Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί Βαγγέλης Ραπτόπουλος εκδόσεις Κέδρος η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί

Βαγγέλης Ραπτόπουλος

 εκδόσεις Κέδρος

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ανακαλύπτοντας ξανά τον Ραπτόπουλο | Fractal (fractalart.gr)

 


 

Ανακαλύπτοντας ξανά τον Ραπτόπουλο

 

 

Δεν υπάρχει πιο ιδιότροπο πράγμα από την αλήθεια, γράφει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος σε ένα από τα τριάντα έξι μικρά κείμενα που συναποτελούν το πρόσφατο εξομολογητικό, άρα αυτοβιογραφικό του βιβλίο Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Πράγματι. Είναι παράξενο πώς η επιθυμία να γραφούν αλήθειες, γεγονότα και περιστατικά που να αποτυπώνουν το τι ακριβώς έχει συμβεί, συνειδητά ή όχι αγαπά να περιπλέκεται με δόσεις μικρές ή μεγάλες της ισχυρής μυθοπλασίας. Ίσως και ο χρόνος να λειτουργεί καταλυτικά έτσι που οι επεξεργασμένες μνήμες να αποβαίνουν εν μέρει αληθείς και εν μέρει ψευδείς. Δεν έχει, ωστόσο, καμία σημασία ο τρόπος που μοιράζονται οι προσωπικές αλήθειες, όπως εδώ, καθόσον η αναγνωστική πρόσληψη αυτονομείται απέναντί τους και αποδέχεται ό,τι γράφεται ως ουσία της γραφής.  Επομένως, σε ό,τι με αφορά, διαβάζω ως αλήθειες όσα καταθέτει εδώ ο Ραπτόπουλος. Και χαίρομαι, γιατί τον ξανασυναντώ μετά από αρκετά χρόνια. Είχα ξεχωρίσει τη γραφή του, σ’ εκείνα τα πρώτα της δεκαετία του ’80 χρόνια, ανάμεσα σε πολλούς νέους συγγραφείς που φυτρώναν σαν τα μανιτάρια μέσα στη «υγρασία» των καιρών φέρνοντας μια νέα πνοή στη λογοτεχνία, παρουσιάζοντας στο χαρτί μια γενιά που διεκδικούσε το δικό της μερίδιο με συχνά προκλητικό λόγο, φέροντας το βάρος της προηγούμενης – σχεδόν την ανάσα της–  και δηλώνοντας πως ήρθε για να μείνει. Πράγματι κάποιοι έμειναν και ακόμη δημιουργούν, με νέους τρόπους γραφής, ενσωματώνοντας τον σχολιασμό και τις προσωπικές εμπειρίες στα γραπτά τους. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς πότε «εγκατέλειψα» τον Ραπτόπουλο ούτε και τον λόγο. Όμως ανακαλύπτω στη βιβλιοθήκη μου μόνο τα παλαιότερα βιβλία του. Με την αίσθηση πως επανακάμπτω στην ανάγνωσή του γράφω κάποιες αυθόρμητες σκέψεις μόλις έχω κλείσει το βιβλίο του, διαβασμένο σχεδόν απνευστί. Νομίζω πως έτσι αρμόζει σε ένα βιβλίο που η ειλικρίνειά του αντικατοπτρίζεται στον αυθορμητισμό του.

Να πω αρχικά ότι βρήκα τον εαυτό μου σε αρκετά σημεία του βιβλίου. Όχι γιατί μετείχα σε κάποια από τις αφηγήσεις του –πράγμα αδύνατο αφού δεν γνωριζόμαστε προσωπικά– αλλά γιατί για μια ακόμη φορά ο Ραπτόπουλος αποτυπώνει μέσα από τις δικές του εμπειρίες μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά του· και αυτό προδίδει μια καλή γραφή που γνωρίζει όχι  μόνο ό,τι την ορίζει ιδιωτικά αλλά και ό,τι τη συνδέει (και φυσικά την καθορίζει)  με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την πνοή της εποχής. Αυτή την εποχή φέρνει στο προσκήνιο όχι με στείρα νοσταλγία αλλά με την επίγνωση ότι όσα έχουμε ζήσει συνεχίζουν να λειτουργούν μέσα σε ό,τι σήμερα κάνουμε. Οι φιλίες με ξεχωριστούς ανθρώπους (πολλοί πλέον απόντες), η λογοτεχνική αύρα (και αυτή χαμένη) των περασμένων καιρών, η ειλικρίνεια μιας υγιούς κοινωνικότητας  που έχει δώσει τη θέση της στην απομονωμένη ιδιώτευση, οι ήχοι (μουσικές και φωνές) που ακόμα μας στοιχειώνουν, ευτυχώς θα πω. Όλα σε μια υπέροχη αναλογία, που μνημονεύεται στο εξαιρετικό «Ο Θεός Λόγος», όταν  αναδύεται από το απόσπασμα του Εφέσιου (Οδός άνω κάτω μία και ωυτή, δηλαδή ο δρόμος πάνω και κάτω ένας μόνον είναι) η αναλογία των πάντων: τα λόγια που λέμε αναλογούν στις σκέψεις, ο λόγος του αριθμητή στον παρονομαστή, ο λόγος/αιτία στον λόγο/σκοπό. κ.ο.κ. Άρα και οι αλήθειες αναλογούν στις μνήμες, όσες έχουν διασωθεί.



