Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Δύο μικρά πεζά του Χρήστου Κεραμίδη από την ανέκδοτη συλλογή "Βόρεια ακρωτήρια"

 



Δύο μικρά πεζά

 του Χρήστου Κεραμίδη

από την ανέκδοτη συλλογή 

"Βόρεια ακρωτήρια"



Θαλάσσια πορεία

Καβάλα, Φλεβάρης του 1929

 


Το χάραμα, οι Θάσιοι καπνεργάτες σαλπάρισαν, πλησιάζοντας το λιμάνι και  τις βραχώδεις ακτές. Ήταν η ομίχλη πυκνή. Αιωρούνταν  πάνω από τη θάλασσα και απ’ τις κεραμοσκεπές,  που κάλυπταν τις υγρές, πέτρινες καπναποθήκες.

Κόντευε μεσημέρι. Πάνω σε εκατοντάδες  μοτοράκια και βάρκες… άρχιζαν να εμφανίζονται οι αδύναμες μορφές των απεργών.

Οι μαύρες σημαίες ανέμιζαν  στα πλεούμενα!

Ένα πανδαιμόνιο από κρότους μηχανών, από συνθήματα και κραυγές κυριάρχησαν στο λιμάνι.

Διεκδικούσαν το επίδομα ανεργίας, που οι καπνέμποροι δια νόμου  ήθελαν να καταργήσουν.  Τους χαρακτήρισαν παραγωγούς, από τα λίγα  δέντρα που είχαν  για το λάδι της χρονιάς.

Οι εργάτες της  «Καπνεργατικής Ένωσης» πλημμύρισαν τους δρόμους και τις παραλίες.  Παρότρυναν τους απεργούς  να μπουκάρουν   στο λιμάνι.

Υπήρχε εντολή από την αστυνομία και το λιμενικό να παραμείνουν οι βάρκες μακριά… να μην πλησιάσουν τις προκυμαίες.

Από  τα υψώματα των  προσφυγικών συνοικιών, ξεχύθηκε ποτάμι ο κόσμος,  και η απειλή τους αυτή δεν πραγματοποιήθηκε.

Παρέδωσαν το ψήφισμα στον Νομάρχη και αποχώρησαν.

 

Βόρεια ακρωτήρια (ανέκδοτο)

Πηγή: Ακτή Νεαπόλεως (ανέκδοτο) του Πρόδρομου Μάρκογλου


Τα κελιά του Ιμαρέτ

 


Οι ιεροσπουδαστές βημάτιζαν  στη μοναξιά των κλειστών τους  διαδρομών, απαγγέλοντας  αποσπάσματα από τους   έμμετρους στίχους του Κορανίου.

Κανείς δεν έμοιαζε να κάνει κάτι σπουδαίο, ωστόσο τα πρόσωπά τους έκρυβαν εκείνες, τις βαθύτατες ανατάσεις,  που, σαν λάμψεις  αστραπής, σκίζουν  τους ουρανούς  και χάνονται.

Κάθε τόσο κοιτούσαν το πέλαγο και τους βαθιά ριζωμένους βράχους· βράχοι θαλάσσιοι,  που αντιστήριζαν τον όγκο τού μεγαλοπρεπούς  ιεροδιδασκαλείου.

Στο Βόρειο τμήμα του Μεντρεσέ υπήρχαν  τα μαγειρεία και, τις ώρες του συσσιτίου,  υποδέχονταν τους άπορους και εξαθλιωμένους πολίτες.

Πέρασαν τα χρόνια. Στα κελιά του,  βρήκαν καταφύγιο οι Θάσιοι καπνεργάτες  και οι πρόσφυγες.

Τσακισμένοι από την υγρασία και την πείνα. Η φυματίωση θέριζε την πόλη, τα βάσανα πολλά.

Οι νέοι και άξιοι τεχνίτες έφυγαν.  Τους μάντρωσαν  οι μητροπόλεις της μεγάλης βιομηχανίας.

Σήμερα, τα κελιά έχουν διασκευαστεί σε πολυτελή δωμάτια ξενοδοχείου.

Τα χρόνια αλλάζουν, θα υποστηρίξουν  κάποιοι.

Πάνε, ολοταχώς, προς το καλύτερο!

 

Βόρεια ακρωτήρια (ανέκδοτο)


[Ο Χρήστος Κεραμίδης γεννήθηκε στην Καβάλα, στη χερσόνησο του συνοικισμού της Παναγίας, στην οποία συχνά «επιστρέφει» και αναφέρεται. Μεγάλωσε σ’ ένα από τα παλιά τούρκικα σπίτια των προσφύγων, τα ανταλλάξιμα. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο. Έχασε τον πατέρα του στην πολύ μικρή ηλικία των πέντε ετών, γεγονός που τον σημάδεψε στη μετέπειτα ζωή του. Τελείωσε την Αριστοτέλειο Σχολή Υπομηχανικών Θεσσαλονίκης (Μικρό Πολυτεχνείο). Από το 1975 ζει μόνιμα στην Καβάλα. Εργάστηκε στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα με την ιδιότητα του μελετητή και επιβλέποντα μηχανικού. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1995 με την ποιητική συλλογή Ταξιδευτές. Το 1996 εκδόθηκε η ποιητική του συλλογή Στα πέλαγα του ονείρου. Απόσπασμα από το ποίημα «Το όνειρο», δημοσιεύτηκε, ως προμετωπίδα, σε περιοδικό προβολής της πόλης του, μεταφρασμένο σε τρεις γλώσσες. Το ποίημα «Αόρατοι στόχοι» (από τη συλλογή Δρόμοι της βροχής 1998) τιμήθηκε από τη Νέα Κίνηση Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (1999). Το ποίημα «Ερωτικό» (από τη συλλογή Ο Αύγουστος που περιμένω) ανθολογήθηκε στο Ποιητικό Ημερολόγιο 2018 των εκδόσεων Ιωλκός. Συμμετείχε στο συλλογικό έργο Παλίμψηστο Καβάλας 2009 (επιμέλεια και ανθολόγηση των Ευριπίδη Γαραντούδη και Μαίρης Μικέ) με το ποίημα «Χαμένες μουσικές», που γράφτηκε για τη μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε το περιαστικό δάσος της πόλης, το 1985. Το ποίημα «Αναζήτηση» ανθολογήθηκε στο Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2020. Έχει επιλεγεί, ιστορικά, από επιστήμονες νεοελληνιστές, ως ένας από τους «ποιητές του καπνού» της πόλης του (1ο Επιστημονικό Συνέδριο- Πρακτικά συνεδρίου, Καβάλα Δεκέμβριος 2018). Έχει γράψει κυρίως ποίηση. Ποιήματα αλλά και πεζά κείμενά του έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες.]


Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Χίλια φεγγάρια Sebastian Barry μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου εκδόσεις Ίκαρος η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Χίλια φεγγάρια

Sebastian Barry

μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

εκδόσεις Ίκαρος

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 Sebastian Barry: «Χίλια φεγγάρια» (diastixo.gr)

 



Στα μάτια της πόλης ήμουν ένα κάρβουνο απ’ τη σβησμένη ινδιάνικη φωτιά, ένα κάρβουνο που ακόμα έκαιγε. Οι Ινδιάνοι είχαν φύγει προ πολλού από τούτα τα μέρη. Οι Τσερόκι, οι Τσικασό. Ο κόσμος δεν ήθελε να βλέπει ούτε σπίθες ούτε μισοσβησμένα κάρβουνα απ’ την παλιά αυτή φωτιά. […] στα μάτια των κατοίκων της πόλης δεν ήμουν καν ανθρώπινο πλάσμα – ήμουν αγρίμι. Πιο πολύ λύκος παρά γυναίκα.

