έτσι κι αλλιώς το κάνει η λογοτεχνία, εδώ όμως είναι εμφανής η πρόθεση του γράφοντος να κοινοποιήσει τη δική του οπτική, μέσα από τον δοκιμιακό του λόγο αλλά και μέσα από τις πιο προσωπικές (λιγότερες αυτές) αφηγήσεις. Μια κοινοποίηση που αποσκοπεί στην αφύπνιση του ανθρώπου που εφησυχάζει και αδυνατεί να αντιληφθεί τις αλυσίδες που τον κρατούν δεμένο σε μια αδρανή κατάσταση.

"Η απόλυτη τυραννία βασίζεται στην ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Δεν είναι τοπική. Είναι διεθνής. Και δεν είναι εξωτερική. Εγκαθίσταται και λειτουργεί εσωτερικά, μέσα στον ψυχισμό των ανυποψίαστων. Είναι ένας εκφυλιστικός ιός που μεταδίδεται από τα ΜΜΕ στον άνθρωπο. Ζούμε έναν ολοκληρωτισμό χειρότερο από αυτόν που φαντάστηκε ο Όργουελ. Το έχω ξαναπεί: πρέπει να χρησιμοποιήσουμε άλλα μέσα. Ο καθένας ξεχωριστά, και όλοι μαζί. "

Εκτιμώ πολύ την ικανότητα ενός δοκιμίου να μιλάει με ευθύτητα, με ειλικρίνεια προθέσεων και με σαφήνεια θέσεων. Ένα δοκίμιο οφείλει να προβληματίζει, μέσα από την ξεκάθαρη θέση του δοκιμιογράφου, πρέπει να θέτει ερωτήματα, να προκαλεί σε αναθεώρηση  απόψεων που εμφανίζονται δογματικά ακλόνητες, να θέτει εν αμφιβόλω καθιερωμένες καταστάσεις. Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινείται ο Περικλής Μποζινάκης, που μας λέει στο πιο προσωπικό του από τα κείμενα, μια αφήγηση από εκείνες τις αρχικές του μνήμες, που καθόρισαν αναπόφευκτα και τη θέση του απέναντι σε πρόσωπα και πράγματα:

"Η αισθητική είναι υποτιμημένη από τον περισσότερο κόσμο, λόγω βιασύνης ή παρεξήγησης. Όμως πρόκειται για κάτι θεμελιώδες: αισθητική είναι το περιβάλλον που επιλέγει η ψυχή για να κατοικεί και να ανασαίνει.
[…]
Το αισθητικό γεγονός δεν μπορεί ποτέ να μεταφραστεί, ούτε να πιστοποιηθεί. Μεταμορφώνεται κάθε λεπτό, ίσως γιατί κάθε λεπτό είμαστε και άλλο πρόσωπο. Έχουμε πάρει τη σκυτάλη απ’ τον προηγούμενο, αλλά δεν είμαστε αυτός. Απλά έχουμε μάθει καλά τις ιστορίες του".

Είναι θέμα επιλογής, λοιπόν, το περιβάλλον που θα μας δώσει την απαραίτητη ανάσα προκειμένου να μην πνιγούμε από τον ασφυκτικό κλοιό των προκαθορισμένων επιλογών που κάποιοι άλλοι επινόησαν για μας. Αν σκεφτούμε ότι αυτό είναι η αρχή μιας διαφορετικής συνειδητοποίησης, τότε μπορούμε να δούμε πιο εύκολα τη συνέχεια. Η αυτογνωσία (ως απαραίτητη γνώση του εσωτερικού μας κόσμου) είναι το πρώτο στάδιο για κατάκτηση. Η γνώση του κόσμου που μας περιβάλλει (στις αληθινές του διαστάσεις, μακριά από σφαλερές και θολές εικόνες) είναι το δεύτερο βήμα. Τέλος ο συνδυασμός των δύο παραπάνω: ο σαφής προσδιορισμός της θέσης μας σ’ αυτόν τον κόσμο είναι το τρίτο βήμα, αυτό που θα μας δώσει και το έναυσμα για την ανατροπή (όσο γίνεται) του σάπιου περιβλήματος. Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ένας δοκιμιακός λόγος, όπως αυτός που προκλητικά εδώ μας προσκαλεί για ανάγνωση, συμβάλλει καθοριστικά στην υπόθεση αυτή; Ίσως ναι. Αλλά και οι υπερβάσεις απαιτούν συχνά την υπερβολή, η οποία αποδεικνύει τότε ότι η πρόκληση σε ύφος και σε λέξεις μπορεί να οδηγήσει  πιο διεξοδικά μέσα από ένα ζοφερό σκηνικό σε μια άλλη θέα του κόσμου. Πιο αισιόδοξη και οπωσδήποτε πιο ενδιαφέρουσα.

Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Vakxikon http://www.vakxikon.gr/8-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%86%CE%B5%CE%B2%CF%81%CE%BF%CF%85%CE%AC/)







Πέραν της γραφής

Δοκίμια για την ποίηση

της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου

από τις εκδόσεις Κέδρος




Στην προμετωπίδα του βιβλίου διαβάζουμε την άποψη του Δ.Ν. Παπαδίτσα:
Το ποίημα δεν θα πρέπει να τελειώνει στον τελευταίο του στίχο, αλλά στο τελευταίο απόθεμα δεκτικότητας του άλλου. Αυτό το «τέλος» μπορεί να μη συμβεί ποτέ και πολύ περισσότερο να μη συμπέσει με τον τελευταίο του στίχο, αν για όλα υπάρχει μια ποιητική εξήγηση και έκφραση. Δεν θα πρέπει το ποίημα να ’ναι μια παρένθεση, αλλά ένα άνοιγμα σε μια ποιητική αναγωγή των φαινομένων.

Αν η παραπάνω διαπίστωση είναι θεμελιακή για την ανάγνωση ενός ποιήματος, αν αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για να προσεγγίσει ο αναγνώστης τον κόσμο του ποιητή και κυρίως για να εισχωρήσει στην προνομιούχο θέα που αυτός με το έργο του προσφέρει στη διακριτή ετερότητα του εκάστοτε άλλου, τότε πολύ περισσότερο πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη του μελετητή της ποίησης, του δοκιμιογράφου που επιχειρεί την ανατομία της. Η Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου, έχει συγκεντρώσει σε ένα τόμο 23 δοκίμια για ισάριθμους ποιητές, σε μια απόπειρα να μιλήσει για τον καθένα -όσο φυσικά διεξοδικά επιτρέπει η έκταση ενός μόνον δοκιμίου- αλλά ταυτόχρονα να συγκροτήσει μια δοκιμιακή προσέγγιση συνολικά για τον χώρο της ποίησης, με τους συγκεκριμένους ποιητές να αποτελούν εν προκειμένω την τεκμηρίωση των θέσεών της. Υπό αυτήν την έννοια η συλλογή των δοκιμίων λειτουργεί ως ένα ανάγνωσμα για τους ποιητές αλλά και για την ποίηση ως τρόπο γραφής και έκφρασης.
Σε ποιο σημείο συναντώνται αυτά τα δύο τόσο διακριτά μεταξύ τους είδη του λόγου, το δοκίμιο και το ποίημα; Νομίζω πως πέρα από τη διαφορά μορφής, που δικαιολογεί και τη διάκρισή τους, έχουν ως εσωτερικό σημείο συνάντησης τον απολύτως προσωπικό τόνο που διαπερνά τον λόγο τους. Και το ποίημα και το δοκίμιο είναι μια ανοιχτή πρόταση για προβληματισμό και συζήτηση ανοίγοντας με τον αναγνώστη τους έναν ιδιότυπο διάλογο, που στη μία περίπτωση αποτελεί τη συνέχιση του ποιητικού λόγου από τον αναγνώστη ως ενσυναίσθηση και οικειοποίηση της αυθεντικής συγκίνησης που οδήγησε στη δημιουργία του ποιήματος, και στην άλλη περίπτωση (αυτή του δοκιμίου) αποτελεί τον κοινό τόπο για τη συνέχιση της διατυπωμένης θέσης είτε ως συμφωνία είτε ως ανατροπή, αν αυτό υπαγορεύει η θέση του αναγνώστη. Έχει ενδιαφέρον, νομίζω, να θυμηθούμε πώς διατύπωνε ο Αριστοτέλης την τελική του θέση, μετά από την ενδελεχή και εμπεριστατωμένη έρευνα των στοιχείων που ως εμπειριστής φιλόσοφος συνέλεγε προς επιχειρηματολογική απόδειξη. Δεν χρησιμοποιούσε ποτέ την οριστική έγκλιση, που δηλώνει το τελεσίδικο, αλλά τη δυνητική ευκτική. Δεν έλεγε: άρα ισχύει. Προτιμούσε να πει: άρα θα μπορούσε να ισχύει, αφήνοντας έτσι ανοιχτό τον δρόμο στον επόμενο διανοητή που θα ήθελε να προσθέσει, να αφαιρέσει ή και να ανατρέψει την αποδειχθείσα θέση.
Ανοιχτό λόγο, λοιπόν, έχουμε με τη δοκιμιακή προσέγγιση στην ποίηση από τη Λουκίδου, με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτό να επιχειρείται από τη δοκιμιογράφο που ταυτόχρονα είναι ποιήτρια, δένοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο όλη την παραπάνω σκέψη.