Θα μπορούσε αυτό το απολαυστικό βιβλίο να είναι η αυτοβιογραφία του Ραπτόπουλου, αν το τι είμαστε και το τι θέλουμε προς τα έξω να κοινοποιήσουμε αποτελείται από όσα σημαντικά, όσα καλύτερα έχουμε ζήσει. Το δηλώνει, άλλωστε και στον τίτλο.

 

Αποσπάσματα:

 

Το μείζον πρόβλημα των νέων λογοτεχνών, των περισσότερων εξ αυτών, διότι ασφαλώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, είναι ότι δεν έχουν κοινό, λες κι έχουν πάρει διαζύγιο από τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες, με αποτέλεσμα να μοιάζουν με «φωνές βοώντων εν τη ερήμω». […] Πιθανόν να κάνω λάθος και να είμαι προκατειλημμένος, ένα είδος απολιθώματος μιας περασμένης εποχής, που δυσκολεύεται να καταλάβει τα σύγχρονα λογοτεχνικά ήθη. Όλα δείχνουν, όμως, ότι δεν θα πάψω να πιστεύω και να λειτουργώ όπως έχω μάθει και συνηθίσει.

Εν ολίγοις, προσωπικά θα απευθύνομαι πάντα στους πολλούς, και ας μη με διαβάζει κανένας. («Φωνές βοώντων εν τη ερήμω», σ.89, 90)

 

Έψαχνα όλη μου τη ζωή, και ακόμη ψάχνω, για λογοτεχνικό χρυσάφι (και για χρυσάφι γενικά στην καθημερινότητά μου), κι έσκαψα όντως πολλή γη και βρήκα λίγο, αλλά αυτό το λίγο μου φαίνεται από πολλές απόψεις πολύ, νιώθω ευγνώμων και τρισευτυχισμένος και πασιχαρής, και δεν επιθυμώ κι άλλο.

Αυτό είναι το βασικό πιστεύω μου, η άποψη που με χαρακτηρίζει, τουλάχιστον στην ώριμη ηλικία· αυτή είναι η πνευματική διαθήκη μου. («Όσοι ψάχνουν για χρυσάφι», σ. 163-164)

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Ημέρες ενός παράξενου Γ. Σ. Αλεξάνδρου μαζί με δύο πίνακες του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου

 

Ημέρες ενός παράξενου

Γ. Σ. Αλεξάνδρου

 μαζί με δύο πίνακες του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου

 


Ημέρα Πρώτη

 

Μας σάρωσε ο άνεμος

Πουλί πώς να πετάξει

Μα εσύ με βάγια απάνεμος

Στου φεγγαριού τη χάση

Συκιές τι κι αν θροΐσανε

Καρπούς δεν έχουν βγάλει

Και σε προϋπαντήσανε

Με αγκάθια στο κεφάλι

Μας σάρωσε ο άνεμος

Και πώς να κρατηθούμε

Κατέβηκες εξάγγελος

Μα γύρω δεν σ' ακούνε

 

Ημέρα Δεύτερη

 

Απ' τη κοιλάδα των θαυμάτων

Γόνος αλήθειας και αρετής

Ήρθε στην πόλη των φευγάτων

Και στα στενά της ηδονής

Δύο λόγια ήρθε για να πει

Λίγο κρασί για να προσφέρει

Κάποτε ευλάβεια και σιωπή

Τώρα αιχμάλωτος στο ασκέρι

Πίσω απ' το φόβο λείπει η αγάπη

Πίσω απ' το κλάμα η αγκαλιά

Πρώτα σε σταύρωναν αντάρτη

Τώρα δεν βγάζουνε μιλιά.

 

Ημέρα Τρίτη

 

Τετάρτη και το δείπνο μυστικό

Είδα το βλέμμα το προδοτικό

Μα λάβετε το αίμα και το σώμα

Αφού δεν λάβατε νερό και χώμα

Κανείς ας μη πιστέψει τις πληγές

Δεν έχει ανάγκη η αγάπη απολαβές

Κι αν την φυλούν την πύλη λεγεώνες

Πεθαίνω κι ανασταίνομαι αιώνες

Μητέρα μη πονάς σαν με θωρείς

Το έργο μου τέλειωσε νωρίς

Μητέρα για το άγιο σου το χάδι

Νικώ τον θάνατο μου κάθε βράδυ

 

Ημέρα Τέταρτη

 

Ψιλή βροχή πέφτει στον κόσμο

Και το καρφί τον διαπερνά

Παίζει η μάτια Του από τον πόνο

Κι Αυτός ξανά τους συγχωρά

"Έχουνε άγνοια πατέρα

Δώσε κουράγιο στη μητέρα"

Τον αποδόμησε τον κόσμο

Τον έχτισε από την αρχή

Κάποτε του φέραν το δυόσμο

Μα έχει αλλάξει η εποχή

Τώρα σταυρώνουν την ελπίδα

Με το καρφί και τη λεπίδα

Όταν γυρίσουνε τα χρόνια

Και θα ’χουν κλείσει οι πληγές

Θα Τον ευγνωμονούν αιώνια

Νερό θα τρέχει στις πηγές

Να εξιλεωθούν τα πλήθη

Από την πλάνη και τη λήθη

 