Η νεαρή γυναίκα που αφηγείται την ιστορία της στο νέο βιβλίο του Barry (του ταλαντούχου Ιρλανδού, συγγραφέα του βραβευμένου Μέρες δίχως τέλος), είναι η Οτζιντζίντκα, η Ινδιάνα που γλίτωσε από τη σφαγή της φυλής της, όταν ήταν μόλις έξι χρονών. Δίπλα στους σωτήρες της (ταυτόχρονα σφαγείς της φυλής της), τον Τόμας ΜακΝάλτι και τον σύντροφό του Τζον Κόουλ, θα συμφιλιωθεί με το νέο της όνομα, Γουινόνα, καθώς και με τη δύσκολη  πραγματικότητα να είσαι Ινδιάνα και γυναίκα, και να προσπαθείς να ζήσεις αξιοπρεπώς (ή μήπως απλώς να επιβιώσεις;) σε μια αμερικανική κοινωνία λίγο μετά τον Εμφύλιο, σε ένα αγρόκτημα έξω από το Πάρις του Τενεσί. Ο πόλεμος, οι αντιπαλότητες, μοιάζει να μην έχουν ακόμη κοπάσει, και η θέση της Γουινόνα φαίνεται να μην είναι καθόλου ασφαλής, παρά τη στέγη/καταφύγιο που της προσφέρουν οι δύο άντρες μαζί με την αγάπη τους γι’ αυτήν, δηλαδή για το υιοθετημένο παιδί τους. Η ίδια θα νιώσει την ιδιόμορφη απελευθέρωση που δίνει η αφήγηση της ιστορίας της. Ο Barry μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, θα κατορθώσει να σκιαγραφήσει τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές της νεαρής γυναίκας, με τις αντιφάσεις που συνιστά η ταυτόχρονη ινδιάνικη φύση της και η ενηλικίωσή της στα όρια της αμερικανικής κουλτούρας. Η μνήμη της γεμάτη από τις εικόνες της φυλής της, όπως έρχονται σαν σπαράγματα μιας γενοκτονίας, η πραγματικότητα της ζωής της γεμάτη από  τη βία που υφίσταται (ψυχική αλλά και σωματική μετά τον βιασμό της), τις αδικίες του νόμου, την απελπισία να μην μπορεί να βρει δικαίωση πουθενά – ακόμα χειρότερα όταν η ίδια κατηγορείται για ένα φόνο που δεν έκανε. Γύρω από αυτή την κεντρική περσόνα της ιστορίας, τα άλλα πρόσωπα βιώνουν τα προσωπικά τους αδιέξοδα απέναντι στην άδικη μεταχείριση, που μαζί με τη φτώχεια δημιουργεί ακόμη βαρύτερο φορτίο ζωής.

Άλλη μια, λοιπόν, ιστορία για τον ρατσισμό και τον σεξισμό (ο συνδυασμός των δύο εκρηκτικός) που χαρακτηρίζουν την αμερικανική κοινωνία; Η δεξιοτεχνία της γραφής του Barry (στην ελληνική γλώσσα με την εγγύηση της καλής μετάφρασης από τη Μαρία Αγγελίδου) καθιστά το συγκεκριμένο βιβλίο διακριτό ανάμεσα στα ίδιας ή  παρόμοιας θεματικής, καθώς με μια χαμηλή σε ένταση συγγραφική φωνή μιλά για τα πιο δύσκολα στην πρόσληψη τους θέματα χωρίς να υπερθεματίζει, αρκούμενος στις απαραίτητες επισημάνσεις που είναι ικανές να κινητοποιήσουν την αναγνωστική συμμετοχή. Με ευαισθησία προσεγγίζει τον έρωτα, τη φιλία, τη δύσκολη απόκτηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης –ακόμη πιο αμφίβολη μέσα σε εχθρικό περιβάλλον– την εκδίκηση, τελικά κάθε εκδήλωση συμπεριφορών, που στα χέρια ενός λιγότερο ταλαντούχου συγγραφέα θα έφθαναν σε θεαματικές ακρότητες, μέσα από ανούσιες ως προς την αξία τους γραφές. Σε σκηνές όπως αυτή της συνάντησης της Γουινόνα με τον Αυρήλιο Λίτλφερ, θα παρουσιαζόταν η ευκαιρία σε άλλο συγγραφέα για έντονη αψιμαχία, εκδήλωση βίας και ίσως αδιέξοδο, όμως ο Barry εκπλήσσει με την ηρεμία, τη (σχεδόν) αποδοχή των διαφορετικών κόσμων, τη λεπτή και εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην αίσθηση του καλού και σ’ αυτή του κακού, που ωστόσο καμία από αυτές τις δύο συνθήκες δεν είναι άμοιρη της άλλης – η εκδίκηση εισχωρεί στην καλοσύνη όσο και μια αμυδρή αίσθηση δικαίου πολιορκεί τη μοχθηρία. Ο τρόπος που χειρίζεται ο συγγραφέας τις σχέσεις των ηρώων του και ξεδιπλώνει την ιστορία του, μοιάζει να προτείνει, να εισηγείται με τη βοήθεια της μυθοπλασίας, μια μέθοδο ανασύνταξης του κόσμου, ώστε με την εξάλειψη της βίας και την εύρεση δρόμου συνεννόησης των αντιθέτων, να υπάρξει ελπίδα αναμόρφωσης της εικόνας του. Ανατρέποντας τις στερεότυπες αντιλήψεις που με μανιχαϊστικό τρόπο διχάζουν συντηρώντας τη βία, αποτυπώνει το πιο ισχυρό συναίσθημα που διακατέχει τη Γουινόνα, δηλαδή την αγάπη της για τους δύο άντρες που την έσωσαν και την υιοθέτησαν, παραμερίζοντας το γεγονός ότι αυτοί είναι που σφαγίασαν την οικογένειά της.

 


Ήξερα ότι κοιτάζοντας τον Τόμας και τον Τζον Κόουλ με πλημμύριζε πάντα μια δυνατή αίσθηση, όλο σιγουριά και εκτίμηση. Θα έπαιρνα το μέρος τους σε οποιοδήποτε δικαστήριο, του Θεού και των ανθρώπων. Θα τους υπερασπιζόμουν ακόμα και μπροστά στο Μεγάλο Πνεύμα. Θ’ απαριθμούσα ένα ένα όλα τα καλά που έκαναν για μένα, σαν να ’μουν η κόρη τους, παιδί δικό τους, αίμα από το αίμα τους. Ένα κουρελάκι  ήμουν, ένα φύλλο σκισμένο, κομμένο από τις πεδιάδες. Και όλα όσα ήταν ο κόσμος μου είχαν χαθεί από το πρόσωπο της γης. (σ.189)

 

Και αξίζει εδώ ένα σχόλιο παραπάνω για τον τρόπο που παρουσιάζεται η σχέση των δύο ανδρών –στο περιθώριο της κύριας αφήγησης– όπως την προσλαμβάνει η νεαρή Ινδιάνα, όχι μόνον ως απολύτως φυσιολογική αλλά ως παράδειγμα αγάπης και αφοσίωσης· προέκταση αυτής της σχέσης θα είναι και η δική της με την επίσης Ινδιάνα Πεγκ, όπως θα εξελιχθεί σιγά σιγά, αποτελώντας ένα από τα καλύτερα σημεία του βιβλίου, με χαμηλούς τόνους, συναισθήματα που περισσότερο ηχούν υπαινικτικά παρά κραυγάζουν. Στα Χίλια φεγγάρια  του Barry, με τα κεφάλαια να αδειάζουν και να γεμίζουν μετρώντας τις φάσεις της σελήνης, υπάρχουν πολλά διάσπαρτα σημεία να σταθείς και να σκεφτείς τον τρόπο που η καλή γραφή αποδεικνύει τη δύναμή της: θεάται τον κόσμο με τη δική της ματιά, απομονώνει ό,τι αξίζει να ειπωθεί και το αποτυπώνει με μια έξοχη μυθοπλασία, πολυεπίπεδη στις εκδοχές ερμηνείας της αλλά και ουσιαστικά ηχηρή παρά τους χαμηλούς της τόνους.

