Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δοκίμια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δοκίμια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Η τραγική «παρέκτασις» (μαζί με κάποιες προεκτάσεις, μεταφορικές ή απολύτως κυριολεκτικές)

Η τραγική «παρέκτασις»
(μαζί με κάποιες προεκτάσεις, μεταφορικές ή απολύτως κυριολεκτικές)


Ο μέγας τραγικός Σοφοκλής αρέσκεται στα έργα του να κάνει μια μικρή ‘παύση’ από τη δραματική κλιμάκωση, και, όπως οδηγείται στην κορύφωση της τραγικής εξέλιξης, να παραθέτει μια όαση χορευτική, ένα ‘υπόρχημα’ ολιγόστιχο με αισιόδοξο περιεχόμενο. Αυτό, λίγο πριν επέλθει η ισορροπία των πάντων, λίγο προτού αποκατασταθεί η κοσμική αρμονία, φυσικά με την ολοκληρωτική συντριβή του περιδινούμενου ήρωα.
Παραθέτω εδώ ως παράδειγμα τη β΄ αντιστροφή από το ‘υπόρχημα’ της Αντιγόνης:
«ἰὼ πῦρ πνειόντων χοράγ᾽ ἄστρων, νυχίων
φθεγμάτων ἐπίσκοπε,
παῖ Διὸς γένεθλον, προφάνηθ᾽
ὦναξ, σαῖς ἅμα περιπόλοις
Θυίαισιν, αἵ σε μαινόμεναι πάννυχοι χορεύουσι
τὸν ταμίαν Ἴακχον.»

«Συ, κορυφαίε του χορού στ’ αστέρια τα φλεγόμενα,
συ που ορίζεις της νύχτας τα τραγούδια,
παιδί, του Δία σπορά,
εδώ μπροστά μας έλα
μαζί με τις ακόλουθές σου τις Θυιάδες,
που όλη τη νύχτα μαίνονταν
και σε τιμούσαν με χορούς
εσένα τον προστάτη Ίακχο.»
(νεοελληνική απόδοση: Διώνη Δημητριάδου)
Υμνούν τον Βάκχο, με χαρά και προσμονή της σωτηρίας. Για να ακολουθήσει η τραγική κατάληξη. Τι εξυπηρετεί αυτή η χαρούμενη επίκληση; Μια ανάπαυλα πριν έρθει η κορύφωση του δράματος; Ίσως μια ψευδαίσθηση πως όλα ρυθμίζονται με τη θεϊκή παρέμβαση; Κυρίως η συνειδητοποίηση εν τέλει του θεατή πως όλα θα γίνουν όπως είχαν ρυθμιστεί από την αρχή (άτη, ύβρις, τίσις, νέμεσις, κάθαρσις) ή έστω πως αυτή η ‘εναλλαγή’ στα ανθρώπινα πράγματα είναι αναμενόμενη στον κύκλο των κοσμικών ορίων.
[Όλο το παραπάνω μπορεί να είναι μόνο μια προσωπική καταφυγή σε κλασικά κείμενα που ποτέ δεν βρέθηκαν με δίσημους λόγους να παραπλανούν. Μπορεί να είναι και αφορμή για σκέψη για τους πιο επιρρεπείς στο δύσκολο νοητικό ταξίδι, ένα έναυσμα για γόνιμη αμφισβήτηση μιας απατηλής βεβαιότητας.]
Διώνη Δημητριάδου

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Κάποιες σκέψεις περί του ποιητικού ήθους


Κάποιες σκέψεις περί του ποιητικού ήθους





Ξέρω κάποιους ποιητές που με τη φωνή τους -ενίοτε και με τη σιωπή τους, αν έκριναν σωστό- μπόρεσαν να φωτίσουν τα σκοτάδια του μυαλού και να αναδειχθούν φωτεινά σημεία στους ορίζοντές μας. Σκέφτομαι, εν προκειμένω, τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, που καθάρισε την ακοή αυτών που θέλησαν ν’ αφουγκραστούν το ‘Ουρλιαχτό’ του:

«…καταγράφοντας εδώ αυτά που θ’ απομείνουν για να ειπωθούν σε καιρούς μετά το θάνατο, γι’ αυτούς που υψώθηκαν μετενσαρκωμένοι στα φασματικά ρούχα της τζαζ στη χρυσοκέρατη σκιά της μπάντας και τραγούδησαν το βάσανο γι’ αγάπη του γυμνού αμερικάνικου μυαλού με μια ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί σαξοφωνική κραυγή που ανατρίχιασε τις πόλεις μέχρι το τελευταίο ραδιόφωνο με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη και πεταμένη έξω απ’ τα κορμιά τους καλή για φάγωμα για χίλια χρόνια…»
(απόσπασμα από το ‘Ουρλιαχτό’, 1956, σε μετάφραση του Άρη Μπερλή).

Αυτά τα παραπάνω για όσους ψάχνουν στην ποίηση όχι μόνο την αισθητική απόλαυση (που έτσι κι αλλιώς είναι δεδομένη για τους ρέκτες του είδους) αλλά την ηθική κυρίως των ποιητών. Αυτό ακριβώς διαρκώς τίθεται εν αμφιβόλω, αυτό καλούνται με τη στάση τους (παράλληλα με το έργο τους) να αποδεικνύουν, και γι’ αυτό κρίνονται. Όχι μόνον για την στιχοπλεκτική τους ικανότητα.

Ποιος, για παράδειγμα, θα αμφισβητούσε το πολιτικό ήθος του Μανόλη Αναγνωστάκη, σε αυτονόητη ακολουθία με το εσώτερο ήθος που τον χαρακτήριζε; Και όχι μόνον για τη συνεπή προς τις πεποιθήσεις του στάση του (που ολίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή, σε ηλικία μόλις 24 ετών) αλλά και για την απόφασή του να σιγήσει ποιητικά, όταν έκρινε πως όλα τα σπουδαία τα είχε πει.

Ή πώς θα αντικρούαμε τον όρο που χρησιμοποίησε ο Ελύτης για χαρακτηρισμό του Κάλβου ως ‘αντάρτη ποιητή’;

Υπάρχουν παρουσίες διακριτές μέσα στο σύνολο του παγκόσμιου ποιητικού σύμπαντος για τις ρηξικέλευθες εμπνεύσεις τους στον τρόπο γραφής, που ανέτρεψαν την ως τότε αντίληψη περί ποιητικής. Υπάρχουν, ωστόσο, και ποιητικές παρουσίες (οι παραπάνω περιπτώσεις καθαρά ενδεικτικές) που διαμόρφωσαν τον τρόπο σκέψης και ανέτρεψαν παγιωμένα ιδεολογικά ‘συστήματα’. Αυτούς τους μνημονεύουμε ως πολιτικό και ποιητικό ήθος (οι δύο αυτές έννοιες δύσκολα γίνεται να μην συμβαδίσουν) και τους προσδίδουμε την προσωνυμία ‘άναρχοι’ δημιουργοί. Κι αυτό, γιατί μόνο με ανατροπή αρχών (και θέσπιση προσωπικών δικών τους) μπορούν να ‘εισηγούνται’ κάποιο νέο δρόμο, που να αξίζει να ακολουθήσει κάποιος. Με κόστος φυσικά προσωπικό. Άλλωστε οι ίδιοι αυτοί οι δημιουργοί πληρώνουν  το τίμημα που τους αναλογεί.