Ημέρα Πέμπτη

 

Να που μηδένισαν τα χρόνια

Σίγησε η ανάσα του βοριά

Κρύβεται ο ήλιος από θλίψη

Και ο Θεός στη συννεφιά

Τα μαλλιά σου θάλασσα

Φεύγεις κι ας σε κράτησα

Φεύγεις κι ας σε κράτησα

Σκύβουν το βλέμμα τους οι αγγέλλοι

Καθώς θρηνώ μες στη βροχή

Πάρε και εμένα στο πλευρό σου

Στου κάτω κόσμου την γιορτή

Κρίνο σε παρέλαβα

Και την άνοιξη έλαβα

Και την άνοιξη έλαβα

Θα 'ναι ο σταυρός η προσευχή τους

Το όνομα σου θα ζητούν

Ό, τι σε σκότωσε θα γίνει

Φάρος στη νύχτα του κακού

Τα ματάκια σου άνοιξε

Και τον κόσμο ανάστησε

Και τον κόσμο ανάστησε

 

Τελευταία Ημέρα

 

Τώρα το χώμα πυκνό βαρύ

Όλα τα φύλλα νεκρά στη γη

Έσβησε η ανάσα του δίχως κραυγή

Κομμένο ρόδο πριν την αυγή

Πίσω απ' την πέτρα και το σουγιά

Βρίσκεται φθόνος και ανημποριά

Φύλακες κέρβεροι τάφοι κλειστοί

Στα δάχτυλα του ψιλή κλωστή

Λευκό το πνεύμα μες στη νυχτιά

Στον ελαιώνα και την Ιτιά

Φέγγει το μάρμαρο δριμύ το φως

Σκίζει το σκότος ο κεραυνός

 

Γ. Σ. Αλεξάνδρου

 

 Ο Γιώργος Αλεξάνδρου, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26/01/1994. Το 2016 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ηθική Αυτουργία από τις εκδόσεις “Το ανώνυμο βιβλίο” και τον Μάιο του 2018 εκδόθηκε το δεύτερο βιβλίο του από τις εκδόσεις “Όστρια” με τίτλο Ο Τοξότης.

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Τα χαϊκού της Άνοιξης Της Έμμας Τσιβρά Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό frear

 

Τα χαϊκού  της  Άνοιξης

Της Έμμας Τσιβρά

Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό frear 

Τα χαϊκού της Άνοιξης – της Έμμας Τσιβρά – frear

 

 Γιώργος Βαρλάμος "Βάζο με λουλούδια", 1963





Ιστιοφόρα

τα σύννεφα του Μάρτη

-στον ορίζοντα.

...

Σε διάδρομο

προσγείωσης ονείρων

-με κέρασες φως.

...

Φως της Άνοιξης

διάφανο χωρίς μορφή 

-χάδι μεταξωτό.

...

Διαβατάρικα

καραβάνια σε πομπή

-τα χελιδόνια.

...

Άνθη ταπεινά

μικροί ήλιοι στους αγρούς

-Απρίλης μήνας.

...

Στον καμβά της γης

ανάστροφα σπαρμένες

-οι παπαρούνες.

...

Δώρο του Μάη

του Απρίλη κέρασμα

-ω έαρ γλυκύ.

...

Πώς ανθισμένο 

φωτίζεις  το σκοτάδι 

-λευκό γιασεμί;

...

Η  πανσέληνος 

σεργιανάει στον κήπο

-τρελή για σένα.

...

Άγουρες ρόγες

τα λόγια σου απόψε

-μυστικός δείπνος.

...

Με μωβ  βιολέτες 

η μνήμη ενδύεται

-την απώλεια.

...

Άνθη και μύρα

Μεγάλη Παρασκευή

-ο θεός νεκρός.

...

Δάκρυα στάζουν 

τα  φύλλα της λεμονιάς

-αχνοχαράζει.

...

Υγρός αέρας 

ανοιξιάτικης βροχής

-ελιγμός  χαράς.

...

Κλεισμένοι μέσα

γράφουμε  ποιήματα

-σκάβοντας τούνελ.

 

Έμμα Τσιβρά

[Γιώργος Βαρλάμος "Βάζο με λουλούδια", 1963]


Η Έμμα Τσιβρά γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο Περιστέρι. Σπούδασε Αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο University of Reading στην Aγγλία. Εργάσθηκε  στην ιδιωτική και δημόσια  εκπαίδευση ως καθηγήτρια Αγγλικών. Τον Ιούνιο του 2018 εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι λέξεις αντιστέκονται». Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά Φρέαρ, Βακχικόν, Φράκταλ ,Θράκα και σε άλλους λογοτεχνικούς ιστότοπους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                      

 

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος γράφει για την ποιητική σύνθεση «Παλίμψηστη του Λύκου μου Μορφή» της Διώνης Δημητριάδου (ΑΩ εκδόσεις 2021)

 

Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος γράφει

για την ποιητική σύνθεση 

«Παλίμψηστη του Λύκου μου Μορφή» 

της Διώνης Δημητριάδου 

(ΑΩ εκδόσεις 2021) 


 