 

Διώνη Δημητριάδου

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Ο Γιώργος Βέης γράφει στο περιοδικό Ποιητική (τ.26) για τα "Αιρετικά παραμύθια" της Άι Ογκάουα Ανθολόγηση-μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου Εκδόσεις Βακχικόν

 

Ο Γιώργος Βέης γράφει 

στο περιοδικό Ποιητική (τ.26) για τα 

"Αιρετικά παραμύθια" της Άι Ογκάουα

Ανθολόγηση-μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου

 Εκδόσεις Βακχικόν




1.    Πολυσυλλεκτικό υποκείμενο: η γραφή ως αναγκαία σύγκλιση

 

Οι συλλογές από όπου προέρχονται τα ποιήματα της πολυβραβευμένης Άι Ογκάουα ή επί το απλούστερον Άι (1947, Albany, Τέξας, αρχικώς στο δημοτολόγιο ως Florence Anthony – 2010, Stillwater Oklahoma) είναι οι εξής: Σκληρότητα (1973), Σφαγείο (1979), Αμαρτία (1986), Μοίρα (1991), Απληστία (1993), Ανηθικότητα (1999), Τρόμος (2003) και Δεν παραδίνομαι (2010). Συγκρατώ ότι ο πατέρας της είχε ιαπωνική καταγωγή, η δε μητέρα της αφρικανική. Η ίδια, λαμβάνοντας υπόψιν τις βιολογικές-φυλετικές διασταυρώσεις τόσο των απώτερων, όσο και των εγγυτέρων γεννητόρων της, οι οποίες μάλλον αποδεδειγμένα προηγήθηκαν, υποστήριζε ότι ήταν κατά το ήμισυ Γιαπωνέζα, ενώ κατά το 1/8 Ινδιάνα Choctaw, κατά το ¼ Μαύρη (Αφρικανή) και κατά το 1/16 Ιρλανδή. Εξ ου και το έντονο ανθρωπολογικό σημαινόμενο, το οποίο εμφανώς προκαθορίζει την κειμενική της απόκλιση. Η δε έντονη παραστατική σκέψη της αποδίδει ποιήματα διηγητικής ορμής. Η θεατρικότητα των οποίων έχει εγκαίρως επισημανθεί από την κριτική πάντα με θετικό πρόσημο.

Έχοντας σπουδάσει την ιαπωνική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, δεν παρέλειψε να μελετήσει επισταμένως τις διδασκαλίες και τα δόγματα του Βουδισμού. Γι΄ αυτό άλλωστε έμαθε να βλέπει το δήθεν πραγματικό και πιθανώς απτό  ως μη τελεσίδικο τι. Η ίδια ακύρωσε συνειδητά το αναπόφευκτο μυθολογικό υπόβαθρο της εποχής. Διαγράφοντας τις απατηλές προοπτικές, μεταξύ άλλων, του περιώνυμου, διφορούμενου εν πολλοίς και οξύμωρου προφανώς «αμερικανικού ονείρου», τη μείζονα χίμαιρα των νοικοκυριών της κάθε άλλο παρά ήπιας εποχής της, αποτύπωσε συγγνωστή οργή, ρηξικέλευθη κριτική, αλλά και δημιουργική αποδόμηση. Διείδε εγκαίρως επίσης ότι η εικονική πραγματικότητα ακυρώνει το όποιο πραγματικό κατά τη διαδικασία της μοιραίας προσομοίωσής του. Το ποίημα αποτολμά να χτίσει αλήθεια στο ρημαγμένο τοπίο του είναι. Το αίτημα συμπυκνώνεται στο εξής τρίστιχο, το οποίο απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής από την προαναφερόμενη «Σκληρότητα» : «Αυτό που θέλω πάνω απ’ όλα είναι σκληρό, /χτυπάει πάνω στα δόντια μου /πάει πάλι πίσω και με δαγκώνει». Η περιπόθητη αντικειμενικότητα χαρτογραφείται συνεπώς από τον ευρηματικό, ευέλικτο στίχο. Στο βαθμό μάλιστα όπου το ασύνειδο είναι «ο αρθρωμένος λόγος του άλλου», ήτοι discours de l'Autre, ότι δεν είναι μια δήθεν «ατομική πραγματικότητα», αλλά «το τμήμα του συγκεκριμένου αρθρωμένου λόγου ως υπερ-ατομικού, το οποίο δεν έχει στην διάθεσή του το υποκείμενο για να αποκαταστήσει τη συνέχεια του συνειδητού του λόγου», όπως ο Ζακ Λακάν υποστήριξε στην περιβόητη «Εισήγηση της Ρώμης» το 1953, όταν η Άι ήταν ήδη έξι ετών, τότε η ποιητική γραφή αναλαμβάνει ένα πρόσθετο βάρος, να μιλήσει δηλαδή και εκ μέρους του – όποιου Άλλου. Η πληθώρα των προσωπείων, ήτοι η ατελεύτητη σειρά των ποιητικών υποκειμένων, τα οποία επιχειρούν ισάριθμους μονολόγους, πολυσέλιδους κατά κανόνα, πιστοποιούν την απορρόφηση, την προσωρινή έστω εξαφάνιση του πληθωρικού, πολυμερούς εθνικά εγώ, που υπογράφει Άι, κάτω από το σεντόνι της ομιλητικότατης ετερότητας. Η περιλάλητη discours de l'Autre συμβαίνει με την φυσική κίνηση ενός φύλλου που πέφτει από το δέντρο στο χώμα μόλις μπει το φθινόπωρο.

Σημειώνω ότι το δισύλλαβο όνομα της ποιήτριας σημαίνει «αγάπη» τόσο στα ιαπωνικά, όσο και στη γλώσσα του Κομφούκιου. Στη σχεδόν νατουραλιστική «Ελεγεία του χαμάλη των πτωμάτων», από την ως άνω συλλογή Σκληρότητα, παρέχεται ένα ικανό μέτρο της δυναμικής αυτής ετεροπροσωπίας. Παραθέτω αυτούσιο την εν λόγω ελεγεία. Πρόκειται για δείγμα ενός στοχαστικού ρεαλισμού: «Πλάι στο ποτάμι, σταματώ το κάρο,/φορτωμένο με τους νεκρούς της πανούκλας /και πίνω μια γουλιά. /Γεμίζω το στόμα μου και καταπίνω αργά, / ύστερα σκαρφαλώνω πίσω στη θέση μου. /Το γέρικο άλογο αφήνει μια σβουνιά, κι άλλη μια. /Πτώματα, σας δίνω αυτά τα λουλούδια». Τα ομοιώματα που πλεονάζουν σε βάρος των αυθεντικών υπάρξεων καταργούνται. Αρκεί ένας μικρός λεκτικός μηχανισμός για να διαγράψει την κυριαρχία των ψευδο-σημείων. H απόρριψη είναι τελεσίδικη εννοείται. Η διαρκής αναπροσαρμογή του ποιητικού υποκειμένου, άλλως περσόνας, σηματοδοτεί την ποιητική πορείας στο εσωτερικό των δεδομένων. Το έξω δεν συνιστά μιαν ακόμη δυστοπία, αλλά ένα αντικείμενο που περιμένει την απο-κατάστασή του. Το δε ασύνειδο υπαγορεύει ρόλους και πράξεις. Ενεργεί ασφαλώς συναινετικά.