Διώνη Δημητριάδου

(στη φωτογραφία ο Άλεν Γκίνσμπεργκ)

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016


Με συντροφιά τον προσωπικό μας λύκο

(σκέψεις αποσυνάγωγες)



Πώς συντροφεύει, αλήθεια, ένας λύκος; Αυτό το ιδιαίτερο ον που στοιχειώνει τη σκέψη του πολιτισμένου ανθρώπου μέσα σε θρύλους, παραδόσεις, σε σκοτεινές, φοβικές εικόνες; Σε ποια ταξίδια θα στεκόταν συνταξιδιώτης  οδηγώντας κι εμάς μέσα από τους στενούς διαδρόμους της σκέψης σε κοινούς φόβους, ανασφάλειες και ανησυχίες, για να μας δείξει τον μοναδικό ίσως δρόμο που πατούν οι επιθυμίες μας, οι πιο βαθιές; Ο λύκος-συνταξιδιώτης σε έναν ρόλο βουβού παρατηρητή της πορείας του οδηγού-ανθρώπου, σ’ αυτό το ταξίδι ανίχνευσης του εσωτερικού κόσμου; Ή ο λύκος οδηγός απρόσμενος; Πού θα καταλήξει αυτή η πορεία; Είναι προδιαγεγραμμένη; Ή μήπως πρόκειται για ένα ταξίδι που επιφυλάσσει εκπλήξεις; Ο λύκος μάλλον εγγυάται για το επικίνδυνο κομμάτι του. Γιατί, αυτό το εκ φύσεως κοινωνικό ον, το τόσο κοντινό σε μας, με τον παρόμοιο συναισθηματικό κόσμο και τη μεγάλη δυνατότητα έκφρασης, κατέληξε αποσυνάγωγο της ανθρώπινης κοινωνίας, ενσάρκωση των απώτερων φόβων του  ανθρώπου. Το ενσωματώσαμε στον δικό μας κόσμο, των πολιτισμένων και οριοθετημένων αντιδράσεων, των λογικών επιλογών, μόνο όταν το υποτάξαμε και το εξημερώσαμε, ώστε να γίνει ο πιστός μας ακόλουθος, με τη μορφή του σκύλου. Εδώ, όμως, ο λύκος-σύντροφος έχει την αρχική του μορφή, αυτή που παραπέμπει στα ενστικτώδη αντανακλαστικά του, αυτή που αναπόφευκτα οδηγεί σε σύγκρουση με τα κατά συνθήκη κοινά της -συμβατικά αποδεκτής- κοινωνικής συμβίωσης.
Μια εικόνα πολλαπλών αναμετρήσεων: το ‘εγώ’ του πολιτισμού και του ορθού λόγου με το ‘εγώ’ του κόσμου των ενστίκτων,  το ιδιωτικό περιχαρακωμένο τοπίο με αυτό του χώρου των πολλών που απαιτεί συμμόρφωση με τα δεδομένα του, σε τελευταία ανάλυση την αναμέτρηση της σκέψης με την ανάγκη της ενδοσκόπησης. Γιατί οπωσδήποτε ενδιαφέρον είναι αυτό το εσωτερικό ταξίδι αυτογνωσίας ή έστω ανίχνευσης επιθυμητής πορείας μέσω της επαφής με αυτό το κομμάτι του εαυτού μας. Πόσο δυνατό άραγε είναι αυτό το ένστικτο, το καταχωνιασμένο μέσα στον άνθρωπο του πολιτισμένου κόσμου; Μπορεί να βγαίνει στην επιφάνεια κάθε που ο ‘λύκος’ ξυπνάει από τον επιβεβλημένο του λήθαργο; Και, αν ναι, τότε πού μας οδηγεί δυνητικά; Και πόσο το αντέχουμε αυτό το απρόσμενο σε εικόνες (ηθελημένο πάντως) ταξίδι;
Ας μην λησμονούμε, ωστόσο, πως ο λύκος είναι από τα πλέον ανθεκτικά όντα, έτοιμο να επιστρατεύσει όλα όσα φέρει προίκα από τη φύση, προκειμένου να επιβιώσει απέναντι σε ανθρώπινες μηχανουργίες και σχέδια εξόντωσής του. Η συντρόφευση μαζί του, επομένως, ενδυναμώνει το αδύναμο ‘εγώ’ που ασφυκτιά από τις κοινωνικές συμβάσεις με απαραίτητη προϋπόθεση όμως να υπάρχει η διάθεση για σύγκρουση με αυτά τα στενά όρια περιχαράκωσης στα θεμιτά και νόμιμα. Αυτό το ‘άγριο’ κομμάτι του εαυτού μας, αναγκαστικά κρυπτόμενο κάτω από ποικίλες συμβάσεις, νιώθει την ανάγκη να εκφράσει το υγιές υπόστρωμα, αυτό που χαρακτήριζε το ανθρώπινο γένος προτού υποταχθεί στην κοινωνική αναγκαιότητα. Γεμάτο από ενστικτώδη αγάπη για τη ζωή, μια ζωή συντροφευμένη με όλα τα όντα, σε αγαστή συνύπαρξη με τη φύση, χωρίς κυριαρχικές τάσεις απέναντι σε οτιδήποτε πιο αδύναμο εμποδίζει την απόλυτη εξουσία του ισχυρού τάχα ανώτερου όντος.
Έτσι θα ξεκινήσει αυτή η συμπόρευση με τον λύκο, τον εσώτερο εαυτό, σαν να έχουμε την ‘αρχή του παραμυθιού’ με αβέβαιη κατάληξη.  Άραγε θα σωθεί ο συνταξιδιώτης του λύκου; Γιατί σ’ αυτό το ταξίδι δεν υπάρχουν ορατά εφόδια, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν απέναντι στα εμπόδια, ορατά κι αυτά, αλλά ούτε και το άλλοθι της συγκίνησης. Κυνικό ίσως; Απολύτως συνταιριαστό πάντως και ετυμολογικά με τον λύκο-κύνα. Υπάρχουν άραγε κάποιες ‘σταθερές’ να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως ανάχωμα;  Αυτά τα ταξίδια είναι φτιαγμένα με σκληρά υλικά και μόνο για όσους αληθινά αντέχουν. Γιατί από κάποια στιγμή και μετά ο λύκος είναι που θα πάρει το τιμόνι και θα οδηγεί. Πόσο έτοιμοι είμαστε για μια τέτοια ανατροπή, τη σημαντικότερη όλων; Η συνάντηση με τον προσωπικό μας λύκο είναι ένα ταξίδι μοναδικό, συγκινησιακά φορτισμένο και επικίνδυνα όμορφο.