Πρόκειται για 23 ερμηνευτικά δοκίμια (που αγγίζουν τα όρια των δοκιμίων στοχασμού), στα οποία αναλύονται οι: Θέμελης, Καρέλλη, Πεντζίκης, Σαραντάρης, Καββαδίας, Ελύτης, Βαρβιτσιώτης,  Καφταντζής, Παπαδίτσας, Αλεξάνδρου, Βαβούρης, Κέντρου-Αγαθοπούλου, Αλεξάκης, Δημουλά, Λαμπαδαρίδου-Πόθου,  Καραγιάννη, Νικηφόρου, Αγγελάκη-Ρουκ, Γεωργούσης, Πρατικάκης, Παπαγεωργίου, Καρατζόγλου και Βαρβέρης. Και η προσέγγιση αυτή συνιστά -όπως μας πληροφορεί ο τίτλος- έναν λόγο πέραν της γραφής, υπονοώντας τον δοκιμιακό λόγο. Αυτή, τουλάχιστον, είναι μια πρώτη ερμηνεία, που δείχνει τη συνέχιση του ποιητικού λόγου μέσω του δοκιμιακού, και σαν τέτοια θα συγκαταλεγόταν εύκολα μαζί με όποια άλλη απόπειρα ερμηνείας της γραφής των ποιητών από έναν κριτικό της λογοτεχνίας ή από έναν δοκιμιογράφο. Προσέχοντας, ωστόσο, καλύτερα τον τρόπο  γραφής των δοκιμίων αυτών, είναι αποδεκτή και μια δεύτερη ερμηνεία  του τίτλου, που επιτρέπει στη δοκιμιογράφο να φέρει στο φως το πριν της γραφής -ανατέμνοντας την προσωπικότητα, τη ζωή και τις προσλαμβάνουσες των ποιητών αποκαλύπτοντας τις αφορμές του ποιητικού τους λόγου- όπως και το ενδότερον της γραφής, αν μπορούμε να ονομάσουμε έτσι όλο το υποκρυπτόμενο τοπίο πίσω από τις λέξεις των ποιημάτων.