 

2.    Επισκέψεις στην Άλλη Σκηνή

« …επικλήσεις στους αρχαίους θεούς

Οι οποίοι ίσως ακόμα κατοικούσαν στη γη»

 Άι Ογκάουα

Η δε αποδέσμευση της συνείδησης από τον μύθο του επιφανειακού ευ ζην φαίνεται κυρίως σε ποιήματα, όπου αναβαθμίζεται οριακά το επίπεδο αυτογνωσίας, όπως συμβαίνει φέρ’  ειπείν στο «Το χρονικό του καρκίνου, Στάδιο 4» της προαναφερόμενης ύστερης συλλογής της με τίτλο Δεν παραδίνομαι, από όπου και το απόσπασμα που απομονώνω: «Ανάμεσα στα συντρίμμια της ζωής της, /Με τις σκέψεις να χτυπάνε γύρω απ’ το κεφάλι της σαν μάρμαρα, /Ο ήχος τους να αντηχεί κάτω στον μακρύ δρόμο του πόνου /Πρέπει να είχε επιλέξει/Αν και δεν θυμάται να το είχε κάνει./Το ρεφραίν των μαρμάρων «Ξέχνα το, ξέχνα το», /Δυνάμωσε  καθώς περισσότερος πόνος ακτινοβολήθηκε από το σώμα της, μειώθηκε,/ Μετά επέστρεψε σαν να απελευθερώθηκε /Για να της επιτεθεί ξανά και ξανά/ Όταν σε έναν τελευταίο σπασμό / Ο κατακλυσμός της σταμάτησε». Η συνεπής οντολογία των Αιρετικών παραμυθιών ανάγει τον εαυτό σε φύλακα πολύτιμων καταπιστευμάτων φιλότητας. Η διαύγαση των κατά συνθήκη παραμέτρων του βίου τελείται συνοπτικά. Η υπόγεια φύση, η έτερη σκηνή, για να θυμηθούμε την eine andere Schauplatz του Γκούσταβ Τέοντορ Φέχνερ, που χρησίμευσε, ως γνωστόν, ιδιαίτερα στον Ζίγκμουντ Φρόιντ, αποτελεί επίσης πεδίο δράσης των ποιητικών υποκειμένων. Παράδειγμα: «1.Νύχτα, η γριά, καρφώνει τον ήλιο/με μια πιρούνα/και βάφει το τουλπάνι του ουρανού μπλε-βιολετί,/καθώς κάθομαι στο τραπέζι της κουζίνας,/πλέκοντας μικρά κομμάτια σύρμα σε στεφάνια./Μπαίνεις γυμνός./Όχι. Κάνε το μόνος σου./2.Είμαι ένα εννιάχρονο κορίτσι, /χοροπηδώντας πλάι στο μονό στεφάνι της χαραυγής. /Ακούω τη φωνή σου./Τρέχω. Με παίρνεις στην αγκαλιά σου./Ουρλιάζω. Το μικρό κορίτσι γυρίζει./Το στεφάνι της κυλά χάνεται απ’ τα μάτια. /Κάτι ζεστό στάζει μέσα από το φόρεμα στην κοιλιά μου./Αυτή καθόλου δεν κοιτάζει πίσω».( Βλ. «29 (Όνειρο σε δύο μέρη)», Σφαγείο).

Ό, τι άλλοι απωθούν, η Άι αγκαλιάζει για να το διερμηνεύσει σε βάθος, να το υποστηρίξει, να το υιοθετήσει εν τέλει. Το σώμα ταυτίζεται με την αλήθεια. Αλλά και με το όνειρο της αλήθειας. Εδώ η ποιήτρια σπουδάζει τις δημοκρίτειες αρχές. Δεν διασπάται επομένως ο κόσμος σε πολλαπλά υπό – στελέχη. Παρίσταται ενιαίος, διεκδικώντας τη διαιώνιση της αυτονομίας του. Οι συμβολικές μορφές στα ποιήματα συνιστούν κατ’  ανάγκην τους φορείς του οριστικού μηνύματος: τα ορατά επιζητούν ενότητα, η οποία ενώ προϋπήρξε, κατακερματίστηκε από τον άκυρο λόγο στο νουν του homo sapiens. Ο ενδελεχής μονόλογος και οι τακτικές του επανεμφανίσεις σε όλη την έκταση της προκείμενης ανθολογίας της επικυρώνουν την αδιάσπαστη συναντίληψη της μεμονωμένης, αλλά όχι άλαλης ύπαρξης και του παντός. Η εκλογίκευση του όποιου πραγματικού εκτίθεται σε μεγάλο βαθμό, ανατέμνεται και στη συνέχεια ανατρέπεται ολοσχερώς.

 3.Συντάγματα ωσμώσεων: η πολιτική της αυτογνωσίας

Συγκρατώ ότι οι εγγενείς δυσκολίες, οι ήττες και οι ανορθώσεις της διάφυλης σχέσης επανέρχονται επίσης συχνά πυκνά. Οι δυσκολίες της πραγμάτωσης του έρωτα από το οραματικό-φαντασιακό στο ρεαλιστικό χώμα της πράξης περιγράφονται με προσήλωση στους συναφείς κώδικες και στους ουσιώδεις δείκτες  Έστω το εξής παράδειγμα: «Η αστραπή χτυπά τη στέγη, /παραχώνει το μαχαίρι, σκοτάδι,/ βαθιά στους τοίχους. /Αιμορραγούν το φως πάνω μας /και το πρόσωπό σου βεντάλια που διπλώνει, /έτσι δεν θα δω πόσο  φοβάσαι /να είσαι μαζί μου./Δεν ταιριάζουμε, ούτε στο κρεβάτι, /όπου συνήθως καταλήγουμε. /Δεν υπάρχει λόγος να το κρύβουμε:/είσαι χιόνι κι είμαι κάρβουνο, /έχω τις  ουλές μου να το δείχνουν./Έλα, άνοιξε το στόμα σου,/θα σου δώσω μια γεύση από μαύρο /που δεν θα την ξεχάσεις. /Για λίγο θα την αφήσω να σε κάνει δυνατό, /με καρδιά λιονταριού, /μετά θα την πάρω πίσω». (Βλ. «Γυναίκα σε άντρα», Σκληρότητα). Οι μεταφορές, οι αλληγορίες και βεβαίως οι μετωνυμίες, αλλά και η περιστασιακή βωμολοχία  τίθενται στην υπηρεσία της διεκπεραίωσης της ειδικότερης πρόσληψης από τον υποψιασμένο δέκτη. Η διαχείριση του συγκινησιακού υλικού  επιβεβαιώνει την αναβάθμιση των ικανοτήτων σύνθεσης της ποιήτριας. Ο θησαυρός των συμφραζομένων δείχνει το βαθμό πληρότητας της όλης έκφανσης. Η προοδευτική υπονόμευση της εγελιανής αρχής «ό, τι είναι πραγματικό είναι αυτομάτως και ορθολογικό» και από την πλευρά της Άι Ογκάουα συνιστά την κύρια στρατηγική της στο πεδίο των αυστηρών κειμενικών εμπεδώσεων. Η ολοκλήρωση του ποιητικού σχεδίου διακρίνεται, μεταξύ των άλλων, για τη συνέπεια με την οποία αναβαθμίζεται κάθε φορά ο ρηματικός έλεγχος.