Στην ποιητική συλλογή Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή, της Διώνης Δημητριάδου Διώνη Δημητριάδου, εκδόσεις ΑΩ 2021, παρατηρούμε μία καταβύθιση στο σκοτεινό υποσυνείδητο της ποιήτριας, μία αναζήτηση ταυτότητας μέσω της γειτνίασης και το συναγελασμό με το Σκότος. Εκφραστής αυτού ακριβώς του Σκότους είναι ο Λύκος ή ο Δαίμονας που εγγράφεται στο πρόσωπο της ποιήτριας με τη μορφή ενός Παλίμψηστου, που αναδιατυπώνεται χρησιμοποιώντας την πρώτη γραφή ως υπόβαθρο αλλά ταυτόχρονα ακυρώνοντας και αναδεικνύοντας δευτερογενώς, με ποιητικό τρόπο, εικόνες, σκέψεις, ταυτότητες, προσωπικότητες, συσχετισμούς, γεγονότα. Η γλώσσα της είναι ζηλευτή. Πλέον, η Διώνη, έχει κατακτήσει έναν έλεγχο της γλώσσας τέτοιον που της επιτρέπει να τη χρησιμοποιεί με την ένταση, το σθένος, την ποιότητα και τη λεπτομέρεια που επιθυμεί. Κάθε περίοδος, χρονική ή άλλη, δηλώνεται με τα Περάσματα του Λύκου (αριθμημένα πεζοποίηματα) που προϊδεάζουν για την ενότητα που θα ακολουθήσει. Σε πολλά ποιήματα η κατακλείδα φέρει σχεδόν μονολεκτικά τη συγκλονιστική αναδιατύπωση (ή και ανατροπή) του περιεχομένου με τον ίδιο τρόπο που τα λειτουργικά κείμενα του Μεσαίωνα επικάλυπταν τον πάπυρο με τα θεωρήματα του Αρχιμήδη* : η ίδια η μορφή των ποιημάτων επομένως δικαιολογεί αυτή την αναγωγή στην έννοια του Παλίμψηστου. Η αναζήτηση αυτή, της πρωτογενούς ουσίας, του κρυφού υποστρώματος, του υποδόριου Είναι, που είναι ίσως και παλαιότερη από τον Ευτυχισμένο Σίσυφο (την προηγούμενη ποιητική της συλλογή) φαίνεται να στοιχειώνει τη γραφή της, σχεδόν υπαγορεύοντας μαντρικά τα ποιήματα που γίνονται χρησμοί, τελετές, ιερουργίες. Μην παρεξηγηθούν τα όσα γράφω, ότι έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση αυτόματης γραφής. Βαθιά, σαφής και καλοζυγισμένη ποίηση, απόλυτα κεντραρισμένη, ποίηση που τριποδίζει περήφανα πάνω στα κομμάτια εαυτού που ξεφορτώνεται, ποίηση καθαρτήρια και λυτρωτική. (Ελάχιστο) δείγμα γραφής:

ΜΟΙΡΑΙΑ ΡΗΣΗ

Πώς βρέθηκα σε τούτο το αλωνάκι

με τέσσερις πλευρές χτισμένους τοίχους;

Το σώμα τυραννάμε

σαν σε ηφαίστειο δράμα

με σπίρτα δυνατά ανάβουμε φωτιά

τις λέξεις που μας δένουνε πισθάγκωνα

να κάψουμε

μήπως και αναληφθούμε

σε μιαν ανάποδη στροφή

Ποιος να ξοδέψει τη ζωή

ποιος να την αποσώσει

που έχει κατάρτια και πανιά

κι αποκοτιά για τα ανοιχτά πελάγη

Τρέμει η ψυχή την καταιγίδα

Σαλοί κι αλλόκοτοι μαζί

θα πορευθούμε ως το τέλος

Την κόλαση την έχω βρει

για αυτό κι ο φόβος

πιο κρυφός

πιο μοχθηρός με την ψυχή μου

φωλιάζει μέσα μου και τρώει

από το σώμα και το νου μου

μην ξεχαστώ και με ξεχάσω

 

*H γνωστότερη ίσως περίπτωση παλίμψηστου κειμένου στην ιστορία, μυθικού και αδιευκρίνιστου ακόμη και την περίοδο που είχα ασχοληθεί κάπως “επιστημονικότερα”  με την παλαιογραφία (1999 εως 2002), η αποκατάσταση του οποίου ολοκληρώθηκε μόλις στα 2006.

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος 



Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Είναι παντού το ποίημα 12 ποιητές του 20ού αιώνα - μια επιλογή Ανθολόγηση: Στρατής Πασχάλης Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Είναι παντού το ποίημα

12 ποιητές του 20ού αιώνα

 Μια επιλογή

Ανθολόγηση: Στρατής Πασχάλης

Εκδόσεις Μεταίχμιο




 

Ο ποιητής και μεταφραστής Στρατής Πασχάλης ανθολογεί δώδεκα Έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα, επιλέγοντας σημαντικά ποιήματα. Ανθολογούνται οι ποιητές;

Κ.Π. Καβάφης

Κωστής Παλαμάς

Άγγελος Σικελιανός

Κώστας Καρυωτάκης

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Κώστας Βάρναλης

Μαρία Πολυδούρη

Γιώργος Σεφέρης

Οδυσσέας Ελύτης

Γιάννης Ρίτσος

Ανδρέας Εμπειρίκος

Νίκος Εγγονόπουλος

 

Στην πολύ προσεγμένη έκδοση παρατίθεται προλογικό κείμενο του ανθολόγου με τον τίτλο: «Η ποίηση και το ποίημα» καθώς και βιβλιογραφικό σημείωμα στο τέλος.