Διώνη Δημητριάδου


Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

Ο χρόνος είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση





Σε νεότερη ηλικία δεν το αντιλαμβάνεσαι. Μα είναι απολύτως σαφής η παραδοξότητα της έννοιας των κυλιόμενων ημερών. Κάτι σαν να βάζεις το χέρι σου στο νερό μα να μην το πιάνεις, ενώ το βλέπεις να ξεγλιστρά ανυπάκουο στην κίνησή σου. Όσο όμοιες να είναι οι μέρες που περνούν, σιγά σιγά το μαθαίνεις ότι δεν είναι ποτέ ίδιες, καθώς σοφά το είπε εκείνος ο παλαιός πως δεν μπορείς να ξαναμπείς στο ίδιο ποτάμι.
Έτσι όπως τρέχουν οι στιγμές (σαν μια κινούμενη εικόνα ποδηλάτου σε βρεγμένο, γλιστερό δρόμο) και μεγαλώνεις μέσα τους, το ψυχανέμισμά τους το νιώθεις. Μόνο τότε μπορείς να πεις ‘είμαι’, ‘βρίσκομαι’, ‘ζω’. Κυλώ σαν το ποτάμι. Όμως, για να λες ‘ζω’ πρέπει να έζησες, να έχεις ζήσει. Αλλιώς απατηλά μετράς μη βιωμένα χρόνια.
Γιατί μόνο τότε αντιλαμβάνεσαι τη σχέση του αορίστου χρόνου με όλα τα ενεστώτα. Θαρρώ κακώς τον ονομάσανε αόριστο. Τίποτε πιο οριστικό από τα βιωμένα σε χρόνο σταθερό. Όσο γι’ αυτόν τον άλλο τον ύπουλα παρακοιμώμενο παρακείμενο, δες πώς σε εξαπατά. Νομίζεις πως τον έβαλες στο χέρι μ’ εκείνο το βέβαιο κτητικό ‘έχω’, κι αυτός περιγελά τη σιγουριά σου με τη βοήθεια ενός οριστικού, ωστόσο (για τη συνείδησή σου) απολύτως αορίστου.
Με όλα τούτα τα γραμματικά και φιλολογικά θέλω να πω πως έχω φτάσει στο σημείο που αρχίζει ο χρόνος πια να νιώθεται κι οι μέρες να βιώνονται. Ως παρελθόν με αντικαθρέπτισμα στο τώρα. Μα απαιτούνται αρκετές δεκαετίες για να το πεις αυτό. Όσοι νεότεροι πιάστε λίγο το νόημα. Οι συνομήλικοι και μεγαλύτεροι έχετε ήδη καταλάβει τι εννοώ.

Διώνη Δημητριάδου

(η φωτογραφία του Massimilliano Sarno)



Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Η Τέχνη εισβάλλει στη ζωή ακάλεστη


Η Τέχνη εισβάλλει στη ζωή ακάλεστη






Σε μια ρεπροντυξιόν σε μουσαμά και με λευκή κορνίζα. Έτσι πρωτοαντίκρισα τον πίνακα του Βαν Γκογκ "Εξώστης καφενείου τη νύχτα στην Αρλ". Θέλει και η impression τον τρόπο της. Πώς θα σε "χτυπήσει" με την πρώτη ματιά. Χωρίς ιδιαίτερη εξήγηση, χωρίς καμιά δικαιολογία. Η Τέχνη εισβάλλει στη ζωή ακάλεστη και σου παίρνει τον αέρα, μόλις αντιληφθεί την ασθενή σου αντίσταση στις εκπλήξεις. Δεν απαιτεί ειδικές σπουδές (ευπρόσδεκτες ωστόσο) ούτε αποδεικτικά πτυχία. Κι έτσι ο σκοτεινός ψυχικά ζωγράφος γίνεται εικόνα της εφηβείας σου. Κάθε φορά που βλέπω το καφενείο του, θέλω κι εγώ ακάλεστη να κάτσω στα καθίσματά του. Και τότε αυτός μου γνέφει πίσω από τα χρώματα φιλικά λέγοντας:"Μα είμαστε γνωστοί από παλιά". Έχει δίκιο.

Διώνη Δημητριάδου

Ο ποιητής και ο στόχος (ή ο ποιητής ως στόχος) διαβάζοντας το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη «Ο στρατιώτης ποιητής»


Ο ποιητής και ο στόχος (ή ο ποιητής ως στόχος)

διαβάζοντας το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη

«Ο στρατιώτης ποιητής»






Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου.

Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλη ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου.

Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω.

 Δεν έχει γράψει ποιήματα· αυτός ο ποιητής αυτοαναιρείται, αναιρεί την ποιητική του ιδιότητα, αναιρεί τον στόχο του; Πράγματι, αν η ποίηση είναι για κάποιους συνώνυμη του λυρισμού και της κενής ωραιοποίησης, τότε ο ποιητής μας δεν έχει καμιά σχέση μαζί της (και ούτε θα επιθυμούσε να έχει). Αν, όμως, αποτελεί καταγραφή ζωής, αν είναι δήλωση παρουσίας και κινητοποίηση της μνήμης, αν είναι ένα ιδιότυπο χρέος για διατήρηση της σκληρής πραγματικότητας, τότε αυτό που κάνει ο Σαχτούρης είναι ποίηση, και μάλιστα πολύ δυνατών συγκινήσεων· μια «επώδυνη και μακάβρια θητεία».

Μα, ας μην πάει ο νους μας στη στρατευμένη ποίηση. Ο όρος έτσι κι αλλιώς δεν είναι εύστοχος (αλίμονο αν μιλώντας για τέχνη μας έρχεται στο μυαλό η εικόνα της σειράς των στρατιωτών με το όπλο στο χέρι, εικόνα τουλάχιστον αντιαισθητική αν όχι ιδεολογικά απαράδεκτη), αλλά στην περίπτωση του Σαχτούρη δεν αποδίδει ούτε στο ελάχιστο την πραγματικότητα. Ο ποιητής δεν τάσσεται κάτω από τις επιταγές σκοπιμοτήτων, αλλά υπακούει στην εσωτερική παρόρμηση να μιλήσει, να υπογραμμίσει, να υπενθυμίσει, να χτυπήσει την πόρτα του εφησυχασμού μας. Άλλωστε κατά δήλωση του ίδιου, αυτός κληρονόμος πουλιών είναι ο μόνος που μπορεί να ανέβει στον κακοποιημένο ουρανό και να ελέγξει το φως των άστρων. Με το παντοδύναμο φως του ποιητικού λόγου κάνει επώνυμη τη μνήμη, της δίνει σήμα, της βάζει σταυρό. Το σήμα είναι το λιγοστό του ποίημα, λίγο και σαφές για όποιον έχει το χάρισμα να ακούει, να μεταφράζει τον ποιητικό λόγο, ακόμα κι όταν αυτός πατάει σε δύσκολα μονοπάτια, όπως αυτά του υπερρεαλισμού, του εξπρεσιονισμού και του  παράλογου (βασικές συνιστώσες του συγκεκριμένου ποιήματος).

Για τον δημιουργό που βλέπει έτσι, όμως, την ποίησή του μία είναι η οδός και δύσκολη. Πάντοτε ανάμεσα σε χώμα και ουρανό· ανοδική και επώδυνη, όπως και η μνήμη που κουβαλά. Δεν βολεύεται παρά μονάχα σε λαμπερό ουρανό. Αλλά η εποχή είναι σκληρή και ανελέητη. Τρόμος, φόβος, κρότος, πόλεμος και φωτιά. Ο ίδιος, λοιπόν, θα μιλήσει για όλα αυτά εκθέτοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του, κάνοντας τον εαυτό του στόχο, την ώρα που φαίνεται να έχει αναιρέσει τον στόχο της ποίησής του. Μέσα στον αντιφατικό τίτλο του ποιήματος μοιάζει να τα έχει πει όλα, και ταυτόχρονα μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε κι εμείς την αλήθεια του.