Το σύνηθες ερώτημα των Αγγλοσαξόνων «What’s in it for me?», ήτοι «τι έχω να κερδίσω εγώ;», δεν φαίνεται να απασχολεί την ποιήτρια τη στιγμή που εισέρχεται στα άδυτα της ενόρμησης του θανάτου και της αντίστοιχης ενόρμησης της ζωής. Αρκείται φανατικά σ΄ αυτό που έχει μάθει να κάνει καλά: να σέβεται δηλαδή το πράγμα, να διδάσκεται, όσο είναι εφικτό, από τη νόσο, να κατακρίνει με την ανάλογη σφοδρότητα την άποψη ότι «η ψυχή ισοδυναμεί με την παρουσία των πραγμάτων». Η διαδικασία της άρνησης είναι ιδιαζόντως παραγωγική: η γραφή εγκαθιδρύει, εκτός των άλλων, ομοιοπαθητική αγωγή απόλαυσης: ως φορέας ενός λυρικού ιδιώματος υποστηρίζει την αγωγή επιβίωσης του εγώ. Χωρίς την παραμικρή έπαρση. Το υπογραμμίζω αυτό. Επί των ιχνών της ποίησης άλλη μια φορά: « “Ουρανός και γη./Τι άλλο υπάρχει;”/Είπε ο Walt Whitman στο όνειρό σου,/μετά σου χαμογέλασε/και εξαφανίστηκε, /αλλά εσύ ήθελες να γυρίσει πίσω. /Ήθελες να του πεις ότι υπήρχαν περισσότερα./Υπήρχε η επιμονή/μ’ αυτήν να οπλιστείς για να μένεις ζωντανός/θετικός στον ιό HIV εδώ και πέντε χρόνια/και μετρώντας αντίστροφα μέχρι την ημέρα/που η άλλη σου ζωή απογυμνώθηκε/από τα φύλλα της/τότε που άρχισε να πολεμά η αρρώστια/το σώμα. /Δεν έχεις AIDS,/ακόμα, αλλά ξέρεις ότι φτάνει/όπως ένα τρένο που το σφύριγμά του /μπορείς να το ακούσεις πριν το δεις./Όταν νιώθεις τις δονήσεις/του εσωτερικού σεισμού, /θα φερθείς σαν ντίβα; /Θα πάρεις εσύ Rudolf  Nureyev τον δρόμο προς  τη σκηνή,/τόσο ταλαιπωρημένος και σαστισμένος/που να μην ξέρεις ποιος είσαι,/ή θα διαπράξεις τη δημόσια αυτοκτονία σου ιδιωτικά,/με τα παράθυρα διάπλατα/στην άλλη πλευρά,/εκεί που ο πατέρας σου, ο Walt περιμένει/να σε πάρει στην αγκαλιά του/σαν ένα μωρό που επιστρέφει εκεί περπατώντας,/δίπλα στο καλάθι του πικνίκ/στο παχύ γρασίδι,/εκεί που οι εύθρυπτες σελίδες ενός βιβλίου/φθάνουν  στο τέλος». (Βλ. «Επίσκεψη», Ανηθικότητα). Η ασθένεια οδηγεί μαθηματικά στο θάνατο την ίδια την ποιήτρια. Στα εξήντα δύο της χρόνια τελειώνει από πνευμονία μετά από σειρά επιπλοκών καρκίνου στο στήθος. Έντεκα χρόνια πριν είχε αποσπάσει τη μείζονα διάκριση της χώρας της στον τομέα των Γραμμάτων, το National Book Award for Poetry. Η βιολογική ήττα μετάλλαξε στο μεταξύ σε αυθεντική μαρτυρία ωσμώσεων του υποκειμένου με το τίποτα. Η διαμόρφωση ύφους του εαυτού, η οποία προηγήθηκε, συνέβαλε αποφασιστικά στη νηφάλια αντιμετώπιση του επερχόμενου τέλους. Ό, τι δηλαδή η προαναφερόμενη έσχατη συλλογή Δεν παραδίνομαι κομίζει. Επισημαίνω ότι οι μεταφραστές δικαίωσαν το απαιτητικό πρωτότυπο. Η δε εισαγωγή είναι υποδειγματική από πλευράς ύφους και περιεχομένου.

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ



 η πρώτη δημοσίευση 

στο περιοδικό Ποιητική, τ.26

Φθινόπωρο-Χειμώνας 2020

 

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Ημερολόγιο ποίησης 2021 εκδόσεις Άπαρσις "Με το βλέμμα των παιδιών" Επιμέλεια: Κατερίνα Θανοπούλου - Βασίλης Καλαμαράς Φωτογραφίες: Μάριος Λώλος - Συμμετέχουν 120 ποιητές

 

Ημερολόγιο ποίησης 2021

εκδόσεις Άπαρσις

"Με το βλέμμα των παιδιών"

Επιμέλεια: Κατερίνα Θανοπούλου - Βασίλης Καλαμαράς

Φωτογραφίες: Μάριος Λώλος

 


 Το «Ημερολόγιο Ποίησης 2021» των εκδόσεων ‘Άπαρσις, με τίτλο «Το βλέμμα των παιδιών», γεφυρώνει το ατομικό με το συλλογικό. Την ανάμνηση με την μνήμη. Το αποτέλεσμα της εικόνας του άλλου στον ψυχισμό ενός θεατή που είναι και ο ίδιος παρών. Πρωτίστως, δημιουργήσαμε ένα ημερολόγιο που να μας θυμίζει στο μέλλον την εποχή που διανύουμε, και το πως οι συγγραφείς την αποτύπωσαν με τα θετικά και τα αρνητικά της.

 «Αυτά τα παιδιά ξεριζώθηκαν από το παρελθόν τους, χωρίς να έχουν ενταχθεί κάπου ξανά. Με άθλιες συνθήκες ζωής, με χαοτική καθημερινότητα, χωρίς σημεία αναφοράς, αιωρούνται στο πουθενά.»

Μάριος Λώλος

Τα μάτια των προσφυγόπουλων, με το κλικ της φωτογραφικής μηχανής του Μάριου Λώλου, είναι ο καθρέφτης εντός του οποίου ο καθένας και η καθεμία από εμάς γνωρίζει και αναγνωρίζει τον εαυτό του. ‘Ενα πολλών χρήσεων ημερολόγιο που μετρά τον χρόνο κι όπως το ξεφυλλίζουμε, κάθε μέρα αποκτά διαφορετικά ονόματα: βαφτίζεται ημεροδείκτης, σημειωματάριο, χρονομέτρης και υπενθυμητής. [...]

 

Τα μέλη της κριτικής επιτροπής:

Βερονίκη Δαλακούρα, Κώστας Καναβούρης, Αντώνης Δ. Σκιαθάς

 Οι συντονιστές του Ημερολογίου Ποίησης και επιμελητές:

Κατερίνα Θανοπούλου, Βασίλης Κ. Καλαμαράς

Συμμετέχουν 120 ποιητές 


Αλεξάνδρου Νικολέττα, Αλογοσκούφι Κασσάνδρα, Αμπατζόγλου Άννα, Αργυροπούλου Γιόλα, Ασημίνα Άννα, Αγυιώτη Κατερίνα, Βαλσαμίδης Ευάγγελος, Βιτσαράς Σ. Γιάννης,