 

Ο ανθολόγος επιλέγει να μιλήσει για το ποίημα και όχι για την ποίηση, επισημαίνοντας:

Πολλοί έγραψαν ποίηση. λίγοι έγραψαν ποιήματα, γερά και ξεκάθαρα, που να καρφώνονται στη μνήμη και να μας καλούν στον γοητευτικό τους κόσμο, κόσμο συμπυκνωμένης γλωσσικής ενέργειας, αντίστοιχο σε κύρος και στερεότητα μ’ ένα διήγημα, ένα μυθιστόρημα, ένα δράμα.

Ακολουθεί στη διάκριση αυτή ανάμεσα στην ποίηση και το ποίημα τον κανόνα του Σολωμού, όταν στους Στοχασμούς του θα διαχωρίσει τη φύση της Ιδέας, που αφορά την ποίηση, από το φυτό που βλασταίνει ως απόρροια της σύλληψης του νου, δηλαδή του Νοήματος, που αφορά το ποίημα. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το ποίημα είναι που υπηρετεί την Τέχνη, ολοκληρώνοντας την αρχική ιδέα, προσφέροντας την απαραίτητη μορφή για να λειτουργήσει ως επιτελεσμένη δημιουργία. Και κάτω από αυτή τη λογική επιλέχθηκαν τα 205 ποιήματα, ώστε να πληρούν την παραπάνω παράμετρο που τα καθιστά διακριτές παρουσίες εν μέσω του ποιητικού κόσμου.

Αυτή η πρωτότυπη οπτική, κάτω από την οποία επιλέχθηκαν τα ποιήματα (και όχι μόνον οι ποιητές ως κριτήριο), αποτελεί μια πρόταση για ανανέωση των κριτηρίων στη βάση των οποίων δημιουργούνται οι ανθολογίες. Έτσι, πέρα από μία συγκέντρωση σε ένα τόμο σημαντικών ποιημάτων από ποιητές του 20ου αιώνα, η ανθολογία του Στρατή Πασχάλη συντελεί και στην ανανέωση του τρόπου που εισχωρεί ο αναγνώστης στο ποιητικό τοπίο, εστιάζοντας στο ποίημα ως οντότητα διακριτή και πλήρη.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον Χλόη Κουτσουμπέλη εκδόσεις Πόλις η πρώτη δημοσίευση στο Culture Book

 

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον

Χλόη Κουτσουμπέλη

εκδόσεις Πόλις

η πρώτη δημοσίευση στο Culture Book

  Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, Χλόη Κουτσουμπέλη - Κριτική από την Διώνη Δημητριάδου - culturebook.gr




ο ποιητής και το θηρίο – το πριν και το μετά της ποίησης

 

Πώς ένα ελάφι, ενώ πίνει αμέριμνα νερό,

αντικρίζει στο ποτάμι

την αντανάκλαση του κυνηγού

και παραλύει;

[ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΚΑΙ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ]

 

Η Χλόη Κουτσουμπέλη, στην πιο σπουδαία ως τώρα ποιητική της κατάθεση –και πάντοτε μέσα στα πλαίσια του βασικού μοτίβου πένθους (εδώ όμως σε άλλη διάσταση) που χαρακτηρίζουν και τα άλλα της ποιήματα– επιχειρεί να δει την ποίηση εν συνόλω, την αφορμή της, τη γέννησή της, τη βίωσή της ως μια αληθινή κατάσταση ζωής, το μοίρασμά της, τη μοναξιά του δημιουργού εν τέλει, σαν βρεθεί μόνος χωρίς να μπορεί ούτε μέσα στα δικά του ποιήματα να βρει τον εαυτό του. Ξεδιπλώνει από το ένα ποίημα στο άλλο τη μορφή του θηρίου, που τρώει από τα σωθικά του ποιητή κι ακόμα δεν χορταίνει, ως να τον δει στην άκρη του γκρεμού, και τότε να τον χλευάσει για τη νέα του δημιουργία που τον σώζει την τελευταία στιγμή· ανακύκλωση δημιουργίας ή καταβύθιση στην πιο συνειδητή μοναξιά.

Η ποίηση, όταν συνειδητοποιεί τη δύναμή της, νιώθει βαθύτερα τα όρια της μοναξιάς της, μιας συνθήκης που γεννιέται μαζί της και κάθε τόσο ζητά αίμα από το αίμα της· ένα νέο ποίημα να φανεί, να δώσει μια μικρή ώθηση, μια φυγή από τα όρια του πραγματικού, μια απόδραση προς ένα τοπίο υποσχόμενο πολλαπλές ταυτίσεις – ο ποιητής αναζητά το είδωλό του στον καθρέφτη των άλλων, αυτών που όχι μόνο εννοούν αλλά συμπάσχουν. Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη παίρνει τις αποστάσεις της από ό,τι προσεγγίζουν οι αισθήσεις και ορίζει η λογική, γειτνιάζει με το αφύσικο και το αλλόκοτο, αρνείται να γίνει κοινότοπη και «φυσιολογική». Πρόκειται για μια αισθητική αλλά και ηθική επιλογή, και σαν τέτοια μας προσκαλεί να εισχωρήσουμε στο παράδοξο τοπίο της. Σε μια ποίηση πολλαπλών μεταμφιέσεων, όπου αναγνωρίζεται τόσο ο ποιητής όσο και τα πρόσωπα που αυτός επινοεί – πώς να διαχωριστούν αλήθεια;