Ο ποιητής δεν έχει γράψει ποιήματα που ακούγονται γλυκά στ’ αυτιά· έχει καρφώσει γερά τη μνήμη μας με τα σημάδια του, έχει μπει ο ίδιος, η ποιητική του παρουσία, σήμα στη μνήμη μας. «Κάθε μου λέξη μια σταγόνα αίμα», όπως λέει ο ίδιος.

Διώνη Δημητριάδου
(το κείμενο συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή δοκιμίων «Το ύφος και το ήθος», εκδόσεις Νοών, 2010)





Τρίτη 5 Ιουλίου 2016


"από την  κατανόηση στην καταξίωση"

(μια “αιρετική” ερμηνεία του διηγήματος του Μάριου Χάκκα "Το ψαράκι της γυάλας")

     


    Αμφιλεγόμενος ο ήρωας του διηγήματος «Το ψαράκι της γυάλας». Η κριτική στάση απέναντί του κινείται από την ειρωνεία για τον συμβιβασμένο πρώην αγωνιστή ως τη συγκατάβαση για τον κουρασμένο επαναστάτη. Πόσο, όμως, πράγματι οι ερμηνείες αυτές προσεγγίζουν την εικόνα του ήρωα που αποτυπώνεται στις σελίδες του Μάριου Χάκκα;
 Έτοιμος είναι ο αναγνώστης να σταθεί ειρωνικά απέναντι στον πολύπαθο αυτό άνθρωπο, που ψάχνει το άλλοθι για να πάει σπίτι του, ενώ η πρότερη δράση του θα έπρεπε να τον οδηγήσει στο κέντρο της πόλης, προς τον αγώνα κατά της δικτατορίας (το διήγημα αναφέρεται στην πρώτη ημέρα της δικτατορίας του 1967). Αυτός, όμως, όχι! Θα πάει στο σπίτι του!  Ο αναγνώστης καταδικάζει τον “συμβιβασμό” του. Πού είναι το αγωνιστικό παρελθόν; Γιατί προτιμάει να κοιμηθεί ήσυχος;
 Πιο συμπαθής προς τον ήρωα η άλλη ερμηνεία, είναι έτοιμη να κατανοήσει τη συσσωρευμένη κόπωση, την απογοήτευση που φέρνουν οι διαρκείς διώξεις και τα αμφίβολα οφέλη. Αυτός, εκπρόσωπος της λεγόμενης “γενιάς της ήττας”, είναι, ίσως, φυσικό να νιώθει μέσα του την πίκρα για μια αριστερά που “τρώει τα παιδιά της”, αφήνοντας μάλιστα βαθιά τη γεύση της ενοχής και τη διάθεση για μια ιδιόμορφη παραίτηση, τουλάχιστον από τον καθημερινό αγώνα.

 Ας πλησιάσουμε, όμως, καλύτερα τον ήρωα. Οι παραπάνω ερμηνευτικές στάσεις ελάχιστα αποδίδουν, νομίζω, την  ουσία της προσωπικότητάς του. Ο Μάριος Χάκκας, προοδευτικής ιδεολογίας ο ίδιος, δημιούργησε τον άνθρωπο του διηγήματός του με στοιχεία από το αγωνιστικό παρελθόν της γενιάς του. Ο ήρωάς του, βρισκόμενος σε μέση ηλικία κι έχοντας να απαριθμήσει στο παρελθόν του φυλακίσεις, διώξεις, εξορίες, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο μιας νέας δίωξης, όταν εκδηλώνεται το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967. 



Επί ένα σχεδόν εικοσιτετράωρο τριγυρνάει στην πόλη χωρίς να αποφασίζει πού θα κατευθυνθεί. Στο κέντρο, όπου θα βρίσκονται ήδη οι αντιτιθέμενοι με το νέο καθεστώς, άρα στον αγώνα, άρα σε νέα σύλληψη και ταλαιπωρία; Στο σπίτι του, όπως όλοι οι “φιλήσυχοι”πολίτες, οι μη μετέχοντες ποτέ στα πολιτικά δρώμενα, παρά μέσα από το ραδιόφωνο, οι ανήσυχοι μόνο για το ποδόσφαιρο της Κυριακής; Νιώθει να μην έχει σχέση με καμία από αυτές τις ομάδες. Σίγουρα δεν είναι ο τυπικός φιλήσυχος πολίτης με την αστικού τύπου οικογένεια, ο οποίος έχει περιορισμένους τους ορίζοντές του στα στενά πλαίσια του τακτοποιημένου του σπιτιού, και της αμφίβολης ευτυχίας του. Ποτέ δεν ήταν ένας από αυτούς, ποτέ δεν κλεινόταν σπίτι του, όταν τα γεγονότα και η συνείδησή του τον καλούσαν. Πάντα έβγαινε μπροστά διακινδυνεύοντας αυτά τα λίγα που είχε κατορθώσει να πετύχει. Τώρα, βέβαια, είχε πια κάτι δικό του, κάτι που θα μπορούσε κάπως να τον εντάξει στους βολεμένους, με ένα σπιτάκι, λίγα επιπλάκια, ένα χρυσόψαρο στη γυάλα να εξαρτάται απολύτως από αυτόν, αφού δεν κατόρθωσε να κάνει οικογένεια, έχει τέλος πάντων δημιουργήσει πια μια ζωούλα λιτή αλλά πολύτιμη συγκρινόμενη με τα τόσα χρόνια της ταλαιπωρίας και των στερήσεων. Από την άλλη, κάτι τον κάνει να διστάζει να ακολουθήσει τους άλλους που, σαν κι αυτόν κάποτε, βγήκαν μπροστά στον αγώνα με αβέβαιο το μέλλον. Μια ζωή τα ίδια; Μια ζωή οι ίδιοι και οι ίδιοι; Αυτός ο τόπος δεν έχει κανέναν άλλο να νοιάζεται για την τύχη του; Να βάζει το κοινό καλό πάνω από την προσωπική του ευδοκίμηση; Η νεολαία, του μαθαίναν κάποτε, είναι το πιο ριζοσπαστικοποιημένο κομμάτι του λαϊκού κινήματος. Οι νέοι θα βγουν μπροστά, πάντοτε οι νέοι. Ναι, αλλά και η παλαιότερη γενιά δεν έχει ξοφλήσει. Έτσι δεν είναι; Ποιος είναι ο ρόλος της;  Το δίλημμα είναι μεγάλο. Κι εκεί που φαίνεται ότι δεν δίνεται λύση, ανακύπτει το μείζον ερώτημα: και το ψαράκι τι θα γίνει; Να λοιπόν το άλλοθι. Θα πάει σπίτι του για να φροντίσει το χρυσόψαρο στη γυάλα, το μόνο ον που εξαρτάται απολύτως από αυτόν. Καμιά φορά η ζωή μας περιστρέφεται γύρω από φαινομενικά ασήμαντα πράγματα και ευτελείς, όπως τουλάχιστον φαίνεται, επιλογές. Η σημασία πρέπει να δοθεί στο γεγονός αυτής της ίδιας της επιλογής μας. Είμαστε εμείς που δίνουμε περιεχόμενο και νόημα στο κάθε τι προσδιορίζοντας, έτσι, και τη στάση μας. Για τον ήρωα του Χάκκα η επιλογή αυτή σήμαινε ίσως τη λύση στο δίλημμά του; Έδειχνε τον συμβιβασμό του; Μήπως μας δίνει. έτσι, την αγωνία του μπροστά στην πικρή γνώση ότι δεν έχει στην ουσία επιλογή;