Γιαννακός Χρήστος, Γκιμοσούλης Κωστής, Γκούμας  Ιωάννης Αριστοτέλης, Δασκαλόπουλος Νίκος, Δημοπούλου  Μιχαλοπούλου Τίνα, Δημητριάδου Διώνη, Δραγούνη Βασιλική, Ελευθερίου Σοφία, Ζαγάρη Κωνσταντίνα, Ζυμβραγάκης Αποστόλης, Θεοδωράκης Μ. Νίκος, Καβαδάτου Κατερίνα, Καζαντζίδου Ελεονώρα, Κακατσάκης Νικόλας, Καλογεροπούλου Αλεξία, Καλογεροπούλου Έφη, Κανιώτη Ολυμπία, Καρακωνσταντάκης Σταύρος, Κάραλης Π. Μενέλαος, Καραπατάκη Ζωή, Καρπέτης Δημήτρης, Καρρά Ελένη, Κατσαδούρη Αφροδίτη, Κεφάλας Ηλίας, Κινγκ Μίνα, Κιφοκέρη Αθανασία, Κοζή Κατερίνα, Κόκοτα Μαριάννα, Κολιγιώτη Αλεξάνδρα, Κολιδάκης Δημήτρης, Κόλλια Χριστίνα, Κολλιάς Γιώργος, Κοσκινάς Λεωνίδας, Κουφοπούλου Τζένη, Κοψιδά-Βρεττού Βιβή, Κρυονερίτης Ιωάννης- Ραφαήλ, Κρυστάλλη Κατερίνα, Κυριαζής Ανδρέας, Κωνσταντάκη  Στέλλα, Κωστέας Κωνσταντίνος, Λατίφαϊ Κατερίνα, Λεχουρίτης Γιώργος, Λιακοπούλου Τζούλια, Λιάτσος Παρασκευάς, Λιντζαροπούλου Ελένη, Λίπκοβιτς Μαίρη, Λουκίδου Ευτυχία - Αλεξάνδρα, Λυκοτραφίτη Δήμητρα, Μανιάτης Ε. Γιάννης, Μανωλακάκη Δέσποινα, Μαράκης Γιάννης, Μεγάλου Αρτεμισία, Μέγας Βασίλης, Μενάγια Αναστασία, Μερκοβίτης Χάρης, Μισύρη Ευτυχία, Μίχος Γ. Θανάσης, Μιτζάλης Νικόλας, Μοσχοβάκος Νίκος, Μπάρδης Γεώργιος, Μπουγελέκας Γιώργος, Μπούσαλης Πάνος, Μωραΐτης Γεώργιος, Νάνου Φ. Ειρήνη, Νικολάκη Χρύσα, Νικολόπουλος Βασίλης, Ντόβας Μιλτιάδης, Οικονόμου Δ. Αθανάσιος, Παπαδημητρίου Απόστολος, Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη Μάγδα, Παπαδομιχελάκη Αλίκη, Παπαδόπουλος Ιορδάνης, Παπαθανάση Δώρα, Παπαμίχου Μαργαρίτα, Παπαπάνος Κώστας, Παυλικιάνης Κωνσταντίνος, Πέζαρος Παύλος, Πέτα Ευαγγελία, Πεχλιβανίδου Διονυσία, Πηλιούρα Έφη, Πολέντας Μανόλης, Ρουσοπούλου – Παππά Νίκη (Ανδρονίκη), Σακοράφα Τζένη, Σάμιος Κυριάκος, Σέντζα Μαρία, Σιδηρά Αγγελική, Σουβατζής Νίκος, Σταθακιός Αλέξανδρος, Σταθακοπούλου Ευγενία, Σταθάκος  Φωτίου Νίκος, Στεργιοπούλου Έλενα, Στρατούλη Λένα, Στρίκου Χρύσα, Συμεωνίδης Γιάννης, Σύρμου Βάνια, Σφήκας Νικόλας, Σχοινοπλοκάκης Ροδόλφος, Τζανετάκης Γιάννης, Τζιώγα Ελένη, Τιχομίρ Αλέξανδρος, Τομαή Άρτεμις, Τουμανίδης Χρήστος, Τούμπα Εφη, Τριανταφυλλίδου Μελίνα, Τσακιρίδου Έλενα, Τσιλιγκίρη Κατερίνα, Φιλελές Δημήτρης, Χαραλαμπίδου Χρύσα, Χατζηγιαννάκη  Κατερίνα, Χηράτου Ειρήνη, Χριστοπούλου Ελένη, Χρυσάκη Ιωάννα

 


Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

"Ο ΓΡΑΙΚΟΣ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΣ ΧΟΥΑΝ ΝΤΕ ΦΟΥΚΑ" μυθιστορηματική βιογραφία Γιάννης Κατσίκης ΑΩ εκδόσεις

 

"Ο ΓΡΑΙΚΟΣ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΣ ΧΟΥΑΝ ΝΤΕ ΦΟΥΚΑ"

μυθιστορηματική βιογραφία

Γιάννης Κατσίκης

ΑΩ εκδόσεις




Ο Κεφαλονίτης Ιωάννης Φωκάς ή Απόστολος Βαλεριάνος ήταν θαλασσοπόρος του 16ου αιώνα, που δοξάστηκε στην υπηρεσία του ισπανικού στέμματος με το όνομα Χουάν ντε Φούκα στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό, ζώντας ένα μεγάλο διάστημα της ζωής του στις τότε ισπανικές κτήσεις της Αμερικής. Σήμερα, ένα θαλασσινό πέρασμα στον Νοτιοδυτικό Καναδά έχει τ’ όνομά του, ενώ το άγαλμά του υπάρχει στο Βανκούβερ.

Στο μυθιστόρημα αυτό ο Γιάννης Κατσίκης, αξιοποιώντας όλες τις υπάρχουσες πηγές, βιογραφεί το ιστορικό πρόσωπο και ταυτόχρονα αναπλάθει με λογοτεχνική ζωντάνια ολόκληρη εκείνη την ταραγμένη και βίαιη εποχή των αποικιών, των κονκισταδόρων, της πειρατείας και του ανταγωνισμού των Μεγάλων Ναυτικών Δυνάμεων για το μοίρασμα του κόσμου. (Δημήτρης Φύσσας, από το οπισθόφυλλο)

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Ο Σίμος Ανδρονίδης γράφει για το «Ενώπιον του θρόνου» του Ναγκίμπ Μαχφούζ

 

Ο Σίμος Ανδρονίδης γράφει

για το «Ενώπιον του θρόνου»

του Ναγκίμπ Μαχφούζ

 


«Μην κουνηθείς άσε τον άνεμο να μιλήσει αυτό είναι παράδεισος. Οι θεοί ας συγχωρήσουν ό,τι έχω κάνει αυτοί που αγαπάω ας προσπαθήσουν να συγχωρήσουν ό,τι έχω κάνει» (Έζρα Πάουντ, ‘Cantos’).

 

Το μυθιστόρημα  του Αιγύπτιου και βραβευμένου με Νομπέλ Λογοτεχνίας, Ναγκίμπ Μαχφούζ, που φέρει τον τίτλο 'Ενώπιον του Θρόνου,'[1] αποτελεί ένα ιδιαίτερο διήγημα ιδωμένο από λογοτεχνική σκοπιά. Και αυτό γιατί, παρά το ό,τι διατηρεί χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να το εντάξουμε στο λογοτεχνικό είδος, από την άλλη, εγγράφει εμπρόθετα ιστορικές και περαιτέρω, άμεσες πολιτικές προεκτάσεις. Αρχικά, αξίζει να αναφερθεί η μεταφραστική προσπάθεια της Πέρσας Κουμούτση.

Η ίδια είναι γνώστρια της Αραβικής γλώσσας και λογοτεχνίας (δεν κάνουμε λόγο για την διαμόρφωση ενός ιδιαίτερου κύματος Αραβικής 'λογοτεχνικότητας'), με το ευρύτερο λογοτεχνικό έργο του Αιγύπτιου συγγραφέα να μην της είναι άγνωστο ή αλλιώς, 'ανοίκειο.'

Αντιθέτως, είναι οι μεταφράσεις έργων του Ναγκίμπ Μαχφούζ (μεταφραστικό εγχείρημα) που έχει συμβάλλει στην εισαγωγή και διάδοση του έργου του συγκεκριμένου συγγραφέα στη χώρα, έργο που διαρθρώνεται σε επιμέρους ενότητες, εάν δύναται να αποδώσουμε κατ' αυτόν τον τρόπο τα έργα του που κυκλοφορούν στην ελληνική εκδοτική αγορά. Έτσι, λαμβάνει χώρα η συγκρότηση ενός σχεσιακού προτύπου (σχέση συγγραφέα-μεταφραστή), που, εν προκειμένω, από πλευράς μεταφραστή, αναδεικνύει τα επι-γενόμενα χαρακτηριστικά της γλώσσας και της λογοτεχνικής γραφής, διαθέτοντας ένα συγκεκριμένο στοιχείο, ήτοι την δυνατότητα απευθείας μετάφρασης (έως 'μετεγγραφής') από την Αραβική γλώσσα,[2] δίχως να ενυπάρχει η διαμεσολάβηση μίας τρίτης γλώσσας (για παράδειγμα, η Αγγλική), κάτι που θεωρούμε πως βοηθά την μεταφράστρια να «βρει την πόρτα εισόδου»[3] στο λογοτεχνικό κείμενο, για να παραπέμψουμε στον Μεξικανό ποιητή Οκτάβιο Πας.

 Όχι για να προσφέρει στον αναγνώστη ως επινοημένο 'μάρτυρα' του έργου και κατ' επέκταση στο αναγνωστικό κοινό, μία όσο το δυνατόν πληρέστερη μετάφραση (κάτι εκ προοιμίου δύσκολο), αλλά, αντιθέτως, για να 'ερμηνεύσει' γλωσσικά-αφηγηματικά και συμβολικά το κείμενο στην ίδια και σε μία άλλη γλώσσα, επιτρέποντας αναγνωστικές προβολές επί του χρόνου συγγραφής, και όχι μόνο.