Τα πιο άξια λόγου δοκίμια, αυτά που προωθούν τη σκέψη, είναι αυτά που εμπεριέχουν την προσωπική θέση του γράφοντος ξεκάθαρα και με το θάρρος που προσδίδει η ανάλυση της γραφής. Ο δοκιμιογράφος εισηγείται διατυπώνοντας τη δική του οπτική στο θέμα που τον απασχολεί. Και είναι απολύτως θεμιτή ακόμη και η έκπληξη του ποιητή συχνά, όταν ομολογεί ότι η ανάλυση της σκέψης του από τον γράφοντα ξεπέρασε και αυτή την αλήθεια του. Αυτή την ειλικρινή γραφή επιλέγει και η Λουκίδου.

[…]
Ο Παπαγεωργίου γνωρίζει καλά πως το παιχνίδι παίζεται στις λακωνικές αποδόσεις του άλεκτου αισθήματος και στις διαβαθμίσεις του. Άλλωστε το αίσθημα είναι αυτό που θα παλεύει πάντοτε να αποδοθεί, και φυσικά αυτό που επίσης πάντοτε θα μας διαφεύγει. Ένα αέναο κυνηγητό απαντήσεων και ερμηνειών που μονίμως αντιστέκονται και μας ξεφεύγουν. Αυτό είναι βέβαια η ποίηση, και όσο πιο γρήγορα κανείς το αντιληφθεί -όπως το αντιλήφθηκε ο Παπαγεωργίου- τόσο πιο ξεκάθαρο γίνεται εντός του ότι το Τίποτα, κρυμμένο πίσω από τη λέξη «Κανείς», την καταληκτική της συγκεκριμένης συλλογής, είναι αυτό που έπεται αλλά και προηγείται.
(Κώστας Παπαγεωργίου, Εκεί που λαμπυρίζει το υποσυνείδητο)

[…]
Οι λέξεις στην ποίηση της Ρουκ ωστόσο δεν αμύνονται, αλλά μ’ έναν ενστικτώδη τρόπο προκλητικής διαφάνειας επιτίθενται σε ό,τι δεν στρέφεται προς τα μέσα. Η Ρουκ, άλλωστε, αποστρέφεται τα προσχήματα, ακριβώς γιατί και η ίδια η ζωή δεν είχε την ευγένεια να τα τηρήσει απέναντί της.
(Κατερίνα – Αγγελάκη Ρουκ, Όταν το σώμα μετατοπίζεται)

Ενδεικτικά μόνον λειτουργούν τα παραπάνω αποσπάσματα από δοκίμια του βιβλίου για τη διάθεση της Λουκίδου να εισχωρήσει πίσω από τις λέξεις των ποιημάτων και να αποκαλύψει την ψυχή των δημιουργών τους. Με αυτόν τον τρόπο θα ονομάσει τον Άρη Αλεξάνδρου ανένταχτο στρατευμένο, με το οξύμωρο αυτό να δηλώνει άριστα τη θέαση της ουτοπίας εκεί που (από όσους αποδέχονται τον όρο στράτευση) θα ήταν αναμενόμενη κάποια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση. Ομοίως θα συσχετίσει τον κλειστό και μονήρη Ελύτη με τον Prufrock του Έλιοτ, και  θα αναφερθεί στη μέσα θάλασσα του Καββαδία, πιο επικίνδυνη από την άλλη στην οποία ταξίδευε ως ασυρματιστής. Ενδιαφέρουσα τοποθέτηση σε κάθε περίπτωση, παραπέμπει στη δική της προσωπική ενασχόληση με την ποίηση, που την οδηγεί σε αποκάλυψη του εσωτερικού τοπίου των δημιουργών.
Θα ήταν μακρηγορία η αναφορά και άλλων αποσπασμάτων και άλλων αξιόλογων επισημάνσεων από τα δοκίμια αυτού του βιβλίου. Ένα βιβλίο που διαβάζεται με δύο τρόπους. Είτε ως απολαυστικό ανάγνωσμα με τις εναλλασσόμενες εικόνες των ποιητών μέσα στις σελίδες του, είτε ως πηγή πληροφοριακού υλικού για όποιον θα ήθελε να ανατρέξει σ’ αυτό για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του. Και στις δύο περιπτώσεις  μια ιδιαίτερα αξιόλογη συλλογή δοκιμίων γύρω από τα ποιητικά πράγματα.

Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Φρέαρ frear.gr http://frear.gr/?p=16768)


Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Ο Θωμάς Κοροβίνης μιλά
για τον Δημήτρη Μαρωνίτη
από το λογοτεχνικό περιοδικό Παρέμβαση
(τεύχος 182)





Διαβάζοντας αυτές τις σκέψεις του Θωμά Κοροβίνη για τον εκλιπόντα Δημήτρη Μαρωνίτη σκέφτομαι πώς παίρνει αξία ιδιαίτερη η κοινή σκέψη που κάνουμε όλοι, όταν κάποιος αποχωρεί από τα εμφανή τοπία της ζωής: θα ζει όσο τον θυμόμαστε. Κι όμως εδώ ανακαλύπτω πιο πολύ ακόμα τη σφραγίδα κάποιων ανθρώπων που περνούν από τη ζωή μας και θεμελιώνουν θαρρείς την παρουσία τους μέσα μας, ίσως ακόμα πιο δυνατή στην απουσία τους.


[…]
Ήταν σαν ένα χειροποίητο, λαϊκό και μαζί αριστοκρατικό εργόχειρο, σαν βαρύ λαϊκό τραγούδι, με στίχους γραμμένους από ποιητή υψηλών αξιώσεων.
[…]
Ήταν μπόλικος, περίσσευε, δε βολευόταν εύκολα, δεν τον χωρούσε αυτός ο τόπος.
[…]
Δάσκαλος επιστήθιος που μου φώτισε μιαν άλλη αλφαβήτα του κόσμου. Έτσι τα ’κανε η ζωή που η συγγένεια μαζί του πήρε βάρος ίσο με κείνη της μάνας. Η παντοτινή απουσία του πολλαπλασιάζει απροσμέτρητα το μέγεθος της λατρείας.
Άφησε μέσα μου την ανεξίτηλη σφραγίδα του μοναδικού, δασκάλου και φίλου, της δικής μου «εποχής της αθωότητας» και του παλιού μοιραίου αγαπημένου που σφράγισε για πάντα τα πεπρωμένα μου.

Θωμάς Κοροβίνης (Του μοιραίου δασκάλου μου)

(Το λογοτεχνικό περιοδικό Παρέμβαση είναι μια πνευματική επιθεώρηση της Κοζάνης, που "παρεμβαίνει" στα λογοτεχνικά μας πράγματα εδώ και 32 χρόνια. Εκδότης και διευθυντής του ο Β. Π. Καραγιάννης.)






Τον Χρήστο Βακαλόπουλο τον διαβάσαμε κάποτε πολύ. Ήταν η δεκαετία του '80 και ψάχναμε (οι πιο "ανιχνευτικοί" στον χώρο των βιβλίων) κάθε νέα παρουσία. Και ήταν τότε αρκετές. Όχι πάντοτε καλές οι γραφές τους. Ο Χρήστος, όμως, ξεχώριζε. Ήρθε μετά και ο κινηματογράφος (σενάρια και σκηνοθεσίες) πέρα από τα βιβλία. Και πάνω που είχαμε συνηθίσει την παρουσία του, το 1993 (μόλις 37 χρονών) ο Χρήστος έφυγε. Σαν σήμερα.


Διαβάστε την "Υπόθεση μπεστ σέλλερ", τους "Πτυχιούχους", τις "Νέες αθηναϊκές ιστορίες". Διαβάστε και τον άλλο απόντα, τον Κωστή Παπαγιώργη, που γράφει για τον φίλο του Χρήστο Βακαλόπουλο το υπέροχο "Γεια σου, Ασημάκη". Έτσι, για να τον γνωρίσετε όσοι δεν τον ξέρετε. Εγώ θα τα ξαναδιαβάσω για να θυμηθώ μια εποχή που έχει πλέον χαθεί μαζί με τους ανθρώπους που κάποτε τριγύριζαν εδώ.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017