 Το διήγημα τελειώνει με τη φράση «εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν».
 Εδώ, όμως, βρίσκεται και το κλειδί της ερμηνείας. Αν το διήγημα συνεχιζόταν, σκεφτήκαμε ποια θα ήταν η επόμενη σκηνή; Ο ήρωας (σεσημασμένος από τις διωκτικές αρχές, αριστερός με αγωνιστικό παρελθόν) θα βρισκόταν στην ασφάλεια, και από εκεί στη φυλακή και στην εξορία. Η επιλογή του, λοιπόν, δεν  τον οδήγησε στην πραγματικότητα στο σπίτι του αλλά ίσα ίσα σε μια συνέχεια της ζωής του της αγωνιστικής, της συνεπούς και της ηρωικής, ας το πούμε έτσι.
 Ποιον, λοιπόν, κρίνουμε τόσο αυστηρά, τόσο αβασάνιστα, και τον αποκαλούμε “βολεμένο”; Τον αγωνιστή με ταυτότητα; Αυτόν που δεν πρόκειται ποτέ να ησυχάσει, γιατί τα αγωνιστικά του βιώματα θα τον τοποθετούν στην πρώτη γραμμή, ακόμη και όταν αυτός θα έχει πάει σπίτι του; Βρισκόμαστε, έτσι, μπροστά σε έναν τυπικό εκπρόσωπο της μαχόμενης ιδεολογίας αυτού του τόπου. Ας του δικαιολογήσουμε την απογοήτευση, το παράπονο που νιώθει, όταν το καθήκον πάλι αυτόν καλεί και όχι τους νεότερους, ας σταθούμε δίπλα στα διλήμματά του (διλήμματα ζωντανού ανθρώπου), ας καταξιώσουμε επιτέλους τον ήρωα.
 Έγραψε ο Ρίτσος «η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα». Εδώ ο Χάκκας μάς δίνει τη δική του αλήθεια. Ναι, η ζωή τραβάει την ανηφόρα. Όχι, όμως, με σηκωμένες γροθιές μόνο, αλλά με το προσωπικό ήθος του καθενός, που ξέρει να δηλώνει το αγωνιστικό του φρόνημα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ακόμη και με το βασανιστικό του δίλημμα. Ας αναλογιστούμε εδώ όλους αυτούς που πολύ γρήγορα αποφάσισαν να καταθέσουν τα όπλα.
 Οι ήρωες, όπως μας αρέσει να τους αποκαλούμε, είναι άνθρωποι με συναισθήματα, με αγωνίες, με εσωτερικές συγκρούσεις. Με ζωντανά διλήμματα, που τους ταλαιπωρούν και τους κάνουν να ξεχωρίζουν από όλους αυτούς που ούτε σκέφτονται  ούτε διστάζουν ούτε προβληματίζονται για τις επιλογές τους, γιατί απλούστατα έχουν επιλέξει πολύ εύκολα τον επίσης εύκολο δρόμο, τον σίγουρο δρόμο της ησυχίας, της τάξης και της προσωπικής τους ασφάλειας. Ποια σχέση μπορεί ποτέ να έχει ο ήρωάς μας με το είδος αυτό του ήσυχου διεκπεραιωτή, του σίγουρου για τις επιλογές του υπηρέτη της δεδομένης εικόνας; Ο καθένας από αυτούς αποτελεί ένα κάποιο κομμάτι της “τοιχογραφίας”. Ο ήρωας του διηγήματος του Χάκκα δεν θέλει αλλά και δεν μπορεί, όπως είδαμε, να έχει καμία σχέση με ολόκληρο το νόημα αυτής της τοιχογραφίας. Αυτή είναι και η διαφορά του από τους άλλους.

Διώνη Δημητριάδου



Μάριος Χάκκας, ''Το ψαράκι της γυάλας"

 Ο άνθρωπος, με τη φρατζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δύο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.


Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός, μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.

Το σωστό είναι, όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.

Σ' όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ' αυτές τις δυο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.

Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπος μας στις συγκεντρώσεις, είναι αλήθεια πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: "Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου."

Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το 'τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει πια δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δε γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν' ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ - φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν' αλλάζει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.

Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.

Για παντρειά δεν αποφάσιζε. "Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι", έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. "Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον."

Κι όμως, έστω χωρίς γάμο, μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερες τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ' αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικο βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλο-πράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.

Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.

'Ηταν ωραία ν' ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. 'Ηταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λόγκ και ν' αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. "Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία." 'Ηταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ' ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;

Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ' αυτούς τώρα θα 'ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.

'Εκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ' το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. 'Ηταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επιτούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά, της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του 'ρθανε αισιόδοξες σκέψεις: "Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. 'Οπου να'ναι θα πέσουν."

Τώρα όποιος θα 'θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο. "Πώς θα πέσουν;" άκουσε μια φωνή μέσα του, "όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;" "θα τους ρίξει ο λαός", διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ' αυτόν το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ' έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα να συμμετάσχει σ' αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;

"Δεν μπορώ", σκέφτηκε, "προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. 'Οσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι."

Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του. Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. 'Ομως το στόμα του ήταν πικρό απ' τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ' αποφάσισε.

Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.

- Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν' απαντήσει.

- Θα'χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;

- Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ' έξω.

- Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπο του. 'Εχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα
τίποτε.

Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέρφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ' ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ' αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτόν του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας:

Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.

Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ' αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. 'Ηταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. 'Ομως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ' έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαζε γι' αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.

Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα: 'Ενα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. 'Εκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρταράνε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.

Έβγαλε το μαντίλι απ' την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του . μέτωπο. "Δε γίνεται" σκέφτηκε, "πρέπει να πάω." Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν' αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα, τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.

Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν.
Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

Μάριος Χάκκας "Το ψαράκι της γυάλας", από τη συλλογή διηγημάτων"Ο μπιντές και άλλες ιστορίες"



                                  


Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Μνήμη του πατέρα

Μνήμη του πατέρα




     Ευτύχησα να έχω έναν πατέρα που από πολύ μικρή ηλικία έμαθε σ’ εμένα και τον αδελφό μου να αποστρεφόμαστε κάθε τι το επιφανειακό και πρόσκαιρο και να  κάνουμε κτήμα μας τις σταθερές αξίες στη ζωή μας: το διάβασμα, τη μουσική, την τέχνη σε κάθε γνήσια μορφή της (με αλάνθαστο κριτήριο πάντοτε μας έδειχνε το ψεύτικο), την πίστη στα προοδευτικά μυαλά κυρίως. Μας άφηνε να δοκιμάζουμε τη δύναμή μας και ποτέ δεν στεκόταν εμπόδιο σε κάτι που πολύ το θέλαμε. Μονάχα, αν κάτι δεν του άρεσε, έδειχνε την αποδοκιμασία του. Κι αυτό μας πόναγε περισσότερο κι από μια φωνή ή μια τιμωρία. Γιατί η αποδοχή του ήταν το μέτρο με το οποίο ζυγίζαμε τις πράξεις μας. Μας έδειξε πώς πρέπει να θέλουμε τον κόσμο για να μπορούμε να τον ζούμε χωρίς διακρίσεις όλοι. Μας έμαθε το χιούμορ, ασπίδα απέναντι στην άπειρη βλακεία που μας περιτριγυρίζει. Τέλος μας έμαθε την αγάπη, που δεν γνωρίζει σύνορα και είδη, και είναι πάντα ανεκτική και συμπαραστέκεται στον αδύνατο είτε είναι άνθρωπος είτε άλλο ζωντανό πλάσμα αυτού του κόσμου.

Η ζωή του δεν ήταν εύκολη. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ο πατέρας μου σκέφτηκε να καταγράψει μνήμες, που ακόμη συγκρατούσε το μυαλό του, από τα δύσκολα νεανικά του χρόνια «…πέρασαν τα χρόνια, πήρα σύνταξη το 1984 και ζω πλέον με τη σύνταξη μου, κοντά στα αποκατεστημένα μου παιδιά και τα 4 εγγόνια μου. Όσα χρόνια όμως κι αν πέρασαν, οι αναμνήσεις από τα τραγικά αυτά χρόνια, έρχονται έντονες κάθε μέρα. Θέλησα λοιπόν, προτού η ηλικία αδυνατίσει τη μνήμη μου, να τα γράψω όλ' αυτά που έζησα.». Έτσι τελειώνει την καταγραφή του, με την επιθυμία να προλάβει, μήπως και χαθούν οι μνήμες του.

Τα έγραψε, δεν πρόλαβε ωστόσο να τα δει αυτά σε μορφή βιβλίου. Όταν τώρα τα διαβάζω, τον νιώθω δίπλα μου, όπως τότε που μου τα διηγιόταν. Με απλά λόγια, σαν να ήταν καθημερινές ιστορίες που συμβαίνουν στον καθένα. Κι όμως, δεν είναι τόσο απλά, καθημερινά βιώματα ο τραυματισμός του στη μάχη της Κρήτης, το 1941, η σύλληψή του από τους Γερμανούς και η ανέλπιστη, εντελώς τυχαία, σωτηρία του λίγο πριν μεταφερθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το τραύμα στα μάτια του το πλήρωσε με μειωμένη δραματικά την όρασή του, χωρίς να πάρει ποτέ την ταυτότητα του αναπήρου πολέμου. Και σε πείσμα αυτής της έλλειψής του διάβαζε μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του, χρησιμοποιώντας μεγεθυντικό φακό. Κυνηγημένος από τη χούντα, αποκαταστάθηκε κατά τη μεταπολίτευση εξαντλώντας μέχρι την τελευταία μέρα τα χρόνια που χρειαζόταν για τη συνταξιοδότησή του.

Νιώθω μια ιδιαίτερη χαρά, όταν ακούω από ανθρώπους που τον 
γνώρισαν τη φράση ‘ο πατέρας σας ήταν πολύ ξεχωριστός’. Τι 
άλλη καλύτερη ύστερη μνήμη; Να τον θυμούνται ακριβώς γιατί η 
παρουσία του ήταν τόσο διακριτή. Μου λένε ότι του μοιάζω. 
Πιστεύω πως εννοούν την εξωτερική ομοιότητα. Μέσα μου, όμως, 
θα ήθελα πολύ να έχω πάρει κάτι από τα άλλα, τα εσωτερικά του γνωρίσματα.

Σήμερα, ημέρα μνήμης για τον πατέρα, έκανα αυτή τη μικρή μνεία 
του Δημήτρη (Μίμη) Δημητριάδη. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη 
το1920, καταγόμενος από το Μεσολόγγι, κατ’ ευθείαν απόγονος  
του Χρήστου Καψάλη, με ακόμη πιο μακρινή (κατά τον 18ο 
αιώνα) καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Πέθανε το 2004. 
Ήταν ευτυχής που ως το τέλος της ζωής του, διατήρησε το μυαλό 
του καθαρό και τη συνείδησή του ήσυχη.


Διώνη Δημητριάδου (ευγνώμων)



Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Πολύχρωμα και διαφορετικά

(για σπίρτα αλλά όχι μόνο γι' αυτά)








Η διαφορετικότητα του καθενός ας είναι αυτονόητη. Ας μην έχει ανάγκη υπενθύμισης, ας μην αποτελεί πεδίο διαπαιδαγώγησης. Ας μην διακηρύσσει το ξεχωριστό που φέρει μέσα της. Μόνο τότε θα μπορούμε να μιλάμε για ισότητα δικαιωμάτων. Όταν δεν θα υπάρχει λόγος να μιλάμε γι’ αυτήν.


Ως τότε θα πρέπει διαρκώς να τονίζουμε πόσο άσχημη καταλήγει η ομοιομορφία αλλά και πόσο επικίνδυνη, μια που εύκολα κανείς τακτοποιεί τα όμοια, τα συσκευάζει και τα χειραγωγεί.




 Αλλά και να τονίζουμε πόσο όμορφη είναι η ανομοιότητα, η ετερότητα, η ποικιλοχρωμία. 



Με όλα τα διαφορετικά φτιάχνεις πολύχρωμες εικόνες, πολλές. Και πάρα πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να σε χρησιμοποιήσει για τη μονότονη, μονόχρωμη τοιχογραφία του.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Ο «περιβάλλων» χώρος 
και ο αφελής «κυρίαρχος» άνθρωπος



   

Μέρα αφιερωμένη στο περιβάλλον η σημερινή και δεν μπορώ να μη μιλήσω για μια στρεβλή εκτίμηση που κυριαρχεί, νομίζω, στους κύκλους των υπερασπιστών του. Όταν λέμε ότι φροντίζουμε και προστατεύουμε τη φύση, είναι σωστό να προσδιορίσουμε τον λόγο που το κάνουμε αυτό. Εννοώ ότι δεν συμμερίζομαι τη βαθύτερη σκοπιμότητα που κρύβεται πίσω από τις διακηρύξεις για την ανάγκη διατήρησης της «αλυσίδας», η οποία καταλήγει αναπόφευκτα στη σωτηρία των ανθρώπων. Λες και όλα τα φυσικά όντα δημιουργήθηκαν για να συντηρούν τον κυρίαρχο άρχοντα. Μας πέρασε από το μυαλό ότι το κάθε φυσικό ον έχει απλώς το δικαίωμα να ζήσει αξιοπρεπώς (σύμφωνα με τα δεδομένα της ίδιας του της φύσης και όχι με τα δικά μας μέτρα) και ότι αντλεί αυτό το δικαίωμα όχι από τη σχέση του μαζί μας αλλά από το γεγονός και μόνον ότι γεννήθηκε; Αν έτσι δούμε τα πράγματα, θα γίνουμε υπέρμαχοι της διατήρησης και προστασίας του περιβάλλοντος χωρίς ωφελιμιστικές σκέψεις. Τότε, όμως, θα πρέπει να επινοήσουμε κάποια άλλη λέξη στη θέση της λέξης «περιβάλλον», η οποία ακριβώς δηλώνει τη διάθεση να κυριαρχήσουμε. Πόσο αφελείς είμαστε! Τα φυσικά πράγματα δεν μας «περιβάλλουν». Υπάρχουν μαζί μας, υπακούοντας στον ίδιο μυστικό ρυθμό που καθορίζει και τις σχέσεις μεταξύ μας. Ο ανθρωποκεντρικός τρόπος ερμηνείας του κόσμου απαιτεί να είμαστε στο κέντρο και να ορίζουμε όλα όσα τάχα μας περιβάλλουν. Ο φυσικός τρόπος αντίληψης του κόσμου συμφιλιώνει εμάς με όλα τα όντα, άρα και με τον εαυτό μας, αφού μας δείχνει την αληθινή θέση μας ανάμεσά τους. Η επιλογή δική μας.