Έτσι λοιπόν στο έργο του 'Ενώπιον του Θρόνου' ο Μαχφούζ προβαίνει σε μία ιδιαίτερα ευρηματική, όπως αποδεικνύεται στην πορεία του έργου, σύλληψη, φέροντας 'Ενώπιον του Θρόνου,' ήτοι ενώπιον του Θεού Όσιρι και της Ίσιδας (σημαντικών θεοτήτων για το λατρευτικό 'πράττειν' της αρχαίας Αιγύπτου), σημαίνουσες προσωπικότητες της Αιγυπτιακής ιστορίας, όπως είναι ο συνταγματάρχης Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ο Ανουάρ Σαντάτ, και ακόμη πιο πίσω, οι Φαραώ Χέοπας και Ραμσής. Όμως, ο συγγραφέας δεν προσδίδει στο λογοτεχνικό του εγχείρημα τους ίδιους όρους μίας απλής παράθεσης πολιτικών προσώπων-υποκειμένων.

Απεναντίας, επιχειρεί μία σφαιρική  περιοδολόγηση, δίχως να επιμένει σε μία αυστηρή τήρηση χρονικών κανόνων, της Αιγυπτιακής ιστορίας, σύγχρονης και παλαιότερης, ανακατασκευάζοντας την με τέτοιον τρόπο, ώστε να εντοπίσει χάσματα, αντιφάσεις και δυσλειτουργίες. Ως προς αυτό, δύναται να προσθέσουμε ό,τι το έργο δεν φείδεται μέσων για την επίτευξη αυτού του σκοπού (διακύβευμα), εκεί όπου ο Ναγκίμπ Μαχφούζ, μη ακολουθώντας μία συγκεκριμένη κατεύθυνση ώστε να συγκροτήσει λογοτεχνικό κανόνα, τοποθετεί τον έναν ηγέτη ενώπιον του άλλου, οι οποίοι και προσέρχονται αφενός μεν για να απολογηθούν, αφετέρου δε για να ασκήσουν κριτική στα πεπραγμένα άλλων ηγετών.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, διαφαίνεται η προσέγγιση που υιοθετεί ο συγγραφέας. Μέσω του λόγου που αρθρώνουν οι ηγέτης για την ιστορική κατεύθυνση της χώρας, ο Μαχφούζ αφήνει τους ίδιους να αναφερθούν στο παρόν και στο παρελθόν της Αιγύπτου (πως προσεγγίζουν οι ίδιοι την ιστορία; τι θα μπορούσαν να πουν για τα πεπραγμένα άλλων;), με τον ίδιο να χρησιμοποιεί το προσωπείο της 'υπαινικτικότητας,' συνδράμοντας στην εξέλιξη της αφήγησης. Βέβαια, δεν λείπουν και οι δικές του κριτικές 'πινελιές. Θέτοντας ως σημείο αναφορά μία πολιτικού τύπου 'απολογία' που μετασχηματίζεται σε 'μαρτυρία' ιδεών και πεπραγμένων, ο Ναγκίμπ Μαχφούζ βρίσκει την ευκαιρία να ανασύρει στο προσκήνιο διάφορα πρόσωπα, που καταθέτουν την δική τους άποψη και αντίληψη περί των πραγμάτων, προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός Αιγυπτιακού 'αμαλγάματος' που για να κινηθεί και να εγγραφεί στη συλλογική μνήμη δεν αρκείται στην λογοτεχνική καταγραφή της άποψης των ηγετών.


Η λεγόμενη μάκρο-ιστορία εμπλουτίζεται μέσω μίας σειράς παράλληλων αφηγήσεων, τέμνεται από τα χάσματα που διαμορφώνουν οι χαμένες 'ευκαιρίες,' εκεί όπου η όλη αφήγηση προσλαμβάνει και τις εκφάνσεις της θεατρικότητας: Η Αιγυπτιακή ιστορία λειτουργεί ως μία σκηνή που πάνω της παρελαύνουν πρόσωπα και οράματα, ιδέες και πρακτικές-κυβερνητικές εφαρμογές, προσδοκίες και ήττες, εντασσόμενες σε ένα διάγραμμα μνήμης που, στη βάση του, εκκινεί ανεστραμμένα: Οι μεγάλοι ηγέτες 'απολογούνται' ενώπιον της γλώσσας. Και, σε ένα άλλο επίπεδο, ενώπιον της ιστορίας, με τον ρόλο του ιστορικού υποβολέα, να διαδραματίζουν οι θεοί Όσιρις και Ίσιδα.

Ο συγγραφέας δεν επιρρίπτει ευθύνες, όσο αφήνει τα ιστορικά πρόσωπα να ομιλήσουν, ενώπιον της ίδιας της ιστορίας και δη, της «παγκόσμιας ιστορίας»,[4] κατά την ανάλυση του Θανάση Γκιούρα στο έργο του Γερμανού ρομαντικού ποιητή Φρίντριχ Σίλερ. Η κατά Σίλερ «αρχή»[5] (prinzip), της ιστορίας εδώ είναι ο λόγος για 'ό,τι υπήρξε.'  Το ιστορικό παρελθόν συναρθρώνεται με το παρόν, αφήνοντας στον αναγνώστη να πλάσει την δική του εκδοχή. Το περιεχόμενο διαρρηγνύεται.

 

Σίμος Ανδρονίδης


 



[1] Βλέπε σχετικά, Μαχφούζ Ναγκίμπ, ‘Ενώπιον του Θρόνου,’ Μετάφραση: Κουμούτση Πέρσα, Επιμέλεια: Αθανασιάδης Κυριάκος, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα, 2011.

[2] Είναι ενδεικτική, πάνω σε ένα παρόμοιο πλαίσιο, η απόδοση στην ελληνική γλώσσα, από την μεταφράστρια, δείγματος Αραβικής ποίησης από μία γεωγραφική ζώνη που περιλαμβάνει την Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Η μετάφραση κατατίθεται με ένα ενίοτε παιγνιώδες ύφος. Βλέπε σχετικά,  Ανθολόγιο σύγχρονης Αραβικής Ποίησης,’ Έρευνα, Επιλογή, Πρόλογος, Επιμέλεια και Μετάφραση από τα Αραβικά: Κουμούτση Πέρσα,’ Εκδόσεις ΑΩ,  Αθήνα, 2016.

[3] Αναφέρεται στο: Casanova Pascale, ‘Η παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων,’ Μετάφραση: Γιαννοπούλου Έφη, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2011, σελ. 70.

[4] Βλέπε σχετικά, Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά στις θέσεις Για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin,’ Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2012, σελ. 87.

[5] Βλέπε σχετικά, Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά στις θέσεις Για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin…ό.π., σελ. 87.


Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος. Τα  ερευνητικά ενδιαφέροντα είναι: θεσμοί κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία του Κράτους,  κοινωνικά κινήματα, ποίηση, λογοτεχνία και  κριτική λογοτεχνίας. Είναι  μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, του Δικτύου για τη Μεθοδολογία στην Πολιτική Επιστήμη, του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου.   Emailgregandro@hotmail.gr

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Mandíbula Μόνικα Οχέδα μετάφραση: Ιφιγένεια Ντούμη εκδόσεις Σκαρίφημα η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Mandíbula

Μόνικα Οχέδα

μετάφραση: Ιφιγένεια Ντούμη

εκδόσεις Σκαρίφημα

 η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Mónica Ojeda: «Mandíbula» (diastixo.gr)




 

Mandíbula στα ισπανικά σημαίνει σαγόνια, ή ακόμη και αρπάγη. Σημαδιακός ο τίτλος του μυθιστορήματος της νεαρής Μόνικα Οχέδα, με καταγωγή από το Εκουαδόρ. Έχει εκδώσει ως τώρα τρία μυθιστορήματα (όλα με διακρίσεις) καθώς και ποιητικές συλλογές. Κι αν κάποιος πει πώς γίνεται σε τόσο νεαρή ηλικία (γράφει από το 2014) να δίνει τόσο διακριτή γραφή, η απάντηση βρίσκεται στον συγκλονιστικό τρόπο που η Οχέδα χειρίζεται τον λόγο, με απανωτά χαστούκια στον καθωσπρεπισμό και τον πουριτανισμό που συχνά αποτελεί τροχοπέδη στον αυθορμητισμό των συγγραφέων, κυρίως των νεότερων, που αποζητούν μια απρόσκοπτη αποδοχή στον εκδοτικό χώρο. Στη Mandíbula της Οχέδα η αρπάγη παραμονεύει να σε αρπάξει ακόμη από τις πρώτες σελίδες και να σε κάνει να παραδεχθείς ότι, όσο πιο ελεύθερα γράφει κανείς, τόσο πιο ανοιχτός είναι ο δρόμος για την αναγνωστική πρόσληψη.