συντροφιά





το ποίημα δεν συντροφεύει
είναι κακή παρέα
σε οδηγεί σ’ ένα καθρέφτη
καθόλου παραμορφωτικό
ειλικρινή τελείως

το ποίημα μόνο συντροφεύεται
διαρκώς αναζητά μια αθώα ερμηνεία
γιατί η μοναξιά του είναι αφόρητη

όταν ακούς ψιθύρισμα του στίχου
είναι γιατί η λάμα βρήκε στόχο

προσοχή μονάχα
γιατί σε μαγγανεύει με γητειές
να είσαι εσύ
που θα τραβήξεις το μαχαίρι
απ’ τη βαθιά πληγή

Διώνη Δημητριάδου


(φωτογραφία: Χένγκι Κοεντγιόρο)

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017



Ραγισματιά ίσως στο χείλος χθόνιου ρείθρου

ανέκδοτο ποίημα 
της Δέσποινας Καϊτατζή - Χουλιούμη

 Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος





Πριν ξεκολλήσει πέτρα πριν ξανακυλήσει
σε τρύπια κιβωτό καταχωνιάζει ρύπους
Ρέλια θηλιές ρούχα χαρταετοί σχισμένα
ξέφτια ραμμένα με φυγόδικες βελόνες
Την παιδική κουβέρτα την καρό διστάζει
Σε λήθης θύλακα βαθύ πριν παραχώσει
Με τα καρό ερμητικά αραδιασμένα
κατέγραφε καλά κουτάκια σφραγισμένα
Κύκλοι τετράγωνοι επάλληλες γωνίες
χάσματα σύνορα χαραγματιές κομμάτια
Χρήσιμη αν κάποτε πάτσγουορκ ραβόταν
τουλάχιστον αυτήν να έπαιρνε μαζί του
Τετράγωνων διαδρομών γεωγραφία
δίχως συγκλίσεις συρραφές δίχως συνάψεις
Ποτέ καμπύλες εναγκαλισμοί πλεξούδες
επιστροφές ποτέ σ’ ειδυλλιακά τοπία
Φυγή κι επιστροφή πάντα στον ίδιο τόπο
ραγισματιά ίσως στο χείλος χθόνιου ρείθρου
 
(ανέκδοτο)



Πριν από κάποιους μήνες στο σπίτι της αδελφής μου της Ελένης κρύωνα και μου έδωσε να σκεπαστώ μια μάλλινη μπλε καρό κουβέρτα. Μαζί της με τύλιξαν και με ζέσταναν συγκίνηση και μνήμες... 

 Ήταν αρχές του ’70, μέναμε στην πανεπιστημιούπολη Studentstaden Uppsala Rackarbergsgatan. Εκεί γνωρίσαμε τη φίλη μας Ηanna Bibrofska, Πολωνοεβραία, που ήταν πολιτική φυγάς. Πότε πότε μας μιλούσε απ' έξω απ' έξω για την ιστορία της. Νεότερη εγώ και σχετικά νέα στη Σουηδία, αφού μ' ενημέρωσε και μ' ευαισθητοποίησε, με πήρε μαζί της για να γραφτώ μέλος στη τοπική οργάνωση της  Amnesty International όπου πηγαίναμε μαζί για χρόνια.

Ξαφνικά στα μέσα του ’70 περίπου η Hanna τα ξεσήκωσε κι έφυγε για την Αυστραλία για να επανασυνδεθεί με κάποιους δικούς της που είχε βρει όπως μας είπε... Είχε αφήσει πολλά από τα πράγματά της στην αδελφή μου την Ελένη, όπως τη μάλλινη μπλε κουβέρτα που η ζεστασιά της μου την ξανάφερε στη μνήμη μου με σκέψεις και συγκινήσεις…
Το παραπάνω ποίημα το στέλνω αντίδωρο της ζεστασιάς  με την αγάπη μου στη φίλη μας τη Hanna Bibrofska, όπου κι αν βρίσκεται...

Δέσποινα – Καϊτατζή - Χουλιούμη