Διώνη Δημητριάδου
(πίνακας της Γιαπωνέζας ζωγράφου Moki)

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Πόρτες κλειστές ή ανοιχτές;

Η περίπτωση του Κάφκα



     

    Ο Κάφκα θεωρείται ένας από τους πιο “κλειστούς”, “σκοτεινούς” και απαισιόδοξους συγγραφείς. Σε ένα μικρό αλληγορικό του αφήγημα μας παρουσιάζει όλη την τραγική εικόνα του αλλοτριωμένου ανθρώπου και μας αφήνει, νομίζω, να εκτιμήσουμε αν η παραπάνω κρίση γι αυτόν είναι πράγματι σωστή. Συνοπτικά και σε ελεύθερη απόδοση η σκηνή που επινόησε είναι η ακόλουθη.

          Ένας άνθρωπος εμφανίζεται μπροστά στην πόρτα που οδηγεί στον νόμο, και δηλώνει ότι επιθυμεί να μπει. Στην πόρτα μπροστά βρίσκει έναν θυρωρό, ο οποίος του δηλώνει ότι δεν επιτρέπεται η είσοδος. Ο άνθρωπος μάλλον δεν εννοεί την απαγόρευση, και λέει ότι θα επιστρέψει αργότερα, οπότε, όπως πιστεύει, θα του είναι δυνατόν να μπει. Φυσικά κάνει λάθος, γιατί, όπως του επισημαίνεται, ούτε τότε θα του επιτραπεί η είσοδος. Μήπως, τότε, θα μπορούσε να παραμερίσει τον θυρωρό και να περάσει μέσα; Ούτε να το διανοηθεί! Ο θυρωρός που του κλείνει το πέρασμα είναι μόνον ο πρώτος, και όχι ο πιο φοβερός από τους τρεις που θα συναντήσει, αν το επιχειρήσει. Μπορεί, τουλάχιστον, να περιμένει εκεί απ’ έξω; Ναι, αυτό γίνεται. Ο θυρωρός, μάλιστα, του προσφέρει και κάθισμα. Εκεί, λοιπόν, κάθεται ο άνθρωπός μας μήνες και χρόνια! Διαρκώς κάνει προσπάθειες να πείσει τον θυρωρό για την είσοδό του, αλλά μάταια. Όχι ότι δεν δοκίμασε όσες μεθόδους γνώριζε για να το καταφέρει, μέσα και δωροδοκίες, παρακλήσεις και ό,τι άλλο. Αποτέλεσμα μηδέν! Κάποτε νιώθει ότι φτάνει το τέλος του, και πλησιάζει για τελευταία φορά τον θυρωρό για να τον ρωτήσει κάτι, που μόλις τώρα σκέφτηκε: 

«Όλοι μάχονται για τον νόμο. Πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος, εκτός από μένα, να μπει;». 

Ο θυρωρός του απαντά: 

«Κανένας άλλος δεν μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω».

Σύμη, Πέδι, φωτογραφία: Διώνη Δημητριάδου

      Είπαμε ότι το αφήγημα είναι αλληγορικό. Αν προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε την εικόνα του Κάφκα, θα συναντήσουμε από πίσω την προσπάθεια του απλού ανθρώπου/πολίτη μιας οργανωμένης κοινωνίας, ο οποίος θέλει να επιβεβαιώσει ότι όλος ο μηχανισμός που έχει στηθεί για να τη συγκρατεί και να μην καταρρεύσει σε συντρίμμια βρίσκεται εκεί για να τον υπηρετεί, να τον προστατεύει και να τον οδηγεί σε μακροημέρευση με ηρεμία, τάξη και ασφάλεια. Πλανάται, θα μας πει ο Κάφκα. Εδώ ο άνθρωπός μας επιθυμεί να εισχωρήσει στο κτήριο του νόμου, δηλαδή να κατανοήσει επιτέλους τι είναι ο Νόμος, πώς λειτουργεί, να εξακριβώσει “ιδίοις όμμασι” τι εννοούν όλοι αυτοί που του μαθαίνουν από τη μικρή ηλικία ότι πρέπει να σέβεται και να ακολουθεί το δίκαιο των νόμων. Τι συναντάει, όμως, μπροστά του; Εμπόδια και απειλές, απαγορεύσεις και φοβερούς θυρωρούς/φύλακες. Άρα, ο νόμος δεν είναι προσιτός για τον απλό πολίτη, είναι ξένο σώμα προς αυτόν, την ίδια στιγμή που κάποιοι, όπως φαίνεται, βρίσκονται μέσα και τον φρουρούν. Οι ειδήμονες, οι ειδικοί, οι επιστήμονες περί τους νόμους. Όπως θα λέγαμε, αν επρόκειτο για το κτήριο της έννοιας της Θρησκείας, οι φρουροί θα ήταν οι θεολόγοι, ή για το κτήριο της έννοιας της Πολιτικής, οι φύλακες θα ήταν οι πολιτικοί επιστήμονες ή, ακόμη χειρότερα, οι πολιτικοί αρχηγοί κ.ο.κ. Πάντα, δηλαδή, θα υπάρχει κάποιος ειδικός για να απομακρύνει τον απλό άνθρωπο από την αλήθεια, να τον παραπλανήσει ότι τάχα αυτός φροντίζει για τα συμφέροντά του, να τον αποκοιμίσει ότι τάχα αυτός είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Πού καταλήγουμε; Ο άνθρωπος νιώθει αλλότρια, ξένα και ανοίκεια όλα αυτά που υποτίθεται ότι δημιουργήθηκαν για τον ίδιο! Η αλλοτρίωση γεννιέται από την αίσθηση της αδυναμίας του ανθρώπου απέναντι στις δυνάμεις της κοινωνίας, δυνάμεις που καταλήγουν, έτσι, εχθρικές. Πάνω στη λογική αυτή οικοδόμησε ο Αλμπέρ Καμύ τη θεωρία του παραλόγου: 

«απ’ τη στιγμή που ο άνθρωπος θα αποφασίσει να βλέπει σωστά, διακρίνει κι αισθάνεται το συναίσθημα του παραλόγου…αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Παράλογο είναι το χάσμα ανάμεσα στο ότι δεν δικαιολογείται και στον μάταιο, μα δυνατό πόθο του ανθρώπου για σαφήνεια».
  