Η Απαραβίαστη Φρασίκλεια που θα καλείται για πάντα κόρη, μάς εισάγει στη συλλογή, μέσα από ένα ταφικό επιγραφικό απομεινάρι του 6ου π. Χ. αιώνα, για να δηλώσει μαζί με τη ματαιωμένη ζωή και το απαραβίαστο ταυτόχρονα του ποιητικού χώρου. Αυτή είναι η αρχική νύξη της ποιήτριας ότι εδώ πρόκειται να δούμε μια ανασκαφή της ποίησης, μα και της δημιουργίας συνολικά, μια ανατομία ίσως του ποιητικού σώματος· και όπως κάθε τέτοια διεργασία απαιτεί και αυτή το μερίδιο του αίματος, και όσο θα προχωράει η εξέταση τόσο το σώμα θα παραμένει απαραβίαστο – ποιος εννόησε ποτέ τη γέννηση του θαύματος, την αιφνίδια αστραπή που φωτίζει για μια στιγμή το σκοτεινό τοπίο της ζωής; Η μόνη πραγματική συγκίνηση/που ένιωσε ποτέ/ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα. (ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ).



Ακόμη και όταν η Κουτσουμπέλη επινοεί τα (θεατρικά εν μέρει) σκηνικά της για να τοποθετήσει μέσα τα πρόσωπα, υποκριτές, ποιητές, δημιουργούς, ήρωες ιστοριών, παραμυθιών, όλα σε μονόλογο ή διάλογο μαζί της, δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το ισχυρό δέσιμο της δημιουργίας με τη ζωή. Μοιάζει να λέει: αν η ζωή βρίσκεται σε κάθε ελάχιστη ανάσα καθημερινότητας, τότε εδώ είναι και η τέχνη της δημιουργίας, από αυτή την εν μέσω παθών ζωή πηγάζει και η ποίηση, μέσα από τα τετριμμένα και εγκλωβισμένα στα στερεότυπα, την καθημερινή τριβή,  γεννιέται το θαύμα. Και σαν στερέψει η αντοχή, τότε το ποίημα παραμερίζει και ως θεατής παρατηρεί τον θνήσκοντα δημιουργό του να αναλώνεται πλέον θυσία στον Κανίβαλο θεό που με κατατρέχει τόσα χρόνια (ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΒΙΑΣ ΠΛΑΘ). Και ο άλλος αυτόχειρας ποιητής, θα μοιραστεί την πολύτιμη γνώση της αποχώρησης, προς πάντα ενδιαφερόμενο: Προπαντός όχι με πνιγμό. Ο θάνατος. Ίσως με μήλο/στο κεφάλι, ενώ ο γηραιός Γουλιέλμος σάς σημαδεύει/με το βέλος. Ή με πιστόλι. Αν ξέρετε σε ποιο μέρος/ακριβώς βρίσκεται η καρδιά. Αν έχετε καρδιά. (ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΛΑΚΗ).  

Μέσα στα ποιήματα της Κουτσουμπέλη εναλλάσσονται τα πρόσωπα συνιστώντας στην ουσία ένα, αυτό του δημιουργού, με όσα προσωπεία κι αν αλλάξει. Η πιο σημαντική μεταμφίεση (ή μετάλλαξη άραγε;) είναι αυτή του δημιουργού με τους ήρωες που επινοεί. Ο καθρέφτης εδώ λειτουργεί προσφέροντας την εικόνα του επινοημένου σε μείξη με αυτή του επινοητή, καθώς οι ήρωες αποκτούν φωνή, υπόσταση, διεκδικούν ή διαμαρτύρονται· στην πραγματικότητα δηλώνοντας ξεκάθαρα πως είναι αυτοί που προϋπήρχαν της επινόησής τους, άρα εμπεριέχουν τον δημιουργό τους και τον κατευθύνουν. Πότε, λοιπόν, ξεκινά η γραφή; ποια η αφετηρία της; Η Τζο, η ηρωίδα συγγραφέας, το alter ego της δημιουργού της, της Λουίζα Μέι Άλκοτ θα ξεσπάσει: Και ας σκιστούν όλες οι σελίδες/αυτού του απάνθρωπου βιβλίου/στο οποίο/είμαι μεν μία συγγραφέας/αλλά όχι η συγγραφέας του. (ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΛΟΥΪΖΑ ΜΕΪ ΑΛΚΟΤ). Αλλά και πώς υπερβαίνει ο δημιουργός τους ήρωές του, ή πώς ξεμπερδεύει μαζί τους; Δίπλα στη μοναξιά του δημιουργού εμφανής είναι και η αμηχανία, το αδιέξοδο του ήρωα, που ανασαίνει, ζει, καταδικάζεται σε σιωπή ή πεθαίνει εκών άκων: Ο κύριος Σ. ένιωσε τον τρόμο του κενού./Αισθανόταν μισός./Το ένα του πόδι ανύπαρκτο./Ακόμα δεν είχε αρθρώσει ούτε λέξη,/αφού ο Τζον είχε επιλέξει τριτοπρόσωπη αφήγηση. (Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Σ.).