Έξι κορίτσια στην εφηβεία, μαθήτριες ενός συντηρητικού καθολικού σχολείου (που εποπτεύεται από το τάγμα Opus Dei) πειραματίζονται στην αντοχή τους στον φόβο και τον τρόμο, μέσα από παιχνίδια που ούτε καν επιφανειακά δεν θεωρούνται αθώα. Η Οχέδα μέσα από τα παιχνίδια του φόβου στοχεύει κατευθείαν σε μια φοβική ανάγνωση χωρίς όρια ξεδιπλώνοντας με τον δικό της ρυθμό μια ιστορία γεμάτη τρομακτικά απρόοπτα. Κάτω από αυτό το πρίσμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αληθινός πρωταγωνιστής είναι αυτό το φοβικό κλίμα, η ατμόσφαιρα που αγκαλιάζει πρόσωπα και γεγονότα προξενώντας πρωτόγνωρα συναισθήματα. Οι θηλυκές παρουσίες (τα έξι κορίτσια, Φερνάντα, Ανελίσε, Φιορέλα. Νατάλια, Χιμένα, Αναλία και η καθηγήτρια Κλάρα με την άρρωστη μητέρα της, την Ελένα) κυριαρχούν σε όλο το βιβλίο απομονώνοντας τους άντρες σε μια βουβή αποδοχή, όπως ο ψυχίατρος που παρακολουθεί τη Φερνάντα χωρίς να ακούμε ποτέ τη φωνή του – πόσο τρομακτική, αλήθεια, είναι η γυναικεία δύναμη; Ο αναγνώστης θα συνειδητοποιήσει όχι μόνον το μέγεθός της αλλά και τις αυτοκαταστροφικές της ιδιότητες, λες και μια εσωτερική ανάγκη ωθεί τη θηλυκή ύπαρξη στην ωμοφαγία του εαυτού της. Τα πρόσωπα της ιστορίας δεν συνιστούν μια κανονικότητα, καθώς το κάθε ένα ωθεί τη σκέψη και τη συμπεριφορά του στα άκρα. Η Οχέδα, επομένως, δεν επιχειρεί να μας μεταφέρει την καθημερινή πραγματικότητα της πατρίδας της, αλλά να δοκιμάσει τη δική της συγγραφική αντοχή παράλληλα με την αναγνωστική μέχρι τα όριά τους.

Ωστόσο, πίσω από αυτή τη διαπίστωση αξίζει να διακρίνουμε τη συγγραφική πρόθεση να αποκαλυφθεί η δύσοσμη αλήθεια, δυσδιάκριτη κάτω από το ωραιοποιημένο σύγχρονο κοινωνικό σκηνικό, μέσα στο οποίο ένας έφηβος σε όποιο μέρος του τεχνολογικά προηγμένου κόσμου μας προσπαθεί να βρει το δικό του πρόσωπο – ακόμη κι όταν αρέσκεται στις πιο ακραίες, προκλητικές  συμπεριφορές. Τα κορίτσια θα επιλέξουν ένα ακατοίκητο σπίτι για να υλοποιήσουν τα τολμηρά τους σενάρια κατακτώντας σιγά σιγά και επώδυνα τη γνωριμία με το σώμα τους και τις σκοτεινές γωνίες της ζωής τους. Αντιδρώντας στη σκοταδιστική εκδοχή του Θεού, όπως τη διδάσκονται στο σχολείο τους, θα επινοήσουν τον δικό τους «Λευκό Θεό», με τη λευκότητα να υποδηλώνει το άγραφο τοπίο της ηλικίας τους.

Ο λευκός τρόμος μοιάζει με τον κοσμικό τρόμο ως προς αυτή τη μυστικιστική αίσθηση. Το λευκό, όπως είπατε και στο μάθημα, αντιπροσωπεύει την αγνότητα και το φως, αλλά επίσης την απουσία χρώματος, τον θάνατο και την ασάφεια Αντιπροσωπεύει αυτό που με την παρουσία του και μόνο προμηνύει φοβερά πράγματα τα οποία δεν μπορούν να είναι γνωστά. […] μια από τις ανησυχητικές πτυχές της λευκότητας είναι ότι είναι αγνή δύναμη και πάντοτε υπερβολικά κοντά στο να μετατραπεί σε οτιδήποτε άλλο. (σ. 257)

 

Καταστροφικά τα έξι κορίτσια προς τους γύρω τους, κυρίως προς τις προστατευτικές τους μητέρες και την καθηγήτριά τους, ανασυντάσσουν το πλαίσιο της ζωής τους, έτσι όπως τους προσφέρεται από τις οικογενειακές και τις κοινωνικές συνθήκες. Στο νέο, όμως, επινοημένο περιβάλλον δεν υπάρχει χώρος παρά για την αυτοκαταστροφή τους, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μπορεί, άραγε, η ανασύνθεση να οδηγήσει σε μια νέα μορφή πιο ουσιαστική, σε μια πιο συμφιλιωτική διάθεση των έφηβων κοριτσιών με τα χαρακτηριστικά του  γυναικείου φύλου τους, που αναδύεται όλο και πιο καθαρά πια στη συνείδησή τους; Με άλλα λόγια, αν δεν καταστραφεί η στερεοτυπική εικόνα της γυναίκας που κατακλύζει την παιδικότητα για να την καταστήσει εν εξελίξει πιστό κακέκτυπο μιας αποδεκτής θηλυκής εικόνας, πώς θα κατακτηθεί η πιο υγιής, πιο ελεύθερη και αδέσμευτη από κανονιστικές οριακές συνθήκες θηλυκότητα;



 

Είχε περάσει, συνειδητά, ένα μυστηριώδες σύνορο στο οποίο πίστευε ότι θα ερχόταν αντιμέτωπη με τα όρια του εαυτού της. Αλλά πέρα από την καταιγίδα μονάχα καταιγίδα υπήρχε και μια καινούργια δαγκωματιά την περίμενε. (σ. 127)

 

Ερωτήματα πολλά ανοίγει το βιβλίο· εκεί που πας να αντιδράσεις με τις ακρότητες, εκεί αντιλαμβάνεσαι πως σε κάτι πιο σοβαρό, ίσως και επιθυμητό, σε καθοδηγεί η μυθοπλασία. Μήπως, όμως, αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ευφυούς γραφής, πρωτόγνωρης και  καινοτόμου; Προτείνοντας εναλλαγές των σκηνικών από τα πιο ρεαλιστικά σ’ εκείνα που ακροβατούν επικίνδυνα ρισκάροντας την πειστικότητα και την αληθοφάνειά τους προς μια ονειρική κατάσταση, η Οχέδα αφήνει τα ίχνη των μεγάλων της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας να φανερωθούν. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν τους ακολουθεί, καθώς προτιμά να διαγράψει μια προσωπική πορεία και να δώσει το ιδιαίτερο στίγμα της. 

Η μετάφραση της Ιφιγένειας Ντούμη  ανταποκρίνεται με επάρκεια στις προφανείς δυσκολίες του κειμένου παρέχοντας πληροφορίες και διευκρινίσεις με πολλές υποσημειώσεις, όπου κρίνεται απαραίτητο.

 

Διώνη Δημητριάδου