     Την έννοια της αλλοτρίωσης την είδε ο Μαρξ από την οπτική της αποξενωμένης εργασίας, ως αίσθηση που δημιουργείται στον βιομηχανικό εργάτη ότι δεν του ανήκει το προϊόν της εργασίας του. Τον είδε εγκλωβισμένο στα γρανάζια της παραγωγικής διαδικασίας, που δεν του προσφέρει τίποτε άλλο από ταπείνωση και εξαθλίωση. 
  Πιο νωρίς, βέβαια, ο Ρουσσώ είχε δει τον άνθρωπο των κοινωνικών συναναστροφών, όπως έγραφε, να μην μπορεί παρά να ζήσει μέσα από τα μάτια και την κρίση των άλλων, χωρίς τη δυνατότητα να δημιουργήσει ο ίδιος την προσωπικότητά του, ακολουθώντας τους κανόνες που κάποιοι έφτιαξαν στο όνομά του προκειμένου να λειτουργεί με τάξη το σύνολο. Αδιέξοδη η κατάσταση, αν έχει δίκιο ο μεγάλος διαφωτιστής. Η  εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία πάντοτε θα φτιάχνει τους τύπους και τις ρήτρες της, όπως βολεύουν τα συμφέροντά της, και οι απλοί άνθρωποι θα πρέπει να συμφωνούν μαζί της ή, έστω, να διαφωνούν αλλά κάπως ήπια, εντός συμφωνημένων ορίων…Η αλήθεια είναι μία: οι διάφορες μορφές εξουσίας μάς περιτριγυρίζουν. Τις δεχόμαστε. Να τις κατανοήσουμε δεν γίνεται. Πόσο περισσότερο δεν είναι δυνατόν να γίνουμε κοινωνοί τους ή συμμέτοχοι. Είναι πλαστά αλλά ισχυρά δημιουργήματα. Δεν δημιουργήθηκαν φυσιολογικά αλλά λογικά, και η λογική, μας μάθανε, είναι πανίσχυρη.
 Δεν μπορεί, λοιπόν, ο άνθρωπος να αντιτάξει κάτι στις ισχυρές αυτές δυνάμεις; 
    Ο Ροζέ Γκαρωντύ πιστεύει ότι ο Κάφκα μάς οδήγησε μέχρι τα σύνορα της αλλοτρίωσης χωρίς, όμως, να τα διαβεί, θεωρώντας, έτσι, τον συγγραφέα απαισιόδοξο: 

«…εδώ ο Κάφκα μάς εγκαταλείπει. Μας οδήγησε μέσα από τους κύκλους της Κόλασης, μας έκανε να προαισθανθούμε, όπως στην άκρη ενός ατέλειωτου τούνελ την εμπειρία του φωτός. Κατόπιν ο οδηγός μάς αφήνει. Το βασίλειό του είναι το βασίλειο της αλλοτρίωσης και της συνείδησης της αλλοτρίωσης».
  
   Ευφυές, νομίζω, το εύρημα της ανοιχτής πόρτας, μπροστά στην οποία ο άνθρωπος ορρωδεί. Δεν βλέπει παρά τα εμπόδια και αγνοεί την απλή δυνατότητα που του παρέχει το άνοιγμα, με δεδομένους, βέβαια, τους  φοβερούς πιο πάνω θυρωρούς. Αυτός ο άνθρωπος άρα δεν τόλμησε να παραβιάσει ανοιχτές θύρες. Θεωρητικά θα μπορούσε. Σαν να λέμε προσφέρεται ανοικτή οδός για όποιον θα ήθελε να το ψάξει λίγο παραπάνω από τα συμβατά όρια. 

    Σκέφτομαι συχνά σε πόσα ερωτήματα έχει να μας δώσει “λύσεις” ο Καβάφης. Είναι γνωστό το ποίημά του Σατραπεία, στο οποίο παρουσιάζει τον άνθρωπο να κάνει την καθοριστική επιλογή του κάποια στιγμή στη ζωή του και να ακολουθεί δρόμο καθόλου αρεστό αφήνοντας στην άκρη τις βαθύτερές του επιθυμίες. Πρόκειται για ένα ολιγόστιχο ποίημα, που δεν θα μπορούσαμε  να διανοηθούμε ότι θα παίδευε, να το πούμε έτσι, τον δημιουργό του. Όμως, όπως μας δηλώνει ο ίδιος στα Αυτοσχόλια, τον κράτησε άγρυπνο πολλές νύχτες. Δεν το έδινε για δημοσίευση, γιατί του φαινόταν πολύ απαισιόδοξο. Ώσπου σκέφτηκε να προσθέσει ένα στίχο όλο κι όλο, που άλλαζε, όμως, το νόημα του ποιήματος. Τον έβαλε σε παρένθεση έτσι για να τονιστεί περισσότερο η έννοια της σκέψης που παρεμβάλλεται και αλλάζει όλη τη ζωή μας: 

«…και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
                                                                          
(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις)…»

    Ξεκάθαρα ο ποιητής δηλώνει ότι η ευθύνη εναπόκειται σε μας τους ίδιους, η ευθύνη να προχωρήσουμε παρά τις αντίξοες συνθήκες, παρά τις Κασσάνδρες που προφητεύουν το μέλλον μας. Να μπούμε, δηλαδή, στην ανοιχτή έτσι κι αλλιώς πόρτα, γιατί για μας ήταν ανοιχτή. Που σημαίνει ότι για όλους τους άλλους ήταν κλειστή ή, ακόμη χειρότερα, ανύπαρκτη, γιατί αυτοί δεν είχαν καν ανησυχήσει, δεν είχαν ψάξει και δεν είχαν αναρωτηθεί ποτέ για τίποτε.

    Είναι, λοιπόν, ο Κάφκα πράγματι αδιέξοδος και απαισιόδοξος; Ο άνθρωπος του αφηγήματός του δεν μπήκε τελικά, δεν έμαθε αυτά που ήθελε και δεν κατανόησε και τον λόγο. Ήταν, όμως ο άνθρωπος που συναισθάνθηκε την αλλοτρίωσή του, και γι’ αυτό έφτασε μέχρι την πόρτα. Οι άλλοι πού ήταν; Βυθισμένοι στην αποξένωση από τα πάντα, κι από τον ίδιο τον εαυτό τους, δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να ξυπνήσουν και να αναρωτηθούν, να νιώσουν την κατάσταση καταληπτικής ηλιθιότητας  (για να θυμηθούμε τον Σεφέρη), στην οποία έχουν περιέλθει. Όσοι, λοιπόν, ξύπνησαν και αναρωτήθηκαν «τι, στην ευχή, συμβαίνει εδώ;», ας είναι και διατεθειμένοι να φτάσουν μέχρι την πόρτα και, επειδή είναι γι’ αυτούς ανοιχτή, να τολμήσουν να τη διαβούν. Η απόφαση είναι δική τους, ο Κάφκα απλώς τους έδειξε τον δρόμο. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό και καθόλου μα καθόλου απαισιόδοξο!

Διώνη Δημητριάδου

(από τη συλλογή δοκιμίων "Το ύφος και το ήθος", εκδόσεις Νοών)