Η Ποίηση ξεπερνάει σε μέγεθος τον δημιουργό της, όπως η Τέχνη ως ιδέα υπερίπταται της έμπνευσης και χρονικά προϋπάρχει του έργου που την αποτυπώνει δίνοντάς της υλική μορφή. Μπροστά στην καταλυτική αυτή αλήθεια, οι ποιητές έχουν να επιλέξουν τη φυγή από το θηρίο που τους κατατρώει αποζημιώνοντάς τους με τις γραμμένες λέξεις κερδίζοντας, αλίμονο, την ποθητή ισορροπία, ή τη συμφιλίωση με την αδιέξοδη πορεία μέσα και γύρω από το ποίημα και τη μοναξιά τους. Ο ποιητής Όμικρον, εν προκειμένω, που δίνει τον τίτλο σ’ αυτή την ποιητική αποτίμηση της δημιουργίας, συνειδητοποιεί ολοκληρώνοντας το ποίημα πως ούτε αυτό του ανήκει, καθώς αυτό διαλύεται στην κοσμική νύχτα. Έτσι: Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον/όπως κάθε ποιητής πριν και μετά/χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής, βιώνει το μοναχικό ταξίδι της δημιουργίας, ταΐζει το οικόσιτο κοράκι του και πέφτει να κοιμηθεί. Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/κάθεται στο γραφείο του και γράφει. (Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ). Γιατί αυτή η περιπέτεια της γραφής δεν θα τελειώσει εδώ, και η ποίηση είναι ο τόπος που οι ψυχές ενώνονται, θα πει η ποιήτρια. Κι ας μην το γνωρίζουν. Και ας αναζητούν μέσα τα ποιήματα τη συντροφιά των ομοίως πασχόντων. Κάθε φορά που κάποιος ποιητής, όπως εδώ η Χλόη Κουτσουμπέλη, θα ανασηκώνει το πέπλο που σκιάζει τη μοναχική δημιουργία, η μοναξιά θα γίνεται λιγότερο αφόρητη, το ποίημα θα παίρνει ανάσες ζωής.

 

Διώνη Δημητριάδου

Είκοσι ένα χαϊκού Fernando Pessoa Μετάφραση – επίμετρο: Γιάννης Σουλιώτης Εκδόσεις Printa η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Είκοσι ένα χαϊκού

Fernando Pessoa

Μετάφραση – επίμετρο: Γιάννης Σουλιώτης

Εκδόσεις Printa

 η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Fernando Pessoa: «Είκοσι ένα χαϊκού» (diastixo.gr)

 


Μια ανάσα αρκεί. Τρεις λέξεις που χαρακτηρίζουν τα μικροσκοπικά ποιήματα (χαϊκού), θα μπορούσαν όμως να αφορούν την ποίηση εν συνόλω, αφού η συμπύκνωση του νοήματος σε λίγες λέξεις αποτελεί την πεμπτουσία του ποιητικού λόγου. Οι πιο μικρές ποιητικές ανάσες, τα χαϊκού – τα ιαπωνικά μικροστιχουργήματα – μπορούν να συμπυκνώνουν μέσα σε τρεις στίχους τη σοφία και την εμβρίθεια ενός μακροσκελούς καλοδουλεμένου λόγου. Ίσως γιατί έχουν ακόμα μέσα τους, παρά τις τόσες παρεμβάσεις, τη δύναμη του σπόρου, να μπορεί να μεγεθύνει την ουσία του σε πανύψηλα δέντρα. Απαιτείται αληθινή τέχνη για να αποδώσεις με τον ελάχιστο λόγο το πλήρες περιεχόμενο, και να το προτείνεις έπειτα στον αναγνώστη για την μετα - ποιητική επεξεργασία, πολύτιμη επίσης διαδικασία που συμπληρώνει το αρχικό έργο. Όπως ένα λιλιπούτειο μικροδιήγημα δυσκολεύει αφάνταστα τον δημιουργό του για να επιλέξει και να απορρίψει μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό πλήρες, έτσι και το ποίημα των 17 συλλαβών ζητά από τον ποιητή το καταστάλαγμα. Σαν να λέμε πρέπει να έχει προηγηθεί το μέγιστο μέσα στο μυαλό του, προκειμένου αυτό να συρρικνωθεί στο μικρό αλλά πάλι πλήρες. Τα ιαπωνικά χαϊκού με τον σχολιασμό της φύσης και τον χωρισμό σε εποχές (τουλάχιστον τα πιο παραδοσιακά από αυτά) μας έχουν δείξει και πολύ βαθύτερους στοχασμούς ενσωματώνοντας κοινωνικά σχόλια και, ακόμη πιο πέρα, τον στοχασμό τους στα πανανθρώπινα ερωτήματα.

Η τέχνη των χαϊκού στα χέρια του Πεσσόα αποκτά, όπως είναι αναμενόμενο, μια άλλη διάσταση ξεχωρίζοντας από την ιαπωνική τους αρχική τεχνική της στιχοπλασίας αλλά και από τη δυτική τους εκδοχή. Ο Πεσσόα ασχολήθηκε με τη λεπτουργία των χαϊκού από ενδιαφέρον γενικά για την ιαπωνική κουλτούρα. Έτσι έχουμε τη σύνθεση είκοσι ενός χαϊκού, τα δεκαέξι από τα οποία στην αγγλική γλώσσα και τα πέντε στη μητρική του πορτογαλική γλώσσα. Πιστός στην απόδοση της εικόνας, προκειμένου να αποδοθεί η σύνθεση της σκέψης ως αποτύπωμα της βασικής ιδέας, επιλέγει να μιλήσει για τα φυσικά πράγματα, που μέσα τους ενσωματώνουν την ψυχή του παρατηρητή/ποιητή. Ως προς τη θεματική του, που αντλεί από τη φύση και την εναλλαγή των εποχών, συνδέεται με την ιαπωνική αρχή της ποίησης των χαϊκού. Οπτικές εικόνες (Η μακρινή καμπύλη των νερών./Μέσα από δέντρα./Γαλήνη εκεί, μα εδώ/Μονάχα γαλήνη πέρα κει.) αλλά και ηχητικές (Πέρα απ’ το φράχτη πατημασιές./Η πρώτη βροχή μιλά και πάλι./Μετά ξαναπιάνουν το τραγούδι οι γρύλοι.) βρίσκουν τη θέση τους μέσα στις λιγοστές, μετρημένες συλλαβές, χωρίς ωστόσο ο ποιητικός στόχος να εξαντλείται στην αποτύπωση· μέσα στις λέξεις εισχωρεί ο ως τώρα παρατηρητής για να ακουστεί ο ανθρώπινος λόγος άλλοτε ως συνειδητοποίηση του άχθους που φέρει ο χρόνος που περνά, άλλοτε ως αδυναμία του νοήμονος όντος μπροστά στη σιωπή του κόσμου (Το παιδί κείται νεκρό. Ο θεός/Για κάτι άλλο είναι ευχαριστημένος./Ανάμεσά τους, η πράσινη γη.) ή στη δυναμική των φυσικών πραγμάτων που ξεπερνούν την ανθρώπινη θνητότητα (Κοίτα πώς η κερασιά/Ανθίζει ερήμην μας./Κοιμήσου και το κόκκινο θα έλθει.). Στα γραμμένα στην πορτογαλική γλώσσα κυριαρχεί η αίσθηση της ματαιότητας των στόχων, της ματαίωσης των ελπίδων. Κανείς δε συνέρχεται./Φλεγόμενες βάτοι, ποια εικόνα/Μάταιη σας εξαπατά;


Ο μεταφραστής Γιάννης Σουλιώτης παραθέτει, εκτός από την πληροφοριακού χαρακτήρα εισαγωγή, ένα επίμετρο, στο οποίο επισημαίνει αυτό που ξέρουμε αλλά που σπάνια καταγράφεται: πόσο επίπονο, δηλαδή, είναι το έργο της μετάφρασης της ποίησης. Ο ίδιος ο Πεσσόα θέτει τις αρχές της σωστής μετάφρασης επισημαίνοντας την ανάγκη συμφωνίας με την ιδέα ή το συναίσθημα που διατρέχει το αρχικό ποίημα, αλλά και την ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη να διασωθεί στο μεταφρασμένο ποίημα ο ρυθμός, εσωτερικός ή οπτικός, ώστε να μη χαθεί τίποτα από την αρχική αποτύπωση, ως ιδέα και ως μορφή. Δύσκολο έργο, ιδίως αν το αρχικό ποίημα, όπως εδώ το χαϊκού, έχει συγκεκριμένες προδιαγραφές στον αριθμό των συλλαβών ανά στίχο, στις οποίες δεν μπορεί να ανταποκριθεί (χωρίς απώλειες) η άλλη γλώσσα, της μετάφρασης,  που έχει τις δικές της ανάσες, τον δικό της ρυθμό. Επομένως, η μετάφραση κρίνεται από το κατά πόσο μπόρεσε να μεταφέρει τη βασική ιδέα μέσα σε ένα νέο ποίημα που διατηρεί τον απαιτούμενο ρυθμό, ακριβώς για να θεωρηθεί ποίημα. Ο τρόπος που ο Πεσσόα αντιλαμβάνεται τα χαϊκού, ως ελεύθερη δηλαδή δημιουργία που μόνον  όταν επιτρέπει η ποιητική ιδέα ακολουθεί τις προδιαγραφές του είδους, βοήθησε τον μεταφραστή να αποδώσει τα είκοσι ένα ποιήματα κυρίως ως ποιήματα, χωρίς να απολεσθεί η αίσθηση του αρχικού δημιουργού, χωρίς να προστεθεί τίποτε περισσότερο στις σιωπές του ποιήματος. Σε ένα δικό του μάλιστα χαϊκού ο Γιάννης Σουλιώτης το δηλώνει αυτό ξεκάθαρα: Σ’ ένα χαϊκού/τραγούδησα τη σιωπή/λίγα της πρέπουν.

Σημαντική έκδοση, προσφορά στην καλύτερη προσέγγιση του έργου του Πεσσόα. Ψηφίδες που έλειπαν, τώρα συμπληρώνουν την εικόνα. Από τις εκδόσεις Printa, στη σειρά με τον εύγλωττο τίτλο «Ποίηση για πάντα».

 

Διώνη Δημητριάδου